Όταν υπερασπίζεσαι μόνο την μία πλευρά, τα πάντα φαίνονται
αυτονόητα: έχουμε έναν αναχρονιστικό νόμο για τα εκδιδόμενα πρόσωπα, με
συνταγματικά ανεξήγητους περιορισμούς (αριθμός εργαζόμενων, οικογενειακή
κατάσταση συνεργατών κλπ), ένα σύστημα εκμετάλλευσης που πρέπει να αλλάξει.
Αυτό το σύστημα επιτρέπει ακόμη και την απροκάλυπτη πολιτική εκμετάλλευση, όπως
έγινε τον Μάιο του 2012, με την κρατική μηχανή να κυνηγάει, να κατακρεουργεί
και να διαπομπεύει οροθετικά άτομα, με το πρόσχημα ότι ασκούσαν πορνεία, ενώ
στην πραγματικότητα αυτό αφορούσε μόνο μία: την πρώτη συλληφθείσα. Η
"ρετσινιά" της πορνείας τα καλύπτει όλα: "α, εντάξει, ήταν
πόρνες". Ανεξάρτητα από όλα τα άλλα.
Από την ίδια πλευρά, υπάρχουν οι διεμφυλικοί, για τους οποίους,
σε μεγάλο βαθμό η πορνεία είναι μονόδρομος. Αυτό τεκμηριώνεται από τις ημερίδες
που έχουν οργανώσει μέχρι σήμερα οι ίδιες ως Σωματείο Υποστήριξης: στον
εργασιακό τομέα οι τρανς δεν έχουν τις ίδιες αφετηρίες κι επιλογές σε σχέση με
άλλες κοινωνικές ομάδες, ακόμη κι ευπαθείς. Ακόμη και σε περιόδους πλούτου κι
ευμάρειας, δεν θα εύρισκαν εύκολα θέσεις εργασίας στον δημόσιο ή ιδιωτικό
τομέα. Αυτό επιβεβαιώνεται στατιστικά, με ψυχρούς αριθμούς (δεν είναι ένα
"πολιτικό" συμπέρασμα). Οπότε, για τα διεμφυλικά άτομα, η πορνεία
είναι μια κατάσταση πολύ σημαντική, καθώς σχετίζεται άμεσα με την επιβίωσή
τους, ως κοινωνική ομάδα, αν όχι για καθεμιά προσωπικά.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα άγριο σύστημα εκμετάλλευσης και
εμπορίας ανθρώπων, για το οποίο δεν επιτρέπεται να κλείνουμε τα μάτια. Χωρίς να
μειώνεται η ευαισθησία μας για τους εργαζόμενους στο σεξ, αντιθέτως, ταυτόχρονα
πρέπει κάθε φορά να τονίζεται ότι η εμπορία ανθρώπων είναι ποινικό αδίκημα και
μάλιστα τόσο σοβαρό, ώστε ο νομοθέτης να έχει θεσπίσει ειδική θέση εισαγγελέα
trafficking. Η διάκριση, λοιπόν, ανάμεσα στα δικαιώματα του sex worker και στις
παρανομίες του trafficker είναι ουσιώδης για έναν συνεπή λόγο υπέρ των
ανθρώπινων δικαιωμάτων. Και η διάκριση βασίζεται, στον πυρήνα της, σε μια πολύ
λεπτή διαχωριστική γραμμή: την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης. Εδώ όμως, κάπου,
αρχίζει η ιδεολογική και φιλοσοφική
ανάλυση, η οποία μπορεί να θέσει μεν ωραία το θέμα, αλλά θα αναδείξει και
τις διαφωνίες που μπορεί να μην το κλείσουν ποτέ. Και σίγουρα δεν είναι μια
νομική συζήτηση.
Η ισορροπία, η πρακτική εναρμόνιση των υποχρεώσεων δικαιωμάτων
επιβάλλεται μόνο μέσα από αυστηρές αλλά δίκαιες, δηλαδή relevant, προδιαγραφές.
Όπως για όλα τα επαγγέλματα "υγειονομικού ενδιαφέροντος" έρχεται μια
τυποποιημένη γραφειοκρατία - που η στρέβλωσή της περιέχει και διαφθορά - με
διοικητικά καθορισμένες προϋποθέσεις, έτσι και για τους οίκους ανοχής πρέπει να
υπάρχουν συγκεκριμένες προδιαγραφές. Είναι άλλο ζήτημα η επαγγελματική
ελευθερία και το δικαίωμα (ή ανάγκη, το ίδιο είναι) του ατόμου στο να εκδίδεται
και είναι άλλο το ζήτημα της υποδομής των οίκων ανοχής. Όπως κάθε κατάστημα
εστίασης, ιατρείο, κομμωτήριο κτλ πρέπει να έχει υγειονομικές προδιαγραφές,
έτσι πρέπει να γίνεται και για τα πορνεία, προσαρμοσμένες βέβαια στις
παρεχόμενες υπηρεσίες. Δεν νοείται ο εργαζόμενος να υφίσταται τις συνέπειες από
τις παραλείψεις του εργοδότη του. Επίσης,
ο πελάτης πρέπει να μπορεί να ασκήσει δικαιώματα από τον πάροχο της
υπηρεσίας, όπως για κάθε υπηρεσία, όχι
να περιμένει τις "σκούπες" από την αστυνομία.
Αλλά οι προδιαγραφές αυτές πρέπει να αφορούν μόνο τις
επιστημονικά τεκμηριωμένες προϋποθέσεις για την καλή και ασφαλή ενάσκηση αυτού
του επαγγέλματος, όχι τις αντιλήψεις περί ηθικής ενός τύπου ανθρώπου που δεν θα
αναζητούσε ποτέ αυτές τις υπηρεσίες. Παράλληλα, δεν θεωρώ λάθος την ύπαρξη
αποστάσεων των οίκων ανοχής από κάποιες δομές, όπως σχολεία, εκκλησίες κτλ. αφού ο σκοπός του νόμου πρέπει
πάντα να είναι η ισορροπία και η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Όταν βέβαια
υπάρχουν πολλά σχολεία ή πολλές εκκλησίες, οι αποστάσεις γίνονται ασφυκτικές,
αλλά και τότε πρέπει να υπάρχουν για να υπογραμμίζουν κάποτε και την υποκρισία
μιας γειτονιάς που δεν θέλει τον οίκο ανοχής μπροστά στο σχολείο μεν, αλλά θα
αναζητήσει τις υπηρεσίες του στο δεύτερο στενό. Και σίγουρα, όταν είναι τόσο ασφυκτικές ώστε να είναι στην πραγματικότητα αδύνατη η νόμιμη λειτουργία οίκου ανοχής, πρέπει να αλλάξει ο νόμος και να μικρύνουν οι αποστάσεις.Αλλά κι αυτό δεν είναι αυτονόητο: πρέπει να αποτελέσει συμπέρασμα συγκεκριμένων μελετών, όχι γενικόλογων διαπιστώσεων.
Δεν πρέπει επίσης να κλείνουμε τα μάτια στην πραγματικότητα των
γειτονιών της Αθήνας και άλλων πόλεων που δεν εφαρμόζεται καμία διάταξη του,
αναχρονιστικού ούτως ή άλλως, νομικού πλαισίου, με αποτέλεσμα να αγανακτούν οι
κάτοικοι, ή κάποιοι από αυτούς. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει κάποια υποχρέωση
να θεωρείται η πορνεία ευχάριστη ή ουδέτερη δραστηριότητα από τους γείτονες των
πορνείων. Μπορεί να είναι μια εν δυνάμει νόμιμη δραστηριότητα, αλλά αυτό δεν
σημαίνει ότι επιφέρει από μόνη της αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων
μιας γειτονιάς. Είναι υποκριτικό να περιφρονούμε τις συνέπειες που αυτό το
αναποτελεσματικό νομικό πλαίσιο επιφέρει, τόσο για τους εργαζόμενους στο σεξ,
όσο και για τους κατοίκους μιας περιοχής με πορνεία. Το ότι διαμαρτύρονται οι κάτοικοι δεν τους
φέρει αυτομάτως σε θέση υπεροχής, ώστε να υπάρχει μια αδικία στην οποία να
πρέπει να πάρουμε μονομερώς το μέρος των οίκων ανοχής. Μπορεί οι κάτοικοι να είναι
εξίσου θιγόμενοι με τους sex workers, έχοντας απέναντι τους traffickers, τον
αδιάφορο νομοθέτη και τους αναποτελεσματικούς ελεγκτές.
Φυσικά, αν κάνουμε ένα δημοψήφισμα, κανείς δεν θα θέλει στη
γειτονιά του οίκους ανοχής, κέντρα αποτοξίνωσης, κέντρα μεταναστών, νοσοκομεία.
Αν βάλουμε στο ερώτημα του δημοψηφίσματος επίσης τα καφε μπαρ, τα κομμωτήρια,
τα εστιατόρια και τα βιβλιοπωλεία, θα απορριφθούν και αυτά αβλεπί από τους
κατοίκους. Είναι ευεξήγητο: οι κάτοικοι θέλουν να μπορούν να ζήσουν στο σπίτι
τους με ηρεμία που απειλείται όταν στο κάδρο μπει η παροχή των υπηρεσιών.
Οπότε, πράγματι, η άποψη των κατοίκων θα είναι εξ ορισμού και πάντα
απορριπτική. Πέρα όμως από το "δημοψήφισμα", όταν οι κάτοικοι
υπερασπίζονται το δικαίωμά τους όχι αορίστως, αλλά στη βάση μιας ανεφάρμοστης
νομοθεσίας, αυτό που χρειάζεται είναι μεταρρύθμιση.
Όταν ανοίξει η διαδικασία της συζήτησης για την μεταρρύθμιση των
κανόνων, θα πρέπει να ακουστούν και πάλι όλες οι πλευρές. Οι φορείς, οι άμεσα
ενδιαφερόμενοι, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα σωματεία, αλλά και η τοπική
κοινωνία. Το πρόβλημα για το ίδιο το κράτος είναι μην τυχόν και ανοίξει αυτή η
συζήτηση, γιατί μετά οι ισορροπίες είναι πολύ δύσκολες και το πολιτικό κόστος
μπορεί να είναι πολύ μεγάλο. Για μένα, τα εργαλεία διαφάνειας είναι λύση και σε
αυτό: όχι μόνο διαβούλευση (με τον άναρχο τρόπο που γίνεται σήμερα και τις
κραυγές αγραμμάτων), αλλά και διάθεση των υπαρχόντων στοιχείων για την εφαρμογή
του νόμου και τις επιπτώσεις της. Ας ανοίξουμε όλα τα στοιχεία που υπάρχουν
(Δήμοι, αστυνομίες, δικαστήρια, μ.κ.ο.), σωστά κατηγοριοποιημένα, ελεύθερα προσβάσιμα και τα πράγματα θα μπουν στη θέση τους,
σχεδόν από μόνα τους.