Παρασκευή, Ιανουαρίου 31, 2020

Μαθητής κερδίζει δικαστικά απαλλαγή από θρησκευτικά που του είχε απορρίψει 2 φορές το σχολείο του

Με σημερινή απόφασή του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών σε υπόθεση μαθητή εναντίον του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, έκρινε ότι η απόρριψη των αιτημάτων των γονέων του για απαλλαγή του από το μαθημα των θρησκευτικών παραβιάζει την θρησκευτική του ελευθερία.
Πρόκειται για το 1ο Γενικό Λύκειο Γέρακα, στο οποίο οι γονείς του μαθητή είχαν υποβάλει τον Σεπτέμβριο αίτημα απαλλαγής χωρίς να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση ότι ο μαθητής δεν είναι Χ.Ο. Η αίτησή τους απορρίφθηκε και στην συνέχεια υπέβαλαν την υπεύθυνη δήλωση, με αποτέλεσμα να απορριφθεί το αίτημα εκ νέου ως εκπρόθεσμο!
Εκπροσωπώντας τους γονείς και τον μαθητή ως πληρεξούσιος δικηγόρος, κατέθεσα κατά του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (το σχολείο δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα) αίτηση ακύρωσης των απορρίψεων στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και αίτηση αναστολής εκτέλεσης και έκδοσης προσωρινής διαταγής. Ενώ το αίτημα προσωρινής διαταγής απορρίφθηκε τον Νοέμβριο (ακατανόητο, κατά τη γνώμη μου, οπότε προσφύγαμε για τον λόγο αυτόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων), τελικά, σήμερα, ενώ ο μαθητής υποχρεώθηκε επί 4 μήνες να παρακολουθεί θρησκευτικά, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε δεκτό το αίτημα της αναστολής και των δύο απορρίψεων του αιτήματος με το εξής σκεπτικό: 
"Επειδή, με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται και προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης ως ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 του Συντάγματος). Η ελευθερία αυτή συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του καθενός να πρεσβεύει το θρήσκευμα ή το δόγμα της εκλογής του ή να μην ακολουθεί κανένα θρήσκευμα ή να είναι άθεος (αρνητική μορφή της θρησκευτικής ελευθερίας), καθώς επίσης και το δικαίωμά του να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Με τις προσβαλλόμενες με την κρινόμενη αίτηση πράξεις, εκδηλώθηκε η άρνηση του Συλλόγου των διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου Γέρακα να απαλλάξουν τον τρίτο αιτούντα από τη διδασκαλία των θρησκευτικών, ενώ είχαν αιτηθεί την απαλλαγή αυτή οι γονείς του (1ος και 2η από τους αιτούντες), σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 25 παρ.3 της Υ.Α. 79942/ΓΔ4/21-5-2019 σε συνδυασμό με 12773/Δ2/23-1-2015 Εγκύκλιο του ΥΠΠΕΘ). Κατόπιν της άρνησης αυτής, ο τρίτος αιτών θα υποχρεωθεί να παρακολουθήσει το μάθημα των θρησκευτικών κατά το τρέχον σχολικό έτος και να συμμετέχει στις θρησκευτικές εκδηλώσεις του σχολείου (προσευχή, εκκλησιασμός), μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αίτησης ακύρωσης που έχει ασκήσει, γεγονός που θα του προκαλέσει βλάβη ανεπανόρθωτη σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης ακύρωσης, λόγω της προσβολής του δικαιώματός του για θρησκευτική ελευθερία, κατά παράβαση του άρθρου 13 του Συντάγματος. Επειδή, όσων προεκτέθηκαν, η κρινόμενη αίτηση είναι βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή και να ανασταλεί η εκτέλεση των ανωτέρω πράξεων του Συλλόγου Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου Γέρακα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ***/8-11-2019 αίτησης ακύρωσης, που εκκρεμεί για συζήτηση. Ακόμη πρέπει να επιστραφεί στους αιτούντες το καταβληθέν παράβολο.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την αίτηση, κατά το μέρος που ασκείται από τον πρώτο και δεύτερο από τους αιτούντες ως ασκούντες την επιμέλεια και γονική μέριμνα του ανήλικου υιού τους και τρίτου των αιτούντων.
Αναστέλλει στην εκτέλεση των με αριθμούς ***/27-9-2019 και ***/16-10-2019 πράξεων του Συλλόγου των Διδασκόντων του 1ου Γενικού Λυκείου Γέρακα μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ***/8-11-2019 αίτησης ακύρωσης.
Διατάζει την επιστροφή του παραβόλου στους αιτούντες.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2019 και εκδόθηκε στον ίδιο τόπο στις 31 Ιανουαρίου 2020."

Δευτέρα, Ιανουαρίου 27, 2020

Πολιτικός όρκος για την Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Διαφωνώ με την νομική άποψη ότι ο χριστιανικός όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας που αναφέρει το Σύνταγμα είναι υποχρεωτικός.
Το Σύνταγμα στο άρθρο 33 παρ. 1 ορίζει ότι ο εκλεγόμενος ΠτΔ αναλαμβάνει την άσκηση των καθηκόντων του από την επομένη της ημέρας που έληξε η θητεία του απερχόμενου Προέδρου και "σε όλες τις άλλες περιπτώσεις" (π.χ. θάνατος) από την επομένη της εκλογής του. 
Άρα η χρονική έναρξη των καθηκόντων ορίζεται συνταγματικά από συγκεκριμένο γεγονός (λήξη θητείας προηγούμενου ή έκλειψη προηγούμενου), χωρίς αυτή να εξαρτάται από την ορκωμοσία, η οποία ορίζεται στην παρ. 2 μόνο ως τελετουργική διαδικασία και όχι ως όρος του ενεργού. Συγκεκριμένα η παρ. 2 αναφέρει ότι ο ΠτΔ πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του δίνει ενώπιον της Βουλής τον ακόλουθο όρκο:
"Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω (sic) την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Χώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού Λαού". 
Καμία έννομη συνέπεια δεν προβλέπει το Σύνταγμα, εάν δεν τηρηθεί αυτό το τελετουργικό: δεν είναι όπως ο όρκος που πρέπει να δώσει ένας μάρτυρας στο δικαστήριο, χωρίς τον οποίο δεν νοείται καν η κατάθεσή του ως μαρτυρική και χωρίς την νομοτυπική πρόβλεψη του οποίου δεν νοείται καν όρκος. Ο όρκος του ΠτΔ είναι ρυθμισμένη εθιμοτυπία και όχι νομική διαδικαστική προϋπόθεση. 
Σε αυτό το συμπέρασμα συντείνει το γεγονός ότι τα προσόντα για την εκλογή του ΠτΔ ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 31 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί όποιος:
α) είναι Έλληνας πολίτης πριν από πέντε τουλάχιστον έτη,
β) έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή,
γ) έχει συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας και
δ) έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.
Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για το θρήσκευμα, το οποίο σημαίνει ότι το Σύνταγμα δεν θέτει ως προϋπόθεση να ανήκει ο ΠτΔ σε συγκεκριμένο θρήσκευμα. Εδώ δέχεται και το ενδεχόμενο ο ΠτΔ να ΜΗΝ ήταν έλληνας πολίτης πριν από έξι (6) χρόνια! Επίσης, παρόλο που χρησιμοποιείται αρσενικό γένος, πάλι ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ, δεν υπάρχει καμία συνταγματική απαγόρευση για την εκλογή γυναίκας στην θέση του ΠτΔ.
Επομένως, το Σύνταγμα θεωρεί απλά ως πιθανό ο ΠτΔ να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, κάτι που αποτελεί ένα ισχυρό ενδεχόμενο, οπότε προβλέπει και τον αντίστοιχο τύπο του όρκου, χωρίς όμως να απαγορεύει να μην είναι και χωρίς να απαγορεύει το Σύνταγμα να δώσει ο ΠτΔ μια διαφορετική καθομολόγηση εφόσον το επιθυμεί, αφού η διάταξη δεν είναι ούτε επιτακτική, ούτε αποκλειστική, ούτε απαγορευτική αλλά εθιμοτυπικής, πανηγυρικής, διακηρυκτικής και, σε τελευταία ανάλυση, ενδεικτικής φύσεως.
Σε αντίθεση εξάλλου με άλλα πολιτεύματα, όπου ο αρχηγός του κράτους έχει και θρησκευτικά καθήκοντα (π.χ. η βασίλισσα της Αγγλίας είναι Defender of the Faith), στην Ελληνική Δημοκρατία ο ΠτΔ δεν έχει καμία απολύτως νομική σύνδεση με την επικρατούσα θρησκεία, πέραν βέβαια του ότι η δημόσια υπηρεσία της οποίας προϊσταται, η Προεδρία της Δημοκρατίας, οφείλει να τηρεί τις κατά νόμον επίσημες θρησκευτικές αργίες (τις οποίες βέβαια οι προηγούμενοι ΠτΔ συνήθως δεν τηρούσαν, αφού "δούλευαν" και στις αργίες, παριστάμενοι σε θρησκευτικές εκδηλώσεις κτλ). 
Αυτό σημαίνει ότι αν η κ. Σακελλαροπούλου ορκιστεί με πολιτικό ορκο, αυτό δεν θα έχει καμία έννομη συνέπεια στην ανάληψη των καθηκόντων της ως ΠτΔ, αλλά θα αποτελεί αυτονόητη ενάσκηση ατομικού δικαιώματος που δεν προσκρούει σε καμία συνταγματική απαγόρευση, αντίθετα γνωρίζει ευρύτατα θεμελιωμένη συνταγματική έδραση σε σειρά συνταγματικών κανόνων, ευθέως και a contrario εφαρμοζομένων.
Η αναθεώρηση του άρθρου 33 παρ. 2 δεν θα ήταν κακή ιδέα για λόγους συνταγματικής συμπεριληπτικότητας. Δεν είναι όμως μια νομική προϋπόθεση για την συνταγματική νομιμότητα ενός πολιτικού όρκου από τον ΠτΔ.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 20, 2020

Παραβιάζοντας τον GDPR: ο ΑΦΜ ως αριθμός ταυτότητας

Η κυβερνητική αυτοπεποίθηση ότι τα νομικά προβλήματα που μπορούν να προκύψουν από την μετατροπή του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου σε ενιαίο αναγνωριστικό αριθμό ταυτότητας  μπορούν να λυθούν νομοθετικά προσκρούουν στις ίδιες τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων της Ε.Ε. 

Στο άρθρο 87 του ΓΚΠΔ ("Επεξεργασία του εθνικού αριθμού ταυτότητας") ορίζεται ότι τα κράτη μπορούν βέβαια να καθορίζουν "περαιτέρω" τις "ειδικές προϋποθέσεις" για την επεξεργασία εθνικού αριθμού ταυτότητας ή οποιοδήποτε άλλο αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας γενικής εφαρμογής, θέτοντας όμως ένα πολύ συγκεκριμένο εγγυητικό πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό είναι οι "δέουσες εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων, δυνάμει του παρόντος κανονισμού". Όριο λοιπόν είναι ο ίδιος ο GDPR, τον οποίο το Κράτος οφείλει να εφαρμόσει απαρέγκλιτα, καθώς δεν δύναται να τον τροποποιήσει με την εθνική του νομοθεσία - και ευτυχώς!

Ο κανόνας της προστασίας δεδομένων που θίγεται εδώ είναι ο δεσμευτικά καθορισμένος σκοπός της επεξεργασίας δεδομένων: δεν μπορείς ένα στοιχείο που έχει παραχθεί για μια συγκεκριμένη αποστολή να το χρησιμοποιείς σε μεταγενέστερο χρόνο για σκοπό ασύμβατο προς αυτόν για τον οποίο έχει δημιουργηθεί. Η έκδοση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου ηεισήχθη ως υποχρέωση κάθε φυσικού προσώπου που φορολογείται στην Ελλάδα, με νόμο του 1997 για τους σκοπούς της φορολογικής διοίκησης. Άρα, η χρήση του για οποιονδήποτε εξωφορολογικό λόγο ειναι ασύμβατη με τον αρχικό σκοπό επεξεργασίας και συνεπώς τίθεται σοβαρότατο ζήτημα παραβίασης του άρθρο 5 παρ. 1 (β) του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων.

Πέρα όμως από το ζήτημα επί της αρχής υπάρχει και ένα σοβαρό ζήτημα διακινδύνευσης. Ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου ήδη έχει εγκατασταθεί ως κλειδί εισόδου σε μια μεγάλη σειρά συναλλαγών με την φορολογική διοίκηση, κατά τρόπον ώστε η περαιτέρω διεύρυνση της χρήσης και της αναφοράς του καθιστά εξαιρετικά επίνδυνη την εφαρμοή του. Αν κάποιος κακόβουλος γνωρίζει τον Α.Φ.Μ. σας, χωρίς κανένα άλλο στοιχείο μπορεί να εκδώσει σε βάρος σας παράβολο Δημοσίου μέσω της σχετικής εφαρμογής διαδικτυακά και να σας καταστήσει υπεροφειλέτη του Δημοσίου. Εάν η χρήση του Α.Φ.Μ. γενικευθεί μέσω του δελτίου ταυτότητας, με αυτόν τον αριθμό θα ανοίγουν πολλές πόρτες, άσχετες με την φορολογική δραστηριότητα και έτσι η διοίκηση, αλλά ακόμη χειρότερα, ιδιώτες θα αποκτήσουν πρόσβαση σε δυσανάλογο όγκο δεδομένων. Δεν νοείται με τον Α.Φ.Μ. ένας ιδιωτικός υπάλληλος που εκδίδει ένα τιμολόγιο αντί να βλέπει μόνο τα φορολογικά δεδομένα να μπορεί να υπεισέρχεται για παράδειγμα σε πληροφορίες που σχετίζονται με την ασφάλιση υγείας του ατόμου και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας την εν λόγω πρόσβαση να επεξεργάζεται τα δεδομένα για να προωθήσει άμεσα νέα ασφαλιστικά προγράμματα, ενώ ο ενδιαφερόμενος απλώς προσήλθε σε ένα εμπορικό κατάστημα για να προμηθευτεί μια ηλεκτρική συσκευή.

Ο παλαιότερος Ν.2472/1997 που ίσχυε μέχρι φέτος τον Αύγουστο όριζε ότι η διασύνδεση αρχείων που γίνεται με χρήση ενιαίου κωδικού αριθμού προϋποθέτει άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων. Το ίδιο και για τις περιπτώσεις που τα διασυνδεόμενα αρχεία περιλάμβαναν κατηγορίες ευαίσθητων δεδομένων π.χ. υγείας. Η διοίκηση πολύ συχνά θέλει να αξιοποιήσει την διαλειτουργικότητα για να κάνει τη δουλειά της, χωρίς να σέβεται πάντοτε την αρχή της αναλογικότητας και τα δικαιώματα των πολιτών. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το αίτημα πρόσβασης των υπηρεσιών έκδοσης αδειών οδήγησης με τα αρχεία των ψυχιατρικών ιδρυμάτων για να βρουν μήπως κάποιος υποψήφιος οδηγός είχε νοσηλευτεί, λες και η νοσηλεία αυτή είχε οποιαδήποτε σχέση από μόνη της με την οδηγική ικανότητα. Σε εκείνη την περίπτωση η Αρχή απαγόρευσε την διασύνδεση, ορθώς. Αν τώρα ο ενιαίος αριθμός ταυτότητας αποτελεί κλειδί για πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, θα είναι πολύ αργά εφόσον το μέτρο έχει ήδη εφαρμοστεί τεχνικά.  Άλλωστε ήδη το νέο θεσμικό πλαίσιο επιβάλλει την ελαχιστοποίηση της πρόσβασης κι όχι την υπερδιεύρυνσή της: η αρχή περί προστασίας δεδομένων εξ ορισμού και από τον σχεδιασμό (by default and by design) είναι διακριτός και αυτοτελής νομικός κανόνας πλέον και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει με μόνη την διαφορετική ρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας. 

Όλα αυτά για να είναι νόμιμα προϋοθέτουν όχι απλώς συμμόρφωση των πάντων, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, με τον ΓΚΠΔ για να αποτραπούν περιπτώσεις παραβιάσεων. Δεν νοούνται τέτοιοι σχεδιασμοί χωρίς προηγούμενη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου όπως επιβάλλει το άρθρο 35 του ΓΚΠΔ για τις επεξεργασίες δεδομένων που ενέχουν ιδιαίτερους κινδύνους για τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Κάθε υπεύθυνη υπουργική εξαγγελία θα πρέπει να συνοδεύεται από την μνεία για την ύπαρξη αντίστοιχης εκτίμησης αντικτύπου. Διότι ο GDPR είναι κουλτούρα, δεν είναι απλώς τήρηση διατάξεων.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2020

Ιδιωτικά πανεπιστήμια χωρίς αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος

Η ματαίωση της τελευταίας απόπειρας αναθεώρησης του άρθρου 16 που επιβάλλει τον δημόσιο χαρακτήρα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης μεταθέτει στις καλένδες την νομική δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, αφού μεταξύ δύο αναθεωρήσεων μεσολαβούν υποχρεωτικά πολλά χρόνια.
Είναι όμως όντως τόσο άκαμπτο το Σύνταγμα; Επιβάλλει με τόσο απερίφραστο τρόπο την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων;
Στο άρθρο 16 παρ. 5 αναφέρεται: "Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση." Δηλαδή το Σύνταγμα επιβάλλει την αποκλειστικότητα στην νομική μορφή, το νομικό κέλυφος των ιδρυμάτων. Δεν μπορούν να είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, αυτό είναι όλο.
Πιο κάτω, η ίδια παράγραφος λέει "Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους". 
Η κρατική εποπτεία δεν σημαίνει και αποκλειστικά κρατική ιδιοκτησία, όπως μας δίδαξε το προηγούμενο του αντίστοιχου "άμεσου ελέγχου του Κράτους" επί της ραδιοτηλεόρασης που προβλέπεται στο άρθρο 15 του Συντάγματος. Κάποτε, στην δεκαετία του 1980, οι συνταγματολόγοι έλεγαν ότι ο όρος "άμεσος έλεγχος" σήμαινε συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών. Το θέμα λύθηκα με την ίδρυση του ΕΣΡ που ασκεί τον άμεσο έλεγχο κι επομένως μπορείς εκτός από την ΕΡΤ να έχεις και ιδιωτική ραδιοτηλεόραση με άμεσο κρατικό έλεγχο. Έλεγχος και εποπτεία είναι όροι διακριτοί από την ιδιοκτησία και τον επιχειρημαστικό κίνδυνο.
Άλλωστε, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν, κατά την διατύπωση του Συντάγματος "δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά" από το Κράτος. Δικαίωμα λοιπόν, όχι υποχρέωση! Αν δεν επιθυμούν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα, μπορούν να ενισχύονται οικονομικά και από ιδιώτες. Μπορούν να ελέγχονται οικονομικά από ιδιώτες. Να ανήκουν επιχειρηματικά σε ιδιώτες.
Άρα, η μόνη σκληρή ρύθμιση του άρθρου 16 του Συντάγματος αφορά την νομοτυπική μορφή των πανεπιστημίων ως "ν.π.δ.δ.". Κάτι το οποίο μπορεί να ξεπεραστεί με έναν νόμο που θα ορίζει το απλούστατο: ότι ο ιδιώτης που θέλει να ιδρύσει ένα πανεπιστήμιο μπορεί να υποβάλει μια αίτηση προς το κράτος (με διάφορα αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια), ώστε το κράτος στη συνέχεια να ιδρύει το ν.π.δ.δ. που θα χρηματοδοτεί αποκλειστικά ο ιδιώτης και στη συνέχεια όλα τα υπόλοιπα θα γίνονται κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος: αυτοδιοίκητο, οργανισμός, λειτουργία σύμφωνα με τον νόμο.
Δεν είναι παράλογο να ιδρύσει το κράτος το νομικό κέλυφος: αυτό ισχύει εξάλλου και για την σύσταση ιδρύματος, ενός ν.π.ι.δ. που ιδρύεται με πολιτειακή πράξη δηλαδή με προεδρικό διάταγμα παρόλο που είναι 100% ιδιωτικό. 
Αν θέλει ο νομοθέτης μπορεί με αυτόν τον τρόπο να επανανοηματοδοτήσει τόσο την έννοια του ν.π.δ.δ., όσο και την έννοια της κρατικής εποπτείας και του "δικαιώματος" χρηματοδότησης των ΑΕΙ από το κράτος, απαγκιστρώνοντάς το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης από την μη αναθεωρήσιμη διάταξη του πελατειακού άρθρου 16.

Σάββατο, Ιανουαρίου 11, 2020

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είναι διακοσμητικός

Θεωρώ ακραία ανιστόρητο τον αφορισμό "διακοσμητικός" για τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο θεσμός του ρυθμιστή του πολιτεύματος είναι ατόφιο γέννημα της εγκαθίδρυσης της αρχής της δεδηλωμένης. Η αρχή αυτή ενταφιάζει την προνομία του μονάρχη να διαλύει την Βουλή, δηλαδή να διορίζει την κυβέρνηση που ο ίδιος επιθυμεί, ανεξάρτητα από την λαϊκή βούληση. 
Φαίνεται ότι ακόμη και σήμερα δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η κακοδαιμονία της εμπλοκής του ανώτατου άρχοντα στην διαχείριση της πολιτικής ύλης ήταν εκείνη που καθιστούσε διακοσμητική την συμμετοχή των εκλογέων στην διαμόρφωση της κυβέρνησης. Η παλιά συνταγματική διάταξη που όριζε ότι "ο βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού", ανεξάρτητα από την λαϊκή ετυμηγορία και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τερματίστηκε αρχικά με μεταβολή του νοήματος του συντάγματος χωρίς καν αυτό να αναθεωρηθεί. Οι παραβιάσεις όμως αυτής της αρχής ήταν τελικά που κόστισαν στον μονάρχη και το στέμμα του, την τελευταία φορά που ήθελε να εμπλακεί στην διαμόρφωση της σύνθεσης της κυβέρνησης.
Αυτό που κάποτε ονομάστηκε "υπερεξουσίες" του ΠτΔ ήταν οι τελευταίες επιβιώσεις τέτοιων διατάξεων περί παρέμβασης στην πολιτική ζωή, όπως η διάλυση της Βουλής όχι λόγω απώλειας της δεδηλωμένης αλλά "δυσαρμονίας προς την λαϊκή βούληση", δηλαδή μια προσωπική ερμηνεία του προέδρου για το τι θέλει ο λαός! Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα όμως, το τι θέλει και κυρίως το τι δεν θέλει ο λαός είναι αντικείμενο ενδοκοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην πλειοψηφία και στην αντιπολίτευση. Δεν είναι αντιπαράθεση ηγετών πίσω από κλειστές πόρτες. Ο κοινοβουλευτικός διάλογος είναι η κορωνίδα του πολιτεύματος ακριβώς επειδή ως θεμελιώδες συστατικό του είναι ο δημόσιος χαρακτήρας του. 
Στην εποχή μας, παρεμβάσεις του ΠτΔ στην σύνθεση της Κυβέρνησης είναι φυσικά αδιανόητες και αυτό που θεωρείται "παρέμβαση" είναι τα διάφορα "ηχηρά μηνύματα" και οι δημόσιες δηλώσεις των προέδρων της δημοκρατίας που επιχειρούν να διαδραματίσουν ένα ενωτικό ρόλο εκεί που δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη στην πραγματικότητα. Υπάρχουν κράτη στα οποία όντως ο αρχηγός του κράτους είναι ο μόνος κοινός θεσμός για όλους τους πολίτες, όπως συμβαίνει για χώρες με πολλά κοινοβούλια, πολλούς πρωθυπουργούς κτλ. Στην Ελλάδα όμως; Έχουμε προβλήματα εθνικής ενότητας; Πραγματικά, δεν το νομίζω.
Ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι διακοσμητικός, ούτε συμβολικός, ενωτικός, εθνεγερτικός ή εθνικοαπελευθερωτικός. Είναι εγγυητικός. Αυτό το στοιχείο στο οποίο πρέπει να εστιάσουν όσοι θα αποφασίσουν για το πρόσωπο.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 02, 2020

Επιστροφή προστίμου ανυποταξίας λόγω αντισυνταγματικότητας νόμου

Με απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά που χειρίστηκε το γραφείο μας, το Δημόσιο υποχρεώθηκε να επιστρέψει σε πολίτη που είχε καταβάλει το ήμισυ του προστίμου ανυποταξίας, κηρύσσοντας αντίθετη στην συνταγματική αρχή της ισότητας την σιωπή τουνόμου για το θέμα αυτό.

Συγκεκριμένα, με την απόφαση Α6472/2019, το Δικαστήριο έκρινε ότι "η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 4361/2016, κατά το μέρος που προβλέπει τη διαγραφή του προστίμου της παρ. 5 του άρθρου 51 του ν. 3421/2005 μόνο για τους ανυπότακτους που δεν το είχαν καταβάλει στο σύνολό του κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, χωρίς, παράλληλα, να προβλέπει τη διαγραφή, και, κατά συνέπεια, την επιστροφή, του συνόλου του προστίμου ή του μέρους που καταβλήθηκε, σε αυτούς που το κατέβαλαν πριν από το ανωτέρω χρονικό σημείο, αντίκειται στην αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, με την επίμαχη ρύθμιση διαγράφεται το ανωτέρω πρόστιμο εξ ολοκλήρου μόνο για όσους ανυπότακτους δεν το είχαν καταβάλει ή δεν το είχαν αποπληρώσει ολόκληρο, ενώ για τους λοιπούς ανυπότακτους, που, αν και τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες, όπως προαναφέρθηκε, έτυχε να αποπληρώσουν μέρος ή το σύνολο του ανωτέρω προστίμου, αυτό διαγράφεται μόνο κατά το μη αποπληρωθέν μέρος ή δεν διαγράφεται καθόλου, αντίστοιχα. Η ρύθμιση αυτή που εξαρτά τη διαγραφή του προστίμου από το τυχαίο και συμπτωματικό γεγονός της αποπληρωμής του συνόλου ή μέρους αυτού δεν τεκμηριώνεται από λόγους πρόδηλου δημόσιου συμφέροντος, που να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης του ν. 4361/2016. Το ανωτέρω δε συμπέρασμα ενισχύεται και από τα αναφερόμενα στην προαναφερθείσα με αριθμ. Δ.ΕΙΣΠΡ.Α 1089258 ΕΞ 2016/13.6.2016 εγκύκλιο της Γενικής Φορολογικής Διοίκησης του Υπουργείου Οικονομικών προς όλες τις Δ.Ο.Υ., με την οποία ορίζεται ρητά ότι εφόσον οι σχετικές ακυρωτικές αποφάσεις των Στρατολογικών Υπηρεσιών, εκδόθηκαν κατά τις διατάξεις του ν. 3421/2005 και της Κ.Υ.Α. Φ.429.1/17/281810/4.3.2011 διαγράφεται το σύνολο του επιβληθέντος προστίμου στον ανύποτακτο και επιστρέφεται είτε το συνολικό ποσό είτε το καταβληθέν μέρος αντίστοιχα, εάν όμως οι ακυρωτικές αποφάσεις των Στρατολογικών Υπηρεσιών εκδόθηκαν κατά τις διατάξεις του νέου νόμου 3461/2016 διαγράφεται το ποσόν χρηματικού προστίμου, το οποίο υπάρχει βεβαιωμένο και ανείσπρακτο την 31.1.2016, επομένως καταβληθέντα ποσά μέχρι την 31.1.2016 δεν επιστρέφονται. Ενόψει των ανωτέρω, η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 4361/2016, κατά το μέρος που για τους ανυπότακτους που καταλαμβάνει προβλέπει διαγραφή μόνο για όσους από αυτούς δεν έχουν πληρώσει το πρόστιμο, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική (ΔΠΑ 5655, 11580, 13237/2019, 18552, 15093, 6209/2018, ΔΠΘεσ 7771/2018, ΔΠΚοζ 623, 52/2018)."

Ανοίγει έτσι ο δρόμος της δικαστικής διεκδίκησης των χρηματικών ποσών που καταβλήθηκαν βάσει της αντισυνταγματικής διάταξης.

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...