Είμαι κατά της εκλαϊκευσης, γιατί πολύ συχνά, όταν γίνεται χωρίς τις δέουσες επιφυλάξεις και παραπεμπτική διάθεση, οδηγεί σε κακώς νοούμενη υπεραπλούστευση και αποσπασματική μετάδοση της γνώσης. Ενώ στην πολιτική -ενδεχομένως και στην τέχνη- καθένας μπορεί να έχει άποψη, λόγω της ιδιότητάς του ως πολίτης και ως κοινωνός έργων τέχνης αντίστοιχα, στα νομικά τα πράγματα δεν είναι θέμα γούστου ή ταξικών συμφερόντων. Είναι θέμα αρτιότητας μιας επιστημονικής δομής σκέψης που προϋποθέτει την ικανότητα ευρύτατης αφομοίωσης ενός συνόλου ειδικών γνωστικών αντικειμένων, στα οποία εκτείνεται, στην οριζοντική ευρύτητά του, το ισχύον, προϊσχύον, κατισχύον ή ιδανικό δίκαιο. Το γεγονός οτι κατανοούμε τη διατύπωση ενός νομικού ισχυρισμού, δεν σημαίνει ότι είμαστε αμέσως σε θέση να τον αξιολογήσουμε με επάρκεια, ακόμη κι αν έχουμε μια στοιχειώδη νομική παιδεία.
Τα μέσα ενημέρωσης έχουν τους δικούς τους κανόνες και ο βασικός στόχος είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επικοινωνιακή λειτουργία του λόγου. Σκοπός είναι η προσέλκυση του ευρύτερου δυνατού ακροατηρίου, το οποίο αναζητά ενστικτωδώς και κυρίως την πολιτική χρησιμότητα των μηνυμάτων ή την διασκέδαση. Όχι πάντα την δομική αρτιότητα, η οποία αφορά τους ειδικούς. Έτσι ακόμη κι ένας άρτιος νομικός ισχυρισμός μπορεί να είναι απολύτως αδιάφορος για το μεγάλο κοινό ή και εξαιρετικά δυσάρεστος γι' αυτό. Όταν είναι δυσάρεστος, αναζητάται συνήθως το πολιτικό κίνητρο και η σκοπιμότητα. Όταν πήρα θέση για την συνταγματικότητα του νόμου που απαγορεύει τις δημοσκοπήσεις, κάποιοι θεώρησαν ότι το έκανα ως έκφραση αποδοκιμασίας σε μια κυβερνητική επιλογή, αδιαφορώντας για την ακρίβεια των επιχειρημάτων ή υπερτονίζοντας την αναφορά μου στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, η οποία προφανώς και δεν "παράγει δίκαιο", όπως ανακριβώς μου καταλογίστηκε ότι δήθεν υποστήριξα. Όταν πρότεινα την θέσπιση ατομικής συνταγματικής προσφυγής του πολίτη κατά των νόμων που αντιβαίνουν στο Σύνταγμα, ερμηνεύθηκε ως ενίσχυση της παλιάς κυβερνητικής εξαγγελίας για ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου που αποσκοπούσε στην αποδυνάμωση της αρμοδιότητας του "ενοχλητικού" για τους κυβερνώντες Συμβουλίου της Επικρατείας, μολονότι αποσύνδεσα την πρότασή μου από την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου κι επικαλέστηκα την δυνατότητα να προστεθεί νομοθετικά η αρμοδιότητα στο υπάρχον Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο και σήμερα ακόμη έχει την αρμοδιότητα να κηρύσσει νόμους ανίσχυρους ως αντισυνταγματικούς.
Ένας νομικός που είναι αφιερωμένος στην επιστήμη του και μόνον δεν μπορεί να έχει κανένα ενδιαφέρον για την συμμετοχή του στην γενική ενάσκηση πολιτικής ή την συμμετοχή του στην εξουσία, σε οποιαδήποτε μορφή της. Όμως, η αρτιότητα της νομοθεσίας και η λειτουργία μηχανισμών για την διαμόρφωση ενός αποτελεσματικού και δίκαιου θεσμικού πλαισίου αποτελεί ένα κύριο μέλημα που αφορά κάθε νομικό, ο οποίος έχει υποχρέωση να προτείνει ενδεδειγμένες μεταβολές, τόσο στο πλαίσιο των καθηκόντων του όσο και στον δημόσιο λόγο του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αλλοιθωρίζει προς άλλους ρόλους ή ότι επαιτεί την συμμόρφωση της εξουσίας προς τις υποχρεώσεις της. Ο επιστημονικός λόγος είναι αυτοποιητικός, ιδίως σε μια κανονιστική επιστήμη όπως η νομική. Ο συγκρουσιακός χαρακτήρας που μπορεί να παρουσιάζει αυτός ο λόγος δεν τεκμηριώνει άνευ ετέρου την πολιτική υστεροβουλία του φορέα του.
Πρέπει να διαχωρίσουμε το νομικό λόγο που αναπτύσσεται ενώπιον ενός δημόσιου ακροατηρίου, ανάμεσα σε 1) παρουσίαση του ισχύοντος δικαίου, 2) κριτική του ισχύοντος δικαίου σε σχέση με ανώτερα κανονιστικά σύνολα όπως το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο, 3) εσωτερική δομή του ισχύοντος δικαίου και την επάρκεια της συνοχής του, 4) σχέση του ισχύοντος δικαίου (περιλαμβανομένου του συνταγματικού και του διεθνούς) με ένα ιδανικό δίκαιο. Στην τελευταία περίπτωση, δεν μπορεί παρά να περνάμε όντως στην σφαίρα της πολιτικής με την ευρεία έννοια, διότι τα κριτήρια παύουν να είναι οι θετές διατάξεις και ανακατανέμουμε τα αξιακά πρότυπα που θα έπρεπε να καθοδηγούν έναν μελλοντικό νομοθέτη. Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, όμως, ο λόγος μπορεί να είναι αμιγώς επιστημονικός, νομικός. Ακόμα και ο έλεγχος της συνταγματικότητας, στον οποίο κρίνεται κατ' αποτέλεσμα η ορθότητα μιας απόφασης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, είναι ένας επιστημονικός έλεγχος νομικής αρτιότητας κι όχι πολιτικής. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας δεν μπορεί να επιστρατευθεί για την εξυπηρέτηση ιδιοτελών πολιτικών στόχων, όπως λ.χ. η εξυπηρέτηση της Κυβέρνησης από τον διορισμένο από αυτήν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την απόσειση του πολιτικού κόστους που θα επέφερε μια δυσάρεστη νομοθετική πρωτοβουλία. Ο ρόλος του επιστήμονα σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι να "ξεσκεπάσει" τον μη ανεξάρτητο Εισαγγελέα (αυτό θα ήταν μια καθαρά πολιτική πράξη), αλλά να καταδείξει για ποιους λόγους ο έλεγχος συνταγματικότητας από τον Εισαγγελέα είναι νομικά ανεπαρκής. Το να αναζητήσουμε πολιτική υστεροβουλία σε έναν νομικό που κριτικάρει επιστημονικά μια εισαγγελική γνωμοδότηση είναι απλώς δίκη προθέσεων.
Οι νομικοί δραστηριοποιούνται συνήθως σε ένα πεδίο που συνδέεται με τα επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά τους ενδιαφέροντα και μερικές φορές περιχαρακώνονται ομφαλοσκοπικά στην ειδίκευσή τους. Ένας ποινικολόγος αντιμετωπίζει έτσι με ιδιαίτερη δυσπιστία τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όταν με τις αποφάσεις του καταλύονται διατάξεις ή δομές του ποινικού δικαίου, με μόνο -τάχα- θεμέλιο τις υπεργενικές διατάξεις της ΕΣΔΑ. Ένας διοικητικολόγος δυσκολεύεται να ανεχθεί την υπαγωγή του πολυδαίδαλου και τυποποιημένου κλάδου του στις συνταγματικές αρχές, οι οποίες μπορεί να επιβάλλουν παράκαμψη αυστηρών διατάξεων και διαδικασιών. Ένας νομικός που γνωρίζει ευρωπαϊκό δίκαιο μπορεί να διαφωνεί στην κριτική εναντίον της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αντιπαρατάσσοντας ως "τελικό" επιχείρημα την κανονιστική της υπεροχή - και μόνον - λες και η νομική σκέψη εξαντλείται στις αποφάσεις δεκαπέντε ατόμων, όποιοι κι αν είναι αυτοί ή λες και η νομολογία δεν αλλάζει. Ορισμένοι αστικολόγοι υπερασπίζονται με θρησκευτική -κυριολεκτικά όμως!- ευλάβεια τους κανόνες του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναζητώντας την κάλυψη "κενών" όχι με γνώμονα το Σύνταγμα, αλλά τις ρήσεις των αρχαίων νομοδιδασκάλων. Και ορισμένοι συνταγματολόγοι θεωρούν ότι όλα τα ζητήματα είναι λυμένα από το Σύνταγμα και ότι τα κενά δικαίου καλύπτονται από αυτό, χωρίς να χρειάζεται η παρέμβαση του νομοθέτη.
Ο διάλογος ανάμεσα σε αυτές τις κατηγορίες νομικών δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια προσπάθεια χωρίς αποτέλεσμα, εάν δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν ότι όλες οι "ειδικότητες" πρέπει να συγκλίνουν με βάση τους κοινά συμφωνημένους κανόνες ερμηνείας και τον διαχωρισμό ανάμεσα σε κανονιστικά και μη κανονιστικά επιχειρήματα, επειδή πάνω απ' όλα, σε αυτή την επιστήμη, το ζητούμενο είναι η ασφάλεια δικαίου.
Η διάκριση ανάμεσα στο κανονιστικό και το μη κανονιστικό επιχείρημα είναι στοιχείο που πρέπει να λαμβάνει υπόψη και το κοινό των μη νομικών, όταν επιχειρεί να παρακολουθήσει μια δημόσια αντιπαράθεση για ένα νομικό ζήτημα, όπως λ.χ. εάν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η καταψήφιση του Προέδρου της Δημοκρατίας για να επιδιωχθεί η προσφυγή στις εκλογές. Ένα μη κανονιστικό επιχείρημα - όπως η αναφορά στο "πνεύμα του Συντάγματος" μπορεί να είναι πολιτικά εντυπωσιακό, δεν είναι όμως νομικό. Επομένως, η σκόπιμη χρήση εξουσιαστικής νομικής γλώσσας ως επίχρισμα ενός μη κανονιστικού επιχειρήματος, αποτελεί απλώς ένα επικοινωνιακό τέχνασμα στρατευμένο υπέρ της μιας ή της άλλης πολιτικής απόφασης και κριτικής. Το ερώτημα βέβαια είναι "ποιο είναι το κανονιστικό επιχείρημα και ποιο το μη κανονιστικό". Γιατί, εν τέλει, και η αναφορά στο "πνεύμα του Συντάγματος" παραπέμπει σε κάποιον ανώτερο σκοπό που είχε κατά νου ο συνταγματικός νομοθέτης, αλλά δεν διατύπωσε στο κείμενο. Και εκτός από τα επιχειρήματα της "ανώτερης τυπικής ισχύος", υπάρχουν και τα επιχειρήματα της συστηματικής ερμηνείας που ανάγονται σε θεμελιώδεις κανόνες της Λογικής που μπορεί να μην έχουν "τυπική" κατοχύρωση, αλλά ο οικείος κλάδος της νομικής φρόντισε τελικά να τους προσδώσει αυτή την υπεροχή δια της "παγίας άποψης" των θεωρητικών.
Η παραφιλολογία για τη διάκριση ανάμεσα στο "νόμιμο" και το "ηθικό" που απασχόλησε τη δημόσια σφαίρα τους προηγούμενους μήνες φοβάμαι ότι οδήγησε σε μεγάλη απαξίωση τον νομικό λόγο στη δημόσια σφαίρα. Ο δημόσιος νομικός λόγος αντιμετωπίζεται με έντονη δυσπιστία πια, αφού όλοι αισθάνονται την ανάγκη να κρίνουν την ουσιαστική ισχύ του, υποβάλλοντάς τον σε αντιπαραβολή με την "ηθική", δηλαδή τις υποκειμενικές τους αντιλήψεις για το "ορθό". Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ηθική είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Η "κοινωνική ηθική" εξαντλείται επίσης σε κανόνες ευπρέπειας και αλληλεγγύης που φυσικά δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο, αφού η όποια αναγκαστικότητά τους οφείλεται στην κοινωνική κριτική (δηλ. το κουτσομπολιό) και στο πόσο την λαμβάνει κανείς σοβαρά υπόψιν. Επομένως οι όντως αναγκαστικοί κανόνες κοινωνικής συμβίωσης που βασίζονται σε πολιτικό consensus είναι μόνο οι νομικοί κανόνες. Αν εξαιρέσουμε, λοιπόν, το κουτσομπολίστικο "περί ηθικής" ενδιαφέρον, κατά τ' άλλα υπάρχει μόνο ο νόμος. Ο νομικός λόγος στην δημόσια σφαίρα δεν μπορεί να περιλαμβάνει αναγωγές σε άλλο υποκειμενικό κανονιστικό σύνολο. Σε επίπεδο πραγματικά κοινών κανόνων συμβίωσης, ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό. Τα υπόλοιπα δεν είναι ούτε "κανόνες", ούτε "κοινοί".
Ο νομικός λόγος προκειμένου να αρθρωθεί αποτελεσματικά ενώπιον ενός γενικού ακροατηρίου πρέπει να διέλθει από όλες αυτές τις συμπληγάδες: την εκλαϊκευση, την καχυποψία περί πολιτικολογίας, την προσαρμογή στους κανόνες των μέσων ενημέρωσης, τον αντίλογο της υπερ-εξειδίκευσης που δεν αναγνωρίζει την ανάγκη σύγκλισης των νομικών κλάδων, τις παραμορφώσεις των μη κανονιστικών επιχειρημάτων, την πεποίθηση του κοινού ότι η νομική περιφρονεί την "ηθική" και την ψευδαίσθηση ότι η κατανοητή γλώσσα οδηγεί σε πλήρη κατανόηση του θέματος. Είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο.
Πρέπει όμως να μας απασχολήσει κι αυτή η ευρύτερη θεματική: τα νομικά ζητήματα. Δυστυχώς, προσπαθούμε να τα περιλάβουμε στις γενικές πολιτικές συζητήσεις που διεξάγονται, διότι εκεί μόνο παρέχεται ένα πεδίο για την σχετική συζήτηση. Έτσι ο δημόσιος νομικός λόγος έρχεται αντιμέτωπος με ένα σωρό αστάθμητους παράγοντες, όπως το πολιτικό κόστος. Και ο διάλογος τελειώνει πριν καν ξεκινήσει. Με αυτούς τους όρους δεν μπορεί όμως να γίνεται συζήτηση και γι' αυτό θα πρέπει να αναζητηθούν βήματα και fora που θα διευκολύνουν την παρακολούθηση αυτών των ζητημάτων πέρα από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Εδώ βέβαια έρχεται πάντοτε ο αντίλογος: υποστηρίζεις μια "απολιτίκ" διεργασία για ένα σύνολο θεμάτων που αφορά τη διαχείριση της κοινωνικής συμβίωσης. Δεν είναι αλήθεια όμως ότι όλα αυτά τα θέματα θα πρέπει να συζητούνται με όρους πλειοψηφικής αντιπαράθεσης (διότι αυτό προσδίδει "πολιτική" υφή σε μια δημόσια τοποθέτηση : η αριθμητική υπεροχή ή μειονεξία μιας ομάδας που αυτοπροσδιορίζεται με κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά). Υπάρχουν κι άλλα κριτήρια, τα οποία από μόνα τους αυτονομούν μια συζήτηση που περιορίζεται στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας.
Tα ιστολόγια των νομικών μπορούν να οδηγήσουν τον νομικό λόγο στη δημόσια σφαίρα, χωρίς να ακολουθούν τις συμπληγάδες των μέσων ενημέρωσης, χωρίς τα παραμορφωτικά φίλτρα των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Θα ήταν ευχής έργον να υπήρχαν περισσότερα ιστολόγια αφιερωμένα σε τέτοιες αναλύσεις, χωρίς να οριοθετούν την νομική σκέψη στους αρμούς της επικοινωνιακής τακτικής και χωρίς να αποκλείουν από το διάλογο τους ενδιαφερόμενους μη νομικούς, οι οποίοι θα πρέπει όμως καλόπιστα να έχουν λάβει υπόψη και τις ιδιαιτερότητες ενός διαλόγου για αυτή τη θεματολογία.
5 σχόλια:
Πολλές ημέρες σκέφτομαι να αφήσω ένα σχόλιο εδώ, αγαπητέ, αλλά δεν έχω προλάβει. Το κάνω έστω και τώρα τόσο επειδή το κείμενο μου φαίνεται εξαιρετικό όσο και επειδή, παρά την αληθή, αν και επιφυλακτική, πρότασή σας ότι «ενδεχομένως ο καθένας μπορεί να έχει άποψη για την τέχνη», ανήκω σε έναν κλάδο που συχνά βρίσκεται αντιμέτωπος με την απουσία ειδικής γνώσης. Ίσως αυτή να είναι και η βασική αδυναμία του κειμένου σας: δεν εξηγείτε αρκετά το πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της «άποψης». Πιθανώς στην τέχνη τα πράγματα είναι πιο απλά: μπορούμε να διαχωρίσουμε το υποκειμενικό γούστο από την τεχνοϊστορική αφήγηση και έτσι να πούμε ότι η τέχνη και η μελέτη της είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Θα ήταν ενδιαφέρουσα η απόπειρα ενός ανάλογου διαχωρισμού για τα νομικά, αν και τον θίγετε με την αντίστιξη που κάνετε μεταξύ πολιτικού λόγου και νομικής επιστήμης.
Φυσικά, συμφωνώ απολύτως με τη βασική σας θέση, ότι μια επιστήμη είναι ειδική υπόθεση και ότι η εκλαϊκευσή της, έστω και αν εμφανίζεται λόγω της πολύ θεμιτής και απαραίτητης επιταγής να συζητηθεί η σχέση της επιστήμης με την κοινή ζωή, δεν μας εξοπλίζει να αποφαινόμαστε έγκυρα περί αυτής.
Θα μου επιτρέψετε, ωστόσο, να ξεστρατίσω από τα ασφαλή μου χωράφια και να μπω λίγο στα δικά σας, έστω και με τον σχετικά ασταθή οπλισμό της κριτικής θεωρίας, η οποία βεβαίως δεν με κάνει νομικά καταρτισμένο, ίσως όμως μου επιτρέπει να σχολιάσω όρους και έννοιες όπως «κανόνες», «κοινά» ή «ηθική» και τον τρόπο που τους/τις χρησιμοποιείτε. Σας διαβεβαιώ ότι το κάνω «καλόπιστα λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες ενός διαλόγου γι’ αυτή τη θεματολογία».
Ο προβληματισμός μου έχει να κάνει με την παράγραφο του κειμένου σας περί ηθικής.
Λέτε ότι η ηθική είναι η «υποκειμενική αντίληψη για το ορθό». Δεν είναι αλήθεια. Η ηθική, γενικώς, είναι ένα από τα πράγματα που ονομάζουμε συμβολικά συστήματα, ένα σύνολο, δηλαδή, αναπαραστάσεων που αναπαριστούν μια κοινότητα στον εαυτό της. Η έννοια της κοινότητας είναι προϋπόθεση για την κατανόηση του πώς λειτουργεί η ηθική. Γενικά μιλώντας, το «είμαι ηθικός» δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από το «κάνω μια επιλογή με βάση μια αντίληψη για το καλό και το κακό». Η αντίληψη αυτή μοιάζει να μην έχει λόγο ύπαρξης αν είναι «υποκειμενική». Και αυτό γιατί η επιλογή μου έχει ως στόχο το να σχετιστώ με άλλους. Γι’ αυτό και οι αντιλήψεις για το «καλό» και το «κακό» σε μια κοινότητα δεν ποικίλουν ως όφειλαν, αν ήταν «υποκειμενικές». Ίσα ίσα, το γεγονός ότι οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι υποκειμενικές αποτελεί τον συγκροτητικό παράγοντα της κοινότητας, το «τσιμέντο» που ενώνει τις σχέσεις, αν θέλετε. Θα μπορούσαμε φυσικά αντί να αντιδιαστείλουμε το «κοινό» με το «υποκειμενικό», να πούμε ότι τα μέλη της κοινότητας μοιράζονται μια «κοινή υποκειμενικότητα» αλλά αφ’ ενός γιατί να τα μπλέξουμε περισσότερο, αφ’ετέρου νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι «υποκειμενικό» δεν σημαίνει το αντίθετο του «αντικειμενικού» αλλά αυτό που εκφράζεται από το υποκείμενο, αυτό δηλαδή που δεν είναι συλλογικό (ή, ακριβέστερα, συστημικό). Η ηθική όμως είναι συλλογική (ή συστημική) υπόθεση.
Και έτσι έρχομαι στη δεύτερη σχετική αποστροφή σας, ότι η ηθική είναι «προσωπική υπόθεση». Είναι μια λογικοφανής προέκταση της προηγούμενης παραδοχής σας. Εκφράζει δε την ιδιότυπη, φιλελεύθερη αντίληψη περί ιδιωτικών και δημοσίων συμπεριφορών. Μπερδεύομαι. Αν λέτε ότι η ηθική θα έπρεπε να είναι προσωπική υπόθεση, ίσως και να συμφωνούσα μαζί σας, αν και θα έλεγα ότι αυτό αντιστρατεύεται τη φύση της ηθικής και αν κάποτε συνέβαινε, θα έπρεπε να της βρούμε ένα άλλο όνομα. Αν λέτε όμως ότι η ηθική είναι προσωπική υπόθεση τώρα, δεν συμφωνώ. Ποιο ηθικό σύστημα έχει νόημα αν όχι ως ρυθμιστής των σχέσεων;
[Ελπίζω να μην παρέπεσε το τρίτο μέρος του - εκτενούς, ζητώ συγνώμη - σχολίου μου:]
Λέτε επίσης ότι δεν υπάρχουν άλλοι «κανόνες» εκτός από το νόμο. Και αν υπάρχουν, δεν είναι «κοινοί». Νομίζω, όμως, ότι όχι μόνο δεν είναι έτσι αλλά είναι ακριβώς αντίθετα: Η επιτυχία του νόμου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς διαλέγεται με τους εθιμικούς κανόνες. Και οι εθιμικοί κανόνες μας οδηγούν στο πώς να ερμηνεύουμε τον νόμο. Γνωρίζετε, ασφαλώς, ότι υπάρχουν κανόνες που δεν είναι νόμοι και τους οποίους τηρούμε, ενώ υπάρχουν νόμοι που δεν τους τηρούμε, επειδή υπάρχουν άλλοι κανόνες. Ας πούμε, ένα παράδειγμα νομοθετήματος που διαλέγεται με εθιμικούς κανόνες είναι η προσπάθεια να νομιμοποιηθούν οι γάμοι των ομοφυλοφίλων. Και ένα παράδειγμα εθιμικών κανόνων που υπερισχύουν ενός νόμου είναι το να φωτοτυπούμε βιβλία. Για να μην μιλήσουμε για το στρατό: φαντάζεστε ένα στράτευμα όπου οι μόνοι «κοινοί κανόνες» θα ήταν οι νόμοι; Δεν θα μπορούσαμε να βρούμε τον δρόμο μας ούτε ως το ΚΨΜ!
Έχω τη αίσθηση ότι αυτή σας η παράγραφος αδικεί λίγο τα υπόλοιπα και ειδικά εκεί όπου προβαίνετε σε εξισώσεις όπως «κοινωνική ηθική» = «ευπρέπεια». Δεν ξεχνάτε, ελπίζω, ότι η «ευπρέπεια», έτσι όπως τη χρησιμοποιείτε, προδίδει τη θέση σας ως ενός διανοουμένου που θέλει να ταράξει τη bourgeois βεβαιότητα ορισμένων συνομιλητών σας: αυτομάτως, αν και ίσως άθελά σας, επιστρατεύετε την πιο κλασική τακτική της avant garde, τοποθετείτε δηλαδή τον εαυτό σας σε ένα πεδίο που σας επιτρέπει να κατηγορήσετε τις ηθικές επιλογές των άλλων ως «ψευδοηθικές» (αυτό σημαίνει η υπονοούμενη απαξίωση της «ευπρέπειας» στο λόγο σας) και έτσι να διεκδικήσετε για τον εαυτό σας το «ηθικό πλεονέκτημα». Ό,τι και να κάνετε, πάντως, από την ηθική δεν ξεφεύγετε.
Πολύ φιλικά,
z
Ευχαριστώ για τα σχόλια, ιδίως για το δεύτερο, διότι μου δίνετε ένα παράδειγμα της περίπτωσης που αναφέρω στο κείμενο: μερικές φορές οι μη νομικοί έχουν την εντύπωση ότι επειδή αναγνωρίζουν τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι νομικοί, απέκτησαν πλήρη αντίληψη του μηνύματος. Φταίω, βέβαια, διότι αντί να κάτσω στ' αυγά μου επιμένω να κρατάω αυτό το μπλόγκ, όντας ρομαντική φύση.
Εμείς λοιπόν οι νομικοί χρησιμοποιούμε μία έγκληση που θα ονόμαζα "κανονιστική οριστική". Δηλαδή ενώ χρησιμοποιούμε οριστική (λ.χ. η ηθική είναι προσωπική υπόθεση), στην πραγματικότητα δεν περιγράφουμε μια πραγματική κατάσταση, αλλά έναν κανόνα (δηλ. "η ηθική πρέπει να είναι/να θεωρείται προσωπική υπόθεση").
Έπειτα, όταν χρησιμοποιώ τον όρο "ηθική" παραπέμπω στην "κανονιστική" σημασία που (εσφαλμένα) αποδίδουμε στην "ηθική", δηλ. στη θεώρησή μας περί ορθού και λάθους ή καλού και κακού. Σε μια κοινότητα, οι αποφάσεις περί καλού/κακού έχουν ενσωματωθεί σε γραπτούς κανόνες κι έχουν θεσμοθετηθεί με πολιτειακή διαδικασία από αιρετούς εκπροσώπους. Οι υπόλοιπες αντιλήψεις της κοινότητας που έχουν μείνει εκτός αυτών των κανόνων, δεν εξοπλίζονται με την δεσμευτικότητα της πολιτειακής θέσμησης κι επομένως της κρατικής επιβολής τους σε περίπτωση που κάποιος παρεκκλίνει από την εφαρμογή.
Υπάρχει όμως μια μικρή εξαίρεση: η νομοθετημένη ρήτρα περί μη παραβίασης των "χρηστών ηθών" (άρθρο 5 Συντάγματος). Προσέξτε την διατύπωση "μη παραβίαση" (αρνητική προσέγγιση που αντιστοιχεί σε έλεγχο "ορίων"). Ως "χρηστά ήθη" οι δικαστές και οι θεωρητικοί ορίζουν την μέση αντίληψη του κοινωνικού ανθρώπου περί ηθικής. Αυτό γίνεται για να διασφαλίζεται δυναμικός χαρακτήρας στην εφαρμογή της νομοθεσίας, ώστε να διατηρείται η επαφή της με την τρέχουσα κοινωνική πραγματικότητα: εδώ ο ίδιος ο νομοθέτης θεσμοθετεί την αναζήτηση της "μέσης αντίληψης κλπ" κατά τρόπο που θα επιφέρει μετά την πολιτειακή επιβολή σε όποιον παρεκκλίνει.
Είναι όμως μια εξαιρετικά επικίνδυνη εξαίρεση. Ο εφαρμοστής του δικαίου (δικαστής, αστυνομικός κλπ) μπορεί να προβάλλει στην "μέση αντίληψη" την προσωπική του θεώρηση, ενώ θα έπρεπε να είναι σε θέση να κάνει το διαχωρισμό. Βεβαίως αν μπορούσε να κάνει τον διαχωρισμό, ο διαχωρισμός μάλλον δεν θα υπήρχε, εκτός αν συγκαταλέγει συνειδητά τον εαυτό του σε μια μειοψηφία, σε μια παρέκκλιση από τη μέση αντίληψη περί ηθικής.
Γι' αυτό η συγκεκριμένη ρήτρα περί μη παραβίασης των χρηστών ηθών παραμένει ένας περιορισμός της ελευθερίας που θα πρέπει να ελέγχεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που επίκειται η εφαρμογή του, ως προς τη συμβατότητα με την "αρχή της αναλογικότητας", δηλαδή να ελέγχεται εάν ως περιορισμός αποτελεί ένα μέτρο κατάλληλο, αναγκαίο και όχι υπερβολικά περιοριστικό για την ελευθερία, μέσα σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία (άρθρο 25 Συντάγματος).
Το ίδιο το Σύνταγμα αναφέρει ότι οι περιορισμοί της ατομικής ελευθερίας πρέπει να προβλέπονται από το Σύνταγμα ή από νόμο και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ένας νόμος που λέει "πρέπει να σέβεσαι τα χρηστά ήθη", παραπέμποντας στην (εξωνομική, μη θετικά θεσπισμένη) αντίληψη του μέσου ανθρώπου περί ηθικής, δεν αποτελεί έναν νόμο που "προβλέπει" τελικά τον περιορισμό. Θα έπρεπε δηλαδή ο ίδιος ο νομοθέτης να έχει διαγνώσει στη συγκεκριμένη περίπτωση την κοινή αντίληψη περί ηθικής και να την απεικονίσει νομοθετικά με μια συγκεκριμένη διατύπωση, ώστε να είναι συνταγματικά ανεκτός ο εν λόγω περιορισμός.
Όταν λέω λοιπόν ότι δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την "ηθική" ως δεσμευτικό περιορισμό, επειδή αποτελεί μια υποκειμενική αντίληψη και ερμηνεία περί καλού/κακού, αναφέρομαι ακριβώς στο έλλειμα δημοκρατικής νομιμοποίησης που εμπεριέχει μια τέτοιου είδους επιβολή περιορισμών στην ατομική ελευθερία. Φυσικά υπάρχουν και κενά δικαίου, αλλά ο νόμος δεν καλείται να καλύψει θετικά κάθε μορφή ανθρώπινης δράσης, γιατί αυτό θα ήταν τυραννικό ("ό,τι δεν επιτρέπεται ρητώς, απαγορεύεται").
Οπότε αναδιατυπώνω και νομίζω ότι συμφωνούμε: η ηθική θα έπρεπε να είναι προσωπική υπόθεση.
Δεν είχα δει το τρίτο σκέλος του σχολίου, οπότε επανέρχομαι σε αυτό που είναι και το πιο ενδιαφέρον για μένα. Το θέμα που τίθεται στην ουσία είναι αυτό που με απασχολεί θεωρητικά περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο: τα κενά δικαίου και το κατά πόσον αυτά καλύπτονται από την αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων ή και εθιμικών κανόνων.
Έχουμε μια διάταξη στον (παλίο) Αστικό Κώδικά μας :"Πηγή του δικαίου είναι ο νόμος και το έθιμο". Όταν λέμε όμως εδώ έθιμο δεν εννοούμε την εθιμοτυπία (λ.χ. να λες "καλημέρα" στο γείτονά σου και να μην του κάνεις μούτρα), αλλά έναν τυποποιημένο -αν και άγραφο- κανόνα, ο οποίος παρουσιάζει δύο στοιχεία: (α) μακρά χρήση (longa usus) και (β) πεποίηθηση δικαίου ή αναγκαιότητας (opinio iuris vel necessitatis). Οπότε η εθιμοτυπία παραμένει και πάλι στο επίπεδο της μη (πολιτειακής) δεσμευτικότητας, επειδή οι "κανόνες" της δεν είναι εξαναγκαστοί, αλλά ίσως "κοινωνικά" επιβεβλημένοι. Δηλ. η "κύρωση" από τη μη εφαρμογή τους είναι να χαρακτηριστείς "αντικοινωνικός" από την υπόλοιπη κοινότητα, να μην έρχονται στο μαγαζί σου κλπ.
Η διαφορά είναι ουσιώδης: στην μία περίπτωση η πολιτεία με τα όργανά της αναλαμβάνει τη θέσπιση και την εφαρμογή του κανόνα και στη δεύτερη περίπτωση η κοινωνία (ή και ο Τύπος!) αναλαμβάνει, αναλόγως της έντασης της "προσβολής". Το ένα είναι "νομικό", το άλλο είναι εμπειρική παρατήρηση. Για εμάς τους νομικούς είναι καθοριστικός ο διαχωρισμός.
Στα νομικά, λοιπόν, κι ως εκ τούτου και στο νομικό λόγο στη δημόσια σφαίρα (δηλ. εκτός της νομικής κοινότητας), δεν υπάρχουν άλλοι κανόνες πέρα από το νόμο.
Δείτε αυτό το Πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, στον οποίο προσέφυγε ένας δημοσιογράφος επειδή δεν του επέτρεπαν να φωτογραφίσει ένα κτίριο της αστυνομίας:
http://www.synigoros.gr/pdf_01/porisma_dimosiographos.pdf
Η απάντηση της αστυνομίας για αυτή την "απαγόρευση" ήταν ότι "για προφανείς λόγους, στοιχειώδης δεοντολογία επέβαλε στον ανωτέρω ιδιώτη την προηγούμενηγνωστοποίηση της πρόθεσής του αυτής για την αποφυγή τυχόν παρεξήγησης και σχετική διευκόλυνσή του".
Η κρίση του Συνηγόρου του Πολίτη είναι άκρως διαφωτιστική (δική του η υπογράμμιση):
"[...]ακόμη και αν τύχουν κατανοήσεως οι μη κατονομαζόμενοι «προφανείς λόγοι», αυτοί
ρητώς παραπέμπουν σε ό ρ ο υ ς κ ο ι ν ω ν ικ ή ς η θ ι κ ή ς («στοιχειώδης δεοντολογία επέβαλε … την
προηγούμενη γνωστοποίηση … για την αποφυγή τυχόν παρεξήγησης και σχετική διευκόλυνσή
του») και ό χ ι σ ε έ ν ν ο μ η υ π ο χ ρέ ω σ η, δεδομένου ότι οι ειδικές αρμοδιότητες της συγκεκριμένης αυτής υπηρεσίας δεν νομιμοποιούν αφ’ εαυτών ειδική μεταχείριση με την έννοια της απαγόρευσης λήψης φωτογραφιών (όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, με στρατιωτικές μονάδες)."
Οι "όροι κοινωνικής ηθικής" δεν μπορούν να κατισχύουν της έλλειψης ρητής νομοθετικής απαγόρευσης! Οπότε εδώ ο Συνήγορος του Πολίτη, μας επιτρέπει να "ξεφύγουμε", όπως λέτε, από την "ηθική": αναγνωρίζοντας βέβαια ότι αυτή υ π ά ρ χ ε ι, αλλά βάζοντάς την και στη θέση της ως μη δεσμευτική για την δημόσια συμπεριφορά μας.
Σημειώστε πάντος ότι οι κανόνες ερμηνείας του δικαίου αποτελούν έναν ολόκληρο κλάδο (μεθοδολογία) που μπορεί να μην έχει τυπικά "δεσμευτικότητα" - διότι φανταστείτε να μπορούσε να καταργηθεί λ.χ. η ιστορική ερμηνεία του δικαίου με ένα προεδρικό διάταγμα!- αλλά σαφώς λαμβάνουν υπόψη την εθιμική ή καλύτερα γενικευμένη αντίληψη για τον κανόνα, χωρίς να σημαίνει όμως ότι μπορούν να λειτουργήσουν καταργητικά ως προς ρητές διατάξεις υπέρ της ελευθερίας (βλ. γάμους κλπ). Δηλαδή, το "έθιμο" δεν καταργεί συνταγματικές διατάξεις.
Δημοσίευση σχολίου