Κυριακή, Μαΐου 30, 2010

To θεμελιώδες δικαίωμα της πρόσβασης στο Διαδίκτυο

Τον τελευταίο καιρό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ξεκινήσει μια μεγάλη αντιπαράθεση για το κατά πόσον η πρόσβαση στο Διαδίκτυο αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα ή όχι. Η συζήτηση δεν είναι καθόλου θεωρητική και δεν είναι τυχαίο ότι έχει ως φόντο την ευρωπαϊκή πολιτική σχετικά με την πειρατεία στο Διαδίκτυο. Η βιομηχανία των υπηρεσιών περιεχομένου (δισκογραφικές, παραγωγοί ταινιών και προγραμμάτων η/υ, εκδοτικοί οίκοι) προσπαθεί να περάσει στην "αντεπίθεση": αφού τα επιχειρηματικά μοντέλα που ακολούθησαν -προστατευόμενα από την νομοθεσία για την πνευματική ιδιοκτησία- κατέρρευσαν με τις νέες διαδικτυακές εφαρμογές, αντί να προσαρμοστούν στην εποχή της κοινωνίας της πληροφορίας -αναθεωρώντας μοντέλα και βρίσκοντας εναλλακτικούς τρόπους κερδοφορίας- επιστρατεύεται η νομοθετική οδός. Νομοθετικές εφαρμογές όπως ο γαλλικός νόμος "Σαρκοζύ" για τα τρία χτυπήματα (που επιφέρουν ως κύρωση την διακοπή της διαδικτυακής σύνδεσης) και διάφορες άλλες μέθοδοι αστυνόμευσης και καταστολής θέτουν το μεγάλο ζήτημα, μεταξύ άλλων του κατά πόσον ένας νομοθέτης έχει δικαίωμα να προχωράει σε τόσο σοβαρές παρεμβάσεις στην ελεύθερη πρόσβαση στο Διαδίκτυο.
Οπότε, ο νομικός διάλογος για τα όρια του νομοθέτη, μοιραία καταφεύγει στο κλασικό ζήτημα του θεμελιώδους δικαιώματος: κανένας κοινός νόμος (ούτε κι αν προέρχεται από την Ε.Ε.) μπορεί να έχει τυπική δεσμευτικότητα που να υπερέχει ενός θεμελιώδους δικαιώματος, έτσι ώστε να το αφαιρεί ουσιαστικά από τον φορέα του, από το άτομο στο οποίο αναγνωρίζεται αυτή η ελευθερία.
Βεβαίως, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι απεριόριστα, αλλά υπόκεινται σε περιορισμούς ενόψει άλλων, ίσης νομικής σημασίας εννόμων αγαθών, όπως είναι λ.χ. το δημόσιο συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα των άλλων. Επιπρόσθετα όμως, ένας κοινός νομοθέτης, όταν θεσπίζει διατάξεις που περιορίζουν θεμελιώδες δικαίωμα, οφείλει να έχει λάβει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει - για να το πούμε συνοπτικά - μια επιβεβλημένη ισορροπία μέσου - σκοπού. Ένα νομοθετικό μέτρο που περιορίζει θεμελιώδες δικαίωμα, πρέπει να είναι κατάλληλο, πρόσφορο και αναγκαίο σε σχέση με τον υπέρτερο σκοπό για τον οποίο επιβάλλει τον περιορισμό. Για παράδειγμα, ένας νόμος για την άρση του απορρήτου για λόγους καταπολέμησης του εγκλήματος δεν είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας όταν επιτρέπει την παρακολούθηση του συνόλου των πολιτών μιας πόλης, διότι αυτό το μέτρο δεν είναι κατάλληλο, πρόσφορο και κυρίως αναγκαίο για να εντοπιστούν οι εγκληματίες, αφού ξεκινά από την αφετηρία ότι όλοι είναι εν δυνάμει εγκληματίες κι έτσι καταργεί το θεμελιώδες δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

Το κατά πόσον ένα δικαίωμα είναι θεμελιώδες ή όχι, σχετίζεται λοιπόν με την έκταση των περιορισμών που μπορούν να επιβληθούν σε αυτό. Εάν η πρόσβαση στο Διαδίκτυο είναι ένα απλό, νομοθετικά προβλεπόμενο δικαίωμα, τότε ένας νόμος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς μέχρι καταργήσεως, μέχρι διακοπής της συνδέσεως ακόμα και με "τρία χτυπήματα", διότι σε αυτή την περίπτωση ο κοινός νομοθέτης δεν ελέγχεται (από τον Δικαστή) ως προς την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και όλων των άλλων προϋποθέσεων δίκαιου περιορισμού θεμελιώδους δικαιώματος. Εάν όμως η πρόσβαση στο Διαδίκτυο είναι θεμελιώδες δικαίωμα, τότε θα πρέπει ο νομοθέτης που επιχειρεί να θέσει περιορισμούς στην άσκησή του, να λάβει υπόψη όλα αυτά τα αυστηρά κριτήρια.

Πότε όμως ένα δικαίωμα είναι "θεμελιώδες" ή "κοινό"; Δικαιούμαστε άραγε, επειδή ενδεχομένως πολιτικά θέλουμε να θέσουμε αυστηρούς περιορισμούς στις νομοθετικές επεμβάσεις, να εντάσσουμε την πρόσβαση στο Διαδίκτυο στα "θεμελιώδη" δικαιώματα; Όχι, μόνο η πολιτική πρόθεση (καλή ή κακή) δεν αρκεί, όταν μιλάμε σε νομικό επίπεδο. Τα θεμελιώδη δικαιώματα στη σύγχρονη δημοκρατία είναι ρητώς κατοχυρωμένα σε διεθνείς συμβάσεις, χάρτες, συντάγματα. Σε κάποιες δικαιοδοσίες, θεμελιώδες δικαίωμα μπορεί να αναγνωρίζεται και από τον Δικαστή. Οι φυσικοδικαιϊκές θεωρίες, κατά τις οποίες τα ανθρώπινα δικαιώματα υπάρχουν "θεμελιωδώς" από μόνα τους και απλώς αποτυπώνονται (καταγράφονται) με το θετό δίκαιο, αναβιώνουν όταν υπάρχουν δραστήριοι νομικοί (επί της ουσίας: τολμηροί και δημιουργικοί δικαστές, αλλά και μελετηροί δικηγόροι) ανεξάρτητα από την κυριολεκτική μεταγραφή τους στα νομικά κείμενα, δεσμευτικά ή "διακηρυκτικά". Ζούμε σε μια τέτοια εποχή, στην οποία η εξέλιξη της νομικής επιστήμης και η ευρύτατη εξάπλωση των σπουδών αυτών έχει απελευθερώσει τις δημιουργικές δυνάμεις των ν0μικών. Στην Ευρώπη έχουμε ένα διακρατικό δικαστήριο, το οποίο παρακολουθεί την τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τα κράτη, εφαρμόζοντας όμως μια Σύμβαση του 1950. Κι ενώ το κείμενο αυτό είναι πλέον 60 ετών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει συμβάλλει καθοριστικά στην εξέλιξη και την διεύρυνση της εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων όλα αυτά τα χρόνια, επαναλαμβάνοντας την διατύπωση ότι η "Σύμβαση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα ζωντανό κείμενο, το οποίο καλείται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής" κι επομένως τα ανθρώπινα δικαιώματα που περιλαμβάνει πρέπει να τυγχάνουν ευρύτατης εφαρμογής, καλύπτοντας ακόμα και περιπτώσεις που ο Ευρωπαίος νομοθέτης του 1950 ούτε καν είχε υποθέσει ότι θα μπορούσαν να προκύψουν. Οι δικαστές επιφυλάσσουν λοιπόν στον εαυτό τους τον τελικό λόγο περί του αν μια βιοτική περίσταση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή όχι. Φυσικά και υφίστανται κριτική για την κατά περίπτωση δημιουργική προσέγγιση της Σύμβασης και δεν είναι λίγες και οι φορές που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει κάνει στροφές στην νομολογία του αναθεωρώντας δημιουργικές - ή και λιγότερο δημιουργικές - προσεγγίσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Θα επιχειρήσω να δώσω μια απάντηση για το εάν η πρόσβαση στο Διαδίκτυο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, ξεκινώντας από το Ελληνικό Σύνταγμα. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε στο κεφάλαιο "Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα" του Συντάγματος, το άρθρο 5Α, το οποίο έχει ως εξής:


1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.
[Σημείωση: τό άρθρο 9 προβλέπει τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του ασύλου της κατοικίας, το άρθρο 9Α προβλέπει την προστασία των προσωπικών δεδομένων και το άρθρο 19 προβλέπει το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας και ανταπόκρισης].
Σύμφωνα λοιπόν με το Σύνταγμα, το δικαίωμα "συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας" αποτελεί ατομικό συνταγματικό δικαίωμα. Επομένως, οι περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν σε αυτό από τον κοινό νομοθέτη είναι μόνον αυτοί που επιτρέπεται να επιβάλλονται στα συνταγματικά δικαιώματα. Κατά το άρθρο 25 του Συντάγματος, οι περιορισμοί που επιτρέπεται να επιβάλλονται σε συνταγματικά δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται από το Σύνταγμα ή από το νόμο και να "σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Επομένως, ο Έλληνας νομοθέτης περιορίζεται στην αρμοδιότητά του ως προς την θέσπιση ενός νόμου three strikes, λόγω πρόσκρουσης στην αρχή της αναλογικότητας: το να σου κόψουν την σύνδεση πρέπει να ελεγχθεί σε σχέση με την αποτελεσματικότητα και αναγκαιότητα ενός τέτοιου μέτρου. Αν το μέτρο δεν κρίνεται αποτελεσματικό και αναγκαίο, τότε ο περιορισμός θα είναι αντισυνταγματικός.
Ωστόσο, όταν μιλάμε για "θεμελιώδη" δικαιώματα, υπαινισσόμαστε και μια οικουμενικότητα ισχύος, πέραν των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Μπορεί η δομή να είναι η ίδια επί της ουσίας (ότι ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να το περιορίσει όπως ένα άλλο, απλό δικαίωμα του κοινού δικαίου), αλλά καθίσταται η πρόσβαση στο Διαδίκτυο ένα "φυσικό" δικαίωμα; Το Ελληνικό Σύνταγμα μπορεί να περιέχει το παραπάνω δικαίωμα, είναι όμως αυτό "θεμελιώδες"; [Αυτή η συζήτηση περί "φυσικού" δικαιώματος έχει τον κίνδυνο να διολισθήσει σε παράλογες αναζητήσεις, τύπου "και με τα κεριά βλέπαμε". Αρνούμαι να εμπλακώ σε ένα διάλογο που θα προέτασσε ότι "η πρόσβαση στο ηλεκτρικό ρεύμα δεν έχει αναγνωριστεί ως θεμελιώδες δικαίωμα, οπότε γιατί κατευθείαν το Διαδίκτυο;", γιατί τον θεωρώ εκτός πεδίου. Εξάλλου και ο "φυσικός δικαστής" δεν φυτρώνει στα δέντρα, αλλά η κρίση από αυτόν αντιστοιχεί σε θεμελιώδες δικαίωμα.]
Ας δούμε λοιπόν και τις διεθνείς συμβάσεις και χάρτες των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η ελευθερία της έκφρασης περιέχει ως συνιστώσα της την ελευθερία της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών (χωρίς να προσδιορίζεται το μέσο αυτής της λήψης και μετάδοσης). Η διατύπωση είναι η εξής:

’Αρθρo 10 . Ελευθερία έκφρασης
1. Παv πρόσωπov έχει δικαίωµα εις τηv ελευθερίαv εκφράσεως. Τo δικαίωµα τoύτo περιλαµβάvει τηv ελευθερίαv γvώµης ως και τηv ελευθερίαv λήψεως ή µεταδόσεως πληρoφoριώv ή ιδεώv, άvευ επεµβάσεως δηµoσίωv αρχώv και ασχέτως συvόρωv. Τo παρόv άρθρov δεv κωλύει τα Κράτη από τoυ vα υπoβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιoφωvίας, κιvηµατoγράφoυ ή τηλεoράσεως εις καvovισµoύς εκδόσεως αδειώv λειτoυργίας.
2. Η άσκησις τωv ελευθεριώv τoύτωv, συvεπαγoµέvωv καθήκovτα και ευθύvας δύvαται vα υπαχθή εις ωρισµέvας διατυπώσεις, όρoυς, περιoρισµoύς ή κυρώσεις, πρoβλεπoµέvoυς υπό τoυ vόµoυ και απoτελoύvτας αvαγκαία µέτρα εv δηµoκρατική κoιvωvία δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv εδαφικήv ακεραιότηταv ή δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και πρόληψιv τoυ εγκλήµατoς, τηv πρoστασίαv της υπoλήψεως ή τωv δικαιωµάτωv τωv τρίτωv, τηv παρεµπόδισιv της κoιvoλoγήσεως εµπιστευτικώv πληρoφoριώv ή τηv διασφάλσισιv τoυ κύρoυς και αµερoληψίας της δικαστικής εξoυσίας.
Η διατύπωση δεν περιλαμβάνει λοιπόν το μέσο με το οποίο ασκείται η ελευθερία. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ενάσκηση αυτών των δικαιωμάτων μέσω του Τύπου ή της ραδιοτηλεόρασης δεν γνωρίζει θεμελίωση σε αυτό το δικαίωμα. Επομένως, γιατί όχι και μέσω του Διαδικτύου;
Στο Διαδίκτυο όμως δεν ασκείται μόνο η ελευθερία της έκφρασης, δηλαδή η δημοσιοποίηση απόψεων και η άντληση πληροφοριών. Ασκείται και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, αυτή η τόσο ευαίσθητη αξίωση για ιδιωτικότητα των πληροφοριών που επιλέγει να αντλήσει ή να μεταδώσει κάποιος, χωρίς να γίνεται αυτό γνωστό. Φυσικά και η ιδιωτικότητα αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, στο οποίο επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών. Σχετικά προβλέπει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ:



’Αρθρo 8 . Δικαίωµα σεβασµoύ της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής

1. Παv πρόσωπov δικαιoύται εις τov σεβασµόv της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής τoυ, της κατoικίας τoυ και της αλληλoγραφίας τoυ.
2. Δεv επιτρέπεται vα υπάρξη επέµβασις δηµoσίας αρχής εv τη ασκήσει τoυ δικαιώµατoς τoύτoυ, εκτός εάv η επέµβασις αύτη πρoβλέπεται υπό τoυ vόµoυ και απoτελεί µέτρov τo oπoίov, εις µίαv δηµoκρατικήv κoιvωvίαv, είvαι αvαγκαίov δια τηv εθvικήv ασnάλειαv, τηv δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv oικovoµικήv ευηµερίαv της χώρας, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και τηv πρόληψιv πoιvικώv παραβάσεωv, τηv πρoστασίαv της υγείας ή της ηθικής, ή τηv πρoστασίαv τωv δικαιωµάτωv και ελευθεριώv άλλωv.
Αυτά είναι τα δύο ανθρώπινα δικαιώματα που ασκούνται ταυτόχρονα κατά την πρόσβασή μας στο διαδίκτυο: ελεύθερη λήψη και μετάδοση πληροφοριών, αλλά και αξίωση για σεβασμό της ιδιωτικής μας ζωής. Συνεπώς, η πρόσβασή μας στο Διαδίκτυο, προστατεύεται από δύο ρητώς κατοχυρωμένες θεμελιώδεις ελευθερίες.
Ενώ όμως το Σύνταγμα προβλέπει ξεκάθαρα το δικαίωμα καθενός για "συμμετοχή στην Κοινωνία της Πληροφορίας", η κατοχύρωση στην ΕΣΔΑ και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν περιέχει χωριστή κατοχύρωση. Το γεγονός ότι ένα εθνικό σύνταγμα έχει ειδική πρόβλεψη για την Κοινωνία της Πληροφορίας, ενώ τα ευρωπαϊκά κείμενα όχι, αποτελεί άραγε λόγο για τον οποίο δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα θεμελιώδες δικαίωμα πρόσβασης στο Διαδίκτυο;
Το ερώτημα μου θυμίζει ένα άλλο παρεμφερες. Ενώ ο ΧΘΔΕΕ και το Ελληνικό Σύνταγμα περιέχουν ειδικό άρθρο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, πέραν του άρθρου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, η ΕΣΔΑ δεν περιέχει ειδική μνεία και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αξιολογεί τις παραβιάσεις των προσωπικών δεδομένων υπό το φως της παράβασης του άρθρου 8 περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Στη θεωρία γίνεται δεκτό ότι η ιδιωτικότητα αποτελεί έναν όρο ευρύτερο, αλλά και στενότερο σε σχέση με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ευρύτερο με την έννοια ότι υπάρχει και ιδιωτικότητα που δεν αφορά δεδομένα (λ.χ. το άσυλο της κατοικίας), αλλά κι επειδή υπάρχουν προσωπικά δεδομένα που δεν αφορούν την ιδιωτική ζωή ενός ατόμου (λ.χ. η είσοδος ενός βουλευτή στο χώρο του Κοινοβουλίου). Το ερώτημα λοιπόν είναι: αποτελεί η προστασία προσωπικών δεδομένων "θεμελιώδες δικαίωμα"; Κατά τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ναι: προβλέπεται μάλιστα ρητά στο άρθρο 8. Μπορεί όμως να πει κάποιος ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων δεν αποτελεί "θεμελιώδες δικαίωμα" κατά την ΕΣΔΑ; Ενδεχομένως, αφού δεν προβλέπεται ρητώς από αυτήν κι ενώ το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει θεσπίσει από το 1981 την Σύμβαση για την προστασία προσωπικών δεδομένων, χωρίς να έχει αναθέσει την εφαρμογή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αυτό όμως, όπως είπαμε, δεν εμπόδισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να εκδικάσει υποθέσεις παραβίασης προσωπικών δεδομένων, υπό το φως του άρθρου για την ιδιωτικότητα.
Έτσι κάπως, η συζήτηση γινεται εντελώς φορμαλιστική - εάν κάποιος πει ότι η πρόσβαση στο Διαδίκτυο δεν αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα μόνο και μόνο επειδή δεν υπάρχει σε ένα άρθρο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων είναι σαν να εξισώνει τα "δικαιώματα" με τα "άρθρα" του Χάρτη. Πρόκειται για προσβολή κάθε έννοιας σοβαρής ανάγνωσης ενός νομικού κειμένου: τα δικαιώματα δεν είναι όσα τα άρθρα, αφού σε ένα άρθρο μπορεί να περιλαμβάνονται περισσότερα δικαιώματα, αλλά και ένα δικαίωμα μπορεί να εδράζεται σε περισσότερα άρθρα. Για παράδειγμα, το άρθρο 11 (με τίτλο "Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας") περιλαμβάνει πολλά θεμελιώδη δικαιώματα: δικαίωμα μεταβολής θρησκεύματος, ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεών του, ατομικά ή συλλογικά, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, με τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές και δικαίωμα αντίρρησης συνειδήσεως. Ταυτόχρονα, ορισμένα από αυτά τα δικαιώματα αποτελούν συνιστώσες άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων: έκφρασης, συνάθροισης, ιδιωτικότητας, τα οποία συνισχύουν και ενισχύουν τα θρησκευτικά θεμελιώδη δικαιώματα.
Έτσι λοιπόν, η έλλειψη ενός άρθρου που θα προβλέπει ρητώς και κατηγορηματικώς την πρόσβαση στο Διαδίκτυο ως "θεμελιώδες δικαίωμα" δεν σημαίνει ότι αυτό το δικαίωμα δεν υπάρχει. Το δικαίωμα υπάρχει και αποτελείται από βασικές και ρητές συνιστώσες κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και η προστασία της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων.
Άραγε δεσμεύει όλη αυτή η ανάλυση την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Αναφέρει λοιπόν το άρθρο 6 παρ. 3 της Συνθήκης της Λισαβόνας:

Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.
Η Συνθήκη της ΕΕ αναγνωρίζει λοιπόν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι απλώς κατοχυρώσει της ΕΣΔΑ, αλλά και απόρροια των κοινών συνταγματικών παραδόσεων (όχι απλώς διατυπώσεων Συνταγμάτων) των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι βέβαια ίσως νωρίς να μιλάμε για "παράδοση" όταν αναφερόμαστε σε συνταγματικά δικαιώματα. Αποτελεί αναμφισβήτητα όμως κοινή συνταγματική αρχή των κρατών μελών της ΕΕ το σύνολο της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε ζητήματα λήψης και μετάδοσης πληροφοριών καθώς και προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η υπεροχή της ρητής κατοχύρωσης ενός θεμελιώδους δικαιώματος σαφώς δεν είναι αμελητέα - ενόψει κυρίως της ασφάλειας δικαίου - αλλά η νομική αναγνώριση της ύπαρξής του δικαιώματος είναι κάτι που δεν μπορεί να αποκλειστεί από έναν φορμαλιστικό θετικισμό που εξισώνει τα δικαιώματα με τα άρθρα των διεθνών συνθηκών, ιδίως την στιγμή που οι ίδιες συνθήκες αναφέρονται σε μη κειμενικές κατοχυρώσεις όπως είναι η κοινή ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση.
Όλη η συζήτηση επαναφέρει κλασικά ερωτήματα της γενικής θεωρίας, της μεθοδολογίας και της φιλοσοφίας του δικαίου, όπως εξάλλου συμβαίνει γενικά με την νομική αντιμετώπιση κάθε νέου φαινομένου που αφορά την κοινωνική μας ζωή. Το Διαδίκτυο είναι ίσως το κεντρικότερο από αυτά τα νέα φαινόμενα που έχει αλλάξει την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο. Η ανάλυση των σχέσεων που διαμορφώνονται από τη λειτουργία του Διαδικτύου έρχεται να τεστάρει κατά πόσον τελικά η νομική είναι μια επιστήμη που διαθέτει επαρκή "εργαλεία" για να εκπληρώσει την αποστολή της στο σύγχρονο κόσμο.

Παρασκευή, Μαΐου 28, 2010

Οι μαζικές άρσεις απορρήτου για λόγους "εθνικής ασφάλειας"

Όπως έγινε γνωστό πριν από μερικές εβδομάδες, με σχετική πολιτειακή πράξη διατάχθηκε η άρση του απορρήτου σε περιοχές της Αθήνας για τον εντοπισμό προσώπων που θα μπορούσαν να τους αποδοθούν τρομοκρατικές πράξεις ( βλ δημοσίευμα της "Ε").

Σχολιάστηκε τόσο το εκτεταμένο των παρακολουθήσεων, όσο και το γεγονός ότι η άρση θεμελιώθηκε στην επίκληση της "εθνικής ασφάλειας" και όχι στις διατάξεις για την διερεύνηση ιδιαίτερα σοβαρών. Ας θυμίσουμε ότι αυτοί οι δύο είναι οι συνταγματικά επιτρεπτοί λόγοι που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών .

Τις συνταγματικές αυτές επιταγές εξειδικεύει ο Ν. 2225/1994.

Στο άρθρο 4του νόμου προβλέπεται η αναλυτικότατη λίστα για τα ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα (κακουργήματα) που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου. Στο άρθρο 3 όμως υπάρχει η εντελώς αόριστη αναφορά ότι η άρση επιτρέπεται και για θέμα "εθνικής ασφάλειας", ενώ την άρση έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον Εισαγγελέα Εφετών η αρμόδια για το θέμα δημόσια αρχή.

Ο νόμος δηλαδή δεν προβλέπει ειδικούς λόγους που συνδέονται με την εθνική ασφάλεια για την οποία θα επιβαλλόταν η άρση του απορρήτου. Έτσι η άρση για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτελεί ένα ευρύτατο πεδίο διακριτικής ευχέρειας του Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος καλείται - χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις- να διατάξει την άρση άπορρήτου κατ΄ απόλυτη διακριτική ευχέρεια. Αυτό όμως σημαίνει ότι για το "θύμα" της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν υπάρχει η προβλεψιμότητα και προσβασιμότητα σε νομοθετικό κανόνα που επιτρέπει - με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα - μια τέτοια σοβαρή επέμβαση στην ιδιωτικότητά του. Ενώ δηλαδή για τα ποινικά αδικήματα, ξέρει ότι εάν είναι ύποπτος για το Χ άρθρο του Ποινικού Κώδικα μπορεί να αρθεί το απόρρητό του, για την αόριστη έννοια "εθνική ασφάλεια" δεν μπορεί να ξέρει ποτέ πως θα την ερμηνευσει ο Χ εισαγγελέας.

Θα μπορούσε και θα έπρεπε η ευρύτατη έννοια της "εθνικής ασφάλειας" να συνδέεται με άρση του απορρήτου μόνο στο μέτρο που ο παρακολουθούμενος είναι ύποπτος τέλεσης κάποιου από τα ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα ως εγκλήματα κατά της ακεραιότητας της χώρας κλπ. Δηλαδή το άρθρο του Ν.2225 δεν αρκεί να αναφέρεται γενικά και αόριστα σε "εθνική ασφάλεια", αλλά θα έπρεπε να εξειδικεύει και να οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής της άρσης του απορρήτου στις περιπτώσεις πιθανής τέλεσης των αδικημάτων που ο ποινικός νόμος συνδέει με την εθνική ασφάλεια, διότι έτσι θα υπήρχε προσβασιμότητα και προβλεψιμότητα του νόμου ενόψει της παραβίασης της ιδιωτικότητας. (Είναι μεγάλη η συζήτηση βέβαια περί του κατά πόσον και οι αντικειμενικές υποστάσεις των αδικημάτων κατά της ασφάλειας της χώρας κλπ του Ποινικού Κώδικα είναι αρκούντως σαφείς ενόψει των αρχών του ποινικού δικαίου περί lex certa). Επί του παρόντος όμως, η διατύπωση και η εφαρμογή του νόμου για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτελεί τυπική περίπτωση παραβίασης του άρθρου της ΕΣΔΑ από την Ελλάδα και είναι πολύ πιθανό να οδηγηθούμε σε σχετική καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.


Και το μεγάλο ερώτημα είναι : ποια είναι η αποδεικτική αξία του υλικού που συλλέχθηκε με βάση μια άρση απορρήτου για λόγους "εθνικής ασφάλειας", ενώ εξ αρχής ο σκοπός ήταν να χρησιμοποιηθεί για την διερεύνηση ιδιαίτερα σοβαρών . Αυτό βέβαια αφορά την συγκεκριμένη υπόθεση βάσει της οποίας αποκαλύφθηκε η εκτεταμένη άρση . Ωστόσο, αυτό που θα έπρεπε να ελεγχθεί είναι, πέρα από το περιορισμένο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, τι έγιναν όλα τα δεδομένα όλων των υπόλοιπων άσχετων πολιτών που συλλέχθηκαν στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας και κατά πόσον η συλλογή, ως προς όλους αυτούς, ήταν νόμιμη.

Μια τέτοια έρευνα, θα προϋπέθετε όμως την άμεση και αυτεπάγγελτη δραστηριοποίηση των ελεγκτικών ανεξάρτητων αρχών που έχουν ταχθεί από την Πολιτεία για την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη: Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και Συνήγορος του Πολίτη। Στις ιστοσελίδες τους δεν υπάρχει κάποια ανακοίνωση σχετικά με το ζήτημα που απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινή γνώμη.

Ο ρόλος των Αρχών αυτών είναι όμως η άμεση επέμβαση, η διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών, η εξέταση του ζητήματος από όλες τις πλευρές που εμπλέκονται με την εν λόγω παρακολούθηση και η έκδοση σχετικών πορισμάτων। Στο μέτρο που οι ανεξάρτητες αρχές δεν επιτελούν την αποστολή τους, υπάρχει και η ασφαλιστική δικλείδα της κλήσης τους από το Κοινοβούλιο (Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας) το οποίο ασκεί και τον δημοκρατικό έλεγχό του.

Καθώς όμως τίποτε από αυτά δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ένα απτό αποτέλεσμα, νομίζω ότι έχουμε άλλη μια ωραία περίπτωση στην οποία μπορεί να ενεργοποιηθεί η περίφημη Κοινωνία των Πολιτών: οι πολίτες των οποίων αδίκως ήρθη το απόρρητο με αυτή την έωλη και αντίθετη στο ευρωπαϊκό δίκαιο νομική βάση, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την αποκατάστασή τους με σχετική προσφυγή στην Δικαιοσύνη, εθνική και ευρωπαϊκή.

Τρίτη, Μαΐου 25, 2010

10.000 ευρω πρόστιμο για απόλυση εγκύου

Σύμφωνα με σύνοψη διαμεσολάβησης του Συνηγόρου του Πολίτη, η Επιθεώρηση Εργασίας επέβαλε πρόστιμο 10.000 ευρώ σε εργοδότη για απόλυση εγκύου. Η υπόθεση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι προέρχεται από τον νεοσύστατο Κύκλο Ισότητας των Φύλων του Συνηγόρου του Πολίτη. Το διαδικαστικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο Συνήγορος εξέτασε μάρτυρες και των δύο πλευρών κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, λειτουργώντας ως οιονεί δικαιοδοτικό όργανο. Ο Συνήγορος εισηγήθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας την επιβολή προστίμου, εισήγηση που φέρεται ότι έγινε δεκτή, σύμφωνα με τη σχετική σύνοψη διαμεσολάβησης.

Χαιρετίζουμε την απόφαση του Συνηγόρου να ακολουθήσει διαδικασίες ουσιαστικής διερεύνησης της αλήθειας με την εξέταση μαρτύρων και την ενεργοποίηση κυρωτικού μηχανισμού. Διότι μπορεί από τη φυσιογνωμία του θεσμού, ένας Συνήγορος να μην επιβάλλει κυρώσεις, αλλά θα πρέπει να αξιοποιεί όλες τις θεσμικές δυνατότητες που του δίνονται ώστε να επιβάλλει τις απόψεις του ως ανεξάρτητη αρχή, ώστε να λειτουργεί ως αποτελεσματικός φορέας του κράτους δικαίου και να μην καταντά μια χάρτινη τίγρη.

Kαμία υπόθεση δεν πρέπει να μπαίνει στο αρχείο, εάν η Διοίκηση αρνείται να συμμορφωθεί στις συστάσεις του Συνηγόρου, αν προηγουμένως δεν έχει συνταχθεί το σχετικό Πόρισμα προς τον προϊστάμενο Υπουργό κι αν δεν έχει υποβληθεί φάκελος στην εισαγγελία για το ποινικό αδίκημα της άρνησης συνεργασίας με τον Συνήγορο του Πολίτη.




Κυριακή, Μαΐου 23, 2010

Blogs: Είναι συμβατή η ανωνυμία με τη δεοντολογία;

Έχω υποστηρίξει πολλές φορές ότι η ανωνυμία στο Διαδίκτυο - επομένως και στα blogs -αποτελεί  συνιστώσα της ελευθερίας της έκφρασης. Στο Διαδίκτυο ασκούμε ταυτόχρονα πολλά δικαιώματα, τα οποία μπορεί να φαίνονται αντιφατικά μεταξύ τους, όμως δεν είναι: δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικότητας (ψευδωνυμία, ανωνυμία, απόρρητο) σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. 

Ταυτόχρονα ομως, η ανωνυμία δεν συνιστά αλληλοαποκλειόμενη αξία σε σχέση με την δεοντολογία που πρέπει να τηρεί καθένας στο δημόσιο λόγο (είτε είναι, είτε δεν είναι δημοσιογράφος). Το ότι είσαι ανώνυμος δεν σημαίνει ότι απαλάσσεσαι από την υποχρέωση διασταύρωσης και τεκμηρίωσης μιας είδησης ΠΡΙΝ την μεταδόσεις. Το ότι γράφεις σε blog δεν σημαίνει ότι απαλάσσεσαι από την αναζήτηση της αντίθετης άποψης, όταν μεταδίδεις μια πληροφορία (όχι απλή κρίση) για ένα ερειζόμενο ζήτημα.

Μπορεί οι ίδιοι οι κανόνες της δεοντολογίας να μην περιλαμβάνονται σε νομικά δεσμευτικό κείμενο (εκτός από το π.δ. 77/2003 για τις ενημερωτικές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές), αλλά η παράλειψη τήρησής τους, σε συνδυασμό με αρνητικές επιπτώσεις για την προσωπικότητα του θιγόμενου, στοιχειοθετούν αυξημένο δόλο: δεν διασταύρωσες ρισκάροντας την ανακρίβεια, μόνο και μόνο επειδή στην ακατέργαστη μορφή της η πληροφορία φαίνεται πιο "ζουμερή", άρα θα κερδίσεις μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα. Θα χάσεις όμως σε εγκυρότητα. Θα χάσεις ενδεχομένως και μερικές χιλιάδες ευρώ σε αποζημίωση που θα καταδικαστείς να καταβάλεις στον θιγόμενο. 

Το ότι έχουμε νέα μέσα δεν σημαίνει ότι καταργήθηκε αυτομάτως η γενική νομοθεσία: σημαίνει ότι δεν εφαρμόζεται η ειδική νομοθεσία που είχε θεσπιστεί για τα παραδοσιακά μέσα. Κατά τ' άλλα, οι κανόνες της δεοντολογίας έχουν αναγνωριστεί από τα Δικαστήρια ως ένα ευρύτερο σύνολο υποχρεώσεων που απορρέουν από τα "συναλλακτικά ήθη".

Μια κωδικοποίηση αυτών των κανόνων, προσαρμοσμένων ειδικά για τα blogs, είχα επιχειρήσει πριν 3 χρόνια (Κώδικας Δεοντολογίας Ιστολογίων) (Επεξηγήσεις στον Κώδικα Δεοντολογίας Ιστολογίων). Υπάρχει ήδη μια υπόθεση που εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη και στην οποία έχει τεθεί υπόψη η συγκεκριμένη κωδικοποίηση των συναλλακτικών υποχρεώσεων των bloggers. Οπότε, με την απόφαση θα μάθουμε κατά πόσον οι δικαστές θεωρούν ότι οι bloggers δεσμεύονται ή όχι από τη δεοντολογία του δημόσιου λόγου. 

 



Πέμπτη, Μαΐου 06, 2010

H αμφισβήτηση του Συντάγματος

Εδώ και αρκετούς μήνες, το ΚΚΕ εγκαλείται για περιφρόνηση του Συντάγματος. Χθες η γενική γραμματέας του Κόμματος το αποδέχθηκε, λέγοντας ότι τα συντάγματα αλλάζουν κι ότι σε κάθε περίπτωση, το ΚΚΕ καταψήφισε το Σύνταγμα, επειδή θεωρεί ότι είναι ένα κακό Σύνταγμα και ότι o λαός πρέπει να παλέψει  να  αλλάξει.

(Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε βέβαια και σε ποια κεφάλαια έχει ενστάσεις το ΚΚΕ. Γιατί υποψιάζομαι ότι αφορά και άρθρα για τα ατομικά δικαιώματα, όπως η ελευθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, η ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομική ζωή της χώρας καθώς και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Αν είναι έτσι, τότε είτε η  ΕΣΔΑ είναι αντικομμουνιστικό κείμενο, είτε το ΚΚΕ είναι κατά των ανθρώπινων δικαιωμάτων). 

Από την άλλη πλευρά, όποιος κατηγορεί το ΚΚΕ ότι περιφρονεί το Σύνταγμα, αυτομάτως θεωρείται "αντικομμουνιστής", μάλλον με το υπονοούμενο ότι είναι αντίθετος στη δημοκρατία (η οποία περιλαμβάνει και το ΚΚΕ - ή μάλλον, κατά την αντίληψη του Κόμματος, ταυτίζεται με το ΚΚΕ).

Επιτρέπονται αυτά;

Είναι προφανές ότι το ΚΚΕ είχε κάθε δικαίωμα να καταψηφίσει το σύνταγμα και τις αναθεωρήσεις του (αν και στην τελευταία το 2008, για την άρση του ασυμβίβαστου βουλευτικής - επαγγελματικής ιδιότητας δεν είχε αντιρρήσεις...). Έχει κάθε δικαίωμα να απορρίπτει πολιτικά το Σύνταγμα ως κακό και να ευαγγελίζεται την αναθεώρηση ή ακόμη και την ανατροπή του (νόμιμα γίνεται με επανάσταση - συντακτική συνέλευση κλπ). Αυτά είναι μέσα στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος.  

Είναι όμως επίσης προφανές ότι κανένας δεν έχει δικαίωμα να παραβιάζει το Σύνταγμα, ως ισχύον δίκαιο. Άλλο να λες ότι θέλεις να το αλλάξεις κι άλλο να το παραβιάζεις, εις βάρος όλων των υπολοίπων. Άλλο να έχεις μια άποψη, παλεύοντας για την επικράτησή της, κι άλλο να την επιβάλλεις με τη βία. 

Και στις δύο περιπτώσεις, όποιος διαφωνεί με το Σύνταγμα, δεν μπορεί να έχει την αξίωση να είναι και υπεράνω κριτικής. Από την άλλη πλευρά, όταν η κριτική προέρχεται από πολιτικό φορέα,  ο οποίος επίσης αμφισβητεί με τη ρητορική του ορισμένες συνταγματικές αρχές (όπως η ισότητα, η ελευθερία κλπ), πολιτικά δεν μπορεί να πείσει κανέναν πέραν των ψηφοφόρων του. 





Τετάρτη, Μαΐου 05, 2010

Διαφάνεια της προσωπικής αξιολόγησης στα κοινωνικά δίκτυα

Στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης που αναπτύσσονται με βάση τη συμμετοχή, τον σχολιασμό και την ανάρτηση περιεχομένου από τους χρήστες, πολύ συχνά παρέχονται και δυνατότητες "καταγγελίας" ή "αναφοράς" ενός χρήστη για παραβίαση όρων χρήσης. Οι φορείς των υπηρεσιών συχνά έχουν υιοθετήσει συστήματα τα οποία με αυτοματοποιημένο τρόπο λαμβάνουν αποφάσεις με βάση λ.χ. το πλήθος των καταγγελιών ή των επισημάνσεων, χωρίς καν να έχουν ενημερώσει τον φερόμενο ως "δράστη". Το αποτέλεσμα είναι να πέφτουν θύματα αβάσιμων καταγγελιών ή αρνητικών "επισημάνσεων" άνθρωποι, επειδή πολύ απλά οι απόψεις τους ενοχλούν ή δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς ή στοχοποιούνται από τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους.

Είναι συχνό πλέον στο facebook να χάνονται τα profile προσώπων με μια ευρύτερη κοινωνική δράση, επειδή πολύ απλά έχουν πέσει θύματα στοχευμένων επιθέσεων από διαφωνούντες. Επίσης σε άλλα κοινωνικά δίκτυα είναι πολύ συχνή η επιβολή λογοκρισίας με την μέθοδο του "flag", το οποίο οδηγεί μετά από έναν όγκο "αναφορών" στην απομάκρυνση του περιεχομένου για λόγους λ.χ. "πνευματικής ιδιοκτησίας", χωρίς ποτέ ο φερόμενος ως δράστης να έχει ειδοποιηθεί εκ των προτέρων. Ένα άλλο παράδειγμα είναι στα fora του Web 2.0 στο οποίο τα σχόλια διαγράφονται μετά από πολλές επισημάνσεις, με αυτοματοποιημένο τρόπο, χωρίς να μπορεί να υπερασπιστεί κάποιος -τεχνικά- τον εαυτό του από την επιβολή μιας ανελέητης και βαθύτατα αντιδημοκρατικής πρακτικής που φαλκιδεύει την ελευθερία της έκφρασης πίσω από ένα "απόρρητο", το οποίο βέβαια δεν έχει καμία νομοθετική βάση.

Ας δούμε λοιπόν τι λέει η νομοθεσία για όλα αυτά.

Το προφίλ στο facebook, αλλά και το περιεχόμενο που αναρτά ένας χρήστης στο YouTube ή σε άλλες υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης (λ.χ. σχόλια στο buzz) αποτελεί "πληροφορία που αναφέρεται σε ένα φυσικό πρόσωπο" και ως τέτοια συνιστά "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα" (άρθρο 2 (α) Ν.2472/1997). Αυτό σημαίνει ότι η διαχείριση αυτών των πληροφοριών εκ μέρους του φορέα υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να γίνεται σε συμμόρφωση με την νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Δύο είναι οι κρίσιμοι κανόνες που εγγυώνται την διαφάνεια, αλλά και την λογοδοσία σε αυτές τις περιπτώσεις: το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που το αφορούν και το δικαίωμα αντίταξης σε αυτοματοποιημένες αποφάσεις. Ας δούμε τα δύο δικαιώματα.


(α) Το δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμειμένου στα δεδομένα που το αφορούν. Αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου προστασίας προσωπικών δεδομένων ότι καθένας πρέπει να ξέρει ποιος, γιατί και υπό ποιους όρους επεξεργάζεται τα προσωπικά του δεδομένα. Το δικαίωμα πρόσβασης προβλέπεται στο άρθρο 12 του Ν.2472/1997. Αυτό σημαίνει ότι καθένας έχει δικαίωμα να ξέρει ΠΟΙΟΣ είναι αυτός που έκανε την εις βάρος του "αναφορά", "καταγγελία" ή αρνητική "επισήμανση", η οποία είχε αρνητικά αποτελέσματα (λ.χ. το κλείσιμο του προφίλ του ή την αυτοματοποιημένη απόκρυψη ενός σχολείου του). Συγκεκριμένα, το άρθρο 12 αναφέρει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας (εδώ: ο φορέας παροχής υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης) έχει υποχρέωση να ενημερώσει το υποκείμενο των δεδομένων (εδώ: ο κρινόμενος ως "δράστης") για τις εξής πληροφορίες:

α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους.

β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών.

γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του.

δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας.

ε) κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδιώς λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων, και

στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε', εφόσο τούτο δεν είναι αδύνατον ή δεν προυποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες.


Με λίγα λόγια: έχουμε δικαίωμα να ξέρουμε ΠΟΙΟΣ είναι αυτός που έκανε την "αναφορά", το "flag", την "καταγγελία", γι΄αυτό και οι φορείς κοινωνικών δικτύων πρέπει να έχουν αναπτύξει έτσι τις υποδομές τους για την υποβολή καταγγελίας ώστε να μην παρέχεται η δυνατότητα στον κάθε καταγγέλλοντα να καλύπτεται πίσω από το απόρρητο, διότι έτσι οι φορείς οι ίδιοι θα έχουν παραβιάσει τις σχετικές υποχρεώσεις διαφάνειας έναντι των υποκειμένων των δεδομένων.


(β) το δικαίωμα αντίταξης σε αυτοματοποιημένες δυσμενείς αποφάσεις.


Αυτό το δικαίωμα μας δίνει τη δυνατότητα να μη συμμόρφωθούμε με μια απόφαση που έχει ληφθεί εξ ολοκλήρου με αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων, χωρίς να έχει ακουστεί δηλαδή πιο πριν το πρόσωπο που θίγεται. Εκκινώντας από την αφετηρία ότι τα μηχανήματα υπηρετούν τους ανθρώπους κι όχι το αντίστροφο, ο νόμος προβλέπει ότι καμία αρνητική απόφαση δεν είναι δεσμευτική, αν δεν έχει δοθεί πιο πριν στον θιγόμενο το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, ώστε να εκθέσει κι αυτός τις απόψεις του και να ληφθούν υπόψη κατά την τελική κρίση υπέρ ή εις βάρος του. Πρόκειται για την βασική αρχή του δικαίου "audiatur et altera pars", να ακούγεται και η άλλη πλευρά.

Το δικαίωμα αυτό προβλέπεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο, στο άρθρο 15 της Οδηγίας 95/46:


Άρθρο 15

Αυτοµατοποιηµένες ατοµικές αποφάσεις

1. Τα κράτη µέλη παρέχουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωµα να µη συµµορφωθεί µε απόφαση που παράγει νοµικά αποτελέσµατα έναντι αυτού ή το θίγει σηµαντικά εφόσον η εν λόγω απόφαση βασίζεται αποκλειστικώς σε αυτοµατοποιηµένη επεξεργασία που αξιολογεί ορισµένες πτυχές της προσωπικότητάς του, όπως η απόδοσή του στην εργασία, η φερεγγυότητά, η αξιοπιστία, η διαγωγή του κ.λπ.

2. Τα κράτη µέλη προβλέπουν, µε την επιφύλαξη άλλων άρθρων της παρούσας οδηγίας, ότι ένα πρόσωπο µπορεί να υποχρεωθεί να συµµορφωθεί µε µία από τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, εάν η εν λόγω απόφαση:

α) έχει ληφθεί στο πλαίσιο της σύναψης ή της εκτέλεσης σύµβασης, εφόσον το αίτηµα σύναψης ή εκτέλεσης της σύµβασης του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδοµένα έχει ικανοποιηθεί ή πρόσφορα µέτρα, στα οποία περιλαµβάνεται η δυνατότητα να προβάλει την άποψή του, κατοχυρώνουν το έννοµο συµφέρον του ή

β) επιτρέπεται από νοµοθετική διάταξη που καθορίζει τα µέτρα τα οποία κατοχυρώνουν το έννοµο συµφέρον του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδοµένα.

Όταν λοιπόν τα κοινωνικά δίκτυα έχουν τέτοιες εφαρμογές ώστε να αποκόπτονται δεδομένα ή πληροφορίες του χρήστη μόνο και μόνο ύστερα από την συγκέντρωση ενός αριθμού "κλικ" στο κουμπί "καταγγελία"/"αναφορά"/κόκκινη σημαία, τότε η λήψη της απόφασης είναι εξ ολοκλήρου αυτοματοποιημένη και ως εκ τούτου απαγορευμένη, εάν προηγουμένως δεν έχει δοθεί στο υποκείμενο των δεδομένων η δυνατότητά του να τοποθετηθεί για να αντικρούσει τις τυχόν κακόβουλες κι αβάσιμες "αναφορές". Εάν δεν προβλέπεται αυτή η δυνατότητα, τότε οι φορείς παροχής κοινωνικών δικτύων παραβιάζουν προφανώς αυτό το άρθρο της Οδηγίας 95/46. Πρέπει λοιπόν να λαμβάνουν τα τεχνικά μέτρα ώστε να μπορεί να αντικρουστεί η πιθανώς αβάσιμη ή καταχρηστική καταγγελία που ενδέχεται να οδηγήσει με αυτοματοποιημένο τρόπο σε απώλεια στοιχείων, προφίλ ή σχολίων σε ένα forum διαλόγου.


Οι αρχές διαφάνειας και λογοδοσίας που διέπουν το θεμελιώδες δίκαιο των προσωπικών δεδομένων πρέπει να γίνονται λοιπόν σεβαστές και να τηρούνται και από τους ιδιωτικούς φορείς των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι υπάγονται επίσης στη σχετική νομοθεσία. Μόνο έτσι θα διασφαλιστεί ότι δεν θα προκύψουν νέες μορφές ιδιωτικής λογοκρισίας από τη χρήση - κατάχρηση των εγγυήσεων ασφάλειας του Web 2.0.


Update:

Το παραπάνω κείμενο παραπέμφθηκε στο buzz, όπου ακολούθησε μια άνευ προηγουμένου προσβλητική επίθεση. Χωρίς επιχειρήματα, με κραυγές, αφορισμούς και πολύ "ύφος", από άτομα με βαθύτατη προκατάληψη και άγνοια.

Ενώ τέθηκε ένα απτό, συγκεκριμένο και σαφές πρόβλημα, (στο οποίο παραπάνω μπορεί να διαβάσει κανείς και την λύση του), επιλέχθηκε η λοιδωρία και, φυσικά, το "κλείδωμα" του θέματος. Ίσως και με το πρόσχημα της έλλειψης "επικαιρότητας", λες και είναι δημοκρατικό να μιλάμε μόνο για την επικαιρότητα.

Αυτοί είναι και οι ίδιοι οι λόγοι, για τους οποίους μια τόσο καλή ιδέα (το buzz) εξελίχθηκε τελικά σε μια από τις χειρότερες εφαρμογές διαδικτυακού σχολιασμού, από πλευράς περιεχομένου. Αντί να δούμε το ζήτημα, χτυπάμε αυτόν που το θέτει.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, όπως κάθε άτομο με στοιχειώδη αυτοσεβασμό νομίζω, δεν έχω καμία θέση.




Δεν αντέχουμε κι άλλες παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων

Πριν από μήνες ο Επίτροπος Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε δημοσιεύσει ένα κείμενο, σύμφωνα με το οποίο το πιο βασικό σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης είναι να μην επιτρέψουμε να παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Το δικαίωμα στη ζωή, στην ελεύθερη μετακίνηση, στην απαγόρευση βασανιστηρίων, στην ειρηνική συνάθροιση, στην ιδιωτικότητα, στην ελεύθερη έκφραση, στην περιουσία, στην εργασία και όλες οι υπόλοιπες κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού αποτελούν την πεμπτουσία της ανθρώπινης ιδιότητας.

Τα δικαιώματα αυτά παραβιάζονται σήμερα στο κέντρο της Αθήνας.

Το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο και έχει πολλαπλές επιπτώσεις σε διάφορες πτυχές του δημόσιου βίου, αλλά και ατομικά σε κάθε πολίτη στην χώρα.

Οι γενικοί αφορισμοί είναι λάθος. Οι υστερικές αντιδράσεις δεν οδηγούν επίσης πουθενά. Αυτό που χρειάζεται είναι ψυχραιμία και σκέψη. Όσες και όσοι μπορούν να συγκρατήσουν την δυνατότητα να σκέφτονται με καθαρό μυαλό, πρέπει να υπενθυμίζουν με κάθε τρόπο ότι η βία και οι καταστροφές θα μας παρασύρουν όλους πολύ πιο χαμηλά, σε μεγαλύτερη εξαθλίωση, σε δυσμενέστερες συνθήκες.

Χρειάζεται αγώνας, μελέτη και, κυρίως, προτάσεις. Χρειάζονται θετικά μηνύματα, δεν αντέχουμε άλλα "όχι".


Υποχρέωση επανόρθωσης και δεοντολογία ιστολόγων

Δεν θα έπρεπε να αναγνωριστεί μια δεοντολογική υποχρέωση επανόρθωσης, όταν κάποιος έχει γράψει μια ανακρίβεια ή έστω μια λάθος εκτίμηση στο blog του; Θεωρώ πως ναι. 

Πριν από  μήνες ο Leo Irakliotis, πανεπιστημιακός δάσκαλος,  έγραψε στο blog του ένα κείμενο με τίτλο "Τι σε περιμένει Θέμη!", στο οποίο εκτιμούσε ότι ο αντίδικος του κ. Λαζαρίδη θα ζητούσε "κανα-δυο αναβολές", με πιθανό αποτέλεσμα την ταλαιπωρία από άσκοπες μετακινήσεις για τη δίκη.  Το φαινόμενο των αναβολών είναι βέβαια σύνηθες στην Ελληνική Δικαιοσύνη (αν και συνήθως όχι από ευθύνη των εναγόντων, αλλά από αιτήσεις των εναγομένων και λόγω φορτωμένων πινακίων υποθέσεων που δεν επιτρέπουν χρονικά την εκδίκαση όλων των αγωγών), όμως από την αρχή θεώρησα εντελώς ατεκμηρίωτη την προκατάληψη του στις υπερβολές που γράφει εκεί, παρουσιάζοντας τον αντίδικο του Θ.Λαζαρίδη ως έχοντα πρόθεση ταλαιπωρίας.

Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τον Leo Irakliotis. Η δίκη αναβλήθηκε όντως μία φορά, όχι όμως με αίτηση του αντιδίκου του κ. Λαζαρίδη. Ο κ. Λαζαρίδης ενημέρωσε τους αναγνώστες του για εκείνη την αναβολή, χωρίς βέβαια να διευκρινίσει για ποιο λόγο δόθηκε η αναβολή και αν αυτό ζητήθηκε από κάποιον διάδικο (και, αν ναι, από ποιον). Δικαίωμά του, φυσικά, και κρίνεται από τον κάθε αναγνώστη για την πληρότητα των πληροφοριών που μεταδίδει.

Τελικά όμως η δίκη έγινε στη μετ' αναβολή δικάσιμο, όπως επίσης ενημέρωσε ο κ. Λαζαρίδης.

Άρα, από τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο ίδιος ο  κ. Λαζαρίδης, προκύπτει ότι ο Leo Irakliotis έπεσε έξω στις εκτιμήσεις που έκανε, από προφανή προκατάληψη για την Ελληνική Δικαιοσύνη και για τον αντίδικο του κ. Λαζαρίδη. 

Ο Leo Irakliotis έκανε, λοιπόν, λάθος. Θα το αναγνωρίσει;


To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...