Αριθμός 1691/2002
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A´ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Πέτρο Κακκαλή, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Σπυρίδωνα Γκιάφη, Ελευθέριο Τσακόπουλο, Νικόλαο Γεωργίλη και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2002, με την παρουσία και της Γραμματέως Κωνσταντίνας Ξηροτύρη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσειόντων: 1) Δ. Ρ., κατοίκου Καλλιθέας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του *** και 2) Ι. Ν., κατοίκου Καλλιθέας, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ***, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις..
Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Γ. Π., το γένος Ι. Β., κατοίκου Νέας Σμύρνης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ***. Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από *** αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: *** του ίδιου δικαστηρίου και 459/2001 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1*** αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Γεωργίλης ανέγνωσε την από *** έκθεση του τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Δ. Σουλτανιά με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις από *** προτάσεις των δύο πρώτων εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων Δ. Ρ. και Ι. Ν. ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλέστηκαν την ένορκη βεβαίωση *** που δόθηκε στον Ειρηνοδίκη Αθηνών. Μόνον η τρίτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία Α. Τ. ΑΕ (που δεν είναι αναιρεσείουσα) με τις από 10-11-2000 προτάσεις της ενώπιον του ίδιου Εφετείου (σελ. 20 παρ. Β2) επικαλέστηκε κατά λέξη «Αντίθετα τόσο ο επ' ακροατηρίου εξετασθείς ενώπιόν σας μάρτυς μας *** όσον και ο ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών καταθέσας κατόπιν της επ' ακροατηρίου γνωστοποιήσεώς μας μάρτυς μας ***, αμφότεροι τέως υπουργοί, κατέθεσαν..» Χωρίς και αυτή να επικαλεσθεί ενάριθμη ένορκη βεβαίωση. Περαιτέρω από την απόφαση *** του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου Αθηνών), την οποία επιτρεπτώς εκτιμά ο ’ρειος Πάγος (ΚΠολΔ 561 παρ.2) προκύπτει ότι το δικαστήριο εκείνο δεν έλαβε υπόψη την ένορκη βεβαίωση 15431/1999, την οποία θεώρησε ως ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο, διότι δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ, οι δε αναιρεσείοντες δεν προσκομίζουν τα πρακτικά της συζήτησης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από τα οποία, όπως ισχυρίζονται με το αναιρετήριο, προκύπτει η επ' ακροατηρίου εμπρόθεσμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης. Επομένως ο πρώτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίον αποδίδεται στο Εφετείο ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ επειδή δεν έλαβε υπόψη την ανωτέρω ένορκη βεβαίωση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση και όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες δεν έχουν εμφανή περιουσιακά στοιχεία και συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι είναι φερέγγυοι. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του από το άρθρο 559 αρ. 10 ΚΠολΔ, με τον οποίον προβάλλεται ότι το Εφετείο δέχτηκε το σχετικό λόγο έφεσης της αναιρεσίβλητης χωρίς απόδειξη και διέταξε σε βάρος τους προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης λόγω της αφερεγγυότητάς τους. Ο ίδιος λόγος της αναίρεσης κατά το δεύτερο μέρος του από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, με τον οποίον προβάλλεται ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του.
Επειδή με τους δύο λόγους της έφεσής της η αναιρεσίβλητη προέβαλε (ΚΠολΔ 561 παρ. 2) κατά λέξη «1. Η προσβαλλόμενη απόφαση κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων και κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου μου επιδίκασε μόνον το ελάχιστο προβλεπόμενο από το νόμο ποσό ενώ ενόψει της έντασης της προσβολής της τιμής και της υπολήψης ως και της εν γένει προσωπικότητάς μου, του βαθμού πταίσματος των αντιδίκων, ο οποίος υπήρξε βαρύτατος, της κοινωνικής και οικονομικής μου θέσης ως και της αντίστοιχης θέσης των αντιδίκων έπρεπε να κάνει δεκτή την αγωγή μου σ' όλο της το αίτητικό άλλως να μου επιδικάσει μεγαλύτερη χρηματική ικανοποίηση από την επιδικασθείσα των 10.000.000 δραχμών. 2) Η προσβαλλόμενη απόφαση κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων αλλά κυρίως αναποδείκτως δέχθηκε ότι οι αντίδικοι είναι φερέγγυοι και απέρριψε το αίτημά μου περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης των δύο πρώτων αντιδίκων με το αιτιολογικό ότι δεν προκύπτει αφερεγγυότητα, ενώ κανένα απολύτως στοιχείο (δεν) προσεκόμισαν από το οποίο να αποδεικνύεται η αφερεγγυότητά τους. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι καίτοι οι αντίδικοι είναι πλούσιοι δεν έχουν όμως εμφανή περιουσιακά στοιχεία για να δυνηθώ να ικανοποιήσω την τελεσιδίκως επιδικασθησομένη απαίτησή μου. Ε. όμως βέβαιο ότι αν τυχόν δεν γίνει δεκτό το αίτημά μου περί προσωπικής κράτησης των αντιδίκων, η τυχόν τελεσιδίκως επιδικασθησομένη απαίτησή μου δεν θα ικανοποιηθεί, διότι, επαναλαμβάνω, οι αντίδικοι δεν έχουν εμφανή περιουσιακά στοιχεία». Με το περιεχόμενο αυτό οι λόγοι της έφεσης είναι επαρκώς ορισμένοι και το Εφετείο, το οποίο δεν τους απέρριψε ως αόριστους σύμφωνα με το νόμο, ήτοι τις διατάξεις των άρθρων 1047 παρ. 1 ΑΚ και 520 και 118-120 ΚΠολΔ, δεν κήρυξε απαράδεκτο. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αντίθετος από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αναίρεσης.
Επειδή από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχτηκε τα ακόλουθα: Ο πρώτος αναιρεσείων είναι εκδότης και διευθυντής της ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας, πανελλαδικής κυκλοφορίας, με το διακριτικό τίτλο «Α. Τ. ». Στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας αυτής με τον ειδικότερο διακριτικό τίτλο «Α. ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» της *** δημοσιεύτηκε υπέρτιτλος με το εξής περιεχόμενο: «ΕΛ.ΑΣ. το μεγαλείο σου, ΤΟ ΤΕΦΤΕΡΙ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ Χ, «ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΕΣ ΒΟΜΒΕΣ» ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΙΣ ΜΙΖΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΣΤΕΚΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ» και παραπέμπει στο ρεπορτάζ που συνέταξε ο δεύτερος αναιρεσείων στη σελίδα έξι (6) στην οποία υπάρχει πάλι ο ίδιος τίτλος με πηχιαία γράμματα. Το ρεπορτάζ, σύμφωνα με το δημοσίευμα, αναφέρεται σε μια ομάδα του οργανωμένου εγκλήματος με την κωδική ονομασία «Οργάνωση Χ» και στη δράση της. Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα σε ένα αυτοκίνητο τύπου BMW που ανήκε σε μέλος της ομάδας αυτής βρέθηκαν και «απαλλοτριώθηκαν», κατά τη φρασεολογία του δημοσιεύματος, χειρόγραφα του εισπράκτορα της οργάνωσης, πολύτιμες καταστάσεις πελατείας και λίαν διαφωτιστική ατζέντα. Στον υπότιτλο του δημοσιεύματος τα χειρόγραφα χαρακτηρίζονται ως χειρόγραφες βόμβες. Ακολούθως με έντονα μαύρα γράμματα το δημοσίευμα αναφέρει ότι μαζί με τα στοιχεία του κατασχέθηκαν και στάλθηκαν στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και σε λοιπούς παραλήπτες και ερευνά η Ελληνική Αστυνομία είναι και ένα ενημερωτικό υπόμνημα άγνωστου συντάκτη, στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «εξακριβώσαμε ότι πράγματι οι διευθύνσεις που υπάρχουν στα χειρόγραφα και στα δακτυλόγραφα αντιστοιχούν σε οίκους ανοχής που εκδίδουν παράνομα γυναίκες από τις ανατολίτικες χώρες..... σε υποτιθέμενα στούντιο μασάζ... σε καταστήματα με ηλεκτρονικά παιχνίδια.. σε λέσχες με τυχερά παιχνίδια. . ’λλος τομέας είναι η ελληνοποίηση νεαρών ρωσίδων.». Τέλος στην ίδια σελίδα (έκτη) και στο κέντρο αυτής δημοσιεύονται χειρόγραφα που αποδίδονται στην ως άνω ομάδα και σε ένα από αυτά αναφέρονται τα εξής: «ΤΗΛ. ΠΟΥΤΑΝΑΣ 93374**** Π*** Α*** ΥΝ2 2469. Αύριο το πρωϊ 10». Το τελευταίο απόσπασμα του δημοσιεύματος, συνεχίζει το Εφετείο, αναφέρεται στην αναιρεσίβλητη Α. Π., της οποίας δημοσιεύονται το ονοματεπώνυμο, το τηλέφωνο, ο αριθμός του αυτοκινήτου της με ένα μικρό λάθος (ο ορθός αριθμός είναι ΥΝ 2469) και χαρακτηρίζεται πουτάνα. Ακολούθως το Εφετείο περιγράφει την από υπαιτιότητα της αναιρεσίβλητης σύγκρουση του πιο πάνω αυτοκινήτου της με το αναφερόμενο αυτοκίνητο τύπου BMW, την αναγραφή, σε χειρόγραφο σημείωμα που συνέταξε κάποιος από τους επιβαίνοντες στο BMW, των στοιχείων της αναιρεσίβλητης, ήτοι του ονοματεπωνύμου, του αριθμού τηλεφώνου και του αριθμού του αυτοκινήτου της καθώς και του επωνύμου και του αριθμού τηλεφώνου του ασφαλιστή της χωρίς κλήση και ανάμειξη της Αστυνομίας και αναφέρει την από το ΒMW αυτοκίνητο κλοπή από άγνωστους δράστες ενός φακέλλου με χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων συμπτωματικά βρισκόταν και το παραπάνω σημείωμα, τα οποία εστάλησαν στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και σε άλλες υπηρεσίες καθώς και σε κάποιες εφημερίδες, μεταξύ των οποίων και ο Α. Τ. Μετά ταύτα ο δεύτερος αναιρεσείων δημοσιογράφος προέβη στη σύνταξη του προαναφερθέντος δημοσιεύματος στο οποίο εμπεριέχεται σε φωτοτυπία και το επίμαχο χειρόγραφο σημείωμα που προσδίδει, στην αναιρεσίβλητη την ιδιότητα γυναίκας που εκδίδεται με αμοιβή. Η τελευταία όμως, δέχεται το Εφετείο, είναι ηλικίας 47 ετών, πολιτικώς υπομηχανικός και από το έτος 1973 υπάλληλος της Ε. Ε. έγγαμη και μητέρα δύο τέκνων ηλικίας 22 και 20 ετών σπουδαστών στα ΤΕΙ, ο σύζυγός της Γεώργιος Π. είναι καθηγητής στη Σιβιτανίδειο Σχολής, ο πατέρας της ηλικίας 78 ετών είναι ανάπηρος του αλβανικού έπους και η αδελφή της είναι καθηγήτρια στο πρώτο Πειραματικό Λύκειο Αθηνών. Εν τούτοις το δημοσίευμα δημιουργεί στον αναγνώστη την πεποίθηση ότι η αναιρεσίβλητη είναι πόρνη, ότι έχει επιτελική θέση στην εγκληματική οργάνωση «Χ» και σε κάθε περίπτωση έχει σχέσεις με αυτή, αφού το ονοματεπώνυμό της είναι το μόνο που αναφέρεται στα δημοσιευμένα χειρόγραφα, καθώς επίσης δημιουργείται στον αναγνώστη η πεποίθηση ότι έχουν εξακριβωθεί η ιδιότητά της ως πόρνης και οι σχέσεις της με την εγκληματική οργάνωση όπως ακριβώς έχει εξακριβωθεί, κατά τα βεβαιούμενα στο δημοσίευμα, ότι οι διευθύνσεις που αναφέρονται στα χειρόγραφα αντιστοιχούν σε οίκους ανοχής. Ακόμη η αναφορά του δημοσιεύματος σε ένα ενημερωτικό υπόμνημα που συνοδεύει το φάκελο με τα χειρόγραφα στοιχεία και η όλως ασαφής αναφορά στους «αδιάφθορους» κομάντος της αστυνομίας καθώς και η μνεία στο δημοσίευμα της φράσης «ο φάκελος με τα στοιχεία που κατασχέθηκαν στο αυτοκίνητο..» δημιουργεί στον αναγνώστη την πεποίθηση ότι το υπόμνημα είναι επίσημο έγγραφο της αστυνομίας και ότι τα χειρόγραφα κατασχέθηκαν από την αστυνομία ως πειστήρια του εγκλήματος. Όλα αυτά ήταν ψευδή και ο συντάκτης του δημοσιεύματος γνώριζε την αναλήθειά τους αφού τα χειρόγραφα δεν προέρχονταν από την αστυνομία, η οποία ουδέποτε προέβη σε κατάσχεση εγγράφων που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο BMW από το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αφαιρέθηκαν από αγνώστους οι οποίοι συνέταξαν και το αναφερόμενο στο δημοσίευμα υπόμνημα και έστειλαν τα χειρόγραφα στους αναιρεσείοντες και πολλούς άλλους. Ο χαρακτηρισμός της αναιρεσίβλητης ως πόρνης δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, γεγονός το οποίο υπαιτίως αγνοούσε ο συντάκτης του δημοσιεύματος δεύτερος αναιρεσίβλητος, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει ευχερώς την αναλήθεια, αφού στο επίμαχο χειρόγραφο αναφερόταν το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός τηλεφώνου της αναιρεσίβλητης. Παρόλα αυτά δημοσίευσε το χειρόγραφο χωρίς κανένα έλεγχο και καμιά επιφύλαξη μολονότι γνώριζε ότι τα αποσταλέντα σ' αυτόν «στοιχεία» προέρχονταν από άγνωστη και παράνομη πηγή. Αλλά και ο πρώτος αναιρεσείων, ως εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας, αγνοούσε υπαιτίως ότι η αναιρεσίβλητης δεν ήταν πόρνη αφού είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει ευχερώς την αναλήθεια του δημοσιευθέντος για την αναιρεσίβλητη χαρακτηρισμού, διότι και αυτός εγνώριζε ότι τα αποσταλέντα στην εφημερίδα «στοιχεία» προέρχονταν από άγνωστη και παράνομη πηγή γεγονός που επέβαλε σ' αυτόν να είναι άκρως επιφυλακτικός και προσεκτικός και να αποφύγει τη δημοσίευση του κειμένου που συνέταξε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος χωρίς κανένα έλεγχο και καμιά επιφύλαξη. Έτσι οι δύο αναιρεσείοντες παραβίασαν τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου και κυρίως την υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας και το καθήκον αληθείας, που επιβάλει να προηγηθεί του δημοσιεύματος ο έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων ώστε το περιεχόμενό του να συμπίπτει με την πραγματικότητα. Η παράθεση στο δημοσίευμα αυθαίρετων, ανακριβών και ψευδών περιστατικών μπορούσε να βλάψει και πραγματικά έβλαψε την τιμή, την υπόληψη και γενικά την προσωπικότητα της αναιρεσίβλητης και ήταν παράνομη και υπαίτια. Η παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας της αναιρεσίβλητης ήταν εξαιρετικά βαριά γιατί του δημοσιεύματος έλαβε γνώση το πανελλήνιο, αφού η εφημερίδα κυκλοφορεί σε όλη την Ελλάδα, και έτσι τα περιστατικά διαδόθηκαν σε ευρύτατο κύκλο προσώπων μεταξύ των οποίων οι συνάδελφοι της αναιρεσίβλητης, οι προϊστάμενοί της, τα πρόσωπα του οικογενειακού, συγγενικού και κοινωνικού περιβάλλοντός της με συνέπεια να διαταραχθεί σοβαρά η προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική ζωή της κατά τα ειδικότερα στην απόφαση διαλαμβανόμενα. Τέλος το Εφετείο απέρριψε ρητά ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένσταση των αναιρεσειόντων από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ, με την αιτιολογία ότι το επικαλούμενο από αυτούς δικαιολογημένο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού δεν δικαιολογεί την χωρίς καμιά προηγούμενη διασταύρωση των στοιχείων που περιέρχονται στα χέρια του δημοσιογράφου δημοσίευσή τους, όταν μάλιστα πρόκειται για πληροφορίες αναγόμενες στο χώρο της προσωπικότητας. Εφόσον το Εφετείο απέκρουσε τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι το δημοσίευμα έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και απέρριψε ρητά ως κατ' ουσίαν αβάσιμη τη σχετική από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ ένσταση των αναιρεσειόντων δεν ήταν υποχρεωμένο να ερευνήσει εάν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Ακόμη η υπαίτια άγνοια του ότι η αναιρεσίβλητη δεν είναι πόρνη αρκεί για την κατάφαση της υπαιτιότητας των αναιρεσειόντων και την καθίδρυση της υποχρεώσής τους για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Σύμφωνα με αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι της αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλεται ότι το Εφετείο παρεβίασε τις διατάξεις των άρθρων 57, 914 και 932 ΑΚ και 361-367 ΠΚ.
Επειδή οι προαναφερθείσες αιτιολογίες του Εφετείου ότι τα χειρόγραφα, οι καταστάσεις και η ατζέντα βρέθηκαν μέσα στο BMW αυτοκίνητο, ότι το δημοσίευμα αναφέρει ότι μαζί με τα στοιχεία που κατασχέθηκαν και στάλθηκαν στον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως και σε λοιπούς παραλήπτες και που ερευνά η Ελληνική Αστυνομία είναι και ένα ενημερωτικό σημείωμα άγνωστου συντάκτη που αναφέρει ότι «εξακριβώσαμε ότι πράγματι οι διευθύνσεις που υπάρχουν στα χειρόγραφα αντιστοιχούν σε οίκους ανοχής» και ότι «στην ίδια σελίδα (έκτη) δημοσιεύονται χειρόγραφα που αποδίδονται στην ως άνω ομάδα και σε ένα από αυτό αναφέρονται τα σχετικά με την αναιρεσίβλητη δεν αντιφάσκουν προς τις αιτιολογίες ότι το δημοσίευμα δημιουργεί στον αναγνώστη την πεποίθηση ότι η ενάγουσα είναι πόρνη, ότι έχει επιτελική θέση στην εγκληματική οργάνωση «Χ» και πάντως έχει σχέσεις με αυτή καθώς και ότι το ενημερωτικό υπόμνημα είναι επίσημο έγγραφο της Αστυνομίας και ότι τα χειρόγραφα κατασχέθηκαν από αυτήν ως πειστήρια του εγκλήματος. Περαιτέρω οι αιτιολογίες ότι το ενημερωτικό υπόμνημα αποδόθηκε από το δεύτερο αναιρεσείοντα σε άγνωστο συντάκτη, ότι ρητώς αναγραφόταν ότι η εξακρίβωση των στοιχείων έγινε από το άγνωστο συντάκτη του υπομνήματος και ότι τα έγγραφα «απαλλοτριώθηκαν» από το BMW, από μη κατονομαζόμενα πρόσωπα, δεν αντιφάσκουν αλλά ταυτίζονται προς την αιτιολογία ότι ο δεύτερος αναιρεσείων γνώριζε ότι τα χειρόγραφα δεν προέρχονταν από την Αστυνομία, η οποία ουδέποτε προέβη σε κατάσχεση εγγράφων που ήταν μέσα στο BMW . Ακόμη η κατάφαση από το Εφετείο της υπαιτιότητας των αναιρεσειόντων, υπό τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιστατικά, αρκούσε για την ευδοκίμηση της αγωγής και δεν ήταν κατά νόμο αναγκαίο να δεχθεί το δικαστήριο συνδρομή των όρων των εγκλημάτων της συκοφαντικής ή της απλής δυσφήμησης των άρθρων 363 και 362 ΠΚ. Τέλος η απόφαση του Εφετείου έχει επαρκείς αιτιολογίες σχετικές με την παραδοχή των λόγων εφέσεως της αναιρεσίβλητης και την επιδίκαση σ' αυτήν ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού μεταλύτερου εκείνου που επιδικάστηκε από το Πρωτοδικείο καθώς και την απαγγελία προσωπικής κράτησης λόγω του αδικήματος. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αντίθετος από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ έβδομος λόγος της αναίρεσης.
Επειδή η «πλημμελής και αόριστη αναφορά» από την αναιρεσιβαλλομένη «σε μη παρατιθέμενες διατάξεις του Συντάγματος και των κοινών νόμων οι οποίες, δήθεν, ορίζουν ότι η παράβαση των λεγόμενων συναλλακτικών υποχρεώσεων του τύπου υποκαθιστούν αυτοθρόως την απαιτούμενη κατά νόμο υπαιτιότητα», όπως κατά λέξη αναφέρεται, δεν ιδρύει τον λόγο αναίρεσης που προβλέπει ο αριθμός 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο αντίθετος όγδοος λόγος της αναίρεσης.
Επειδή η εκδίκαση της υπόθεσης από το καθ' ύλη αρμόδιο δικαστήριο, κατά διαδικασία διαφορετική από εκείνη που ορίζει ο νόμος δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ (Ολ. ΑΠ 402/1981). Στη δικαζόμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ και επικουρικώς σε εκείνη του ίδιου άρθρου αρ. 5, διότι δεν δίκασε την υπόθεση κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία αλλά κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα (άρθρο 618 Δ του ΚΠολΔ), η οποία, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, είναι ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στα μνημονευόμενα άρθρα του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως απαράδεκτος και κατά το δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 5 του ίδιου άρθρου ως αόριστος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρονται περιστατικά δημιουργούντα λόγο αναίρεσης από τη διάταξη αυτή, ήτοι έλλειψη καθ' ύλη αρμοδιότητος του Εφετείου (ΑΠ 1313/2000).-
Επειδή κατά την παρ. 2 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981 «περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων», όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου μόνου του ν. 2243/1994, η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από πράξη που τελέστηκε δια του τύπου ορίζεται, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των 10.000.000 δραχμών για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ο καθορισμός από το νόμο ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει μια ελάχιστη προστασία των πολιτών από ιδιαιτέρως έντονες, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας, προσβολές της τιμής και της υπολήψής τους και είναι σύμφωνος προς την επιταγή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Δεν αποτελεί δε επέμβαση στη δικαιοδοτική εξουσία του δικαστή αλλ' άσκηση της παρεχόμενης από το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσίας του νομοθέτη, ο οποίος δικαιούται, κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των κοινωνών, να θέτει και ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ' αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου ενόψει της συγκεκριμένης σχέσης και περίπτωσης. Ειδικότερα ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει αφενός μεν τις προϋποθέσεις αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ποινικού ή αστικού αδικήματος, αφετέρου δε τη μορφή και τη φύση της αποζημίωσης ή της χρηματικής ικανοποίησης, καθώς και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπόληψης του προσβληθέντος όπως ακριβώς δικαιούται, στο πεδίο του ποινικού δικαίου, να καθορίζει τα πλαίσια των στερητικών της ελευθερίας ή των χρηματικών ποινών, μέσα στα οποία έχει υποχρέωση να κινείται ο δικαστής. Το δικαστήριο πάντως οφείλει να ερευνά μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση της προβλεπόμενης από το νόμο ελάχιστης χρηματικής ικανοποίησης, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, υιοθετείται δε παγίως από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επομένως το Εφετείο, που θεώρησε τις προαναφερόμενες διατάξεις ως εναρμονιζόμενες προς το Σύνταγμα, δεν παραβίασε κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, ενώ η κρίση του ότι το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης του αναιρεσιβλήτου ανέρχεται σε 25.000.000 δραχμές, δεν ενέχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ενόψει του είδους και της βαρύτητας της προσβολής, όπως αυτή εκτέθηκε ανωτέρω, της δημοσιότητας που έλαβε, της ιδιότητας της αναιρεσίβλητης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως αυτής και των αναιρεσειόντων. Εξάλλου με την ως άνω κρίση του, το Εφετείο δεν παραβίασε τα άρθρα 10 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκαν, αντιστοίχως, με το ν.δ. 53/1974 και το ν. 2462/1997 και απέκτησαν την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, το οποίο περιλαμβάνει και την ελευθερία μετάδοσης πληροφοριών, που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτές, υπόκειται, κατά την άσκησή του, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις (άρθρα 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και 19 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου) σε περιορισμούς και κυρώσεις, που προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων, στην προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των τρίτων (ΑΠ 899/2001). Επομένως ο δέκατος (τελευταίος) λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΓΙΑΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από *** αίτηση των Δ. Ρ. και Ι. Ν. για αναίρεση της απόφασης *** του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια εξήντα (1060) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2002 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Δεκεμβρίου 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου