Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το κείμενο του ΚΔΙ αποτελεί ιδιωτική κωδικοποίηση υφιστάμενων κανόνων δεοντολογίας τόσο των μέσων ενημέρωσης όσο και της χρήσης του διαδικτύου. Πηγές των αρχών αυτών είναι υφιστάμενοι κώδικες συμπεριφοράς στο διαδίκτυο, η δεοντολογία των μέσων ενημέρωσης, νομολογία δικαστηρίων σε περιπτώσεις προσβολών προσωπικότητας, αποφάσεις ανεξάρτητων αρχών , η ίδια η νομοθεσία που διέπει την ελευθερία του λόγου και τους θεμιτούς περιορισμούς της, αλλά και η πρακτική επίλυσης προβλημάτων που έχουν ανακύψει στην μπλογκόσφαιρα.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι κανόνες που ισχύουν για τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης δεν είναι πάντοτε πρόσφοροι για την περίπτωση της ατομικής δημοσιογραφίας. Πρώτον, γιατί δεν επιτελεί κάθε ιστολόγιο «ενημερωτικό» χαρακτήρα (μετάδοση ειδήσεων που αφορούν την κοινή γνώμη), αλλά και γιατί οι «συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου» δεν είναι γνωστές σε κάθε πολίτη που δημοσιογραφεί μέσω του ιστολογίου του. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η δημοσιότητα που μπορεί να λάβει μια είδηση ή η προσβολή της προσωπικότητας ενός ατόμου μέσω διαδικτύου είναι δυνατόν να υπερβαίνει κατά πολύ τα αποτελέσματα που θα είχε η δημοσιοποίηση μέσω των συμβατικών μέσων ενημέρωσης με τους συμβατικούς και τοπικούς περιορισμούς που δεσμεύουν την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα έντυπα μέσα.
Ως εκ τούτου, αν μια περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμισης φτάσει στη δικαιοσύνη, ο δικαστής θα πρέπει να κρίνει όχι μόνο με βάση το νόμο περί τύπου, αλλά και με βάσει τις επικρατούσες «συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου». Αναζητώντας αυτές είναι πολύ πιθανό να οδηγηθεί σε ισχύοντες κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, οι οποίοι ωστόσο αφορούν επαγγελματίες δημοσιογράφους και προβλέπουν αυξημένη ευθύνη και σοβαρές υποχρεώσεις για την μορφή και τη μετάδοση της κάθε πληροφορίας. Η απ’ ευθείας εφαρμογή αυτών των κανόνων στη δράση ενός ιστολογίου και η μη αναλογική προσαρμογή τους στη φύση και το περιβάλλον του νέου μέσου, θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ελευθερία της έκφρασης.
Ένας βασικός διαχωρισμός που επιχειρείται λοιπόν με τον ΚΔΙ είναι η διάκριση ανάμεσα στις υποχρεώσεις όσων ιστολόγων μεταδίδουν ειδήσεις (των οποίων δίνεται και ένα περιεκτικός ορισμός: πληροφορίες που αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη) και στους υπόλοιπους. Εξυπακούεται ότι ο διαχωρισμός δεν συνεπάγεται κάθετες ομαδοποιήσεις, αφού σε κάθε περίπτωση ένας ιστολόγος: μπορεί σε ένα ποστ να λειτουργεί ειδησεογραφικά ενώ σε ένα άλλο ψυχαγωγικά (infotainment).
Απόπειρες τέτοιων καταγραφών έχουν γίνει και θα γίνουν πολλές. Από τη δική μου έρευνα προέκυψε (α) η υπεραπλούστευση τύπου «σκέψου πριν γράψεις», το οποίο δεν σημαίνει απολύτως τίποτε και (β) η μη υπόδειξη πρακτικών λύσεων όταν υπάρχουν διλήμματα του στυλ «να δημοσιεύσω ή όχι μια φωτογραφία;»
Σκοπός του ΚΔΙ είναι να διατυπώσει κανόνες αφαιρετικούς μεν, αλλά σαφείς και να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις σε πρακτικά ερωτήματα που ανακύπτουν ανά πάσα στιγμή.
ΙΙ. ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟΝ ΑΝΑΛΥΣΗ
Άρθρο 1
Με το Άρθρο 1, η πραγματική κατάσταση (δυνατότητα) κάθε πολίτη του Διαδικτύου να διατηρεί προσωπικό ή ομαδικό ιστολόγιο υπάγεται σε μια θεσμική παραδοχή: την δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνεπάγεται.
Το κείμενο δεν δίνει ορισμούς για την έννοια του «ιστολογίου», καθώς πρόκειται για έναν δυναμικό όρο που το περιεχόμενό του διαμορφώνεται κάθε μέρα στην πράξη.
Η παραδοχή ότι η χρήση του διαδικτύου συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζει από τη νομολογία δικαστηρίων και ανεξάρτητων αρχών, αλλά και από τη θεωρία, με την οποία έχει αναγνωριστεί ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται για την ελευθερία του λόγου και τους περιορισμούς της ισχύει και στην διαδικτυακή δράση.
Με το δεύτερο εδάφιο διευκρινίζεται ότι ο ΚΔΙ περιλαμβάνει τις αρχές εκείνες που διέπουν τη λειτουργία των ιστολογίων.
Άρθρο 2
Το άρθρο αυτό αφορά μόνο τις ειδησεογραφικές δραστηριότητες των ιστολόγων, κωδικοποιώντας τις αρχές που πρέπει να τηρούνται εφόσον ένα ιστολόγιο μεταδίδει πραγματικά περιστατικά που αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών. Η έννοια αυτή είναι επίσης δυναμική και εξαρτάται κάθε φορά από συνεκτιμήσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί π.χ. να θεωρηθεί ότι είναι μετάδοση πληροφοριών που αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών η ανάρτηση ενός προσωπικού ημερολογίου, στο οποίο καταγράφονται απλώς οι σκέψεις και οι εμπειρίες του ιστολόγου από την καθημερινότητά του. Και αυτό όμως δεν είναι απόλυτο: αν ο ιστολόγος αυτός είναι ένας πολιτικός, σίγουρα οι πληροφορίες που μεταδίδει ενδιαφέρουν εξ αντικειμένου ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών, οπότε το περιεχόμενό τους συνιστά, κατ’ αρχήν είδηση.
Οι αρχές που κωδικοποιούνται με το Άρθρο 2 είναι:
(α) η αρχή της πλήρους παράθεσης της αλήθειας. Δεν επιτρέπεται να διαδίδονται ψεύδη ή «μισές» αλήθειες
(β) η αρχή του ελέγχου της ακρίβειας της πληροφορίας πριν μεταδοθεί.
Εδώ ο κανόνας της προηγούμενης διασταύρωσης που είναι υποχρεωτικός για τους δημοσιογράφους, γίνεται μια ενδεικτική μέθοδος διασταύρωσης της είδησης. Ο ιστολόγος κατά κύριο λόγο θα προσλαμβάνει την είδηση από μία πηγή και ως εκ τούτου θα είναι δύσκολο να διασταυρώνει κάθε φορά. Πάντως, όταν η πληροφορία αφορά τον δημόσιο τομέα και η πηγή είναι π.χ. ιστοσελίδα του δημοσίου, δεν χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος της ακρίβειας της είδησης, αφού υπάρχει το τεκμήριο της αλήθειας των δημοσίων εγγράφων.
(γ) η αρχή της παράθεση των στοιχείων που τεκμηριώνουν έναν δυσμενή ισχυρισμό. Ακόμη κι όταν οι πηγές προστατεύοντα, τα ίδια τα στοιχεία πρέπει να δημοσιοποιούνται ώστε ο τελικός κριτής να είναι ο αναγνώστης και όχι (μόνο) ο ιστολόγος. Περαιτέρω, η συλλογή των στοιχείων αυτών δεν πρέπει ν α γίνεται με αθέμιτα μέσα – όπως η υποκλοπή.
(δ) η αρχή της διάκρισης είδησης – σχολίου.
Ο αναγνώστης πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί που μεταδίδεται πληροφορία επί πραγματικών περιστατικών και που αρχίζει η αξιολόγησή της. Διαφορετικά προκαλείται σύγχυση και επιχειρείται η χειραγώγησή του.
(ε) η αρχή αντιστοιχίας τίτλου – περιεχομένου
Για τους ίδιους λόγους αποφυγής της σύγχυσης, ο τίτλος πρέπει να ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο ενός κειμένου. Επίσης, ο τίτλος πρέπει να είναι ακριβής για να διευκολύνεται η ανίχνευση μιας πληροφορίας μέσω μηχανών αναζήτησης.
(στ) η αρχή της συνεπούς χρήσης υλικού τεκμηρίωσης.
Όταν χρησιμοποιείται υλικό τεκμηρίωσης, θα πρέπει να γίνεται σεβαστό το context του ίδιου του μέσου τεκμηρίωσης και να μην αλλοιώνεται το αντικείμενο της απόδειξης ή η μέθοδος της τεκμηρίωσης.
(ζ) η αρχή της αντικειμενικότητας
Συγγενική προς την αρχή της αλήθειας, η αρχή της αντικειμενικότητας επιβάλλει τη μετάδοση της είδησης αυτής καθαυτής, ανεξάρτητα από τις επιδράσεις που μπορεί να έχει στα προσωπικά «πιστεύω» του συντάκτη. Ο τελευταίος έχει κάθε λόγο βέβαια να προβάλλει μόνο τις ειδήσεις που τον ενδιαφέρουν (αλλά με πληρότητα) και να τις σχολιάζει όπως θέλει.
Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπονται οι δυσμενείς διακρίσεις, δηλαδή η παρουσίαση προσώπων με τρόπο ο οποίος μπορεί να ενθαρρύνει τον εξευτελισμό, την κοινωνική απομόνωση, βάσει ιδίως του φύλου, της φυλής, της εθνικότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της ιδεολογίας, της ηλικίας, της ασθένειας ή αναπηρίας, του γενετήσιου προσανατολισμού ή του επαγγέλματος. (π.δ. 77/2003 «Κώδικας Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών», νομοθεσία για την αρχή της ίσης μεταχείρισης, άρθρο 5 του Συντάγματος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Χάρτης Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε.).
(η) η αρχή της παράθεσης και της αντίθετης άποψης ή εκδοχής
Σε αμφιλεγόμενα θέματα, η πληρότητα της μετάδοσης μιας είδησης επιβάλλει να παρατίθενται όλες οι τυχόν υπάρχουσες εκδοχές, ώστε το θέμα να καλύπτεται με πληρότητα και να μην υπάρχει μονομερής προβολή μιας μόνο εκδοχής.
Η παραβίαση των παραπάνω αρχών συνεπάγεται μη τήρηση συναλλακτικών υποχρεώσεων των πολιτών που λειτουργούν ως δημοσιογράφοι μέσω των ιστολογίων τους. Αν αυτή η παραβίαση έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή ενός αγαθού που προστατεύεται από το δίκαιο, η θέση του δράστη θα είναι φυσικά ιδιαίτερα επιβαρυμένη, καθώς οι κανόνες αυτοί αποτελούν δείκτες για την επιμέλειά του. Αν κάποιος π.χ. κατηγορηθεί για την πρόκληση πανικού με την διασπορά ψευδών ειδήσεων και αποδειχθεί επιπρόσθετα ότι δεν είχε: (α) ελέγξει την ακρίβεια της είδησης πριν την μεταδώσει, (β) διαχωρίσει την είδηση από το σχολιό του, (γ) υπήρχε αντιστοιχία τίτλου περιεχομένου και (δ) χρησιμοποίησε εσφαλμένα το υλικό τεκμηρίωσης, η θέση του θα είναι επιβαρυμένη. Αν όμως αποδείξει ότι τέλεσε το ίδιο αδίκημα ενώ είχε τηρήσει όλους αυτούς τους κανόνες, τότε οι αρχές του Κώδικα ενδέχεται να τον απαλλάξουν από την κατηγορία, καθώς κωδικοποιούν το μέτρο της επιμέλειας που πρέπει να επιδεικνύεται.
Άρθρο 3
Στο πεδίο της κριτικής γεγονότων ή προσώπων δεν ισχύουν οι κανόνες του άρθρου 2. Σε αυτό το χώρο, ο οποίος δεν αφορά μόνο τα «ειδησεογραφικά» ιστολόγια, η ελευθερία της έκφρασης είναι σαφώς διευρυμένοι και οι περιορισμοί αφορούν μόνο κραυγαλέες περιπτώσεις, όπως π.χ. την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, αλλά και κάποιους πιο soft law κανόνες “καλής συμπεριφοράς» και πολιτικής ορθότητας (ανήλικοι, ηλικιωμένοι, α.μ.ε.α.
Ωστόσο, όριο της κριτικής και της σάτιρας είναι οι ποινικού δικαίου περιορισμοί: δεν επιτρέπεται η εξύβριση, η δυσφήμιση, η συκοφαντία, αδικήματα που συνιστούν προσβολές της προσωπικότητας.
Άρθρο 4
Τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελούν ένα κεντρικό πεδίο προβληματισμού. Θεμελιώδες ζήτημα είναι το στοιχείο της εδαφικότητας του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, ενός τομέα ο οποίος δεν είναι εναρμονισμένος από χώρα σε χώρα.
Με το άρθρο επιχειρείται η διατύπωση μιας γενικής κατευθυντήριας γραμμής που θα δώσει λύσεις σε περίπτωση που κάποιος αναρωτιέται αν μπορεί να χρησιμοποιήσει στο ιστολόγιό του ένα έργο τέχνης ή λόγου.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα της πατρότητας του δημιουργού με μνεία του ονοματός του ή έστω της πηγής από την οποία αλιεύθηκε το έργο.
Η χρήση του έργου θα πρέπει να εξυπηρετεί ένα δικαίωμα του ιστολόγου, το οποίο θα υπερέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση των δικαιωμάτων του ίδιου του δημιουργού και δεν θα τα θίγει υπέρμετρα. Αυτές θα είναι οι περιπτώσεις της ενημέρωσης, της τεκμηρίωσης ή της κριτικής, Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να παρακωλύει την κανονική εκμετάλλευση του έργου, είτε αυτή είναι εμπορική είτε όχι. Εκμετάλλευση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι διαθέτεις στο κοινό ένα έργο που πωλείται. Εάν ένα έργο διατίθεται δωρεάν και πάλι ενδέχεται να θίγεται η κανονική εκμετάλλευσή του, αν το αναπαράγεις εξ ολοκλήρου και το κοινό μπορεί να το εντοπίσει στο σύνολό του στο ιστολόγιο και όχι στην αρχική του πηγή.
Η χρήση έργων για σκοπούς ενημερωτικούς, κριτικής ή τεκμηρίωσης ενδέχεται να σημαίνει αποσπασματική χρήση. Ωστόσο, και πάλι λόγω σεβασμού του ηθικού δικαιώματος του δημιουργού, δεν είναι επιτρεπτό η αποσπασματική αυτή χρήση να οδηγεί σε αλλοίωση της ακεραιότητας του έργου, στο μέτρο που δημιουργεί εσφαλμένη εντύπωση για το περιεχόμενο της ποιότητά του. Εφόσον δηλ. γίνεται χρήση αποσπάσματος, αυτό θα πρέπει να γίνεται σαφές στον αναγνώστη εκ μέρους του ιστολόγου με σχετική μνεία.
Η ρητή αντίθεση του δημιουργού στη χρήση του έργου πρέπει να γίνεται σεβαστή σε κάθε περίπτωση. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα επιτρέπεται μόνον εφόσον το ίδιο το έργο, για κάποιο λόγο αποτελεί στοιχείο της τρέχουσας επικαιρότητας (σύγκρουση πνευματικής ιδιοκτησίας – δικαιώματος ενημέρωσης του κοινού).
Η απλή «διακοσμητική» χρήση έργων τέχνης δεν εξυπηρετεί ένα υπέρτερο δικαίωμα του ιστολόγου, για το οποίο αξίζει να υποχωρήσουν τα δικαιώματα του δημιουργού.
Σε κάθε περίπτωση η χρήση των έργων μπορεί να αποτελεί μέρος της ελευθερίας της έκφρασης του ιστολόγου, όπως όταν τα έργα χρησιμοποιούνται για να σχολιάζουν μια κατάσταση. Αυτές είναι οι περιπτώσεις του κολάζ. Ένα εξαίρετο δείγμα είναι η περίπτωση του ιστολογίου Nanakos, στο οποίο οι φωτογραφίες χρησιμοποιούνται ως «παράλλληλο μοντάζ» το οποίο σαφώς αποτελεί τον εσωτερικό σχολιασμό του κειμένου και συνιστά ενιαίο σύνολο με αυτό.
Άρθρο 5
Η «κλοπή ταυτότητας», η εκμετάλλευση της φήμης ενός brand ή του ονόματος ενός ιστολογίου μόνο και μόνο για να κερδίσει κανείς λίγη περισσότερη αναγνωσιμότητα αποτελεί μια μορφή ψηφιακού θορύβου που δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή σε μια δομή ιστολογόσφαιρας.
Το ζήτημα αυτό συνδέεται με το δίκαιο περί σημάτων (Ν.2239/1994), αλλά και με το σεβασμό του ονόματος (άρθρο 60 Αστικού Κώδικα) και της προσωπικότητας του άλλου. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να προκληθεί βλάβη σε ένα σήμα φήμης, όταν κάποιος προβαίνει σε αυτό με παράνομο τρόπο.
Επίσης, το ζήτημα συνδέεται με την αρχή αντιστοιχίας τίτλου – περιεχομένου που αφορά ως τέτοια μόνο τα ειδησεογραφικά posts, αλλά βασίζεται στην ευρύτερη αρχή της αλήθειας η οποία διέπει συνολικά την λειτουργία των ιστολογίων.
Άρθρο 6
Το θέμα της ανωνυμίας αποτελεί ένα ζήτημα – ταμπού στο χώρο των ιστολογίων. Υπάρχουν συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι η ανωνυμία είναι εις βάρος της αξιοπιστίας του μέσου, ενώ από την άλλη πλευρά αποτελεί πάγια θέση ότι η ανωνυμία ενισχύει την ελευθερία της έκφρασης.
Ένας κώδικας δεοντολογίας δεν είναι δυνατόν να ενθαρρύνει την εργαλειοποίηση της ανωνυμίας ως μέσο τέλεσης παράνομων πράξεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιλογή της ανωνυμίας είναι δικαίωμα του ιστολόγου, αλλά και του σχολιαστή- συμμετέχοντα. Η αποκάλυψη της ταυτότητας ενός χρήση δεν πρέπει να γίνεται από άλλους χρήστες, καθώς συνδέεται με το απόρρητο των επικοινωνιών, αλλά μόνο με τις ειδικές διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί και πάντα από τις αρμόδιες αρχές.
Αποδεχόμενοι το στοιχείο της ανωνυμίας ως δικαιώματος, το γεγονός ότι κάποιος επιλέγει να γράψει ως ανώνυμος δεν πρέπει να θεωρείται εξ ορισμού ως προκλητικό, ούτε να αποτελεί αντικείμενο αντιμετώπισής του με άλλα μέτρα και σταθμά.
Άρθρο 7
Σύμφωνα με την απόφαση C-101/01 (Bodil Lindqvist) του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων σε προσωπική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 94/46/ΕΚ για την προστασία των ατόμων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.
Συνεπώς, η χρήση σε ιστολόγια πληροφοριών που αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα («επεξεργασία προσωπικών δεδομένων») διέπεται από το δίκαιο προστασίας προσωπικών δεδομένων και υπάρχει αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όπου αυτό προβλέπεται από το Ν.2472/1997.
Μια σύντομη κωδικοποίηση των αρχών του Ν.2472/1997 προβλέπεται στο άρθρο 7, σύμφωνα με το οποίο η χρήση προσωπικών δεδομένων προβλέπεται μόνο εφόσον υπάρχει συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρο 5§1 Ν.2472/1997) ή όταν η ελευθερία της έκφρασης του ιστολόγου υπερέχει προφανώς και δεν θίγει το δικαίωμα του προσώπου για τη μη χρήση των προσωπικών του δεδομένων (άρθρο 5§2 (ε) Ν.2472/1997). Πρόκειται βεβαίως για έναν κανόνα στάθμισης, μεγάλης αφαίρεσης, ο οποίος περιλαμβάνει σημαντικά περιθώρια εκτίμησης. Για την εφαρμογή του κανόνα καταλυτική θα είναι βεβαίως η ρητή αντίρρηση του υποκειμένου των δεδομένων: όταν το έχει ζητήσει το ίδιο το υποκείμενο, δεν πρέπει να γίνεται χρήση προσωπικών δεδομένων, γιατί διαφορετικά εγείρεται ζήτημα αρμοδιότητας της Αρχής.
Το άρθρο περιλαμβάνει έναν επίσης θεμελιώδη κανόνα της προστασίας προσωπικών δεδομένων: πριν την δημοσιοποίηση πρέπει να ενημερωθεί το υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 11§3 Ν.2472/1997), εκτός αν είναι δημόσιο πρόσωπο.
Η επισκεψιμότητα σε ένα προσωπικό ιστολόγιο, συνιστά πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο, δηλαδή στον ιστολόγο. Ως εκ τούτου, αποτελεί προσωπικό δεδομένο και για την χρήση του από άλλους ιστολόγους πρέπει να τηρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο (και φυσικά τη νομοθεσία).
Τέλος, διευκρινίζεται ότι δεν επιτρέπεται χρήση πληροφοριών που αφορούν τα χαρακτηριζόμενα από το νόμο ως «ευαίσθητα δεδομένα» (εθνική καταγωγή, υγεία, πεποιθήσεις, σεξουαλική ζωή, ποινικές διώξεις-καταδίκες). Σύμφωνα με το νόμο, η επεξεργασία τέτοιων πληροφοριών επιτρέπεται σε περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις και πάντοτε κατόπιν άδειας της Αρχής.
Άρθρο 8
Έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένοι ιστολόγοι δημοσιοποίησαν στα ιστολόγιά τους e-mail που τους έστειλαν πρόσωπα, χωρίς τα τελευταία να επιθυμούν βέβαια την περαιτέρω δημοσιοποίηση της επικοινωνίας τους.
Αυτού του είδους οι πρακτικές είναι καταδικαστέες, καθώς παραβιάζουν το συνταγματικό δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας.
Στην έννοια της επικοινωνίας εντάσσεται πλέον κάθε δράση στο διαδίκτυο, όπως η πλοήγηση, η αποστολή και λήψη ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ακόμη και η ανάρτηση σχολίων και κειμένων (Οδηγία 2002/58/ΕΚ). Εξυπακούεται ότι το απόρρητο καλύπτει αυτές τις μορφές επικοινωνίας, όταν το επιθυμεί ο φορέας και όταν έχει λάβει κάποια μίνιμουμ μέτρων προστασίας του απορρήτου. Τέτοια μέτρα είναι π.χ. η χρήση ψευδωνύμου και η αποστολή «κλειστού» ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Οι όροι άρσης του απορρήτου είναι αυστηροί σύμφωνα με τη νομοθεσία (ν.2225/1994 και ν.3115/2003, π.δ. 47/2005) και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
Άρθρο 9
Εγγύηση της πραγματικής εφαρμογής κάθε αυτορρυθμιστικού κειμένου συνιστά η επιφόρτιση ενός θεσμικού οργάνου με την εποπτεία της εφαρμογής του. Το ρόλο αυτό στις δημοσιογραφικές ενώσεις παίζουν εποπτικά όργανα, ενώ το μοντέλο της διαμεσολαβητικής επίλυσης διαφορών λειτουργεί στον τραπεζικό τομέα, τον ευρύτερο καταναλωτικό τομέα και τη δημόσια διοίκηση.
Στο άρθρο 9 δεν προβλέπεται ωστόσο ένα διαρκές όργανο που μπορεί να επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως, αλλά ένα υβρίδιο διαμεσολαβητή και διαιτητή. Η διαιτητική φύση προκύπτει από τον ad hoc χαρακτήρα του, τον οποίο αναγνωρίζουν με κοινή συμφωνία οι ενδιαφερόμενοι. Ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας προκύπτει από το γεγονός ότι δεν επιβάλλονται βέβαια κυρώσεις, αλλά σκοπός του Ombudsman είναι με ανεξάρτητο τρόπο να εκδώσει και να δημοσιοποιήσει ένα πόρισμα που να διαγιγνώσκει κατά πόσον υπήρξε παράβαση της δεοντολογία ή όχι.