ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ
29952/2007
I. Κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του ν. 1178 της 14/16.7.1981 (ΦΕΚ Α' 187), περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκε υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στον συντάκτη του δημοσιεύματος, ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου. Η ευθύνη αυτή του ιδιοκτήτη είναι ευθύνη γνήσια αντικειμενική, καθότι γεννιέται έστω και αν αυτός δεν βαρύνεται με πταίσμα, και βασίζεται στον επαγγελματικό κίνδυνο, αφού, κατά γενική αρχή, όποιος αντλεί οφέλη από την κυκλοφορία των εντύπων, πρέπει να επιβαρυνθεί, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε πταίσμα του, και με τις ζημίες που υφίστανται οι τρίτοι από αυτήν. Για να γεννηθεί όμως η ανωτέρω ευθύνη του ιδιοκτήτη, πρέπει, κατά το ίδιο άρθρο, να βαρύνεται με πταίσμα ο συντάκτης του δημοσιεύματος. Αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, πρέπει να βαρύνεται με πταίσμα ο εκδότης ή ο διευθυντής σύνταξης του εντύπου. Τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται, εις ολόκληρον απέναντι στους προσβαλλόμενους, σε χρηματική ικανοποίηση, για εξύβριση ή δυσφήμηση με δημοσίευμα, αλλά η ευθύνη τους θεμελιώνεται στις κοινές διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361-363 ΠΚ. Η ευθύνη του ιδιοκτήτη, κατά τα άλλα, γεννιέται ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι σχέση πρόστησης ανάμεσα σ' αυτόν και τα άλλα πρόσωπα που συνδέονται με το δημοσίευμα (Π. Φίλιου, Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 1998, σελ. 60 επ.). Κατά συνέπεια, εάν δεν συντρέχει στο πρόσωπο των προαναφερθέντων προσώπων υπαιτιότητα, δεν υπάρχει και ευθύνη του εκδότη και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης των θιγομένων από το επίμαχο δημοσίευμα προσώπων (ΑΠ 576/2006, ΑΠ 6/2004, ΑΠ 389/2004, ΑΠ 1252/2003, δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος», ΑΠ 1462/2005, ΑΠ 1573/2005, Εφθεσ 2147/2001 και Εφθεσ 443/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).
Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο παρ. 4 ν. 2243/1994, η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις (δημοσίευμα το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη) ορίζεται, εφόσον αυτές τελέστηκαν διά του Τύπου, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ. για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης καθώς και για τα περιοδικά που κυκλοφορούν μέσω των πρακτορείων εφημερίδων και των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δρχ. για τις άλλες εφημερίδες ή περιοδικά, εκτός αν ζητήθηκε, από τον ενάγοντα, μικρότερο ποσό και αυτό ανεξάρτητα από την απαίτηση προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία. Η διάταξη αυτή, η οποία καθορίζει ελάχιστα όρια για τη χρηματική ικανοποίηση που επιδικάζεται εις βάρος αδιακρίτως, του ιδιοκτήτη του εντύπου, του εκδότη, του διευθυντή και του συντάκτη του δημοσιεύματος (ΑΠ 1365/2003) σκοπό έχει να διασφαλίσει μια ελάχιστη προστασία των πολιτών από ιδιαιτέρως έντονες λόγω της δημοσιότητας προσβολές της τιμής και της υπόληψης τους, γι' αυτό και δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 14 παράγραφοι 1, 2 του Συντάγματος ούτε στα άρθρα 10 της ΕΣΔΑ και 19 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που κυρώθηκαν, αντιστοίχως, με το ν.δ. 53/1974 και το ν. 2462/1997 και απέκτησαν την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Το δικαστήριο πάντως οφείλει να ερευνά μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση της προβλεπόμενης από το νόμο ελάχιστης χρηματικής ικανοποιήσεως, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, που απορρέει από τη Συνταγματική Αρχή του κράτους δικαίου και ήδη ρητά καθιερώθηκε στο αναθεωρηθέν άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, υιοθετείται δε σταθερά και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η παραβίαση της υπερνομοθετικής αυτής αρχής ιδρύει τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 (ΑΠ 132/2006, δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Σύμφωνα δε με την παρ. 6 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν. 1941/1991 και άρθρο μόνο παρ. 4 του ν. 2243/1994, σε περίπτωση που γίνει δεκτή αγωγή καταψηφιστική στηριζόμενη στην παρ. 1 του ως άνω άρθρου και εφόσον έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα, το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει με την απόφασή του και την καταχώρηση στην εφημερίδα που ανέγραψε το επιλήψιμο δημοσίευμα: α') περιλήψεως της αποφάσεως, η οποία να περιέχει ειδικότερα τα στοιχεία που καθορίζονται λεπτομερώς στο αμέσως επόμενο εδάφιο και β') ειδήσεις για την καταδίκη της εφημερίδας, στην ίδια θέση αυτής που είχε καταχωρηθεί και το επιλήψιμο δημοσίευμα, εντός δέκα πέντε (15) ημερών από την επίδοση της τελεσίδικης αποφάσεως, καθοριζομένης και χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστερήσεως της καταχωρήσεως, ισόποσης προς το εκεί ειδικότερα οριζόμενο ποσοστό.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της άνω διατάξεως είναι η υποστήριξη ή η διάδοση αναληθών ειδήσεων. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αλήθειάς του. Διάδοση είναι η απλή ανακοίνωσή τους. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη αυτήν αγαθά, δηλαδή την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου, οι ειδήσεις δε αυτές πρέπει να αποδεικνύονται τελικά και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός, ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο, με γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας και να προκύπτει κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Ειδικότερα, οι διαδιδόμενες ή υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά. Έτσι η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σε εκείνους με τους οποίους το πρόσωπο αυτό σχετίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά, και έτσι προκαλείται ζημία του. Τελευταία δηλαδή προϋπόθεση για την ύπαρξη αξίωσης από το άρθρο 920 ΑΚ είναι η απόδειξη (περιουσιακής) ζημίας, αιτιωδώς προκαλούμενη από την έκθεση σε κίνδυνο ενός των παραπάνω αγαθών. Επίσης, ο θιγόμενος μπορεί, με βάση το άρθρο 920 ΑΚ, να ζητήσει και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, την οποία υπέστη από την παραπάνω αδικοπραξία. Η προαναφερθείσα διάταξη ρυθμίζει μια ειδική μορφή αδικοπραξίας, με σκοπό την προστασία της οικονομικής καταστάσεως των ατόμων από ζημίες που θα μπορούσαν να προκληθούν με την υποστήριξη ή τη διάδοση αναληθών γεγονότων και ειδήσεων, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον τους. Η ίδια προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και με βάση το άρθρο 57 του ΑΚ, που ρυθμίζει την υπαίτια προσβολή του απολύτου δικαιώματος στην προσωπικότητα, αλλά η ως άνω ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία, ώστε να μη δημιουργηθούν αμφισβητήσεις για το αν τα αγαθά που προστατεύονται από το άρθρο 920 του ΑΚ αποτελούν ή όχι εκφάνσεις του γενικού αυτού και απολύτου δικαιώματος στην προσωπικότητα. (ΑΠ 1462/2005, ΑΠ 1573/2005, Εφθρ 166/2002, Εφθεσ 2147/2001 ΠολΠρθεσ 18905/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ και Εφθεσ 43/2005 Αρμ 2005.1722).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 ΑΚ το δικαστήριο, με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σ' αυτόν από τους άλλους και σε περίπτωση προσβολής της με κάποια παράνομη ενέργεια, δικαιούται να απαιτήσει την άρση της και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη), η οποία όμως είναι αναγκαία προκειμένου περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης. Κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του, ή στερήθηκε την ελευθερία του (ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.190, ΑΠ 6/2004 ΝοΒ 2004.1194, Εφθεσ 443/2005 Αρμ 2005.1722, ΠολΠρΑθ 1491/2006, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α.).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος, καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά και διά του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους, κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 εδ. α', ο τύπος είναι ελεύθερος. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται η ελευθεροτυπία και συνακόλουθα η ελεύθερη δημοσιογραφία, η οποία, χωρίς να ανάγεται σε δημόσια λειτουργία, πρέπει να λειτουργεί προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη δημοσιογραφία μέσα στα πλαίσια της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του Τύπου, εμφανίζεται ως ελεύθερη έκφραση στοχασμών, ως αδέσμευτη ειδησεογραφία και ως έντονη άσκηση κριτικής και ελέγχου των δημόσιων προσώπων και πραγμάτων [ΕφΑθ 10745/1991 ΝοΒ 40.290, ΕφΑθ 9975/1986 ΕλλΔνη 28.299, με ενημερωτικό σημείωμα Ε. Κρουσταλάκη]. Αυτό άλλωστε προκύπτει και από το άρθρο 10 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως κυρώθηκε με το ν. 2329/1953 και με το ν.δ. 53/74, το οποίο ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει και την ελευθερία γνώμης, καθώς και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών χωρίς την επέμβαση δημόσιων αρχών. Έτσι, η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη δημοσιογραφία, μέσα στα πλαίσια της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του Τύπου, εμφανίζεται ως ελεύθερη έκφραση στοχασμών, ως αδέσμευτη ειδησεογραφία και ως έντονη άσκηση κριτικής και ελέγχου των δημοσίων προσώπων και πραγμάτων (βλ. Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπόθεση Lingens κατά Αυστρίας - Προσφυγή 9815/82, Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ, υπόθεση New York Times Co κατά Sullivan, +376 U.S. 255, 1946). Σύμφωνα με τα άρθρα 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 281 του ΑΚ, και τα δικαιώματα αυτά υπόκεινται στους περιορισμούς των νόμων (βλ. άλλωστε και το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος:»^ τηρώντας τους νόμους του κράτους»), με τους οποίους επιδιώκεται όχι να παρεμποδιστεί η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη δημοσιογραφία, αλλά να προστατευθούν τα άτομα και το κοινωνικό σύνολο από την καταχρηστική άσκηση του συνταγματικού αυτού δικαιώματος. Η αρχή αυτή διατυπώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια στην παρ. 2 του άρθρου 10 της Σύμβασης της Ρώμης, κατά την οποία επιτρέπεται να υποβληθεί το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης σε περιορισμούς, προκειμένου να επιτευχθούν υπέρτεροι σκοποί, όπως είναι, μεταξύ άλλων, «η προστασία της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων τρίτων». Οι περιορισμοί αυτοί, για να είναι παραδεκτοί από το σύστημα της Ε.Σ.Δ.Α., πρέπει να περιορίζονται στο αναγκαίο μέτρο μιας δημοκρατικής κοινωνίας, προκειμένου να επιτευχθούν οι ρητώς αναφερόμενοι στη διάταξη αυτήν υπέρτεροι σκοποί, στους οποίους ασφαλώς περιλαμβάνεται το δικαίωμα της προσωπικότητας. Τα όρια μεταξύ της ελεύθερης και της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας και της ελεύθερης δημοσιογραφίας παραμένουν δυσδιάκριτα, προσδιορίζονται όμως σε ικανοποιητικό βαθμό, ως προς την προστασία της τιμής και της υπόληψης, άρα και της προσωπικότητας, από τις διατάξεις των άρθρων 361-369 ΠΚ, χωρίς να αποκλείεται σε ακραίες περιπτώσεις η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά τα οποία κανένα δικαίωμα, έστω και αν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που προφανώς υπερβαίνει την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. (ΑΠ 1256/2003, ΑΠ 1177/2002, δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, Εφθες 2147/2001, ΠολΠρΠειρ 4100/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α.).
Ειδικότερα, όταν πρόκειται για δημοσίευμα εφημερίδας ή άλλου εντύπου ή για εκπομπή ραδιοφωνική ή τηλεοπτική, που θίγει έντονα την τιμή και την υπόληψη του αναφερομένου σ' αυτό, όταν ο συντάκτης του δεν φρόντισε προηγουμένως να εξακριβώσει την αλήθεια των γεγονότων που κοινολογεί, το δημοσίευμα ή η εκπομπή, με τα οποία παραδίδεται σε δημόσια ανυποληψία το πρόσωπο που συνδέεται με τα γεγονότα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβεβλημένο μέσο άσκησης του δημοσιογραφικού έργου, διότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ της αποστολής του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, για τη σωστή ενημέρωση της κοινής γνώμης, με βάση γεγονότα που πράγματι έχουν συμβεί και της βλάβης που προκαλείται στην τιμή και στην υπόληψη του θιγομένου προσώπου. Στην περίπτωση αυτή ο άδικος χαρακτήρας της πράξης δεν αίρεται. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και στην περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας (ΑΠ 576/2006, ΑΠ 1256/2003, ΑΠ 1177/2002, δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος, ΑΠ 257/2001 ΠοινΧρον 2001.930, ΑΠ 611/1995 ΕλλΔνη 38.630, Εφθεσ 443/2005 Αρμ 2005.1722, Ιωάννη Καράκωστα, Το δίκαιο των ΜΜΕ, εκδόσεις Σάκκουλα 2003, σελ. 263-303 και Καρακατσάνη, στο έργο των Γεωργιάδη -Σταθόπουλου).
Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 ΠΚ, «όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται », με τη διάταξη του άρθρου 362 ΠΚ «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται » και με τη διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ «αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται ». Τέλος, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α' - δ' ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ' και δ'). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 - 59 ΑΚ και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος από δημοσίευμα εφημερίδας προσώπου (ένσταση) λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου (άρθρο 14 παρ. 1-2 του Συντάγματος, σχετικό και το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α' και β' της ΕΣΔΑ) έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, κυρίως οι δημοσιογράφοι, για τη δημοσίευση σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Γι' αυτό μπορούν να δημοσιευθούν ειδήσεις και σχόλια για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και με οξεία ακόμη κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς (Εφθεσ 2147/2001, βλ. Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπόθεση Lingens κατά Αυστρίας Προσφυγή 9815/82, Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ, υπό¬θεση New York Times Co κατά Sullivan, 376 U.S. 255,1946). Όμως, ο άδικος χαρακτήρας του δημοσιεύματος, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμον υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως των άρθρων 363-362 ΠΚ ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με ονειδισμό, καταφρόνηση ή περιφρόνηση αυτού. Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περιπτώσεως από το άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της εκ του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ ενστάσεως. Σημειωτέον ακόμη ότι ειδικός σκοπός εξυβρίσεως υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως της εξυβριστικής ή (απλής) δυσφημιστικής συμπεριφοράς, όταν δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί όπως έπρεπε το περιεχόμενο της σκέψεως του ενεργήσαντος προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ο τελευταίος, αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Για το λόγο αυτόν και επειδή η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως αποτελεί νομική έννοια υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχεται ότι από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως, πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συμπέρανε ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφραστεί ο δράστης, δηλαδή ποιες, αντί από εκείνες που χρησιμοποίησε, εκφράσεις μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να εκδηλώσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του και ότι αυτός καίτοι γνώριζε τον άλλον αυτό τρόπο χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο μη αναγκαίο, έχοντας ειδικό σκοπό προσβολής της τιμής του άλλου. Αν δεν το πράξει παραβιάζει εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 και 2 του ΠΚ και η παραβίασή του αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι λόγος αναιρέσεως της αποφάσεώς του (ΑΠ 576/2006, ΑΠ 784/2005, ΑΠ 117/2002, ΑΠ 825/2002, ΑΠ 617/2000, ΑΠ 1653/1983, δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361 § 1, 362, 363, 366 § 1 και 3 και 367 του ΠΚ προκύπτει ότι α') αν το δυσφημιστικό γεγονός, που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ενώπιον τρίτων ο υπαίτιος, δεν είναι ψευδές, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρ. 363 ΠΚ), δεν τιμωρείται δε ούτε ως απλή δυσφήμηση (άρθρ. 266 § 1 και 362 ΠΚ, όπως ρητά επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 336 ΠΚ, αρκεί να μην απαγορεύεται η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος). Δεν αποκλείεται όμως να τιμωρηθεί ο υπαίτιος για εξύβριση, αν από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης (άρθρ. 366 § 3 ΠΚ), β') αν το δυσφημιστικό γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέσωσε ο υπαίτιος είναι ψευδές αλλά ο υπαίτιος δεν γνώριζε την αναλήθεια, δεν στοιχειοθετείται μεν πάλι το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, στοιχειοθετείται όμως το αδίκημα της απλής δυσφήμησης (άρθρο 362 ΠΚ), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367§1 περιπτώσεις, οι οποίες αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως. Αλλά και στην περίπτωση συνδρομής κάποιας από τις περιπτώσεις του άρθρ. 367 § 1 το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει περαιτέρω αν, από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Ειδικότερα το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει κατά προτεραιότητα τον χαρακτηρισμό των επίμαχων φράσεων ως συκοφαντικών, απλών δυσφημιστικών ή ενεχουσών σκοπό εξυβρίσεως.
II. Στην προκείμενη περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως, η ενάγουσα που είναι καλλιτεχνική διευθύντρια στο Δημ. Ωδείο *** από το έτος *** και καθηγήτρια πιάνου από το έτος *** στο ίδιο Ωδείο, ισχυρίζεται στην υπό κρίση αγωγή της και σύμφωνα με όσα μνημονεύονται αναλυτικά σ' αυτήν, όπως το δικόγραφο της εκτιμάται από το δικαστήριο, ότι στο φύλλο της *** της ημερησίας εφημερίδας «***», πανελλήνιας κυκλοφορίας, ιδιοκτήτρια της οποίας είναι η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «***» με έδρα τη Θεσσαλονίκη, εκδότης ο τρίτος εναγόμενος ***, διευθυντής ο τέταρτος εναγόμενος ***, διευθυντής σύνταξης ο πέμπτος εναγόμενος ***. και αρχισυντάκτης ο έκτος εναγόμενος ***, δημοσιεύτηκε σε εσωτερική σελίδα της και στην αναφερόμενη στήλη «Επιστολές», της οποίας συντάκτρια είναι η δεύτερη εναγόμενη δημοσιογράφος ***. δημοσίευμα μιας επιστολής τρίτου προσώπου, κατόπιν εντολής του τέταρτου εναγόμενου διευθυντή της εφημερίδας, την οποία ενέκριναν προς δημοσίευση οι λοιποί εναγόμενοι και την περιέλαβε στη στήλη της η δεύτερη εναγόμενη δημοσιογράφος, χωρίς να διενεργήσουν έλεγχο των στοιχείων του αποστολέα που αποδείχθηκε ανύπαρκτο πρόσωπο και χωρίς να προβούν σε έλεγχο της ακρίβειας του περιεχομένου της, στην οποία επιστολή εμπεριέχονταν ψευδή και συκοφαντικά περιστατικά και σχόλια σε βάρος της ιδίας (της ενάγουσας) αναφορικά με τη γενικότερη δράση της στη λειτουργία του Δημ. Ωδείου ***. Ότι με το εν λόγω δημοσίευμα υποστηρίχθηκαν και διαδόθηκαν αναληθείς, συκοφαντικές, δυσφημιστικές ειδήσεις και εξυβριστικές φράσεις, ικανές να βλάψουν την τιμή, την υπόληψη, την επαγγελματική αξιοπιστία, το κύρος της ενάγουσας ως καθηγήτριας και ως καλλιτεχνικής διευθύντριας, ενόψει και των επικείμενων κρίσεων για διορισμό μόνιμων καθηγητών, καθώς επίσης και την προσωπικότητά της γενικότερα και ότι οι εναγόμενοι έδρασαν εν γνώσει της αναληθείας των εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών και με δόλιο σκοπό να βλάψουν την προσωπικότητα της ενάγουσας και να θέσουν σε κίνδυνο την επαγγελματική της υπόληψη, άλλως αν και γνώριζαν ή υπαίτια αγνοούσαν ότι με τη διάδοση των συγκεκριμένων αναληθών ισχυρισμών θέτουν σε κίνδυνο την επαγγελματική πίστη της ιδίας, άλλως, αν και γνώριζαν ότι η συμπεριφορά τους αυτή αντίκειται στα χρηστά ήθη, επιδίωξαν το ζημιογόνο αποτέλεσμα της προσβολής. Ότι από την κατά τα άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων (επιμέλεια και δημοσίευση δημοσιεύματος) που παράλληλα στοιχειοθετείται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης και εξύβρισης, προκλήθηκε στην ίδια (ενάγουσα) ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται η τελευταία χρηματική ικανοποίηση ύψους 110.000 ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα ζητά, όπως το συνολικό καταψηφιστικό αίτημά της, με γραπτή δήλωσή του πληρεξουσίου δικηγόρου της που περιέχεται στα ταυτάριθμα πρακτικά και στις νομότυπες και εμπρόθεσμες προτάσεις της, παραδεκτά κατ' άρθρο 223, 294 και 297 ΚΠολΔ περιορίστηκε σε εν μέρει αναγνωριστικό για το μερικότερο ποσό των 60.000 ευρώ και παραμένει καταψηφιστικό για το υπόλοιπο ποσό των 50.000 ευρώ, ζητά: 1) Να αναγνωριστεί δικαστικά ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι έκαστος εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το μερικότερο ποσό των 60.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. 2) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι έκαστος εις ολόκληρον, στη δικαστική καταψήφιση του ποσού των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να απαγγελθεί σε βάρος όλων των εναγόμενων υπαίτιων φυσικών προσώπων προσωπική κράτηση λόγω της αδικοπραξίας τους και ως μέσον εκτέλεσης της εκδηθησομένης απόφασης. Να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «***», λόγω της ιδιότητας της ως ιδιοκτήτριας της ανωτέρω εφημερίδος, να δημοσιεύσει σ' αυτήν περίληψη της αποφάσεως που θα εκδοθεί μετά την πάροδο 15 ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης και να απειληθεί χρηματική ποινή ύψους 3.000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της δημοσίευσης και να υποχρεωθεί επίσης η πρώτη εναγόμενη να παραλείψει κάθε μελλοντική προσβολή της τιμής και της υπόληψης της ενάγουσα και να απειληθεί για κάθε μελλοντική παράβαση χρηματική ποινή ύψους 5.000 ευρώ σε βάρος της και, τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Η κρινόμενη αγωγή, με την κατά τα άνω προβαλλόμενη ιστορική θέση και το τελολογικά συνδεόμενο μ' αυτήν αίτημά της, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, που είναι τοπικά και υλικά αρμόδιο να την δικάσει (άρθρ. 1, 7, 8, 9, 10, 18 παρ. 1, 22, 25 παρ. 2, 35 και 37 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, σύμφωνα με το άρθρο 681 Δ' του ΚΠολΔ. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται αναλυτικά στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, η αγωγή είναι νόμιμη, έχοντας νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1 μόνον του ν. 1178 της 14/16.7.1981, 57, 59, 299, 914, 919, 920, 926, 932, 481 επ., 346 του ΑΚ και 70, 176, 191 παρ. 2, 907, 908, 1047 και 1049 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 361, 362, 363 ΠΚ των διατάξεων 14 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 10 της ΕΣΔΑ. Το παρεπόμενο όμως αγωγικό αίτημα, με το οποίο επιδιώκεται να απαγορευθεί στο μέλλον η δημοσίευση ανάλογου δημοσιεύματος με απειλή χρηματικής ποινής, ελέγχεται ως ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης λόγω της αοριστίας που εμπεριέχει και γι' αυτόν το λόγο είναι απορριπτέο, διότι η προληπτικού χαρακτήρα αίτηση για παράλειψη παρέχεται στον προσβληθέντα όταν η παράνομη προσβολή είναι επικείμενη, ή όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που καθιστούν σφόδρα πιθανό ότι ο εναγόμενος προτίθεται πράγματι να επιφέρει παράνομη προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή όταν η απειλή είναι σοβαρή και η αίτηση για παράλειψη αποβλέπει στην αποτροπή της σχεδιαζόμενης προσβολής, τέτοια όμως περιστατικά σφόδρα επικείμενης προσβολής εκ μέρους των εναγομένων η ενάγουσα ουδόλως εκθέτει (βλ. Ιωάννης Καράκωστας, εκδ. Σάκκουλα 2003, Το δίκαιον των Μ.Μ.Ε., σελ. 273, 274). Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον για το καταψηφιστικό της αίτημα έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ τρίτων ποσοστά (βλ. το υπ' αριθμ. *** διπλότυπο είσπραξης της Β' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης και το υπ' αριθμ. *** γραμμάτιο είσπραξης της Ε.Τ.Ε.).
Όλοι οι εναγόμενοι, με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις τους, αρνήθηκαν την εκ μέρους τους τέλεση των αναφερόμενων αξιόποινων πράξεων, την ύπαρξη του δόλου στο πρόσωπο τους και ισχυρίστηκαν ότι η δημοσίευση της επίμαχης επιστολής οφείλετο σε «ατυχή» συνεννόηση μεταξύ τους ως προς τον έλεγχο του κειμένου και των στοιχείων του αποστολέα της και ότι, εν τέλει, στο αντίστοιχο φύλλο της *** της εφημερίδας δημοσίευσαν πλήρως την επιστολή -απάντηση της ενάγουσας που λειτούργησε αποκαταστατικά στην προσβολή της προσωπικότητας αυτής και επικουρικά αιτήθηκαν τον περιορισμό του αιτούμενου χρηματικού ποσού της χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας σε 1.500 ευρώ, χαρακτηρίζοντας το αιτούμενο ποσό των 110.000 ευρώ ως υπερβολικό και αδικαιολόγητο, που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Περαιτέρω ισχυρίσθηκαν ότι η υπό κρίση αγωγή ασκείται καταχρηστικά εκ μέρους της ενάγουσας μετά πάροδο τεσσάρων μηνών μετά την υποτιθέμενη προσβολή και παρότι είχαν προβεί έγκαιρα σε δημοσίευση της απαντητικής επιστολής αυτής, επιδιώκει δε την ικανοποίηση υπέρογκων χρηματικών αξιώσεων. Τα περιστατικά αυτά, και αληθή υποτιθέμενα, είναι απρόσφορα να στηρίξουν ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, διότι δεν αρκεί μόνη η αδράνεια του δικαιούχου στην άσκηση του δικαιώματος του -η οποία επιπρόσθετα πρέπει να διαρκεί επί μακρόν- για να δικαιολογήσει καταχρηστική άσκηση (άρθρ. 281 ΑΚ), αλλά απαιτείται η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος του, στοιχεία που στην προκείμενη περίπτωση δεν επικαλούνται ότι συντρέχουν οι εναγόμενοι και, συνεπώς, η προβαλλόμενη ένσταση ελέγχεται ως νομικά αβάσιμη και απορριπτέα (ΑΠ 752/1995 ΕΕΝ 63.650, ΑΠ 502/1996 ΕλλΔνη 38.84, ΑΠ 326/1995 ΕΕΝ 63.270). Επιπλέον οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι προέβησαν στη δημοσίευση του επίμαχου δημοσιεύματος από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του Τύπου. Ο ισχυρισμός αυτός, που αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, δηλαδή ένσταση καταλυτική της αγωγής της προσβληθείσας από το δημοσίευμα της εφημερίδας ενάγουσας, στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ και αίρει το παράνομο της προσβολής και κατ' επέκταση αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του Αστικού Δικαίου, πρέπει δε να διερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, λαμβανόμενου όμως υπόψη ότι, όταν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ (συκοφαντική δυσφήμηση ή σκοπός εξύβρισης) δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος ο άδικος χαρακτήρας του δημοσιεύματος και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμον υπεύθυνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το Αστικό Δίκαιο.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, αφενός *** και αφετέρου ***, αντίστοιχα, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά συνεδριάσεως, που εκτιμώνται (άρθρ. 340 ΚΠολΔ) καθ' εαυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους και με τις υπόλοιπες αποδείξεις, κατά το λόγο της γνώσης και της αξιοπιστίας εκάστου, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία έγγραφα το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 336 παρ. 3, 339 και 295 ΚΠολΔ), εφόσον έχει επιτραπεί το εμμάρτυρο μέσο της απόδειξης, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, από όσα συνομολογούνται από τους διαδίκους (άρθρ. 261, 352 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις τους ισχυρισμών τους και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη κατ' άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ αυτεπάγγελτα, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, το οποίο κατά την προκείμενη διαδικασία μπορεί να λαμβάνει υπόψη του συμπληρωματικά και να εκτιμά ελεύθερα (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα) και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η ενάγουσα, ***. είναι καλλιτεχνική διευθύντρια στο Δ. Ω. *. από το έτος ***, μετά από προκήρυξη διαγωνισμού και επιλογή σε σύνολο *** υποψηφίων και καθηγήτρια πιάνου από το έτος *** στο ίδιο ωδείο. Η τοποθέτησή της σ' αυτήν τη θέση έγινε μετά από αξιολόγηση των ουσιαστικών της προσόντων αλλά και της διδακτικής εμπειρίας της, ενόψει του ότι διαθέτει σημαντικά μουσικά διπλώματα από μουσικές σχολές στην Ελλάδα αλλά και ειδικό διεθνές σολιστικό πτυχίο πιάνου *** του London School of Music, και παράλληλα είναι πτυχιούχος **** Φιλολογίας του ***. Από το έτος ****, που ιδρύθηκε το Δ.Ω.Θ., εργάζεται συνεχώς ως καθηγήτρια πιάνου, ενώ από το έτος *** έως και το έτος ***εκλέγετο συνεχώς ως εκπρόσωπος των εργαζόμενων καθηγητών στο πενταμελές συμβούλιο της διοίκησης του Δ.Ω.*. και ως αντιπρόεδρος στο Δ.Σ. του συνδικαλιστικού σωματείου των εργαζόμενων καθηγητών στο Ωδείο. Η ενάγουσα κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής της διαδρομής ανέπτυξε σημαντική δράση στα εργασιακά θέματα, κυρίως στη μονιμοποίηση των εργαζόμενων καθηγητών και την αύξηση των ωρών διδασκαλίας, ενώ συγχρόνως οργάνωσε τον τρόπο λειτουργίας των ωδείων, το ωράριο των διδασκόντων, τοποθετώντας μάλιστα ωρογράφο για την τήρηση του ωραρίου και, επιπρόσθετα, ανέπτυξε αξιόλογη καλλιτεχνική δραστηριότητα οργανώνοντας σημαντικές μουσικές εκδηλώσεις και πετυχαίνοντας αναβάθμιση του έργου του Δ.Ω.*., προσελκύοντας πληθώρα σπουδαστών, οι οποίοι σήμερα ανέρχονται περίπου σε οκτακόσιους, με συνεχή ανοδική πορεία της συμμετοχής τους, με αποτέλεσμα να είναι αρκετά γνωστό πρόσωπο στο σύνολο της τοπικής κοινωνίας της πόλης, κυρίως στους ασχολουμένους με τα μουσικά δρώμενα του Δ.Ω. *. (διδακτικό προσωπικό, σπουδαστές, γονείς αυτών, μουσικοί και φίλοι του Ωδείου).
Η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «***», με έδρα την Θεσσαλονίκη, είναι ιδιοκτήτρια της εβδομαδιαίας εφημερίδας με τον τίτλο «***», που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη και κυκλοφορεί πανελλήνια, ενώ εκδότης είναι ο τρίτος εναγόμενος ***, διευθυντής ο τέταρτος εναγόμενος***., διευθυντής σύνταξης ο πέμπτος εναγόμενος ***. και αρχισυντάκτης ο έκτος εναγόμενος ***, και δημοσιογράφος η δεύτερη εναγόμενη ***, συντάκτρια της στήλης «Επιστολές». Στη συγκεκριμένη στήλη δημοσιεύονται επιστολές τρίτων προσώπων για διάφορα θέματα, υπό τον όρο ότι αυτές είναι ενυπόγραφες, οι επιστολογράφοι πέραν των προσωπικών τους στοιχείων πρέπει να σημειώνουν και τον αριθμό τηλεφώνου τους, η δε εφημερίδα διατηρεί το δικαίωμά της να συντομεύει τα κείμενα αυτών, όπως όλα τα παραπάνω ρητά μνημονεύονται στην αντίστοιχη δημοσιογραφική στήλη «Επιστολές», προκειμένου οι μελλοντικοί επιστολογράφοι να γνωρίζουν τις προϋποθέσεις δημοσίευσης της επιστολής τους. Σκοπός ύπαρξης της συγκεκριμένης στήλης είναι να δοθεί δυνατότητα στους αναγνώστες της εφημερίδας να αναδείξουν ένα θέμα και να εκφράσουν τις απόψεις τους. Πριν από τη δημοσίευση εκάστης επιστολής προηγείται δημοσιογραφικός έλεγχος επαρκής και ακριβής ως προς τα στοιχεία του αποστολέα επιστολογράφου (δηλαδή αν ανταποκρίνονται στην αλήθεια το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση και το τηλέφωνο αυτού), καθώς και ως προς το περιεχόμενο του κειμένου της επιστολής, για τη μη ύπαρξη προφανώς υβριστικών, συκοφαντικών εκφράσεων, αναληθών γεγονότων, λαμβάνοντας υπόψη το κύρος και τη φήμη που έχει αποκτήσει επί ογδόντα έτη η πρώτη εναγόμενη ιδιοκτήτρια εταιρία, όπως αυτήν τη διαδικασία τήρησης του δεοντολογικού κανόνα του ελέγχου ρητά επιβεβαίωσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης ***, που ως εργαζόμενος δημοσιογράφος στην ίδια εφημερίδα έχει άμεση αντίληψη και ουσιώδη κρίση για τις δημοσιογραφικές εργασίες.
Στη συνέχεια αποδείχτηκε ότι την ***, στην εφημερίδα «***» ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, και στη σελίδα 104 αυτής, όπου υπάρχει η στήλη με τίτλο «Επιστολές», την οποία επιμελείται η τέταρτη εναγόμενη δημοσιογράφος, έλαβε χώρα δημοσίευση επιστολής, χωρίς να παρατίθενται τα στοιχεία του επιστολογράφου αυτής, στο τέλος δε αναφερόταν ότι «τα στοιχεία του επιστολογράφου μας υπάρχουν στη διάθεση της εφημερίδας «*», υπό τον τίτλο «Ατασθαλίες στο Δ. Ω. *» με έντονη γραφή. Η δημοσίευση της παραπάνω επιστολής έγινε από τη δεύτερη εναγόμενη δημοσιογράφο μετά από προφορική εντολή του τέταρτου εναγόμενου διευθυντή της εφημερίδας, την οποία συγχρόνως επέτρεψαν οι τρίτος και έκτος των εναγομένων και είχε το παρακάτω περιεχόμενο:
«Μια σκοτεινή κατάσταση, για την οποία ίσως να μην είναι ενήμερος και ο ίδιος ο δήμαρχος, επικρατεί στο Δ. Ω. *. Η υπηρεσία αυτή έχει εξελιχθεί σε πραγματική σαπίλα, γεμάτη δυσοσμία. Μερικές φορές κάποιοι έντιμοι προσπάθησαν να βάλουν κάποια τάξη, όμως γρήγορα τα παράτησαν αηδιασμένοι. Η διευθύντρια των Ωδείων έγινε μισητή στο σύνολο σχεδόν του προσωπικού με το δύστροπο και αυταρχικό χαρακτήρα της. Μαζί με τη δήθεν πρόεδρο του σωματείου των καθηγητών Μουσικής επιδίδονται σε απίθανες μηχανορραφίες σε βάρος όσων διδασκόντων δεν ανήκουν στην κλίκα τους. Τελείως αυθαίρετα δίνουν σε μερικούς προνομιούχους πολλές ώρες διδασκαλίας, ενώ στους άλλους μοιράζουν ψίχουλα. Και αυτό γίνεται χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια. Υπάρχουν καθηγητές με κατώτερα πτυχία που έχουν πολλές ώρες διδασκαλίας, ενώ άλλοι με ανώτερα πτυχία έχουν ελάχιστες ώρες. Έτσι όμως θα φανούν τώρα οι πρώτοι ότι δήθεν καλύπτουν πάγιες ανάγκες της υπηρεσίας για να μονιμοποιηθούν, ενώ οι άλλοι που δεν ανήκουν στην κλίκα τους θα απορριφθούν! Είναι δίκαιο αυτό; Είχαν πολλές ώρες όχι διότι κάλυπταν πάγιες ανάγκες, αλλά επειδή είχαν τα μέσα. Και ένα δεύτερο ερώτημα που προκύπτει είναι της αξιοκρατίας. Τα προσόντα (πτυχία μουσικής) δε λαμβάνονται υπόψη; Το περίεργο σ' αυτήν την υπόθεση είναι ότι τη σαπίλα αυτή ανέχονται και οι δημοτικοί σύμβουλοι, που υποτίθεται ότι επιστατούν για την ομαλή λειτουργία των ωδείων. Κυκλοφορεί μια φήμη ότι κάτι σκανδαλώδες υπάρχει στην όλη κατάσταση και από το φόβο των αποκαλύψεων κανείς δεν τολμά να βάλει στη θέση τους τις δύο αυτές κυρίες. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία».
Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η ενάγουσα έλαβε αμέσως γνώση της επίμαχης δημοσίευσης, οπότε και επικοινώνησε με τους εναγόμενους, οι οποίοι και την πληροφόρησαν για τα στοιχεία του επιστολογράφου, ότι εφέρετο συνταχθείσα από τον ***., ο οποίος και την υπέγραφε, κάτοικος *** επί της οδού ***. αριθμ. *** ΤΚ ***. Τότε η ενάγουσα διαπίστωσε ότι η ίδια επακριβώς κατά περιεχόμενο επιστολή, με τον ίδιο επιστολογράφο, είχε δημοσιευθεί νωρίτερα στις ***στην ημερήσια εφημερίδα «***» ****, στη σελίδα 50 και στη στήλη Κοινωνικά. Μετά από έρευνα που διενήργησε η ενάγουσα είχε διαπιστώσει τότε, ότι ο φερόμενος ως επιστολογράφος με τα συγκεκριμένα στοιχεία, ονοματεπώνυμο και διεύθυνση κατοικίας ήταν πρόσωπο ανύπαρκτο, η δε διεύθυνση ψευδής, ενώ με το συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο υπήρχε καταχώρηση στον τηλεφωνικό κατάλογο ***, ενός νεαρού ατόμου σπουδαστή, που δεν συνδέετο με το Δ. Ω. *. και που δήλωνε άγνοια για όλο αυτό το θέμα, όπως διαβεβαίωσε την ενάγουσα. Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα αναφέρετο ότι 1) η ενάγουσα από κοινού με την καθηγήτρια μουσικής και πρόεδρο του σωματείου των εργαζομένων καθηγητών στο Δ.Ω.*. (***) ενεργούσαν αυθαίρετα στον τρόπο διανομής των ωρών διδασκαλίας στους καθηγητές, χωρίς να τηρούν αξιοκρατικά κριτήρια όπως τα πτυχία μουσικής, ενώ με μηχανορραφίες τους διαχώριζαν σε προνομιούχους όσους ανήκαν στην «κλίκα» τους, με αποτέλεσμα να ανατεθούν πολλές ώρες διδασκαλίας σε μερικούς δικούς τους προνομιούχους καθηγητές με κατώτερα πτυχία μουσικής, ενώ στους λοιπούς με ανώτερα πτυχία μουσικής που δεν ανήκαν στην «κλίκα» τους μοίραζαν ελάχιστες ώρες σαν ψίχουλα, 2) ότι ως αποτέλεσμα των παραπάνω αυθαιρεσιών τους ήταν όσοι καθηγητές είχαν πολλές ώρες διδασκαλίας θα μονιμοποιούνταν, αφού θα φαίνονταν ότι δήθεν καλύπτουν πάγιες ανάγκες, και όχι οι υπόλοιποι με λιγότερες ώρες διδασκαλίας, 3) ότι εξαιτίας αυτών των μηχανορραφιών τους και των αυθαιρεσιών τους που πράττουν έχουν δημιουργήσει στο Δ.Ω.*. μια σκοτεινή και σκανδαλώδη κατάσταση, μετατρέποντας την υπηρεσία σε πραγματική σαπίλα γεμάτη δυσοσμία, την οποία ανέχονται και οι δημοτικοί σύμβουλοι, που επιστατούν στο Ωδείο και ότι κανείς, από το φόβο αποκαλύψεων και αηδίας, δεν τολμά να βάλει την καλλιτεχνική διευθύντρια του Δ.Ω.*. - ενάγουσα και την προαναφερόμενη καθηγήτρια στη θέση τους και να επαναφέρει την τάξη στο Δ.Ω.*., αποκαλεί δε ο επιστολογράφος την ενάγουσα ότι έγινε μισητή στο σύνολο σχεδόν του προσωπικού με τον δύστροπο και αυταρχικό χαρακτήρα της.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο παραπάνω δημοσίευμα, παρότι δεν σημειώνεται το ονοματεπώνυμο της ενάγουσας, είναι σαφές ότι αυτό αφορά την τελευταία, αφού περιγράφεται η ξεχωριστή ιδιότητά της στη συγκεκριμένη δημοτική υπηρεσία που είναι μοναδικό εργασιακό αξίωμα (αυτό της καλλιτεχνικής διευθύντριας), με αποτέλεσμα να εξατομικεύεται πλήρως η ταυτότητά της και να καθίσταται φανερό, τουλάχιστον στους μουσικούς διδακτικούς κύκλους της ***, ότι η δημοσιευθείσα επιστολή αναφέρεται στην ενάγουσα. Η κατανομή των ωρών των διδασκόντων καθηγητών του ωδείου γίνεται αποκλειστικά και μόνον από την ενάγουσα, χωρίς τη σύμπραξη άλλων προσώπων, αλλά μόνο με συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις, σύμφωνα με τη νομοθεσία περί ιδιωτικών μουσικών ιδρυμάτων (β.δ. 16/1966). Για την κατανομή των ωρών διδασκαλίας λαμβάνεται υπόψη η αίτηση του υποψήφιου σπουδαστή και το ρητά διατυπωμένο σ' αυτήν αίτημα για διδασκαλία από συγκεκριμένο διδάσκοντα, αφού ειδικά στα μαθήματα μουσικού οργάνου που είναι ατομικά, η προσωπική σχέση διδάσκοντος - σπουδαστή είναι ιδιαίτερα σημαντική. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που κατέχει ο διδάσκων σύμφωνα με το άρθρο 14 του β.δ. 16/1966, (καθηγητής, δάσκαλος ή επιμελητής) που τελεί σε συνάρτηση με το επίπεδο σπουδών και την τάξη του σπουδαστή, αφού στην ανωτέρα τάξη των μαθημάτων δυνατότητα διδασκαλίας έχει μόνον ο κατέχων το βαθμό του καθηγητή, καθώς και η προϋπηρεσία των διδασκόντων, οι τίτλοι σπουδών τους και η γενικότερα καλή διδακτική συμπεριφορά τους, δηλαδή να μην υπάρχουν γραπτές και επώνυμες καταγγελίες σε βάρος τους από σπουδαστές ή γονείς αυτών, ενώ ανάλογα με την αύξηση του αριθμού νέων σπουδαστών κατανέμονται οι ώρες και στους νέους καθηγητές. Το γεγονός της τήρησης της νομιμότητας εκ μέρους της ενάγουσας ενισχύεται και από το γεγονός ότι τυγχάνει ευρύτατης αποδοχής στους συναδέλφους της καθηγητές μουσικής, γι' αυτό και επί σειρά ετών (***) τους εκπροσωπούσε στη διοίκηση του Δ.Ω.*., εκλεγόταν συνεχώς από αυτούς στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των οργάνων διοίκησης του εργασιακού τους σωματείου, συγκεντρώνοντας την πλειοψηφία των ψήφων τους, που δεν θα συνέβαινε εάν η συγκεκριμένη πρωτοστατούσε δημιουργώντας, με μηχανορραφίες και αυθαιρεσίες, «κλίκες» καθηγητών διαχωρίζοντάς τους σε προνομιούχους και μη. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι συνετέλεσε στην αναβάθμιση του κύρους των μουσικών εργασιών του Δ.Ω.*., αυξάνοντας σημαντικότατα τον αριθμό των σπουδαστών αυτού, καταδεικνύει ότι υπάρχει εργασιακή ειρήνη και συναδελφικότητα μεταξύ όλων των διδασκόντων. Εξάλλου, μετά τη δημοσίευση του π.δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα», η οποία εφαρμόζεται και στους απασχολούμενους σε ν.π.δ.δ. όπως είναι και το Δημοτικό Ωδείο ***, οι διδάσκοντες στο Ωδείο καταθέτουν αιτήσεις, προκειμένου να ενταχθούν στη σχετική ρύθμιση για μονιμοποίηση, όμως κριτήριο αυτής δεν είναι οι πολλές ή λίγες ώρες ετήσιας διδασκαλίας. Προϋπόθεση της μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου των απασχολούμενων σε ν.π.δ.δ. σε συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι η διετής πραγματική απασχόληση και η κατά μια φορά τουλάχιστον ανανέωση της σύμβασής τους. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, από το έτος *** που εργάζεται ως καθηγήτρια στο Δ.Ω.*** απολάμβανε την εμπιστοσύνη από τους συναδέλφους της και τους σπουδαστές της, διαγράφοντας σημαντική διαδρομή ως εξαιρετική ταλαντούχα καθηγήτρια, γι' αυτό και επιλέχθηκε στη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας, υποστηρίχθηκε προηγούμενα ως συνδικαλίστρια από τη συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων της, συνέδεσε το όνομά της με σημαντικές μουσικές εκδηλώσεις στην πόλη και ουδέποτε αναμείχθηκε σε εν γένει σκοτεινές και σκανδαλώδεις καταστάσεις, όπως όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσε μετά λόγου γνώσεως και η μάρτυρας αποδείξεως Ε.Χ., καθηγήτρια μουσικής από το έτος *** στο Δ.Ω.***.
Το παραπάνω περιεχόμενο της δημοσιευθείσας επιστολής περιείχε, όπως αποδείχθηκε, αναληθείς και μάλιστα ψευδείς καθ' ολοκληρίαν ισχυρισμούς και περιστατικά σχετικά με την ενάγουσα, τα οποία αντικειμενικά κρινόμενα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ως καθηγήτριας μουσικής και ως καλλιτεχνικής διευθύντριας και την εν γένει προσωπικότητά της, αφού αυτή εμφανίζεται να εκμεταλλεύεται τις ιδιότητές της και να δρα κατεξοχήν όλως παράνομα, εξωθεσμικά και σε βάρος μιας ολόκληρης δημοτικής επιχείρησης, ενόψει του ότι το περιεχόμενο αυτού του δημοσιεύματος στο συγκεκριμένο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας έγινε γνωστό σε μεγάλο αριθμό προσώπων, αναγνωστών και δημιουργήθηκαν σχόλια και ερωτήματα για την ενάγουσα. Επιπλέον οι ειδήσεις αυτές που συνδέονται με συγκεκριμένα περιστατικά, σχέσεις και καταστάσεις, κατά τον χρόνο που διαδόθηκαν, μέσω της δημοσίευσης, λόγω της αναλήθειάς τους μπορούσαν να εκθέσουν σε κίνδυνο το επαγγελματικό μέλλον της ενάγουσας, ενόψει επικείμενων μονιμοποιήσεων καθηγητών μουσικής, αφού δημιουργούσαν στους τρίτους, με τους οποίους σχετιζόταν επαγγελματικά και κοινωνικά (διδακτικό προσωπικό, σπουδαστές, γονείς αυτών, μουσικοί και φίλοι του Ωδείου) δυσμενείς παραστάσεις για την ίδια και για τις δήθεν ανέντιμες μεθόδους που χρησιμοποιεί στην άσκηση των υπηρεσιακών της καθηκόντων.
Η δεύτερη εναγόμενη δημοσιογράφος, υπεύθυνη για την επιμέλεια της συγκεκριμένης στήλης με τον διακριτικό τίτλο «Επιστολές», επιδεικνύοντας βαρύτατη αμέλεια στην άσκηση των καθηκόντων της, δηλαδή με ιδιαίτερα μεγάλη και σοβαρή εκτροπή από τους κανόνες της απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλειας, δεν τήρησε «τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου» και ειδικότερα το καθήκον του σεβασμού της προσωπικότητας και το καθήκον της αλήθειας που επιβάλλει να προηγηθεί (του δημοσιεύματος) ο έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων, ώστε το περιεχόμενο να συμπίπτει με την πραγματικότητα. Συγκεκριμένα δεν διασταύρωσε, όπως όφειλε, την αλήθεια των δηλωθέντων στοιχείων του φερόμενου ως επιστολογράφου, αφού πριν από τη δημοσίευση εκάστης επιστολής προηγείται δημοσιογραφικός έλεγχος επαρκής και ακριβής ως προς τα στοιχεία του αποστολέα -επιστολογράφου (δηλαδή αν ανταποκρίνονται στην αλήθεια το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση και το τηλέφωνο αυτού), οπότε και θα διαπίστωνε την ανυπαρξία του συγκεκριμένου προσώπου, γεγονός που θα την απέτρεπε από τη δημοσίευση της συγκεκριμένης επιστολής, δεδομένου ότι ρητός δεοντολογικός κανόνας που επέβαλλε η πρώτη εναγόμενη ιδιοκτήτρια εταιρία και που αναγράφετο στο τέλος της επίμαχης στήλης, είναι να υπάρχουν τα πλήρη στοιχεία των επιστολογράφων και το ενυπόγραφο αυτών στις υπό δημοσίευση επιστολές τους για να διενεργείται έλεγχος. Επίσης, ακόμα και αν ήθελε παρόλα αυτά η δεύτερη εναγόμενη δημοσιογράφος να προχωρήσει στη δημοσίευση της επίμαχης επιστολής, είχε κάθε δικαίωμα τηρώντας τον δεοντολογικό κανόνα της εφημερίδας της, που ρητά αναγράφεται και στη στήλη της, να συντομεύσει το δημοσιευθέν κείμενο της επιστολής και να φροντίσει να επικοινωνήσει με την αρμόδια διεύθυνση του Δ.Ω.Θ. ή και με την ενάγουσα, αφού από το δημοσίευμα εμμέσως προκύπτει η ταυτότητά της, προκειμένου να πληροφορηθεί την άποψή της για τα συγκεκριμένα θιγόμενα θέματα, για τα οποία είναι έντονο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Αντιθέτως, η δεύτερη εναγόμενη επέτρεψε τη δημοσίευση μη ελεγμένης επιστολής και έθεσε ως τίτλο αυτής τη φράση «ατασθαλίες στο Δ. Ω. *», που συνάδει με το περιεχόμενο του κειμένου της επιστολής, ενεργώντας υπαίτια (με βαρεία αμέλεια) και παράνομα, αντίθετα από τις επιβαλλόμενες από τη δημοσιογραφική δεοντολογία υποχρεώσεις της, θέτοντας έτσι σε δημόσια ανυποληψία την ενάγουσα, που προσβλήθηκε στην προσωπικότητά της από τη δημοσίευση αυτής, οι δε αναληθείς ειδήσεις αυτής της επιστολής, την αναλήθεια των οποίων υπαιτίως (εκ βαρείας αμέλειας) αγνοούσε η δεύτερη εναγόμενη δημοσιογράφος, έθεταν σε κίνδυνο το επαγγελματικό μέλλον της ενάγουσας, που φέρετο ότι υιοθετεί ανέντιμες και παράνομες μεθόδους στην άσκηση των επαγγελματικών της καθηκόντων. Οι δε λοιποί συνεναγόμενοι αυτής (τρίτος, τέταρτος, πέμπτος και έκτος με τις ιδιαίτερες ιδιότητες εκάστου) ως έμπειροι στα καθήκοντά τους άνθρωποι του Τύπου που ήλεγξαν το σχετικό κείμενο πριν δημοσιευθεί, δεν φρόντισαν να διαφυλάξουν το κύρος και την αξιοπιστία της εφημερίδας τους και επέτρεψαν τη δημοσίευση αυτής της επιστολής, που κατά τα παραπάνω έβλαψε την προσωπικότητα της ενάγουσας, ενήργησαν δε ομοίως με βαριά αμέλεια και παράνομα παραλείποντας την άσκηση του επιβαλλόμενου από τη δημοσιογραφική δεοντολογία καθήκοντος αληθείας.
Περαιτέρω περιστατικά ικανά να στηρίξουν το στοιχείο του δόλου στο πρόσωπο των εναγόμενων φυσικών προσώπων, ότι αυτοί δολίως απέβλεπαν να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας και ότι επιπρόσθετα τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας των εκτιθέμενων στη δημοσιευθείσα επιστολή δυσφημιστικών και εξυβριστικών ισχυρισμών έναντι αυτής και προέβησαν δολίως στη δημοσίευσή της, ουδόλως αποδείχτηκαν, αφού τέτοιο στοιχείο δεν μπόρεσε να διαγνώσει στη συμπεριφορά τους ούτε η μάρτυρας αποδείξεως ***, ενώ ρητά αποκλείσθηκε από τον μάρτυρα ανταπόδειξης ***. (βλ. σχετικές περικοπές σελ. 5 και 11, αντίστοιχα, στα πρακτικά της παρούσας). Ενόψει αυτών, η εκτιθέμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του υπαίτιου προσώπου, δηλαδή της δεύτερης εναγόμενης δημοσιογράφου, αλλά και των λοιπών συνεναγόμενων φυσικών προσώπων δεν πληροί ταυτόχρονα τη νομοτυπική μορφή των αξιόποινων πράξεων της εξύβρισης, της απλής και συκοφαντικής δυσφήμησης που τυποποιούνται στις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ, που προβλέπουν την κάλυψη του υποκειμενικού στοιχείου με δόλο, ούτε και αυτήν που τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ και απαιτεί εκ προθέσεως επιζήμια συμπεριφορά. Γι' αυτό η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί συγχρόνως και στις προαναφερθείσες ποινικές διατάξεις αδικοπρακτική αξίωση της ενάγουσας είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη και συνακόλουθα η επικουρικά προβαλλόμενη ένσταση των εναγόμενων του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ, που κατατείνει στην άρση του άδικου χαρακτήρα των παραπάνω αξιόποινων πράξεων, ουδεμία έννομη επιρροή έχει στην παρούσα δίκη.
Στις *** η ενάγουσα απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη εταιρία και προς το διευθυντή αυτής, τέταρτο εναγόμενο, απαντητική επιστολή, διαμαρτυρόμενη για την επίμαχη δημοσιευμένη επιστολή, με αίτημα να δημοσιευθεί αυτούσια στην ίδια θέση στην στήλη «Επιστολές», ενημερώνοντας συγχρόνως ότι επιφυλάσσεται για την άσκηση των λοιπών της αξιώσεων. Πράγματι στο Κυριακάτικο φύλλο με ημερομηνία *** της εφημερίδας και στην ίδια στήλη δημοσιεύθηκε ολόκληρη η απαντητική επιστολή της ενάγουσας.
Η κρίση του δικαστηρίου για όλα τα παραπάνω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που λεπτομερώς εξετέθησαν αναφορικά με την εκτιθέμενη παράνομη και υπαίτια (βαρεία αμέλεια) συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης δημοσιογράφου και των λοιπών συνεναγόμενων φυσικών προσώπων, θεμελιωτική της αντικειμενικής ευθύνης της πρώτης εναγόμενης ιδιοκτήτριας εταιρίας, υπόχρεων όλων εις ολόκληρον, έχει έρεισμα στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν και δεόντως συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο. Επιπλέον επιβεβαιώθηκαν ρητά και από τις λεπτομερείς καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, Ε.Χ. και Ι.Κ., οι οποίοι μετά λόγου γνώσεως βεβαίωσαν όλα τα παραπάνω κρίσιμα περιστατικά, όπως αυτά προαναφέρθηκαν.
Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, υπάρχει νόμιμη και βάσιμη αξίωση της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη στενοχώρια και την ταραχή που δοκίμασε, όταν έλαβε γνώση της επίμαχης δημοσιευθείσας επιστολής.
Το δικαστήριο, εκτιμώντας το είδος της προσβολής, τη βαρύτητα αυτής, την έκταση της βλάβης της ενάγουσας, τις συνθήκες τέλεσης αυτής της προσβολής, τη βαρύτητα του πταίσματος των εναγόμενων (βαρεία αμέλεια), την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, αλλά και τη μετέπειτα επιδειχθείσα συμπεριφορά των υπαιτίων προσώπων, οι οποίοι προσπάθησαν, με την ταχύτατη δημοσίευση της απαντητικής επιστολής της ενάγουσας, να μειώσουν τις δυσμενείς γι' αυτήν συνέπειες από την προσβολή της προσωπικότητάς της, κρίνει ότι προσήκει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση η καταβολή του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 ευρώ), ποσό που πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν οι παραπάνω εναγόμενοι, ευθυνόμενοι έκαστος εις ολόκληρον στην ενάγουσα, έναντι του αιτηθέντος μείζονος ποσού, και το οποίο επιδικασθέν είναι μεν μικρότερο του κατώτατου ορίου των 10.000.000 δραχμών που καθορίζεται ως ελάχιστο όριο χρηματικής ικανοποίησης με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου μόνου του ν. 1138/1981, όπως αντικ. με την παράγραφο 4 του άρθρου μόνου του 2243/1994, όμως δεν ενέχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιηθέντος μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, που απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, που ήδη ρητώς καθιερώθηκε στο αναθεωρηθέν άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, υιοθετείται δε σταθερά από τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΑΠ 132/2006, ΕφΘεσ 1625/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α.), λαμβάνοντας υπόψη ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό χρηματικής ικανοποίησης, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης (ad hoc ΑΠ 1183/2006, ΑΠ 132/2006 δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος και Δ.Σ.Α., αντίστοιχα).
Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει μερικά δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι έκαστος εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, και μέχρι την πλήρη εξόφληση και επιπλέον να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη εταιρία να δημοσιεύσει περίληψη της παρούσας απόφασης στην εφημερίδα *** μετά 15 ημέρες από την τελεσιδικία αυτής και σε περίπτωση καθυστέρησης να επιβληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή ύψους 3.000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης (παρ. 6 άρθρου μόνου ν. 1178/1981). Όσον αφορά το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, για το λόγο αυτόν πρέπει το σχετικό αίτημα να γίνει δεκτό και η παρούσα απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το μικρότερο ποσό που ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της ζημίας, τη βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειες αυτής, το πταίσμα των εναγομένων (βαρεία αμέλεια) και τις ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, όπως όλες αυτές οι περιστάσεις προπεριγράφηκαν, κρίνει ότι πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγομένων ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας μετά την τελεσιδικία της, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου