ΑΠΟΦΑΣΗ 2767/2007
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 5ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: ***, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., ***, ***, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την ***, δικαστική υπάλληλο,
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του , στις 18 Απριλίου 2007, για να δικάσει τις από 30 Νοεμβρίου 2007 (αριθμ. καταχ. ABEM ***/21-12-2006) και από 8-12-2006 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ ) αντίστοιχα, αντίθετες εφέσεις
τ ο υ ***, κατοίκου ***. (οδός ***., αριθ. ***), ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου *** , με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2915/2001, και
τ ο υ Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών και Δημοσίας Τάξης και παραστάθηκε δια του Δικαστικού Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. *** , με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2915/2001.
Το Δικαστήριο,
μελέτησε τη δικογραφία και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο
1.Με την κρινόμενη έφεση του ***., για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. ειδικό έντυπο παραβόλου 1189687/2006), ζητείται, παραδεκτώς, να μεταρρυθμισθεί η 7704/2006 οριστική απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, έγινε εν μέρει δεκτή η από 17/2/2005 αγωγή του εκκαλούντος και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει το ποσό των 15.000 ευρώ, νομιμοτόκως από 15/7/2005, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ' άρθρο 105 του Εισ. Ν.Α.Κ. από την παράνομη δημοσίευση του ονοματεπώνυμου του στο από 23/2/2003 δελτίο τύπου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής. Αντίθετα, το Ελληνικό Δημόσιο, με την από 8/12/2006 έφεσή του, ζητά παραδεκτώς να εξαφανισθεί η ως άνω απόφαση, κατά το μέρος που έκανε δεκτή την αγωγή του εφεσίβλητου. Οι εφέσεις αυτές κρίνονται συνεκδικαστέες, ως στρεφόμενες κατά της αυτής αποφάσεως και πρέπει να εξεταστούν στην ουσία.
2.Στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλήψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Εξάλλου, στο άρθρο 59 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί η προσωπικότητά του και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού του οποίου η προσωπικότητα έχει προσβληθεί. Περαιτέρω μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι οποίες ήδη ανήκουν στα διοικητικά δικαστήρια, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος, περιλαμβάνονται, και οι διαφορές που αναφύονται εκ της ευθύνης του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, συμφώνως προς τις κείμενες σχετικές διατάξεις, τέτοιες δε διαφορές είναι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος, όχι μόνον οι γεννώμενες από την έκδοση μη νομίμου εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και αυτές που προκύπτουν από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλήψεις προέρχονται εκ της οργανώσεως και λειτουργίας των υπηρεσιών τούτων, όχι δε και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κλπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του (πρβλ. Ολ. Σ.Ε. 3045/1992, ΑΕΔ5/1995). Περαιτέρω κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, το Δημόσιο υποχρεούται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, σε αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, τα δικαστήρια δε της ουσίας, δύναται, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος του Δημοσίου εύλογη χρηματική ικανοποίηση σε εκείνον που υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, κατ' ανάλογο εφαρμογή της σχετικής διατάξεως του άρθρου 59 Α.Κ. Περαιτέρω, στο άρθρο 9Α του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει ....». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ Α´ 50) «Προστασία από επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» ορίζεται ότι «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής» και στο άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) «Ευαίσθητα δεδομένα», τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες. γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί ... δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («επεξεργασία»), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ... με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση ... ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ...». Τέλος, στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου, όπως η παρ. 5 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ 109 Α´) ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων. 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων ... ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Το υποκείμενο έδωσε τη γραπτή συγκατάθεσή του ... γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ... ε) Η επεξεργασία εκτελείται από Δημόσια Αρχή και είναι αναγκαία είτε αα) .... ββ) για την εξυπηρέτηση των αναγκών εγκληματολογικής ή σωφρονιστικής πολιτικής και αφορά τη διακρίβωση εγκλημάτων, ποινικές καταδίκες ή μέτρα ασφάλειας ...». Με τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες αποβλέπουν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής των φυσικών προσώπων, θεσπίστηκε η απαγόρευση της επεξεργασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, δηλαδή δεδομένων που αφορούν και συνυφαίνονται με την προσωπικότητα του ατόμου. Ως ευαίσθητα προσωπικα δεδομένα ορίζονται η εθνική και φυλετική καταγωγή, οι θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, η ερωτική ζωή του ατόμου ως και οι ποινικές διώξεις και οι ποινικές καταδίκες αυτού. Τέτοια δε επεξεργασία συνιστά η ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή (Ελληνική Αστυνομία) της σύλληψης του φυσικού προσώπου για τη διάπραξη εγκληματικής πράξεως ή και της άσκησης σε βάρος του προσώπου ποινικής διώξεως, δεδομένου ότι η εν λόγω επεξεργασία αφορά στη διάδοση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Η εν λόγω προστασία των προσωπικών δεδομένων στοιχεί με το, κατ' άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ/μα 53/1974, ΦΕΚ Α´ 256 και ν. 2400/1996, ΦΕΚ Α´ 96), τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου και την, κατ' άρθρο 241 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μυστικότητα της ποινικής προδικασίας, αποβλέπουσας στην προστασία της προσωπικότητας του κατηγορουμένου. Εξάλλου, στα πλαίσια προστασίας από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη εξαιρέσεις από την απαγόρευση της επεξεργασία δεδομένων για την ικανοποίηση, μεταξύ άλλων, μείζονος δημοσίου συμφέροντος, όπως συνιστά, κατά νόμο, η εξυπηρέτηση των αναγκών της εγκληματολογικής ή σωφρονιστικής πολιτικής, που αποσκοπεί, όμως μόνο, στη διακρίβωση τελεσθέντων εγκλημάτων, στις ποινικές καταδίκες και στα μέτρα ασφαλείας που επιβλήθηκαν με δικαστικές αποφάσεις.
3.Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με το από 23.2.2003 δελτίο τύπου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής (Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων - Τμήμα 1ο Προστασίας Ανηλίκων), ανακοινώθηκε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης η εξιχνίαση υπόθεσης παιδοφιλίας και διακίνησης υλικού παιδικής πορνογραφίας μέσω του διαδικτύου (INTERNET). Ειδικότερα, ανακοινώθηκε η σύλληψη και η άσκηση ποινικής διώξεως, σε βάρος 12 προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο εκκαλών - εφεσίβλητος, για την τέλεση των εγκλημάτων της μαστροπείας κατ' εξακολούθηση από κοινού (άρθρα 45, 98 και 349 ΠΚ), της διευκόλυνσης ακολασίας άλλων και της πορνογραφίας ανηλίκων κατ' εξακολούθηση (άρθρα 45, 98, 348, 348Α, Π.Κ.), της νομοθεσίας περί ναρκωτικών και της κατοχής ναρκωτικών για ίδια αποκλειστική χρήση ως και της διάθεσης χώρου για χρήση ναρκωτικών (ν. 1729/1987), της ασέλγειας παρά φύση από κερδοσκοπία (άρθρο 347 Π.Κ.), της νομοθεσίας περί ασέμνων δημοσιευμάτων (άρθρα 29 και 30 του ν. 5060/1931) και των άρθρων 14 και 1, 10, 11, και 55 της Α.Ι.Β. 8577/1983 Υγειονομικής Διάταξης. Περαιτέρω, στο εν λόγω δελτίο τύπου, αναφέρονταν τα ονοματεπώνυμα των ως άνω προσώπων, το πατρώνυμο, η ηλικία τους και η επαγγελματική τους ιδιότητα, ενώ, στη συνέχεια, εξιστορείτο ο τρόπος διαπιστώσεως των παραβάσεων από την Αστυνομική Αρχή και το ειδικότερο αδίκημα το οποίο φέρεται ότι τέλεσε καθένα από τα παραπάνω πρόσωπα. Ειδικότερα, όσον αφορά στο εκκαλούντα - εφεσίβλητο, ανακοινώθηκε η επ' αυτοφώρω σύλληψή του, κατόπιν αστυνομικής έρευνας, την 2:30 π.μ. σε μπαρ επί της οδού Μ. Β. αριθμ. 33 (Αθήνα), για την τέλεση ακόλαστων πράξεων, μαζί με άλλους δυο κατηγορουμένους, παρουσία τρίτων προσώπων, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του μπαρ, προσβάλλοντας τη δημόσια αιδώ. Τέλος, ανακοινώθηκε ότι τα παραπάνω πρόσωπα παραπέμφθηκαν, κατά την 22.2.2003, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Το ως άνω δελτίο δημοσιεύθηκε στο σύνολο του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου των Αθηνών κατά την 24.2.2003 και 25.2.2003 (βλ. σχετ. τα προσκομιζόμενα πρωτοδίκως αντίγραφα ημερήσιων εφημερίδων και των σχετικών σελίδων του διαδικτύου). Κατόπιν τούτου, ασκήθηκε, σε βάρος του εκκαλούντα - εφεσίβλητου ποινική δίωξη για την τέλεση του αδικήματος της ασέλγειας παρά φύση από κερδοσκοπία (άρθρο 347 Π.Κ.), ακολούθως, όμως, με το 1424/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος αυτού, με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψαν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού επαρκείς ενδείξεις, σε βάρος του, για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία. Κατά του εν λόγω βουλεύματος δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα από την εισαγγελική αρχή (βλ. σχετ. το 4079/24.11.2005 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου). Με την από 17/2/2005, αγωγή η οποία επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, στις 15/7/2005, ο εκκαλών - εφεσίβλητος προέβαλε ότι με τη δημοσίευση του ονοματεπωνύμου του, με το ως άνω δελτίο τύπου, το Ελληνικό Δημόσιο προέβη, δια των οργάνων του, στην μη επιτρεπόμενη επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων, που αφορούν στη σύλληψή του για την παράβαση του ποινικού νόμου, ως και σε πληροφορίες σχετικά με τη ερωτική του ζωή, ότι, περαιτέρω, με τον εν λόγω δελτίο τύπου φέρεται και ως συμμέτοχος για την τέλεση και άλλων αδικημάτων, για τα οποία δεν ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη (παιδοφιλία, κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών κ.τ.λ.) και ότι από την δημοσιότητα που έλαβε η, δια του δελτίου τύπου, ανακοίνωση της συλλήψεώς του, υπέστη ηθική βλάβη, που συνίσταται στην προσβολή της προσωπικότητάς του, και ειδικότερα της τιμής και της υπόληψής του, εφόσον φέρεται ως παιδόφιλος και ομοφυλόφιλος. Τέλος ζητά να του επιδικαστεί, για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη εκ της ως άνω αιτίας, ποσό 250.000 ευρώ. Προσκόμισε δε, πρωτοδίκως, μεταξύ άλλων, για την απόδειξη του ισχυρισμού του, και επικαλέστηκε τις υπ' αριθμ. 1272, 1273, 1274 και 1275/22.11.2005 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ***., των μαρτύρων ***, ***, *** και *** αντιστοίχως, οι οποίες, περαιτέρω, λήφθηκαν νομοτύπως (σχετ. η από 4.11.2005 κλήση προς εξέταση μαρτύρων και η 5155Β/8.11.2005 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ***). Σύμφωνα με τις καταθέσεις των τριών πρώτων μαρτύρων, που δηλώνουν ότι είναι γνωστές και πελάτισσες του κομμωτηρίου του εκκαλούντα - εφεσίβλητου και η τέταρτη υπάλληλος αυτού επί έξι έτη, από τη δημοσίευση του ως άνω δελτίου τύπου στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης προκλήθηκε ο «κοινωνικός στιγματισμός» του εκκαλούντος - εφεσίβλητου και δημόσια σε βάρος του «κοινωνική κατακραυγή», δεδομένου ότι φέρεται ως ομοφυλόφιλος και διακινητής παιδικής πορνογραφίας, ότι μειώθηκε αισθητά η πελατεία του κομμωτηρίου που διατηρούσε στην περιφέρεια του Δήμου *** και ότι προς τούτο μετέφερε την επιχείρησή του στην περιφέρεια του '***, όπου δεν ήταν γνωστός.
4.Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με το από 16.1.2006 νομίμως κατατεθέν πρωτοδίκως υπόμνημα αυτού, προέβαλε α) ότι η δημοσίευση του ονόματος του εκκαλούντος - εφεσίβλητου έγινε για λόγους εγκληματολογικής πολιτικής στα πλαίσια της γενικής πρόληψης και ειδικότερα για την καταπολέμηση του φαινομένου της παιδικής πορνογραφίας και της παιδοφιλίας μέσω του διαδικτύου και ότι ο ίδιος είχε, προηγουμένως, δημοσιοποιήσει τα προσωπικά του δεδομένα στο διαδίκτυο, β) ότι ο ίδιος δημοσιοποίησε τα δεδομένα της ερωτικής του ζωής, καθόσον τέλεσε σε δημόσιο χώρο το αδίκημα της παρά φύση ασέλγειας και προσέβαλε το έννομο αγαθό της αιδούς των δύο αστυνομικών που τον συνέλαβαν επ' αυτοφώρω και γ) ότι, εκ του λόγου ότι δεν κατηγορήθηκε τελικώς για την τέλεση του πιο πάνω αδικήματος της παρά φύση ασέλγειας με βάση το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο πρέπει να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως, δεν αίρεται το γεγονός της συλλήψεώς του υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στο ως άνω δελτίο τύπου.
5.Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι με την ανακοίνωση στον τύπο της σύλληψης του εκκαλούντος - εφεσίβλητου, το εφεσίβλητο - εκκαλούν προέβη, δια των οργάνων του, στην παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, και, εκ του λόγου τούτου σε προσβολή της προσωπικότητας του, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του εφεσίβλητου - εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σ' αυτόν νομιμοτόκως το ποσό των 15.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης.
6.Ήδη, ο εκκαλών - εφεσίβλητος, με την κρινόμενη έφεσή του προβάλλει ότι κατ' εσφαλμένη αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού που είχε προσκομίσει και ιδίως τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, με την εκκαλούμενη απόφαση επιδικάστηκε για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης μόνο το ποσό των 15.000 ευρώ, δεδομένου ότι η προσβολή που υπέστη στην προσωπικότητά του είναι ιδιαίτερα σημαντική και συνεπώς η χρηματική ικανοποίησή του θα έπρεπε να είναι η αιτηθείσα των 250.000 ευρώ, πάντως δε πολύ μεγαλύτερη της επιδικασθείσας.
7.Αντίθετα, το Ελληνικό Δημόσιο, με την κρινόμενη έφεσή του προβάλλει ότι η κρίση της εκκαλούμενης απόφασης είναι εσφαλμένη, αφού στην προκείμενη περίπτωση ουδεμία προσβολή της προσωπικότητάς του υπέστη ο εκκαλών - εφεσίβλητος από την ανακοίνωση και μόνο της σύλληψής του και των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης χωρίς καμία περαιτέρω κρίση. Περαιτέρω, προβάλλει ότι είναι υπερβολικό το επιδικασθέν με την ως άνω απόφαση ποσό.
8.Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι α) σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην δεύτερη σκέψη της παρούσας, δεν επιτρέπεται η επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ατόμου και ως τέτοια επεξεργασία συνιστά και η ανακοίνωση από Δημόσια Αρχή (Ελληνική Αστυνομία) σύλληψης του φυσικού προσώπου για τη διάπραξη εγκληματικής πράξης και της άσκησης σε βάρος του προσώπου ποινικής δίωξης, β) με το από 23/2/2003 δελτίο τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας ανακοινώθηκε η σύλληψη του εκκαλούντος - εφεσίβλητου, με πλήρη δημοσιοποίηση των στοιχείων του (ονοματεπώνυμο, ηλικία και επαγγελματική ιδιότητα), για το αδίκημα της παρά φύση ασέλγειας από κερδοσκοπία, για το οποίο, όμως, με το 1424/2004 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει σε βάρος του δημόσια κατηγορία, γιατί δεν προέκυψαν επαρκές ενδείξεις της τέλεσης της ως άνω πράξης του από κερδοσκοπία, κρίνει ότι, με την πιο πάνω ανακοίνωση στο τύπο, το εφεσίβλητο - εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο προέβη δια των οργάνων του στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του εκκαλούντος - εφεσίβλητου, δηλαδή στην ανακοίνωση στοιχείων που αφορούν σε θέματα σχετικά με την ποινική δίωξη αυτού, αλλά και στοιχείων που αφορούν, ενόψει της φύσης της ανακοινωθείσας παράβασης, με την ερωτική ζωή του, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρθρου 7 του Ν. 2472/1997 (πρβλ. ΣτΕ 2629/2006). Εξάλλου, από την πιο πάνω δημόσια ανακοίνωση των στοιχείων του, υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του, δηλαδή της τιμής και της υπόληψης του, γιατί, ναι μεν στο εν λόγω δελτίο τύπου, ανακοινώθηκε τελικώς η σύλληψή του μόνο για το αδίκημα της παρά φύση ασελγείας, όμως με το δελτίο αυτό ανακοινώθηκαν στοιχεία σχετικά με την τέλεση, εκ μέρους του, ποινικού αδικήματος και συνακόλουθα στοιχεία σχετικά με την άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης, για το οποίο αδίκημα δεν έγινε τελικώς κατηγορία σε βάρος του, ως και στοιχεία σχετικά με την ερωτική του ζωή, δηλαδή στοιχεία που αφορούν την ιδιωτική ζωή του εκκαλούντος - εφεσίβλητου, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση, όλα δε όσα αντίθετα υποστηρίζει το εφεσίβλητο - εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος και το μέγεθος της προσβολής που υπέστη ο εκκαλών - εφεσίβλητος στην προσωπικότητά του, από την παράνομη, κατά τα προεκτεθέντα επεξεργασία των ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων και συνεκτιμώντας τις πρωτοδίκως από τον ίδιο προσκομισθείσες ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, κρίνει ότι για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του εκκαλούντος - εφεσίβλητου πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να καταβάλει σ'αυτόν το εύλογο ποσό των 15.000 ευρώ όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση, τα αντίθετα δε που προβάλλονται με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
9.Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 75 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999 - Α´90) και 21 του Δ/τος της 26-6/10-7-1944 (Κώδιξ Δικών Δημοσίου), που ορίζει ότι «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται έως 6% ετησίως, πλην αν άλλως ορίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής», προκύπτει ότι η υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου αρχίζει πάντοτε και μόνο, από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Από την διάταξη 21 του ισχύοντος Κώδικα Δικών Δημοσίου, η και καταψηφιστικής αγωγής και τις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 3 και 197 του ΚΔΔ, που ορίζουν ότι το αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό και ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο, συνάγεται ότι, με την ασκούμενη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αναγνωριστική αγωγή, η οποία έχει αντικείμενο της αυθεντική διάγνωση κάποιας χρηματικής αξιώσεως από σχέση δημοσίου δικαίου κατά το άρθρο 71 του ΚΔΔ, παρέχεται από τον ΚΔΔ ισότιμη προστασία με εκείνη της καταψηφιστικής αγωγής. Και τούτο γιατί, εφόσον οι ανωτέρω διατάξεις δεν συνδέουν την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας, προς καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, αλλά μόνο προς τη δίκη καθ'ευατήν, δηλαδή την γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποίησης, ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά, ως προς την ύπαρξη της επίδικης απαίτησης, με δύναμη δεδικασμένου (πρβλ. ΣτΕ 3141/2006 Ολ. Ειδ.Δικ. 1/2005). Ενόψει αυτών ορθά, με την εκκαλούμενη απόφαση επιδικάστηκαν σε βάρος του εφεσίβλητου - εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου τόκοι επί του ως άνω ποσού και πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος ο αντίθετος λόγος της κρινόμενης έφεσής του.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, να συμψηφιστούν δε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, κατ' άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Συνεκδικάζει τις αντίθετες εφέσεις
-Απορρίπτει αυτές
-Διατάσσει την κατάπτωση, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του κατατεθέντος παραβόλου.
-Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 6-6-2007 και δημοσιεύτηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 29-6-2007.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ