Η "ποδοσφαιροποίηση" είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο στο δημόσιο διάλογο γύρω από τα ερειζόμενα θέματα γενικού ενδιαφέροντος και λίγες είναι συνήθως οι φωνές που υποστηρίζουν τις δικλείδες της ισόρροπης επίλυσης. Οι "διχασμοί" αυτοί είναι βέβαια αγαπημένη ύλη των μέσων ενημέρωσης, τα οποία φροντίζουν όχι απλώς να τους αναδεικνύουν, αλλά συνήθως και να τους συνδαυλίζουν. Τρανταχτό παράδειγμα, το ζήτημα με την απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού για την κατάχωση του βωμού των δώδεκα θεών και του ελέους: υπάρχουν οι κάθετες διχαστικές φωνές (και οι αλλοιώσεις τους μέσα από μέσα ενημέρωσης που παρουσιάζουν την υπόθεση ως "επίθεση" μιας θρησκευτικής ομάδας σε ένα δημόσιο έργο, λες και οι άλλοι πολίτες δεν είναι ευαισθητοποιημένοι για την πολιτισμική κληρονομιά), αλλά υπάρχουν και κριτήρια δίκαιης λύσης, που είναι διαθέσιμα σε οποιονδήποτε επιθυμεί να εμβαθύνει στην ουσία του θέματος, δηλαδή να αναζητήσει ποιες είναι οι μέθοδοι στάθμισης της δικαιοσύνης σε αντίστοιχες υποθέσεις.
Η υπόθεση είναι λίγο - πολύ γνωστή: κατά τις εργασίες του σιδηροδρομικού σταθμού στο τμήμα Μοναστηράκι - Θησείο αποκαλύφθηκαν ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα υψίστης πολιτισμικής σημασίας, ανάμεσα στα οποία και ο βωμός των 12 θεών και του ελέους, ομφαλός της αρχαίας πόλης από την οποία μετρούνταν οι αποστάσεις και η προσφυγή στον οποίο ισοδυναμούσε με την αναγνώριση ασύλου. Η θέση του μνημείου ήταν γνωστή και πριν τις εργασίες που το έφεραν και πάλι στο φως. Το σπουδαιότατο αυτό εύρημα επαναφέρει το γενικότερο αίτημα της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων, αλλά ταυτόχρονα εντοπίζεται στην χωροθέτηση ενός σημαντικότατου συγκοινωνιακού έργου, το οποίο εξυπηρετεί δεκάδες χιλιάδες επιβάτες καθημερινά, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα του αστικού ιστού. Οπότε τίθενται ορισμένα διλήμματα που αντιστοιχούν και σε γενικότερα συμφέροντα: αφενός το θέμα της προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς, αφετέρου η εξυπηρέτηση της ζωής στη σύγχρονη πόλη. Και τα δύο προτάγματα, εκτός από εκφάνσεις του γενικού συμφέροντος, αποτελούν και θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών που ζουν, εργάζονται, μετακινούνται αλλά και απολαμβάνουν την σύγχρονη πόλη.
Η απλοϊκή αντιμετώπιση είναι η ομαδοποίηση και ο μονομερής λόγος που εκδηλώνεται από ορισμένους υποστηρικτές του βωμού έναντι ορισμένων υποστηρικτών του σιδηροδρόμου. Πέρα όμως από τις απόψεις του καθενός, υπάρχουν και οι ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν τον αποφασιστικό λόγο για την στάθμιση ανάμεσα στα δύο φαινομενικά αντικρουόμενα θεμελιώδη δικαιώματα και έννομα συμφέροντα. Πρέπει να βρεθεί μια λύση που να εξυπηρετεί και τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα, χωρίς να καταπνίγει το ένα από τα δύο.
Υπάρχει ένας κανόνας που επιλύει τέτοιου είδου διλήμματα στο περιβαλλοντικό δικαιο: η αρχή της αειφορίας, ή της "βιώσιμης ανάπτυξης" (sustainable development, βλ. εδώ). Η αρχή της αειφορίας κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα ως επιμέρους συνιστώσα του ατομικού δικαιώματος για προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24). Σύμφωνα με αυτή την αρχή, θα πρέπει κάθε επέμβαση (ανάπτυξη) στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον να λαμβάνει υπόψη την διατήρηση (αν όχι βελτίωση) της υφιστάμενης κατάστασης αυτού του περιβάλλοντος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, έχει αναπτύξει μια πλούσια νομολογία που εξειδικεύει ακόμη περισσότερο την αρχή της αειφορίας, θέτοντας ως αναπόσπαστη προϋπόθεση για κάθε δημόσιο έργο την εκπόνηση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που θα πρέπει να υπάρχουν και να ακολουθούνται σε κάθε διοικητική πράξη που μπορεί να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον, φυσικό ή πολιτισμικό. Η ίδια η έλλειψη της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων συνιστά παραβίαση της αρχής της αειφορίας και καθιστά την εκάστοτε διοικητική πράξη ακυρωτέα δικαστικώς. Έτσι, το δίκαιο δεν θέτει φραγμούς στην ανάπτυξη, αλλά καλεί σε εκπόνηση ενός σχεδιασμού που λαμβάνει υπόψη τόσο τις ανάγκες της ανοικοδόμησης υποδομών, όσο και τις ανάγκες της διατήρησης ενός βιώσιμου περιβάλλοντος, χωρίς να κάνει εκπτώσεις υπέρ τις μιας ή της άλλης.
Πέρα από την αρχή της αειφορίας υπάρχει βέβαια και η γενικότερη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25) που επιβάλλει την εξέταση κάθε μέτρου που λαμβάνεται εις βάρος ενός δικαιώματος, υπό το φως της καταλληλότητας, της αναγκαιότητας και της stricto sensu αναλογίας (να μην θίγονται περισσότερα απ' όσα εξασφαλίζονται με το μέτρο) και κυρίως να μην εξοβελίζεται ο πυρήνας του δικαιώματος (το "βασικό περιεχόμενο" όπως λέει και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ). Η προστασία του πολιτισμικού περιβάλλοντος συνυπάρχει με το δικαίωμα για πρόσβαση και απόλαυση των κοινόχρηστων χώρων και πολιτισμικών αγαθών, η διασφάλιση του οποίου δεν καλύπτεται πλήρως από την εφαρμογή της αρχής της αειφορίας, αφού η τελευταία "βλέπει" κυρίως προς το μέλλον και τις μελλοντικές γενιές, ενώ το δικαίωμα πρόσβασης είναι ενεστώς και αναγνωρίζεται για καθέναν, στο βαθμό βέβαια που δεν θίγεται η προστασία.
Στην περίπτωση του βωμού του δωδεκαθέου, το Υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε με διοικητική πράξη την "επανακατάχωση", θεωρώντας αυτήν ως την λύση στο πρόβλημα. Η κατάχωση είναι μια διαδικασία προστατευόμενης ταφής του μνημείου, με τήρηση των τεχνικών προϋποθέσεων που συμβάλλουν στην συντήρησή του μέσα στο έδαφος, σύμφωνα με τις σύγχρονες προδιαγραφές. Αποτελεί μία επιστημονικά υποστηριζόμενη λύση για την προστασία του μνημείου, η οποία μεταθέτει την δυνατότητα ανάδειξής του στο μέλλον, ενώ αποκλείει ταυτόχρονα την δυνατότητα πρόσβασης - έστω και οπτικής- σε αυτο. Η κατάχωση μπορεί λοιπόν να είναι ανεκτή ως ισόρροπη λύση, μόνον εφόσον ενέχει το στοιχείο της προσωρινότητας, αφού σε διαφορετική περίπτωση εξοβελίζει πλήρως το δικαίωμα της πρόσβασης στο πολιτισμικό αγαθό. Μόνο σε περιπτώσεις που η πρόσβαση θα μπορούσε να είναι επιβλαβής για το ίδιο το μνημείο είναι ανεκτό να προκρίνεται μονομερώς η προστασία του, όμως και πάλι η συντήρηση αυτή δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, αλλά θα πρέπει να κατατείνει ευθέως στην απόδοση του αγαθού στην κοινή χρήση, ώστε να αποτελέσει κτήμα της γενικής εμπειρίας.
Υπό αυτό το πλαίσιο, η υπουργική απόφαση για την κατάχωση, αφού δεν συνοδεύεται και από την σχετική μελέτη για την ανάδειξη του μνημείου στο μέλλον, με σαφές χρονοδιάγραμμα, δεν ικανοποιεί ούτε την αρχή της αειφορίας, αλλά ούτε και την αρχή της αναλογικότητας. Το ευχολόγιο ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα προχωρήσει η ανάδειξη δεν αποτελεί ρητή και υπεύθυνη πολιτειακή δέσμευση, αλλά αόριστη πολιτική δήλωση για επικοινωνιακή χρήση. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, η συγκεκριμένη μόνιμη κατάχωση δεν συνιστά μια ισόρροπη λύση, αφού θυσιάζεται πλήρως το ένα αγαθό (πρόσβαση στο πολιτισμικό περιβάλλον) έναντι του άλλου αγαθού (δημόσιο συγκοινωνιακό έργο), με έναν τρόπο άνισο και τελικά άδικο στην ουσία του. Το γεγονός ότι υπέρ της κατάχωσης γνωμοδότησε το αρμόδιο επιστημονικό όργανο της Πολιτείας, δηλαδή το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο πιστοποιεί μόνον την καταλληλότητα της συγκεκριμένης λύσης σύμφωνα με τις επιστημονικές τεκμηριώσεις του συγκεκριμένου γνωστικού κλάδου. Αυτό όμως δεν υποκαθιστά την υποχρέωση του αποφασιστικού οργάνου (Υπουργός) να λάβει υπόψη του και όλες τις υπόλοιπες σταθμίσεις που έπρεπε να υποστηρίζονται από την αντίστοιχη μελέτη επιπτώσεων, η οποία είναι αντικείμενο και άλλων γνωστικών αντικειμένων: το ΚΑΣ γνωμοδότησε για το τεχνικό θέμα της κατάχωσης, χωρίς να έχει αποφασιστική αρμοδιότητα. Ο Υπουργός όμως, ως αποφασίζον πολιτειακό όργανο, όφειλε με την διοικητική πράξη που εξέδωσε να λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους που πρέπει να τηρούνται προκειμένου να ακολουθηθεί η αρχή της αειφορίας και η αρχή της αναλογικότητας και κυρίως έπρεπε να είχε ζητήσει τις κατάλληλες οικονομοτεχνικές μελέτες για τις επιπτώσεις από την πιθανή ανάδειξη του μνημείου, την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, την κοστολόγηση αυτών, το χρονοδιάγραμμα μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να υλοποιηθούν έργα όπως η υπογειοποίηση του σιδηροδρόμου. Έπρεπε λοιπόν, ακόμη κι αν πρόκρινε την κατάχωση ως τη μόνη πρακτικά εφαρμόσιμη λύση, να την εντάξει σε δεσμευτικά πλαίσια προσωρινότητας, κάτι το οποίο δεν διασφαλίζεται από τις ανακοινώσεις αρχαιολόγων του ΚΑΣ για μελλοντική ανάδειξη του μνημείου κάποια στιγμή και για ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων. Η υπουργική απόφαση της κατάχωσης, μη προβλέποντας χρονικό ορίζοντα, προβλέπει μια μόνιμη κατάσταση για το μνημείο: την ταφή του προς όφελος του σιδηροδρομικού έργου, θυσιάζοντας έτσι το δικαίωμα του κοινού για σημερινή αλλά και μελλοντική πρόσβαση στο μνημείο. Δεν είναι μια δίκαιη απόφαση, επειδή δεν εξασφαλίζει την πρακτική εναρμόνιση των αντικρουόμενων δικαιωμάτων, αλλά αντίθετα προκρίνει ένα από τα δύο δικαιώματα, καταργώντας το άλλο.
Με αυτό το περιεχόμενο, η υπουργική απόφαση θίγει το δικαίωμα καθενός για πρόσβαση στα κοινόχρηστα πολιτισμικά αγαθά, ένα δικαίωμα που διασφαλίζεται από τα πολιτικά δικαστήρια. Ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι αρμόδιο για την ακύρωση της υπουργικής απόφασης, τα αστικά δικαστήρια είναι αρμόδια για την προσβολή προσωπικότητας που υφίσταται κάθε πολίτης που εμποδιζεται από την υλοποίηση της υπουργικής απόφασης σε πρόσβαση στο κοινόχρηστο πολιτισμικό αγαθό, για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του με επίσκεψη και θέαση του μνημείου. Ο αντίλογος που αναπτύσσεται, ότι δηλαδή και η προσωρινή διαταγή για την αναστολή των εργασιών της κατάχωσης είναι κι αυτή μια μονομερής λύση που απέχει από την πρακτική εναρμόνιση των δικαιωμάτων εις βάρος της συνέχισης του σιδηροδρομικού έργου, δεν λαμβάνει υπόψη μια θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στις δύο πολιτειακές πράξεις: η υπουργική απόφαση περί κατάχωσης είναι μόνιμη, ενώ η προσωρινή διαταγή αναστολής της κατάχωσης έχει διάρκεια μέχρι την συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών. Επίσης, δεν λαμβάνει υπόψη ότι, αφού πιθανολογείται η παραβίαση της αρχής της αειφορίας από την συγκεκριμένη απόφαση της κατάχωσης, τότε ευλόγως πάμε στην επόμενη (προσωρινή) λύση που δεν μπορεί να είναι άλλη από την διασφάλιση του κοινού για ελεύθερη -οπτική έστω- πρόσβαση στο πολιτισμικό αγαθό. H συνέχιση των έργων στο σιδηρόδρομο δεν μπορεί να βασίζεται σε μια διοικητική πράξη που φαίνεται ότι παραβιάζει τον συνταγματικό κανόνα της στάθμισης, δηλαδή την αρχή της αειφορίας και την αρχή της αναλογικότητας. Τουλάχιστον όχι μέχρι να αποφασίσει οριστικά η Δικαιοσύνη, ή να επέμβει η Διοίκηση διορθώνοντας την υπουργική απόφαση και προβλέποντας ρητώς την προσωρινότητα της κατάχωσης.
Έτσι λοιπόν οι "υπέρ του σιδηροδρόμου" και οι "υπέρ του βωμού", όταν δεν λαμβάνουν υπόψη τις επιμέρους σταθμίσεις και τα θεσμικά κριτήρια που εφαρμόζονται για την πρακτική εναρμόνιση των δικαιωμάων, είναι απλώς μονοδιάστατοι υποστηρικτές του εκάστοτε άκρου και όχι του αντίστοιχου δικαιώματος, αφού η ίδια η έννομη τάξη δεν ανέχεται την μονομερή κατίσχυση του ενός δικαιώματος εις βάρος του άλλου, αλλά, με εξισορροπητικούς κανόνες όπως η αρχή της αειφορίας και η αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλει την σύνθεση και την συνισχύ όλων των συμφερόντων συνταγματικής περιωπής που συναποτελούν το δημόσιο συμφέρον.
9 σχόλια:
Όμως όσο εύλογη και αξιέπαινη (και χίλιες φορές μπράβο τους και μπράβο σας) είναι η ευαισθησία όσων επικαλούνται το δικαίωμα στο πολιτιστικό περιβάλλον, άλλο τόσο εξωφρενικό είναι το να επικαλούνται κάποιοι άλλοι (για το ίδιο θέμα) τη ... θρησκευτική τους ελευθερία, λες και αρκεί να δηλώσει κάποιος δωδεκαθεϊστής ή να φορέσει μιά χλαμύδα για να του αναγνωρίσει η έννομη τάξη ιδιαίτερο ατομικό δικαίωμα στην προστασία συγκεκριμένου κτίσματος (τότε γιατί όχι και "θρησκευτική ελευθερία" κατά της προ ετών κατεδάφισης του γηπέδου της Νέας Φιλαδέλφειας;).
Κάνετε λάθος, γιατί αναφέρεστε σε ένα θρησκευτικό δόγμα που είναι αναγνωρισμένο από το κράτος με επίσημες αποφάσεις της Δικαιοσύνης και εμπίπτει στην προστασία της θρησκευτικής συνείδησης.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το συγκεκριμένο μνημείο είναι αφιερωμένο στο δωδεκάθεο κι επομένως εκτός από τα δικαιώματα που αναφέρω παραπάνω, ήταν προορισμένο και για τη θρησκευτική λατρεία, όπως εξάλλου και ο Παρθενώνας (υπάρχει και πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη για το θέμα).
Ο παραλληλισμός με άλλες μορφές συλλογικών δράσεων στις οποίες ελλείπει το στοιχείο της συνειδησιακής αντίληψης για τα μεταφυσικά, απλώς υποβαθμίζει το γεγονός ότι το θρήσκευμα αντιστοιχεί σε ανθρώπινο δικαίωμα ενώ η οπαδική ιδιότητα όχι.
Οι "επίσημες αποφάσεις" που λέτε, είναι μόνο της αστικής δικαιοσύνης για αναγνώριση σωματείου, ενώ δεν υπάρχει κατάφαση ως "γνωστής" θρησκείας από διοικητικό δικαστήριο (χωρίς να εννοώ πως η διάκριση αυτή είναι σύμφωνη με την ΕΣΔΑ). Δείτε σχετικά και το http://www.nchr.gr/media/gnwmateuseis_eeda/thriskeutiki_eleutheria/Dodekatheo.doc
Τέλος, το κτίσμα προοριζόταν μεν αδιαμφισβήτητα για θρησκευτική χρήση, τούτο όμως δεν νομιμοποιεί την αξίωση σημερινών συμπολιτών μας να οικειοποιούνται δικαίωμα καθολικής διαδοχής των αρχαίων "ομοθρήσκων" τους. Άλλο μια εδραία και συγκροτημένη "συνειδησιακή αντίληψη για τα μεταφυσικά", και άλλο μια απλή μόδα αρχαιοπληξίας.
Είναι αμετάκλητη απόφαση της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Τα περί "μόδας" θα μπορούσαν να υποστηριχθούν για κάθε θρησκευτικό προσανατολισμό, χωρίς να αναιρείται η προστασία του από το αντίστοιχο ατομικό δικαίωμα.
Η *άποψή μας* για μια θρησκεία δεν την μεταθέτει σε άλλη κατηγορία του επιστητού: παραμένει θρησκεία.
Αμετάκλητη-ξεαμετάκλητη, το δεδικασμένο της εξαντλείται στη νόμιμη λειτουργία σωματείου και δεν αποτελεί "αναγνώριση θρησκευτικού δόγματος", λ.χ. δεν ιδρύει δικαίωμα τέλεσης θρησκευτικών γάμων.
Το ζήτημα δεν είναι "η άποψή μας για μια θρησκεία", αλλά τα στοιχεία του ορισμού της θρησκείας σε αντιπαραβολή προς "άλλες μορφές συλλογικών δράσεων": αρκεί η διαβεβαίωση των ίδιων των ενδιαφερομένων ή υπάρχει κάποιος αρμόδιος να κρίνει. Μπορεί να φαίνεται ανίερη η σύγκριση με την ΑΕΚ, κατατείνει όμως στη διαπίστωση αυτού ακριβώς του θεμελιώδους προβλήματος.
Κατά τη νομολογία για να υπάρξει γνωστή θρησκεία, αρκούν οι "φανερές δοξασίες" και η "φανερή λατρεία", ακόμη κι αν δεν υπάρχουν ιερείς κι εκκλησίες.
ΕφΑθ 1743/1987: Ο γάμος που τελέσθηκε μεταξύ οπαδών του δόγματος "Μάρτυρες του Ιεχωβά" ή Χιλιαστές και σύμφωνα με την ιεροτελεστία που προβλέπεται απ' αυτό, δεν είναι ανυπόστατος. Και τούτο διότι το δόγμα αυτό, αν και αποτελεί αίρεση της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας, έχει φανερές δοξασίες και φανερή λατρεία, αδιάφορο αν δεν διατηρεί εκκλησιαστικές αρχές ή αν οι θρησκευτικοί λειτουργοί του δεν είναι ιερείς, σύμφωνα με την καθιερωμένη έννοια του όρου στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μα φυσικά: ο θρησκευτικός γάμος των ΜτΙ είναι υποστατότατος, ακριβώς ΕΠΕΙΔΗ οι ΜτΙ έχουν χαρακτηριστεί "γνωστή θρησκεία" από το ΣτΕ (2105/75) και στη συνέχεια από τη διοίκηση. Αυτό και μόνον αποτελεί, υπό τα σημερινά δεδομένα, "αναγνώριση από το κράτος". Οι δωδεκαθεϊστές δεν το έχουν ακόμη πετύχει, δεν ξέρω αν το έχουν καν προσπαθήσει σε δικαστικό επίπεδο (το έχουν σίγουρα σε διοικητικό). Όποτε τεθεί τέτοιο θέμα, κάποιος θα χρειαστεί να κρίνει (όχι κατά δήλωσιν!), όχι βέβαια "αν υπάρχουν ιερείς κι εκκλησίες" όπως λέτε, αλλ' αν υπάρχουν συγκροτημένες "δοξασίες".
To ότι εσείς λοιπόν διαφωνείτε δεν σημαίνει ότι είναι "μόδα" κι όχι θρησκεία. Κι εδώ τελείωσε αυτός ο χαρωπός κι άσχετος με το θέμα μας διάλογος.
Γνωστὴ θρησκεία, εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Θρησκεία τοῦ Δωδεκαθέου καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ 1997, ὅπου ἐκατατέθησαν οἱ πρῶτες αἰτήσεις γιὰ τὴν νομικὴ ἀναγνώριση καθῶς καὶ πλήρως ἀναπεπτυγμένο δόγμα. Κατὰ παράβαση τόσο τοῦ ἐντοπίου ὅσο καὶ τοῦ κοινοτικοῦ δικαίου, οἱ ἁρμόδιες ἀρχὲς ἔφεραν πληθώρα ἀστήρικτων ἐμποδίων (π.χ. ἀπαιτοῦσαν χριστιανικοῦ τύπου δομὴ μὲ ἱερὸ βιβλίο, προφῆτες κτλ.), δὲν ἀπαντοῦσαν ἢ ἐξαντλοῦσαν ὅλο τὸ χρονικὸ περιθώριο (π.χ. 1,5 ἔτος) πρὶν τὶς ἀνορθολογικὲς ἀπορρίψεις μὲ ἀποτέλεσμα τὴν χρονοτριβὴ καὶ τὶς ἀμέτρητες παρανομίες.
Ὑπάρχει πλήρες ἀρχεῖο νομικῶν ἐνεργειῶν 13 ἐτῶν (!!) καθῶς καὶ ὑπὸ ἐξέλιξη νέες νομικὲς ἐνέργειες, ὄχι μόνον γιὰ τὴν διευθέτιση τοῦ νομικοῦ πλαισίου τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκείας ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν παρανομοῦντων.
Δημοσίευση σχολίου