Κυρίες και κύριοι,
Στην δεκαετία του 1990, το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να ασχοληθεί με μια νέα κατηγορία ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα πολιτισμικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα των ατόμων να διατηρούν την σχέση που έχουν με την πολιτισμική τους ταυτότητα και την πολιτισμική τους κληρονομιά. Ήδη αναγνωριζόταν ότι αυτή η σχέση πρέπει να προστατεύεται νομικά, να αναγνωρίζεται ως δικαίωμα. Αυτό που δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί είναι ότι αυτό το σύνολο δικαιωμάτων πρέπει τεθεί υπό την προστασία του κορυφαίου δικαιοδοτικού οργάνου της μείζονος Ευρώπης. Ότι πρέπει να μπορεί κάθε πρόσωπο, όταν θίγεται παρανόμως η πολιτισμική του ταυτότητα από ένα κράτος, να μπορεί να καταγγέλλει αυτή την παραβίαση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι επιφορτισμένο με την τήρηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν είναι όμως ένας εξαντλητικός κατάλογος ανθρώπινων δικαιωμάτων. Το ίδιο το αρχικό κείμενό της δεν περιλάμβανε, για παράδειγμα, το δικαίωμα στην προστασία της ιδιοκτησίας. Έτσι, πολύ σύντομα, το Συμβούλιο της Ευρώπης άρχισε να ετοιμάζει πρόσθετα πρωτόκολλα, κάθε φορά που διαπιστωνόταν ότι λείπει κάποιο δικαίωμα που θα έπρεπε επίσης να προστατεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Έτσι, το δικαίωμα στην προστασία της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα στην εκπαίδευση, η απαγόρευση της θανατικής ποινής, και άλλα δικαιώματα προστέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση με “πρόσθετα πρωτόκολλα”.
Στην δεκαετία του 1990 έγινε λοιπόν και η συζήτηση μήπως έπρεπε τα πολιτισμικά δικαιώματα να προστεθούν με πρόσθετο πρωτόκολλο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση. Εξετάστηκε τί θα προσέθετε αυτό το πρόσθετο πρωτόκολλο με τα πολιτισμικά δικαιώματα. Θα προσέθετε τον σεβασμό της πολιτισμικής ταυτότητας, το δικαίωμα του ατόμου να έχει πρόσβαση στην πολιτισμική του κληρονομιά, στην πληροφορία για την πολιτισμική πληροφόρηση, στο δικαίωμα να εκφράζει και να διαδηλώνει τις πολιτισμικές του αναφορές μέσα από εκδηλώσεις, συναθροίσεις κ.τ.λ. Αφού λοιπόν εξέτασαν άρθρο προς άρθρο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι υπεύθυνοι του Συμβουλίου της Ευρώπης κατέληξαν ότι ένα τέτοιο πρόσθετο πρωτόκολλο θα ήταν περιττό. Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, όλα τα ατομικά πολιτισμικά δικαιώματα που ήθελαν να προσθέσουν με ένα πρωτόκολλο, καλύπτονταν ήδη από το αρχικό περιεχόμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συγκεκριμένα, ο τρόπος ζωής ενός ατόμου σύμφωνα με τις πολιτισμικές παραδόσεις των προγόνων, δηλαδή ο σεβασμός της πολιτισμικής ταυτότητας, κρίθηκε ότι καλύπτεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ως πτυχή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Το δικαίωμα σεβασμού της πολιτισμικής ταυτότητας ως μέρος της φιλοσοφικής συνείδησης του ατόμου, προστατεύεται ως πτυχή του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ. Το δικαίωμα πρόσβασης στην πολιτισμική πληρόφορηση καλύπτεται από το γενικότερο δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία, του άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Οι συναθροίσεις για τον πανηγυρισμό πολιτισμικών δραστηριοτήτων καλύπτεται από το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Η απαγόρευση διακρίσεων λόγω της πολιτισμικής ταυτότητας, από το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ. Η προσβολή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων με πολιτισμικές διαστάσεις καλύπτονται από το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Έτσι, κρίθηκε ότι ένα πρόσθετο πρωτόκολλο ειδικά για τα πολιτισμικά δικαιώματα δεν θα προσέθετε τίποτε στην ΕΣΔΑ, αφού αυτά ήδη περιλαμβάνονται ερμηνευτικά στα δικαιώματα που κατοχυρώνει.
Σε όλην την νομική βιβλιογραφία που σχετίζεται με την υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα και την διακράτησή τους στο Βρετανικό Μουσείο, μετά τον 20ο αιώνα, εξετάζεται η διάσταση της παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται απο τις διεθνείς συμβάσεις και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν υπάρχει κανένας νομικός αρθρογράφος που να μην έχει εξετάσει την υπόθεση και από αυτή την πτυχή της. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου φαίνεται το ιδανικό διεθνές δικαιοδοτικό όργανο για να επιλύσει μια τόσο σημαντική, διαχρονική και βαρύνουσα νομική διαφορά μεταξύ δύο Ευρωπαϊκών Κρατών.
Φυσικά υπάρχουν ορισμένες αυστηρότατες προϋποθέσεις προκειμένου το ΕΔΔΑ να εισέλθει στην ουσία μιας τέτοιας διαφοράς και η πρώτη από αυτές αφορά το ποιος είναι ο προσφεύγων. Στο ΕΔΔΑ προσφεύγουν άτομα, νομικά πρόσωπα ή ομάδες ατομων κατά κρατών, αυτή είναι η “ατομική προσφυγή”. Επίσης, στο ΕΔΔΑ προσφεύγουν κράτη εναντίον άλλων κρατών, αυτή είναι η “διακρατική προσφυγή”. Το θέμα των προσφυγών πρέπει να είναι η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των ίδιων των προσφευγόντων ή των συγγενών τους που δεν είναι στη ζωή ή των κατοίκων των κρατών στις διακρατικές προσφυγές.
Το ΕΔΔΑ δεν έχει αναγνωρίσει ένα μεμονωμένο, “ονομαστικό”, δικαίωμα στον σεβασμό της πολιτισμικής ταυτότητας. Ακολουθεί την ανάλυση του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι προστατεύονται μόνο όσα πολιτισμικά δικαιώματα είναι πτυχές των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το ΕΔΔΑ να αναγνωρίσει οτι σύλλογοι απογόνων έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ενώπιόν του προσφυγή για να αναγνωριστεί η παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων των προγόνων τους, ακόμη κι αν η παραβίαση είχε ξεκινήσει να συντελείται πριν η ΕΣΔΑ τεθεί σε εφαρμογή, δηλαδή ακόμη κι όταν οι προσβολές είχαν ξεκινήσει πριν το 1950. Για παράδειγμα: οι απόγονοι των Γροιλανδών που επί αιώνες κυνηγούσαν σε εκτάσεις της Γροιλανδίας που απαλλοτριώθηκαν το 1946 για να γίνουν στρατιωτικές βάσεις, είχαν δικαίωμα να προσφύγουν παραδεκτώς στο ΕΔΔΑ (Hingitaq 53 κατά Δανίας, 2006).
Ο Σύλλογος των Αθηναίων είναι ένας τέτοιος σύλλογος που έχει εσωτερικές διαδικασίες, επικυρωμένες από το Πρωτοδικείο Αθηνών, ώστε να εγγράφει ως μέλη του απογόνους των οικογενειών που ζούσαν στην Αθηνα τον 19ο αιώνα. Είναι λοιπόν ένας φορέας που πιστοποιημένα αποτελείται από απογόνους των Αθηναίων της εποχής που αφαιρέθηκαν τα Γλυπτά από την Ακρόπολη κι αυτό δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και δεν αμφισβητείται.
Το ερώτημα είναι ποιά ανθρώπινα δικαιώματα θίγονται από την αφαίρεση των γλυπτών και κυρίως βέβαια από την διακράτησή τους στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτή η συζήτηση δεν μπορεί παρά να μας πάει πίσω, στα ιστορικά γεγονότα. Δεν γίνεται να μιλήσουμε για τις σημερινές παραβιάσεις, υπό τους όρους της ΕΣΔΑ, αν δεν εξετάσουμε τα γεγονότα αυτά καθαυτά της αφαίρεσης των γλυπτών από εντεταλμένους του τότε βρετανού πρέσβη και την ειδική μεταχείριση που είχαν οι εντεταλμένοι αυτοί λόγω ακριβώς της ιδιότητος του εντολέως τους ως βρετανού αξιωματούχου. Αυτά είναι όλα λεπτομερώς τεκμηριωμένα και δεν αποτελουν αντικείμενο της παρουσίασής μου. Σίγουρα όμως, για ένα δικαστήριο που εξετάζει την ουσία, είναι πραγματικά περιστατικά και νομικά δεδομένα που πρέπει να εξεταστούν και να αποδειχθούν εξ αρχής.
Ως προς τον χρόνο της υποβολής μιας προσφυγής, η ΕΣΔΑ αναφέρει ότι αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός 6 μηνών από την τελική απόφαση του προσβαλλόμενου κράτους. Εδώ είχαμε την απόφαση του Η.Β., τον Μάρτιο του 2015, να μην προσέλθει στην διαμεσολάβηση της UNESCO για την εξωδικαστική επίλυση της υπόθεσης των γλυπτών του Παρθενώνα, όπως είχε ζητήσει το ελληνικό υπουργείο πολιτισμού το καλοκαίρι του 2013. Αυτή η απόφαση του Η.Β. δεν μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον των βρετανικών δικαστηρίων, για δικονομικούς λόγους που σχετίζονται με το βρετανικό δίκαιο, επομένως δεν υπήρχε η προϋπόθεση της εξάντλησης των βρετανικών ενδίκων μέσων. Το γεγονός όμως ότι η απόφαση αυτή είναι του βρετανικού δημοσίου και όχι του βρετανικού μουσείου, επιλύει κι ένα άλλο υποτιθέμενο νομικό ζήτημα, περί δήθεν ανεξάρτητης φύσης του βρετανικού μουσείου σε σχέση με την βρετανική κυβέρνηση. Το θέμα είναι λυμένο, δεδομένου ότι το μουσείο έχει ιδρυθεί με νόμο και μέλη του δ.σ. του διορίζονται από την βρετανική κυβέρνηση (βλ. και υπόθεση Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
Η προσφυγή του Συλλόγου των Αθηναίων υποβλήθηκε στο ΕΔΔΑ τον Σεπτέμβριο του 2015, εντός της 6μηνης προθεσμίας. Αντικείμενο της προσφυγής ήταν η απόφαση του Μαρτίου του 2015 του Ηνωμένου Βασιλείου να μην προσέλθει στην διαμεσολάβηση της UNESCO, αναφέροντας όμως στο κείμενο της απόφασης – που γνώρισε ευρύτατη διάδοση στο διαδίκτυο- ότι δήθεν η διακράτηση των γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο είναι νόμιμη. Η προσφυγή βασίστηκε στα άρθρα 8,9,10 και 13 της ΕΣΔΑ, δηλαδή παραβίαση των πολιτισμικών πτυχών των ανθρώπινων δικαιωμάτων του σεβασμού ιδιωτικής πολιτισμικής ταυτότητας, συνείδησης, πρόσβασης στην πολιτισμική πληροφόρηση και αποκλεισμός από το μοναδικό κατάλληλο ενδικοφανές μέσο που φαινόταν τότε να είναι η διαμεσολάβηση της UNESCO. Επίσης, προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την πτυχή της ακέραιης και ανεμπόδισης πρόσβασης σε ένα πολιτισμικό μνημείο όπως είναι ο Παρθενώνας, κάτι που εγγυάται το ιδιοκτησιακό ρωμαϊκό δίκαιο για τα κοινόχρηστα αγαθά και ίσχυε καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης προσφυγής στην υπόθεση “Σύλλογος των Αθηναίων εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου” είναι μια απόφαση τριμελούς επιτροπής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όχι επί της ουσίας, αλλά επί του παραδεκτού της προσφυγής. Η απόφαση ελήφθη από την επιτροπή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στις 23 Ιουνίου 2016, την ημέρα διεξαγωγής του βρετανικού δημοψηφίσματος για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία ημέρα πριν, στις 22 Ιουνίου 2016 είχε πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήγριο ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Για την λήψη της απόφασης δεν εκλήθη το Ηνωμένο Βασίλειο να εκθέσει τις απόψεις του, αλλά ούτε και ο Σύλλογος των Αθηναίων, καθώς δεν πραγματοποιήθηκε ακροαματική διαδικασία ούτε κοινοποιήθηκε η προσφυγή στην βρετανική πλευρά. Όμως, ένας από τους τρεις ευρωπαίους δικαστές της επιτροπής του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου ήταν ο βρετανός δικαστής Paul Mahoney. H επεξεργασία της προσφυγής έγινε βεβαίως από το βρετανικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθώς κάθε προσφυγή εναντίον ενός κράτους τυγχάνει προδικαστικής επεξεργασίας από το αντίστοιχο εθνικό τμήμα της Γραμματείας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παρά το γεγονός ότι αυτό θα πρέπει να προβληματίσει, σε έναν βαθμό, για την δομική επάρκεια και την ακεραιότητα της ίδιας της διαδικασίας, όταν πολίτες του καταγγελλόμενου κράτους καλούνται να χειριστούν προδικαστικά τις προσφυγές άλλων ευρωπαίων εναντίον του κράτους τους, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ανοίγει περισσότερες πόρτες από αυτές που φαίνεται εκ πρώτης όψεως να κλείνει.
Η απόφαση θεωρεί ότι η προσφυγή δεν βάλει κατά της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου του 2015, αλλά ότι στην ουσία στρέφεται κατά της αφαίρεσης των γλυπτών στις αρχές του 19ου αιώνα. Υπογραμμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με περιστατικά που έλαβαν χώρα 150 χρόνια πριν την θέση σε ισχύ της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο κηρύσσει την προσφυγή απαράδεκτη. Άλλωστε το ίδιο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, σε μια άλλη υπόθεση ελληνικού ενδιαφέροντος, είχε ασχοληθεί με περιστατικά που έλαβαν χώρα 80 χρόνια πριν την θέση σε ισχύ της ΕΣΔΑ: στην απόφαση επί της προσφυγής του πρώην βασιλέως Κωνσταντίνου κ.α. κατά της Ελλάδας (2000), όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακινήτων που είχαν αποκτηθεί με τίτλους ιδιοκτησίας της δεκαετίας του 1870. Υπάρχει σειρά αποφάσεων που το ΕΔΔΑ ασχολήθηκε με πραγματικά περιστατικά πριν την θέση σε ισχύ της ΕΣΔΑ και με την νομολογία του έχει διαμορφώσει και την θεωρία της διαρκούς παραβίασης που ξεκινάει πριν την θέση σε ισχυ της ΕΣΔΑ και συνεχίζεται μετά την κύρωσή της. Σε αυτή την προσέγγιση αναφέρεται εμμέσως και η συγκεκριμένη απόφαση.
Ειδικότερα, η απόφαση επί της προσφυγής του Συλλόγου των Αθηναίων αναφέρει ότι τα περιστατικά του 19ου αιώνα “θα εμφανίζονταν ως απαράδεκτα ratione temporis προς τις διατάξεις της Σύμβασης”. Επομένως “θα εμφανίζονταν”, υπό μία εκδοχή, προς την οποία όμως δεν συντάσσεται οριστικά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στηλιτεύει μεν την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος, υπονοώντας ότι μέσα σε αυτό το διάστημα η Ελλάδα δεν έκανε τίποτα υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ, αλλά δεν αρκείται σε αυτήν την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος για να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη. Αυτό είναι το πρώτο θετικό στοιχείο της απόφασης: το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι έτοιμο να συζητήσει χωρίς δογματισμό την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από τα γεγονότα που οδήγησαν στην αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα. Δεν αρκείται μεν στο γεγονός ότι ο Συλλογος των Αθηναίων πρότεινε ως τρόπο για να ξεπεραστεί η χρονική παρέλευση την προσβολή της πρόσφατης άρνησης του 2015, αλλά είναι έτοιμο να αναγνωρίσει ότι η διακράτηση των γλυπτών είναι μια διαρκής κατάσταση, όπως το ίδιο αναφέρει στην απόφαση, μια κατάσταση που διατρέχει όλα τα χρόνια από την της θέση της ΕΣΔΑ σε ισχύ. Η ΕΣΔΑ, ως διεθνής σύμβαση δεν περιλαμβάνει φυσικά καμία ρήτρα περί παραγραφής ανθρώπινων δικαιωμάτων. Επομένως, η απόφαση υποδεικνύει εμμέσως στην Ελλάδα, σε μια πιθανή μελλοντική διακρατική προσφυγή, να μην σταθεί στις σύγχρονες στιγμιαίες αρνήσεις της βρετανικής πλευράς, αλλά να εστιάσει στην διάρκεια της διακράτησης των γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο.
Η απόφαση θέτει το βασικό ζήτημα της μη ρητής αναγνώρισης των πολιτισμικών δικαιωμάτων, ως μια έλλειψη της ΕΣΔΑ που δεν επιτρέπει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση της ουσίας μιας τέτοιας προσφυγής. Ούτε όμως κι αυτή η διαπίστωση από μόνη της είναι εκείνη που οδηγεί στην κήρυξη της προσφυγής ως απαράδεκτης. Το ΕΔΔΑ αναφέρει ότι εκ πρώτης όψεως η ΕΣΔΑ δεν περιλαμβάνει τα πολιτισμικά δικαιώματα, ούτε η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει ένα δικαίωμα σεβασμού πολιτισμικής ταυτότητας από μόνο του, ως τέτοιο. Στη συνέχεια όμως, η απόφαση παραδέχεται ότι
“ το Δικαστήριο, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, είναι έτοιμο να αναγνωρίσει σε ένα βαθμο την εθνική ταυτότητα ως μία πτυχή των δικαιωμάτων του Άρθρου 8”
αναφέροντας μια από τις κεντρικές αποφάσεις που είχε επικαλεστεί ο Σύλλογος των Αθηναίων ως νομολογία (Chapman κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Επομένως, το ΕΔΔΑ παραδέχεται ότι ερμηνευτικά μπορεί να επεξεργαστεί ακόμη περισσότερο “υπό συγκεκριμένες” όμως “περιστάσεις”, το δικαίωμα του άρθρου 8, ώστε να “χωρέσει” και το δικαίωμα της προστασίας της πολιτισμικής ταυτότητας ως τέτοιο.
Θα σας φέρω ένα παράδειγμα: το άρθρο 10, με επικεφαλίδα “ελευθερία της έκφρασης”. Στο άρθρο 10 αναφέρεται ότι καθένας έχει δικαιωμα πρόσβασης στις πληροφορίες. Μέχρι την περασμένη δεκαετία, το ΕΔΔΑ έλεγε ότι αυτό το δικαίωμα δεν περιλαμβάνει και την πρόσβαση του κοινού στα κρατικά έγγραφα, μόνο και μόνο επειδή η νομολογία του ίδιου δεν είχε εξελιχθεί μέχρι αυτό το σημείο. Έλεγε δηλαδή ότι η πρόσβαση των πολιτών στα δημόσια έγγραφα είναι ένα αυτόνομο δικαίωμα που κάθε κράτος το ρυθμίζει όπως θέλει και δεν θα ελέγξουμε αν η ρύθμιση αυτή είναι ή όχι σύμφωνη με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, αφού είναι εθνικό θέμα κι όχι ευρωπαϊκό. Σταδιακά όμως, κατά την τρέχουσα δεκαετία, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι το άρθρο 10, στο πλαίσιο του δικαίωματος πρόσβασης στις πληροφορίες, εγγυάται και το γενικό δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα κρατικά έγγραφα. Έτσι, “ανακαλύφθηκε” σταδιακά ότι στο άρθρο 10 περιλαμβανόταν και το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα, ενώ ο τίτλος του άρθρου είναι “ελευθερία της έκφρασης”, δηλαδή μια έννοια που πολύ δύσκολα θα έφτανε από μόνη της να περιλαμβάνει και το συγκεκριμένο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα δημόσια έγγραφα. Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει δηλαδή και το ίδιο ότι έχει μείνει πίσω στην νομική ερμηνεία της ΕΣΔΑ σε ορισμένες περιπτώσεις.
Αυτό ακριβώς αναγνώρισε το ΕΔΔΑ και στην απόφαση “Σύλλογος των Αθηναίων κατά Ηνωμένου Βασιλείου”: αναφέρει ότι στην παρούσα φάση δεν έχει φτάσει την ανάλυσή του σε τόσο βάθος ώστε να αναγνωρίσει ένα γενικό δικαίωμα για την προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Αυτό, όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το αναγνωρίζει ως ένα κενό στην δική του νομολογία. Αυτό είναι το δεύτερη θετικό στοιχείο της απόφασης: το ΕΔΔΑ απολογείται ότι δεν είναι ακόμη έτοιμο να δικάσει αυτή την υπόθεση. Η έμφαση πέφτει στο “ακόμη”. Το θέμα λοιπόν είναι, πώς μπορεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να καλύψει αυτό το κενό. Την απάντηση την δίνει εντελώς υπαινικτικά, το ίδιο το ΕΔΔΑ σε αυτή την απόφαση.
Αν διαβάσουμε προσεκτικά την απόφαση, θα δούμε τί ήταν αυτό που κράτησε δεσμευμένο το ΕΔΔΑ να μην προχωρήσει στην ουσία της συγκεκριμένης προσφυγής. Ούτε η παρέλευση χρόνου, ούτε η έλλειψη ετοιμότητάς του να αναλύσει εις βάθος τα πολιτισμικά δικαιώματα ήταν ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή. Δεν ήταν ούτε η έλλειψη εξάντλησης ένδικων μέσων, προϋπόθεση παραδεκτού με την οποία δεν ασχολήθηκε καν το ΕΔΔΑ σε αυτή την απόφαση, προφανώς θεωρώντας δεδομένη την διεθνή φύση της διαφοράς που ξεπερνά την αποστολή των εθνικών δικαστηρίων. Διαβάζω από την απόφαση αυτή:
“Κανένα από τα άρθρα που επικαλείται το προσφεύγον δεν μπορεί να ειπωθεί, τόσο επί τη βάση της διατύπωσης του κειμένου των επίμαχων άρθρων όσο και από την άποψη της ερμηνευτικής νομολογίας του Δικαστηρίου, ότι δίνει κάποιο δικαίωμα σε ένα σωματείο, με την θέση που έχει ο προσφεύγων σύλλογος, για να ζητήσει την επιστροφή των Μαρμάρων στην Ελλάδα ή να εμπλέξει το καταγγελλόμενο κράτος σε μια διεθνή διαμεσολάβηση για την επιστροφή τους.”
Το στοιχείο λοιπόν που εμποδίζει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να προχωρήσει είναι η νομική φύση, η ιδιότητα του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων είναι ένας ιδιωτικός σύλλογος, ένα σωματείο του Αστικου Κώδικα. Το ΕΔΔΑ δεν τολμάει να πει εδώ ότι ο Σύλλογος των Αθηναίων στερείται την “ιδιότητα θύματος” (victim status) παραβίασης που προϋποθέτει η ίδια η ΕΣΔΑ ως στοιχείο του παραδεκτού της προσφυγής. Το ΕΔΔΑ σε αυτό το σημείο, στην πραγματικότητα, αξιολογεί την ίδια την φύση της ένδικης διαφοράς. Πρόκειται για μια διεθνή διαφορά που έχει στο επίκεντρό της το αίτημα “της επιστροφής των Μαρμάρων στην Ελλάδα”, πέρα δηλαδή από την απλή αναγνώριση της παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων που αξίωνε ο ίδιος ο Σύλλογος. Ο Σύλλογος προφανώς και δεν ζήτησε από το ΕΔΔΑ την επιστροφή των γλυπτών στην Ελλάδα, αφού αυτό το αίτημα θα ήταν πέρα από την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αλλά ζήτησε μόνο, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του το ΕΔΔΑ να αναγνωρίσει ότι η διακράτηση των γλυπτών συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ. Το ίδιο το Δικαστήριο βλέπει ότι πίσω από αυτό το αίτημα βρίσκεται στην ουσία ένα αίτημα επιστροφής των γλυπτών ή ένα αίτημα συμμετοχής σε διεθνή διαμεσολάβηση που μόνο ένας προσφεύγων νομιμοποιείται να προβάλλει. Κι αυτός ο μοναδικός προσφεύγων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να είναι ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου όπως ο Σύλλογος των Αθηναίων, παρόλο που η απόφαση δεν αμφισβητεί την ιστορικότητά του ως συλλόγου απογόνων. Υπονοεί όμως, με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι ο προσφεύγων έπρεπε να είναι άλλος. Κι αυτός ο άλλος είναι η Ελληνική Δημοκρατία.
Αυτό είναι το μοναδικό σημείο της απόφασης που εισάγει, δια της ερμηνείας έναν δικονομικό κανόνα, για πρώτη φορά: τα ιδιωτικά σωματεία δεν νομιμοποιούνται να επικαλεστούν προσβολή πολιτισμικών δικαιωμάτων όσον αφορά τα εθνικα μνημεία. Δεν το είπε όταν ένας σύλλογος ήρθε να καταγγείλει παραβιάσεις από την Ισπανία, όταν το θέμα ήταν οι καταστροφές από την δημιουργία ενός φράγματος (Gorraz Lizarraga και άλλοι κατά Ισπανίας, 2004). Εκεί η προσφυγή του συλλόγου, ως ιδιωτικού φορέα, ήταν παραδεκτή. Εδώ, φαίνεται να κλείνει η πόρτα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την ιδιωτική καταγγελία παραβάσεων σε σχέση με την πολιτισμική κληρονομιά. Κι αυτή είναι η μόνη θεωρητική συμβολή της απόφασης στο σύνολο της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθώς δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το σημείο η απόφαση δεν παραπέμπει σε άλλες αποφάσεις, αλλά νομολογεί: θέτει νέο κανόνα αποκλεισμού πιθανών μελλοντικών προσφυγών από συλλόγους για θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς.
Αντιθέτως, η πόρτα δεν έχει κλείσει για την περίπτωση των διακρατικών προσφυγών. Με αυτή την απόφαση λοιπόν, το ΕΔΔΑ εμμέσως υπενθυνμίζει στην Ελληνική Δημοκρατία ότι παραμένει η δυνατότητά της για την υποβολή μιας διακρατικής προσφυγής εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, στην οποία μπορεί να ξεπεραστεί το θέμα της παρέλευσης του χρόνου, με την λογική της διαρκούς παραβίασης, ενώ μπορεί να ξεπεραστεί και η έλλειψη ατομικού δικαιώματος στην πολιτισμική κληρονομιά, αφού αυτό δεν αναγνωρίζεται μεν σε ιδιωτικούς συλλόγους απογόνων, “λόγω της φύσης τους”, όπως λέει η απόφαση, αλλά δεν μπορεί να μην αναγνωριστεί πλέον στο ίδιο το κράτος. Άλλη θα είναι η ανάλυση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όταν θα έχει ενώπιόν του μια διακρατική προσφυγή από την Ελληνική Δημοκρατία για την πιο γνωστή, διαχρονικά, νομική αντιπαράθεση που αφορά την διακράτηση πολιτισμικών αγαθών στην Ευρώπη και διεθνώς.
Συνοψίζοντας λοιπόν, αυτή η απόφαση του ΕΔΔΑ έρχεται να αποτελέσει την ιστορική νομική βάση, πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί ένα επόμενο πιο επιτυχές δικαστικό εγχείρημα. Φυσικά αυτό απαιτεί μεγαλύτερο νομικό θάρρος από την πλευρά της Ελληνικής Δημοκρατίας, χωρίς να αποκλείεται η πολύτιμη συμβολή της διπλωματίας στην διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής. Βρισκόμαστε μέσα στο πιο απτό επιχείρημα της Ελληνικής πλευράς, στο νέο Μουσείο Ακρόπολης. Αυτό το επιχείρημα δεν είναι μόνο ρητορικό, ηθικό, συγκινησιακό, πρακτικό, οικονομικό ή αισθητικό. Είναι επίσης ένα νομικό επιχείρημα που μπορεί να επιστρατευθεί, όταν χρειαστεί, ξανά, ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ο Σύλλογος των Αθηναίων θεωρεί λοιπόν ότι χρειάζεται πλήρης συστράτευση όλων των αρμόδιων φορέων, αλλά και του συνόλου της Κοινωνίας των Πολιτών, ώστε να συνενωθούν τόσο οι διπλωματικές και διμερείς συζητήσεις, όσο και τα νομικά εργαλεία που εμπλουτίστηκαν αδιαμφισβήτητα από την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης της δικαιοσύνης.
Εμείς επιτελέσαμε το καθήκον μας, τόσο το επιστημονικό όσο και το πολιτισμικό, για να τεθεί η θεμέλια λίθος σε ένα οικοδόμημα που θα αποκαταστήσει την ακεραιότητα του οικουμενικού μνημείου στην σκιά του οποίου γεννηθήκαμε.
Παραμένουμε δίπλα σε όσες και όσους το συνεχίσουν, μέχρι την πραγμάτωση του αντικειμενικού στόχου.