Μια από τις πρώτες αρχές που μαθαίνει κανείς όταν έρχεται σε πρώτη επαφή, έστω και ακροθιγώς, με τα νομικά είναι ότι το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο, θεμελιώδη νόμο και ότι οι υπόλοιποι, "κοινοί" νόμοι πρέπει να είναι σύμφωνοι με αυτό. Διαφορετικά, εάν ένας νόμος είναι αντίθετος στις διατάξεις του Συντάγματος, τότε το παραβιάζει. Το θέμα είναι ποιός έχει την αρμοδιότητα, σε ένα κράτος δικαίου (όπου δηλαδή δεν κυριαρχούν απόλυτα οι απόψεις της πλειοψηφίας, αλλά γίνονται σεβαστά και τα δικαιώματα του κάθε ατόμου χωριστά), να κρίνει αν ο νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα και, κυρίως, τί μπορεί να κάνει αν διαπιστώσει αυτή την ασυμφωνία και, τελικά, ποιά θα είναι η τύχη αυτού του νόμου.
Το μεγάλο ζήτημα για το ποιος είναι ο τελικός φύλακας του Συντάγματος απασχόλησε δύο κορυφαίους Γερμανούς νομικούς του περασμένου αιώνα, στον κλασικό τους "διάλογο": τον Χανς Κέλσεν και τον Καρλ Σμιτ. Η διαφωνία τους ήταν συγκεκριμένη: η μια πλευρά πρέσβευε ότι ο τελικός εγγυητής πρέπει να είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ ο άλλος ήταν υπέρ του δικαστικού τελικού ελέγχου. Η διαφωνία σχετιζόταν με την δημοκρατική νομιμοποίηση, αφού η μία άποψη υποστήριζε ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι πολιτικός και πρέπει να υπάρχει αναγωγή στην λαϊκή κυριαρχία (Πρόεδρος), ενώ η άλλη άποψη υποστήριζε ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι δικαιοδοτικός (Συνταγματικό Δικαστήριο), καθώς ο έλεγχος της συνταγματικότητας αποτελεί μια κρίση πέρα από πλειοψηφικές αναγωγές. Τελικά, στην Γερμανία επικράτησε η δεύτερη άποψη.
Ένας τέτοιος επιστημονικός και πολιτικός δημόσιος διάλογος δεν έχει γίνει στην Ελλάδα, στη έκταση και με την επιρροή που είχε ο διάλογος Σμιτ-Κέλσεν. Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, αρχηγός του πολιτεύματος, έχει την διακριτική ευχέρεια να αναπέμπει νομοσχέδια στο Κοινοβούλιο, μια αρμοδιότητα που κλασικά η νομική θεωρία συνδέει με τον έλεγχο της συνταγματικότητας, ενώ το ίδιο το Σύνταγμα σιωπά για τους λόγους που ο Πρόεδρος μπορεί να κινηθεί κατ΄αυτόν τον τρόπο. Είναι γνωστό ότι η αρμοδιότητα αυτή έχει ασκηθεί σχεδόν ποτέ, τουλάχιστον για θέματα συνταγματικότητας των νόμων.
Παράλληλα, το ίδιο το Σύνταγμα αναφέρει ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο "που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο με το Σύνταγμα". Κάθε δικαστηριο στην Ελλάδα, από τα Ειρηνοδικεία έως τα ανώτατα δικαστήρια, φέρει την υποχρέωση να απέχει από την εφαρμογή νόμων με αντισυνταγματικό περιεχόμενο. Έχουμε μια πλούσια παράδοση "διάχυτου" ελέγχου της συνταγματικότητας, κατ' εφαρμογή αυτής της συνταγματικής επιταγής, η οποία όμως αφορά μόνο την "παρεμπίπτουσα" κρίση των δικαστών: δεν υπάρχει στο σύστημά μας το δικαίωμα του πολίτη να στραφεί ευθέως κατά της συνταγματικότητας του νόμου, παρά μόνο στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής διαφοράς που έχει άμεσες συνέπειες στον ίδιο και προσφεύγει στα αστικά δικαστήρια ή στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης ή στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαφοράς που προσφεύγει εναντίον του κράτους για κάποια πράξη της εκτελεστικής (όχι της νομοθετικής) λειτουργίας. Έτσι, όλα τα δικαστήρια μπορούν να απέχουν από την εφαρμογή νόμου που κρίνουν ότι έρχεται κατά περιεχόμενο σε αντίθεση με το Σύνταγμα, αλλά μόνο παρεμπιπτόντως, περιθωριακά δηλαδή, κι επιπλέον χωρίς να μπορούν να ελέγξουν την συνταγματικότητας της διαδικασίας παραγωγής αυτού του νόμου (αφού ελέγχουν μόνο το "περιεχόμενό του") και κυρίως, χωρίς να μπορούν να τον ακυρώσουν, αφού οι δικαστικές αποφάσεις στην Ελλάδα έχουν αποτελέσματα μόνο για τους συγκεκριμένους διαδίκους.
Μόνο μια εξαίρεση υπάρχει, στην οποία δικαστήριο ακυρώνει νόμο: όταν υπάρχουν αντιφατικές αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων (που σημαίνει ότι η διαφορά έχει περάσει από όλα τα τυχόν πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια), τότε επιλαμβάνεται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο που μπορεί να διαπιστώσει την αντισυνταγματικότητα και να κηρύξει ανίσχυρο τον επίμαχο νόμο. Αυτή είναι η μοναδική - και σπανιότατης εφαρμογής - εξαίρεση από το σύστημα του "διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου" που εφαρμόζεται στην χώρα. Είναι μια και μοναδική περίπτωση "κεντρικού και κύριου ελέγχου" της αντισυνταγματικότητας του νόμου.
Μια άλλη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας είναι η υποβολή ένστασης αντισυνταγματικότητας από τους βουλευτές, πριν την θέση σε ψηφοφορία ενός νομοσχεδίου. Προβλέπεται από τον Κανονισμό της Βουλής και η μόνη πρακτική συνέπεια που έχει είναι ότι η υποβολή της ένστασης προκαλεί ειδική συζήτηση που πρέπει να επικεντρώνει ειδικά στο θέμα της συνταγματικότητας της διάταξης. Κατά τ' άλλα πρόκειται για μια κλασική κοινοβουλευτική διαδικασία που, όπως όλες, διέπεται από τις αναπόδραστες αρχές της πλειοψηφικής υπεροχής. Η απόφαση της Βουλής για την συνταγματικότητα δεν δεσμεύει, φυσικά, την δικαιοδοτική κρίση, εάν τεθεί ζήτημα δικαστικού ελεγχου του νόμου.
Πιο πρόσφατος παράγοντας ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων είναι οι ανεξάρτητες αρχές και κυρίως η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ο Συνήγορος του Πολίτη. Μολονότι υπήρξαν κάποτε αρκετά ενδιαφέρουσες αναλύσεις στις αποφάσεις και τις γνωμοδοτήσεις των δύο Αρχών, όπως και της συμβουλευτικής Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι εκτελεστές επιπτώσεις τους στο νομικό κύρος του αντισυνταγματικού νόμου είναι φυσικά μηδενικές. Ακόμη κι έτσι όμως, ούτε στο στάδιο της δημόσιας συζήτησης κι επίκρισης νομοσχεδίων υπήρξαν ανατροπές του τελικού νομοθετικού προϊόντος λόγω παρέμβασης κάποιας ανεξάρτητης αρχής. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις γνωμοδοτήσεις της ΑΠΔΠΧ για τις κάμερες το καλοκαίρι του 2009: παρά την τεκμηριωμένη κρίση περί αντισυνταγματικότητας, η Βουλή προχώρησε ακάθεκτη και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προσυπέγραψε σαν να μη συνέβη τίποτε.
Θεωρώ ότι αυτό το σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ακολουθείται επί δεκαετίες (σχεδόν αιώνες) στην χώρα, δεν είναι επαρκές. Ο Πρόεδρος δεν αναπέμπει τα αντισυνταγματικά νομοσχέδια. Τα δικαστήρια δεν μπορούν να ακυρώσουν αντισυνταγματικούς νόμους και δεν ελέγχουν την συνταγματικότητα της παραγωγής τους. Η κοινοβουλευτική ένσταση αντισυνταγματικότητας υποκύπτει στη νομοτέλεια της πλειοψηφικής αρχής και της κομματικής πειθαρχίας. Το ΑΕΔ για να επιληφθεί πρέπει να περάσουν χρόνια και να έχουν διαφωνήσει δύο ανώτατα δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο ασκεί συχνά έλεγχο συνταγματικότητας, δεν έχει ως βασική αποστολή αυτό το ρόλο, αφού η αρμοδιότητά του είναι η εκδίκαση αιτήσεων ακύρωσης κατά των διοικητικών πράξεων, όχι των νομοθετικών.
Δεν είμαι κατά του παρεμπίπτοντος και διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας, αφού ακόμη κι όταν το Σύνταγμα δεν το ανέφερε ρητά, ήδη οι δικαστές από την ίδια την φύση των κανόνων δικαίου είχαν διαπιστώσει ότι οφείλουν να απέχουν από την εφαρμογή αντισυνταγμτικών νόμων. Ούτε είμαι υπέρ ενός συστήματος "παραπομπής" του ζητήματος της συνταγματικότητας από τα "κατώτερα" δικαστήρια σε ένα ανώτερο, λες και οι νεότεροι δικαστές αδυνατούν να σεβαστούν τον θεμελιώδη νόμο.Γι' αυτό και κατά τη γνώμη μου υποβαθμίζεται το κύρος ενός ανώτατου δικαστηρίου όταν ένα τμήμα του δεν έχει την αρμοδιότητα να εκδώσει τελική απόφαση όταν διαπιστώνει ότι ανακύπτει ένα ζήτημα συνταγματικότητας και είναι υποχρεωμένο να το παραπέμπψει στην Ολομέλειά του. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια παρέμβαση στην ανεξαρτησία των δικαστών για την υποβολή των πολιτικά κρίσιμων υποθέσεων στον κεντρικό έλεγχο των κυβερνητικά διορισμένων προεδρείων των ανώτατων δικαστηρίων. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας, έστω παρεμπίπτων και διάχυτος είναι σύμφυτος με την ίδια την δικαιοδοτική διαδικασία, τουλάχιστον όπως την αντιλαμβανόμαστε στην Ευρώπη (με τις κατά τόπους προσαρμογές και εξαιρέσεις της).
Στην Ευρώπη όμως αναπτύχθηκε κι ένα άλλο ένδικο βοήθημα που αποδίδει στο ζήτημα της αντισυνταγματικότητας ενός νόμου την δέουσα σημασία που μπορεί να έχει για το κοινωνικό σύνολο (κι όχι μόνο για τους εκάστοτε "διαδίκους"): η ατομική συνταγματική προσφυγή σ' ένα δικαστήριο που εξετάζει μόνο αυτό το θέμα. Αν και ιστορικά η ίδρυση Συνταγματικών Δικαστηρίων συνδέθηκε με τις εξόδους από τεταμένες περιόδους πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, ας δούμε λίγο πέρα από την "ιστορικότητα" του το ζήτημα. Ας δούμε την αρχιτεκτονική του. Παράλληλα προς τον "διάχυτο και παρεμπίπτοντα" έλεγχο, μπορούμε να έχουμε κι έναν κεντρικό και κύριο έλεγχο συνταγματικότητας, ο οποίος μάλιστα οδηγεί σε ακύρωση το ίδιου του επίμαχου νόμου. Αντί να περιμένει ένας πολίτης να φτάσει η υπόθεσή του στην Ολομέλεια του τάδε ανώτατου δικαστηρίου, το οποίο, το πολύ-πολύ να πει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός αλλά μέχρι εκεί, μπορεί να προσφύγει απ' ευθείας σε ένα Συνταγματικό Δικαστήριο το οποίο βρίσκεται έξω και πέρα από την ιεραρχία των υπόλοιπων δικαστηρίων. Ένα Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί κατ' εξοχήν - σε πρώτο και τελευταίο βαθμό - να αποφασίσει για το εάν ο ίδιος ο νόμος θα εξακολουθήσει να ισχύει, όχι απλώς να γνωμοδοτήσει για την συνταγματικότητά του.
Υπάρχει πλούσιος αντίλογος για την ίδρυση, την λειτουργία και τον ρόλο ενός τέτοιου δικαστηρίου. Ένα αντεπιχείρημα είναι ότι αφού υπάρχει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, γιατί χρειαζόμαστε ένα ακόμη ανώτατο δικαστήριο; Μα, το ΕΔΔΑ δεν κρίνει την συνταγματικότητα των νόμων, ούτε τους ακυρώνει. Το ΕΔΔΑ κρίνει κατά πόσον η Ελλάδα τηρεί την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που περιέχει δικαιώματα τα οποία μπορεί να αντιστοιχούν και σε δικαιώματα συνταγματικών διατάξεων, αλλά πέραν αυτών δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει κατά πόσον σε άλλα θέματα, πέραν των ανθρώπινων δικαιωμάτων, έχει παραβιαστεί το Σύνταγμα. Ακόμη κι όταν διαπιστώσει ότι ένας ελληνικός νόμος είναι αντίθετος με την ΕΣΔΑ, η ίδια η απόφαση του ΕΔΔΑ μπορεί να έχει μεν ιδιαίτερη βαρύτητα, αλλά δεν καταργεί ipso facto τον νόμο, αλλά πρέπει να ακολουθηθεί η πολιτική και διπλωματική διαδικασία της εκτέλεσης της απόφασης από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης που θεωρείται μεν αποτελεσματική, αλλά είναι άλλο πράγμα από το να έχεις ένα δικαστήριο που να θέτει εκτός ισχύος έναν νόμο και με την ίδια την έκδοση της απόφασης να εξαφανίζεται αυτός ο νόμος από τον νομικό κόσμο. Για να μην συζητήσουμε για τις πολυετείς καθυστερήσεις, αλλά και την αυθαίρετη απόρριψη υποθέσεων από το ΕΔΔΑ, όταν κρίνει ότι μια προσφυγή δεν έχει σοβαρές επιπτώσεις στα δικαιώματα του προσφεύγοντος, χωρίς άλλα κριτήρια. Οι ίδιες περίπου παρατηρήσεις ισχύουν και για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο σε περίπτωση παραβίασης της νομοθεσίας της ΕΕ από την Ελλάδα, επιβάλλει πρόστιμο, αλλά δεν καταργεί νόμο. Κι έχουμε φυσικά πρόστιμα για νόμους που δεν έχουν καταργηθεί ή τροποποιηθεί από τον Έλληνα νομοθέτη, με αποτέλεσμα να εξακολουθούμε να καταδικαζόμαστε από το ΔΕΕ. Με μια κουβέντα: κατά νομική κυριολεξία, τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια δεν ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων και δεν ακυρώνουν τους νόμους. Επομένως δεν μπορούμε να τα εντάξουμε στο σύστημα ελέχου συνταγματικότητας των νόμων.
Ένας άλλος αντίλογος λέει ότι ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος είναι πολύ καλό πράγμα και δεν πρέπει να τον καταργήσουμε. Δεν τον καταργούμε: τα δικαστήρια μπορούν να ασκούν διάχυτο και παρεμπίπτοντα, ενώ το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να ακυρώνει αντισυνταγματικούς νόμους ύστερα από ατομική συνταγματική προσφυγή του θιγόμενου πολίτη. Αν βέβαια έχει καταργήσει τον νόμο, τα άλλα δικαστήρια προφανώς δεν θα μπορούν να τον επικαλεστούν, όπως θα συνέβαινε κι αν τον είχε καταργήσει η Βουλή. Αν πάλι το Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι ένας νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα, ουδείς μπορεί να επιβάλλει σε ένα οποιοδήποτε δικαστήριο να εφαρμόσει νόμο που κρίνει κατά περιεχόμενο αντίθετο στο Σύνταγμα.
Ένα άλλο αντεπιχείρημα ήταν ότι έτσι θα υποβαθμιστεί ο ρόλος του Συμβουλίου της Επικρατείας που έχει αποτελέσει ένα προοδευτικό δικαστήριο, το οποίο προασπίστηκε τις δημοκρατικές ελευθερίες κλπ. Το επιχείρημα είναι λάθος: το ΣτΕ είναι για να ακυρώνει παράνομες διοικητικές πράξεις. Από εκεί και πέρα, όπως όλα τα δικαστήρια, μπορεί να είναι κατά περίπτωση "προοδευτικό" ή "συντηρητικό", όταν ασκεί κι αυτό τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Και θα εξακολουθήσει να ασκεί ακριβώς τον ίδιο παρεμπίπτοντα έλεγχο. Που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι είναι "προοδευτικός". Το θέμα είναι να είναι επιστημονικά άρτιος, δηλαδή δίκαιος (ναι, ταυτίζονται οταν μιλάμε για νομικά).
Ένα ακόμη αντεπιχείρημα είναι ότι ένα Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να είναι εξόχως πολιτικό και πιθανώς συντηρητικό, καθώς με τις αποφάσεις του μπορεί να ανατρέπει την γενική πολιτική της Χώρας που κατά το Σύνταγμα καθοριζεται από την Κυβέρνηση και αν ελέγχει και την διαδικασία παραγωγής των νόμων θα παρεμβαίνει υπέρμετρα και στο "αυτοδιοίκητο" (τα interna corporis) της Βουλής. Δεν νομίζω ότι θα έκανε κακό ένα σοβαρό θεσμικό αντίβαρο, με πραγματικό δικαίωμα veto στην ασυδοσία της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Κατά καιρούς και διαχρονικά έχουμε δει την πλειοψηφία να περιφρονεί τους κανόνες, αλλά και, ορισμένες φορές την αντιπολίτευση να χρησιμοποιεί εντελώς εργαλειακά και ευτελώς ή τυχοδιωκτικά τις όποιες θεσμικές δυνατότητες διαθέτει. Η δυνατότητα της άμεσης προσφυγή για τέτοιες παρεκβάσεις σε ένα Συνταγματικό Δικαστήριο είναι βέβαιο ότι θα μεταβάλει σημαντικά τις (αν)ισορροπίες του σημερινού συστήματος και θα καταστήσει κάθε πλευρά πιο προσεκτική. Και κυρίως: υπόλογη. Η λογοδοσία με σαφείς επιπτώσεις λείπει περισσότερο κι από την διαφάνεια στο πολίτευμα μας.
Μια ακόμη άποψη λέει ότι δεν θέλουμε τελικές λύσεις, αφού οι αποφάσεις ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου θα είναι "ταφόπλακες" για τους νόμους που ακυρώνουν. Αυτή είναι μια άποψη απεραντολογίας και τυχοδιωκτισμού: θέλουμε να προσβάλλουμε αλλεπάλληλα την συνταγματικότητα κλπ, μέχρι να μας "τύχει" η απόφαση που μας συμφέρει. Πρωτ' απ' όλα, άλλο πράγμα είναι ο συγκεκριμένος νόμος που ακυρώνεται κι άλλο το γενικότερο ζήτημα που έρχεται να ρυθμίσει. Μπορεί να ακυρωθεί ο συγκεκριμένος νόμος και μετά να έρθει ο νομοθέτης να θεσπίσει έναν άλλο με παραλλαγές: μπορεί το Σ.Δ. να δει με άλλο βλέμμα την παραλλαγή του ακυρωθέντος νόμου. Ακόμη και τα Συνταγματικά Δικαστήρια μεταβάλλουν την νομολογία τους. Έπειτ, οι αποφάσεις ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν είναι τελικές σε ένα κράτος που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, δεν είναι και τόσο "ταφόπλακα" μια τετοια απόφαση, είναι όμως σαφέστατα πολύ ενισχυμένη όσον αφορά την ασφάλεια δικαίου που προσφέρει, σε σχέση με μια απόφαση του ΣτΕ λ.χ. που δεν ξέρουμε αν και πότε θα στέρξει ο νομοθέτης να την λάβει υπόψη του.
Και πώς θα διασφαλιστεί η πραγματική ανεξαρτησία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, προκύπτει το πιο σοβαρό ίσως ερώτημα. Μπορούν να υπάρξουν διάφορες λύσεις, οι οποίες εγγυώνται την γενική αποδοχή των προσώπων και μπορούν αποτρέψουν τον διορισμό "ημετέρων": εκλογή από την ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία 4/5, συμμετοχή των πολιτών με άμεση εκλογή συνταγματικών δικαστών σε επίπεδο Περιφέρειας για να υπάρχει και αποκεντρωμένη προέλευση, συνδυασμός των δύο ή και άλλων συστημάτων, δημόσιες συνεντεύξεις σε κοινοβουλευτική επιτροπή πριν την διαδικασία ανάδειξης.
Δεν λέω ότι κατ' ανάγκη το Σ.Δ. είναι μια πανάκεια ή ότι μπορεί a priori να αποτραπεί κάθε είδους παρενέργεια, όταν έχεις ένα ισχυρά νομιμοποιημένο ανώτατο όργανο που μπορεί να ακυρώνει νόμους. Είναι όμως απολύτως διαπιστωμένο ότι:
(Ι) το σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας που ισχύει στη χώρα πάσχει από κάθε άποψη (αμεσότητας, ποιότητας, αποτελεσματικότητας, κύρους) και ότι
(ΙΙ) το πολίτευμα χρειάζεται ένα ισχυρό θεσμικό αντίβαρο για να λειτουργήσει στοιχειωδώς δημοκρατικά.
Οι συνταγματικές ελευθερίες μπορεί να είναι κατοχυρωμένες σήμερα με τον πιο πανηγυρικό και αδιαμφισβήτητο τρόπο, αλλά παραβιάζονται σε καθημερινό επίπεδο, τόσο στον μικρόκοσμο μιας περιστασιακής συναλλαγής με το Κράτος, όσο και στις πιο σκληρές ποινικές και σωφρονιστικές διαδικασίες, μέχρι, βέβαια, την θέσπιση κανόνων δικαιου από τη Βουλή.
Αν απλώς αναθεωρήσουμε το Σύνταγμα, διατηρώντας το ίδιο σύστημα ελέγχου του, θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό: είναι κοινή πεποίθηση ότι οι διατάξεις του Συντάγματος αντιμετωπίζονται σήμερα σχεδόν ως ήπιες παραινέσεις χωρίς καμία άμεση, πραγματική εκτελεστότητα. Αυτό διατυπώνεται πια και επίσημα, από υπουργούς ή και συνταγματολόγους, χωρίς κανείς να μπορεί να αντιδράσει χωρις να θεωρηθεί γραφικός ή φιλολογίζων, ακόμη και νομικιστής.
Γι' αυτό θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινήσει ο διάλογος για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, ιδίως αφού πλέον το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν είναι πια και τόσο "ενοχλητικό" για την εξουσία, οπότε ουδείς μπορεί να κατηγορηθεί ότι επιχειρεί να του αφαιμάξει την πολύτιμη δικαιοδοσία του. Θα εξακολουθήσει ωραιότατα να ακυρώνει παράνομες διοικητικές πράξεις, αυτός είναι ο ρόλος του. Έπειτα, λείπει η ακριβολογία: στην πραγματικότητα σήμερα δεν υπάρχει δικαιοδοσία συνταγματικών διαφορών, όσο κι αν θέλουμε να επαιρόμαστε για την υπεραιωνόβια παράδοση του "διάχυτου και παρεμπίπτοντος". Οι "συνταγματικές διαφορές" κρύβονται ή δημιουργούνται ή κατασκευάζονται (για να το πούμε όπως γίνεται στην πράξη) μεσα σε μια ανούσια τυπολατρική αναζήτηση έννομου συμφέροντος σε άσχετες πιθανώς ένδικες διαφορές. Πρέπει να ξεμπερδεύουμε με την τυπολατρία, τους μύθους περι "προοδευτικών" και "συντηρητικών" δικαστηρίων και να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε ένα σοβαρότατο πολιτειακό κενό που πρέπει να καλυφθεί θεσμικά.