Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2021

To κράτος έχει συνταγματική υποχρέωση να προστατεύσει την Αμάλ

 Η ανοιχτά ξενοφοβική επιβολή λογοκρισίας στο διεθνές κινούμενο φεστιβάλ τέχνης The Walk από τοπικές και θρησκευτικές αρχές της Καλαμπάκας έπρεπε να έχει γνωρίσει μια ηχηρή απάντηση, αρχικά από το ίδιο το κράτος.

Σύμφωνα με τον ιστότοπο walkwithamal.org, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο καλλιτεχνικό δρώμενο, παραγωγής ενός ιστορικού θίασος κουκλοθέατρου απο την Ν.Αφρική (Handspring Puppet Company) και της θεατρικής εταιρίας Good Chance Theatre που οργανώνει θεατρικά δρώμενα σε προσφυγικούς καταυλισμούς και αλλού. Η μικρή προσφυγοπούλα Amal είναι ένας φανταστικός χαρακτήρας από μια βραβευμένη θεατρική παράσταση (The Jungle), η οποία μετά την παράσταση αποτέλεσε έμπνευση για την δημιουργία μιας μεγάλης κούκλας κουκλοθεάτρου που κινείται απο κουκλοπαίκτες. Το Ταξίδι είναι λοιπόν ένα μεγάλο κινούμενο φεστιβάλ, 8.000 χλμ. από την Συρία ως το Λονδίνο, στο οποίο φεστιβάλ δεν υπάρχει μόνο η κούκλα, αλλά και μια σειρά από άλλα θεατρικά και εκπαιδευτικά δρώμενα, για την ευαισθητοποίηση σχετικά με τα χιλιάδες χιλιόμετρα που διανύουν στην εποχή μας ασυνόδευτοι ανήλικοι. Στις 2 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα (Μοναστηράκι) θα λάβει χώρα το δρώμενο "Η Πόλη και ο Λαβύρινθος", όπου η Αμάλ θα έρθει αντιμέτωπη με έναν μινώταυρο, σε συνδιοργάνωση με το Καλλιτεχνικό Δίκτυο Κινητήρας και την οργάνωση κουκλοθεάτρου UNIMA.
Στρατευμένη τέχνη, λοιπόν. Ο διδακτισμός στην τέχνη πάντα σχεδόν χαμηλώνει την ποιότητα γιατί προσθέτει ηθικά "πλεονεκτήματα", με αποτέλεσμα να παραβλέπει κανείς άλλα, αισθητικής φύσης, προβλήματα. Ακόμη και οι βραβευμένοι καλλιτέχνες και οι ιστορικοί θίασοι μπορούν να αποτύχουν καλλιτεχνικά. Μπορεί καθένας να έχει τις αισθητικές και φυσικά τις ιδεολογικές και πολιτικές ενστάσεις του. Είναι άλλο όμως αυτό κι άλλο η απαγόρευση: στρατευμένη μεν, τέχνη δε.
Σε αντίθεση με τον μητροπολίτη Μετεώρων που θεώρησε ότι το δρώμενο δεν συνάδει με το θρησκευτικό και "πολιτιστικό" πλαίσιο της περιοχής Καλαμπάκας, ο αρχιεπίσκοπος του Canterbury έκανε την εξής δήλωση: «Το Ταξίδι της Μικρής Αμάλ είναι μία από τις πιο ευφάνταστες πρωτοβουλίες που συναντάμε στην Ευρώπη. Είναι εξαιρετικά κατάλληλη η στιγμή να δούμε και να συλλογιστούμε την εμπειρία ενός παιδιού που έρχεται αντιμέτωπο με τεράστιες προκλήσεις και αγριότητες – και να συμφιλιωθούμε με τη γιγαντιαία εικόνα αυτού του παιδιού που μας υπενθυμίζει ότι αυτό που δείχνει μικρό και ασήμαντο στον κόσμο της αυτάρεσκης εξουσίας και του πυρετώδους ανταγωνισμού, έχει στην πραγματικότητα τεράστια ηθική και πνευματική σημασία για κάθε πολιτισμένη κοινωνία.»
Τί τρέχει, λοιπόν, στην Ελλάδα και ένας τοπικός θρησκευτικός ηγέτης του ίδιου θρησκεύματος θεωρεί ότι η διέλευση του δρώμενου από την περιοχή του είναι επικίνδυνη;
Το πρόβλημα μας είναι πολιτισμικό, αλλά και θεσμικό. Διότι και στην Αγγλία δεν έχει μεν επέλθει ο πλήρης διαχωρισμός κράτους - εκκλησίας (η βασίλισσα είναι και defender of the faith, δηλαδή κεφαλή της αγγλικανικής εκκλησίας τυπικά), αλλά ξέρουν τουλάχιστον τί σημαίνει τέχνη, έστω και στρατευμένη και κυρίως τί σημαίνει ότι δεν εμποδίζεις την ελευθερία του λόγου.
Κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος η τέχνη είναι ελεύθερη και η ανάπτυξη και προγαγωγή της αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος οφείλει να διευκολύνει την διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος όπου κάθε καλλιτεχνικό δρώμενο που δεν παραβιάζει βεβαίως τον νόμο μπορεί να εξελίσσεται με ασφάλεια. Είναι αδιανόητο ένα δημοτικό συμβούλιο κι ένας μητροπολίτης να απαγορεύουν, χωρίς να έχουν και την σχετική αρμοδιότητα, την ελεύθερη διεξαγωγή του δρώμενου στην περιοχή τους. Είναι εντελώς αναρμόδιοι κι αυτό έπρεπε το κράτος να το έχει ήδη καταστήσει σαφές.
Η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου που απαγόρευσε αντισυνταγματικά το δρώμενο έπρεπε ήδη να έχει ακυρωθεί με έλεγχο νομιμότητας από την αρμόδια κρατική Αποκεντρωμένη Διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών. Το κεντρικό κράτος όφειλε να έχει παρέμβει, λαμβάνοντας ειδικά μέτρα που θα διασφαλίσουν ότι το δρώμενο θα πραγματοποιηθεί κανονικά στην Καλαμπάκα, με την προστασία της δημόσιας δύναμης για να αποφευχθούν επεισόδια.
Το Κράτος πρέπει να προετοιμαστεί για να μην υπάρξουν τέτοια επεισόδια στις 2 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα. Διότι η καλλιέργεια ξενοφοβικού κλίματος εναντίον του εν λόγω φεστιβάλ ενδέχεται να προκαλέσει επικίνδυνες αντιδράσεις από οπουδήποτε περάσει το The Walk. Είναι συνταγματική υποχρέωση του Κράτους να διασφαλίσει την ελεύθερη ενάσκηση των δικαιωμάτων τόσο των καλλιτεχνών που ασκούν την τέχνη τους, όσο και του κοινού που επιθυμεί να παρακολουθήσει με ασφάλεια τα σχετικά δρώμενα.
Ας μην γίνουμε για μία ακόμη φορά διεθνής περίγελως για ένα θέμα ελευθερίας της έκφρασης.

Τρίτη, Αυγούστου 10, 2021

Ανεμβολίαστοι εργαζόμενοι και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον

Τον προηγούμενο μήνα μου ανατέθηκε από εταιρία με μεγάλο αριθμό εργαζομένων να ετοιμάσω την νέα πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων για την καταγραφή του COVID-19 status των εργαζομένων, σύμφωνα με τις νομικές υποχρεώσεις του εργοδότη για εξασφάλιση ενός ασφαλούς και υγιούς εργασιακού περιβάλλοντος. Η εταιρία ήθελε επίσης να ανακοινώνεται στους ίδιους τους εργαζόμενους ποιος είναι και ποιος δεν είναι εμβολιασμένος και για τις περιπτώσεις των ανεμβολίαστων να εξεταστούν μέτρα που θα μπορούσαν να ληφούν για την προστασία των άλλων: εργαζομένων, πελατών, στελεχών, προμηθευτών, επισκεπτών του χώρου της εργασίας.

Αρχικά αναζήτησα ιατρικές πληροφορίες που αφορούσαν κατά πόσον οι εμβολιασμένοι είναι όντως ασφαλέστεροι ή λιγότερο επικίνδυνοι για τους άλλους, αφού είναι γνωστό ότι και αυτοί μπορούν να προσβληθούν, αλλά και να μεταδώσουν τον ιο. Οι μελέτες που εντόπισα ήταν ότι οι πλήρως εμβολιασμένοι μεταδίδουν τον ιό λιγότερο, καθώς έχουν ιικό φορτίο κατά 40% - 60% μικρότερο από τους ανεμβολίαστους, ενώ η δική τους προστασία, ειδικά για την μετάλλαξη Δέλτα, κυμαίνεται από το 62% έως το 95%, ανάλογα με το εμβόλιο. Επομένως, σύμφωνα με τα επιστημονικά στοιχεία, υπάρχει λόγος να γνωρίζει όποιος είναι υποχρεωμένος από υγειονομικές διατάξεις να διασφαλίζει ένα υγιές περιβάλλον εργασίας, με είσοδο στο κοινό, τον COVID-19 status των εργαζόμενων και στελεχών. Άρα, ο σκοπός της συλλογής αυτών των ιατρικών δεδομένων είναι συμβατός με την νομοθεσία και υποχρεωτικός σε έναν βαθμό για τους εργοδότες, προκειμένου να λάβουν τις κατάλληλες αποφάσεις για την κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων λαμβάνοντας τα αναγκαία συναφή και προστατευτικά μέτρα προς αποφυγή επέλευσης σοβαρού, άμεσου και αναπόφευκτου κινδύνου αυτών, εγγυώμενος το ασφαλές και υγιές περιβάλλον εργασίας με τη συνδρομή των εργαζομένων και αφετέρου οι εργαζόμενοι ομοίως υποχρεούνται να εφαρμόζουν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των ιδίων, αλλά και άλλων ατόμων που επηρεάζονται από τις πράξεις ή παραλείψεις τους, περιλαμβανομένης και της υποχρέωσής τους να αναφέρουν αμέσως τον εργοδότη ή/ και στον εκτελούντα καθήκοντα ιατρού εργασίας όλες τις καταστάσεις που μπορεί να θεωρηθεί εύλογα ότι παρουσιάζουν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία (άρθρα 42, 45 και 49 Ν.3850/2010).

Έψαξα για αρκετές μέρες και σε βάθος την διεθνή και ευρωπαϊκή νομική ανάλυση για το ζήτημα αυτό. Βρήκα λοιπόν ότι  το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων ήδη από τον Μάρτιο του 2020 είχε διακηρύξει ότι η προστασία προσωπικών δεδομένων και η καταπολέμηση της πανδημίας δεν είναι ασύμβατοι στόχοι, αλλά ότι ειδικά στις εργασιακές σχέσεις πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Μάλιστα, το Ε.Σ.Π.Δ., στο ερώτημα: “Μπορεί ένας εργοδότης να ανακοινώσει σε συναδέλφους ή σε εξωτερικούς ότι ένας εργαζόμενος έχει μολυνθεί με COVID-19;” η απάντηση που δίνει είναι: “Οι εργοδότες θα πρέπει να ενημερώνουν το προσωπικό για περιστατικά COVID-19 και να λαμβάνουν προστατευτικά μέτρα, αλλά δεν πρέπει να ανακοινώνουν πληροφορίες που είναι περισσότερες από αυτές που είναι απαραίτητες. Σε περίπτωση που είναι αναγκαίο να ανακοινωθεί το όνομα εργαζομένου (εργαζομένων) που εκτέθηκε στον ιό (π.χ. σε ένα προληπτικό στάδιο) και εφόσον η εθνική νομοθεσία το επιτρέπει, οι εν λόγω εργαζόμενοι ενημερώνονται εκ των προτέρων και η αξιοπρέπεια και ακεραιότητά τους θα πρέπει να προστατεύονται”. Μιλάμε βέβαια για την περίοδο πριν την ανακάλυψη και χρήση των εμβολίων. Αλλά αυτό το παράδειγμα αποτελεί αξιοποιήσιμο στοιχείο και για το θέμα του εμβολιασμού.

Από την άλλη πλευρά, το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε μια κοινή δήλωση τον Μάρτιο του 2021, σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπου υποστηρίχθηκε ότι τέτοια μέτρα πρέπει να τηρούν τόσο της Σύσταση 2/2019 των Υπουργών Εξωτερικών για τα δεδομένα υγείας, όσο και την Σύσταση 5/2015 των Υπουργών εξωτερικών για την προστασία δεδομένων στο πλαίσιο της εργασίας. 

Λίγο πριν η Ε.Ε. ψηφίσει το Ευρωπαϊκό Πιστοποιητικό Εμβολιασμού ή Νόσησης (το ψηφιακό πιστοποιητικό), γνωμοδότησαν για τα θέματα προσωπικών δεδομένων από κοινού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων. Το ψηφιακό πιστοποιητικό αφορά αμιγώς τις μετακινήσεις εντός της ΕΕ, από χώρα σε χώρα. Οπότε, η περαιτέρω χρήση του πιστοποιητικού για άλλους σκοπούς είναι προς εξέταση για το κατά πόσον συμβαδίζει με την νομοθεσία. Βέβαια στην γνωμοδότηση αναφέρεται ότι "μια τέτοια περαιτέρω χρήση δεν απαγορεύεται εφόσον συμμορφώνεται με το άρθρο 6 παρ. 4 του Γ.Κ.Π.Δ., δηλαδή την εξέταση της σχέσης μεταξύ του αρχικού και του επιγενόμενου σκοπού, του πλαισίου εντός του οποίου συνελέγησαν τα δεδομένα, την φύση των δεδομένων, τις πιθανές συνέπειες της επιδιωκόμενης περαιτέρω επεξεργασίας για τα υποκείμενα των δεδομένων και την ύπαρξη κατάλληλων εγγυήσεων (λ.χ. κρυπτογράφηση ή ψευδωνυμοποίηση)." Αν και αυτό το θέμα αφορά ενδεχομένως μόνο τους επισκέπτες από άλλες χώρες, καθως υπάρχει και το εθνικό πιστοποιητικό εμβολιασμού που μπορεί να συλλέγει ο εργοδότης, χωρίς να τον ενδιαφέρει το πράσινο πιστοποιητικό.

Έπειτα, εντόπισα ότι ο GDPR - ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων 2016/679 προβλέπει μεν ότι τα δεδομένα που είναι σχετικά με την υγεία απαγορεύεται να συλλέγονται και να τυγχάνουν επεξεργασίας, αλλά στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις περιλαμβάνονται τόσο οι υποχρεώσεις των εργοδοτών βάσει του εργατικού δικαίου, όσο και η συλλογή για λόγους "ουσιαστικού δημοσίου συμφέροντος", στο οποίο περιλαμβάνεται και η δημόσια υγεία. Ακόμη ειδικότερα, ο GDPR έχει διευκρινίσει στον αρ. 46 του Προοιμίου του ότι όταν λέμε "ουσιαστικό δημόσιο συμφέρον"εννοούμε και την "παρακολούθηση επιδημιών και της εξάπλωσής τους". Ο όρος δεν είναι το απλό δημόσιο συμφέρον (για το οποίο υπεύθυνα είναι μόνο τα δημόσια όργανα), αλλά το "ουσιαστικό δημόσιο συμφέρον" που μπορεί να επιδιώκει κι ένας ιδιώτης, όπως ένας εργοδότης. Συνεπώς, η βάση για την δημιουργία ενός νέου αρχείου στις επιχειρήσεις, στο οποίο θα καταγράφεται ο status των εργαζομένων σχετικά με τον εμβολιασμό τους είναι το άρθρο 9 παρ. 2 στοιχεία β' και ζ' του GDPR.

Κομβικό ρόλο βεβαίως παίζει ο ιατρός εργασίας. Αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος να τηρεί το νέο αρχείο με τα πιστοποιητικά εμβολιασμού των εργαζομένων και έχει όλες τις υποχρεώσεις για την τήρηση του απορρήτου. 

Η εταιρία βέβαια έχει νέες υποχρεώσεις. Αφού ξεκινά μια νέα συλλογή προσωπικών δεδομένων, οφείλει να επικαιροποιήσει το "Αρχείο δραστηριοτήτων επεξεργασιών" του άρθρου 30 GDPR με βάση τα νέα στοιχεία που θα αρχίσει να συλλέγει. Με προβλημάτισε μήπως θα αρκούσε η απλή επίδειξη των πιστοποιητικών και όχι και η αρχειοθέτησή τους από τον εργοδότη. Όμως, ο εργοδότης για να αντεπεξέλθει στην υποχρέωσή του για διασφάλιση υγιούς περιβάλλοντος πρέπει να γνωρίζει και το πότε εμβολιάστηκε ο εργαζόμενος, ώστε να μπορεί να υπολογίσει από πότε αρχίζει η περίοδος των 14 ημερών μετά το εμβόλιο (ανάπτυξη αντισωμάτων), αλλά και μέχρι πότε λήγει και η αντισωματική απάντηση του εργαζομένου μετά τον εμβολιασμό. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα στοιχεία εμβολιασμού κι όχι απλά να του έχει επιδειχθεί το πιστοποιητικό.

Παράλληλα, η εταιρία οφείλει να ενημερώσει τους εργαζομένους για την υποχρέωσή τους να την ενημερώσουν σχετικά με τον COVID-19 status, υποβάλλοντας τα πιστοποιητικά εμβολιασμού ή νόσησής τους στον ιατρό εργασίας. Αυτό επιβάλλεται από το άρθρο 14 GDPR και ο εργοδότης πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι οι εργαζόμενοι έχουν ενημερωθεί. Συνεπώς, ετοιμάστηκε νέο Privacy Notice που ενημερώνονται οι εργαζόμενοι για την νέα συλλογή των στοιχείων τους από τον ιατρό εργασίας και αντίγραφα με τις υπογραφές τους ότι έλαβαν γνώση οφείλει να τηρεί ο υπεύθυνος επεξεργασίας στο πλαίσιο του καθήκοντός του να αποδείξει ότι όντως τους ενημέρωσε. Ενημερώθηκαν επίσης ότι αν δεν χορηγήσουν τα στοιχεία, ο εργοδότης επιφυλάσσεται να εφαρμόσει τα νόμιμα κατά την εργατική νομοθεσία. Αντίστοιχες προσθήκες περιλήφθηκαν στην γενικότερη πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων της εταιρίας για την πλήρη ενημέρωση και των εργαζομένων, αλλά και οποιουδήποτε έχει κάποια σχέση με την εταιρία. 

Το ακανθώδες θέμα της ενημέρωσης των εργαζομένων περί του εάν κάποιος συνάδελφός τους είναι ανεμβολίαστος θα σήμαινε ότι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα αποκτούσαν πρόσβαση σε ιατρικά δεδομένα συναδέλφων τους, πράγμα που κατ' αρχήν απαγορεύεται αυστηρότατα. Εδώ χρειάστηκε η γνωμοδότηση του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων της εταιρίας, καθώς και η εκπόνηση εκτίμησης αντικτύπου, κατά το άρθρο 35 του GDPR. Οι γενικές ανακοινώσεις "οι τάδε είναι ανεμβολίαστοι", απορρίφθηκαν. Δεν έχει δικαίωμα κάθε εργαζόμενος ή κάθε επισκέπτης να μαθαίνει ποιος ειναι ανεμβολίαστος. Καταλήξαμε πάντως, ότι ένας εργαζόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ιατρό εργασίας να πληροφορηθεί αν οι συνάδελφοί του που βρίσκονται στον ίδιο χώρο εργασίας, π.χ. στο ίδιο γραφείο ή στον ίδιο όροφο της εταιρίας είναι εμβολιασμένοι. Αυτό είναι ένα ατομικό αίτημα που υποβάλλεται από τον εργαζόμενο στον ιατρό εργασίας και αυτός θα κρίνει ανάλογα με την εγγύτητα αν υπάρχει έννομο συμφέρον του ερωτώντος να μάθει τα στοιχεία του ερωτώμενου. Πάντως, στην ενημέρωση κατά το άρθρο 14, όλοι γνωρίζουν εξ αρχής ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα υποβολής ατομικού ερωτήματος και με βάση την στάθμιση περί εννόμου συμφέροντος (δηλαδή της εγγύτητας) από τον ιατρό εργασίας, μπορεί να χορηγηθούν σχετικά στοιχεία. Νομική βάση της επεξεργασίας αυτής είναι και πάλι το άρθρο 9 παρ. 2 στοιχ. β και ζ, δηλαδή το εργατικό δίκαιο και το ουσιαστικό δημόσιο συμφέρον. 

Σε ορισμένες έννομες τάξεις, το πιστοποιητικό εμβολιασμού είναι νομικά εξισωμένο με το πιστοποιητικό νόσησης, καθώς και με την βεβαίωση εξέτασης PCR 72 ωρών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αναγκαστικά ο ανεμβολίαστος με εξέταση PCR αντιμετωπίζεται επί ίσοις όροις με τον εμβολιασμένο ή με τον αποδεδειγμένα νοσήσαντα. Και πάλι όμως, παρά την νομική εξομοίωση, η  ιατρική υπεροχή του εμβολίου ως προς τον περιορισμό της μεταδοτικότητας επιτρέπει την χρήση των στοιχείων.

 Το παραδοτέο μου ως νομικός σύμβουλος ήταν τέσσερα κείμενα: ένα επεξηγηματικό υπόμνημα που ανέλυα όλες τις παραμέτρους από νομικής απόψεως με τις νέες υποχρεώσεις της εταιρίας, το έγγραφο για την ατομική ενημέρωση κάθε εργαζομένου σχετικά με την νέα συλλογή ιατρικών δεδομένων τους, έγγραφο τροποποίησης της πολιτικής προστασίας προσωπικών δεδομένων που περιλάμβανε τις αναγκαίες προσθήκες και η εκτίμηση αντικτύπου για την δυνατότητα πρόσβασης των ενδιαφερομένων στα δεδομένα συναδέλφων τους σχετικά με τον εμβολιασμό.

Δευτέρα, Αυγούστου 09, 2021

Tί λέει στην πραγματικότητα το ΣτΕ για τις ανεμογεννήτριες σε αναδασωτέα έκταση

Ευρεία διάδοση έχει γνωρίσει τις τελευταίες ημέρες η απόφαση 2499/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία επετράπη η λειτουργία αιολικού πάρκου σε έκταση που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα. Κατηγορείται μάλιστα η σημερινή Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Σακελλαροπούλου, επειδή τότε ήταν εισηγήτρια, δηλαδή μία (1) από τους συνολικά τριάντα (30) δικαστές που πήραν μέρος στη σύνθεση της Ολομέλειας, ενώ υπήρξαν και μειοψηφίες.  Πρόεδρος της Ολομέλειας ήταν ο κ. Μενουδάκος, σημερινός πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Ας δούμε όμως αναλυτικά τί ακριβώς δίκασε και τί ακριβώς σημαίνει αυτή η απόφαση (το πλήρες κείμενό της είναι αναρτημένο εδώ).

 Η πυρκαγιά και η αναδάσωση του όρους Ελικώνα

Τον Ιούλιο του 1998 ξέσπασε πυρκαγιά στο όρος Ελικώνα. Με απόφαση του Διευθυντή Δασών που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1998 κηρύχθηκε αναδασωτέα μια δασική έκταση 47.500 στρεμάτων στο βουνό που περιλάμβανε τις κοινότητες Προδρόμου, Θίσβης, Δομβραίνας και Νεοχωρίου. Σε αυτή την έκταση περιλαμβάνεται μια περιοχή 127 περίπου στρεμμάτων που επελέγη περίπου οκτώ (8) χρόνια μετά, ενώ η έκταση παρέμενε αναδασωτέα, για την εγκατάσταση αιολικού σταθμού.

Ο αιολικός σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στο όρος Ελικώνα 

Ο ΑΣΠΗΕ αποτελείται από 12 ανεμογεννήτριες και από οικίσκο 120 τ.μ., με πρόσβαση σε αυτόν μέσω του υφιστάμενου οδικού δικτύου, αλλά και μέσω διάνοιξης νέας οδού πρόσβασης 4,3 χλμ, ενώ και εντός του ΑΣΠΗΕ για την διασύνδεση των α/γ προβλεπόταν και διάνοιξη εσωτερικής οδού 5, 3 χ.λ.μ. στο όρος Ελικώνα. Το συνολικό έργο καταλαμβάνει δημόσια έκταση  δασικού χαρακτήρα 188.404 τ.μ.

Οι αδειοδοτήσεις

Από το 2006 είχαν γνωμοδοτήσει θετικά για την εγκατάσταση του ΑΣΠΗΕ η Διεύθυνση Δασών (που είχε κηρύξει την αναδάσωση), η Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων, η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και η Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ, το ΓΕΕΘΑ, ο ΟΤΕ, η ΥΠΑ και ο ΕΟΤ. 

Το 2007, με βάση αυτές τις θετικές γνωμοδοτήσεις, γνωμοδότησε θετικά και η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης.

Το 2009 εκδόθηκε: α) άδεια εγκατάστασης του ΑΣΠΗΕ και β) απόφαση έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και οι δύο από την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας (γενικός γραμματέας).

Διαφωνούσε, όμως, ο Δήμος, ο οποίος προσέφυγε με αίτηση ακύρωσης στο ΣτΕ.

Η πρώτη απόφαση του ΣτΕ

Το 2011 το ΣτΕ (Ε' Τμήμα) απέρριψε τους λόγους ακύρωσης του Δήμου, εκτός από τον λόγο ακύρωσης που αφορούσε την συνταγματικότητα ή μη της νομοθεσίας που επιτρέπει την εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέα έκταση. Το Ε' Τμήμα ήταν υποχρεωμένο να παραπέμψει αυτό το θέμα στην Ολομέλεια του ΣτΕ, καθώς τα ζητήματα συνταγματικότητας επιβάλλεται, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 100 παρ. 5), να επιλύονται από την ολομέλεια των ανώτατων δικαστηρίων κι όχι από τα τμήματα τους .

Το συνταγματικό ζήτημα

Το μεγάλο ερώτημα που είχε να επιλύσει το ΣτΕ ήταν η σχέση ανάμεσα σε δύο συνταγματικές διατάξεις. 

Αφενός, η διάταξη του άρθρου 24  παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος ορίζει ότι "απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευσή τους ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον". 

Αφετέρου, η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι "δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό". 

Εκ πρώτης όψεως, οι δύο συνταγματικές διατάξεις φαίνονται αντιφατικές: η πρώτη μας λέει ότι υπάρχει εξαίρεση από την απαγόρευση  μεταβολής προορισμού των δασών για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η δεύτερη όμως μας λέει ότι οι αναδασωτέες εκτάσεις (που είναι κι αυτές δάση) αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό, χωρίς να προβλέπει την εξαίρεση του δημοσίου συμφέροντος! Άρα, τί γίνεται εδώ; Το Σύνταγμα φάσκει και αντιφάσκει ή μήπως οι διατάξεις μπορούν να συνδυαστούν και να συνυπάρξουν;

Ο κοινός νόμος

Ο κοινός νομοθέτης είχε προβλέψει ότι και για τις αναδασωτέες εκτάσεις επιτρέπεται η εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο Ν.2941/2001 ορίζει ότι η απαγόρευση μεταβολής προορισμού των αναδασωτέων εκτάσεων δεν ισχύει εφόσον πρόκειται για: (α) εκτέλεση στρατιωτικών έργων που αφορούν άμεσα την εθνική ασφάλια της χώρας, (β) για διανοίξεις δημοσίων οδών, (γ) για την κατασκευή και εγκατάσταση αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων, (δ) για την κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δικτύων σύνδεσης τους με το Σύστημα ή το Δίκτυο ενέργειας η χάραξη των οποίων προβλέπει διέλευση τους από το δάσος ή την δασική έκταση".

Άρα, η νομοθεσία είχε ήδη προβλέψει εξαιρέσεις από την φαινομενικά απόλυτη απαγόρευση του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος και έργο του ΣτΕ ήταν να κρίνει κατά πόσον αυτές οι εξαιρέσεις ήταν τελικά σύμφωνες με το Σύνταγμα.

Η κρίση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας

Η απόφαση της Ολομέλειας καταγράφει ότι το ΣτΕ ανέτρεξε στα πρακτικά της Βουλής που αφορούσαν την κατάρτιση του Συντάγματος για να εντοπίσει την βούληση του ιστορικού συνταγματικού νομοθέτη, σχετικά με το νόημα του άρθρου 117 παρ. 3.  Από τα πρακτικά αυτά προέκυψε ότι το αυστηρό καθεστώς για κήρυξη αναδασωτέας κάθε δασικής έκτασης που καίγεται είναι η αντιμετώπιση της "οικοπεδοποίησης". Ο ιστορικός συνταγματικός νομοθέτης επέβαλε αυτή την αυστηρή διάταξη με σκοπό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα "κυρίως για περιοχές στις οποίες παρουσιάζονται έντονες οικιστικές πιέσεις με αποτέλεσμα να επέρχεται σημαντική αύξηση της αξίας γης και στις οποίες εμφανίζεται το φαινόμενο της καταστροφής από πυρκαγιές ευρείας έκτασης δασικών οικοσυστημάτων". Αυτός όμως ήταν ένας συνταγματικός στόχος εντελώς διαφοροποιημένος από την ανάγκη χρήσης αναδασωτέων εκτάσεων για σκοπούς ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ!

Έτσι λοιπόν, το ΣτΕ κατά πλειοψηφία έκρινε ως εξής: "δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο συνταγματικός νομοθέτης είχε τη βούληση να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση αναδασωτέων εκτάσεων ακόμη και για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, αφού η απαγόρευση αυτή στις παραπάνω περιπτώσεις θα είχε ως συνέπεια να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση υπέρτερων δημόσιων σκοπών, λόγω του γεγονότος ότι προηγήθηκε καταστροφή της δασικής βλάστησης, που ενδεχομένως, μάλιστα, να προκλήθηκε, με σκοπό τη ματαίωση του έργου. Ως εκ τούτου, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του Συντάγματος, με την οποία συμπληρώνεται η ρύθμιση για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων που εισάγεται με το άρθρο 24 παρ. 1 και η οποία, ως εκ τούτου, αν και θεσπίζει αυστηρό καθεστώς προστασίας για τις αναδασωτέες εκτάσεις, είναι ερμηνευτέα στο πλαίσιο του επιδιωκόμενου με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 σκοπού, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη ρυθμίσεως, δια της οποίας παρέχεται η δυνατότητα σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εγκριθεί επέμβαση σε έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, ακόμη και πριν ανακτήσει τη δασική μορφή της, προκειμένου να εκτελεστεί έργο, το οποίο αποβλέπει στην εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία, αν η εκτέλεση του έργου στην έκταση αυτή είναι απολύτως αναγκαία και επιτακτική, στο μέτρο που η παρέλευση του απαιτούμενου για την πραγματοποίηση της αναδάσωσης χρονικού διαστήματος θα είχε ως συνέπεια τη ματαίωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού."

Με αυτό το συνταγματικό σκεπτικό, οι διατάξεις του κοινού νομοθέτη που επέτρεπαν την εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέα περιοχή κρίθηκε από την πλειοψηφία του ΣτΕ ότι δεν είναι αντισυνταγματικές, αλλά ότι "οι διατάξεις αυτές, κατά την έννοια των οποίων η επέμβαση περιορίζεται στα τμήματα μόνο της εκτάσεως που είναι αναγκαία για την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών και των συνοδών έργων, η δε υπόλοιπη έκταση διατίθεται για την πραγματοποίηση του σκοπού της αναδάσωσης, είναι συνταγματικά ανεκτές, κατά το μέρος που επιτρέπουν την επέμβαση αυτή, ενόψει της κατά τα ήδη εκτεθέντα εξαιρετικής σημασίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη βιώσιμη ανάπτυξη, και ειδικότερα τη διασφάλιση της επάρκειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και κυρίως την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, που αποτελεί αντικείμενο διεθνούς δεσμεύσεως της χώρας και ζήτημα έντονου κοινοτικού ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με το χαρακτήρα της άδειας επέμβασης, η οποία, σε αντίθεση με την άρση της αναδάσωσης, δεν συνεπάγεται μεταβολή του νομικού χαρακτήρα της αναδασωτέας εκτάσεως, αλλά μόνο προσωρινή δυνατότητα επεμβάσεως για την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας, με την υποχρέωση αποκαταστάσεως του δασικού χαρακτήρα της εκτάσεως, μετά την παύση λειτουργίας της δραστηριότητας, διατηρουμένου του προστατευτικού χαρακτήρα της αναδασώσεως. Ενόψει, πάντως, του εξαιρετικού χαρακτήρα της επεμβάσεως στις περιπτώσεις αυτές, η σχετική εγκριτική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με κριτήρια αναφερόμενα τόσο στην ιδιαίτερη σημασία του έργου, ασυνδέτως προς την επιδίωξη αποδοτικότερης για το φορέα οικονομικής εκμετάλλευσης, όσο και στην αναγκαιότητα εκτέλεσής του στην αναδασωτέα έκταση πριν από την πραγματοποίηση της αναδάσωσης, με γνώμονα αφενός την ανάγκη προστασίας του δασικού οικοσυστήματος και αφετέρου την εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπει το έργο."

Όλα αυτά σημαίνουν ότι το ΣτΕ έθεσε και τις δικλείδες ασφαλείας: θα ακυρώσει την περίπτωση άδειας εγκατάστασης ΑΣΠΗΕ σε αναδασωτέα έκταση αν δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία που να εξηγεί την ιδιαίτερη σημασία του έργου, αλλά και την αναγκαιότητα εκτέλεσης πριν την αναδάσωση. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της απόφασης που δεν πρέπει να το παραβλέπουμε. 

Η άποψη της μειοψηφίας

Υπήρξε όμως και μειοψηφία εννέα (9) Συμβούλων της Επικρατείας (από τους 30 της Ολομέλειας), ανάμεσα στα ονόματα των οποίων είναι και αυτό της σημερινής Προέδρου του Δ' Τμήματος και Αντιπροέδρου ΣτΕ κ. Καραμανώφ, καθώς και του σημερινού Προέδρου του Β' Τμήματος και Αντιπροέδρου ΣτΕ κ. Πικραμμένου. 

Η μειοψηφία αναφέρει ότι "η αδιάστικτη γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος έχει ως συνέπεια ότι δεν είναι αυτή δεκτική ερμηνείας". Αυτή η άποψη, βέβαια, είναι κάπως αφοριστική δογματικά: όλες οι διατάξεις είναι δεκτικές ερμηνείας: ακόμη και το να λες ότι η διατύπωση τους είναι "αδιάστικτη" συνιστά ερμηνεία. 

 Η μειοψηφία συνεχίζει λέγοντας: "Πράγματι, τόσο ο απαγορευτικός της χαρακτήρας όσο και η συστηματική της τοποθέτηση σε ιδιαίτερο άρθρο και κεφάλαιο του Συντάγματος, διαφορετικό εκείνου που περιέχει το άρθρο 24 αυτού, το οποίο ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις κατ ́ εξαίρεση επιτρεπτές μεταβολές του προορισμού μόνο των δασών και των δασικών εκτάσεων, μαρτυρούν τη σαφή βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να αποκλείσει εντελώς κάθε ενδεχόμενο διασταλτικής ή τελολογικής  ερμηνείας της διατάξεως αυτής προς την κατεύθυνση της δυνατότητας μεταβολής του προορισμού του διαφορετικού είδους εδαφών που ρυθμίζει, δηλαδή των αναδασωτέων εκτάσεων." Εδώ, όμως, διαφεύγει της μειοψηφίας ότι υπάρχει και μια μέθοδος ερμηνείας που δεν μπορεί να αποσιωπηθεί: η συστημική ερμηνεία των μεμονωμένων διατάξεων, η θεώρησή τους δηλαδή ως μέρος ενός ενιαίου νομικού κειμένου, ίσης τυπικής ισχύος, που επιβάλλει την πρακτική εναρμόνισή τους για να μην καταλήξουμε να κάνουμε λόγο για "αντισυνταγματικές" διατάξεις του συντάγματος και να μπορούμε να αποσοβήσουμε τις εσωτερικές αντιφατικότητες μιας στενά γραμματολογικής προσέγγισης, Αυτή την εξισορρόπηση θεωρώ ότι έχει επιτύχει η απόφαση της πλειοψηφίας, περιλαμβάνοντας μάλιστα και εγγυητικές προβλέψεις που αποτρέπουν την καταστρατήγηση. Η μειοψηφία, όμως, διαφωνεί: "Eξ άλλου, η ερμηνεία μιάς διατάξεως εναντίον του γράμματός της, και αν ακόμα γίνεται κατ ́ εξαίρεση και κατ ́ οικονομία δεκτή προκειμένου για διάταξη κοινού νόμου ώστε να επιτευχθεί η συμφωνία της με το υπέρτερης αυτής τυπικής ισχύος Σύνταγμα και η καλύτερη εναρμόνισή της προς το όλο πλέγμα της εννόμου τάξεως, δεν είναι πάντως νοητή προκειμένου για συνταγματική διάταξη, κατά μείζονα δε λόγο όταν αυτή θεσπίζει ρητή και απόλυτη απαγόρευση ώστε να εναρμονισθεί προς διάταξη κοινού νόμου, κατώτερης δηλαδή αυτής τυπικής ισχύος.  Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο κοινός νομοθέτης δύναται, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, να θεσπίζει εξαιρέσεις από ρητή και απόλυτη συνταγματική απαγόρευση, όπως η του άρθρου 117 παρ. 3, καθιστά αυτήν ανίσχυρη και ισοδυναμεί πράγματι με ανεπίτρεπτη άσκηση αναθεωρητικής εξουσίας.

 Η μειοψηφία συνεχίζει, επιστρατεύοντας και την συστηματική προσέγγιση, την οποία όμως ορίζει κάπως φορμαλιστικά, ανάλογα με τα κεφάλαια της "χωροταξίας" του Συντάγματος και όχι με βάση την αρχή της πρακτικής εναρμόνισης: "από την αδιάστικτη διατύπωση της δεύτερης από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, που όπως έχει ήδη λεχθεί δεν τοποθετείται συστηματικώς ούτε καν στο κεφάλαιο στο οποίο περιλαμβάνεται το ανωτέρω άρθρο 24 περί επιτρεπτών μεταβολών των εκτάσεων με δασική βλάστηση, εν όψει δε και του άρθρου 37 παρ. 1 του Ν. 998/1979, προκύπτει ότι τίθεται με αυτήν ο άνευ ουδεμιάς προβλεπόμενης εξαιρέσεως για δημοσίου συμφέροντος σκοπούς  κανόνας ότι μία έκταση με δασική βλάστηση που έχει υλικώς απολέσει την κατά τα οριζόμενα στην προαναφερόμενη ερμηνευτική δήλωση ιδιότητά της αυτή όχι κατ ́ εκτέλεση νομικής πράξεως, αλλά από υλικές πράξεις ή φυσικά αίτια (ΣτΕ Ολομ. 2753/1994, Ολομ. 2281/1992), ναι μεν δεν παύει νομικώς να την έχει, εφ ́ όσον υλικώς την έχει κατά τα προαναφερόμενα απολέσει, αλλά επί πλέον α) όχι μόνον κηρύσσεται αναδασωτέα, προφανώς για να επανακτήσει υλικώς την υλικώς και μόνο απολεσθείσα, κατά τα ανωτέρω ιδιότητα, εφ ́ όσον καμία άλλη έννοια της αναδασώσεως δεν δίνεται από τη νομοθεσία ούτε και είναι νοητή, αλλά και β) αποκλείεται να διατεθεί για άλλον προορισμό, δηλαδή κατά τρόπο αναιρούντα τη δυνατότητα υλικής επανακτήσεως της υλικώς απολεσθείσης ιδιότητας, για την οποία ακριβώς κηρύχθηκε αναδασωτέα και μετά την επίτευξη της οποίας (επανακτήσεως) η έκταση αυτή παύει να είναι αναδασωτέα με την έκδοση της οικείας περί άρσεως της αναδασωτέας πράξεως ως καταστάσα πλέον και υλικώς έκταση με δασική βλάστηση και, συνεπώς, υποκείμενη εφεξής πλέον στις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος, άρα και στην προβλεπόμενη από αυτές εξαίρεση (ΣτΕ Ολομ. 2778/1988). Η διάθεση της αναδασωτέας εκτάσεως κατά τρόπο αναιρούντα την κατά τα ανωτέρω δυνατότητα ολικής επανακτήσεως της υλικώς απολεσθείσας ιδιότητάς της θα ήταν επιτρεπτή μόνον αν η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος δεν προέβλεπε και τον προαναφερόμενο αποκλεισμό της διαθέσεως της εκτάσεως αυτής για άλλον προορισμό, αλλά περιοριζόταν στην συνεπεία της υλικής απώλειας της ιδιότητάς της διατήρηση αυτής (της ιδιότητάς της) νομικώς και την κήρυξή της ως αναδασωτέας, οπότε ως αναδασωτέα έκταση κατά πλάσμα δικαίου έχουσα δασική βλάστηση θα υπέκειτο στις διατάξεις του άρθρ. 24 παρ. 1 του Συντάγματος.

 Στο σημείο αυτό, η μειοψηφία αναζητά στα Πρακτικά της Βουλής για την κατάρτιση του Συντάγατος ένα ιστορικό επιχείρημα αρκετά πειστικό: "Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί και το ότι  στις συζητήσεις κατά την 25η Συνεδρίαση/22.3.1975 της Ολομέλειας της Επιτροπής του
Συντάγματος 1975, οπότε η ανωτέρω διάταξη προτάθηκε για πρώτη φορά και περιελήφθη ως παρ. 12 του άρθρ. 111 του σχεδίου αυτής με τη διατύπωση «Δημόσιαι και ιδιωτικαί δασικαί εκτάσεις αποψιλωθείσα ή άλλως πως καταστραφείσαι είναι μόνον αναδασωτέαι, ουδέποτε δε διατίθενται δι ́ έτερον σκοπόν», η αποφυγή οικοπεδοποιήσεως των εκτάσεων με δασική βλάστηση που καταστράφηκε αναφέρθηκε απλώς ως παράδειγμα τέτοιας διαθέσεως και
μάλιστα συνεπεία της καταστροφής της μόνο από πυρκαϊά. Το ανωτέρω δε παράδειγμα δεν το
ανέφεραν οι βουλευτές που είχαν υποβάλει τη σχετική πρόταση (σελ. 423-425 πρακτικών). Επί
πλέον, στην Ολομέλεια της Βουλής (Συνεδρίαση Θ ́/2.6.1975, σ. 1055 πρακτικών), ο ***,
εκπρόσωπος των βουλευτών που υπέβαλαν την τροπολογία, η οποία αποτέλεσε την ισχύουσα
διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117, ρητώς ανέφερε ότι ο κίνδυνος είναι η μετατροπή των
καταστροφεισών εκτάσεων με δασική βλάστηση «είτε εις οικόπεδα είτε εις χωράφια», δηλαδή η διάθεσή τους για οιονδήποτε άλλο πλην της ανακτήσεως της δασικής βλαστήσεως προορισμό, παραθέτων τους δύο συνηθέστερους πλην όχι μοναδικούς τέτοιους προορισμούς, εν γνώσει βεβαίως της προβλεπόμενης από το άρθρ. 24 παρ. 1 εξαιρέσεως, το οποίο είχε γίνει
ήδη δεκτό ως άρθρο 27 (συνεδρ. ΟΘ/26.4.1975, σ. 551 πρακτικών). Τούτων έπεται ότι οι επίδικες διατάξεις, καθ ́ όσον επιτρέπουν την κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. σε αναδασωτέες εκτάσεις πριν την έκδοση πράξεως περί άρσεως της αναδασώσεώς τους λόγω επανακτήσεως της ιδιότητας για την απώλεια της οποίας κηρύχθηκαν αναδασωτέες είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς το άρθρ. 117 παρ. 3 του
Συντάγματος." Εδώ βέβαια, η μειοψηφία, κάνει σαφέστατα και ερμηνεία της ιστορικής πηγής που παραθέτει!

Κατά τη γνώμη μου, το λάθος της μειοψηφίας είναι ότι υπερασπίζεται την απόλυτη απαγόρευση, χωρίς να την βλέπει μέσα στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας όπως επιβάλλει το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Εφόσον το άρθρο 117 παρ. 3 επιβάλλει έναν περιορισμό σε ατομικό δικαίωμα, ο περιορισμός αυτός πρέπει να σταθμιστεί με το ατομικό δικαίωμα και όχι να επιβληθεί με αυτοματισμό. Η στάθμιση επιβάλλει τις κρίσεις αναγκαιότητας, καταλληλότητας και προσφορότητας ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου. Αυτή την στάθμιση την έχει κάνει η πλειοψηφία της ΟλΣτΕ προβλέποντας και τις σχετικές εγγυητικές ρήτρες για να μην εκμηδενιστεί η απαγόρευση του 117 παρ. 3. Αλλά και η πλειοψηφία έπρεπε ρητά να είχε αναφερθεί στην αρχή της αναλογικότητας για να σχετικοποιήσει κανονιστικά την απαγόρευση, ώστε να μην κατηγορείται για οικειοποίηση ύλης συνταγματικού νομοθέτη.

Συμπέρασμα 

 Το ΣτΕ έπρεπε να επιλύσει ένα δύσκολο νομικό ζήτημα συνταγματικότητας που του τέθηκε για πρώτη φορά από το 1975 που ψηφίστηκε η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 που απαγορεύει την μεταβολή προορισμού μιας αναδασωτέας έκτασης που κηρύχθηκε ως τέτοια κατόπιν πυρκαγιάς. Είχε δύο οδούς να ακολουθήσει. Η μία οδός ήταν να πει ότι απαγορεύεται ίσον απαγορεύεται, όπως είπε η μειοψηφία. Η άλλη οδός ήταν να δει ότι οι απαγορεύσεις όταν αφορούν συνταγματικά έννομα αγαθά πρέπει να σταθμίζονται, αλλά όχι και να εκμηδενίζονται. Πολλές απόλυτες απαγορεύσεις του Συντάγματος σταθμίζονται και χωρίς ρητή συνταγματική σήμανση: η ελευθερία του τύπου, έναντι της ιδιωτικότητας (άρθρο 14 παρ. 3 Σ.) , η ιδιωτικότητα έναντι της δημόσιας ασφάλειας (άρθρο 9Α), η  απαγόρευση των παράνομων αποδεικτικών μέσων έναντι της ανάγκης απονομής δικαιοσύνης (άρθρο 19 παρ. 3 Σ). Όλα αυτά τα ήξερε ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 που προσέθεσε στο άρθρο 25 την αρχή της αναλογικότητας: όλα πρέπει να σταθμίζονται πλέον! Στάθμιση σημαινει σχετικοποίηση του απόλυτου, συγκερασμός αντιτιθέμενων έννομων συμφερόντων. Αποφυγή εκμηδενισμού του γράμματος του Συντάγματος σημαίνει πρόβλεψη εγγυήσεων για την μη καταστρατήγηση. Ολα αυτά τα έλαβε υπόψη η πλειοψηφία της Ολομέλειας, προβλέποντας τις εγγυήσεις για να αποτραπεί η ασυδοσία όσων επιχειρήσουν και στο μέλλον να υπερβούν την απαγόρευση. 

Θεωρώ ότι η απόφαση είναι σωστή, αλλά για την αποφυγή παρεξηγήσεων έπρεπε να περιλαμβάνει και μια ρητή αναφορά στο άρθρο 25 παρ. 1 που δικαιολογεί, ως μεταγενέστερο του 117 παρ. 3, την ανάγκη της στάθμισης. 

 

 

 

 

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...