Σήμερα θα εξηγήσω για ποιο λόγο η ίδρυση και λειτουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου θα εξορθολογήσει το δικαιοδοτικό σύστημα της Χώρας και θα ενισχύσει το κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών ελευθεριών.
Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα επικρατεί το καθεστώς του διάχυτου αλλά παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας: κάθε δικαστής, από τον κατώτατο έως τον πρόεδρο των ανώτατων υποχρεούται να μην εφαρμόζει διάταξη νόμου, η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα (διάχυτος έλεγχος). Η εξέταση όμως αυτή είναι «παρεμπίπτουσα», που σημαίνει ότι ο πολίτης δεν μπορεί να στραφεί ενώπιον της Δικαιοσύνης ευθέως κατά ενός αντισυνταγματικού νόμου, αλλά ο έλεγχος συνταγματικότητας γίνεται μόνο στο πλαίσιο μιας διαφοράς που συνοδεύεται και από άλλα αιτήματα (αποζημίωση, ακύρωση πράξης, διάγνωση έννομης κατάστασης, υπεράσπιση κλπ). Δηλαδή με το ισχύον σύστημα ο πολίτης δεν έχει το δικαίωμα μιας «συνταγματικής προσφυγής», ώστε να βάλλει ευθέως κατά του νόμου που μπορεί να τον θίγει. Μια τέτοια δυνατότητα δίνεται κατά το μοντέλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως έχει αναπτυχθεί στις έννομες τάξεις άλλων χωρών. Δεν θα σταθώ όμως σε αυτό το θέμα, γιατί θέλω να εξετάσω το ζήτημα της ασφάλειας δικαίου που ενισχύεται με την ίδρυση ΣΔ.
Με το ισχύον σύστημα, για να έχουμε μια τελειωτική απόφαση, η οποία καθιστά ανενεργό μια αντισυνταγματική διάταξη, πρέπει η υπόθεση να έχει φτάσει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρθρο 100 Σ.). Οποιαδήποτε άλλη απόφαση για την αντισυνταγματικότητα (του ΣτΕ, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των κατώτατων δικαστηρίων), απλώς περιστασιακά μπορεί να κρίνει ότι μια διάταξη είναι αντισυνταγματική και να μην την εφαρμόσει στην προκειμένη –και μόνο!- υπόθεση. Το οποίο σημαίνει ότι ένα άλλο δικαστήριο, λόγω της εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της μη δέσμευσης από τη νομολογία, μπορεί να κρίνει αντίθετα και να θεωρήσει ότι η διάταξη είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, δημιουργώντας στην πράξη μια βαθύτατη ανισότητα κρίσης και μάλιστα με συνταγματικής φύσεως διακυβεύματα. Ακόμη κι όταν το ΣτΕ κρίνει αντισυνταγματική μια διάταξη, ο κάθε ειρηνοδίκης έχει το δικαίωμα να κρίνει αλλιώς αν μια υπόθεση αχθεί εμπρός του με το ίδιο αντικείμενο! Μόνο το ΑΕΔ μπορεί να αποφανθεί τελειωτικά και δεσμευτικά για τους υπόλοιπους δικαστές, εκτοπίζοντας τη διάταξη στη σφαίρα του ανεφάρμοστου.
Τι πρέπει να προηγηθεί όμως για να φτάσει μια υπόθεση στο ΑΕΔ, ώστε να έχουμε μια ασφαλή τελειωτική απόφαση για το θέμα της συνταγματικότητας; Πρέπει να έχει προηγηθεί «σύγκρουση» αποφάσεων των ανώτατων δικαστηρίων για το ίδιο ζήτημα. Δηλαδή πρέπει να έχει αποφανθεί διαφορετικά το ΣτΕ ή/και ο Άρειος Πάγος ή/και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρα, για να αχθεί μια υπόθεση ενώπιον του ΑΕΔ πρέπει ένας πολίτης να έχει πάει την υπόθεσή του στο ΣτΕ ή / και ένας άλλος (ή και ο ίδιος) στον ΑΠ ή στο ΕλΣυν και να έχουν αποφανθεί διαφορετικά αυτά τα δικαστήρια. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει η ίδια υπόθεση να εμπίπτει στην δικαιοδοσία τόσο του ενός ανώτατου δικαστηρίου όσο και του άλλου, δηλαδή να είναι και διοικητική διαφορά αλλά και αστική ή ποινική διαφορά. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, γιατί οι υποθέσεις κατά κύριο λόγο είτε είναι ποινικές/αστικές, είτε είναι διοικητικές/δημοσιονομικές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μια διάταξη θα έχει εφαρμογή σε πέραν τις μίας δικαιοδοσίας, άρα σε ελάχιστες υποθέσεις μπορούν τα ανώτατα δικαστήρια να διαφωνήσουν, άρα σε ελάχιστες περιπτώσεις θα έχουμε μια τελική λύση συνταγματικότητας από το ΑΕΔ. Εξάλλου κάθε χρόνο το ΑΕΔ δεν εκδίδει πάνω από 5-6 αποφάσεις.
Θα φέρω ένα απλοϊκό παράδειγμα. Υπήρχε παλαιότερα μια διάταξη, κατά την οποία απαγορευόταν να δημοσιευθεί προκήρυξη τρομοκράτη στον ημερήσιο τύπο, γιατί διαφορετικά επιβαλλόταν ποινή φυλάκισης. Αν κάποιος δημοσίευε μια τέτοια προκήρυξη και πήγαινε στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο θα είχε είτε μια αθώωση είτε μια καταδίκη. Αν υποθέσουμε ότι είχε μια καταδίκη, μπορούσε να προχωρήσει και να πάει Εφετείο και Άρειο Πάγο, προκειμένου να κριθεί αν η διάταξη είναι συνταγματική ή όχι (δηλ. αν παραβιάζει ή όχι την ελευθερία έκφρασης). Αλλά και αυτή η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν θα δέσμευε κανένα από τα κατώτερα δικαστήρια, με αποτέλεσμα ο δημοσιογράφος να μπορεί να διώκεται εις το διηνεκές, χωρίς να έχει μια τελειωτική απόφαση που να εκτοπίζει τη διάταξη από την έννομη τάξη, όπως θα γινόταν αν έφτανε στο ΑΕΔ (ή αν η Βουλή καταργούσε το νόμο).
Ας πούμε τώρα ότι αυτή η διάταξη εκτός από την φυλάκιση, είχε και ένα διοικητικό πρόστιμο και ο πολίτης το προσέβαλε στη διοικητική δικαιοσύνη. Και έφτανε μέχρι το ΣτΕ. Και πάλι, αν και το ΣτΕ έλεγε ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, έχουμε φτάσει και σε δεύτερο ανώτατο δικαστήριο, αλλά δεν έχουμε σύγκρουση για να πάμε στο ΑΕΔ και να πάρουμε την τελειωτική απόφαση! Τα ίδια προβλήματα κυκλικότητας παρουσιάζονται δηλαδή και σε αυτήν την περίπτωση: το πρόστιμο μπορεί να επιβληθεί και πάλι, ο πρωτόδικος δικαστής να διαφωνήσει με την κρίση του ΣτΕ και λοιπά. Ούτε και το ίδιο το ΣτΕ δεσμεύεται βέβαια από τη νομολογία του. Όσον αφορά τη λύση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει προταθεί ως αντιστάθμισμα της έλλειψης ΣΔ στην Ελλάδα (από τον κ. Τσακυράκη) πρέπει να πούμε ότι το ΕΔΔΑ δεν κρίνει βέβαια βάσει του ελληνικού Συντάγματος, αλλά βάσει της ΕΣΔΑ που περιέχει μια ειδική δέσμη ανθρώπινων δικαιωμάτων (από την οποία λείπουν π.χ. τα εργασιακά δικαιώματα, όπως η απεργία) και δεν μπορεί να προσφέρει πάντα την πλήρη δικαστική προστασία που προσφέρει η εσωτερική δικαιοσύνη. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο π.χ. δεν αθωώνει κατηγορούμενους, απλώς του επιδικάζει αποζημίωση αν καταδικάστηκαν παράνομα (αντίθετα από τις προβλέψεις τις ΕΣΔΑ). Άρα η προστασία του ΕΔΔΑ δεν μπορεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις αφενός και αφετέρου δεν είναι της ίδιας πληρότητας με την εθνική προστασία.
Τι αλλάζει λοιπόν με την ίδρυση του Συνταγματικού Δικαστηρίου; Το ότι για να φτάσει μια υπόθεση ενώπιόν του δεν χρειάζεται να έχει προηγηθεί «σύγκρουση» αποφάσεων δύο ανώτατων δικαστηρίων. Όταν ο κατηγορούμενος του παραδείγματος μας φτάσει στον Άρειο Παγο, θα πάει αμέσως μετά στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Χωρίς να χρειαστεί να ξεκινήσει άλλη δίκη από το ΣτΕ ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οποία είναι πολύ πιθανό να μην επιτρέπεται από το νόμο να ανοίξει! Έτσι κερδίζεται ένα ευρύτερο πεδίο τελικού ελέγχου συνταγματικότητας για διαφορές οι οποίες θα παρέμεναν στην γκρίζα ζώνη του «σχεδόν τελικού» ελέγχου των ανώτατων δικαστηρίων. Επίσης, για τις άλλες υποθέσεις εμπίπτουν και στα άλλα ανώτατα δικαστήρια, κερδίζεται πολύτιμος χρόνος, αφού δεν χρειάζεται να προηγηθεί η «διαφωνία» τους: αμέσως η υπόθεση εισάγεται στο ΣΔ, το οποίο αποφαίνεται τελειωτικά και με erga omnes (κατά παντός) ισχύ, χωρίς να μπορούν πλέον οι υπόλοιποι δικαστές να αποκλίνουν αν αχθεί υπόθεση της επίμαχης διάταξης εμπρός τους. Αλλά και χωρίς να διακυβεύεται το ενιαίο της κρίσης , δηλαδή η αρχή της ισότητας, ως προς την υπόθεση του ενός ή του άλλου πολίτη, με πρόσχημα την ανεξαρτησία του δικαστή.
Ταυτόχρονα, κάθε δικαστήριο θα διατηρεί, σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση, την αρμοδιότητα και υποχρέωσή του να αποφαίνεται επί της συνταγματικότητας: αν ο πολίτης είναι ικανοποιημένος και η υπόθεσή του δεν οδηγηθεί από τον αντίδικο σε ανώτερο δικαστήριο, το ζήτημα μπορεί να σταματήσει εκεί, όπως γίνεται και σήμερα. Με την ίδρυση του ΣΔ το ΣτΕ και τα άλλα ανώτατα δικαστήρια διατηρούν ακέραιη την εξουσία να ελέγχουν την συνταγματικότητα, ακριβώς όπως και σήμερα, σε επίπεδο «αμετάκλητο». Ακριβώς όπως και σήμερα υπάρχει η περίπτωση μια υπόθεση ΣτΕ να αχθεί ενώπιον του ΑΕΔ, έτσι και αύριο μια απόφαση ΣτΕ θα μπορεί –πολύ πιο εύκολα και άμεσα- να αχθεί ενώπιον του ΣΔ. Είναι εσφαλμένη λοιπόν η κριτική ότι περικόπτεται αρμοδιότητα του ΣτΕ με την ίδρυση ΣΔ: απλώς διευρύνεται το δικαίωμα για επανεξέταση αυτού και μόνο του ζητήματος της συνταγματικότητας από ένα ειδικό δικαστήριο που θα ασχοληθεί μόνο με αυτό το θέμα, ακόμη κι αν δεν υπάρχει «διχογνωμία». Ο «διαιτητικός ρόλος» που διαδραματίζει σήμερα το ΑΕΔ, αποτελούμενο από δικαστές του ΣτΕ, του ΑΠ και του ΕλΣυν, όπου προφανώς οι διαφορές τους λύνονται μαζί με όλα τα υπόλοιπα «παιχνίδια» ισχύος και πολιτικής, αναβαθμίζεται σε πραγματικό δικαιοδοτικό ρόλο. Η στελέχωση του ΣΔ από τρίτους, δηλαδή όχι από δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων, ενισχύει την αντικειμενικότητα και τις εγγυήσεις διαφάνειας και απεξάρτησης από τα δικαστήρια που εξέδωσαν τις «μητρικές» αποφάσεις αναφοράς.
Η φύση των αποφάσεων του ΣΔ εξάλλου, είναι ιδιάζουσα: μπορούν να καταργήσουν νόμο. Όχι απλώς να τον «κηρύξουν αντισυνταγματικό» (όπως μπορεί το ΣτΕ, χωρίς να δεσμεύει ούτε τον διοικητικό πρωτοδίκη), αλλά να τον εκτοπίσουν από την έννομη τάξη! Δηλαδή η καταργητική εξουσία του Συνταγματικού Δικαστή βρίσκεται «ένα σκαλί» πάνω από την καταργητική δυνατότητα του ίδιου του κοινού νομοθέτη. Ο Συνταγματικός Δικαστής, επανανοηματοδοτώντας το Σύνταγμα, στην πυραμίδα των δικαιοπλαστικών οργάνων, βρίσκεται, ως προς τις ακυρωτικές του αρμοδιότητες, κάτω από τον συνταγματικό νομοθέτη, αλλά πάνω από τη Βουλή. Γι’ αυτό είναι αστείο να λέει κανείς ότι η κυβέρνηση ιδρύει ένα «δικό της» υπέρτατο δικαστήριο, ακόμη και στο υποθετικό σενάριο που όλα τα μέλη του διορίζονται από την ίδια: θα ρίσκαρε το ενδεχόμενο έστω της θεσμοποιημένης τελικής ακύρωσης μιας νομοθετικής της πολιτικής; Όσο για το αν το ίδιο το ΣΔ αποβεί τελικά -σε επίπεδο προσώπων- ένα «κυβερνητικό» δικαστήριο, αυτό θα καταδειχθεί μόνο στην πράξη, αν διστάσει να ασκήσει τις αρμοδιότητές του, αν θα έρθει σε ρήξη με τα άλλα ανώτατα δικαστήρια ή όχι (ποιος προεξοφλεί ότι το ΣτΕ είναι πάντα «αντίβαρο» ή ότι είναι πάντα σωστό;) και από το αν θα κάνει καλά τη δουλειά του. Οι αποφάσεις του εξάλλου θα είναι δημόσιες, εκδιδόμενες στο όνομα του ελληνικού λαού και υποκείμενες στην κριτική του (και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αν η φύση των υποθέσεων επιτρέπει να αχθούν μέχρι εκεί).
Η κατάκτηση της αμεσότερης τελειωτικής κρίσης μιας αντισυνταγματικής διάταξης σε υποθέσεις που σήμερα αυτό είναι δικονομικά αδύνατον ή οικονομοχρονικά επαχθές, θα είναι ένα βήμα προόδου για το κράτος δικαίου και για το νομικό μας πολιτισμό.
Αυτές οι σκέψεις δεν έχουν απασχολήσει την σχετική αρθρογραφία, όσο την έχω παρακολουθήσει μέχρι σήμερα. Οι αρθρογράφοι εστιάζουν κυρίως σε πολιτικά – ιστορικά επιχειρήματα, αρνούμενοι συνήθως να δουν πέρα από τις προκαταλήψεις τους και να σταθμίσουν ανάμεσα σε θετικά και αρνητικά.