Η σύγχρονη δημοκρατία υποστηρίζεται από δύο καταστατικούς πυλώνες: την αρχή της πλειοψηφίας και την αρχή του κράτους δικαίου. Καθένας από αυτούς τους πυλώνες έχει τους δικούς του θεσμούς και τις δικές του αποστολές. Η πλειοψηφική αρχή ακολουθείται στην ανάδειξη της κυβέρνησης και στην εκπροσώπηση του λαού στο κοινοβούλιο και τα τοπικά συμβούλια και αφορά κάθε δημόσιο όργανο και πρόσωπο που λαμβάνει αποφάσεις γενικής εφαρμογής. Επειδή όμως οι πλειοψηφίες έχουν την τάση να καταπνίγουν τις ατομικές δράσεις και διεκδικήσεις, υπάρχει και η αρχή του κράτους δικαίου που αποτελείται κυρίως από μη αιρετούς, μη πλειοψηφικούς θεσμούς , οι οποίοι έχουν εντελώς διαφορετική αποστολή: την εξασφάλιση των ισορροπιών και την τήρηση των "κανόνων του παιχνιδιού". Αυτοί επεμβαίνουν με εξατομικευμένες αποφάσεις, ειδικής εφαρμογής, για να λύσουν τα προβλήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των γενικών αποφάσεων και πολιτικών. Εδώ ανήκει η Δικαιοσύνη, οι ανεξάρτητες αρχές, αλλά και κάθε άλλος ελεγκτικός μηχανισμός που η αποστολή του είναι να αποκαθιστά την εις βάθος δημοκρατία. Η σωστή δοσολογία πλειοψηφικής αρχής και αρχής του κράτους δικαίου ορίζεται από τους κανόνες του Συντάγματος και κυρίως από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, αλλά και άλλες διατάξεις που προσδιορίζουν την αλληλεξάρτηση αιρετών και μη αιρετών οργάνων (checks and balances).
Η δομική διαφορά ανάμεσα στους πλειοψηφικούς θεσμούς και τους θεσμούς του κράτους δικαίου είναι ότι ενώ οι πρώτοι εκπροσωπούν συμφέροντα, πρόσωπα, τάξεις και ασκούν πολιτική, οι δεύτεροι είναι υποχρεωμένοι να διασφαλίζουν την τήρηση προδιατυπωμένων κανόνων που ισχύουν για όλους. Ενώ οι πολιτικοί εκπροσωπούν τους ψηφοφόρους τους και η αποστολή τους είναι να αγωνίζονται για τα συμφέροντα αυτών, οι λειτουργοί του κράτους δικαίου δεν εκπροσωπούν κανέναν, αλλά παρεμβαίνουν ως ανεξάρτητοι τριτοι για να διορθώσουν τις αδικίες και να εξασφαλίσουν ότι τα δικαιώματα καθενός γίνονται σεβαστά.
Υπάρχει όμως μια ανάλυση του ρόλου του κράτους δικαίου, η οποία προέρχεται κυρίως από αριστερούς διανοητές, η οποία υποστηρίζει ότι τα ατομικά δικαιώματα είναι για την υποστήριξη των μειοψηφιών, των αδύναμων, των λιγότερο ισχυρών, των μη προνομιούχων. Αυτό νομικά είναι ανακριβές: τα ατομικά δικαιώματα είναι για να υποστηριχθεί το άτομο, ανεξάρτητα από την ισχύ ή την ένδειά του, απέναντι σε όλους τους άλλους, είτε οι άλλοι είναι εξουσίες, είτε είναι μειοψηφίες. Τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι ούτε για τις μειοψηφίες, ούτε για τις πλειοψηφίες: είναι για κάθε φορέα τους χωριστά (στο μέτρο φυσικά που προβλέπεται κι όχι ανεξέλεγκτα). Για να δώσω ένα απτό παράδειγμα, στην Ελλάδα της εξουσιαστικής παντοδυναμίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι ατομικό μου δικαίωμα να πηγαίνω την Κυριακή στη λειτουργία της ενορίας μου. Οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι ασκούν τα ατομικά τους δικαιώματα στους χώρους που είναι αφιερωμένοι στη λατρεία τους, ανεξάρτητα από το αν είναι και πλειοψηφία (ή μειοψηφία) κι αν το δικαιωμά τους αυτό προφανώς δεν "απειλείται" στις συγκεκριμένες χωροχρονικές συντεταγμένες. Όσο κι αν δεν είναι αρεστό σε ένα προοδευτικό αντικληρικαλιστικό ακροατήριο ή όσο κι αν η εκκλησία όντως χρησιμοποιεί για πολιτικούς λόγους επιλεκτικά την επίκληση του άρθρου 13 Σ., οι χριστιανοί στις εκκλησίες ασκούν συνταγματική ελευθερία. Η πολιτική ανάλυση περί εφαρμογής των δικαιωμάτων υπέρ των μειοψηφιών χάνει, λόγω σχετικοποίησης, αυτή τη νομική διάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως και πολλές ακόμη περιπτώσεις ελευθεριών - με προεξάρχουσα (επίσης) την οικονομική ελευθερία των μεγάλων επιχειρήσεων. Παρά την στρεβλωτική σχετικοποίηση, αυτή είναι ατυχώς μια από τις κυρίαρχες αναλύσεις για την έννοια του κράτους δικαίου στην Ελλάδα και είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο η Αριστερά επιχειρεί να οικειοποιηθεί πολιτικά τον συγκεκριμενο "χώρο", ο οποίος όμως δεν ανήκει ούτε εκχωρείται στην πολιτική.
Η οικειοποίηση αυτή αρχίζει σταδιακά να γίνεται καπήλευση. Οι πλειοψηφικοί θεσμοί δεν μπορούν να έχουν ευθεία αναγωγή, τελικά, στο κράτος δικαίου, διότι αναγκάζονται εξ ορισμού να συνυπολογίζουν το πολιτικό κόστος, το οποίο καθορίζεται από συλλογικά κι όχι από ατομικά συμφέροντα. Η ρητορεία υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων, η οποία ακολουθείται προεκλογικά για ψηφοθηρικούς λόγους αποτελεί άλλη μία όψη του λαϊκισμού, όταν τελικά ο πλήρης δικαιωματικός λόγος τείνει να καταστεί απεχθής για το συντηρητικό ακροατήριο, το οποίο καλώς ή κακώς μπορεί να καθορίσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Ο λαϊκισμός παραδοσιακά επιχειρεί να προσεταιριστεί το ευρύτερο δυνατό ακροατήριο αποκρύπτοντας στοιχεία που θα το δυσαρεστούσαν και παρουσιάζοντας επιλεκτικά μόνο την αρεστή πλευρά της πραγματικότητας. Μια χαρακτηριστική περίπτωση λαϊκισμού είναι οι παρωχημένες κομμουνιστικές συνθηματολογίες για ένα αποκλειστικό "δίκιο του εργάτη", το οποίο αποκόπτει από την γενική έννοια του θετού δικαίου το σύνολο των ισορροπιών που πρέπει να τηρούνται ώστε να πρόκειται για "δίκαιο" κατ' επιστημονική κυριολεξία κι όχι ποιητική αδεία.
Ο νεο-λαϊκισμός της επίκλησης του κράτους δικαίου στο πλαίσιο μιας καθαρά πλειοψηφικής διαδικασίας βρίσκει μια αρχετυπική εφαρμογή στο πολιτικό marketing της υποψηφιότητας του κ. Γιώργου Καμίνη για την δημαρχία της Αθήνας. Πρόκειται για έναν υποψήφιο ο οποίος επί μακρού θήτευσε σε έναν αντιπλειοψηφικό θεσμό του κράτους δικαίου, τον Συνήγορο του Πολίτη, και επικαλείται αυτή την προϋπηρεσία για να πείσει ότι μπορεί να συνεχίσει την ίδια πορεία, υπέρ των δικαιωμάτων των πολιτών, από τη θέση αυτή τη φορά, ενός πλειοψηφικού θεσμού. Δηλαδή θα υποστηρίζει τους πολίτες εναντίον του εαυτού του, αφού ο ίδιος θα είναι η δημοτική αρχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εκλογικός συνδυασμός χρησιμοποιεί ως τίτλο τον όρο "Δικαίωμα στην πόλη", υπογραμμίζοντας τη προέλευση του επικεφαλής καθώς και άλλων συμμετεχόντων υποψηφίων, από τον χώρο της προστασίας των δικαιωμάτων, προκειμένου να πειστούν οι ψηφοφόροι ότι σε αντίθεση με άλλες, "πολιτικές" υποψηφιότητες, ο συγκεκριμένος συνδυασμός έρχεται να υπερασπιστεί δικαιώματα, κι όχι να διαχειριστεί συλλογικά συμφέροντα (όπως είναι η θεσμική αποστολή κάθε πολιτικής θέσης). Η ρητορική αυτή βρίσκει φυσικά τα όριά της, όταν τα "δικαιώματα" γίνονται κάπως αντιδημοφιλή για το ευρύ ακροατήριο των ψηφοφόρων. Οι κρατικοδικαιικές δομές δεν αναζητούν την "νομιμοποίησή" τους στην ευρύτερη δυνατή λαϊκή αποδοχή, αλλά στους θεμελιώδεις κανόνες που ισχύουν πέραν από τις συγκυριακές συγκινήσεις της κοινής γνώμης. Αυτό όμως δεν βολεύει σε μια προεκλογική περίοδο, οπότε το "Δικαίωμα στην πόλη", ως πολιτικό σύνθημα κι όχι ως νομική κυριολεξία, πρέπει να προσαρμοστεί στην αντίληψη του ψηφοφόρου για το ποια είναι τα δικαιώματα υπέρ των οποίων πρέπει να αγωνίζεται ένας δήμαρχος. Κι έτσι κάπως η καταχρηστική επίκληση του "δικαιώματος" συγκροτεί ένα ακόμη απατηλό περιτύλιγμα για να μιλήσει κανείς στην πραγματικότητα για συλλογικά, πολιτικά συμφέροντα.
Η πιο ανάγλυφη περίπτωση στην οποία αποκαλύπτεται ότι η επίκληση των "δικαιωμάτων" αποτελεί απλώς ένα ακόμα πολιτικό σύνθημα και τίποτε περισσότερο είναι οι δηλώσεις του κ. Καμίνη για το πιο αντιδημοφιλές - για το συντηρητικό ακροατήριο- κεφάλαιο ανθρώπινων δικαιωμάτων, αυτό που αφορά την ίση μεταχείριση ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό προσανατολισμό (τα "gay rights"). O υποψήφιος δηλώνει φυσικά ότι ως δήμαρχος θα δώσει την αιγίδα του Δήμου στο Φεστιβάλ Υπερηφάνιας - κάτι που πεισματικά αρνείται ο απερχόμενος Δήμαρχος, προφανώς κι αυτός για πολιτικούς λόγους- αλλά χρησιμοποιεί πολιτικά προσεγμένες διατυπώσεις, χαρακτηρίζοντας την ομοφυλοφιλία "ερωτική προτίμηση" (λες και πρόκειται για επιλογή!), μιλώντας για "σκελετούς στην ντουλάπα" (!), κι εντάσσοντας όλο το ζήτημα στο ευρύτερο κεφάλαιο της προστασίας της ιδιωτικότητας, λέγοντας πως "ό,τι κάνει κανείς όταν κλείνει την πόρτα του σπιτιού του, εάν δεν παραβιάζει βεβαίως το νόμο, είναι δική του υπόθεση". Αν δηλαδή το θέμα απαγορευόταν από τη νομοθεσία, δεν θα ήταν δική του υπόθεση, θα ήταν υπόθεση της αστυνομίας η ερωτική "προτίμηση". Κι έξω από την πόρτα ή με ανοιχτή πόρτα, το δικαίωμα να είσαι ο εαυτός σου περιορίζεται, προφανώς, σε "πολυχώρους" ή στο Φεστιβάλ Υπερηφάνιας. Όσο για την τελεση γάμου ομοφύλων, κατά τον κ. Καμίνη η εφαρμογή της ισότητας σε αυτό το συνταγματικό δικαίωμα έχει αποκλειστεί από μια πρωτόδικη απόφαση του δικαστηρίου της Ρόδου. Αποσιωπώντας ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν δήμαρχοι που συνάπτουν γαμους ομοφύλων, ακόμη και χωρίς ρητή νομική βάση, οπως στη Γαλλία. Είπαμε: στις εκλογές το ζητούμενο δεν είναι η νομική αρτιότητα μιας προεκλογικής ρητορικής, αλλά να "κερδίσεις" το "αξίωμα", για να χρησιμοποιήσω δύο όρους που κατά κόρον χρησιμοποιούνται από τον εν λόγω εκλογικό συνδυασμό. Οπότε τα "δικαιώματα" δεν επιτρέπεται να παρουσιάζονται σε όλη τους την έκταση, αλλά μόνο μέχρι το βαθμό που δεν θίγουν τις αντιλήψεις του ψηφοφόρου και δεν απειλούν τον εκλογικό στόχο. Έχουμε κι εδώ λοιπόν μια επιλεκτική παρουσίαση της πραγματικότητας, προσδιοριζόμενη με βάση σταθμίσεις πολιτικού κόστους, ενός παράγοντα εντελώς ξένου, αντίθετου, προς το κράτος δικαίου. Μια ακόμη περίπτωση λαϊκισμού, η οποία απευθύνεται όμως σε ένα πιο καλλιεργημένο ακροατήριο, το οποίο συγχέει πάντως τα συλλογικά συμφέροντά του με τα δικαιώματα, πέφτοντας στην παγίδα που έχει στηθεί από το συγκεκριμένο πολιτικό στρατήγημα.
Όλη αυτή η λαϊκιστική ρητορική περί δικαιωμάτων, παρ΄όλο που αναπτύσσεται στο πεδίο της ενάσκησης της πλειοψηφικής πολιτικής και του πολιτικού κόστους, έχει σημαντικές συνέπειες, τελικά, στο ίδιο το επίπεδο λειτουργίας του άλλου πυλώνα της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου. Διότι δεν είναι άνευ συνεπειών η κυριαρχική παρουσίαση μιας αλλοιωμένης μορφής των δικαιωμάτων, όταν βασική προϋπόθεση για την πραγματική ενάσκηση τους από τους πολίτες, είναι φυσικά η επίγνωση. Μια σύγχρονη αποστολή των κρατικοδικαιικών θεσμών είναι η ενημέρωση, το χτίσιμο συνείδησης (raising awareness). Όταν ο πολίτης αποκομίζει μια στρεβλή εικόνα για την έκταση και τη φύση των δικαιωμάτων του, από έναν πολιτικό, ο οποίος μάλιστα προβάλλει τις επιστημονικές του περγαμηνές γύρω από το θέμα, τελικά, όταν θα έχει φύγει η σκόνη της προεκλογικής περιόδου, η σύγχυση του πολίτη θα είναι μια σημαντική απώλεια για το επίπεδο του κράτους δικαίου. Έτσι ο λαϊκισμός που αναπτύσσεται, "ποιητική αδεία", στο χώρο των πλειοψηφικών διαδικασιών, μπορεί να επέχει επιπτώσεις στην λειτουργία του κράτους δικαίου, τραυματίζοντας σε τελευταία ανάλυση την δημοκρατία. Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι τα απόνερα θα παραμένουν και μετά την προεκλογική περίοδο. Ενώ αυτή η κριτική θεωρείται "θεσμολαγνική", "γραφική" και, σε κάθε περίπτωση, εκτός πολιτικής πραγματικότητας και πολιτικού ρεαλισμού, η συνταγή της επίκλησης του κράτους δικαίου, της "κοινωνίας των πολιτών" και των δικαιωμάτων αναμένεται να μονοπωλήσει τις βιτρίνες του προεκλογικού marketing, τραυματίζοντας και ευτελίζοντας το επίπεδο της πραγματικής προστασίας των δικαιωμάτων.
Οι πλειοψηφικοί συσχετισμοί ακολουθούν μια εντελώς διαφορετική - και σε πολλές περιπτώσεις - διαμετρικά αντίθετη "μηχανική" σε σχέση με τους θεσμούς του κράτους δικαίου, αλλά και τα παρακλάδια τους στην κοινωνία των πολιτών και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις. Η αποθέωση του επικοινωνιακού στόχου είναι ασύμβατη με την λογική των θεσμικών υπερασπιστών της συνταγματικής νομιμότητας, οι οποίοι δεν πρέπει να υπολογίζουν το πολιτικό κόστος αφού σε αυτό το εμπόδιο οφείλουν τον λόγο ύπαρξής τους. Γι' αυτό και η συνθηματολογική αξιοποίηση και η πολιτική εκμετάλλευση των θεσμών και των κανόνων του κράτους δικαίου, όσο θελκτική κι αν προβάλλεται, αργά ή γρήγορα μπορεί να λειτουργήσει ως αυτεπίστροφο που θα αποβάλλει τους επίδοξους συνεχιστές αυτής της νέας, υπέροχης ρητορικής περί μεταφύτευσης επιτυχημένων συνταγών σε ένα δομικά ανοίκειο περιβάλλον.
1 σχόλιο:
Οι ψυχολόγοι λέγουν ότι μπορούμε να καταλαβαίνουμε η τρέλα τι πράγμα είναι, αν μελετήσουμε πώς αποφασίζει μια μεγάλη εταιρία.
Δημοσίευση σχολίου