Πέμπτη, Οκτωβρίου 20, 2022

Η δευτερογενής θυματοποίηση των θυμάτων

 Να, ο όρος που θα έπρεπε σήμερα να απασχολήσει τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τα θέματα της ποινικής επικαιρότητας.

Αυτό που δεν έχουμε καταλάβει ως κοινή γνώμη και, δυστυχώς και ως Δικαιοσύνη πολύ συχνά - θεωρώ ότι αυτό φάνηκε στην δίκη Λιγνάδη - είναι ότι όλη η διαδικασία που πρέπει να περάσουν τα θύματα μιας βίαιης επίθεσης δεν πρέπει να προκαλεί νέα τραύματα στα έννομα αγαθά τους.
Δικαστήριο χωρίς προσωπικά δεδομένα και χωρίς χρήση ατομικών πληροφοριών δεν γίνεται. Να είμαστε ξεκάθαροι, τα θύματα δεν μπορούν να δικαιωθούν αν δεν πουν την ιστορία από την αρχή και αν δεν αντιμετωπίσει την εξέταση με ερωτήσεις από ανακριτές, δικαστές, δικηγόρους. Εάν είναι όντως θύματα, πρέπει να ξέρουν ότι θα ανέβουν και πάλι έναν γολγοθά. Αυτό από μόνο του όμως δεν είναι η δευτερογενής θυματοποίηση, είναι η φύση της απονομής της δικαιοσύνης που επιβάλλει να ακούγονται και οι δύο πλευρές και να εξετάζονται και οι δύο πλευρές και ο κατηγορούμενος να αντιμετωπίζεται ως ιερό πρόσωπο που προστατεύεται από το τεκμήριο της αθωότητας γιατί δεν θέλουμε κανένας αθώος να καταλήξει στην φυλακή. Αυτά πρέπει να γίνονται εξ αρχής κατανοητά στα θύματα, όσο μικρή κι αν είναι η ηλικία τους και στους εκπροσώπους των θυμάτων αν είναι σε ηλικία που δεν επιτρέπει την κατανόηση.
Αυτά πρέπει να τα γνωρίζουν και οι μάρτυρες των θυμάτων, καθώς και ο δικός τους ρόλος περιλαμβάνει έναν αγώνα που πρέπει να δώσουν.
Αυτά όμως δεν αφορούν την δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος: οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν είναι δικαστήρια και οι δημοσιογράφοι δεν είναι ούτε εισαγγελείς, ούτε δικαστές, ούτε δικηγόροι, ούτε ειδικοί ψυχικής υγείας, ούτε τίποτε.
Και επειδή αν περιμέναμε από τον έλληνα νομοθέτη σωθήκαμε, πρέπει για μια φορά ακόμη να ευγνωμονούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει θεσπίσει την Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012 , για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας.
Αναφέρει στο Προοίμιο της αυτή η Οδηγία:
"Το έγκλημα, εκτός από παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων των θυμάτων, συνιστά πλήγμα κατά της κοινωνίας. Επομένως, τα θύματα της εγκληματικότητας θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία και επαγγελματισμό και χωρίς κανενός είδους διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών ή άλλων φρονημάτων, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσιακής κατάστασης, καταβολών, αναπηρίας, ηλικίας, φύλου, έκφρασης ή ταυτότητας φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, καθεστώτος διαμονής και υγείας. Σε όλες τις επαφές με τις αρμόδιες αρχές που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και τις υπηρεσίες που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, όπως υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων ή αποκαταστατικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η προσωπική κατάσταση και οι άμεσες ανάγκες των θυμάτων, καθώς και η ηλικία, το φύλο, η ενδεχόμενη αναπηρία και η ωριμότητα των θυμάτων της εγκληματικότητας, με πλήρη σεβασμό της σωματικής, νοητικής και ηθικής τους ακεραιότητας. Τα θύματα της εγκληματικότητας θα πρέπει να προστατεύονται από δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, από εκφοβισμό και από αντεκδικήσεις, να λαμβάνουν κατάλληλη υποστήριξη η οποία να διευκολύνει την αποκατάστασή τους και να έχουν επαρκή πρόσβαση στις υπηρεσίες της δικαιοσύνης."
Αυτή την οδηγία την έχει ενσωματώσει το ελληνικό δίκαιο με τον Ν.4478/2017, καταχωνιάζοντας τις διατάξεις της στο 4ο μέρος, δηλαδή στα άρθρα 54 και επόμενα του νόμου αυτού.
Σκοπός του Ν.4478/2017 είναι να εξασφαλίσει ότι τα θύματα αξιόποινων πράξεων τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας προκειμένου να συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία. Τα θύματα αναγνωρίζονται και αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία, εξατομικευμένη, επαγγελματική και χωρίς διακρίσεις προσέγγιση λόγω της φυλής, του χρώματος, της εθνικότητας, της εθνότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της περιουσιακής κατάστασης, της ηλικίας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, της αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης αυτού, σε κάθε επαφή με τις αρμόδιες υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από το νόμο ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή, που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Τα δικαιώματα που θεσπίζονται στον Ν.4478 ισχύουν για όλα τα θύματα χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως της εθνικότητας ή υπηκοότητάς τους και του καθεστώτος διαμονής τους.
Αν το θύμα εγκληματικής πράξης είναι ανήλικος, πρωταρχικό κριτήριο κατά την εφαρμογή του παρόντος νόμου, είναι το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου θύματος, το οποίο αξιολογείται σε εξατομικευμένη βάση. Κάθε ανήλικο θύμα προσεγγίζεται με ευαισθησία, λαμβανομένων δεόντως υπόψη της ηλικίας, του βαθμού ωριμότητας, των απόψεων, των αναγκών και των ανησυχιών αυτού, χωρίς καμία διάκριση σε βάρος αυτού ή των γονέων του ή των νομίμων εκπροσώπων του. Ο ανήλικος και ο ασκών τη γονική του μέριμνα ή τυχόν άλλος νόμιμος εκπρόσωπός του, ενημερώνονται για τυχόν μέτρα ή δικαιώματα που τον αφορούν.
Κατά την πρώτη της επαφή με το θύμα, η Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί γλώσσα απλή και κατανοητή στην επικοινωνία με το θύμα, προφορικά ή γραπτά. Για αυτό το σκοπό λαμβάνονται υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, ιδίως, η ηλικία, η ωριμότητα, οι πνευματικές και διανοητικές ικανότητες, το μορφωτικό επίπεδο, η γλωσσική επάρκεια, τυχόν προβλήματα ακοής ή όρασης, καθώς και η έντονη συναισθηματική φόρτιση αυτού, τα οποία ενδεχομένως επηρεάζουν την ικανότητά του να κατανοεί ή να γίνεται κατανοητό. Για αυτό το σκοπό διατίθεται οδηγός δικαιωμάτων διατυπωμένος στις πιο συχνά καθομιλούμενες γλώσσες, καθώς και στη γραφή Mπράιγ (Braille).
Για την προφύλαξη του θύματος από δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση και από εκφοβισμό, κατά την παροχή ενδεχόμενων υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπου αυτές προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις:
α) Τα μέτρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης προσφέρονται από προσωπικό εκπαιδευμένο να αναγνωρίζει τις μεταβλητές επιπτώσεις της προσφοράς στο θύμα και να αξιολογεί τις ιδιαίτερες ανάγκες του. Στο θύμα παρέχονται πληροφορίες σχετικά με το πού μπορεί να έχει πρόσβαση σε ανεξάρτητη στήριξη και συμβουλές. Το θύμα αποφασίζει για το αν δέχεται ή απορρίπτει την προσφορά μετά την παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) εβδομάδων από την πρόταση της προσφοράς, ώστε να διασφαλίζεται η ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του, η οποία μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε.
β) Με την επιφύλαξη της αρμοδιότητος και λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, οι διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης εφαρμόζονται μόνο αν είναι προς το συμφέρον του θύματος και τα μέτρα αποσκοπούν να αποκαταστήσουν τη ζημία που υπέστη το θύμα από την τέλεση της αξιόποινης πράξης και να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας.
γ) Ο δράστης πρέπει να έχει αναγνωρίσει τα βασικά περιστατικά της υπόθεσης.
δ) Το θύμα λαμβάνει πλήρεις και αντικειμενικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και την πιθανή έκβαση της εν λόγω διαδικασίας, καθώς και σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου της εφαρμογής ενδεχόμενης συμφωνίας και τα αποτελέσματα αυτής.
ε) Στο θύμα προσφέρεται υποστήριξη πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε διαδικασία εφαρμογής μέτρων αποκαταστατικής δικαιοσύνης.
στ) Στο θύμα που προτιμά να μην συναντήσει τον δράστη, δίνεται η επιλογή της έμμεσης διαμεσολάβησης ή οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέτρο εκτός αν οι αρμόδιες δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές κρίνουν άλλως. Η τυχόν διαφορετική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Σε κάθε περίπτωση, ο τυχόν πληρεξούσιος δικηγόρος του δράστη δύναται να υποβάλλει ερωτήσεις προς το θύμα δια μέσου του ενεργούντος τη διαδικασία της διαμεσολάβησης.
ζ) Οι συνομιλίες στις διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης που δεν διεξάγονται δημοσίως, είναι εμπιστευτικές και δεν δημοσιοποιούνται στη συνέχεια, εκτός αν συμφωνούν τα εμπλεκόμενα μέρη ή αν αυτό επιβάλλεται από λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος κατά την κρίση της αρμόδιας δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής.
η) Κάθε συμφωνία που συνάπτεται εκουσίως από αμφότερα τα μέρη και επικυρώνεται από τον αρμόδιο δικαστή ή εισαγγελέα με σύμπραξη γραμματέα, έχει την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου, μπορεί δε να λαμβάνεται υπόψη σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων.
θ) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης, μπορούν να παρέχονται στο θύμα ή στον δράστη, περισσότερες από μία ακροάσεις, κατόπιν αίτησης των τελευταίων, έτσι ώστε να είναι πλήρως κατανοητή η διαδικασία και τα αποτελέσματα αυτής.
ι) Το θύμα που έλαβε μέρος στη διαδικασία μέτρων αποκαταστατικής δικαιοσύνης ενημερώνεται για τη δυνατότητα του δράστη να εκπληρώσει τους όρους της συμφωνίας.
ια) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης παρέχονται στα διάδικα μέρη πληροφορίες που είναι επωφελείς για αμφότερα τα μέρη.
ιβ) Κατά τη διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης αμφότερα τα διάδικα μέρη μπορούν να παρίστανται με συνήγορο ή και αυτοπροσώπως.
Οι υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων, όταν ενδείκνυται η εφαρμογή διαδικασίας αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ενθαρρύνουν το θύμα να επισκεφθεί τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης.
Το θύμα μπορεί να ζητήσει εγγράφως τη λήψη μέτρων για την αποφυγή της επαφής μεταξύ αυτού και, εφόσον απαιτείται, των μελών της οικογένειάς του και του δράστη στους χώρους διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας. Για την παραπάνω αίτηση αποφαίνεται αμετακλήτως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν αυτή ευρίσκεται, δικάζοντας με την αυτόφωρη διαδικασία.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τους μάρτυρες, στο σχεδιασμό νέων δικαστικών κτηρίων πρέπει να προβλέπονται χωριστοί χώροι αναμονής για τα θύματα.
Το άρθρο 67 παρ. 5 είναι ξεκάθαρο:
"Η μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή μαγνητοσκόπηση ή φωτογράφηση των θυμάτων που εμφανίζονται ενώπιον των εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών απαγορεύεται."
Υπάρχει μια ειδική διαδικασία που επιβάλλει υποχρεωτικά την εξέταση του κατά πόσον ένα θύμα μπορεί να χρήζει ιδιαίτερης προστασίας λόγω ειδικών αναγκών του " ώστε να εκτιμηθεί, αν, και σε ποιο βαθμό, το θύμα μπορεί να επωφεληθεί από ειδικά μέτρα προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος να υποστεί δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση."
Στην ατομική αξιολόγηση λαμβάνονται κυρίως υπόψη:
α) τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, όπως η ηλικία, η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία, η εθνικότητα ή εθνοτική καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου ή η αναπηρία, το καθεστώς διαμονής ή κατοικίας, οι δυσκολίες επικοινωνίας, η σχέση συγγένειας ή έτερης άλλης εξάρτησης με τον δράστη, καθώς και το ιστορικό προηγούμενης θυματοποίησης,
β) ο βαθμός της βλάβης που υπέστη το θύμα, το είδος, η σοβαρότητα και η φύση του εγκλήματος, ιδίως, τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, εμπορία ανθρώπων, βία λόγω φύλου, ρατσιστική βία, ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική βία ή εκμετάλλευση ή έγκλημα μίσους,
γ) οι περιστάσεις του εγκλήματος.
Το ανήλικο θύμα χρήζει ειδικής ανάγκης προστασίας λόγω ιδιαίτερου κινδύνου να υποστεί δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση και για το σκοπό αυτό υποβάλλεται σε ατομική αξιολόγηση από τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και όπου δεν υπάρχουν, από τα Αυτοτελή Γραφεία Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής, σε συνεργασία με ειδικό παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο των δομών ψυχικής υγείας και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγο ή ψυχίατρο και αποφασίζεται αν και σε ποιο βαθμό επωφελείται από τα ειδικά μέτρα του άρθρου 69. Η ατομική αξιολόγηση των ενήλικων θυμάτων διενεργείται από τα Τμήματα Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής και τα Αυτοτελή Γραφεία Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής της ως άνω Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η ατομική αξιολόγηση από τα ως άνω Αυτοτελή Γραφεία ασκείται από τους επιμελητές κάθε κλάδου ανάλογα με την ηλικία του θύματος.
Η λήψη των ειδικών μέτρων προστασίας που προβλέπονται στο άρθρο 69 γίνεται κατόπιν της σύμφωνης γνώμης του θύματος.
Η ατομική αξιολόγηση επικαιροποιείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, αν ουσιωδώς μεταβάλλονται οι περιστάσεις που αποτέλεσαν τη βάση της.
Το άρθρο 69 προβλέπει τέτοια ειδικά μέτρα προστασίας:
α) το θύμα εξετάζεται σε χώρους που έχουν σχεδιασθεί ή προσαρμοσθεί για το σκοπό αυτόν,
β) η εξέταση του θύματος διεξάγεται από ειδικά εκπαιδευμένους για το σκοπόν αυτό προανακριτικούς υπαλλήλους ή εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς,
γ) κάθε εξέταση του θύματος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό δυσχεραίνει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης,
δ) κάθε εξέταση θυμάτων σεξουαλικής βίας, βίας λόγω φύλου ή ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον δεν διεξάγεται από εισαγγελέα ή δικαστή, διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου με το θύμα φύλου, εφόσον το επιθυμεί το θύμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρακωλύεται η πορεία της ποινικής διαδικασίας.
Για τα ανήλικα θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν.
Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση με τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας.
Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως.
Άρθρο 70 (Εκπαίδευση των επαγγελματιών του κλάδου):
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εσωτερικών, το Υπουργείο Υγείας και το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το Ινστιτούτο Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, εξασφαλίζει την ειδική επιμόρφωση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, των παιδοψυχολόγων, παιδοψυχιάτρων, ψυχολόγων, ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών που στελεχώνουν τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή διορίζονται ως πραγματογνώμονες για τους σκοπούς του άρθρου 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, των επιμελητών ανηλίκων και των επιμελητών κοινωνικής αρωγής, των υπαλλήλων που εργάζονται σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων και αποκαταστατικής δικαιοσύνης και των γενικών και ειδικών ανακριτικών και προανακριτικών υπαλλήλων, σε θέματα που αφορούν την προστασία των θυμάτων και τις αρχές που περιέχονται στον παρόντα νόμο.
Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι ενισχύουν την εκπαίδευση και την ευαισθητοποίηση των μελών τους σχετικά με τις αρχές της προστασίας των θυμάτων που περιέχονται στον παρόντα νόμο.
Στα προγράμματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των προηγούμενων παραγράφων δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα θύματα που χρήζουν ειδικής προστασίας.
Αυτά είναι όλα ισχύον δίκαιο από το 2017.
Καιρός είναι να εφαρμοστούν και να γίνουν και συνείδηση όλων μας.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 19, 2022

Ναζιστικός χαιρετισμός και πότε εμπίπτει στον αντιρατσιστικό νόμο

 Εκτενής φιλολογική και νομική συζήτηση έχει αναπτυχθεί σχετικά με το κατά πόσον ο ναζιστικός χαιρετισμός επιτρέπεται ή απαγορεύεται στην Ελλάδα από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο του λεγόμενου αντιρατσιστικού νόμου, δηλ. του Ν.4285/2014, με τον οποίο τροποποιήθηκε ο Ν.927/1979 προς ενσωμάτωση της σχετικής απόφασης πλαίσιο της Ε.Ε. για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών ρατσισμού μέσω του ποινικού δικαίου.

Στην Ελλάδα δεν έχει τυποποιηθεί ως ειδικό ποινικό αδίκημα ο ναζιστικός χαιρετισμός, όπως σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία, στην οποία το άρθρο 86α του Ποινικού Κώδικα ποινικοποιεί την συγκεκριμένη πράξη. Ποινικοποιημένος είναι ο ναζιστικός χαιρετισμός επίσης στην Αυστρία, την Πολωνία και την Σλοβακία.
Υπάρχει πάντως στην Ελλάδα ένα πειθαρχικού τύπου προηγούμενο: το 2013 ένας ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ χαιρέτισε ναζιστικά το κοινό μετά από ένα γκολ στην Βέροια, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία για την πράξη του αυτή ισόβια από την συμμετοχή του στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου. Η αιτιολογία της απόφασης ήταν:
"Η ενέργεια του ποδοσφαιριστή να χαιρετίσει ναζιστικά τους θεατές του αγώνα προκαλεί βάναυσα το κοινό αίσθημα, προσβάλλει βαρύτατα όλα τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας και τραυματίζει τον βαθιά ειρηνικό και ανθρώπινο χαρακτήρα του ποδοσφαίρου. Η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία την καταδικάζει απερίφραστα και κατηγορηματικά.
Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της αποφασίζει τον ισόβιο αποκλεισμό του *** από όλες τις εθνικές ομάδες.
Η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία προέβλεψε ανάλογα φαινόμενα και έχει ήδη περιλάβει στον τύπο συμβολαίου, που οι ποδοσφαιριστές υπογράφουν με τις ομάδες, αντίστοιχες απαγορεύσεις.
Η Ε.Π.Ο. είναι, επίσης, βέβαιη, πως τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα θα παρέμβουν αποφασιστικά και θα επιβάλλουν τις προβλεπόμενες στον Πειθαρχικό Κώδικα, για το παράπτωμα, ποινές, οι οποίες είναι από τις βαρύτερες στο ποδόσφαιρο και αποτελούν αντιγραφή των ποινών, που η FIFA έχει θεσμοθετήσει για ανάλογες περιπτώσεις.
Τέλος, η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία θα λάβει όλα τα πρόσφορα μέτρα για να διαφυλάξει τον ειρηνικό χαρακτήρα του ποδοσφαίρου, και να προωθήσει τις αξίες της αλληλεγγύης, της συνεργασίας και του σεβασμού που αυτό πρεσβεύει".
Σε χώρες που ο ναζιστικός χαιρετισμός δεν είναι ποινικοποιημένος, εξετάζεται κατά πόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του αντιρατσιστικού νόμου.
Στην Ελβετία, το 2014, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ναζιστικός χαιρετισμός εμπίπτει στο πεδίο του αντιρατσιστικού νόμου όταν κατατείνει στην προπαγάνδα του ναζισμού, αλλά όχι όταν εκφράζεται ως απλή προσωπική έκφραση. Τα όρια ήδη ακούγονται εξαιρετικά δυσδιάκριτα, για την ακρίβεια με την οποία πρέπει να περιβάλλονται οι ποινικές διατάξεις, ώστε όλοι να ξέρουμε εκ των προτέρων τί επιτρέπεται και τί απαγορεύεται.
Ο ελληνικός αντιρατσιστικός νόμος τυποποιεί ως ποινικά αδικήματα δύο διαφορετικές συμπεριφορές, αφενός την "δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους" (στο άρθρο 1), αφετέρου την "δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων" (στο άρθρο 2). Επίσης στο άρθρο 10 προσέθεσε στον Ποινικό Κώδικα το άρθρο 81Α "Ρατσιστικό έγκλημα", το οποίο με τον Ν.4619/2019 τροποποιήθηκε σε 82Α, κατά το οποίο εάν η επιλογή του παθόντος από τον δράστη έγινε λόγω της φυλής, χρώματος, των γενεαλογικών καταβολών κτλ το κατώτατο όριο της ποινής αυξάνεται.
Στην "δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους" ο δράστης για να τιμωρηθεί πρέπει δημόσια και με πρόθεση να "υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία" κατά προσώπου (ή ομάδας προσώπων) που προσδιορίζονται με βάση (...) την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, "κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δ η μ ό σ ι α τ ά ξ η ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων".
Από αυτή την διατύπωση προκύπτει πάντως ότι δεν είναι απαραίτητο για την αντικειμενική υπόσταση της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους να έχει επέλθει ως συνέπεια της και η τέλεση αδικήματος. Ο ίδιος ο νόμος στην παρ. 3 ορίζει ότι "Αν η πρόκληση, προτροπή, διέγερση ή υποκίνηση των προηγούμενων παραγράφων είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση εγκλήματος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή δεκαπέντε έως τριάντα χιλιάδων (15.000-30.000) ευρώ", που σημαίνει ότι αυτό είναι μια επιβαρυντική περίσταση κι όχι βέβαια στοιχείο του αδικήματος.
Ο ναζιστικός χαιρετισμός μέσα σε μια δικαστική αίθουσα, όταν ως χειρονομία έχει στόχο της μία ελληνίδα πολίτη η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια, ως ελληνίδα μάνα που βρίσκεται σε ένα δικαστήριο για να καταθέσει για την ανθρωποκτονία του τέκνου της από μέλος ναζιστικής οργάνωσης, είναι σαφές ότι δεν είναι μια ουδέτερη έκφραση προσωπικής άποψης, αλλά πρέπει να εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο όλου του ιστορικού φορτίου που περιβάλλει την δράση του ναζιστικού καθεστώτος εις βάρος της συγκεκριμένης εθνικής και εθνοτικής ομάδας: από την κήρυξη του πολέμου από το ναζιστικό καθεστώς εις βάρος της Ελλάδας και, φυσικά, λαμβάνοντας υπόψη όλο το ιστορικό υπόβαθρο των εγκλημάτων του ναζισμού κατά των ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ή εθνοτικά ως Έλληνες και Ελληνίδες. Τόσο το ιστορικό φορτίο και το υπόβαθρο, όσο και το πλαίσιο (context) μιας δίκης εγκληματικής οργάνωσης για θύμα ανθρωποκτονίας με φερόμενο ως δράστη ένα μέλος ναζιστικής ομάδας, προσδίδουν στον ναζιστικό χαιρετισμό τα χαρακτηριστικά της συμβολικής επιθετικής και ακραία προσβλητικής ενέργειας που στοχοποιεί το πρόσωπο, λόγω της εθνοτικής και εθνικής του καταγωγής.
Το context της δίκης περιλαμβάνει τόσο το πρόσωπο - στόχο όσο και τα πρόσωπα - αποδέκτες που βρίσκονται στο ακροατήριο, μέσα στο οποίο περιλαμβάνονται και άτομα τα οποία μπορεί να θεωρούν τον δράστη του ναζιστικού χαιρετισμού ως ηγετική φυσιογνωμία του χώρου τους και επίσης την αποδέκτη του χαιρετισμού ως ηγετική φυσιογνωμία του δικού της χώρου. Το προφίλ του δράστη και το προφίλ του θύματος στο ρατσιστικό έγκλημα αποτελεί ένα από τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα και με την σχετική Εγκύκλιο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου που περιλαμβάνει τον κατάλογο των ΔΕΙΚΤΩΝ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ που έχει συνταθχεί από τον Οργανισμό Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) το 2017. Οι εν λόγω δείκτες προκατάληψης πρέπει να λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη από τις αρχές κατά την διερεύνηση φερόμενης τέλεσης ρατσιστικού εγκλήματος.
Για την στοιχειοθέτηση του ποινικού αδικήματος απαιτείται επίσης ο τ ρ ό π ο ς με τον οποίο εκδηλώθηκε η πράξη, να εκθέτει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη, ή, διαζευκτικά δηλαδή, να ενέχει απειλή για την ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων. Η έννοια της δημόσιας τάξης είναι ευρύτατος όρος, ο οποίος περιλαμβάνει σαφέστατα και την ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης και των συνεδριάσεων των δικαστηρίων. Άλλωστε, ο νομοθέτης έχει τυποποιήσει ως ποινικό αδίκημα την διατάραξη δικαστικών συνεδριάσεων στο άρθρο 168Α του Ποινικού Κώδικα: "Όποιος εμποδίζει αυθαίρετα ή διαταράσσει σοβαρά τις συνεδριάσεις δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή." Είναι ένα άρθρο που υπάγεται στο κεφάλαιο "Προσβολές κατά της Πολιτειακής Εξουσίας", επομένως το έννομο αγαθό είναι σαφώς η δημόσια τάξη. Ο αντιρατσιστικός νόμος δεν προϋποθέτει να έχει διασαλευθεί όντως η δημόσια τάξη, αλλά ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους να "εκθέτει σε κ ί ν δ υ ν ο την δημόσια τάξη". Δηλαδή, αρκεί το γεγονός ότι, στο συγκεκριμένο πλαίσιο (δίκη για εγκληματική ναζιστική οργάνωση), λαμβανομένου υπόψη του ακροατηρίου, στο οποίο μετείχαν και μέλη της εν λόγω οργάνωσης, θα μπορούσαν να εκλάβουν τον ναζιστικό χαιρετισμό ως υποκίνηση και ενθάρρυνση για σοβαρή διατάραξη της συνεδρίασης του δικαστηρίου. Δεν χρειάζεται να έχει πραγματοποιηθεί αυτή η διατάραξη, λοιπόν, αλλά αρκεί ο ναζιστικός χαιρετισμός να είχε παρόντες αποδέκτες - οπαδούς που να είναι σε θέση να προκαλέσουν μια σχετική σοβαρή διατάραξη.
Η απόφαση 858/2020 του Αρείου Πάγου εφάρμοσε την διάταξη για την δημόσια υποκίνηση βίας για τις φράσεις πρώην μητροπολίτη στο ιστολόγιο του: "Ε, λοιπόν αυτούς τους ξεφτυλισμένους, φτύστε τους! Αποδοκιμάστε τους! Μαυρίστε τους! Δεν είναι άνθρωποι! Είναι εκτρώματα της φύσεως! Ψυχικά και πνευματικά πάσχουν! Είναι άτομα με νοητική διαταραχή! Δυστυχώς, αυτοί είναι τρις-χειρότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από κάποιους, που ζουν στα τρελοκομεία! Μη διστάζετε, λοιπόν! Όταν και όπου τους συναντάτε, φτύστε τους! Μη τους αφήνετε να σηκώσουν κεφάλι! Είναι Επικίνδυνοι!". Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι "Η παραδοχή για δυνατότητα πρόκλησης μίσους κατά των ως άνω προσώπων, δημιουργεί την προσφορότητα που απαιτείται κατά την κρίσιμη διάταξη, να προκληθούν και βίαιες πράξεις εναντίον τους, δεδομένου ότι το μίσος αντικειμενικά αποτελεί το υπόβαθρο και την ιδιαίτερη εκείνη ψυχολογική κατάσταση για να εκτραπεί ο άνθρωπος σε βιαιότητες ή σε ενέργειες που απειλούν ή προσβάλλουν τη ζωή, την ελευθερία και τη σωματική ακεραιότητα άλλων, εν προκειμένω μέλους ή μελών της εν λόγω ομάδας προσώπων. Εξάλλου, η αξιόποινη πράξη του άρθρου 1 παρ.1 ν.927/1979 απαιτεί κοινό δόλο και η υποκειμενική της υπόσταση πληρούται με τη γνώση και θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης αυτού χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία για τη στοιχειοθέτηση του στοιχείου αυτού. Ο αναιρεσείων αντιτείνει ότι το επίμαχο κείμενο περιέχει αξιολογικές κρίσεις και τις θέσεις της Εκκλησίας για την ομοφυλοφιλία, μάλιστα αναφέρεται σε ''οξεία και καυστική κριτική για μια μεγάλη αμαρτία'', επικαλείται δε ότι ως Ιεράρχης έχει καθήκον να νουθετεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα και ότι απέβλεπε στη δημόσια αποδοκιμασία ενός ηθικού κακού. Ο αναιρεσείων επιπρόσθετα επικαλείται ότι κατά το χρόνο των δηλώσεών του ήταν αδίκημα η ασέλγεια μεταξύ αρρένων, υφίστατο, δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 347 Π.Κ., που καταργήθηκε αργότερα. Ο ισχυρισμός αυτός αναφέρεται μόνο προς ενίσχυση των θέσεών του κατά της ομοφυλοφιλίας δεν είναι αυτοτελής και δεν έχει επιρροή στο προκείμενο αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε απορριπτομένων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζει με τον πέμπτο κύριο λόγο της κρινόμενης αίτησής του. Το Δικαστήριο, περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχεται με επαρκή αιτιολογία ότι οι προτροπές του αναιρεσείοντα δεν αποτελούσαν έκφραση γνώμης και έτσι δεν πλήττεται το δικαίωμα έκφρασης αυτού, καθώς το κείμενο που δημοσίευσε αυτός ήταν πρόσφορο να προκαλέσει διακρίσεις και μίσος σε βάρος των ομοφυλόφιλων."
Αναλογίες προς τις παραπάνω προτροπές του μητροπολίτη εις βάρος της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας θα μπορούσαν να εντοπιστούν στην μεταχείριση των Ελληνίδων και Ελληνίδων από το ναζιστικό καθεστώς (προσοχή: δεν γίνεται λόγος εδώ για το Ολοκαύτωμα), έτσι ώστε να υποστηρίζεται βάσιμα ότι ο ναζιστικός χαιρετισμός, όταν όντως προέρχεται από άτομο που αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία αυτού του χώρου και εκδηλώνει τον χαιρετισμό προς άτομο που αυτοπροσδιορίζεται με πλήρως αναγνωρίσιμο και δημόσιο τρόπο ως ελληνικής εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, πολύ περισσότερο όταν αποτελεί κι ένα σύμβολο αυτής της εθνικής καταγωγής ως η τραγική ελληνίδα μητέρα που έχασε το παιδί της που δολοφονήθηκε από οπαδό των ναζί, σαφέστατα περικλείει ένα σύνολο προτροπών μίσους και αποδοκιμασίας όπως το ανωτέρω κείμενο του μητροπολίτη.
Σε τέτοιες περιστάσεις κι εφόσον όλα αυτά αποδεικνύονται από τα πραγματικά περιστατικά και ενόρκως από μάρτυρες, καλείται προς εφαρμογή ο αντιρατσιστικός νόμος.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...