Γράφτηκε ήδη και υπονοήθηκε από πολλές πλευρές ότι τα νέα μέλη της Αρχής θα είναι ανώδυνα, αχυράνθρωποι, εγκάθετοι της κυβέρνησης. Είναι βάσιμη άραγε, αυτή η «βεβαιότητα» ή υπάρχουν θεσμικές δικλείδες που μπορούν να περιορίσουν σχετικές ανησυχίες;
Η διαδικασία για την ανάδειξη την μελών της Αρχής διέπεται από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, ενώ ουσιαστικές διατάξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη περιλαμβάνονται στην κοινή νομοθεσία. Σύμφωνα με τον Ν.2472/1997 πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος δικαστικός, τακτικά μέλη 3 πανεπιστημιακοί καθηγητές και 3 πρόσωπα «κύρους και εμπειρίας στον τομέα της προστασίας προσωπικών δεδομένων» και αναπληρωματικοί άλλοι 6 με τις ίδιες ιδιότητες, ενώ κατά τον Ν.3051/2002, όλα τα μέλη πρέπει να είναι «πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και επιστημονικής κατάρτισης ή επαγγελματικής εμπειρίας» στον τομέα αυτόν.
Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι ένα διακομματικό συλλογικό όργανο που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό της Βουλής του 1987 και αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους της Βουλής των Ελλήνων, από τους διατελέσαντες Προέδρους της Βουλής εφόσον έχουν εκλεγεί βουλευτές, από τους Προέδρους των Διαρκών Επιτροπών, από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, από τους Προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και από έναν εκπρόσωπο των ανεξαρτήτων βουλευτών (εφόσον οι τελευταίοι είναι τουλάχιστον πέντε).
Σύμφωνα με το άρθρο 14 (δ) του Κανονισμού της Βουλής, ο Πρόεδρος της Βουλής είναι αυτός που εισηγείται στην Διάσκεψη των Προέδρων τα πρόσωπα που προτείνονται ως μέλη της ΑΠΔΠΧ. Επομένως, πριν εισηγηθεί ο Πρόεδρος πρέπει να έχει διερευνήσει, ατύπως, ποια είναι τα πρόσωπα που θα συγκεντρώσουν την αποδοχή όχι μόνο της κυβερνητικής παράταξης, αλλά θα έχουν διείσδυση και σε ικανό αριθμό εκπροσώπων, ώστε να επιτευχθεί η ομοφωνία ή η πλειοψηφία των 4/5. Αυτό καταθέτει και η πρώην Πρόεδρος της Βουλής, κα Α. Μπενάκη, σε σχετική ομιλία της για τις Ανεξάρτητες Αρχές: «Η ρύθμιση αυτή υποχρεώνει τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής να επιδιώκει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων, πράγμα αρκετά δυσχερές και χρονοβόρο. Πάντως μέχρι στιγμής οι επιλογές όλες έχουν γίνει με ομοφωνία, διότι στην πραγματικότητα η προεργασία έγινε σε κάθε περίπτωση από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Βουλής σε διαβούλευση με τα κόμματα. Το προϊόν της διαβούλευσης επικυρώθηκε απλά από τη Διάσκεψη.»
Εδώ αρχίζουν, ίσως, οι πρώτες παρατηρήσεις που σχετίζονται με τις ανησυχίες για κυβερνητική επιρροή. Η ουσιαστική επιλογή γίνεται, λοιπόν, παρασκηνιακά, με την πρωτοβουλία του εκάστοτε Προέδρου, ο οποίος ανήκει βεβαίως στην παράταξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Είναι αυτό διασφάλιση μιας πραγματικής ομοφωνίας ή κατατείνει σε συνδιαλλαγή;
Η κυρία Λ. Μήτρου, πρώην αναπληρωματικό μέλος της Αρχής έχει διατυπώσει πιο κομψά αυτή την ανησυχία: «Το σύστημα επιλογής ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια αποδυνάμωση, αν η επιλογή των μελών είναι (ή, στα μάτια των πολιτών, φαίνεται να είναι) ένα προϊόν όχι συναίνεσης, αλλά κομματικών συμβιβασμών και συνδιαλλαγής, αν δηλ. αντί για ανεξαρτησία έχουμε το άθροισμα ή την εξισορρόπηση πολλαπλών εξαρτήσεων, που δεν σημαίνει αυτονόητα και ανεξαρτησία.» (Λ.Μήτρου, Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ΕφΔημΔικ, 2004-Ειδικό τεύχος, αφιέρωμα στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, σελ. 8).
Η κ. Μπενάκη φαίνεται να απαντάει στα παραπάνω, με τις ακόλουθες φράσεις: «Τα κριτήρια της επιλογής των προσώπων που στελεχώνουν τις Α.Α. περιγράφονται στους οικείους νόμους και αυτά επιδιώκεται εκάστοτε να τηρούνται. Είναι κριτήρια ποιότητας, ικανότητας, εξειδίκευσης και προπαντός ακεραιότητας. Ωστόσο, επειδή η επιλογή γίνεται από πολιτικό σώμα, απαιτείται και η επίτευξη πολιτικών ισορροπιών, ώστε να εξουδετερώνεται κατά το δυνατόν η υποψία οποιασδήποτε κομματικής επιρροής.
Θα πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να επισημανθεί, ότι το σύστημα που υιοθέτησε ο ελληνικός συνταγματικός νομοθέτης μοιάζει να είναι παγκοσμίως πρωτότυπο, υπαγορευμένο από τις ελληνικές πολιτικές συνθήκες. Από έρευνα που διεξήγαγε η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής έπειτα από ερώτημά μου, προκύπτει ότι κατά κανόνα η σύνθεση των Α.Α. των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία και Ιταλία) καθορίζεται είτε από την εκτελεστική εξουσία (Π.τ.Δ., Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου, Υπουργικό Συμβούλιο ή αρμόδιος Υπουργός) ή, όπου παρεμβάλλεται η Βουλή, τα αρμόδια όργανά της (Ολομέλεια ή Κοινοβουλευτικές Επιτροπές) αποφασίζουν κατά πλειοψηφία. Το εφεύρημα των 4/5, χωρίς μάλιστα να υπάρχει λύση εάν αυτό δεν επιτυγχάνεται, είναι πρωτοτυπία που μπορεί να οδηγήσει σε συνταγματικό αδιέξοδο. Γι’ αυτό και το κύριο βάρος εναποτίθεται στους ώμους του εκάστοτε Προέδρου της Βουλής, ο οποίος οφείλει κατά τρόπο νομοτελειακό να επιτύχει σύμπτωση των απόψεων των κοινοβουλευτικών ομάδων και να προκαλέσει εν συνεχεία την ομόφωνη επικύρωση της Διάσκεψης των Προέδρων. Σε τελική ανάλυση η λειτουργικότητα του συστήματος επαφίεται στην διαμεσολαβητική ικανότητα του Π.τ.Β. και στην υπευθυνότητα των κομμάτων, χωρίς να προβλέπεται μηχανισμός διεξόδου από ενδεχόμενη κρίση.»
Τελικά είναι περίπου σαν την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας: συναίνεση ή εκλογές, μόνο που όσον αφορά την επιλογή των προσώπων στις ανεξάρτητες αρχές, το δίλημμα είναι: συναίνεση ή αδιέξοδο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι θητείες μελών του ΕΣΡ, του Συνηγόρου του Πολίτη, της ΑΔΑΕ, του ΑΣΕΠ, αλλά και του παραιτηθέντος Προέδρου της ΑΠΔΠΧ έχουν εδώ και πολύ καιρό λήξει. Η εμμονή του ΠΑΣΟΚ για ανανέωση της θητείας όσων μελών ήταν επαρκή και η αντίρρηση της ΝΔ για διορισμό νέων μελών έχει οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο που δημιουργεί ζητήματα νομιμότητας της σύνθεσης των ανεξάρτητων αρχών. Πριν μερικές ημέρες, ο π. Πρόεδρος Κακλαμάνης, μέλος της Διάσκεψης, δήλωσε ότι το αδιέξοδο είναι ένα πρόβλημα «μεθοδολογίας» της συνεννόησης των κομμάτων.
Μήπως, όμως, στο δίλημμα μπορεί να δοθεί μια άλλου είδους, αλλά λύση που να αποδεσμεύει τελικά τον Πρόεδρο της Βουλής από αυτό το δυσβάστακτο φορτίο και να επαναπροσδιορίσει την συνταγματική επιταγή για ουσιαστική και όχι «επικυρωτική» επιλογή των μελών από τη Διάσκεψη της Βουλής;
Ίσως θα πρέπει εδώ να εμπνευστούμε από την ευρωπαϊκή εμπειρία, η οποία δίνει μια κατεύθυνση προς την μεγαλύτερη διαφάνεια και την ανάπτυξη ενός πραγματικού δημόσιου διαλόγου. H εκλογή του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (Συνηγόρου του Πολίτη), ανεξάρτητης αρχής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ύστερα από δημοσίευση πρόσκλησης υποψηφίων για τη θέση. Οι υποψήφιοι εμφανίζονται ενώπιον του Κοινοβουλίου και παρουσιάζουν τις θέσεις τους, εξεταζόμενοι σχετικώς από το σώμα που καλείται να εκλέξει τον Διαμεσολαβητή. Η διαδικασία γίνεται λοιπόν με δημοσιότητα, με αντιπαράθεση θέσεων, απόψεων και με παρουσίαση των προσωπικοτήτων που καλείται να εκλέξει το Κοινοβούλιο. Έτσι, το βάρος μετατίθεται στο ίδιο το εκλεκτορικό σώμα, αλλά και τις σχετικές επικοινωνιακές ικανότητες των υποψηφίων, οι οποίοι καλούνται να πείσουν ευθέως τους βουλευτές -και όχι τον Πρόεδρο της Ευρωβουλής- για την καταλληλότητά τους.
Τίποτε δεν θα εμπόδιζε λοιπόν, μια «μεθοδολογία», κατά την οποία οι υποψηφίοι, θα καλούνταν ενώπιον της Διάσκεψης των Προέδρων, θέτοντας τους εαυτούς τους στην άμεση κρίση του οργάνου, το οποίο κατά το Σύνταγμα είναι αρμόδιο να επιλέξει τα μέλη της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Μια διαδικασία με διαφάνεια, σύμφωνη με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, αλλά και λειτουργούσα ως επιπρόσθετη εγγύηση ότι η Κυβέρνηση δεν θα επιλέξει μόνη, επιβάλλοντας στην αντιπολίτευση, τα πρόσωπα που θεωρεί κατάλληλα για τη στελέχωση της Αρχής.