Πέμπτη, Μαΐου 30, 2013

Σύγκριση αντιρατσιστικών νομοσχεδίων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ

Σήμερα κατατέθηκε στη Βουλή η πρόταση νόμου εκ μέρους των κομμάτων ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ με τίτλο "καταπολέμηση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας" (βλ. εδώ). Μετά από έναν εκτεταμένο δημόσιο διάλογο, κατά τον οποίο το νομοσχέδιο κυκλοφορούσε μόνο ως διαρροή, αυτή τη στιγμή βρίσκεται αναρτημένο στην ιστοθέση της Βουλής. 

Παράλληλα, από την πλευρά του κόμματος της ΝΔ φέρεται ότι κατατέθηκε επίσης πρόταση νόμου, για την τροποποίηση του ισχύοντος αντιρατσιστικού Ν.927/1979. Το κείμενο αυτό δεν έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Βουλής μέχρι την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχει όμως διασταύρωση για το περιεχόμενό του, καθώς μεταδίδεται από περισσότερα μέσα ενημέρωσης (εδώ, εδώ, εδώ). Η πρόταση της ΝΔ κινείται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της εναρμόνισης του Ν.927/1979 με την Απόφαση - πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. Ο λόγος για τον οποίο οι τροποποιήσεις του Ν.927/1979 δεν είναι ο ενδεικνυόμενος τρόπος εναρμόνισης με την απόφαση αναλύονται εδώ

Κατάργηση τιμωρίας ρατσιστικής εξύβρισης

Εξετάζοντας συγκριτικά τις δύο νομοθετικές προτάσεις, διαπιστώνεται μια συμφωνία: σε κανένα από τα δύο νομοσχέδια περιλαμβάνεται ένα ποινικό αδίκημα που να τιμωρεί τις απόψεις περί φυλετικής ανωτερότητας ή μίσους. Δηλαδή καταργείται το ποινικό αδίκημα του άρθρου 2 του Ν.927/1979 κατά το οποίο τιμωρείται όποιος προσβάλλει άτομο ή ομάδα ατόμων για τη φυλή, το θρήσκευμα και την εθνικότητά του.Αυτό καταργείται στην γενικότητά του κι έτσι, τόσο η πρόταση των ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ, όσο και η πρόταση της ΝΔ αποκλίνουν από την υποχρέωση της χώρας που απορρέει από το άρθρο 4 περ. (α) της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταπολέμηση όλων των μορφών των Φυλετικών Διακρίσεων, την οποία η Ελλάδα κύρωσε με το ν.δ.474/1970. Επομένως, και με τα δύο νομοσχέδια, η ρατσιστική εξύβριση, τυποποιημένη ως σήμερα από το άρθρο 2 του ν.927, καταργείται. 

Update: το παραπάνω ανατρέπεται με βάση την διαρροή του νομοσχεδίου της ΝΔ μέσω της εφημερίδας "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" (βλ. εδώ). Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η πρόταση της ΝΔ διατηρεί την ρατσιστική εξύβριση, προσθέτοντας διατάξεις κι όχι καταργώντας το άρθρο 2 του Ν.927/1979, όπως ισχύει σήμερα. Έτσι, η πρόταση της ΝΔ εμφανίζεται σύμφωνη με την Διεθνή Σύμβαση. 

Πλαίσιο ποινής για την δημόσια υποκίνηση ρατσιστικής βίας

Ως προς το ποινικό αδίκημα που σήμερα προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.927, το οποίο αφορά την δημόσια προτροπή σε τέλεση πράξεων δυνάμενες να προκαλέσουν διακρίσεις, βία ή μίσος, η ΝΔ προτείνει την αυστηροποίηση της ποινής, από έως 2 ετών φυλάκιση ή/και χρηματική ποινή, σε φυλάκιση από 3 μήνες έως 3 έτη και χρηματική ποινή 5.000 - 20.000 ευρώ. 

Η πρόταση ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ προβλέπει την ίδια χρηματική ποινή με την ΝΔ, αλλά μεγαλύτερο πλαίσιο ποινής φυλάκισης, από 6 μήνες έως 5 έτη. Στην πρόταση αυτή προβλέπεται ρητά και η παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη, στην περίπτωση που ο δράστης καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης ενός έτους. 

Εύρος προστασίας

Η πρόταση ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ αναφέρεται σε διακρίσεις με βάση φυλή, χρώμα θρησκεία, γενεαλογικές καταβολές, εθνική/εθνοτική καταγωγή, "γενετήσιο" (σεξουαλικό) προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου. Επίσης, η πρόταση αυτή ποινικοποιεί και την φθορά αντικειμένων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις ανωτέρω ομάδες ατόμων. 

Στην πρόταση ΝΔ ως προς το αδίκημα της υποκίνησης τιμωρείται μόνο όποιος στρέφεται "άμεσα" εναντίον προσώπου. Άρα όχι όποιος υποκινεί εναντίον ομάδας προσώπων. Επίσης στην πρόταση ΝΔ  δεν υπάρχει ο "γενετήσιος" προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου, προφανώς για να προστεθούν ως "παραχώρηση" κατά την κοινοβουλευτική διαδικασία των τροποποιήσεων του νομοσχεδίου, όπως έγινε πριν από ένα μήνα περίπου με την προσθήκη της ταυτότητας φύλου, αλλά και το 2008, όταν ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Χατζηγάκης ύστερα από πρόταση του κ. Κουβέλη προσέθεσε τον "γενετήσιο" προσανατολισμό στους λόγους επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα. Είναι ξεκάθαρο πισωγύρισμα όμως το γεγονός ότι στην πρόταση της ΝΔ τροποποιείται το άρθρο 79 του Ποινικού Κώδικα για να αφαιρεθεί από εκεί ο "γενετήσιος" προσανατολισμός που επί των δικών της ημερών του 2008 προστέθηκε στο νόμο, αλλά επιπλέον αφαιρείται και η ταυτότητα φύλου! 

Δημόσιοι λειτουργοί - δημόσιος τομέας

Η πρόταση ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ αναφέρει ότι η τέλεση της πράξης από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο συνιστά επιβαρυντική περίσταση. 

Αντίθετα, η πρόταση της ΝΔ αναφέρει ότι τα ποινικά αδικήματα του νομοσχεδίου  «δεν εφαρμόζονται ως προς το κράτος και τα όργανά του, τα ΝΠΔΔ και τα όργανά τους, και τους διεθνείς οργανισμούς δημοσίου δικαίου». Ο αποκλεισμός αυτός είναι αντίθετος στο άρθρο 4 (γ) της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταπολέμηση όλων των μορφών Φυλετικών Διακρίσεων, σύμφωνα με την οποία τα κράτη δεν θα επιτρέψουν σε δημόσιες αρχές και όργανα, εθνικά ή τοπικά, να προωθούν ή να υποκινούν σε φυλετικές διακρίσεις. 


Δημόσιος εγκωμιασμός - κακόβουλη άρνηση γενοκτονιών - ναζισμού  

Η πρόταση ΝΔ επεκτείνει το εύρος της ποινικά κολάσιμης "αρνησης" έτσι ώστε να αφορά όχι μόνο τις γενοκτονίες κλπ που προβλέπονται από το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, αλλά και όσες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες από τα Ελληνικά δικαστήρια με αμετάκλητη απόφαση, καθώς και από τη Βουλή (όπως η γενοκτονία των Ποντίων). Στο ίδιο άρθρο, προβλέπονται επίσης και διοικητικά πρόστιμα από 10.000 ευρώ έως και 100.000 ευρώ, καθώς και αποκλεισμός από δημόσιες παροχές πάσης φύσεως, για νομικά πρόσωπα (π.χ. πολιτικά κόμματα), των οποίων οι νόμιμοι εκπρόσωποι έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για παραβάσεις των ως άνω διατάξεων.

Στην πρόταση ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ περιλαμβάνει μόνο όσα προβλέπονται από το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο. Υπάρχει ωστόσο ένα ολόκληρο άρθρο 5 με τίτλο "ευθύνη νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων" (στις οποίες περιλαμβάνονται και τα πολιτικά κόμματα), για τα οποία προβλέπεται μια σειρά κυρώσεων που επιβάλλονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Κατά τη γνώμη μου οι κυρώσεις δεν θα έπρεπε να επιβάλλονται από Υπουργό, αλλά για λόγους ανεξαρτησίας της κύρωσης, να επιβάλλονται από την Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία πρέπει να αναβαθμιστεί με κυρωτικές αρμοδιότητες. 
____



Αναμένεται επίσης η κατάθεση προτάσεων από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ.







Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

Αντίφαση και κενά στο πρακτικό της ΚΕΝΕ για το αντιρατσιστικό ν/σ

Η Kεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή στο φερόμενο ως πρακτικό επεξεργασίας του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου αναφέρει ότι ο Ν.927/1979 και διάφοροι άλλοι νόμοι παρέχουν ένα επαρκές πλέγμα διατάξεων για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Από την άλλη πλευρά, στα σχόλιά της για το αδίκημα της παρ. 2 του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου ("Δημόσια υποκίνηση σε πράξεις ή ενέργειες βίας - μίσους"), αναφέρει μεταξύ άλλων ότι: 

"Έτσι, η κατ΄ αρχήν απόλυτη απαγόρευση της με οποιονδήποτε τρόπο έκφρασης ρατσιστικών και ξενοφοβικών ιδεών δεν είναι συνταγματικά ανεκτή."

Ωστόσο, η απόλυτη απαγόρευση τέτοιων ιδεών συναντάται στον ισχύοντα Ν.927/1979 κι όχι στο φερόμενο αντίστοιχο άρθρο του νομοσχεδίου. Ας δούμε τις δύο διατυπώσεις: 


Άρθρο 2

"Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε δια του τύπου είτε δια γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεως ή παντός ετέρου μέσου εκφράζει ιδέας προσβλητικάς κατά προσώπου ή ομάδος προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις ενός έτους ή χρηματική ποινήν ή και δι' αμφοτέρων των ποινών τούτων."

Νομοσχέδιο 2013:

"Όποιος με πρόθεση, δημόσια προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή μέσο ή τρόπο παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος, κατά προσώπου  ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ."


Είναι ξεκάθαρο ότι η απόλυτη απαγόρευση στην ρατσιστική έκφραση προβλέπεται στον σημερινό ν.927 που τιμωρεί την απλή "έκφραση ιδεών προσβλητικών" κι όχι στην προτεινόμενη διάταξη που η εφαρμογή της δεν προϋποθέτει απλή έκφραση, αλλά πρόκληση "βιαιοπραγιών ή μίσους". 

Επομένως, το προτεινόμενο νομοσχέδιο αποποινικοποιεί την απλή έκφραση ρατσιστικών ιδεών και ανεβάζει τον πήχυ του ποινικού κολασμού της, προσθέτοντας μια ακόμη προϋπόθεση που ουδόλως βρίσκεται πέραν των συνταγματικών διατάξεων, οι οποίες περιλαμβάνουν και το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος που "ξέχασε" να αναφέρει η Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή και το οποίο αναφέρει ότι όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την "απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων". Το ίδιο το Σύνταγμα λοιπόν αναφέρεται σε απόλυτη προστασία των ανωτέρω έννομων αγαθών. 

Κι όμως, η ΚΕΝΕ, ενώ αναφέρει ότι ο Ν.927 είναι ολοκληρωμένο πλαίσιο (με επιφύλαξη για βελτιώσεις), για την παραπάνω προτεινόμενη διάταξη αναφέρει ότι: 

"... η ποινικοποίηση της διαλαμβανόμενης συμπεριφοράς με τη συγκεκριμένη και σε πολλά σημεία αόριστη διατύπωση του κειμένου του σχεδίου νόμου [...] πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εκτός του προστατευτικού πεδίου της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 14. Κι αυτό γιατί προσβάλλει τον πυρήνα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης με κίνδυνο να εκτεθούν σε διώξεις και να τιμωρηθούν πρόσωπα που διατυπώνουν, έστω και με οξύ ύφος, ακόμη και επιστημονικές απόψεις για τα θέματα αυτά."

Αδυνατώ να παρακολουθήσω ποια επιστημονική άποψη, σε οσοδήποτε οξύ ύφος διατυπωμένη, μπορεί να παρορτρύνει, να προκαλεί ή να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος για τις ανωτέρω περιπτώσεις. Ποια επιστήμη απευθύνεται στο συναίσθημα ή καλεί σε βίαιες ενέργειες;

Επίσης η παραπάνω θέση της ΚΕΝΕ έχει αντιπαρέλθει πλήρως την συνταγματική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος για την "απόλυτη προστασία" της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας καθενός ευρισκόμενου στην Επικράτεια χωρις διακρίσεις. Αντίθετα, το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την ελευθερία διάδοσης των στοχασμών έχει σαφή επιφύλαξη υπέρ του νόμου ("τηρώντας τους νόμους του κράτους"). Βεβαίως οι νόμοι αυτοί πρέπει να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας, αλλά τέτοια κριτήρια δεν φαίνεται να απασχόλησαν την ΚΕΝΕ.  

Η κρίση της ΚΕΝΕ ότι οι έννοιες "μίσος", "θρησκεία", "σεξουαλικός προσανατολισμός" και "ταυτότητα φύλου" είναι αόριστες, μολονότι απαντούν ορισμένες από αυτές σε συνταγματικές και άλλες σε ευρωπαϊκού δικαίου διατάξεις που το ίδιο πρακτικό επικαλείται, είναι έωλη. Σε κάθε περίπτωση οι έννοιες αυτές είναι πιο συγκεκριμένες από τη λέξη "τιμή" που αποτελεί και το έννομο αγαθό στην περίπτωση της απλής εξύβρισης. 

Γενικά, οι αντιδρώντες στην εισαγωγή αντιρατσιστικής νομοθεσίας χρησιμοποιούν συχνά επιχειρήματα τα οποία στην ουσία βάλλουν ενάντια στην ίδια την φύση του δικαίου ως συνόλου γενικών κανόνων που ρυθμίζουν δεσμευτικά την κοινωνική ζωή.

Θεωρώντας λοιπόν η ΚΕΝΕ ότι ο απόλυτης απαγόρευσης ν.927 είναι "επαρκής", ενώ η στενότερης εμβέλειας προτεινόμενη διάταξη είναι αντισυνταγματική  και παραβλέποντας πλήρως το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά και το άρθρο 25 παρ. 1 ως προς την αρχή της αναλογικότητας, υπέπεσε σε πλημμέλειες που αποδυναμώνουν το συμπέρασμα περί δήθεν αντίθεσης του ν/σ στην ελευθερία της έκφρασης. 


Σάββατο, Μαΐου 25, 2013

Αρκεί η τροποποίηση του ισχύοντος αντιρατσιστικού νόμου ή χρειάζεται νέος νόμος;

Στο άρθρο 5 παρ. 2 του Συντάγματος αναφέρεται ότι όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που προβλέπει το διεθνές δίκαιο. 

Αυτή η συνταγματική διάταξη θα ήταν περιττή, εάν δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Στην ελληνική συνταγματική τάξη η ισότητα είναι μια αρχή του δικαίου που επιφυλάσσεται για τους Έλληνες. Στη συνέχεια, εμπλουτίζεται με άλλες διατάξεις όπως η πιο πάνω, προκειμένου να εξισορροπηθούν ορισμένες ανισότητες που μπορεί να προκληθούν και σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας. Γιατί είναι η κοινή νομοθεσία εκείνη που θα εξειδικεύσει πώς ακριβώς προστατεύεται η "ζωή", η "τιμή" και η "ελευθερία" καθενός που βρίσκεται στην Επικράτεια χωρίς διάκριση "εθνικότητας", "φυλή", "γλώσσας" και "θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων". Ήδη λοιπόν το Σύνταγμα αναγνωρίζει τις ιδιότητες του ατόμου που είτε είναι Έλληνας είτε όχι, μπορεί να αποτελέσουν λόγο για διακρίσεις, σε βάρος των αγαθών της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας. Επομένως, το ίδιο το Σύνταγμα περιέχει αυτή τη θεμελιώδη αντιρατσιστική διάταξη ξεχωρίζοντας ιδιότητες των ατόμων που πρέπει να προστατεύονται κατά τρόπον ώστε οι εξαιρέσεις να είναι συμβατές με το "διεθνές δίκαιο". 

Το διεθνές δίκαιο περιλαμβάνει και τη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών των Φυλετικών Διακρίσεων, ένα κείμενο που θεσπίστηκε από την Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε και άνοιξε για υπογραφές το 1965, ενώ τέθηκε σε ισχύ το 1969. Η Ελλάδα υπέγραψε το 1966 την Σύμβαση και την κύρωσε με το νομοθετικό διάταγμα 494/1970. Δεν αρκούσε όμως η κύρωση της Σύμβασης, καθώς το κράτος έχει υποχρέωση να υλοποιήσει τις επιταγές της Σύμβασης, ανάμεσα στις οποίες και η θέσπιση διατάξεων του ποινικού δικαίου με τις οποίες να τιμωρείται η διάδοση ιδεών περί φυλετικής ανωτερότητας, η παρότρυνση για φυλετικές διακρίσεις και  πράξεις βίας, η παρότρυνση για διάπραξη αυτών εναντίον φυλετικών ομάδων και η χρηματοδότηση αυτών. Επίσης, κατά την ίδια Σύμβαση, το κράτος πρέπει να κηρύξει παράνομες τις οργανώσεις που προωθούν αυτές τις πράξεις, καθώς και κάθε προπαγάνδα που παροτρύνει σε διακρίσεις. Τέλος, πρέπει να απαγορευτεί σε κάθε δημόσια αρχή να ενθαρρύνει φυλετικές διακρίσεις.

 Η Ελλάδα, το 1979, για να εκπληρώσει αυτές τις διεθνείς υποχρεώσεις της, αλλά και για να διασφαλίσει την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος, θέσπισε τον Ν.927/1979 , "περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις". Στο πρώτο άρθρο τιμωρείται ποινικά όποιος δημόσια, προφορικά, γραπτά κλπ προτρέπει σε πράξεις που μπορεί να επιφέρουν διακρίσεις εναντίον προσώπων ή ομάδων λόγω της φυλής ή της εθνικότητάς τους,  ενώ με νόμο του 1984 προστέθηκε και το θρήσκευμα ως λόγος απαγορευμένων διακρίσεων.. Κατά την παρ. 2 τιμωρείται και όποιος συμμετέχει σε οργανώσεις που προπαγανδίζουν οργανωμένα τις φυλετικές διακρίσεις. Στο δεύτερο άρθρο τιμωρείται  ποινικά όποιος εκφράζει ιδέες προσβλητικές κατά προσώπου ή ομάδας, λόγω της εθνικής ή φυλετικής καταγωγής του/τους. Με το τρίτο άρθρο τιμωρείται όποιος αρνείται την παροχή αγαθών/υπηρεσιών σε πελάτες λόγω της εθνικής/φυλετικής καταγωγής τους. Με το τέταρτο άρθρο αναφέρεται ότι απαιτείται έγκληση για την κίνηση της ποινικής δίωξης εναντίον των δραστών των ρατσιστικών αδικημάτων, ενώ με τροποποίηση του 2001 η δίωξη μπορεί να κινηθεί και αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα. 

Από το 1979 μέχρι σήμερα υπάρχει μόνο μία (1) καταγεγραμμένη αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση του Ν.927/1979, ενώ υπήρξε ένας μικρός αριθμός πρωτόδικων καταδικών που κατέπεσαν στα δευτεροβάθμια δικαστήρια ή με νομοθετική παρέμβαση που αμνήστευσε όσους καταδικάστηκαν για ποινές μέχρι ενός έτους όπως προβλέπει ο ν.927/1979 για την ρατσιστική εξύβριση (αυτό συνέβη στην περίπτωση των συνθημάτων που φώναξαν Λιμενικοί στην παρέλαση, δύο εκ των οποίων καταδικάστηκαν πρωτοβάθμια, αλλά στη συνέχεια με ειδικότερο νόμο η ποινή καταργήθηκε). Υπάρχει και μία απόφαση του Αρείου Πάγου (σε αναίρεση υπέρ του νόμου) με την οποία κρίνεται ότι ο νόμος δεν εφαρμόζεται σε έργο που μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην ιστορική έρευνα. 

Το 2008, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέσπισε μια απόφαση - πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Αυτή η απόφαση αποτελεί νομοθέτημα του "τρίτου πυλώνα" της Ευρωπαϊκής Ένωσης (του τίτλου VI της Συνθήκης ΕΕ), όχι δηλαδή κοινοτικό δίκαιο (ο "πρώτος πυλώνας"), ούτε απόφαση που αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της ΕΕ (ο "δεύτερος πυλώνας"). Ο "τρίτος πυλώνας" αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία των κρατών - μελών της ΕΕ σε ποινικές υποθέσεις και οι αποφάσεις σε αυτό το επίπεδο λαμβάνονταν μόνο από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων (Συμβούλιο υπουργών), χωρίς την συν-αποφασιστική συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σε εκείνη τη φάση της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλαδή από την Συνθήκη του Μάαστριχτ -1993- έως και πριν την Συνθήκη της Λισαβόνας -2009-), τα ζητήματα ποινικού δικαίου είχε κριθεί ότι ανήκουν στον στενό πυρήνα των κρατών - μελών και δεν επιτρέπουν την δημιουργία μιας "Κοινότητας" (όπως η ενιαία εσωτερική αγορά) στην οποία προέχει το υπερεθνικό στοιχείο και συμμετέχει αποφασιστικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά μια "Συνεργασία" στην οποία προέχει το διακυβερνητικό στοιχείο και οι αποφάσεις λαμβάνονται με ομοφωνία για τον ίδιο λόγο, αποφεύγοντας τις πολλές κοινοβουλευτικού τύπου αντιπαραθέσεις (αλλιώς απορρίπτονται). Όταν λοιπόν θεσπίστηκε η απόφαση - πλαίσιο ήταν μια απόφαση του Τρίτου Πυλώνα με πλήρως δεσμευτική ισχύ για τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα, χωρίς να επιβάλλει τα μέτρα και χωρίς να παράγει άμεσο οριζόντιο αποτέλεσμα (όπως οι Οδηγίες που δεν είχαν μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο). Επομένως, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να εφαρμόζουν τις αποφάσεις - πλαίσιο γιατί διαφορετικά έχουν ευθύνη έναντι της ΕΕ. Διαθέτουν όμως ελευθερία ως προς την επιλογή των μέτρων εφαρμογής.  

Σήμερα, όμως, ισχύει η Συνθήκη της Λισαβόνας, σύμφωνα με την οποία και για αυτές τις αποφάσεις υπάρχει συναπόφαση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - Συμβουλίου (εκτός εάν ένα κράτος προβάλλει ένα είδος veto που παραπέμπει το θέμα στο Συμβούλιο). Με το νέο καθεστώς, οι "παλιές" αποφάσεις του Τρίτου Πυλώνα διατηρούν την ισχύ τους. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις, μέχρι τις 14 Νοεμβρίου 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ε.Ε. για τη μη εφαρμογή τέτοιας απόφασης (βλ. Πρωτόκολλα Συνθήκης Λισαβόνας, σελ. 325 επ.). Αυτό σημαίνει ότι μετά την πρώτη πενταετία, οι αποφάσεις - πλαίσιο αποκτούν πλήρη ισχύ Οδηγίας. Ένας κατάλογος αυτών των αποφάσεων - πλαίσιο που ισχύουν και μετά την Λισαβόνα βρίσκεται εδώ και περιλαμβάνει και την επίμαχη απόφαση - πλαίσιο για τον ρατσισμό και την ξενοφοβία.  Επομένως, εάν η Ελλάδα δεν έχει λάβει μέτρα ενσωμάτωσης της απόφασης - πλαίσιο μετά τις 14 Νοεμβρίου 2013 μπορεί να κινηθεί εναντίον της η διαδικασία προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου  της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα εάν αρκούν ορισμένες τροποποιήσεις του Ν.927/1979 ή εάν χρειάζεται ένα ολόκληρο εξ αρχής αντιρατσιστικό νομοθέτημα, όπως αυτό που θέσπισε η Κύπρος (βλ. εδώ). Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι ο Ν.927/1979 είναι στην καθαρεύουσα και, εάν αποφασιστεί να διατηρηθεί σε ισχύ, πρέπει με μια τροποποιητική διάταξη να αποδοθεί στη δημοτική, ώστε να είναι εύχρηστος. 

Θα πρέπει να εξεταστεί έπειτα η έκταση στην οποία ο Ν.927/1979 καλύπτει το πεδίο ρύθμισης της απόφασης - πλαίσιο. Στο άρθρο 1 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρονται δύο αδικήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας που πρέπει να υπάρχουν στο εθνικό πλαίσιο.

 Το πρώτο αδίκημα είναι η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάση της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής. Αυτό το αδίκημα αντιστοιχεί με το άρθρο 1 του Ν.927/1979, το οποίο καθώς περιορίζεται στην "φυλετική/εθνική καταγωγή" και την θρησκεία, θα πρέπει να εμπλουτιστεί και με τους υπόλοιπους τρόπους προσδιορισμού ατόμων ή ομάδων. 

Το δεύτερο αδίκημα είναι η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, με τρόπο που είναι πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος στις ανωτέρω ομάδες ή τα μέλη τους. Τα εγκλήματα αυτά απαριθμούνται στο Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ενώ η απόφαση - πλαίσιο αναφέρεται ρητά και στα αδικήματα του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου, δηλ. τα εγκλήματα του καθεστώτος του Γ' Ράιχ. Αυτό το αδίκημα δεν περιληφθεί στον Ν.927/1979 κι επομένως χρειάζεται μια νομοθετική προσθήκη. 

Με το άρθρο 1 παρ. 2 της απόφασης - πλαίσιο δίνεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη να επιλέξουν εάν η τυποποίηση του αδικήματος στο νόμο θα περιορίζεται στις προσβολές χωρίς διατάραξη της δημόσιας τάξης (λ.χ. μορφές ρατσιστικής εξύβρισης, απειλής) ή αν θα τιμωρούνται μόνο οι πράξεις που είχαν γενικότερες επιπτώσεις. Η επιλογή του Ν.927/1979 είναι η πιο προστατευτική, καθώς δεν προϋποθέτει την διατάραξη της δημόσιας τάξης και αρκείται και στην διάδοση προσβλητικών ιδεών. Επίσης με την παρ. 4, το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει εάν θα τιμωρούνται οι χονδροειδείς αρνήσεις γενοκτονιών κλπ μόνο εάν έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες από δικαστήριο, στενεύοντας έτσι το πεδίο εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει δικαστική κρίση περί γενοκτονίας. 

Με το άρθρο 2 της απόφασης πλαίσιο ορίζεται ότι πρέπει τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την τιμώρηση της ηθικής αυτουργίας και μορφών συμμετοχής στα ρατσιστικά αδικήματα. Η ηθική αυτουργία δεν ρυθμίζεται μεν από τον Ν.927/1979, θα μπορούσε όμως να υποστηριχθεί ότι το κενό καλύπτεται από τις γενικές διατάξεις του ποινικού κώδικα. Ο Ν.927/1979 προβλέπει εξάλλου τιμωρία για όποιον ιδρύει  ρατσιστική οργάνωση ή συμμετέχει σε αυτήν. Πάντως, η εφαρμογή του Ν.927/1979 δεν φάνηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική στην περίπτωση της δίκης των Λιμενικών, κατά την οποία καταδικάστηκαν μόνο 2 μέλη της παράταξης της παρέλασης ως αυτουργοί των ρατσιστικών συνθημάτων (και η ποινή τους καταργήθηκε μετά από τον γενικό νόμο που για λόγους αποφόρτωσης της Δικαιοσύνης αμνήστευσε καταδικασθέντες για αδικήματα έως ενός έτους φυλάκισης). Επομένως, ορισμένες προσθήκες και για το θέμα της συμμετοχής πρέπει να υπάρξουν στον Ν.927/1979. 

Το άρθρο 3 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρει ότι οι ποινικές κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές και αναλογικές. Οι ποινές μέχρι δύο ετών για υποκίνηση σε βία και μέχρι ενός έτους για ρατσιστική εξύβριση (εξομοιώνοντάς την με την απλή εξύβριση) είναι δεδομένο πια ότι δεν είναι αποτελεσματικές ούτε και αναλογικές και σίγουρα δεν λειτουργούν αποτρεπτικά. Χρειάζονται πιο σοβαρές ποινές κι επομένως ο Ν.927/1979 σίγουρα θα χρειαζόταν και ως προς αυτό το σημείο μια τροποποίηση. 

Το άρθρο 4 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρεται στην αναγνώριση των ρατσιστικών κινήτρων ως επιβαρυντικές περιστάσεις. Η σχετική διάταξη υπάρχει στον Ποινικό Κώδικα. Όχι όμως και στον Ν.927/1979, ο οποίος σε περίπτωση τροποποίησής του θα πρέπει να περιέχει, έστω και για κωδικοποιητικούς λόγους, μια σχετική μνεία. 

Το άρθρο 5 της απόφασης - πλαίσιο αναφέρει ότι θα πρέπει να κατοχυρωθεί νομοθετικά και η ευθύνη νομικών προσώπων για τέτοια αδικήματα. Τέτοιου είδους διάταξη δεν υπάρχει στον Ν.927/1979 και θα πρέπει και ως προς αυτό να υπάρξει αντίστοιχη προσαρμογή. 

Εξάλλου, εκτός από την απόφαση - πλαίσιο του 2008, υπάρχει και η Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης 5 (2010) σύμφωνα με την οποία πρέπει να διώκονται ποινικά και οι διακρίσεις, προτροπές βίας και μίσους κλπ λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου των θυμάτων. Ρύθμιση που ήδη έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, όσον αφορά το θέμα του κινήτρου, αλλά θα πρέπει να αποτελέσει και μέρος της τυποποίησης των ρατσιστικών αδικημάτων. 

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι για να εναρμονιστεί ο Ν.927/1979 με την απόφαση πλαίσιο της ΕΕ καθώς και προς τις γενικότερες σύγχονες εξελίξεις, θα χρειαστεί να μεταβληθεί μεγαλύτερο μέρος του από αυτό που μπορεί να διατηρηθεί. Εξάλλου, ακόμη κι αν επιλεγεί η "τροποποίηση" του Ν.927 κι όχι η εισαγωγή νέου νομοθετήματος, το βέβαιο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις θα χρειαστεί νομοσχέδιο. 



Τρίτη, Μαΐου 21, 2013

To νομοσχέδιο που δεν διάβασε κανείς

Στην αρχή θεώρησα ότι  μια εφημερίδα  που έδωσε  προ ημερών μια διαρροή του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, είχε κάνει γκάφα.

 Ήταν η αρχική εκδοχή του "νομοσχεδίου Καστανίδη", όταν για πρώτη φορά συντάχθηκε απόπειρα ενσωμάτωσης της Απόφασης - Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Εκείνη η πρώτη εκδοχή είχε επικριθεί εντονότατα, με πιο εμβληματικά απορριφθέντα τον όρο "εχθροπάθεια" που ενοχλούσε περισσότερο ως λόγια λέξη παρά ως οτιδήποτε άλλο (άλλωστε ήδη προβλέπεται εδώ και δεκαετίες στο άρθρο 196 ΠΚ). Ένα άλλο πρόβλημα που είχε εκείνο το νομοσχέδιο ήταν ότι πρόβλεπε άσκηση πολιτικής αγωγής μόνο για τις ΜΚΟ που είναι εγεγραμμένες στο μητρώο της ECOSOC, στενεύοντας υπέρμετρα την δυνατότητα υποστήριξης μιας μήνυσης από τρίτους. 

Τί δουλειά είχε όμως να επανέρχεται το πρωτόλειο κείμενο, όταν είχε μεσολαβήσει ήδη μια αξιόλογη (αν και όχι επαρκής) επεξεργασία του από το επιτελείο του Μιλτιάδη Παπαϊωάννου ως Υπουργού Δικαιοσύνης, οπότε και κατατέθηκε και στην Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής; Το νομοσχέδιο Παπαϊωάννου είχε απαλείψει ορισμένα λάθη και είχε βελτιώσεις τις διατάξεις του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που είχαν διατυπωθεί τόσο από βουλευτές (οκ, αυτούς που είχαν διαβάσει το νομοσχέδιο) όσο κι από θεωρητικούς και άλλους πολίτες που ενδιαφέρονταν για την ουσία ενός σοβαρού αντιρατσιστικού νόμου. 

Κι όμως! Απ' ό,τι διαδίδεται επίμονα, το Υπουργείο φαίνεται ότι "ξέθαψε" την αρχική εκδοχή, πριν την επεξεργασία του Παπαϊωάννου και της Επιτροπής της Βουλής!

Από εκεί και πέρα, κυκλοφορούν διάφορες απόψεις δεξιά κι αριστερά, από τις οποίες συνήθως προκύπτει ότι οι σχολιαστές όχι μόνο δεν έχουν υπόψη τους τι είναι αυτό που διαβάζουν, αλλά ούτε και την Απόφαση - Πλαίσιο που πρέπει να ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, όπως έγινε με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Διαβάζουμε, φερ' ειπείν το άρθρο του βουλευτή κ. Μιχελάκη, ο οποίος λέει ότι η απόφαση - πλαίσιο είναι του 2001 (αντί του 2008, που το κόμμα του μετείχε ως κυβέρνηση στο Συμβούλιο της ΕΕ) κι ότι αποτελεί "κοινοτικό δίκαιο", ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί δίκαιο του Τρίτου Πυλώνα της ΕΕ. Η σύγχυσή του για το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι βέβαια πρόδηλη, όταν μας λέει "ούτε βέβαια οι κοινοτικές αποφάσεις έχουν την δεσμευτικότητα Οδηγιών", ενώ οι κοινοτικές αποφάσεις ΕΙΝΑΙ οι Οδηγίες. Όταν υποπίπτει όμως σε τόσα σφάλματα από την πρώτη κι όλας παράγραφο, δεν θα περιμένω από τον κ. Μιχελάκη να μας αναλύσει την διαφορά στο βαθμό υποχρέωσης εναρμόνισης που ενέχει μια Οδηγία σε σχέση με μια Απόφαση - Πλαίσιο, αφού ο ίδιος αποφεύγει να μας πει τελικά αν η χώρα θα οδηγηθεί ή όχι στο Δικαστήριο της ΕΕ από την τυχόν μη εφαρμογή. 

Από την άλλη πλευρά, ανακοίνωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας αναφέρει μεταξύ άλλων: "το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, όπως ρητά αναφέρεται, ενσωματώνει απόφαση – πλαίσιο της ΕΕ στην οποία γίνεται λόγος για επικείμενες πρωτοβουλίες ποινικοποίησης της λαϊκής πάλης. Προκαλώ οποιονδήποτε να  διαβάσει την απόφαση-πλαίσιο και να μου βρει σε ποιο ακριβώς σημείο γίνεται λόγος για επικείμενες πρωτοβουλίες ποινικοποίησης της λαϊκής πάλης. 

Προβλέπεται ότι η πορεία θα είναι μακρά ακόμη. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι τοποθετούνται όλοι για ένα νομοσχέδιο που δεν έχει καν κατατεθεί στη Βουλή και δεν έχει ανακοινωθεί επίσημα από το Υπουργείο, ούτε έχει δοθεί σε δημόσια διαβούλευση. Ένα νομοσχέδιο που δεν διάβασε κανείς. 

Παρασκευή, Μαΐου 03, 2013

Από τί κινδυνεύει η ελευθερία του τύπου σήμερα

Σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα για την Ελευθερία του Τύπου, δηλαδή ημέρα διάδοσης της επίγνωσης ότι η ελευθεροτυπία αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνεται κάθε μορφή τεχνικά πολλαπλασιαζόμενου δημόσιου λόγου, πέρα από τη μορφή του τεχνικού μέσου, πέρα από την ιδιότητα του εκφραζόμενου ως επαγγελματία ή μη. Η εξάπλωση του Διαδικτύου έχει ενισχύσει το ίδιο το εύρος του δικαιώματος, το οποίο παλαιότερα αναγνωριζόταν ως η θετική ελευθερία των δημοσιογράφων να πληροφορούν και το δικαίωμα του κοινού να πληροφορείται. 

Ενώ παλαιότερα οι κίνδυνοι για την ελευθερία του τύπου αφορούσαν επίσημες απαγορεύσεις και λογοκριτικές επιτροπές, σήμερα οι περιορισμοί είναι διαφορετικοί και συνήθως έχουν το πρόσχημα της νομικής προστασίας που επιχειρεί να λειτουργήσει "παραδειγματικά", προκειμένου να τιμωρηθεί ο ενοχλητικός δημοσιογράφος αλλά και να αποτραπούν οι τρίτοι να συνεχίσουν το δρόμο του. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο όρο για τέτοιου είδους νομικές επιδιώξεις: "chilling effect", αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε νομική ενέργεια σκοπεύει σε ένα αποτέλεσμα που επιδιώκει να αποτρέψει τον ίδιο τον δημοσιογράφο ή και οποιονδήποτε τρίτο να ασκήσει το δικαίωμα, αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος. Δύο είναι οι περιπτώσεις στις οποίες θα κατηγοριοποιούσα το chilling effect στην Ελλάδα: το πρώτο είναι οι συλλήψεις για αδικήματα που τελούνται δια του τύπου και το δεύτερο είναι οι υπέρογκες αποζημιώσεις που ζητούνται από τα Δικαστήρια.

Στην πρώτη περίπτωση ήταν σαφέστατα η υπόθεση του Κώστα Βαξεβάνη. Ανεξάρτητα από την νομιμότητα της δημοσίευσης της φερομενης λίστας Λαγκάρντ, η ίδια η σύλληψή του για να δικαστεί άμεσα ήταν μια πολιτειακή πράξη που δημιουργούσε ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Πιο πριν, υπήρξε η σύλληψη του μπλόγκερ που είχε δημιουργήσει την σατιρική ιστοσελίδα του γέροντος Παστίτσιου. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των μηνυμάτων, οι συλλήψεις ήταν εντελώς περιττές, αφού οι δράστες ούτως ή άλλως θα μπορούσαν να δικαστούν κανονικά και χωρίς μια τόσο σοβαρή παρέμβαση στην προσωπική τους κατάσταση. 

 Στην δεύτερη περίπτωση, των υπέρογκων αποζημιώσεων, έχουμε πρόσφατα μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη: παραλίγο να καταργηθεί ο "τυποκτόνος νόμος" που πρόβλεπε μεγάλες χρηματικές αποζημιώσεις ανάλογα με το αν το μέσο ενημέρωσης ήταν εφημερίδα κυκλοφορίας στην Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη (30.000 ευρώ minimum)  ή αν ήταν τηλεόραση πανελλήνιας εμβέλειας (300.000 ευρώ minimum) ή τοπικής εμβέλειας ή ραδιόφωνο κλπ. Οι διατάξεις αυτές που υπήρχαν στο θεσμικό πλαίσιο της δεκαετίας του 1990, αποδυναμώθηκαν πρώτα από τα Δικαστήρια, τα οποία υποβάλλοντας σε έλεγχο συνταγματικότητας τις διατάξεις έκριναν ότι μόνη η κυκλοφορία ή η εμβέλεια δεν μπορεί να αποτελεί το κριτήριο για τον υπολογισμό της αποζημίωσης, καθώς υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες, όπως η αναγνωσιμότητα και η τηλεθέαση, που πρέπει να λαμβάνει υπόψη ο δικαστής για να κρίνει πόσα θα πληρώσει το μέσο ενημέρωσης. Τελικά, όμως, στο ψηφισθέν νομοσχέδιο, η προτεινόμενη διάταξη περί κατάργησης του "τυποκτόνου νόμου" απαλείφθηκε! Στην πράξη πάντως, τα δικαστήρια έχουν περιορίσει την εμβέλειά του ως προς τα ποσά των αποζημιώσεων. 

Πέρα από τις συλλήψεις και τις υψηλές αποζημιώσεις, υπάρχει και το πρόβλημα της επιβολής των διατάξεων "περί τύπου" στο Διαδίκτυο. Ενώ θα προσιδίαζε σε κάποιες διαδικτυακές εφαρμογές που παρουσιάζουν την κάθετη επιχειρηματική διάρθρωση, θεωρώ αδιανόητο αυτό να αφορά και το υλικό που αναρτούν οι επισκέπτες - χρήστες σε μια εφαρμογή web 2.0. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε μια σημαντική απόφαση σχετικά με αυτό το θέμα είχε κρίνει το 2011 ότι οι νόμοι περί τύπου δεν είναι ορθό να εφαρμόζονται αυτούσιοι στις διαδικτυακές εφαρμογές γιατί δεν ανταποκρίνονται στη φύση του πράγματος. 

Όταν κάποιος έχει βρεθεί ως συνήγορος και από τις δύο πλευρές, τόσο από την πλευρά του δικηγόρου του  blogger ή του μέσου ενημέρωσης, όσο κι από την πλευρά του δικηγόρου του θιγόμενου τρίτου, μπορεί να έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τα όρια. Είναι σαφές ότι τα όρια, τα οποία συμβαδίζουν με τους ισχύοντες δεοντολογικούς κανόνες που οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έχουν θεσπίσει, δεν απειλούν από μόνα τους την ελευθερία του τύπου. Η απαγόρευση της λήψης προληπτικών μέτρων εναντίον του δημόσιου λόγου  είναι μια σημαντική εγγύηση, ώστε τουλάχιστον να μην χαθεί οτιδήποτε θετικό μπορεί να προσφέρει ακόμη και μια δήλωση που, με τεχνικούς όρους, βρίσκεται στο πλαίσιο του παρανόμου. Αυτός ο κανόνας σπάνια παραβιάζεται στην Ελλάδα σήμερα. 

Είναι δεδομένο όμως, ότι υπάρχουν πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την ελευθερία του Τύπου στην ουσία της και σε προληπτικό επίπεδο: η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η απαγόρευση της δημοσίευσης των δημοσκοπήσεων δεκαπέντε ολόκληρες ημέρες πριν τις εκλογές. Η απαγόρευση αυτή θεσμοθετήθηκε το 2009 και ήδη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει επιληφθεί δύο προσφυγών για παραβίαση της ελευθερίας μετάδοσης και λήψης πληροφοριών που προβλέπεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Εκτός από αυτές τις μοντέρνες επιθέσεις στην ελευθερία του Τύπου παραμένουν πάντοτε οι απαρχαιωμένες διατάξεις για την προστασία από την βλασφημία κλπ που είναι εντελώς περιττές στο σύγχρονο νομικό πολιτισμό, στον οποίο περιλαμβάνονται εξάλλου επαρκείς θεσμικές προστασίες για την θρησκευτική ελευθερία και την απαγόρευση των διακρίσεων με κριτήριο το θρήσκευμα. 

Η ιστορία των κινδύνων της ελευθερίας του Τύπου είναι τελικά  μια  αποτίμηση της ουσιαστικής αξίας της ελευθερίας αυτής. Όσο πιο "ενοχλητικούς" δημοσιογράφους - bloggers έχουμε, τόσο πιο πολύ θα αναζητούνται τρόποι για να περιοριστεί η φωνή τους, με κατάχρηση πολλές φορές των νομικών κανόνων. Έργο των νομικών είναι να μεριμνούν για την ανάδειξη των καταχρήσεων, την διασφάλιση της ελευθερίας του Τύπου και της προσεκτικής εφαρμογής των κανόνων που περιλαμβάνουν τους θεμιτούς περιορισμούς της ελευθερίας αυτής. 

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...