Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 21, 2009

Άρειος Πάγος: υποχρέωση επικοινωνίας με υπεύθυνους πριν την δημοσίευση ανώνυμης καταγγελίας

Αριθμός 576/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A´ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Δημήτριο Σουλτανιά, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Χρήστο Γεωργαντόπουλο, Βασίλειο Ρήγα και Ιωάννη Παπανικολάου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει μεταξύ : Της αναιρεσείουσας : Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Δ*** Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ***. Του αναιρεσιβλήτου : Μ Λ. Ε, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ***. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από *** αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : *** οριστική του ίδιου δικαστηρίου και *** του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 4 Μαϊου 2004 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Παπανικολάου ανέγνωσε την από 6 Φεβρουαρίου 2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.- Κατά το άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος, καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, ενώ, κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ο τύπος είναι ελεύθερος, η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται. Επίσης, κατά το άρθρο 10 παρ.1 της ΕΣΔΑ (κυρ.ν.δ. 53/1974) «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών άνευ επεμβάσεως των δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων». Το δικαίωμα, όμως, τούτο υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ (και 19 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα – κυρ. ν. 2462/1997), σε περιορισμούς και κυρώσεις, που προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων, στην προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων τρίτων. Εξ άλλου, κατά το άρθρο μόνο παρ.1 του ν.1178/1981, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχουν στον συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος στον εκδότη ή τον διευθυντή συντάξεως του εντύπου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 ΑΚ όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει, μεταξύ των άλλων, και αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ και στην περίπτωση της ΑΚ 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται, μεταξύ άλλων, και σε πληρωμή χρηματικού ποσού. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σ’ αυτόν από τους άλλους. Εν προκειμένω, το Εφετείο, μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, δέχεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κατ’ ορθή νοηματική εκτίμηση του περιεχομένου της (ΚΠολΔ 561 παρ.2), τα εξής: 

Ο ενάγων, και ήδη αναιρεσίβλητος Μ Ε το έτος *** διορίσθηκε επίκουρος καθηγητής επί θητεία στο Τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών του *** Πανεπιστημίου ***. Το έτος *** υπέβαλε αίτηση για μονιμοποίηση στο τμήμα, η κρίση, όμως, του εκλεκτορικού σώματος, που συνεδρίασε στις ***, ήταν αρνητική. Τα πρακτικά συνεδρίασης του εκλεκτορικού σώματος εστάλησαν το Σεπτέμβριο του *** στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, προς άσκηση του προβλεπόμενου ελέγχου νομιμότητας. Από *** διακόπηκε η μισθοδοσία του ενάγοντος από το Πανεπιστήμιο. Τον Μάρτιο του ***, με το υπ’ αριθμ. *** έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, επεστράφη ο φάκελος στο Πανεπιστήμιο προς επανάληψη της κρίσεως, καθόσον η ως άνω κρίση του εκλεκτορικού σώματος θεωρήθηκε μη νόμιμη, ως εν μέρει αναιτιολόγητη. Η νέα κρίση του εκλεκτορικού σώματος, κατά τη συνεδρίαση της ***, ήταν και πάλι αρνητική. Η εναγομένη, και ήδη αναιρεσείουσα, είναι ιδιοκτήτρια της εβδομαδιαίας εφημερίδας «ΤΟ Β. Τ. Κ.», που εκδίδεται στην Αθήνα. Στο φύλλο της εν λόγω εφημερίδας της ***, στη στήλη με τον τίτλο «***», περιελήφθη ανυπόγραφο δημοσίευμα, που έχει, κατά λέξη, ως εξής: «Διαβάστε μια ιστορία που μου διηγήθηκαν και βγάλτε τα συμπεράσματά σας. Πριν από περίπου έναν χρόνο οι εκλέκτορες του *** Πανεπιστημίου *** απέρριψαν την εκλογή καθηγητή- δεν έχει σημασία ούτε το όνομά του ούτε οι λόγοι απόρριψης- και έστειλαν την απόφαση στο Υπουργείο Παιδείας για την απαραίτητη επικύρωση. Αφού πέρασε ένας χρόνος το Υπουργείο Παιδείας επέστρεψε την απόφαση ζητώντας επαρκέστερη δικαιολόγηση ορισμένων απορριπτικών ψήφων. Πριν από λίγες ημέρες η διαδικασία επαναλήφθηκε με το ίδιο αποτέλεσμα και (ξανά)απεστάλη στο υπουργείο δια τα καθέστατα. Σε όλα αυτά υπάρχει μία λεπτομέρεια: Ο απορριφθείς δεν διδάσκει, πλην όμως αμείβεται κανονικά…». Παρά το ότι δεν σημειώνεται το όνομα και το γνωστικό αντικείμενο του καθηγητή στον οποίο αναφέρεται το δημοσίευμα, γίνεται σαφές ότι αυτό αφορά τον ενάγοντα. Ειδικότερα η αναφορά του Πανεπιστημίου (***) και των ειδικότερων συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η κρίση του καθηγητή, ήτοι η αναφορά των δύο διαδοχικών κρίσεων του ίδιου καθηγητή και, κατά προσέγγιση, του χρόνου αυτών, καθώς και της περιστάσεως ότι μεταξύ των κρίσεων αυτών υπήρξε αναπομπή της υποθέσεως εκ μέρους του Υπουργού προς το Πανεπιστήμιο, προς επανάκριση για συγκεκριμένο λόγο νομιμότητας, εξατομικεύουν, όλα αυτά, επαρκώς το γεγονός και καθιστούν φανερό, τουλάχιστον στους ακαδημαϊκούς κύκλους, ότι το δημοσίευμα αναφέρεται στον επίκουρο καθηγητή Μ Ε. Εξ άλλου, το επίδικο δημοσίευμα είναι εν μέρει αναληθές. Αληθές μεν ως προς το ότι ο ενάγων δεν εδίδασκε κατά τον χρόνο του δημοσιεύματος και αναληθές ως προς το ότι, ενώ ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, έπαυσε να μισθοδοτείται από το Πανεπιστήμιο από ***, το δημοσίευμα τον φέρει ως αμειβόμενο συνεχώς μέχρι την ημέρα της κυκλοφορίας του φύλλου της εφημερίδας ***, ήτοι επί οκτώ περίπου μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η μισθοδοσία του, χωρίς να παρέχει υπηρεσίες στο Πανεπιστήμιο. Το αναληθές δε αυτό γεγονός, με τον τρόπο μάλιστα που παρουσιάζεται, ήτοι με τα υπονοούμενα που υποδηλώνονται με τα αποσιωπητικά στο τέλος του κειμένου και αφορούν, δεδομένου ότι δεν γίνεται διάκριση, τόσο τη διοίκηση του Πανεπιστημίου, όσο και τον κρινόμενο καθηγητή, μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ως ανθρώπου και επαγγελματία, αφού αυτός εμφανίζεται τουλάχιστον να εκμεταλλεύεται την καθυστέρηση της διαδικασίας, έτσι ώστε να παραμένει αργόμισθος, συντηρούμενος από το Πανεπιστήμιο, χωρίς να προσφέρει υπηρεσίες. Επομένως, συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς του, η προσβολή δε αυτή προκάλεσε ηθική βλάβη στον ενάγοντα, ο οποίος υπέστη όταν έλαβε γνώση αυτού στενοχώρια και ταραχή. Ο ανώνυμος συντάκτης του αναληθούς κατά τα άνω δημοσιεύματος παρέβη το καθήκον αληθείας, που αποτελεί θεμελιώδες μέλημα του τύπου και θεμελιώνεται σε σύμπλεγμα διατάξεων του θετικού δικαίου, ενεργώντας από αμέλεια. Διότι υιοθέτησε και διέδωσε αναληθή πληροφορία χωρίς να προβεί στον επιβαλλόμενο από τις συναλλακτικές υποχρεώσεις των δημοσιογράφων, που απορρέουν από το προαναφερόμενο καθήκον, έλεγχο της ακριβείας της. Ειδικότερα δεν φρόντισε να επικοινωνήσει προηγουμένως με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Πανεπιστημίου ή και με τον ενάγοντα (από το δημοσίευμα εμμέσως προκύπτει ότι εγνώριζε το όνομά του, αλλά δεν θέλησε να το δημοσιοποιήσει) και να πληροφορηθεί αν ο τελευταίος εμισθοδοτείτο και για ποιο χρονικό διάστημα μετά την πρώτη αρνητική κρίση (η κρίση αυτή πάντως είχε ελεγχθεί ως μη νόμιμη από το αρμόδιο για τον έλεγχο της νομιμότητάς της όργανο). Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η δημοσιευθείσα είδηση δεν υιοθετήθηκε αβασάνιστα, αφού ελήφθη υπόψη έγγραφο του Πανεπιστημίου με τον τίτλο «Πρόγραμμα Φθινοπωρινού Εξαμήνου Ακαδημαϊκού Έτους *** του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών», από το οποίο προκύπτει ότι δεν περιλαμβάνεται στους διδάσκοντες ο αντίδικός της, είναι αλυσιτελής, γιατί η αναλήθεια του δημοσιεύματος εντοπίζεται όχι στο, συνομολογούμενο, άλλωστε, γεγονός ότι ο ενάγων δεν εδίδαξε μετά την απορριπτική κρίση, αλλά στο ότι αυτός αμειβόταν μέχρι και την ***. Περατώνει δε το Εφετείο τις παραδοχές του ως εξής: Κατά τα ανωτέρω, υπήρξε παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος εκ μέρους του συντάκτη του δημοσιεύματος, από την οποία γεννάται κατά νόμο υποχρέωση της εναγομένης για καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως για την ηθική βλάβη που αυτός πράγματι υπέστη. Επομένως, οι λόγοι της εφέσεως με τους οποίους προβάλλεται το παράπονο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι είναι αληθή τα γεγονότα που θεμελιώνουν τη βάση του αδικήματος και γεννούν κατ’ αρχήν αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η αναιρεσείουσα αφού παραθέτει στην αναίρεσή της τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλομένης πλήττει την τελευταία για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ.β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι, κατ’ αυτήν (αναιρεσείουσα), το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν με την έφεσή της και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο είχε προβάλλει, ως παράπονο κατά της εκκαλουμένης, ότι ο ουσιώδης πυρήνας της επίδικης είδησης, ότι, δηλαδή, ο ενάγων «δεν δίδασκε πλην όμως αμειβόταν κανονικά» ήταν αληθής για ένα διάστημα του παρελθόντος, ήτοι από ***, ότε υπήρξε απορριπτική της μονιμοποίησής του κρίση, μέχρι την ***, που σταμάτησε η μισθοδοσία του. Ο λόγος αυτός (πρώτος, μέρος πρώτο) είναι αβάσιμος, αφού από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και το λόγο αυτό έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αφού δέχθηκε ότι η ελεγχόμενη είδηση δεν είχε ανεπίκαιρο παρελθοντολογικό χαρακτήρα, αλλά αναφερόταν σαφώς, ως τρέχουσα επίκαιρη είδηση, στον ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα το αναγνωστικό κοινό ρέοντα τότε χρόνο κυκλοφορίας της εφημερίδας με το επίμαχο δημοσίευμα (***), γι’ αυτό και στο κείμενό του ο συντάκτης του χρησιμοποιεί δύο φορές ενεστώτα χρόνο, στα επιλεγέντα από αυτόν ρήματα, ήτοι ότι «ο απορριφθείς δεν διδάσκει, πλην όμως αμείβεται κανονικά» πράγμα που σημαίνει (πάντοτε κατά το Εφετείο) ότι το δημοσίευμα φέρει, ψευδώς, ως είδηση ή διάδοση, τον ενάγοντα ως αμειβόμενο συνεχώς μέχρι και την ημέρα της κυκλοφορίας του φύλλου της εφημερίδας (***), ήτοι επί επτά (από πρόδηλη παραδρομή αναφέρεται επί οκτώ) περίπου μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η μισθοδοσία του (***), χωρίς να παρέχει υπηρεσίες στο Πανεπιστήμιο, και, επομένως, ότι ο ουσιώδης πυρήνας της ένδικης είδησης είναι εν μέρει ψευδής. Ο αυτός πρώτος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται, την προσβαλλομένη για ανεπάρκεια αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού, κατά την αναιρεσείουσα, δεν εξηγεί γιατί η επίμαχη είδηση είναι εν μέρει αναληθής, με συνέπεια να στερείται νόμιμης βάσης (άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ) είναι αβάσιμος. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις άνω παραδοχές του, το Εφετείο εξηγεί, με σαφήνεια και πληρότητα, το αποδεικτικό του πόρισμα σχετικά με το εν μέρει ψευδές της ερευνηθείσας κρίσιμης είδησης για τον ενεστώτα, κατά την κυκλοφορία της εφημερίδας, χρόνο, καθώς και γιατί ο τελευταίος είναι εν προκειμένω ο μόνος κρίσιμος. Δεν ήταν δε υποχρεωμένο το Εφετείο να ερευνήσει, για την πληρότητα της σχετικής του αιτιολογίας, μήπως ο αναιρεσίβλητος κάποτε στο παρελθόν έλαβε μισθό παρ´ ότι δεν δίδαξε, αφού δέχθηκε ότι το δημοσίευμα, ως είδηση, δεν αναφερόταν αορίστως σε κάποιο παρωχημένο χρόνο, αλλ’ εστιαζόταν στην τρέχουσα επικαιρότητα, για την οποία κυρίως ενδιαφέρεται το αναγνωστικό κοινό. 

ΙΙ.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του αρ. 367 ΠΚ συνάγεται ότι αίρεται κατ’ αρχήν ο άδικος χαρακτήρας της εξύβρισης (ΠΚ 361) και της απλής δυσφήμησης (ΠΚ 362) και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης εκδήλωση γίνεται από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο ενδιαφέρον έχει και ο δημοσιογράφος, ως προς τη δημοσίευση ειδήσεων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά προσώπων, για τα οποία ενδιαφέρεται το κοινωνικό σύνολο, ώστε να είναι επιτρεπτά δημοσιεύματα με σκοπό την πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού, έστω και αν συνοδεύονται από οξεία κριτική και δυσμενείς χαρακτηρισμούς των προσώπων στα οποία αναφέρονται. Αλλά και στην περίπτωση αυτή δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της εξύβρισης ή της δυσφήμησης, όταν το δημοσίευμα υπερβαίνει το αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο προς ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος για την ενημέρωση του κοινού, με βάση αληθινά – και όχι ψευδή ή παραπλανητικά – γεγονότα, ως προς το περιεχόμενο ή και το χρόνο δημοσιεύσεως του κειμένου του δημοσιογράφου. Οφείλει, όμως, ο δημοσιογράφος να εξακριβώνει, πριν από τη δημοσίευση, την αλήθεια των δυσφημιστικών γεγονότων, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθετη περίπτωση, ότι η παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του δυσφημούμενου προσώπου τελεί σε αναλογία με την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού ή ότι αποτελεί αυτή το επιβεβλημένο μέσο άσκησης του έργου της ενημέρωσης (ΑΠ 1147/1998 και 1724/1999, ποινικές). Γι’ αυτό, αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου δεν αίρεται και τούτο ισχύει και στην προκείμενη περίπτωση, αφού το Εφετείο δέχθηκε, όπως προεκτίθεται, ότι ο προαναφερθείς ισχυρισμός, με τη μορφή γεγονότος, με το οποίο προσεβλήθη η τιμή και η υπόληψη του ενάγοντος, είναι αναληθής κατά το αναφερόμενο ουσιώδες μέρος του και, επιπλέον, ότι ο συντάκτης (δημοσιογράφος) του επίμαχου δημοσιεύματος από αμέλειά του δεν τήρησε τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του, ώστε να εξακριβώσει, πριν τη δημοσίευση, την αλήθεια του δυσφημιστικού γεγονότος. Αυτόθροη συνέπεια των παραδοχών τούτων του Εφετείου είναι, ότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη δικαιολογημένου ενδιαφέροντος πληροφόρησης και ενημέρωσης του κοινού. Κατά λογική ακολουθία, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά τα πρώτο και δεύτερο μέρη του, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίον η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη για παραβίαση, με τις άνω παραδοχές της, ευθέως και εκ πλαγίου, της διάταξης του άρθρου 367 του ΠΚ, είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος, ως προς αμφότερες τις αιτιάσεις του αυτές, σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω αιτιολογίες της αποφάσεως του, δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου, 367 του ΠΚ< ούτε με βάση τις παραδοχές του αυτές είναι εφαρμοστέα η διάταξη αυτή, κατά τα αναλυτικώς προαναφερόμενα. Συναφώς, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά τα νοηματικά τρίτο μέρος του, από τον αριθμό 8 περ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότ ιτο Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον πέμπτο λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας, με τον οποίο παρεπονείτο κατά της εκκαλουμένης για την άρνηση εφαρμογής της ΠΚ 367, από την οποία (διάταξη) καλύπτεται (κατά την αναιρεσείουσα) πλήρως το επίδικο δημοσίευμα, είναι αλυσιτελής, αφού, σύμφωνα με τις προπαρατιθέμενες παραδοχές του Εφετείου, δεν ευρίσκει, εν προκειμένω, έρεισμα εφαρμογής η ΠΚ 367.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από *** αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Δ*** Α.Ε.», για αναίρεση της *** απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εβδομήντα (1.170) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 1 Μαρτίου 2006. 

Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2006. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...