Δευτέρα, Φεβρουαρίου 24, 2014

Απέχω από τις εκλογές του ΔΣΑ

Κυρίες και κύριοι υποψήφιοι των εκλογών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, φέτος χάνετε μία ψήφο. Την δική μου. Εκφράζω δημόσια τον αποτροπιασμό μου για την εικόνα που παρουσιάζει, αλλά κυρίως για τα δικαιώματα που παραβιάζει η διαρρύθμιση του πεζοδρομίου της Ακαδημίας στο σημείο από Μαυρομιχάλη έως λίγο μετά την είσοδο του Συλλόγου. Δεν θα μιλήσω για αισθητική, θα μιλήσω για τον ανάπηρο και την ανάπηρη συμπολίτη μας, την μητέρα και τον πατέρα που θέλουν να περάσουν με το καροτσάκι του παιδιού τους, τον/την ηλικιωμένο/η, τον οποιονδήποτε περαστικό που παρεμποδίζεται η ελεύθερη διέλευσή τους από αυτό (δεν θα το χαρακτηρίσω) που έχει στηθεί από την Παρασκευή το βράδυ και συνεχίζεται μέχρι σήμερα στον κοινόχρηστο χώρο. Εάν δεν μπορείτε να συνεννοηθείτε και να το λύσετε αυτό, στο δικό μου αξιακό σύστημα, δεν μπορείτε να λύσετε και τίποτε άλλο. Επομένως, ως δικηγόρος, ως κάτοικος και ως Συμπαραστάτης του Δημότη της Αθήνας, αρνούμαι να πάρω μέρος σε αυτή την διαδικασία. Γιατί κάποτε κι από κάπου πρέπει να γίνει μια αρχή για να αλλάξει κάτι: λίγο, μικρό κι ασήμαντο για εσάς, αλλά μείζον και ουσιαστικό για όλους εμάς τους υπόλοιπους.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2014

Για μια πιο διαφανή τοπική αυτοδιοίκηση

Δεν θεωρώ ότι η δημοσιοποίηση των "πόθεν έσχες" μπορεί να λύσει προβλήματα. Αντιθέτως, πολλές φορές μπορεί να αποπροσανατολίσει την δημόσια συζήτηση, δαιμονοποιώντας τον πλούτο και εισάγοντας διακρίσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την ίδια την επάρκεια ενός πολιτικού προσώπου. Ωστόσο, οι νόμοι που διέπουν την διαφάνεια των οικονομικών των πολιτικών προσώπων αφορούν την ίδια την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Αν οι ίδιοι οι πολιτικοί δεν ανταποκρίνονται στις ρυθμίσεις που θεσπίζουν, απονομιμοποιούν τις ίδιες τους τις αποφάσεις. 

Υπάρχει λοιπόν αρκετή ουσία στην συμβολική υποχρέωση της δημοσιοποίησης των δηλώσεων "πόθεν έσχες". Ιδίως στην πολύπαθη τοπική αυτοδιοίκηση, που τόσο πολύ έχει συκοφαντηθεί - κάποτε άδικα και ατεκμηρίωτα - τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα ενίσχυσης της διαφάνειας. Ένα από αυτά είναι η υποχρέωση των αιρετών να αναρτούν τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης στις ιστοσελίδες των Δήμων τους. Μια υποχρέωση που έχει εκπληρωθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων μεν, αλλά οι πολίτες δεν διαθέτουν μια ενιαία πρόσβαση στην συγκεκριμένη πληροφορία από ένα σημείο (σε αντίθεση λ.χ. με τις διοικητικές πράξεις για τις οποίες υπάρχει η Δι@ύγεια). 

Η πρόσβαση από ένα σημείο, με μηχανή αναζήτησης υλοποιήθηκε από το ελληνικό παράρτημα της μη κυβερνητικής οργάνωσης "Διεθνής Διαφάνεια", η οποία δημιούργησε την ιστοσελίδα "Διαφανής Τοπική Αυτοδιοίκηση" που περιέχει τα "πόθεν έσχες" δημάρχων και αντιδημάρχων των 100 μεγαλύτερων Δήμων. Αρχικά ακούγεται απλώς ως μια συλλογή πληροφοριών που καθένας μπορεί να εντοπίσει με το Google. Η πρόσθετη αξία της ιστοσελίδας είναι ότι οι δηλώσεις έχουν καθαρογραφεί (συχνά είναι σκαναρισμένα χειρόγραφα) και στις περιπτώσεις που δεν εντοπίστηκαν, υπάρχει σχετική ένδειξη. Η  Διεθνής Διαφάνεια αξιοποίησε τις ρυθμίσεις του ν.3448/2006 για την "περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα" σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν.2472/1997 για την "προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων" και αφού ενημέρωσε ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο, δίνοντάς του ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα υποβολής γραπτής αντίρρησης, ετοίμασε την εν λόγω βάση δεδομένων. Σε ένα τρίτο επίπεδο λοιπόν, η πρόσθετη αξία της βάσης δεδομένων είναι οι περιπτώσεις των αιρετών που ενώ έχουν αναρτήσει στις ιστοσελίδες των Δήμων τις δηλώσεις των περιουσιακών καταστάσεών τους, υπέβαλαν ρητή αντίρρηση για την ένταξή τους στην βάση δεδομένων της Διεθνούς Διαφάνειας. 

Aυτή η πρωτοβουλία δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί από ιδιωτικό φορέα (δηλ. από κάθε πολίτη ή σωματείο ή εταιρία) για τα "πόθεν έσχες" των βουλευτών. Εκεί το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι πιο αυστηρό, παρέχοντας αυξημένη προστασία στα προσωπικά δεδομένα των βουλευτών. Κι εκεί κάπου βρίσκεται η μεγάλη αντίφαση: τα μέλη του νομοθετικού σώματος απολαμβάνουν μεγαλύτερης προστασίας της ιδιωτικότητάς τους από τους τοπικούς άρχοντες. Ενώ για λόγους ίσης μεταχείρισης θα μπορούσε να ισχύσει ακόμη και το ακριβώς αντίστροφο.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 04, 2014

Ενιαία Τιμή Βιβλίου

 
Ι. Ο Νόμος της "ενιαίας τιμής βιβλίου"

 
Στο πρώτο άρθρο του Νόμου, στην πρώτη παράγραφο, ορίζεται ότι το Υπουργείο Πολιτισμού συνεργάζεται με το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και κάθε άλλο αρμόδιο όργανο "για την προώθηση και διάδοση του βιβλίου και την ενίσχυση της δραστηριότητας βιβλιοθηκών και άλλων φορέων που προάγουν τους σκοπούς αυτούς." Επίσης διατυπώνει και εφαρμόζει την "γενική πολιτική βιβλίου" σε συνεργασία με τους συναρμόδιους φορείς και "συντονίζει την πολιτική" τους. 


Στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου προβλεπόταν η χρηματική βράβευση λογοτεχνών σε διάφορες κατηγορίες από το Υπουργείο Πολιτισμού. Η παράγραφος αυτή καταργήθηκε  με το άρθρο 50 του ν. 3905/2010 ΦΕΚ Α 219/23.12.2010, νόμος με τον οποίο καθιερώθηκαν, μεταξύ άλλων, τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία και τα κρατικά βραβεία συγγραφικού έργου.


Στην  τρίτη παράγραφο ορίζεται ότι οι εκδότες ή εισαγωγείς βιβλίων (στα οποία περιλαμβάνονται με ρητή διάταξη του νόμου CD-ROM, DVD ROM και e-book που περιλαμβάνει όλο το περιεχόμενο της έντυπης έκδοσης) οφείλουν να καθορίζουν την τιμή διάθεσής τους στο κοινό. Επίσης οφείλουν να καθορίζουν τις "πρόσθετες παροχές" που μπορούν να προσφέρονται στο κοινό και να ενημερώνουν για την τιμή και τις πρόσθετες παροχές "όσους προμηθεύονται αντίτυπα του βιβλίου για διάθεση στο κοινό". Η ρύθμιση ισχύει και για όσα βιβλία εκδοτικού οίκου με έδρα στην Ελλάδα τυπώνονται στο εξωτερικό. Οι εκδότες μπορούν να ανακαθορίζουν την τιμή, ενημερώνοντας τους βιβλιοπώλες και μπορεί είτε να τους αποζημιώσει αν ορίσει χαμηλότερη τιμή ή να δεχθεί την επιστροφή με την αρχική τιμή. 


Στην ίδια παράγραφο ορίζεται ότι απαγορεύεται η διάθεση βιβλίων στο κοινό σε τιμή που υπερβαίνει την τιμή που καθορίστηκε από τον εκδότη ή που είναι μικρότερη του 90% της τιμής αυτής. Απαγορεύεται επίσης η παροχή στο κοινό "πρόσθετων παροχών" που δεν καθορίστηκαν από τον εκδότη, καθώς και η διαφήμισή της. Μια εξαίρεση: εάν το βιβλιοπωλείο ή άλλη επιχείρηση που θα διαθέσει το βιβλίο απέχει πάνω από 50 χλμ. από την έδρα του εκδότη, επιτρέπεται να πουλήσει το βιβλίο έως 5% ακριβότερα. Οι περιορισμοί αυτοί δεν ισχύουν όταν έχει παρέλθει διετία από την τελευταία έκδοση του βιβλίου ή όταν πρόκειται για βιβλία μεταχειρισμένα ή ελαττωματικά. Στην υπέρβαση δεν περιλαμβάνεται και η τυχόν παροχή άλλων υπηρεσιών που συνοδεύουν την πώληση του βιβλίου. Οι περιορισμοί επίσης αφορούν κάθε νέα έκδοση του βιβλίου, νοούμενη ως έκδοση η με κάθε τρόπο εκτύπωση. Στους περιορισμούς δεν περιλαμβάνεται επίσης η διάθεση στον συγγραφέα, το δημόσιο, τα ν.π.δ.δ., τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν κοινωφελείς, επιστημονικούς, πολιτιστικούς σκοπούς, στις επαγγελματικές οργανώσεις εκδοτών, συγγραφέων, βιβλιοπωλών, εφόσον η διάθεση δεν γίνεται με σκοπό την εμπορική εκμετάλλευση. 


Η παραβίαση αυτών των διατάξεων επιφέρει τις συνέπειες του αδικήματος για τον αθέμιτο ανταγωνισμό (άρθρο 1 ν.146/1914), σύμφωνα με ρητή διάταξη του Ν.2557/1997.Ο παραβάτης τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 1 έτους και χρηματική ποινή έως 1 εκ. δρχ., ενώ η ποινική δίωξη ασκείται κατόπιν εγκλήσεως οποιουδήποτε "δικαιούται να αξιώσει την παύση και την παράβαση στο μέλλον της παράβασης". 
 
Σε εφαρμογή αυτού του νόμου εκδόθηκε η υπουργική απόφαση ΓΡΑΜΜΑΤ/Α/Φ33/766/1998 Υπουργών Ανάπτυξης και Πολιτισμού, κατά την οποία η γνωστοποίηση από τον εκδότη της λιανικής τιμής πώλησης του βιβλίου και των τυχόν πρόσθετων παροχών γίνεται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους, κατ' επιλογή του υποχρέου:
α) Τυπώνεται επί του βιβλίου
β) Επικολλάται επί του βιβλίου (bar code)
γ) Aναφέρεται σε σχετικό τιμοκατάλογο που ισχύει για συγκεκριμένη χρονική περίοδο η οποία αναγράφεται σ΄ αυτόν με ευκρίνεια.
Επίσης, η ενιαία τιμή λιανικής πώλησης περιλαμβάνει και τον Φ.Π.Α. Προκειμένου να υπολογιστεί η διετία, λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία έκδοσης ή ανατύπωσης που αναφέρεται στην ταυτότητα του βιβλίου (μήνας και έτος). Αν δεν αναφέρεται ο μήνας, τότε η διετία θεωρείται ότι αρχίζει από την 1/1 του επόμενου έτους από αυτό που αναγράφεται ως έτος έκδοσης.


ΙΙ. Ο σκοπός του νομοθέτη 

Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου του 1997, το παραπάνω σύνολο διατάξεων

"σκοπό έχει την αποτροπή φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού στη διάθεση στο κοινό βιβλίων που εκδίδονται στην Ελλάδα, προβλέπεται ο καθορισμός "ενιαίας" ανώτατης και κατώτατης τιμής πώλησης στο κοινό των βιβλίων που εκδίδονται στην Ελλάδα, η διαδικασία του καθορισμού της τιμής αυτής από τον εκδότη, καθώς και κυρώσεις για την παράβαση του περιορισμού αυτού. Η διάταξη αυτή προστατεύει επιπλέον την ποιότητα της βιβλιοπαραγωγής και τα βιβλιοπωλεία (ιδίως τα περιφερειακά) όχι μόνον ως επιχειρήσεις αλλά και ως εστίες πολιτισμού. Η ενιαία τιμή βιβλίου ισχύει στις συντριπτικά περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων στο Συμβούλιο των Υπουργών Πολιτισμού της Ε.Ε."

Στο Πρακτικό - Έκθεση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής καταγράφηκαν οι απόψεις των κοινοβουλευτικών  επί των θεμάτων του νόμου. Ο κ. Χυτήρης, εισηγητής της πλειοψηφίας και ποιητής, ανέφερε ότι η ρύθμιση είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο "και επομένως, είναι προς όφελος της διάδοσης του ελληνικού βιβλίου και της προβολής του". Η κ. Παπαδημητρίου, εισηγήτρια της μειοψηφίας, είπε ότι το άρθρο 1 κινείται στην σωστή κατεύθυνση, χωρίς να εξειδικεύσει τη θέση της για το συγκεκριμένο θέμα της ενιαίας τιμής βιβλίου. Ο κ. Τασούλας, εκ μέρους του ΚΚΕ δεν κατέθεσε κάποια ειδική αναφορά στο θέμα. Το ίδιο και η κ. Λουλέ του Συνασπισμού, το ίδιο και η κ. Καραγιάννη - Αράπη του ΔΗΚΚΙ. Ο υπουργός Πολιτισμού κ. Βενιζέλος είπε ότι στο πεδίο της πολιτιστικής ανάπτυξης, ο ρόλος του κράτους είναι εξ ορισμού επικουρικός. "Το κράτος δεν έχει μια επίσημη και κατά τρόπο μονοπωλιακό διατυπωμένη ιδεολογική ή αισθητική αντίληψη. Το κράτος έρχεται να βοηθήσει τους φορείς που αναπτύσσουν ελεύθερα και δημιουργικά την πολιτιστική τους δραστηριότητα, είτε αυτές είναι οι τοπικές κοινωνίες και οι Ο.Τ.Α. είτε είναι τοπικοί ή εθνικοί πολιτιστικοί φορείς της κοινωνίας των πολιτών είτε είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι του πολιτισμού, δηλαδή αυτοί που αναπτύσσουν το πολιτιστικό φαινόμενο." Ειδικά την καθιέρωση της ενιαίας τιμής βιβλίου την χαρακτήρισε ως την "πιο σημαντική καινοτομία". 

Στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής καταγράφεται προβληματισμός για το κατά πόσον οι απαγορεύσεις αυτές είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την ελεύθερη κίνηση αγαθών. Η Έκθεση αναφέρεται σε δύο αποφάσεις του (τότε) Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: (α)  στην υπόθεση 229/83 Leclerc. κατά Au bli vert, ύστερα από προδικαστικό ερώτημα του Εφετείου του Poitiers (Γαλλίας) και (β) 254/87 Syndicat des librairies de Normandie κατά L Aigle distribution (European Court Reports 1988, σελ. 4457). Σε αυτές τις δύο υποθέσεις κρίθηκε ότι, καθώς δεν υπήρχε κοινοτική πολιτική ανταγωνισμού στον τομέα του βιβλίου και δεδομένου ότι οι υποθέσεις δεν αφορούσαν την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών από κράτος σε κράτος δεν υπήρχε πρόβλημα με το κοινοτικό δίκαιο. Έτσι, η Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής κατέληγε ότι "από τη συνεκτίμηση των παραπάνω αποφάσεων του ΔΕΚ σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν θίγουν καν το ζήτημα των εισαγομένων στην Ελλάδα βιβλίων, μπορεί κανείς εύλογα να πιθανολογήσει ότι δεν προκύπτει κατ' αρχήν θέμα δυσαρμονίας τούτων προς τις ρυθμίσεις του κοινοτικού δικαίου." Πράγματι: όπως καταγράφεται στην Εισηγητική Έκθεση (8.10.1997), η μορφή του νομοσχεδίου που είχε μπροστά της η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής (9.12.1997) αφορούσε μόνο όποιον "εκδίδει βιβλία στην Ελλάδα" και όχι όποιον  "εκδίδει ή εισάγει βιβλία που τυπώνονται στο εξωτερικό στην Ελληνική γλώσσα". Το "εισάγει κλπ." περιλαμβάνεται για πρώτη φορά στο νομοσχέδιο όπως διαμορφώθηκε από την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, στο Πρακτικό [σελ. 16 ] με το οποίο παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, όπου ψηφίστηκε στις 18.12.1997.Παρ' όλο που από το Πρακτικό δεν φαίνεται η Επιτροπή να ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα της ενιαίας τιμής βιβλίου, παρ' όλ' αυτά αποφάσισε να εισάγει αυτή την εξειδικευμένη ρύθμιση για τους εισαγωγείς που είχε ξεχάσει το Υπουργείο να παρουσιάσει στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε στην Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής. Έτσι, η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής που είχε αμφιβολίες συμβατότητας με το κοινοτικό δίκαιο για την περίπτωση των εισαγόμενων βιβλίων, αξιολόγησε ένα νομοσχέδιο που δεν αφορούσε εισαγωγές στο χρόνο που της υποβλήθηκε, αλλά απέκτησε μετά.

Η Σύσταση 930/1981 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι υπέρ του καθορισμού ενιαίας τιμής βιβλίου, ενώ αναφέρει και ως στόχο την αποτροπή μονοπωλίων στην έκδοση και πώληση των βιβλίων. Η σύσταση αυτή δεν έχει αναφερθεί στα προπαρασκευαστικά κείμενα του νόμου. Έχει καθορίσει όμως την ευρωπαϊκή τάση για εισαγωγή της ενιαίας τιμής βιβλίου, ως νομοθετικού στόχου συνδεόμενου με την προστασία του πολιτισμικού προϊόντος.

ΙΙΙ . Eλληνικά δικαστήρια

Σύμφωνα με σχετική αναφορά στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, "τα δικαστήρια εφάρμοσαν συχνά στην πράξη την νομοθεσία και επέβαλαν κυρώσεις σε περιπτώσεις παράβασης αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η αμφισβήτηση του θεσμού θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει πια λήξει, αφού αφενός σχετική καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετέθη στο αρχείο μετά την αποδοχή των εξηγήσεων της Ελληνικής Κυβέρνησης και αφετέρου σχετική δίκη στο Συμβούλιο Επικρατείας καταργήθηκε ύστερα από παραίτηση των βιβλιοπωλών που είχαν προσφύγει στο δικαστήριο αυτό."

Από την έρευνα των βάσεων νομικών δεδομένων ("ΝΟΜΟS" και "ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ") προκύπτει μία (1) δικαστική απόφαση που αφορά το θέμα της ενιαίας τιμής βιβλίου, αλλά όχι και την παράκαμψη εφαρμογή της σε βιβλιοπωλείο. Πρόκειται για την απόφαση 36393/1999 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα). Επρόκειτο για την διάθεση από εφημερίδα του Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του καθηγητή Γ.Μ. σε τιμή κατώτερη εκείνης που είχε ορισθεί από τον εκδότη και ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου ζήτησε από το Δικαστήριο την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης ώστε να απαγορευθεί στην καθ' ης να προσφεύγει και διαφημίζει το ως άνω βιβλίο καθώς και κάθε βιβλίο σε τιμή κατώτερη της νόμιμα καθορισμένης. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τον ανωτέρω νόμο και την Αιτιολογική Έκθεσή του έκρινε ότι "στην έννοια του τρίτου ο οποίος απαγορεύεται να διαθέτει στο κοινό βιβλία με τιμή κατώτερη από εκείνη που όρισε ο εκδότης των, δεν είναι ο οποιοσδήποτε, αλλά μόνο εκείνος που, με την άνω πράξη του ανταγωνίζεται, αθέμιτα, τα βιβλιοπωλεία, τα οποία κατά κύριο λόγο διαθέτουν βιβλία, χωρίς όμως, αυτή καθεαυτή η πράξη της διαθέσεως να αποτελεί χωρίς έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων του αθέμιτου ανταγωνισμού, πράξη η οποία εμπίπτει στην έννοια αυτού και καθιστά από μόνη της την πράξη της διάθεσης του βιβλίου, σε κατώτερη τιμή, παράνομη. Η περί του αντιθέτου εκδοχή θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα ακόμη και δωρεές τρίτων - ιδιωτών, βιβλίων προς διάφορες ομάδες να θεωρείται πράξη παράνομη, εφόσον και αυτοί θα διέθεταν τα βιβλία όχι μόνο σε τιμή κατώτερη αλλά χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα. " Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι καθώς η εφημερίδα απευθύνεται σε κοινό διαφορετικό από αυτό των βιβλιοπωλείων, δεν υφίστατο θέμα αθέμιτου ανταγωνισμού, αφού αυτού του είδους ο ανταγωνισμός νοείται μόνο μεταξύ επιχειρήσεων που απευθύνονται στο ίδιο καταναλωτικό κοινό. Παρόμοιο ήταν το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης και στην απόφαση 7790/2005 του ίδιου Δικαστηρίου που δεν αφορούσε όμως την ενιαία τιμή βιβλίου αλλά την διάθεση CD ως συνοδευτικά εφημερίδας.

Από πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο προκύπτει ότι έχει υπάρξει καταδίκη αλυσίδας βιβλιοπωλείων το 2010 για παραβίαση της ενιαίας τιμής βιβλίων, καθώς εμφανίστηκαν να προσφέρουν εκπτώσεις της τάξης του 20% σε σχολικά βιβλία. Σύμφωνα με μαρτυρία ιδιοκτήτη βιβλιοπωλείου έχει αθωωθεί όλες τις φορές που δικάστηκε για διάθεση βιβλίων σε τιμή κατώτερη από αυτήν που επιβάλλει ο νόμος (εδώ). Δεν έχω βρει στο Διαδίκτυο τις αποφάσεις επιβολής κυρώσεων για παράβαση του Ν.2557/2007 που αναφέρει το Ε.ΚΕ.ΒΙ., ούτε τις αθωωτικές που αναφέρει ο ανωτέρω ιδιοκτήτης.


ΙV. H θέση της Επιτροπής Ανταγωνισμού

Στην υπ' αρ. 455/V/2009 απόφασή της η Επιτροπή Ανταγωνισμού αναφέρθηκε στην "ανάγκη τροποποίησης του Ν.2557/1997, ώστε να αρθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκαλείται στη σχετική αγορά κατά τρόπο ώστε η τιμή του βιβλίου να τίθεται σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς από τον θέτοντα σε κυκλοφορία τον τίτλο (εισαγωγέα ή χονδρέμπορο)" και "την ανάγκη μεταβολής του ισχύοντος νομικού καθεστώτος (Ν.2557/1997), ώστε αυτό να καταστεί συμβατό με τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις περί προστασίας του ανταγωνισμού". Ειδικότερα η Επ.Αντ. έκρινε ότι ο ορισμός από τον εκδότη της λιανικής τιμής πώλησης των βιβλίων καθώς και των πρόσθετων παροχών "στην πράξη επιφέρει στρέβλωση του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, διότι επιτρέπει τον καθορισμό της τιμής λιανικής πωλήσεως από τον εκδότη των εν Ελλάδι εκδιδομένων ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών βιβλίων, περιορίζοντας ή αποκλείοντας τον ανταγωνισμό εντός της ελληνικής αγοράς. Με τον τρόπο αυτό η διάταξη είναι αντίθετη με αυτή των άρθρων 81 και 86 παρ 1 ΣυνθΕΚ. [νυν άρθρα 101 και 106 ΣΛΕΕ]". Η θέση αυτή παρατίθεται και στην μεταγενέστερη απόφαση της Επ.Αντ υπ' αρ. 527/VI/2011.

V. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην "των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων")

 
Το 1985 ΔΕΚ ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το θέμα της ενιαίας τιμής βιβλίου  στην υπόθεση 229/83 και την απόφαση που εκδόθηκε σχετικά. Έκρινε ότι "στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου" οι ρυθμίσεις του Γαλλικού νόμου που αφορούσαν την ενιαία τιμή βιβλίου δεν απαγορεύονται από το κοινοτικό δίκαιο, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων για τα μέτρα αποτελέσματος ισοδύναμου με ποσοτικό περιορισμό που απαγορεύονταν από το άρθρο 30 της ΣυνθΕΟΚ.  Στην απόφαση της 10.7.1986 (C-95/84), το ΔΕΚ νομολόγησε ότι οι περιορισμοί, ως μέτρα αποτελέσματος ισοδύναμου με ποσοτικό περιορισμό, δεν επιτρέπονται για τους εισαγωγείς, ενώ προσέθεσε ότι "δεν μπορεί να γίνει επίκληση, προς δικαιολογία τέτοιων μέτρων, ούτε του άρθρου 36 της Συνθήκης ΕΟΚ ούτε των επιτακτικών αναγκών της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών ή της προστασίας της δημιουργίας και της μορφωτικής πολυφωνίας στον τομέα του βιβλίου.Το ΔΕΚ επανέλαβε αυτό το σκεπτικό στις αποφάσεις της 23.10.1986 (C-355/85) και της 25.2.1987 (C-168/86). 

Aυτή η νομολογία (επιτρεπόμενη ενιαία τιμή στο εσωτερικό, μεγαλύτερη ελευθερία στους εισαγωγείς) δεν έχει ανατραπεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, σταδιακά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απομακρύνεται από το σκεπτικό ότι πρέπει να προστατεύονται οι περιορισμοί χάριν της ενίσχυσης ενός πολιτιστικού αγαθού. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση της 30.4.2009 (C-531/07) που αφορούσε εισαγωγέα γερμανικών βιβλίων στην Αυστρία, όπου διαφήμιζε ότι τα πουλάει φθηνότερα από την γερμανική τιμή. Βασικό ερώτημα, αν η "ιδιαίτερη φύση" του βιβλίου επιτρέπει παρεκκλίσεις από τον ελεύθερο ανταγωνισμό ως προς την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών από το ένα κράτος μέλος (Γερμανία) προς το άλλο κράτος μέλος (Αυστρία). Το Δικαστήριο απορρίπτει αυτό τον "εξαιρετισμό", με το εξής απόσπασμα της απόφασης:

"31   Η Αυστριακή Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι, ελλείψει αυτού του συστήματος επιβολής κατώτατης τιμής για τα εισαγόμενα γερμανόγλωσσα βιβλία, οι τιμές των βιβλίων που προορίζονται για το ευρύ κοινό θα μειώνονταν, με συνέπεια τον περιορισμό του περιθωρίου κέρδους που πραγματοποιείται από την πώληση βιβλίων αυτού του είδους. Ο περιορισμός αυτός θα σήμαινε, αφενός, ότι δεν θα μπορούσε πλέον να χρηματοδοτηθεί η παραγωγή και η εμπορία βιβλίων που έχουν πιο απαιτητικό περιεχόμενο αλλά είναι λιγότερο ελκυστικά από απόψεως εμπορικής εκμεταλλεύσεως και, αφετέρου, ότι τα μικρά βιβλιοπωλεία τα οποία προτείνουν συνήθως στο κοινό ένα ευρύτατο φάσμα τέτοιων βιβλίων θα εκτοπίζονταν από την αγορά από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία που πωλούν προπάντων εμπορικά προϊόντα. Επιπλέον, η Αυστριακή Κυβέρνηση τονίζει ότι, σε μια αγορά όπως η αυστριακή, η οποία χαρακτηρίζεται από τον πολύ μικρό αριθμό βιβλιοπωλείων και από τον σημαντικό αριθμό εισαγωγών από τη Γερμανία, το ισχύον σύστημα συνιστά μέτρο ανάλογο προς αυτούς τους επιτακτικούς σκοπούς γενικού συμφέροντος.
32      Συναφώς, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι οι σκοποί στους οποίους αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο, όπως η προστασία του βιβλίου ως πολιτιστικού αγαθού, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογητικό λόγο για μέτρα περιορισμού των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα απόφαση Association des Centres distributeurs Leclerc και Thouars Distribution, σκέψη 30). Πράγματι, η προστασία, γενικώς, της πολιτιστικής πολυμορφίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην «προστασία των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία» κατά την έννοια του άρθρου 30 ΕΚ.
33      Επιπλέον, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του άρθρου 151 ΕΚ, το οποίο προβλέπει ρητώς ότι η Κοινότητα αναπτύσσει δράση στον τομέα του πολιτισμού, ως διατάξεως του κοινοτικού δικαίου παρέχουσας δικαιολογητικό λόγο για κάθε σχετικό με τον εν λόγω τομέα μέτρο που δύναται να παρακωλύσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο.
34      Αντιθέτως, η προστασία του βιβλίου ως πολιτιστικού αγαθού μπορεί να θεωρηθεί ως επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος δυνάμενος να δικαιολογήσει μέτρα περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά είναι κατάλληλα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την υλοποίησή του.
35      Συναφώς, όπως επισήμαναν τόσο η Επιτροπή όσο και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, ο σκοπός της προστασίας του βιβλίου ως πολιτιστικού αγαθού μπορεί να επιτευχθεί και με λιγότερο περιοριστικά για τον εισαγωγέα μέτρα, τα οποία να παρέχουν, παραδείγματος χάρη, είτε σε αυτόν είτε στον αλλοδαπό εκδότη τη δυνατότητα να καθορίζει την τιμή πωλήσεως στην αυστριακή αγορά λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
36      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία απαγορεύει στους εισαγωγείς γερμανόγλωσσων βιβλίων να καθορίζουν τιμή χαμηλότερη από την τιμή πωλήσεως στο κοινό την οποία καθορίζει ή συστήνει ο εκδότης στο κράτος εκδόσεως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε βάσει των άρθρων 30 ΕΚ και 151 ΕΚ ούτε από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος."

VΙ. Η σύσταση του ΟΟΣΑ για κατάργηση της ενιαίας τιμής βιβλίου

Η έκθεση του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη με τίτλο "Aξιολογήσεις Ανταγωνιστικότητας - Ελλάδα" που συντάχθηκε με την υποστήριξη της Ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, αφιερώνει τις σελίδες 119-125 στην αγορά του βιβλίου. 

Το κεφάλαιο 2.8.1. έχει τίτλο "Περιγραφή της αγοράς βιβλίου" και αναφέρει ότι η παραγωγή βιβλίων στην Ελλάδα ξεπέρασε τους 10.000 νέους τίτλους για πρώτη φορά το 2006, ενώ από το 2008 είχε μειωθεί σοβαρά, μέχρι τους 8.333 νέους τίτλους του 2011. Μειωτική τάση παρουσιάστηκε και στους εκδότες, οι οποίοι ήταν 1000 το 2006, ενώ μόνο 927 εκδοτικοί οίκοι ήταν ενεργοί το 2011. Η Ελληνική εκδοτική βιομηχανία είναι μάλλον συγκεντρωτική, με το 18% των εκδοτών να παράγουν το 77% των τίτλων. Τρεις εκδοτικοί οίκοι παράγουν πάνω από 200 τίτλους σε όλες τις κατηγορίες, δηλαδή το 8,8% της συνολικής βιβλιοπαραγωγής. Το 82% των εκδοτικών οίκων βρίσκεται στην Αθήνα, το 11% στην Θεσσαλονίκη και μόλις ένα 7% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στο λιανεμπόριο υπάρχουν περίπου 1.500 βιβλιοπωλεία διαφόρων μεγεθών και περισσότερα από 3.500 σημεία πώλησης, συμπεριλαμβανομένων των πρακτορείων Τύπου και των υπεραγορών. Το 90% των βιβλιοπωλείων είναι μικρά μεικτά καταστήματα. Η πτώση της κατανάλωσης μετά το 2008 είχε αρνητική επίπτωση τόσο στα μικρά ανεξάρτητα καταστήματα όσο και στις μεγάλες αλυσίδες βιβλιεμπορίου. Ο τζίρος των εκδοτών ήταν 151 εκ. ευρώ το 2008 και στη συνέχεια ακολούθησε η σταδιακή πτώση του.  Ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει ότι η παραγωγή και ανάγνωση των βιβλίων έχουν την φύση δημόσιου αγαθού. Η δημιουργία και η κυκλοφορία νέων βιβλίων παράγει ιδέες και αξίες που διαχέονται στην κοινωνία και σε κάποιες περιπτώσεις σε όλο τον κόσμο. Η παραγωγή και χρήση βιβλίων βοηθά στην δημιουργία αξιών της εθνικής ταυτότητας, της κοινωνικής συνοχής και επιβοηθά την ανάπτυξη της κριτικής και του εμπειρισμού. Αυτή η μοναδική πολιτισμική αξία του βιβλίου, ενδεχομένως, καλεί για ειδική μεταχείρισή του εκ μέρους της κρατικής ρύθμισης, κατά τον ΟΟΣΑ.

Υπό τον τίτλο 2.8.2., "Κανονιστικοί περιορισμοί που εντοπίζονται στην Ελληνική βιβλιαγορά", ο ΟΟΣΑ αναφέρεται στον Ν.2557/1997. Κατά τον ΟΟΣΑ, ο νόμος αυτός αναθέτει στους Έλληνες εκδότες τον ρόλο του καθορισμού της αγοράς και αφήνει πολύ μικρό πεδίο ευχέρειας στον καθορισμό τιμών από τους εμπόρους. Οι εκδότες καθορίζουν ολικά τις τιμές, σύμφωνα με τις διατάξεις που εκτέθηκαν παραπάνω, ενώ με τον Ν.3906/2010 οι ρυθμίσεις επεκτάθηκαν και στα e-books. Ο καθορισμός της τιμής βιβλίων είναι γενικευμένη πρακτική στην ΕΕ και περιλαμβάνει χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία και η Δανία. Τυπικά δύο είναι οι τύποι των ρυθμιστικών σχημάτων: ο νομοθετικός καθορισμός τιμών βιβλίου και η επιβολή ενιαίων τιμών μέσω εμπορικών συμφωνιών. Χώρες που δεν έχουν ρύθμιση στις τιμές των βιβλίων είναι οι ΗΠΑ, το Η.Β., η Σουηδία και η Φινλανδία. 

Υπό τον τίτλο 2.8.3. "Σκοπός της νομοθεσίας", ο ΟΟΣΑ αναγνωρίζει τρεις σκοπούς για την ενιαία τιμή βιβλίου: α) την προώθηση της παραγωγής ποικιλίας κατηγοριών, β) την ύπαρξη πολλών βιβλιοπωλείων και γ) την προώθηση της ανάγνωσης στην κοινωνία. Η ενιαία τιμή επιτρέπει στους εκδότες να εκδίδουν έργα για μικρότερες αγορές ή για ειδικότερους αναγνώστες που δεν επαρκούν για να καταστήσουν ένα τέτοιο βιβλίο εμπορικώς βιώσιμο. Με την έλλειψη ενιαίας τιμής βιβλίου, οι συγγραφείς που απευθύνονται σε ένα μικρότερο κοινό θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εξεύρεση εκδότη που θα αναλάβει τον οικονομικό κίνδυνο που συνεπάγεται ένα εν δυνάμει μικρό αναγνωστικό κοινό. Οι εκδότες χωρίς ενιαία τιμή θα πιέζονται από τον έντονο ανταγωνισμό να εκδίδουν μόνο έργα που αφορούν τις πλατιές μάζες. Εξάλλου, η ενιαία τιμή βοηθά τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία να διαθέτουν βιβλία ακόμη και σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου τα έξοδα μεταφοράς είναι υψηλά και η αναγνωσιμότητα μειωμένη, χωρίς τον κίνδυνο των υπεραγορών ή μεγάλων αλυσίδων λιανικής. 

Υπό τον τίτλο 2.8.4. "Βλάβη στον ανταγωνισμό από τους εντοπισμένους περιορισμούς", ο ΟΟΣΑ συμπεραίνει ότι τελικά δίνοντας στους εκδότες τον πλήρη έλεγχο της αγοράς λιανικής, η ενιαία τιμή βιβλίου επιτρέπει σε εκδότες και βιβλιοπώλες την στρατηγική χρήση της μονοπωλιακής ισχύος τους, ορίζοντας υψηλές τιμές και απολαμβάνοντας αυξημένα έσοδα από τα ευπώλητα, αντισταθμίζοντας τις ζημιές από τα λιγότερο εμπορικά βιβλία. Αυτός ο αντισταθμιστικός μηχανισμός όμως επιφέρει ορισμένες παράπλευρες συνέπειες για την λειτουργία της αγοράς, τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και στο επίπεδο της λιανικής πώλησης. 

Συγκεκριμένα, κατά τον ΟΟΣΑ, δεν  διασφαλίζεται ότι οι εκδότες όντως θα επενδύσουν τα έσοδά τους από τα ευπώλητα σε μη εμπορικά βιβλία. Το ίδιο ισχύει και για τους βιβλιοπώλες: τίποτε δεν τους επιβάλλει να επενδύσουν τα έσοδά τους από τα ευπώλητα στην διάθεση μη εμπορικών βιβλίων.Η ενιαία τιμή βιβλίου δεν περιλαμβάνει και κάποιον μηχανισμό δέσμευσης για τους εκδότες ή τους βιβλιοπώλες ότι τα έσοδα τους θα επανεπενδύονται για την εξυπηρέτηση των πολιτιστικών σκοπών του νομοθέτη.

Έπειτα ο ΟΟΣΑ συμπεραίνει ότι ο καθορισμός της λιανικής τιμής και του περιθωρίου ανταγωνισμού από τους εκδότες συνιστά στρέβλωση, καθώς οι στρατηγικές δυνατότητες των βιβλιωπωλών εξαρτώνται καθοριστικά από τις αποφάσεις των εκδοτών. Για παράδειγμα, οι εκδότες μπορούν να χρησιμοποιήσουν το περιθώριο έκπτωσης ως μέσο για την επαύξηση των πωλήσεων συγκεκριμένων τίτλων βιβλίων, δίνοντας κίνητρα σε βιβλιοπώλες να προωθήσουν συγκεκριμένους τίτλους στους καταναλωτές.

Επιπλέον, ο καθορισμός της ενιαίας τιμής βιβλίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί στρατηγικά από τους εκδότες  ώστε οι τιμές συγκεκριμένου βιβλίου να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο. Με την επανεκτύπωση και με μικρές αλλαγές στην επανέκδοση μπορεί τεχνητά να επεκταθεί το χρονικό διάστημα της νομικής προστασίας της υψηλής τιμής.

Οι σημαντικές δαπάνες του θεωρητικά επιτρεπόμενου επανακαθορισμού της τιμής κατά το χρόνο της διετίας (αλλαγές στους τιμοκαταλόγους, καταβολή διαφοράς ή επιστροφής με βάση την αρχική τιμή) είναι ανάχωμα στην δυνατότητα αυτή. Αυτή η σταθερότητα της τιμής κρίνεται από τον ΟΟΣΑ σοβαρά βλαπτική για την οικονομική λειτουργικότητα σε περιπτώσεις στις οποίες η ζήτηση μειώνεται: υψηλές τιμές και λίγες πωλήσεις. Aυτό μπορεί να ισχύει ιδίως στην Ελληνική βιβλιαγορά τώρα, όπου η συρρίκνωση του διατιθέμενου εισοδήματος έχει μειώσει την ζήτηση, αλλά οι τιμές της λιανικής δεν έχουν μειωθεί ανταγωνιστικά. Η έκθεση συνοδεύει την εκτίμηση ένα γράφημα του Ε.ΚΕ.ΒΙ.: ενώ οι πωλήσεις έχουν πέσει από το 2008, οι τιμές φαίνεται να παραμένουν σε σταθερά επίπεδα, δηλαδή η ενιαία τιμή είχε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα: λιγότεροι μπορούν να αγοράσουν βιβλία.

Η ενιαία τιμή, κατά την έκθεση του ΟΟΣΑ περιορίζει τις στρατηγικές πωλήσεων των βιβλιοπωλών και κατ' αποτέλεσμα μειώνει τα πιθανά κέρδη τους, καθώς δεν τους επιτρέπει να αναπτύξουν ένα σύστημα προσαρμογής των τιμών που θα ταιριάζει καλύτερα στο συνδυασμό προϊόντων και υπηρεσιών στην περιοχή τους, στην εκάστοτε σαιζόν και στον τύπο πελάτη που εξυπηρετούν. Η απαγόρευση διαφοροποίησης στην τιμή στρεβλώνει ουσιωδώς την δυνατότητα των βιβλιοπωλών να προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες με υγιή ανταγωνισμό, κατά την έκθεση του ΟΟΣΑ. Με την νομοθεσία αυτή οι βιβλιοπώλες δεν μπορούν να προσφέρουν εκπτώσεις σε μη δημοφιλή βιβλία με αποτέλεσμα να μην έχουν δυνατότητα ρευστότητας αποθέματος, αυξάνοντας τις δαπάνες τους για την διαχείριση του συνολικού αποθέματός τους. Η νομοθετική ρύθμιση της ενιαίας τιμής βιβλίου λειτουργεί ως εμπόδιο στην πλήρη εφαρμογή τεχνολογικών εξελίξεων όπως τα e-book, η εκτύπωση κατ' αίτηση και η δημιουργία καναλιών πώλησης από το Διαδίκτυο.

Η έκθεση του ΟΟΣΑ χρησιμοποιεί ως εμπειρικό παράδειγμα την κατάργηση της ενιαίας τιμής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με μια έκθεση του Γραφείου Θεμιτού Εμπορίου παρατηρούνται δύο αντίρροπα αποτελέσματα από την κατάργηση. Από τη μία πλευρά η κατάργηση επέτρεψε την αύξηση της παραγωγής με την ανακατανομή των μεριδίων αγοράς από τις εταιρίες χαμηλής παραγωγικότητας (ανεξάρτητοι βιβλιοπώλες) στις εταιρίες μεγαλύτερης παραγωγής (μεγάλα βιβλιοπωλεία) και στους νεοεισερχόμενους (υπεραγορές και διαδικτυακά καταστήματα). Από την άλλη πλευρά δεν υπήρξε μακροπρόθεσμη αύξηση στην παραγωγικότητα των υπαρχόντων λιανεμπόρων. Η βρετανική εμπειρία έδειξε ότι την πρόκληση των νεοεισερχόμενων δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν ούτε οι ανεξάρτητοι βιβλιοπώλες, ούτε οι μεγάλες αλυσίδες όπως το Waterstone's.  Τα χρόνια μετά την κατάργηση, οι μεγαλύτεροι βιβλιέμποροι παρουσίασαν εντυπωσιακές βελτιώσεις στην παραγωγικότητά τους, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να πέφτουν καθώς ανέβαιναν οι νεοεισερχόμενοι. Γενικά το Γραφείο Θεμιτού Εμπορίου εκτιμά ότι τα θετικά αποτελέσματα στην παραγωγικότητα έρχονται μακροπρόθεσμα, εν μέρει λόγω του συνεχώς αυξανόμενου ανταγωνισμού και εν μέρει καθώς οι υπάρχοντες σταδιακά αυξάνουν την παραγωγικότητά τους. Η έκθεση του ΟΟΣΑ παραπέμπει και στον F.Fishwick ("Book retailing in the UK since the abandonment of fixed prices") που αξιολόγησε το λιανεμπόριο του βιβλίου στο Η.Β. μετά την κατάργηση. Από τα στοιχεία του προκύπτει ότι οφελούνται το κυρίαρχο διαδικτυακό βιβλιοπωλείο (Amazon) και τα σούπερ μάρκετ εις βάρος των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων και των ειδικών βιβλιοπωλείων. Από την πλευρά των εκδοτών, τεκμηριώνει ότι οι Βρετανοί εκδότες κέρδισαν από την αύξηση της συνολικής αγοράς, αλλά το ενδιαφέρον τους για τίτλους που αφορούν μικρότερο ακροατήριο έχει μειωθεί. Μετά την κατάργηση, όλοι οι εκδότες αντιμετώπισαν μια συγκεντρωμένη αγορά λιανικής με μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη και, τουλάχιστον για κάποιους, αυτό είχε ως αποτέλεσμα μικρότερα έσοδα. Από την πλευρά των αναγνωστών, ο Fishwick ισχυρίζεται ότι μετά την κατάργηση όσοι αγοράζουν ευπώλητα πληρώνουν λιγότερα, αλλά οι αναγνώστες των πιο ειδικών τίτλων σίγουρα πληρώνουν περισσότερα.

Υπό τον τίτλο "2.8.5. Συστάσεις και οφέλη", η έκθεση του ΟΟΣΑ συνιστά την κατάργηση κάθε περιορισμού στην τιμή του βιβλίου. Το κόστος εκτύπωσης και διανομής ενός τίτλου βιβλίου έχει ουσιωδώς μειωθεί μέσα στις τελευταίες δύο δεκαετίες, πράγμα που σημαίνει ότι είναι εντελώς διαφορετικό το χάσμα ανάμεσα στα έξοδα επένδυσης και στον επιχειρηματικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι εκδότες. Η ποικιλία των νέων τίτλων δεν φαίνεται ότι θα επηρεαστεί ουσιωδώς. Η χαλάρωση των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που οφείλονται στην ενιαία τιμή θα ενισχύσει την καινοτομία και να διευκολύνει την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα στον τομέα, καθώς οι εκδότες θα πιεστούν από τον ανταγωνισμό να καταφύγουν στις νέες τεχνολογίες και σε πιο αποτελεσματικές διαδικασίες. Στο λιανεμπόριο η κατάργηση θα επιβάλει στα παλιά, μικρότερα και ανεπαρκή βιβλιοπωλεία να γίνουν πιο αποτελεσματικά για να παραμείνουν στην αγορά, ωφελώντας τους αναγνώστες με την ενισχυμένη προσφορά. Θα διαδοθεί ένα νέο πρότυπο επιχείρησης που βασίζεται σε καινοτόμα νέα κανάλια λιανεμπορίου όπως το Διαδίκτυο, επιτρέποντας την πρόσβαση σε νέους τίτλους από οπουδήποτε στην Ελλάδα. Επιπλέον, η ανάπτυξη άλλων καναλιών διανομής όπως τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και άλλα σημεία πώλησης μεταβάλουν την δομή της αγοράς. Η έκθεση καταλήγει ότι η ενιαία τιμή βιβλίου είναι ξεπερασμένη και όλο πιο δύσκολο να επιβληθεί, ενώ σημειώνεται ότι η μεταβολή στα κανάλια διανομής δεν θα έχει επιπτώσεις στην παραγωγή βιβλίων, κατά τον ίδιο τρόπο  που δεν υπάρχουν πολλά δισκάδικα, αλλά ο κόσμος συνεχίζει να γράφει, να ηχογραφεί και να ακούει μουσική. Αναμένεται ότι η κατάργηση θα ενισχύσει την ζήτηση των βιβλίων και κατ' αποτέλεσμα θα ενισχύσει την ανάγνωση στην Ελλάδα. Τέλος, η έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι από όλα τα πολιτισμικά αγαθά (βιβλία, μουσική, πίνακες, γλυπτά) η ενιαία τιμή ισχύει μόνο για τα βιβλία.


VIΙ. O νόμος για την κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων
 
Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.3919/2011(ΦΕΚ Α' 32/2.3.2011) ορίζεται ότι για την πρόσβαση σε επαγγέλματα και την άσκησή τους ισχύει η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούν στην πρόσβαση και στην άσκηση επαγγελμάτων επιβάλλεται να ερμηνεύονται σε αρμονία προς την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. Διατάξεις νόμων, κανονιστικές πράξεις και ερμηνευτικές εγκύκλιοι που αντιβαίνουν στα προβλεπόμενα στα άρθρα 2 και 3 του νόμου εξαιρούνται. Κατά την παρ. 3, οι διατάξεις του κεφαλαίου Α του νόμου αυτού έχουν εφαρμογή στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων και κάθε μη μισθωτής οικονομικής δραστηριότητας που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής. Κατά την παρ. 4, οι διατάξεις του κεφαλαίου Α δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν είναι αντίθετες με διάταξη του ενωσιακού δικαίου που ρυθμίζει τις ειδικές πτυχές της πρόσβασης και της άσκησης δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών σε ειδικούς τομείς ή ειδικά επαγγέλματα και β) στις "υπηρεσίες γενικού συμφέροντος" και "γενικού οικονομικού συμφέροντος". Οι υπηρεσίες γενικού συμφέροντος περιλαμβάνουν τις εμπορεύσιμες υπηρεσίες και τις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες που συνεπάγονται ορισμένες υποχρεώσεις παροχής δημόσιων υπηρεσιών λόγω κυρίως του γενικού συμφέροντος που εξυπηρετούν. Οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος αποτελούν μια υποκατηγορία και περιλαμβάνουν ουσιαστικά εμπορεύσιμες υπηρεσίες. Οι υπηρεσίες αυτές υπόκεινται σε υποχρεώσεις γενικού συμφέροντος και υπό αυτή την έννοια μπορούν να παρεκκλίνουν από μερικούς ευρωπαϊκούς κανόνες, ιδίως σε θέματα ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, πρόκειται για υπηρεσίες στον τομέα της ενέργειας, των μεταφορών ή των τηλεπικοινωνιών. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4152/2013 που εισήγαγε αυτή τη διάταξη: "η τεκμηρίωση των ανωτέρω έχει προκύψει έπειτα από επιστημονική έρευνα νομικής και επιστημονικής φύσης από την Επιτροπή Ανταγωνισμού".
 
Με το άρθρο 2 του ορίζεται ότι οι προβλεπόμενοι στην ισχύουσα νομοθεσία περιορισμοί που αφορούν στην πρόσβαση επαγγελμάτων (πέρα από όσα αναφέρονται στο κεφάλαιο Β' του νόμου) καταργούνται μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την δημοσίευση του νόμου αυτού. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ως τέτοιοι περιορισμοί νοούνται: [...]

"θ) Η επιβολή υποχρεωτικών κατώτατων τιμών ή αμοιβών για τη διάθεση αγαθών ή την προσφορά υπηρεσιών είτε αυτές ορίζονται ευθέως είτε προσδιορίζονται εμμέσως με την εφαρμογή συντελεστή κέρδους ή με άλλο ποσοστιαίο περιορισμό".

Σύμφωνα με την 4η παράγραφο του ίδιου άρθρου,  με προεδρικό διάταγμα κατόπιν πρότασης του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, είναι δυνατή η θέσπιση παρεκκλίσεως σε σχέση προς ορισμένο επάγγελμα από τις ανωτέρω καταργήσεις αδικαιολόγητων περιορισμών, εάν ι. με τον περιορισμό επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος και ιι. ο περιορισμός είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την εξυπηρέτησή του και από απόψεως εντάσεως και επεμβάσεως στη σφαίρα της οικονομικής ελευθερίας τελεί σε εύλογη αναλογία προς τη σπουδαιότητα του επιδιωκόμενου να εξυπηρετηθεί επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος και ιιι. ο περιορισμός αυτός δεν εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή όσον αφορά τις επιχειρήσεις ανάλογα με την έδρα τους.

Από την έρευνα στις βάσεις νομικών δεδομένων δεν προκύπτει η ύπαρξη τέτοιου προεδρικού διατάγματος που επιτρέπει την διατήρηση των περιορισμών για την κατώτατη τιμή έκπτωσης στα βιβλιοπωλεία. Υπάρχει μια γνωμοδότηση του καθηγητή κ. Χρυσόγονου για την διατήρηση των περιορισμών στην άσκηση του επαγγέλματος του εφημεριδοπώλη, για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΔιΜΕΕ 2011/308).

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3 (β) του Ν.3919/2011 ("Τελικές διατάξεις - εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του νόμου"),

κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του παρόντος νόμου καταργείται".

Με τον Ν.4152/2013, ΦΕΚ Α 107/9.5.2013 προστέθηκε μια τέταρτη παράγραφος στο άρθρο αυτό. κατά την οποία

"Εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής τα αρμόδια υπουργεία υποχρεούνται να κωδικοποιήσουν σε νόμο τις διατάξεις νόμων, κανονιστικές πράξεις και ερμηνευτικές εγκυκλίους αρμοδιότητάς τους που έχουν καταργηθεί δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και των άρθρων 2 και 3."

Κατά την γνωμοδότηση 145/2012 του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, έχουν καταργηθεί όλοι οι περιορισμοί που αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του Ν.3919/2011 "με αποτέλεσμα κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω κατάργηση κατά την διαδικασία πρόσβασης και άσκησης των επαγγελμάτων που απελευθερώνονται".

Συνεπώς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, εάν όντως δεν έχει εκδοθεί το παραπάνω προεδρικό διάταγμα ή άλλη νομική διάταξη που εξαιρεί την εφαρμογή του Ν.3919/2011 από το βιβλιεμπόριο ότι η επιβολή κατώτατων τιμών σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν.2557/1997 ως προς την πώληση των βιβλίων και η επιβολή κατώτατης έκπτωσης μέχρι ποσοστού 10% για τα πρώτα δύο χρόνια κυκλοφορίας κάθε έκδοσης αποτελεί διάταξη  αντίθετη στο άρθρο 2 περ. θ. του Ν.3919/2011 και, ως εκ τούτου, καταργηθείσα από το έτος 2011. Εάν ευσταθεί αυτή η προσέγγιση, η τυχόν νομοθετική κατάργηση της ενιαίας τιμής βιβλίου θα έχει μόνο κωδικοποιητική λειτουργία, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 4 του Ν.3919/2011.


 

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...