Με ιδιαίτερη υπερηφάνεια χαιρετίζω την απόφαση 174/2021 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην οποία συνεκπροσώπησα συνάδελφο μου δικηγόρο (ο οποίος παρέστη και αυτοπροσώπως) ως εναγόμενο σε αγωγή που άσκησε εναντίον του δικαστική λειτουργός του ίδιου Πρωτοδικείου για κείμενα που αυτός ανάρτησε στο Facebook και την είχε αναφέρει ονομαστικά, ασκώντας κριτική για το δικαιοδοτικό της έργο.
Με την αγωγή της, η δικαστική λειτουργός ζητούσε μεταξύ άλλων να αφαιρεθούν οι επίδικες αναρτήσεις και να της καταβληθούν 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Η απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία και απέρριψε την αγωγή της δικαστικής λειτουργού. Η αγωγή κηρύχθηκε εν μέρει απαράδεκτη λόγω μη επίδοσης του εξωδίκου του Ν.4356/2015 για το ένα από τα επίδικα κείμενα και αβάσιμη ως προς την υποχρέωση παράλειψης στο μέλλον λόγω έλλειψης βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου επικείμενης προσβολής της προσωπικότητας. Το πιο ενδιαφέρον όμως στοιχείο της απόφασης είναι η αοριστία της αγωγής της δικαστικής λειτουργού ως προς το κεφάλαιο που εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ηθική βλάβη της. Συγκεκριμένα, αναγράφει η απόφαση επ' αυτού:
"πάσχει αοριστία, καθόσον, αν και κατά τα μνημονευόμενα στη με αριθμό ΙΙ σκέψη της παρούσας, για το ορισμένο της αγωγής αποκατάστασης της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος από δημοσίευμα ή ανάρτηση στην προσωπικότητά του απαιτείται να εκτίθενται οι όροι βάσει των οποίων δύναται να προσδιορισθεί το ανάλογο / εύλογο ύψος της διωκόμενης χρηματικής ικανοποίησης, μεταξύ δε εκείνων περιλαμβάνονται και οι επιπτώσεις του δημοσιεύματος ή της ανάρτησης στον αδικηθέντα, καθώς και στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, εν προκειμένω στο δικόγραφο της αγωγής, ενώ γίνεται μνεία στους λοιπούς προσδιοριστικούς όρους του ανάλογου / εύλογου ύψους της ανωτέρω ικανοποίησης, δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά - ούτε έστω και με την μορφή της απλής επανάληψης της σχετικής διατύπωσης του νόμου - στις ανωτέρω επιπτώσεις, αντιθέτως δε η ενάγουσα εκθέτει ότι έως και σήμερα δεν έχει καθ' οιονδήποτε τρόπο θιγεί στο επαγγελματικό της περιβάλλον".
Υπήρξε όμως και μειοψηφία από την εισηγήτρια Πρωτοδίκη, κατά την οποία δεν συνέτρεξε ο λόγος απαραδέκτου για την μη επίδοση εξωδίκου για το ένα από τα επίδικα κείμενα καθώς κατά την κρίση αυτή η δεύτερη ανάρτηση "αναφέρεται στο περιεχόμενο της πρώτης και δεν περιλαμβάνει νέα περιστατικά ή χαρακτηρισμούς". Περαιτέρω, η μειοψηφική άποψη αναφέρει ότι "δεν απαιτείται να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής με την οποία ζητείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τα προσδιοριστικά εκείνα στοιχεία, βάσει των οποίων θα καθορισθεί το ύψος αυτής, συνεπώς, το ένδικο αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι ορισμένο" και παραπεμπει σε αρεοπαγητική νομολογία ετών 2003-2015. Έκρινε επίσης η μειοψηφική γνώμη ότι υπάρχει επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών στο δικόγραφο για την στοιχειοθέτηση του πραγματικού κινδύνου και βάσιμης απειλής, λόγω της άρνησης του εναγομένου να αναρτήσει το εξώδικο και ανάρτησε κείμενο.
Η απόφαση είναι σημαντική όχι μόνο γιατί απερρίφθη η αγωγή μιας δικαστή από συναδέλφους της δικαστές, αλλά και γιατί στην καρδιά της αιτιολογίας της βρίσκεται η νέα διάταξη του άρθρου 37 του Ν.4356/2015 που αφορά το ορισμένο της ηθικής βλάβης. Ως πληρεξούσιος εναγομένων για προσβολή προσωπικότητας δια του τύπου (αλλά και ως πληρεξούσιος εναγόντων) πάντοτε τονίζω στο πλαίσιο των καθηκόντων μου την υποχρέωση τήρησης της νέας διάταξης που αφορά την ηθική βλάβη. Η διάταξη είναι σαφέστατη:
" Για την κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως:
α) τις επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα, καθώς και στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του,β) το είδος, τη φύση, τη σπουδαιότητα, τη βαρύτητα και την απαξία των γεγονότων, πράξεων ή χαρακτηρισμών που του αποδόθηκαν με το δημοσίευμα,
γ) το είδος της προσβολής, που υπέστη,
δ) την ένταση του πταίσματος του εναγομένου,
ε) τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, και
στ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων.»