Οι ένστολοι είναι ο σκληρός πυρήνας του κρατικού μηχανισμού. Είναι τα όργανα μέσω των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία επιβάλλει τις επιλογές της και τις αποφάσεις της. Αυτή η ιδιότητά τους όμως δεν τους αποστερεί βέβαια από ορισμένες θεμελιώδεις ατομικές επιλογές τους. Ακόμη και στο σκληρό πυρήνα του οργάνου του κρατικού μηχανισμού, υπάρχει η ελευθερία της βούλησης και του ατομικού αυτοκαθορισμού. Ακόμη και στα εξωτερικά χαρακτηριστικά που πρέπει να διέπονται από την αυστηρή ομοιομορφία της πειθαρχίας που σωματοποιείται με την στολή, υπάρχει το δικαίωμα της επιλογής. Οι γυναίκες αστυνομικοί μόλις το 1990 επετράπη να φορούν παντελόνια. Μέχρι τότε, ίσως να ακουγόταν αδιανόητο. Όμως αρκετά χρόνια πριν θα ακουγόταν αδιανόητο η γυναίκα να είναι και αστυνομικός.
Στις 10.5.2019 εκπροσώπησα στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έναν αστυνομικό. Το πρόβλημά του ήταν, τυπικά, ένα πρόστιμο 30 ευρώ. Η ουσία του θέματος όμως ήταν άλλη. Ο εν λόγω αστυνομικός είχε ζητήσει να του επιτραπεί να εμφανιστεί στην υπηρεσία του με περιποιημένο γένι, υποστηρίζοντας το αίτημά του βάσει του συνταγματικού δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Το αίτημά του απορρίφθηκε με βάση τον Κανονισμό. Ο ίδιος όμως πήγε στην υπηρεσία και στην συνέχεια του επιβλήθηκε το πρόστιμο. Προσέβαλε με ιεραρχική προσφυγή το πρόστιμο, φτάνοντας μέχρι τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Αττικής, ο οποίος όμως απέρριψε την προσφυγή του. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την δικαστική οδό και την υποβολη αίτησης ακύρωσης στο Διοικητικό Εφετείο. Προσφύγαμε το 2017 και μετά από δύο αναβολές "οίκοθεν", από το ίδιο το δικαστήριο, η υπόθεση εκδικάστηκε πριν από πέντε ολόκληρους μήνες, χωρίς, δυστυχώς, να έχει ακόμη εκδοθεί η δικαστική απόφαση. Η δικαστική απόφαση θα είναι τελική, καθώς δεν μπορεί να προσβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας, λόγω του ότι πρόκειται για "ακυρωτική" διαφορά.
Η επίμαχη διάταξη είναι το άρθρο 64 παρ. 4 περ. θ' της Απόφασης του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ αρ. 7012/6/103, Στολή αστυνομικού προσωπικού (ΦΕΚ Β' 1426/167.2009), η οποία ορίζει ότι:
“οι αστυνομικοί που φέρουν στολή και έχουν διαταχθεί ή όχι σε υπηρεσία απαγορεύεται να τρέφουν υπερβολική ή ατημέλητη κόμη, μύστακα ή παραγναθίδες, καθώς και υπογένειο (μούσι) οι άνδρες και υπερβολική ή απεριποίητη κόμη και μη διακριτικό καλλωπισμό (μακιγιάζ) οι γυναίκες”.
Η ανωτέρω διάταξη της Απόφασης του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. υπερβαίνει την νομοθετική εξουσιοδότηση που του δόθηκε για τον “τύπο της στολής του αστυνομικού”, δυνάμει του άρθρου 34 παρ. 1 του Ν.1481/1984 και της ανωτέρω μεταβίβασης αρμοδιότητας από τον Υπουργό. Διότι τα φυσικά χαρακτηριστικά του προσώπου, ανάμεσα στα οποία είναι η τριχοφυία, συνιστούν στοιχεία του ανθρώπινου σώματος, δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και όχι μέρος της αστυνομικής στολής, η οποία αποτελεί σύνολο ενδυμάτων, υποδυμάτων, πηλικίου και εν γένει τεχνητώς κατασκευασμένου υλικού που οφείλει να φέρει ο αστυνομικός υπάλληλος. Δεν είναι μέρος της στολής τα χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία καθένας έχει συνταγματικό δικαίωμα να διαμορφώνει όπως επιθυμεί, εφόσον, κατά το Σύνταγμα, δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη. Τέτοια προσβολή δεν υφίσταται όταν ένας αστυνομικός τρέφει υπογένειο, αφού αυτό αποτελεί ένα στοιχείο του άρρενος φύλου, το οποίο από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελεί αντικείμενο καλλωπισμού, ομορφιάς και απεικόνισης στην τέχνη, ιδίως στην ελληνική τέχνη της Κλασικής εποχής και αποτελεί διαχρονικό πρότυπο ανδρικής ομορφιάς, αρρενωπότητας και περηφάνειας. Η αυθαίρετη επιβολή της ανωτέρω απόφασης του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. με την οποία κρίθηκε ως μέρος της “στολής” η απαγόρευση του υπογενείου στους άνδρες εισάγει μια απαγόρευση που παρεμποδίζει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των αστυνομικών, καθώς δεν ρυθμίζει όντως την “στολή” τους, αλλά παρεμβαίνει στην ανάπτυξη σωματικών χαρακτηριστικών του φύλου τους κι επομένως είναι αντίθετη στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την καθολική απαγόρευση ύπαρξης τατουάζ (δερματοστιξίας) σε υποψήφιους ειδικούς φρουρούς της ΕΛ.ΑΣ. Σύμφωνα με τις αποφάσεις 780/2014, 781/2014 και 783/2014, το Γ' Τμήμα του Σ.τ.Ε., έκρινε “Επειδή η εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999, ερμηνευόμενη εν όψει των διατάξεων των άρθρων 2 παράγραφος 1, 5 παράγραφος 1, 25 παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο, 29 παράγραφος 3 εδάφιο πρώτο, 103 παράγραφος 1 του Συντάγματος, οι οποίες παρατίθενται στην 3η σκέψη, έχει την έννοια ότι επιτρέπεται να ορισθεί ότι η δερματοστιξία καθεαυτή συνιστά λόγο αποκλεισμού του υποψηφίου από τον διαγωνισμό για την πρόσληψη ειδικών φρουρών, εφόσον όμως αυτή είναι και με την ενδυμασία εξωτερικά εμφανής και επί πλέον οι σχετικές απεικονίσεις ως εκ του περιεχομένου τους είτε αναιρούν την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα ουδετερότητα των υπαλλήλων του Δημοσίου είτε προκαλούν κατά τρόπο ο οποίος δεν συνάδει προς την ιδιότητα και τα καθήκοντά τους. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 εδάφιο δ΄ της 7002/12/1-ι΄/26.3.2007 υπουργικής αποφάσεως και η ταυτόσημη ως προς το περιεχόμενο αντίστοιχη διάταξη του κεφαλαίου ΙΙ παράγραφος 1 εδάφιο γ΄ της προκηρύξεως, κατά σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία τους, θεσπίζουν την δερματοστιξία ως λόγο αποκλεισμού από τον επίδικο διαγωνισμό μόνον εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.”
Υπάρχει, όμως, κι άλλος ένας νομικός λόγος για τον οποίο το Διοικητικό Εφετείο πρέπει να ακυρώσει το πρόστιμο και την απαγόρευση για την τριχοφυία. Mε το άρθρο 3 του Ν.4443/2016 απαγορεύονται οι διακρίσεις λόγω χαρακτηριστικών φύλου στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Ως “χαρακτηριστικά φύλου”, σύμφωνα με τo άρθρο 2 παρ. 2 του Ν.4491/2017 νοούνται: “τα χρωμοσωμικά, γονιδιακά και α ν α τ ο μ ι κ ά χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δ ε υ τ ε ρ ο γ ε ν ή χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τ ρ ι χ ο φ υ ΐ α ς ”. Ως εκ τούτου, η τριχοφυϊα του προσώπου αποτελεί δευτερογενές χαρακτηριστικό φύλου, για το οποίο απαγορεύονται οι άμεσες κι έμεσες διακρίσεις κατά το άρθρο 3 του Ν.4443/2016. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, κατά παράβαση της ανωτέρω διάταξης κρίθηκε ότι η εμφάνισή του αστυνομικού με ορατή την τριχοφυία του προσώπου μου (γένια) αποτελεί “αναξιοπρεπή” συμπεριφορά, μέρος της “στολής” και παράβαση κανόνων της υπηρεσίας. Το ορθό είναι ότι στα ενήλικα άρρενα άτομα, η τριχοφυϊα του προσώπου αποτελεί “ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΦΥΛΟΥ”, δηλαδή στοιχείο εγγενές της προσωπικότητάς τους. Συνεπώς, η εμφάνιση του προσώπου με ορατό αυτό το δευτερογενές χαρακτηριστικό του φύλου δεν συνιστά “αναξιοπρεπή” συμπεριφορά ή “αντικανονική στολή”, αλλά στοιχείο για το οποίο δεν επιτρέπεται να δέχεται ο αστυνομικός δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με άλλους συναδέλφους οι οποίοι επιλέγουν να μην τρέφουν γένεια ή σε σχέση με τις γυναίκες συναδέλφους του. Η επιβολή πειθαρχικής ποινής προστίμου εις βάρος του εν λόγω αστυνομικού οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι δεν αφαίρεσε από το πρόσωπό του δευτερογενές χαρακτηριστικό φύλου του (τριχοφυία), επομένως υπέστη διακριτική μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση (π.χ. γυναικα ή ξυρισμένος άνδρας αστυνομικός): δεν θα του επιβαλλόταν πρόστιμο για ορατό χαρακτηριστικό του φύλου του. Πρόκειται λοιπόν για άμεση διάκριση, κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν.4443/2016, το οποίο βρίσκει εφαρμογή κατά ρητή αναφορά του και στον δημόσιο τομέα, όπως είναι η Ελληνική Αστυνομία. Άλλως, πρόκειται για έμμεση διάκριση λόγω χαρακτηριστικών φύλου, καθόσον αφορά όλους τους άρρενες αστυνομικούς που δεν αποκόπτουν το εν λόγω χαρακτηριστικό φύλου τους, έμμεση διάκριση που όμως δεν δικαιολογείται αντικειμενικά απο έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι αναγκαία για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, την διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, καθόσον το μούσι σε έναν αστυνομικό δεν τον εμποδίζει αιτιωδώς στην άσκηση των καθηκόντων του για την τήρηση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, για την πρόληψη των ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. Περαιτέρω, η διάκριση αυτή αφορά τα άτομα που εργάζονται στην Ελληνική Αστυνομία και η επιβολή πειθαρχικού προστίμου για εμφανές δευτερογενές χαρακτηριστικό φύλου συνιστά λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ως προς (α) τους όρους υπηρεσιακής και επαγγελματικής εξέλιξης, αφού η ύπαρξη πειθαρχικής ποινής μειώνει τις προσδοκίες για υπηρεσιακή εξέλιξη κατά το σύστημα των σχετικών κρίσεων του αστυνομικού προσωπικού καθώς και (β) τους όρους και τις συνθήκες της εργασίας, αφού καλλιεργείται η μειονεκτική αντιμετώπισή μου ως άρρενος αστυνομικού που δεν επιθυμεί να αποκόπτει ένα χαρακτηριστικό του φύλου του στο πρόσωπό του. Σημειωτέον ότι σε άλλες Αστυνομίες στην Ευρώπη υπάρχουν αστυνομικοί που υπηρετούν κανονικά χωρίς να τους επιβάλλεται να αποχωριστούν το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό φύλου.
Αντίστοιχες διατάξεις προβλέπει και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Στο δικαίωμα του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. περιλαμβάνεται και η επιλογή του ατόμου να τρέφει υπογένειο. Αυτή ακριβώς ήταν η κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ατόμου στην απόφαση της 14.6.2016, επί της υπόθεση Biržietis κατά Λιθουανίας (προσφυγή αρ. 49304/09). Η υπόθεση αφορούσε κανονιστική απαγόρευση διατήρησης υπογενείου σε κρατούμενους φυλακών της Λιθουανίας. Ένας κρατούμενος υπέβαλε αίτημα στην διοίκηση των φυλακών να αφήσει μούσι (επικαλούμενος λόγους υγείας που δεν επιβεβαιώθηκαν και τελικά αποκαλύφθηκε ότι απλώς είχε χαλάσει η ξυριστική μηχανή του και δεν είχε χρήματα να αγοράσει άλλη). Η διοίκηση των φυλακών απέρριψε το αίτημα και ο κρατούμενος προσέφυγε στο διοικητικό δικαστήριο με το επιχείρημα ότι η απαγόρευση διατήρησης υπογενείου δεν προβλεπόταν απο τον νόμο, αλλά από εσωτερικό κανονισμό. Το περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο έκρινε δεκτούς τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, αλλά το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο που δίκασε στην συνέχεια, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπο, με την ανωτέρω απόφαση κατέληξε στις εξής σκέψεις:
“33. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι προσωπικές επιλογές που αφορούν την επιθυμητή εμφάνιση του ατόμου, τόσο σε δημόσιους, όσο και σε ιδιωτικούς χώρους, σχετίζεται με την έκφραση της προσωπικότητάς τους κι έτσι εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής (βλ. S.A.S. κατά Γαλλίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 43835/11, § 107, ΕΔΔΑ 2014 (αποσπάσματα), και αποφάσεις παραπεμπόμενες εκεί. Έτσι έχει κριθεί στο παρελθόν και ως προς μία κόμμωση (βλ. Popa κατά Ρουμανίας (αποφ.), αρ. 4233/09, §§ 32-33, 18 Ιουνίου 2013) και για την ενδυματολογική επιλογή (βλ. S.A.S. κατά Γαλλίας, ό.π. § 107). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο θεωρεί ότι σε περιστάσεις όπως στην υπό κρίση περίπτωση, η επιλογή της διατήρησης υπογενείου συνιστά πτυχή της προσωπικότητας του προσφεύγοντος και της ατομικής ταυτότητάς του και εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής και ως εκ τούτου είναι εφαρμοστέο το άρθρο 8 της Σύμβασης.
[...]
2. Η κρίση του Δικαστηρίου
(α) Σχετικες γενικές αρχές
45. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι κρατούμενοι γενικά εξακολουθούν να απολαμβάνουν όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται από την Σύμβαση, με την εξαίρεση του δικαιώματος στην ελευθερία – δεν υπάρχει ζήτημα περί του εάν ο κρατούμενος στερείται τα δικαιώματα της Σύμβασης μόνο λόγω της ιδιότητάς του ως κρατούμενους. Για παράδειγμα, οι κρατούμενοι δεν επιτρέπεται να τυγχάνουν κακομεταχείρισης, εξακολουθούν να απολαμβάνουν το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα της θρησκευτικής λατρείας, το δικαίωμα της επικοινωνίας και το δικαίωμα του γάμου μεταξύ άλλων (βλ. Dickson κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 44362/04, §§ 67-68, ΕΔΔΑ 2007V, και περαιτέρω παραπεμπόμενες υποθέσεις). Οι περιστάσεις της φυλάκισης ιδίως θέματα σχετικά με την ασφάλεια και την αποτροπή του εγκλήματος και της διατάραξης της δημόσιας τάξης μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς σε αυτά τα δικαιώματα. Πάντως κάθε περιορισμός πρέπει να αιτιολογείται σε κάθε ατομική υπόθεση.
(β) Εφαρμογή των ανωτέρω αρχών στην υπό κρίση υπόθεση
46. Αρχικά, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η απαγόρευση του προσφεύγοντος να διατηρεί υπογένειο ενώ ήταν στην φυλακή συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμά του για σεβασμό στην ιδιωτική ζωή του που προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης. Απομένει να αποδειχθεί έαν αυτή η παρέμβαση δικαιολογείτο κατά την δεύτερη παράγραφο αυτής της διάταξης.
(i) Νομιμότητα της παρέμβασης
47. Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, η έκφραση “σύμφωνα με τον νόμο” στο άρθρο 8 § 2 επιβάλει, πρώτον, το επιβαλλόμενο μέτρο να έχει μια βάση στην εθνική νομοθεσία. Δεύτερον, αφορά την ποιότητα του εν λόγω νόμου, επιβάλλοντας ο νόμος αυτός να έχει διατυπωθεί με επαρκή σαφήνεια, ώστε να είναι προσβάσιμος για τα άτομα που αφορά, τα οποία άτομα θα πρέπει να μπορούν να προβλέπουν σε ένα βαθμό εύλογο κατά τις περιστάσεις, τις συνέπειες που μια δεδομένη ενέργεια μπορεί να έχει για αυτά (βλ. μεταξύ άλλων Khoroshenko κατά Ρωσίας [Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως], αρ. 41418/04, § 110, ΕΔΔΑ 2015, και περαιτέρω παραπομπές).
48. Στην παρούσα υπόθεση, η απαγόρευση των κρατουμένων να αφήνουν μούσι έχει περιληφθεί στον Εσωτερικό Κανονισμό του Σωφρονιστικού Ιδρύματος Marijampole, ο οποίος έχει εγκριθεί από τον επικεφαλής αυτού του ιδρύματος (βλ. ανωτ. Παρ. 17). Αυτοί οι κανόνες επιδείχθηκαν στον κρατούμενο την ημέρα του εγκλεισμού του στο ίδρυμα κι εκείνος υπέγραψε ότι τουε έχει διαβάσει και κατανοήσει (βλ. παρ. 6 ανωτ.. Ο προσφεύγων δεν ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση ήταν μη προσβάσιμη ή μη προβλέψιμη γι' αυτόν και το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να κρίνει διαφορετικά.
49. Πάντως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι μια τέτοια απαγόρευση στους εσωτερικούς κανόνισμούς του ιδρύματος δεν ήταν νόμιμη καθώς δεν προβλεπόταν από την ανώτερη νομοθεσία, όπως τον Κώδικα Εκτέλεσης Ποινών ή τον Εσωτερικό Κανονισμό Σωφρονιστικών Ιδρυμάτων που είχε εγκριθεί απο τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
50 . Σε σχέση με αυτά, το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο όρος “νόμος” στο Άρθρο 8 παρ. 2 της Σύμβασης μπορεί να νοηθεί με την ουσιαστική και όχι με την τυπική του έννοια, έτσι ώστε να περιλαμβάνονται όχι μόνο οι γραπτοί νόμοι που ψηφίζονται στο Κοινοβούλιο, αλά και τα διοικητικά και κανονστικά μέτρα της κατώτερης έννομης τάξης που θεσπίζονται από επαγγελματικά ρυθμιστικά όργανα στο πλαίσιο της ανεξάρτητης νομοθετικής εξουσιοδότησης που τους έχει ανατεθεί από το κοινοβούλιο, αλλά και οι άγραφοι νόμοι (βλ. Leyla Şahin κατά Τουργίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 44774/98, § 88, ΕΔΔΑ 2005XI, και σχετικές παραπεμπόμενες υποθέσεις). Ακόμη κι αν το εθνικό δίκαιο απαιτεί η παρέμβαση στο δικαίωμα της οικογενειακής ζωής προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο επίπεδο νομοθεσίας, το Άρθρο 8 της Σύμβασης δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση.
51. Το Δικαστήριο περαιτέρω παρατηρεί ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας, κατά την εξέταση της προσφυγής του προσφεύγοντος, έκρινε ότι μολονότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι θεμελιώδεις ελευθερίες των κρατουμένων μπορούν να περιοριστούν μόνο με νόμους που θεσπίζει το Κοινοβούλιο, το αίτημα για διατήρηση γενειάδας δεν μπορεί να θεωρηθει τέτοιο ανθρώπινο δικαίωμα ή ελευθερία και ως εκ τούτου οι περιορισμοί επ' αυτού μπορούν να προβλέποναι από κατώτερα νομοθετήματα ( βλ. παρ. 12 ανωτ.). Το Δικαστήριο σημειώνει ότι δεν είναι δική του λειτουργία να εξετάζει λάθη περί τα πραγματικά περιστατικά ή περί τον νόμο που κατά ισχυρισμούς διέπραξαν τα εθνικά δικαστήρια (βλ. μεταξύ άλλων, García Ruiz κατά Ισπανίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 30544/96, § 29, ΕΔΔΑ 1999I). Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι έτοιμο να δεχτεί, όπως και το εθνικό δικαστήριο, ότι η ισχυριζόμενη παρέμβαση είχε μια νόμιμη βάση στο εθνικό δίκαιο και πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητας που κατοχυρώνονται με την νομολογία των Δικαστηρίων.
52. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απαγόρευση να μην έχει ο προσφεύγων γενειάδα στην φυλακή ήταν προβλεπόμενη “από τον νόμο”, κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης.
(ii) Νόμιμος στόχος
53. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η απαρίθμηση των εξαιρέσεων από το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 8 παρ. 2 είναι εξαντλητική και ότι ο καθορισός τους είναι περιοριστικός. Για να είναι συμβατός με την Σύμβαση ένας περιορισμός αυτού του δικαίωματος πρέπει, ιδίως, να επιδιώκει έναν στόχο που μπορεί να συνδεθεί με έναν από αυτούς που αναφέρονται στον κατάλογο της διάταξης (βλ. S.A.S. Κατά Γαλλίας, ό.π., § 113).
54. Στην παρούσα υπόθεση, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απαγόρευση σε κρατούμενους να αφήνουν μούσια αποσκοπεί στην διατήρηση της τάξης και την αποτροπή του εγκλήματος ανάμεσα στους κρατούμενους, όπως και στην συντήρηση της υγιεινής καθώς και στην διασφάλιση του ότι οι κρατούμενοι έχουν μια καθαρή εμφάνιση. Ως προς τον τελευταίο στόχο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Κυβέρνηση δεν εξηγεί πώς αυτό συνδέεται με έναν από τους “νόμιμους στόχους” που ρητώς αναφέρονται στο άρθρο 8 § 2 της σύμβασης. Ως προς την διατήρηση της τάξης και της αποτροπής του εγκλήματος, η Κυβέρνηση δεν προσδιορίζει ακριβώς πώς, εάν οι κρατούμενοι αφήσουν μούσια, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην αταξία και στο έγκλημα, για παράδειγμα δεν έχουν αναφέρει περιπτώσεις στις οποίες σημειώθηκαν προσπάθειες κρατουμένων να τελέσουν εγκλήματα στα οποία θα είχαν επιβοηθηθεί κάπως από την παρουσία τριχών του προσώπου. Η Κυβέρνηση επίσης δεν ισχυρίστηκε ότι η απαγόρευση της γενειάδας θα οδηγούσε στην διασφάλιση του σεβασμού κοινωνικών κανόνων και προτύπων σχετικών με τους κρατούμενους (βλ. π.χ. mutatis mutandis, S.A.S. κατά Γαλλλίας, ό.π., §§ 121122, όπου η Κυβέρνηση επικαλέστηκε την ανάγκη διασφάλισης “σεβασμού ενός ελάχιστου προϋποθέσεων κοινής συμβίωσης”). Πάντως, το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαίο να αξολογήσει κατά πόσον το αμφισβητούμενο μέτρο επιδιώκει έναν νόμιμο στόχο, καθώς κρίνει ότι σε κάθε περίπτωση, αυτό το μέτρο δεν είναι αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τους παρακάτω λόγους.
(iii) Αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία
55. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της “αναγκαιότητας” συνδέει την παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωιτκής ζωής του προσώπου με μια αντίστοιχη πιεστική κοινωνική ανάγκη και, ιδίως ότι η παρέμβαση είναι αναλογική σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο. Κατά τον καθορισμό περι του εάνη παρέμβαση είναι “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία”, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν ένα πεδίο ελεύθερης εκτίμησης. Το έύρος αυτού του πεδίου ποικίλλει και εξαρτάται από έναν αριθμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της φύσης των δραστηριοτήτων που απαγορεύονται και των σκοπών που επιδιώκονται με την απαγόρευση. Σε κάθε περίπτωση, το Συμβαλλόμενο Κράτος φέρει το βάρος της απόδειξης για να αποδείξει την ύπαρξη μιας πιεστικής κοινωνικής ανάγκης πίσω από την παρέμβαση (βλ. Khoroshenko, ό.π., § 118, και τις σχετικές παραπομπές).
56. Στην παρούσα υποθεση, ο προσφεύγων εξέτιε ποινή φυλάκισης, χρόνο κατά τον οποίο του απαγορεύτηκε από τον εσωτερικό κανονισμό του σωφρονιστικού ιδρύματος να αφήσει γενειάδα. Αυτοί οι κανόνες έθεσαν μια απόλυτη απαγόρευση για τους κρατούμενους που έχουν υπογένειο, ανεξάρτητα από το μήκος του, την καθαριότητά του ή άλλες προϋποθέσεις και δεν περιλάμβαναν ρητές εξαιρέσεις αυτής της απαγόρευσης (βλ. ανωτ. παρ. 17). Ο προσφεύγων υπέβαλε δύο αιτήματα στις αρχές για να του επιτρέψουν να αφήσει μούσι, αλλά τα αιτήματά του απορρίφθηκαν ως αντίθετα στον εσωτερικό κανονισμό του ιδρύματος (βλ. παρ. 7 και 9 ανωτ.).
57. Μολονότι το Δικαστήριο αποδέχεται ότι τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν αρχικά το δικαίωμα να θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις σχετικά με την προσωπική εμφάνιση των κρατουμένων, υπενθυμίζει ότι τέτοιοι κανόνες πρέπει να τηρούν τις προϋποθέσεις αναγκαιότητας και αναλογικότητας κατά την έννοια του Άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έχει εκφράσει τις επιφυλάξεις του για την ύπαρξη νόμιμου στόχου που επιδιώκεται από τον επίδικο περιορισμό των δικαιωμάτων του Άρθρου 8 (βλ. ανωτ. παρ. 54). Λαμβάνει επίσης υπόψη το πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη, σε μια υπόθεση όμοια με αυτή του προσφεύγοντος και το οποιο εκδόθηκε περίπου τον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο η προσφυγή του προσφεύοντος δικάστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια, ότι αυτή η απαγόρευση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί για λόγους υγιεινής ή για την ανάγκη να ταυτοποιούνται οι κρατούμενοι (βλ. ανωτ. παρ. 19). Το Δικαστήριο περαιτέρω κρίνει ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η απόλυτη απαγόρευση στην ανάπτυξη γενειάδας, ανεξάρτητα από τα υγειονομικά, αισθητικά ή άλλα χαρακτηριστικά της και χωρίς καμία εξαίρεση (βλ. παρ. 56 ανωτ.) ήταν αναλογική. Τέλος, παρατηρεί ότι η απαγόρευση για τις γενειάδες στην υπόθεση του προσφεύγοντος δεν φαίνεται να αφορά και άλλους τύπους του τριχωτού της κεφαλής, όπως μουστάκια ή φαβορίτες, γεγονός που εγείρει θέμα αυθαιρεσίας. 58. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απόφαση του προσφεύγοντος να αφήσει ή όχι μούσι σχετίζεται με την έκφραση της προσωπικότητάς του και της ατομικής του ταυτότητας που προστατεύεται από το Άρθρο 8 της Σύμβασης και ότι η Κυβέρνηση δεν απέδειξε την ύπαρξη μιας πιεστικής κοινωνικής ανάγκης για να δικαιολογήσει την απόλυτη απαγόρευση από την διατήρηση γενειάδας όταν αυτός ήταν στην φυλακή. Ως εκ τούτου υπάρχει παραβίαση του άρθρο 8 της Σύμβασης”.
Τα νομικά επιχειρήματα λοιπόν υπέρ του δικαιώματος των αστυνομικών να τρέφουν υπογένειο είναι θεωρώ καταλυτικά. Αναμένουμε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.