Από τότε που θυμάμαι να ασχολούμαι με τα νομικά. το μεγάλο πρόβλημα ήταν η καθυστέρηση της Δικαιοσύνης και η αντιμετώπισή του ερχόταν με νομοσχέδια τα οποία είχαν πρωτοποριακές ιδέες και οπωσδήποτε την λέξη "επιτάχυνση" στον τίτλο. Στην αρχή, η δίκη μια κι έξω (όχι πολλές συνεδριάσεις), μετά όλα τα έγγραφα προσκομίζονται 20 μέρες πριν τη δίκη (λες και οι δικαστές δεν είχαν ενδιάμεσα άλλες δίκες να ασχοληθούν), μετά οι πιλοτικές δίκες που θα έλυναν το θέμα, ύστερα οι δεσμευτικές νομολογίες του ΣτΕ, μετά η εισαγωγή της διαμεσολάβησης, και πάει λέγοντας. Ο κίνδυνος όταν ενισχύεται η ταχύτητα είναι η πτώση της ποιότητας και, συγκεκριμένα ο ευλαβικός σεβασμός των δικαιωμάτων των πολιτών που εμπλέκονται σε μια δίκη.
Με το σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση (άρθρα 45Β, 45Γ), μια νέα μέθοδος επιτάχυνσης της ποινικής δίκης ανατίθεται στον εισαγγελέα: η συνδιαλλαγή. Ο εισαγγελέας καλεί τον κατηγορούμενο ή τον βλέπει μετά από αίτηση του τελευταίου, ενημερώνονται για το περιεχόμενο του φακέλο κι αν ο κατηγορούμενος πειστεί ότι θα κηρυχθεί ένοχος από το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να το αποδεχτεί εκ των προτέρων, με σκοπό να διαπραγματευθεί επί τόπου την ποινή του με τον εισαγγελέα. Αν γίνει δεκτό αυτό. ετοιμάζουν ένα πρακτικό ποινικής συνδιαλλαγής και το πάνε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο για να εγκριθεί, ώστε η απόφαση τυπικά να έχει εκδοθεί από δικαστήριο, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα (κι όχι από εισαγγελέα).
Ενώ η ιδέα είναι η επιτάχυνση, δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά για την τήρηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Το νομοσχέδιο λέει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να καλείται είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν δικής του αιτήσεως. Μπορεί να παρίσταται είτε με συνήγορο είτε όχι. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει εξ αρχής εγγύηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, απέναντι σε έναν εισαγγελέα ο οποίος εκ των πραγμάτων θα καταγράφει ως επιτυχία όσο το δυνατόν περισσότερες επιτεύξεις ποινικών συνδιαλλαγών. Ο ρόλος του συνηγόρου σε μια τέτοια, κεκλεισμένων των θυρών διαδικασία δεν μπορεί να είναι προαιρετικός. Η κίνηση της διαδικασίας συνδιαλλαγής πρέπει να γίνεται μόνο κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου πολίτη, όχι αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα -εκτός βέβαια αν συντρέχουν λόγοι που περιορίζουν καθοριστικά την ελεύθερη βούληση του πολίτη.
Το δικαστήριο που θα εγκρίνει τον διακανονισμό της ποινικής συνδιαλλαγής θα πρέπει να έχει αναγνωρισμένη δικονομική δυνατότητα να εξετάσει εξ αρχής την υποπθεση αν κρίνει ανεπαρκή τα στοιχεία του φακέλου και να έχει πλήρη δικαιοδοτική αρμοδιότητα που θα φτάνει όχι μόνο στην ανατροπή μιας άδικης ποινικής συνδιαλλαγής, αλλά και σε αθώωση.
Τέλος, ακόμη και μετά την σύναψη πρακτικού ποινικής συνδιαλλαγής, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει δικαίωμα έφεσης, όπως επιβάλλεται και από το άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με το σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση (άρθρα 45Β, 45Γ), μια νέα μέθοδος επιτάχυνσης της ποινικής δίκης ανατίθεται στον εισαγγελέα: η συνδιαλλαγή. Ο εισαγγελέας καλεί τον κατηγορούμενο ή τον βλέπει μετά από αίτηση του τελευταίου, ενημερώνονται για το περιεχόμενο του φακέλο κι αν ο κατηγορούμενος πειστεί ότι θα κηρυχθεί ένοχος από το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να το αποδεχτεί εκ των προτέρων, με σκοπό να διαπραγματευθεί επί τόπου την ποινή του με τον εισαγγελέα. Αν γίνει δεκτό αυτό. ετοιμάζουν ένα πρακτικό ποινικής συνδιαλλαγής και το πάνε στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο για να εγκριθεί, ώστε η απόφαση τυπικά να έχει εκδοθεί από δικαστήριο, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα (κι όχι από εισαγγελέα).
Ενώ η ιδέα είναι η επιτάχυνση, δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά για την τήρηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Το νομοσχέδιο λέει ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να καλείται είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν δικής του αιτήσεως. Μπορεί να παρίσταται είτε με συνήγορο είτε όχι. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει εξ αρχής εγγύηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, απέναντι σε έναν εισαγγελέα ο οποίος εκ των πραγμάτων θα καταγράφει ως επιτυχία όσο το δυνατόν περισσότερες επιτεύξεις ποινικών συνδιαλλαγών. Ο ρόλος του συνηγόρου σε μια τέτοια, κεκλεισμένων των θυρών διαδικασία δεν μπορεί να είναι προαιρετικός. Η κίνηση της διαδικασίας συνδιαλλαγής πρέπει να γίνεται μόνο κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου πολίτη, όχι αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα -εκτός βέβαια αν συντρέχουν λόγοι που περιορίζουν καθοριστικά την ελεύθερη βούληση του πολίτη.
Το δικαστήριο που θα εγκρίνει τον διακανονισμό της ποινικής συνδιαλλαγής θα πρέπει να έχει αναγνωρισμένη δικονομική δυνατότητα να εξετάσει εξ αρχής την υποπθεση αν κρίνει ανεπαρκή τα στοιχεία του φακέλου και να έχει πλήρη δικαιοδοτική αρμοδιότητα που θα φτάνει όχι μόνο στην ανατροπή μιας άδικης ποινικής συνδιαλλαγής, αλλά και σε αθώωση.
Τέλος, ακόμη και μετά την σύναψη πρακτικού ποινικής συνδιαλλαγής, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει δικαίωμα έφεσης, όπως επιβάλλεται και από το άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.