Στην δεκαετία του 1960 έγινε αντιληπτό από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ότι δεν φτάνουν οι κλασικές ουδέτερες διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ώστε να καταπολεμηθούν οι φυλετικές διακρίσεις και να τιμωρηθούν οι δράστες τους. Είχαν περάσει 20 χρόνια από τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε ήδη θεσπιστεί η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, χωρίς νομική δεσμευτικότητα, το 1948. Περιφερειακοί οργανισμοί, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης είχαν ήδη θέσει σε εφαρμογή δεσμευτικές συμβάσεις που κατοχύρωναν ίσα θεμελιώδη δικαιώματα για όλους. Όμως οι διακρίσεις ήταν ακόμη μια ζωντανή πραγματικότητα: το Απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική, στις ΗΠΑ εξακολουθούσε ο αγώνας τον αφροαμερικάνων για ίσα δικαιώματα και γενικά το πρόβλημα του ρατσισμού εξακολουθούσε να απειλεί την κοινωνική και εθνική συνοχή σε πολλές χώρες.
Το 1965 άνοιξε για υπογραφές η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη κάθε μορφής Φυλετικών Διακρίσεων. Το κείμενο αυτό, νομικά δεσμευτικό από το 1969 για τις χώρες που το υπέγραψαν, θέτει μια σειρά από νομοθετικά και άλλα μέτρα (εκπαιδευτικά κ.τ.λ.) που οφείλουν να λαμβάνουν τα κράτη για την καταπολέμιση του ρατσισμού. Είναι μια Σύμβαση που επαναλαμβάνει την κατοχύρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εστιάζοντας στην αποτροπή των εμποδίων που θέτουν οι φυλετικές διακρίσεις, επιβάλλοντας την κατάργησή τους. Τα κράτη αναλαμβάνουν την διεθνή δέσμευση να τιμωρούν ποινικά όσους προβάλλουν την φυλετική ανωτερότητα ή το μίσος για φυλετικές ομάδες (φυλετική προπαγάνδα) και να τιμωρούν ειδικά την παρακίνηση σε ρατσιστικό έγκλημα, καθώς και να απαγορεύουν τις ρατσιστικές οργανώσεις και να τιμωρούν την συμμετοχή σε αυτές.
H Σύμβαση κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.δ.474/1970, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Οι παραπάνω υποχρεώσεις ποινικής τιμωρίας της ρατσιστικής προπαγάνδας, του ρατσιστικού εγκλήματος και της συμμετοχής σε ρατσιστική οργάνωση θεσπίστηκε εννέα χρόνια αργότερα, με τον Ν.927/1979. Αυτός είναι ο αντιρατσιστικός νόμος που ισχύει μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα. Το 1984, μια προσθήκη στο νόμο αυτό, κατέστησε ποινικά κολάσιμη την διάδοση ιδεών προσβλητικών για άτομα και ομάδες και λόγω του θρησκεύματός τους. Από τότε ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε στα δικαστήρια ελάχιστες φορές, ενώ υπάρχουν μόνο μία ή δύο αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις. Ειναι σαφές ότι ο νόμος έχει αποτύχει.
Με τον Ν.3304/2005 θεσπίζεται ένα πλαίσιο για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης χωρίς διακρίσεις για λόγους φυλετικής, εθνικής καταγωγής, αναπηρίας, θρησκεύματος και σεξουαλικού προσανατολισμού σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η εργασία, η εκπαίδευση, η στέγαση, η παροχή υπηρεσίων. Δεν πρόκειται για νόμο που αφορά τον δημόσιο λόγο ή την ρατσιστική προπαγάνδα, αλλά μόνο το δικαίωμα πρόσβασης στα ανωτέρω αγαθά.
Το 2008, ύστερα από πιέσεις από το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι Έλληνες κι Ελληνίδες νομοθέτες προσθέτουν στον Ποινικό Κώδικα ως επιβαρυντική περίσταση που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επιμέτρηση της ποινής, όταν δηλαδή έχει κάποιος ήδη κριθεί ένοχος, το ρατσιστικό κίνητρο. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα προστέθηκε ότι: "Η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση". Η προσθήκη τέθηκε με τον νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο θεσπίστηκε μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια, γεγονός για το οποίο η χώρα καταδικάστηκε το 2013 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το 2013, η διατύπωση της διάταξης εμπλουτίστηκε και σήμερα ισχύει ως εξής: "Η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση και η ποινή δεν αναστέλλεται".
Το 2008 είναι επίσης το έτος κατά το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της εναρμόνισης, προς σε ένα κεντρικό πρότυπο με μεγάλες ευχέρειες απόκλισης, των ποινικών αντιρατσιστικών νόμων των κρατών μελών της. Εκδόθηκε η Απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ "για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου", προς την οποία οι χώρες πρέπει να προσαρμόσουν την νομοθεσία τους, για να αποφύγουν τυχόν κυρώσεις από την Ε.Ε.
Από αυτό το σημείο και μετά ξεκινά μια περιπέτεια επανεξέτασης ή κατάργησης του ισχύοντος ν.927/1979 για την αντικατάστασή του με ένα πιο σύγχρονο νομοθέτημα που να καλύπτει και τις σύγχρονες μορφές ρατσισμού και κινήτρων για την καταπολέμησή του. Ξεκίνησε με ένα νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης (επί κ. Καστανίδη) που δόθηκε σε δημόσια διαδικτυακή διαβούλευση στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, Η διαβούλευση γέμισε με απροκάλυπτα ρατσιστικά σχόλια από άτομα που δεν γνώρισαν φυσικά τον ν.927/1979 ή την σχετική προϊστορία και στοχοθεσία ή ανήκαν στις περιπτώσεις εκείνες που θα καταδικάζονταν για ρατσιστικά εγκλήματα. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, οι αριθμοί είναι συγκκεκριμένοι και αφορούν πλέον την πιο επίσημη μορφή καταγραφής τους: την ψήφο στις εθνικές εκλογές. Η διαβούλευση αυτή δεν είναι πλέον αναρτημένη στο opengov.gr. Αυτό ήταν το νομοσχέδιο της "εχθροπάθειας".
Στις 5.11.2011 ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Μιλτιάδης Παπαϊωάννου καταθέτει μια βελτιωμένη εκδοχή του νομοσχεδίου της εχθροπάθειας, το οποίο συζητείται στην επιτροπή της Βουλής και δεν φτάνει ποτέ στην Ολομέλεια. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα νομοσχέδια από εδώ και πέρα καταργούν την ποινική τιμωρία της φυλετικής προπαγάνδας γενικά, περιοριζόμενα μόνο στην ποινικοποίηση της κακόβουλης άρνησης γενοκτονιών κ.τ.λ. Στενεύει έτσι το πεδίο κολάσιμης συμπεριφοράς σε σχέση με τον Ν.927/1979, ενώ είναι αμφίβολο, αν ψηφιστούν αυτές οι επιλογές, κατά πόσον η χώρα θα τηρεί την Διεθνή Σύμβαση που κατοχυρώνει ευρύτερη τιμωρία και προστασία από την ρατσιστική προπαγάνδα.
Στις 30.5.2013 το ΠΑΣΟΚ μαζί με την ΔΗΜΑΡ καταθέτουν εκ νέου μια βελτιωμένη εκδοχή του ανωτέρω νομοσχεδίου. Οι διατάξεις εμπλουτίζονται με την προστασία μαρτύρων που καταθέτουν στοιχεία για ρατσιστικά εγκλματα και άλλες διατάξεις για την ενθάρρυνση της καταγγελίας. Επίσης στην κατεύθυνση της κατάργησης του Ν.927/1979.
Στις 20.11.2013 η Νέα Δημοκρατία με τον υπουργό κ. Αθανασίου καταθέτει την δική της εκδοχή: όχι κατάργηση του Ν.927/1979, αλλά τροποποίησή του, ώστε να προσαρμοστεί αυτός ο νόμος στις νέες προδιαγραφές της Απόφασης-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ν.Δ. δεν περιλαμβάνει στο νομοσχέδιό της ως κατηγορία ρατσιστικού εγκλήματος εκείνο που στρέφεται εναντίον ατόμων λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού κακ αποφεύγει διατάξεις όπως αυτές περί προστασίας μαρτύρων. Τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής της Βουλής καταγράφεται στις 10.4.2014. Εκεί που σιωπηρά συμφωνούν όλες οι πλευρές είναι η κατάργηση του ποινικού αδικήματος της τιμωρίας της διάδοσης απόψεων που προσβάλλουν άτομα ή ομάδες. Η συζήτηση γίνεται μόνο για την χονδροειδή και κακόβουλη εκμηδένιση ιστορικών γεγονότων (όχι την απλή άρνηση, όχι την επιστημονική έρευνα ή τον ιστορικό αναθεωρητισμό), ενώ τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους μας, 38 βουλευτές της Ν.Δ. ζήτησαν να προστεθουν στην απαγόρευση οι γενοκτονίες Ποντίων και Αρμενίων.
Μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισχύει ο Ν.927/1979, ενώ η εισαγωγή του νέου νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής εξακολουθεί να εκκρεμεί.
Το 1965 άνοιξε για υπογραφές η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη κάθε μορφής Φυλετικών Διακρίσεων. Το κείμενο αυτό, νομικά δεσμευτικό από το 1969 για τις χώρες που το υπέγραψαν, θέτει μια σειρά από νομοθετικά και άλλα μέτρα (εκπαιδευτικά κ.τ.λ.) που οφείλουν να λαμβάνουν τα κράτη για την καταπολέμιση του ρατσισμού. Είναι μια Σύμβαση που επαναλαμβάνει την κατοχύρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εστιάζοντας στην αποτροπή των εμποδίων που θέτουν οι φυλετικές διακρίσεις, επιβάλλοντας την κατάργησή τους. Τα κράτη αναλαμβάνουν την διεθνή δέσμευση να τιμωρούν ποινικά όσους προβάλλουν την φυλετική ανωτερότητα ή το μίσος για φυλετικές ομάδες (φυλετική προπαγάνδα) και να τιμωρούν ειδικά την παρακίνηση σε ρατσιστικό έγκλημα, καθώς και να απαγορεύουν τις ρατσιστικές οργανώσεις και να τιμωρούν την συμμετοχή σε αυτές.
H Σύμβαση κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.δ.474/1970, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Οι παραπάνω υποχρεώσεις ποινικής τιμωρίας της ρατσιστικής προπαγάνδας, του ρατσιστικού εγκλήματος και της συμμετοχής σε ρατσιστική οργάνωση θεσπίστηκε εννέα χρόνια αργότερα, με τον Ν.927/1979. Αυτός είναι ο αντιρατσιστικός νόμος που ισχύει μέχρι και σήμερα στην Ελλάδα. Το 1984, μια προσθήκη στο νόμο αυτό, κατέστησε ποινικά κολάσιμη την διάδοση ιδεών προσβλητικών για άτομα και ομάδες και λόγω του θρησκεύματός τους. Από τότε ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε στα δικαστήρια ελάχιστες φορές, ενώ υπάρχουν μόνο μία ή δύο αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις. Ειναι σαφές ότι ο νόμος έχει αποτύχει.
Με τον Ν.3304/2005 θεσπίζεται ένα πλαίσιο για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης χωρίς διακρίσεις για λόγους φυλετικής, εθνικής καταγωγής, αναπηρίας, θρησκεύματος και σεξουαλικού προσανατολισμού σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η εργασία, η εκπαίδευση, η στέγαση, η παροχή υπηρεσίων. Δεν πρόκειται για νόμο που αφορά τον δημόσιο λόγο ή την ρατσιστική προπαγάνδα, αλλά μόνο το δικαίωμα πρόσβασης στα ανωτέρω αγαθά.
Το 2008, ύστερα από πιέσεις από το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι Έλληνες κι Ελληνίδες νομοθέτες προσθέτουν στον Ποινικό Κώδικα ως επιβαρυντική περίσταση που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επιμέτρηση της ποινής, όταν δηλαδή έχει κάποιος ήδη κριθεί ένοχος, το ρατσιστικό κίνητρο. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα προστέθηκε ότι: "Η τέλεση της πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση". Η προσθήκη τέθηκε με τον νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο θεσπίστηκε μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια, γεγονός για το οποίο η χώρα καταδικάστηκε το 2013 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το 2013, η διατύπωση της διάταξης εμπλουτίστηκε και σήμερα ισχύει ως εξής: "Η τέλεση της πράξης από μίσος προκαλούμενο λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής ή του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση και η ποινή δεν αναστέλλεται".
Το 2008 είναι επίσης το έτος κατά το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της εναρμόνισης, προς σε ένα κεντρικό πρότυπο με μεγάλες ευχέρειες απόκλισης, των ποινικών αντιρατσιστικών νόμων των κρατών μελών της. Εκδόθηκε η Απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ "για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου", προς την οποία οι χώρες πρέπει να προσαρμόσουν την νομοθεσία τους, για να αποφύγουν τυχόν κυρώσεις από την Ε.Ε.
Από αυτό το σημείο και μετά ξεκινά μια περιπέτεια επανεξέτασης ή κατάργησης του ισχύοντος ν.927/1979 για την αντικατάστασή του με ένα πιο σύγχρονο νομοθέτημα που να καλύπτει και τις σύγχρονες μορφές ρατσισμού και κινήτρων για την καταπολέμησή του. Ξεκίνησε με ένα νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης (επί κ. Καστανίδη) που δόθηκε σε δημόσια διαδικτυακή διαβούλευση στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, Η διαβούλευση γέμισε με απροκάλυπτα ρατσιστικά σχόλια από άτομα που δεν γνώρισαν φυσικά τον ν.927/1979 ή την σχετική προϊστορία και στοχοθεσία ή ανήκαν στις περιπτώσεις εκείνες που θα καταδικάζονταν για ρατσιστικά εγκλήματα. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, οι αριθμοί είναι συγκκεκριμένοι και αφορούν πλέον την πιο επίσημη μορφή καταγραφής τους: την ψήφο στις εθνικές εκλογές. Η διαβούλευση αυτή δεν είναι πλέον αναρτημένη στο opengov.gr. Αυτό ήταν το νομοσχέδιο της "εχθροπάθειας".
Στις 5.11.2011 ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Μιλτιάδης Παπαϊωάννου καταθέτει μια βελτιωμένη εκδοχή του νομοσχεδίου της εχθροπάθειας, το οποίο συζητείται στην επιτροπή της Βουλής και δεν φτάνει ποτέ στην Ολομέλεια. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα νομοσχέδια από εδώ και πέρα καταργούν την ποινική τιμωρία της φυλετικής προπαγάνδας γενικά, περιοριζόμενα μόνο στην ποινικοποίηση της κακόβουλης άρνησης γενοκτονιών κ.τ.λ. Στενεύει έτσι το πεδίο κολάσιμης συμπεριφοράς σε σχέση με τον Ν.927/1979, ενώ είναι αμφίβολο, αν ψηφιστούν αυτές οι επιλογές, κατά πόσον η χώρα θα τηρεί την Διεθνή Σύμβαση που κατοχυρώνει ευρύτερη τιμωρία και προστασία από την ρατσιστική προπαγάνδα.
Στις 30.5.2013 το ΠΑΣΟΚ μαζί με την ΔΗΜΑΡ καταθέτουν εκ νέου μια βελτιωμένη εκδοχή του ανωτέρω νομοσχεδίου. Οι διατάξεις εμπλουτίζονται με την προστασία μαρτύρων που καταθέτουν στοιχεία για ρατσιστικά εγκλματα και άλλες διατάξεις για την ενθάρρυνση της καταγγελίας. Επίσης στην κατεύθυνση της κατάργησης του Ν.927/1979.
Στις 20.11.2013 η Νέα Δημοκρατία με τον υπουργό κ. Αθανασίου καταθέτει την δική της εκδοχή: όχι κατάργηση του Ν.927/1979, αλλά τροποποίησή του, ώστε να προσαρμοστεί αυτός ο νόμος στις νέες προδιαγραφές της Απόφασης-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ν.Δ. δεν περιλαμβάνει στο νομοσχέδιό της ως κατηγορία ρατσιστικού εγκλήματος εκείνο που στρέφεται εναντίον ατόμων λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού κακ αποφεύγει διατάξεις όπως αυτές περί προστασίας μαρτύρων. Τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής της Βουλής καταγράφεται στις 10.4.2014. Εκεί που σιωπηρά συμφωνούν όλες οι πλευρές είναι η κατάργηση του ποινικού αδικήματος της τιμωρίας της διάδοσης απόψεων που προσβάλλουν άτομα ή ομάδες. Η συζήτηση γίνεται μόνο για την χονδροειδή και κακόβουλη εκμηδένιση ιστορικών γεγονότων (όχι την απλή άρνηση, όχι την επιστημονική έρευνα ή τον ιστορικό αναθεωρητισμό), ενώ τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους μας, 38 βουλευτές της Ν.Δ. ζήτησαν να προστεθουν στην απαγόρευση οι γενοκτονίες Ποντίων και Αρμενίων.
Μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισχύει ο Ν.927/1979, ενώ η εισαγωγή του νέου νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής εξακολουθεί να εκκρεμεί.