Πέμπτη, Απριλίου 12, 2018

Απαλλαγή από τα θρησκευτικά με γνωστοποίηση δεδομένων θρησκεύματος

Η απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μάθημα των θρησκευτικών αναφέρει ότι η οικειοθελής γνωστοποίηση προσωπικών δεδομένων από τους ενδιαφερόμενους προς τις αρχές δεν αντιτίθεται στους κανόνες της προστασίας δεδομένων. Δηλαδή κρίθηκε νόμιμο ότι, για να ασκήσει ο μη χριστιανός το συνταγματικό δικαίωμά του να μην εκτεθεί σε ομολογιακό μάθημα θρησκευτικών, οφείλει να γνωστοποιήσει με υπεύθυνη δήλωση ότι δεν είναι χριστιανός και αυτή η υπεύθυνη δήλωση τηρείται στα αρχεία του σχολείου και υπόκειται σε έλεγχο αλήθειας  από τον διευθυντή του σχολείου. Πρόκειται για την εγκύκλιο του Λοβέρδου του 2015, όταν ήταν υπουργός Παιδείας.

Αυτά ωστόσο δεν μπορούν να ισχύουν από τις 25.5.2018 οπότε τίθεται σε εφαρμογή ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.  11 του ΓΚΠΔ, η συγκατάθεση που επιτρέπει νόμιμα την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ορίζεται ως εξής:

"«συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων: κάθε ένδειξη βουλήσεως, ε λ ε ύ θ ε ρ η, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων εκδηλώνει ότι συμφωνεί, με δήλωση ή με σαφή θετική ενέργεια, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν"

Σύμφωνα με τον αρ. 43 του Προοιμίου του ΓΚΠΔ, 

"Για να διασφαλιστεί ότι η συγκατάθεση έχει δοθεί ελεύθερα, η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να παρέχει έγκυρη νομική βάση για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν υπάρχει σαφής ανισότητα μεταξύ του υποκειμένου των δεδομένων και του υπευθύνου επεξεργασίας, ιδίως στις περιπτώσεις που ο υπεύθυνος επεξεργασίας είναι δημόσια αρχή και είναι επομένως σχεδόν απίθανο να έχει δοθεί η συγκατάθεση ελεύθερα σε όλες τις περιστάσεις αυτής της ειδικής κατάστασης."

Αναλύοντας αυτή την νέα ρύθμιση, κατά την οποία η συλλογή δεδομένων με βάση την συγκατάθεση του ατόμου δεν είναι νόμιμη όταν γίνεται από δημόσιες αρχές, η Oμάδα Εργασίας του άρθρου 29 έχει δημοσιεύσει τις "Κατευθυντήριες Γραμμές για την έννοια της συγκατάθεσης κατά τον ΓΚΠΔ". Στο έγγραφο αυτό (βλ. εδώ) αναφέρει ότι όντως οι δημόσιες αρχές δεν νομιμοποιούνται να συλλέγουν προσωπικά δεδομένα στη βάση της συγκατάθεσης, λόγω του ότι δεν θα είναι ελεύθερη επειδή υπάρχει ανισότητα ισχύος ανάμεσα σε πολίτη και σε δημόσια αρχή. Αναγνωρίζει όμως ορισμένες εξαιρέσεις. Στο παράδειγμα αρ. 4 αναφέρεται η περίπτωση των μαθητών που δίνουν συγκατάθεση για τη χρήση των φωτογραφιών τους σε σχολικό περιοδικό. Η ΟΕ29 θεωρεί ότι κατ' εξαίρεση σε μια τέτοια περίπτωση επιτρέπεται η συγκατάθεση ως νομική βάση επεξεργασίας των δεδομένων των μαθητών, εφόσον με την επεξεργασία αυτών των δεδομένων οι μαθητές "δεν στερούνται εκπαίδευση ή υπηρεσίες και μπορούν να αρνηθούν την χρήση των φωτογραφιών αυτών χωρίς κανένα δυσμενές αποτέλεσμα". Είναι σαφές ότι αυτή δεν είναι η περίπτωση της συγκατάθεσης επεξεργασίας του δεδομένου του θρησκεύματος, αφού αν οι ενδιαφερόμενοι με το σύστημα της υπεύθυνης δήλωσης δεν αποκαλύψουν ότι δεν ειναι Χ.Ο. θα υποχρεωθούν στη δυσμενή συνέπεια της παρακολούθησης του ομολογιακού μαθήματος των θρησκευτικών. Συνεπώς με την επεξεργασία των δεδομένων τους θα στερηθούν την πρόσβαση σε ώρες διδασκαλίας και συνεπώς η εξάρτηση της ενάσκησης συνταγματικού δικαιώματος καθιστά την γνωστοποίηση των δεδομένων μη οικειοθελή.

Άρα, με βάση τον ΓΚΠΔ η "οικειοθελής γνωστοποίηση" προσωπικών δεδομένων θρησκεύματος προς δημόσιες αρχές, δηλαδή η τήρηση των υπεύθυνων δηλώσεων ότι οι μαθητές δεν είναι χ.ο.,  με βάση την "συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων δεν νοείται ως νόμιμη βάση τήρησης της υπεύθυνης δήλωσης στο αρχείο δημόσιου σχολείου, λόγω του ότι δεν είναι ελεύθερη, άρα δεν αποτελεί συγκατάθεση κατά τον ΓΚΠΔ. 

Τετάρτη, Απριλίου 11, 2018

H ευκαιρία του ΣτΕ για δίκαιη ισορροπία στα θρησκευτικά

Το καλοκαίρι του 2017 μου ζητήθηκε από γονείς να προσφύγουμε στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά των αποφάσεων του Υπουργού Παιδείας με τις οποίες καθοριζόταν το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών. Είχε προηγηθεί η επιστολή του εντεταλμένου Μητροπολίτη προς την Ιερά Σύνοδο, όπου ανέφερε αναλυτικά τις παρεμβάσεις της ορθόδοξης εκκλησίας στο περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, όπως ότι είχαν αποσύρει την "Συννεφούλα" του Διονύση Σαββόπουλου και άλλα στοιχεία από τους "φακέλους μαθήματος θρησκευτικών" που αντικαθιστούν προσωρινά τα βιβλία του μαθήματος. Στην συγκεκριμένη επιστολή που είναι αναρτημένη στην επίσημη ιστοσελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Μητροπολίτης αναφέρει ότι το μάθημα των θρησκευτικών είναι ομολογιακό κατά 82,4% στο Δημοτικό και 74,2% στο Γυμνάσιο.

Λίγες μέρες μετά την δημοσίευση των υπουργικών αποφάσεων στο ΣτΕ υποβλήθηκε αίτηση ακύρωσης δύο μαθητριών από νησιά του Αιγαίου και των γονέων τους, για να ακυρωθούν δικαστικά οι αποφάσεις Γαβρόγλου που η ίδια η Εκκλησία πιστοποιεί ως "ομολογιακό μάθημα". Νομική βάση της ακύρωσης είναι το άρθρο 13 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 2 και το σκεπτικό ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης ως σκοπός της παιδείας δεν είναι άλλη από την θρησκευτική συνείδηση που αναπτύσσεται ελεύθερα στο πλαίσιο της ενάσκησης του σχετικού ατομικού δικαιώματος κι όχι βέβαια μια δεσμευτικά προγραμματισμένη κατεύθυνση προς συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο. Παράλληλα, ως νομική βάση ακύρωσης προβάλλονται τα αντίστοιχα άρθρα της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ, ιδίως του Πρώτου Πρωτοκόλλου που, κατά την νομολογία του ΕΔΔΑ επιβάλλει ακόμη και για το μάθημα των θρησκευτικών η διδασκαλία να είναι αντικειμενική, πλουραλιστική και κριτική και όχι ομολογιακή ή κατηχητική, εκτός αν προβλέπεται εναλλακτικό μάθημα στο οποίο έχουν πρόσβαση οι ενδιαφερόμενοι. Υπογραμμίσαμε ότι το σύστημα απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών επιβάλλει σε γονείς να αποκαλύψουν θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων τους και μάλιστα η συγκεκριμένη εγκύκλιος επιφορτίζει τον διευθυντή του σχολείου να διαπιστώσει κατά πόσον η υπεύθυνη δήλωση ότι ο μαθητής δεν ειναι Χ.Ο. είναι ακριβής, δηλαδή να ελέγξει αν τα φρονήματα του μαθητή αντιστοιχούν με τις δηλώσεις των γονέων του ή αν είναι προσχηματική η απαλλαγή!!!

Ζητήσαμε η υπόθεση να εισαχθεί στο Τμήμα Διακοπών του ΣτΕ, ώστε να δικαστούν πριν την έναρξη του σχολικού έτους, δηλαδή πριν τον Σεπτέμβρη. Δεν εισακουστήκαμε όμως και η πρώτη ημερομηνία εκδίκασης που μας δόθηκε ήταν τον Οκτώβριο 2017 στο Γ' Τμήμα του ΣτΕ. Το Ελληνικό Δημόσιο κατέθεσε κανονικά εμπρόθεσμα τον φάκελό του, αλλά ο εισηγήτης της υπόθεσης μου είπε ότι δεν ήταν σε θέση να συζητήσει την υπόθεση, επειδή ανέμενε την απόφαση της Ολομέλειας για να δει πως θα κριθεί το συνταγματικό ζήτημα. Έτσι η υπόθεση αναβλήθηκε από το ίδιο το ΣτΕ, επειδή δεν ήταν έτοιμη η απόφαση της Ολομέλειας ακόμη, για τον Νοέμβρη και μετά για τον Δεκέμβρη και μετά για τον Φεβρουάριο. Ήταν σαφές πια ότι το σχολικό έτος προχωρούσε χωρίς το ΣτΕ να είναι σε θέση να προστατεύσει αποτελεσματικά και άμεσα τα ατομικά δικαιώματα των παιδιών, αναμένοντας τι θα έλεγε η Ολομέλεια σε άλλη υπόθεση για προηγούμενο προγραμμα σπουδών (αποφάσεις Φίλη). Τον Ιανουαρίο του 2018 αποφασίσαμε λοιπόν ότι η Ελλάδα δεν μας παρέχει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα για την προστασία των δικαιωμάτων μας και γι' αυτό θεωρήσαμε ότι εξαντλήθηκαν τα εθνικά ένδικα μέσα και προσφύγαμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είχαμε δίκιο, γιατί και τον Φεβρουάριο του 2018 το ΣτΕ ανέβαλε την υπόθεση για τον Απρίλιο.

Τον Μάρτιο, μετά την δημοσίευση την απόφαση 660/2018 της Ολομέλειας του ΣτΕ που κρίθηκε ότι το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να έχει υποχρεωτικά ομολογιακό χαρακτήρα, ακυρώνοντας τις προηγούμενες υπουργικές αποφάσεις Φίλη που δεν τον είχαν, ο Αρχιεπίσκοπος δήλωσε (21.3.2018): «Σεβόμαστε πάντα τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Αυτό το θέμα έχει μία συνέχεια. Έχουμε συμφωνήσει με το υπουργείο η Εκκλησία και η Πολιτεία να συνεχίσουν την συνεργασία τους, ώστε αυτό που θα βγει στο τέλος να γίνει βιβλίο». 



Τον ίδιο μήνα όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποφάσισε να κοινοποιήσει την υπόθεση στην Ελληνική Κυβέρνηση, απευθύνοντας και τέσσερα ερωτήματα. Στην σχετική δικαστική πράξη αναφέρεται ότι το ΕΔΔΑ προχωρεί σε αυτή την ενέργεια παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί η υπόθεση στο ΣτΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδοχικές αναβολές που έδωσε το ίδιο το ΣτΕ στην εκδίκαση της υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προσφεύγοντες άμεσα υπέβαλαν το καλοκαίρι τις αιτήσεις ακύρωσης χωρίς να χάσουν χρόνο. 


Το ΕΔΔΑ θέτει στο επίκεντρο την διαδικασία απαλλαγής των μαθητών από το υποχρεωτικό μάθημα των θρησκευτικών, ζητώντας από την Κυβέρνηση να απαντήσει, πώς γίνεται με το σύστημα αυτό να μην παραβιάζεται ο ιδιωτικός βίος των μαθητών και των γονέων που είναι υποχρεωμένοι να αποκαλύψουν θρησκευτικές πεποιθήσεις με υπεύθυνες δηλώσεις που παραμένουν στα αρχεία των σχολείων και που ο διευθυντής του σχολείου καλείται να διαπιστώσει την εγκυρότητά τους. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το ΕΔΔΑ ρωτάει την Κυβέρνηση εάν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ένα μάθημα θρησκευτικών που να είναι αντικειμενικό, κριτικό και πλουραλιστικό, σεβόμενο και το δικαίωμα των παιδιών για πρόσβαση σε ένα συμπεριληπτικό για όλους μάθημα χωρίς στιγματισμό, αλλά και το δικαίωμα των γονέων τους να αποφασίζουν για την θρησκευτική και φιλοσοφική εκπαίδευσή τους. 



Η Κυβέρνηση πρέπει να απαντήσει ως τις 16 Ιουλίου 2018 σε αυτά τα ερωτήματα. 



Πιο πριν όμως, έχει προγραμματιστεί εντός του Μαϊου η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής από την Ολομέλεια του ΣτΕ. Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την μοναδική ευκαιρία, ενώ η χώρα ελέγχεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να δώσει λύση στο θέμα, εξετάζοντας πια το ζήτημα όχι από την πλευρά των χριστιανών που δεν ήθελαν τα παιδιά τους στα θρησκευτικά να διδάσκονται στοιχεία από άλλες θρησκείες, αλλά από την πλευρά των πολιτών που δεν επιθυμούν ένα ομολογιακό μάθημα που η απαλλαγή επιβάλλει την αποκάλυψη των πεποιθήσεών τους. 



Το ΣτΕ έχει την μοναδική ευκαιρία να δώσει με την απόφασή του στην Κυβέρνηση τις σωστές απαντήσεις προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, με την αναγκαία αυτοκριτική βέβαια, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα μάθημα αντικειμενικό, πλουραλιστικό και κριτικό χωρίς παραβίαση δικαιωμάτων. Χωρίς να χρειαστεί να καταδικαστεί η Ελλάδα για άλλη μια φορά και μάλιστα για ζήτημα που αφορά την θρησκευτική ελευθερία. Την ίδια ακριβώς νομοθεσία εφαρμόζει επ' αυτού και το Ευρωπαϊκό και το Ελληνικό  Δικαστήριο, οπότε ξέρουμε ως χώρα τί πρέπει να κάνουμε, χωρίς να πρέπει να μας το πούν. Μπορούμε, όμως;






Τετάρτη, Απριλίου 04, 2018

Θεμελιώνοντας το δικαίωμα στην αγάπη

Η υπόθεση Κορτώ - Βερύκιου δεν είναι μια απλή περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας δια μ.μ.ε. και επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Δεν είναι μια συνήθης περίπτωση στάθμισης ανάμεσα στο έννομο αγαθό της τιμής αφενός και στην ελευθερία της έκφρασης αφετέρου. Η ίδια η δικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προχωρά πέρα από τις διατάξεις του δικαιώματος γνώμης, όπως και πέρα από τις διατάξεις των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτό που διαφοροποιεί την συγκεκριμένη υπόθεση από τις συνήθεις υποθέσεις δια του Τύπου είναι μια φράση μοναδικής συνταγματικής σημασίας που τίθεται στο επίκεντρο του δικανικού συλλογισμού, ότι δηλαδή η δημόσια έκφραση αγάπης του συγγραφέα για τον άντρα του  - η δήλωση "παραμένω αφοσιωμένος στα βιβλία και στον άνδρα μου" (και δεν κατεβαίνει υποψήφιος με το Ποτάμι) για την οποία κανιβαλίστηκε από τον Βερύκιο, εντάσσεται όχι απλά στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης ("το οποίο δεν αποστερείται ή περιορίζεται λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου", αναφέρει η απόφαση), αλλά πολύ περισσότερο, το Δικαστήριο ολοκληρώνει το βήμα αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων εκφράζοντας τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, δήλωσε ότι ο ίδιος είναι και:

"μέλος μιας κοινωνικής ομάδας, μεταξύ των πολλών που συνθέτουν μια σύγχρονη και δημοκρατική κοινωνία, οι ερωτικές επιλογές της οποίας δεν αποδοκιμάζονται από την συνταγματική τάξη της χώρας, αλλά τουναντίον επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος να γίνονται απολύτως σεβαστές".

Σε αυτό το σημείο της απόφασης, το οποίο αποτελεί και την καρδιά του δικανικού συλλογισμού, τίθεται στο επίκεντρο η καταστατική αρχή της Πολιτείας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος:

"Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας".

Επομένως, το Δικαστήριο παραπέμποντας στο άρθρο 2 του Συντάγματος, αναγνωρίζει το "απολύτως σεβαστό" της ερωτικής επιλογής, ως αναπόσπαστο στοιχείο της υποχρέωσης σεβασμού και προστασίας της ανθρώπινης αξίας, δηλαδή της ανθρώπινης ιδιότητας. Προσβάλλοντας την ερωτική επιλογή ως προς τον ίδιο τον σεξουαλικό προσανατολισμό στρέφεσαι ενάντια στην ανθρώπινη αξία, δηλαδή βάλλεις κατά απόλυτης αξίας της ανθρώπινης ιδιότητας.  Το "απολύτως σεβαστες" σημαίνει ότι δεν νοούνται περιορισμοί στο δικαίωμα προστασίας. Σημαίνει ότι δεν σταθμίζουμε καν, όταν προσβάλλεται η ανθρώπινη ιδιότητα.

Αυτή η δικανική κρίση περιλαμβάνεται για πρώτη φορά σε δικαστική απόφαση αστικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της προστασίας μιας δημόσιας ομολογίας αγάπης ενός προσώπου για τον ομόφυλο σύντροφό του. Η προέλευση της φράσης περί κοινωνικής ομάδας που οι ερωτικές επιλογές της προστατεύονται εντοπίζεται στην απόφαση 3490/2006 του Δ' Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε το πρόστιμο του ΕΣΡ που επιβλήθηκε στο Mega Channel για την προβολή ενός φιλιού μεταξύ ανδρών στην σειρά "Κλείσε τα μάτια". Έκρινε, τότε, το ΣτΕ, τα εξής: " Με την παράσταση στην επίμαχη ενδιάμεση σκηνή της εκφράσεως ομοφυλόφιλης ερωτικής επιθυμίας, γίνεται παρουσίαση μίας υπαρκτής κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία σχετίζεται με μία κοινωνική ομάδα, μεταξύ των πολλών, οι οποίες συνθέτουν μία ανοικτή και σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, οι ερωτικές επιλογές της οποίας, όχι μόνο δεν αποδοκιμάζονται από την συνταγματική τάξη της χώρας, αλλά τουναντίον επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 2 (σεβασμός και προστασία της αξίας του ανθρώπου) και 5 παρ. 1 (προστασία της προσωπικής ελευθερίας), ως εκδήλωση ελεύθερης επιλογής των αποτελούντων αυτή, να γίνονται απολύτως σεβαστές και μπορούν να εκφράζονται στα έργα τέχνης, όπως εξ άλλου οι ερωτικές επιλογές και ευαισθησίες και των υπολοίπων ομάδων του πληθυσμού της χώρας." Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε επίσης το 2009 από τον Συνήγορο του Πολίτη στο πόρισμά του για την αφαίρεση ενός γκέι φιλιου στην όπερα "Ρούσαλκα" από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ανέφερε τότε ο Συνήγορος του Πολίτη: "Η απόδοση ομοφυλοφιλικής ερωτικής επιθυμίας σε έναν ήρωα μυθοπλασίας και η εκδήλωσή της με ένα ερωτικό φιλί επί σκηνής, λαμβανομένης υπ' όψιν της εξέλιξης των κοινωνικών ηθών, ούτε αποτελεί "ακραία σκηνή", ούτε μπορεί να εκληφθεί ως προσβλητική προστατευόμενου έννομου αγαθού των φερομένων ως θιγόμενων από αυτό. [...] Η ομοφυλόφιλη ερωτική επιθυμία αποτελεί άλλωστε κοινωνικό δεδομένο και προστατεύεται στην συνταγματική μας έννομη τάξη , στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 του Συντάγματος). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η έκφρασή της στην τέχνη δεν την καθιστά, άνευ άλλου τινός επίμπεμπτη και δεν επιτρέπει την επιβολή περιορισμών, για τον λόγο και μόνο ότι αυτή εκφράζεται σε καλλιτεχνικό έργο και εκδηλώνεται με ένα ερωτικό φιλί επί σκηνής (βλ. και σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΣτΕ 3490/2006 με την οποία ακυρώθηκε επιβληθέν πρόστιμο από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηελόρασης σε τηλεοπτική εκπομπή για την παρουσίαση ερωτικού φιλιού μεταξύ ανδρών).” 

Η αναφορά σε "δημοκρατική κοινωνία" έλκει την καταγωγή της επίσης από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης), με σαφήνεια ανφέρεται ότι τα δικαιώματα έκφρασης συνεπάγονται καθήκοντα και ευθύνες που επιβάλλουν περιορισμούς στην έκφραση, εφόσον αυτοί οι περιορισμοί προβλέπονται από νόμο για την υπεράσπιση δίκαιων στόχων, ανάμεσα στους οποίους είναι και τα "δικαιώματα των άλλων" κι εφόσον οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προκειμένου να εντοπιστεί αν ένας περιορισμός είναι "αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία", αναζητείται μια "πιεστική κοινωνική ανάγκη" (pressing social need) που επιβάλλει τον περιορισμό. Στην περίπτωση της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η πιεστική κοινωνική ανάγκη συνδέεται με την απαγόρευση των διακρίσεων για εγγενείς ή μόνιμες ιδιότητες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται πλέον και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, καθώς και η ταυτότητα φύλου. 

Αυτές οι νομικές κρίσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ελευθερίας της τέχνης, για πρώτη φορά αποτελούν τεκμηρίωση σε υπόθεση αστικού δικαστηρίου που αφορά την πραγματική ζωή. Οι κρίσεις αυτές είχαν χρησιμοποιηθεί επίσης σε ποινικές δίκες για ομοφοβικές εξυβρίσεις το 2011 (βλ. εδώ), με αποτέλεσμα πρωτόδικες καταδίκες οι οποίες δεν δικάστηκαν σε δεύτερο βαθμό, λόγω εξάλειψης αξιοποίνου λόγω του νόμου που καθάριζε τα πινάκια από υποθέσεις με ποινές κάτω του ενός έτους. 

Το αστικό δικαστήριο στην υπόθεση Κορτώ - Βερύκιου για πρώτη φορά θεμελιώνει τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης του δημοσιογράφου, στην ανωτέρω καταστατική υποχρέωση της Πολιτείας: για να προστατευτεί  χωρίς διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού η ανθρώπινη αξία, η οποία προστατεύεται α π ο λ ύ τ ω ς, ήτοι δεν νοείται επιτρεπτή λεκτική κακοποίηση ενός ανθρώπου για την δημόσια δήλωση αγάπης και αφοσίωσης στον άνδρα του. Φυσικά δεν μπορούσε ένα αστικό δικαστήριο να χρησιμοποιήσει ως νομική βάση τον ποινικό αντιρατσιστικό Ν.4285/2014, ο οποίος εξάλλου όπως είναι πασίγνωστο ψηφίστηκε έξι (6) μήνες μετά την επίδικη εκπομπή. Το να λες ότι το Δικαστήριο δεν καταδίκασε όλα αυτά ως ομοφοβικό, μεταξύ άλλων, λογο (ενώ η απόφαση έχει κάνει  όλη την συνταγματική αναγωγή της ερωτικής επιλογής στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια)  επειδή δεν εφάρμοσε τον (όχι ακόμη σε ισχύ και πάντως ποινικό) αντιρατσιστικό νόμο είναι ο ορισμός του absurdum. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο δημοσιογράφος αμφισβήτησε την ειλικρίνεια των αισθημάτων του συγγραφέα προς τον σύντροφό του, αποκαλώντας τον συγγραφέα "παρθενοπόπη", λέγοντας "αυτοί δεν έχουν μόνο θηλυκό κορμί έχουν και θηλυκό μυαλό", λέγοντας ότι "όποιος δηλώνει πίστη στο σύντροφό του, που βγαίνει με τη ντουντούκα και το λέει είναι από τη φύση του αλανιάρης". Είναι ολοκάθαρο, ότι ο Βερύκιος επιτίθεται στην φύση του Κορτώ, στην ανθρώπινη ιδιότητά του, γι' αυτό αναφέρεται απαξιωτικά στο σώμα, το μυαλό και στην αναλήθεια "από την φύση του" των δηλώσεών του. Πρόκειται σαφέστατα όχι απλά για μια κοινή προσβολή προσωπικότητας, αλλά για αμφισβήτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς η επίθεση εστιάζει στην φ ύ σ η του άλλου. Το Δικαστήριο απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς ως προσβλητικούς και αναληθείς, αναγνωρίζοντας ότι ο δημοσιογράφος διέδωσε ψεύδη εν γνώση της αναλήθειας τους. 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο αναγνώρισε και ότι οι ισχυρισμοί του δημοσιογράφου ότι δήθεν ο συγγραφέας είχε "στήσει" το σκηνικό της απόρριψης της συμμετοχής του στην πολιτική με τον Σταύρο Θεοδωράκη ήταν αναληθείς. Και αυτό το σκέλος της απόφασης δεν είναι άσχετο με το ομοφοβικό παραλήρημα, αφού ο δημοσιογράφος είπε ότι όλο αυτό στήθηκε για να περάσει ο συγγραφέας το δικό του μήνυμα υπέρ τάχα της ομοφυλοφιλίας ("την δική του καυλάντα", όπως χυδαία τόλμησε να ξεστομίσει σε δημόσια ραδιοφωνική συχνότητα που αποτελεί κρατικό πόρο.). Η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών θεμελιώνεται κατά την απόφαση στην υπαιτιότητα του δημοσιογράφου, ο οποίος διαδίδει αυτά τα τερατώδη ψεύδη περί κατασκευασμένου δήθεν περιστατικού απόρριψης πρότασης καθόδου στην πολιτική, χωρίς βέβαια να έχει πραγματοποιήσει την παραμικρή επιβεβαίωση της ακρίβειας τους γεγονότος που ανεπιφύλακτα διαδίδει. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με πολύ μεγάλη σαφήνεια έχει διαχωρίσει την αξιολόγηση ανάμεσα σε διάδοση πραγματικών γεγονότων αφενός και δημοσιογραφικών κρίσεων αφετέρου: ενώ τα πρώτα αποδεικνύονται ως αληθή ή ψευδή, στις δεύτερες υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης, εφόσον όμως ανάγονται σε μια επαρκή πραγματική βάση (factual basis) και δεν τα βγάζει από το μυαλό του ο δημοσιογράφος επί μη γενομένων. Τα "καθήκοντα και ευθύνες" που αναφέρει το άρθρο 10 ("ελευθερία της έκφρασης") της ΕΣΔΑ στην δεύτερη παράγραφο περιλαμβάνουν το σύνολο των "συναλλακτικών υποχρεώσεων του Τύπου" όπως αυτά έχουν διαπλασθεί από την νομολογία, σύμφωνα και με τους δεοντολογικούς κανόνες των ενώσεων συντακτών. Ανάμεσα στα συναλλατικά ήθη του Τύπου (ειδική περίπτωση συναλλακτικών ηθών που αναφέρονται στην γενική μορφή τους και στο άρθρο 288 του Αστικού Κώδικα), περιλαμβάνουν την υποχρέωση ελέγχου της ακρίβειας της είδησης, το "καθήκον αλήθειας" του δημοσιογράφου. Στο καθήκον αλήθειας περιλαμβάνεται και η προηγούμενη επικοινωνία με τους ενδιαφερόμενους πριν την δημοσιοποίηση της "είδησης", άλλως την μνεία ότι δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία, την τήρηση επιφυλάξεων κ.τ.λ. Εάν δεν τηρηθούν τα συναλλακτικά ήθη του Τύπου, τότε υπάρχει υπαιτιότητα που, δεδομένης της αντικειμενικής ευθύνης που κατοχυρώνει η ειδική νομοθεσία περί αστικής ευθύνης του Τύπου για τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ στον ν.1178/1981, ενισχύει και την υποκειμενική υπόσταση στο σκέλος της ποινικής ευθύνης: όταν ένας δημοσιογράφος ενώ οφείλει να ελέγξει την αλήθεια, εν γνώσει του παραλείπει την υπόχρέωσή του, έχει τελικά γνώση ότι αυτό που θα δημοσιοποιήσει είναι ατεκμηρίωτο. Όταν το έχει βγάλει και τελείως από το κεφάλι του, έχει γνώση ότι είναι αναληθές. Άρα, όχι απλή δυσφήμηση. Όταν το αναληθές που δημοσιοποιεί ένας δημοσιογράφος οφείλεται στις δεδηλωμένες ομοφοβικές προκαταλήψεις που έχει για τον άλλον απλά και μόνο επειδή έχει δηλώσει ότι είναι γκέι, τότε έχουμε ούλτρα ενισχυμένο δόλο: ομολογία της υποκειμενικής υπόστασης. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την ελευθερία της έκφρασης, όταν εκτοξεύονται σε κρατικό πόρο, όπως είναι οι ραδιοφωνικές συχνότητες. Είναι ιδιωτικοποιημένη μορφή ενάσκησης ελέγχου σε κρατικό πόρο. Είναι μορφή εξουσίας.

Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της απόφασης είναι ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Βερύκιος μιλώντας στο θηλυκό για τον Κορτώ ("παρθενοπόπη", "μόνη της δήλωσε ότι είναι γυναίκα", "κυρα - Αυγουστίνα"), 

"προσέβαλε αναμφίβολα την ταυτότητα φύλου του ενάγοντα, ως άνδρα, υπονοώντας ότι αφού είναι ομοερωτικό άτομο, δεν ανήκει στο ανδρικό αλλά στο γυναικείο φύλο. Η παράφραση του ονόματος, με το οποίο  ο  ενάγων είναι ευρύτατα γνωστός στο αναγνωστικό κοινό (Αύγουστος Κορτώ - κυρα  Αυγουστίνα) και η χρήση αυτού σε θηλυκό γένος εκφράζουν, κατά την κοινή αντίληψη, σαφή περιφρόνηση στο πρόσωπο του ενάγοντα, προσβάλλουν την προσωπικότητά του και βλάπτουν την τιμή και την υπόληψή του αποσκοπώντας στον εξευτελισμό του". 

Σε αυτό το σημείο δηλαδή το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι η ταυτότητα φύλου αποτελεί έννομη κατηγορία εντελώς διαφορετική από τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου και ότι τα μέσα ενημέρωσης οφείλουν να σέβονται την διάκριση και να μην προχωρούν σε αθέμιτες και εξευτελιστικές χρήσεις αντωνυμιών και επιθέτων με βάση τις ομοφοβικές ή και τρανσφοβικές προκαταλήψεις που μπορεί να έχει ο κάθε δημοσιογράφος. 

Συνολικά, η πρωτόδικη απόφαση καθιστά σαφές ότι δεν είναι πλέον ανεκτές τέτοιες προκαταλήψεις από το συνταγματικό, το ευρωπαϊκό και το εν γένει ισχύον δίκαιο και ότι όταν προσωποποιούνται ως προσβολές στοχεύουν σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με αποτέλεσμα οι απαγορεύσεις να είναι απόλυτες όσον αφορά τις λεκτικές κακοποιήσεις για αυτά τα θέματα. 





To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...