"
Congress must never declare equal those who God created unequal".
Aυτή η φράση αποτελεί το βασικό επιχείρημα των βουλευτών του Κοινοβουλίου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής που αντιτάσσονταν στην προτεινόμενη τροπολογία του Συντάγματος για την κατάργηση της δουλειάς - μια αναθεώρηση που προώθησε και πέτυχε ο Α. Λίνκολν, σηματοδοτώντας το τέλος του εμφυλίου πολέμου των Βορείων και Νοτίων. Μια οικονομία που είχε βασιστεί στην σκλαβιά έδινε την τελευταία της μάχη για να αποτρέψει την απελευθέρωση των δούλων, επικαλούμενη το θείο. Ο Α.Λίνκολν έδωσε έναν αγώνα, όχι πάντα διαφανή, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται για την συνταγματική αναθεώρηση. Στο τέλος - κι ελπίζω να μην κατηγορηθώ για spoiler - ναι, η τροπολογία ψηφίζεται οριακά και η απαγόρευση της δουλείας κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα των Η.Π.Α.
Η ταινία είναι ασήμαντη κινηματογραφικά, καθώς εμμένει στον στείρο ακαδημαϊσμό, στον οποίο προσφεύγει ο Σπίλμπεργκ όταν "στρατεύεται" πολιτικά ή όταν βάζει στόχο να πάρει Όσκαρ. Δεν υπάρχει ούτε ένα εύρημα για τα προσχήματα, όπως ήταν λ.χ. το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό στην Λίστα του Σίντλερ. Το φωτοστέφανο ακολουθεί κυριολεκτικά τον Ντάνιελ Ντέι Λούις οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, ακόμη κι όταν λέει ένα σιχαμερό αστείο. Υπάρχει μια μπανάλ τελειότητα και μια εξόφθαλμη "επικαιροποίηση" του θέματος, χωρίς όμως να συνοδεύεται από μια σύγχρονη εμβάθυνση ή ματιά. Από την αρχή η ταινία θέλει να μιλήσει για το σήμερα, αλλά χρησιμοποιεί μόνο τα υλικά του χθες.
Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν δύο σημαντικά θέματα για περισυλλογή, τα οποία αφορούν την ίδια την φύση της δημοκρατίας. Το πρώτο είναι ο πολιτικός τρόπος με τον οποίο συγκροτείται μια αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 ενός σώματος αντιπροσώπων και το δεύτερο είναι τί γίνεται όταν αυτό το σώμα καλείται να αποφασίσει για την τύχη ανθρώπων που δεν έχουν συμμετάσχει στην διαδικασία ανάδειξής του, δηλαδή στις εκλογές ή στον σχετικό δημόσιο διάλογο.
Η απαίτηση για αυξημένη πλειοψηφία προβλέπεται από καταστατικούς χάρτες και κανονιστικά κείμενα όταν επίκειται η λήψη απόφασης για μια δομική αλλαγή που επιβάλλεται να αποτυπώνει μια ευρεία συναίνεση. Η συναίνεση αυτή εξασφαλίζεται όταν το πλήθος των απαιτούμενων ψήφων διαπερνά τους αυτοματισμούς της κομματικής πειθαρχίας και τα στεγανά των πολιτικών παρατάξεων. Τέτοιες συναινέσεις αφορούν θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ίδια την καταστατική εξέλιξη του πολιτεύματος. Η ταινία εστιάζει στο γεγονός ότι οι ευρείες πλειοψηφίες σε συγκρουσιακά περιβάλλοντα, όπως είναι το Κογκρέσσο, οικοδομούνται σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες και δεν προκύπτουν μόνο από τον δημόσιο διάλογο, αλλά προϋποθέτουν ζυμώσεις, συνεννοήσεις, ακόμη κι επιστράτευση αθέμιτων μεθόδων (λ.χ. ανταλλάγματα, εκβιασμοί ή "ρουσφέτια") για την εξυπηρέτηση ενός υπέρτερου καταστατικού στόχου. Μια άλλη παρατήρηση είναι ότι στα μεγάλα θεσμικά ζητήματα, στα οποία συνήθως απαιτείται ευρεία συναίνεση, η πρόσθετη δυσχέρεια είναι οι εσωτερικές αντιστάσεις των αντίπαλων παρατάξεων. Οι "τάσεις" εντός των παρατάξεων είναι εκείνες που θα αντισταθούν ή θα προωθήσουν την συμφωνία ή την διαφωνία, πολύ περισσότερο ίσως από την επίσημη έκφραση των παρατάξεων. Σε ένα σύστημα κάθετου διαχωρισμού των τριών κρατικών λειτουργιών, όπως αυτό που προβλέπει το Σύνταγμα των Η.Π.Α., η δημόσια ή παρασκηνιακή επιρροή του Προέδρου -ο οποίος φυσικά δεν είναι μέλος του κοινοβουλίου και δεν μπορεί να πάρει μέρος στα σχετικά debates- είναι σημαντική, αλλά όχι και καθοριστική. Ο Πρόεδρος πρέπει να κινηθεί με όχι και τόσο διαφανείς ή δεοντολογικούς όρους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η αυξημένη πλειοψηφία, οπότε το ζήτημα που επανέρχεται είναι εάν ο υπέρτερος καταστατικός στόχος επιτρέπει τέτοιες παρεκβάσεις.
Όταν το ζήτημα είναι η απαγόρευση της δουλείας, αναρωτιέται κανείς αν επιτρέπονταν σε έναν πρόεδρο να έχει αναστολές για τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφάλιζε την πλειοψηφία. Αλλά το "αυτονόητο" της κατάργησης της σκλαβιάς αφορά το σήμερα, όχι το τότε. Μια Αμερική βαθύτατα συντηρητική, θρησκόληπτη, με την σκλαβιά να αποτελεί βασικό μοχλό της οικονομίας, με τις γυναίκες χωρίς πολιτικά (ή και ανθρώπινα) δικαιώματα, με εκατόμβες θυμάτων σε εμφύλιες συρράξεις, δεν είναι η Αμερική ή η Ευρώπη του σήμερα. Ταυτόχρονα όμως, εντυπωσιάζει η αντιστοιχία των επιχειρημάτων σε παρόμοια θεσμικά debates που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα: ενώ η επιστήμη έχει τοποθετηθεί, η τεχνολογία έχει εξελιχθεί, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης έχει εμπεδωθεί και οι πολεμικές συρράξεις δεν αποτελούν καθημερινότητα για τις δυτικές κοινωνίες, ευρείες κατηγορίες πληθυσμού στερούνται θεμελιώδη αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Προφανώς το ιστορικό context δεν είναι το ίδιο, αλλά οι απαγορευτικές προκαταλήψεις εξακολουθούν να υπάρχουν. Οι μετανάστες είναι πολύ χρήσιμοι σε μια ανθούσα παραοικονομία, οι Ρομά είναι πολύ ενοχλητικοί για να τους ανεχομαστε στον αστικό ιστό, οι lgbt είναι πολύ επικίνδυνα πρότυπα για τα παιδιά, οι θρησκείες απειλούν την συνοχή του έθνους και προκαλούν την οργή του Θεού, με τη βοήθεια του οποίου θα βγούμε από την Κρίση. Για όλα αυτά τα θέματα όμως αποφασίζουν τα μέλη ενός κοινοβουλίου που δεν είναι ούτε μετανάστες, ούτε Ρομά, ούτε lgbt, ούτε "αλλόθρησκοι". Δηλαδή θα αποφασίσουν άλλοι για την ζωή των άλλων, τους οποίους δεν εκπροσωπούν, αλλά ούτε καν τους καλούν για να τους ακούσουν. Αυτό έγινε και στην ιστορία της ταινίας: αποφάσισαν ελεύθεροι πολίτες για το μέλλον των σκλάβων. Η ετερονομία αυτή δεν νομίζω ότι θεραπεύεται με την αυξημένη πλειοψηφία ή ακόμη και με την ομοφωνία. Όταν κρίνεται το μέλλον ενός ατόμου χωρίς το ίδιο το άτομο να έχει λόγο στην συνδιαμόρφωση της απόφασης, δεν μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατική διαδικασία, τουλάχιστον ως προς την αντιπροσωπευτική πτυχή της. Γι' αυτό η πρόσκληση σε προηγούμενη ακρόαση αποτελεί ακρογωνιαία λίθο σε κάθε σύγχρονο πολίτευμα, αναπόσπαστο στοιχείο μιας γνήσια δημοκρατικής διαδικασίας, χωρις αποκλεισμούς. Αφού ο "άλλος" δεν εκπροσωπείται, πρέπει τουλάχιστον να ακουστεί.
Μια πολιτική ταινία συχνα θα είναι καλλιτεχνικά αδιάφορη ή απροκάλυπτα στρατευμένη, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να προκαλεί έναν ενδιαφέροντα διάλογο ή να συμβάλλει σε μια σχετική αναζήτηση. Αυτό δεν αποτελεί βέβαια κανένα ιδιαίτερο κατόρθωμα, αφού είναι σχεδόν αναπόφευκτο όταν το ίδιο το έργο είναι "διδακτικό" και, τελικά, βαρετό.