Κυριακή, Ιανουαρίου 05, 2025

Κώστας Σημίτης και κράτος δικαίου

Κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Σημίτη (1996 – 2004), η Ελλάδα απέκτησε ορισμένους θεσμικούς πυλώνες που θα έπρεπε να διαθέτει ήδη από δεκαετίες και οι οποίοι είναι σήμερα αυτονόητες παράμετροι που συνθέτουν το οικοδόμημα του κράτους δικαίου σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα. 


Ο ίδιος ο Σημίτης, πολύ πριν γίνει πρωθυπουργός είχε δώσει δείγματα προσωπικού και πολιτικού ενδιαφέροντος για την ενίσχυση των δικαιοκρατικών θεσμών της χώρας. Χαρακτηριστική ήταν η αρθρογραφία του για την ίδρυση ενός Επιτρόπου Προστασίας Απορρήτου, ως θεσμική λύση για το σκάνδαλο των υποκλοπών που είχε ξεσπάσει στην περίοδο της κυβέρνησης Κώστα Μητσοτάκη. Ο Σημίτης είχε υποστηρίξει ότι αυτά τα θέματα πρέπει να λύνονται από ανεξάρτητη αρχή, σε μια περίοδο που τέτοιοι θεσμοί δεν υπήρχαν ακόμη στο πολιτειακό σύστημα της χώρας. 


Η Ελλάδα το 1997 κύρωσε και έθεσε σε εφαρμογή το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1966 (!), δηλαδή το νομικά δεσμευτικό κείμενο του Ο.Η.Ε. για τα ανθρώπινα δικαιώματα που καθιστά υποχρεωτική την εφαρμογή των ανθρώπινων δικαιωμάτων της Οικουμενικής Διακήρυξης από τα Ελλ. Δικαστήρια. Με αυτή την κύρωση αυτομάτως καταργήθηκαν λόγω της εφαρμογής του άρθρου 28 του Συντάγματος που έδωσε στο Σύμφωνο υπέρτερη τυπική ισχύ διατάξεις που δεν είχαν ακόμη εξοβελιστεί από την ελληνική έννομη τάξη με μόνη την εφαρμογή της Ε.Σ.Δ.Α., με πιο χαρακτηριστική την κατάργηση της προσωπικής κράτησης για οικονομικές οφειλές μεταξύ ιδιωτών μη εμπορικού χαρακτήρα. Η μεταρρύθμιση αυτή πολύ απλά σήμαινε ότι οι πολίτες στην Ελλάδα δεν πηγαίνουν στην φυλακή επειδή ο ένας χρωστάει στον άλλο ποσό κάτω των 30.000 ευρώ. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η προσφυγή βάσει του Δ.Σ.Α.Π.Δ. στην Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων των Η.Ε. αποτέλεσε σημαντικό θεσμικό εργαλείο για επιβολή ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της Ελλάδας, ιδίως σε υποθέσεις παράνομων εκτοπίσεων μεταναστών και προσφύγων. 


Το 1997, δηλ. επί Σημίτη, θεσπίστηκε για πρώτη φορά η νομική προστασία των προσωπικών δεδομένων, με την ίδρυση και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Ν.2472/1997). Η θεσμοθέτηση της προστασίας δεδομένων ήταν μια ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας, σύμφωνα με την Οδηγία 95/46/ΕΚ και την Σύμβαση 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αποτελούσε επίσης προϋπόθεση για την συμμετοχή της Ελλάδας στην Συμφωνία του Σένγκεν και την κατάργηση των ελέγχων της ελεύθερης μετακίνησης στα σύνορα των χωρών που ανήκουν στον ενιαίο χώρο Σένγκεν.  Ο αδελφός του Κώστα Σημίτη, ο καθηγητής Σπύρος Σημίτης ήταν ένας από τους πρωτοπόρους νομικούς που είχαν εισηγηθεί και συμβάλλει στην εφαρμογή της προστασίας δεδομένων στην Γερμανία ήδη από την δεκαετία του 1970. Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη, οργανώθηκε και συγκροτήθηκε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, με πρώτο πρόεδρο της τον Κ.Δαφέρμο. Με τις ιστορικές πρώτες αποφάσεις της Αρχής κατέστη σαφές ότι είχε τελειώσει πλέον σε νομικό επίπεδο η δυνατότητα καθενός και κυρίως των ΜΜΕ να διεισδύουν στην προσωπική ζωή των πολιτών. Με την περίφημη γνωμοδότηση της Αρχής του έτους 2000 διαγνώσθηκε ότι οι αστυνομικές ταυτότητες των πολιτών δεν πρέπει να φέρουν την αναγραφή του θρησκεύματος. Αυτό προκάλεσε μια από τις πιο κεντρικές συζητήσεις για τον χωρισμό του κράτους από τον εναγκαλισμό με την εκκλησία, η οποία εξέλαβε την θεσμική παρέμβαση της Αρχής ως εχθρική ενέργεια και οργάνωση μια μεγάλη συλλογή υπογραφών με αίτημα το δημοψήφισμα. Το αίτημα απορρίφθηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας με μια λιτή ανακοίνωση του τότε ΠτΔ Κ.Στεφανόπουλου που υπενθύμιζε τις συνταγματικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της δημοψηφισματικής διαδικασίας. Οι δίκες που ακολούθησαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατέδειξαν ότι το θρήσκευμα δεν είχε καμία θέση στα δημόσια έγγραφα των αστυνομικών ταυτοτήτων και, πολλά χρόνια μετά αυτές οι διακαστικές αποφάσεις χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα ως νομολογία για την αφαίρεση του θρησκεύματος από κάθε σχετικό κρατικό φακέλωμα. Αυτά κόστισαν σημαντικά στον Σημίτη, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν ο μόνος πρωθυπουργός που δεν πραγματοποίησε ποτέ επίσημη επίσκεψη στο Άγιο Όρος. Μόνη παραφωνία στην μεταρρυθμιστική στάση του Σημίτη όσον αφορά τον διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας ήταν η θεσμοθέτηση της υποδοχής του αγίου φωτός από τα ιεροσόλυμα με κρατική πτήση και τιμές αρχηγού κράτους, ενώ μέχρι τότε πραγματοποιείτο ιδιωτικά από γραφείο ταξιδιών.


Το 1998 ιδρύθηκε η ανεξάρτητη αρχή “Συνήγορος του Πολίτη”, κατά τα πρότυπα του Ombudsman, σύμφωνα με συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπήρχαν από το έτος 1975! Πρώτος Συνήγορος του Πολίτη ορίστηκε ο καθηγητής Νικηφόρος Διαμαντούρος, ο οποίος στην συνέχεια ανέλαβε και την αντίστοιχη θέση στην Ε.Ε., ως Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής (European Ombudsman). 


Το έτος 2000 ιδρύθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η Ε.Ε.Δ.Α. είναι ο σύμβουλος της Πολιτείας σε θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Πολλά χρόνια μετά, δηλαδή το 2024, η Ε.Ε.Δ.Α. αναγνωρίστηκε διεθνώς ως μια από τις αρτιότερα οργανωμένες ανεξάρτητες αρχές ανθρώπινων δικαιωμάτων από τους επίσημους αξιολογητές της.


Το έτος 2001 ολοκληρώθηκε η πιο σημαντική αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 μέχρι σήμερα. Το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε σε σημαντικό βαθμό έτσι ώστε να υποδεχθεί τις πέντε ανεξάρτητες αρχές που συγκροτούν αναπόσπαστο μέρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και οι οποίες είχαν ιδρυθεί πιο πριν (με την εξαίρεση της ΑΔΑΕ που ιδρύθηκε επίσης επί Σημίτη, το 2003). Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ο Συνήγορος του Πολίτη, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού  και η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών δεν θα μπορούσαν πλέον να καταργηθούν από την Βουλή! Επίσης, θα στελεχώνονταν όχι πλέον με απόφαση του κάθε υπουργού, αλλά με ομοφωνία ή πλειοψηφία 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 καθιέρωσε την αρχή της αναλογικότητας ως ρητό περιορισμό των περιορισμών στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και επέβαλε ρητά την “αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου”, στο άρθρο 25 του Συντάγματος. 


Όσον αφορά το δικαστικό σύστημα, κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων, μεταρρύθμιση που απορρίφθηκε ωστόσο, αν και στο Σύνταγμα από τότε συμπεριλήφθηκε σχετική ερμηνευτική δήλωση που αξιοποιήθηκε πρόσφατα (2024) από την ελληνική νομοθεσία. 


Σχετική με το κράτος δικαίου είναι και η προσπάθεια εξορθολογισμού του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, με την υποχρεωτική εκ του συντάγματος πλέον παραπομπή κάθε τέτοιας υπόθεσης από τμήμα στην Ολομέλεια των ανώτατων δικαστηρίων της χώρας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος της συνταγματικότητας αποκτά εν μέρει πιο “κεντρικό” χαρακτήρα (στον ανώτατο βαθμό), ως μια μικρή εξαίρεση από τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα.


Με την αναθεώρηση του 2001 ιδρύθηκε επίσης το “Μισθοδικείο”, δηλαδή το ανώτατο δικαστήριο που αποφασίζει για τους μισθούς των δικαστικών λειτουργών που για πρώτη φορά δεν θα αποτελείται πλέον κατά πλειοψηφία από δικαστικούς (για να λυθεί το θέμα του “Γιάννης κερνάει – Γιάννης πίνει”), αλλά από άλλους νομικούς όπως δικηγόρους και καθηγητές νομικής.


Στο περίφημο “νέο” άρθρο 15 του Συντάγματος, η αναθεώρηση του 2001 προσέθεσε την διάταξη για την καταπολέμηση της διαπλοκής και της παρέμβασης ισχυρών οικονομικών συμφερόντων στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης: η ασυμβίβαστη ιδιότητα του εργολάβου δημόσιων έργων με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή έστω του “βασικού μετόχου” επιχείρησης μέσων ενημέρωσης. Επίσης το νέο Σύνταγμα απαγόρευε και την συγκέντρωση περισσότερων μέσων ενημέρωσης της ίδιας ή άλλης μορφής από τον ίδιο ιδιοκτήτη. Επρόκειτο βέβαια για μια άκρως “μαξιμαλιστική” απαγόρευση που γνώρισε την σχετικοποίησή της από το ευρωπαϊκό δίκαιο και την σχετική απόφαση του Δ.Ε.Κ., η οποία πάντως δεν οδήγησε στην κατάργηση ή την αναθεώρηση του άρθρου 15 το οποίο παραμένει και σήμερα ως έχει.


Αυτό που καταργήθηκε από την αναθεώρηση του 2001 ήταν το απόλυτο ασυμβίβαστό των βουλευτών με κάθε άλλη επαγγελματική ιδιότητα. Η απαγόρευση αυτή κατέρρευσε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ύστερα από προσφυγή του τότε βουλευτή Αλεξανδρου Λυκουρέζου, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής της Ν.Δ. και του είχε απαγορευθεί να ασκεί την δικηγορία. Η συνταγματική απαγόρευση καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 2008, η οποία τελικώς περιορίστηκε αποκλειστικά σε αυτό το θέμα και μόνον, παρά τις μαξιμαλιστικές προθέσεις της Ν.Δ. για εκτεταμένη αναθεώρηση.


Με την αναθεώρηση του 2001 θεσμοθετήθηκε επίσης ότι η μεταβολή του εκλογικού νόμου δεν ισχύει από τις προσεχείς, αλλά από τις μεθεπόμενες εκλογές. Για να μην μπορεί μία κυβέρνηση σε αποδρομή να δυσκολεύει τον σχηματισμό μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την επόμενη κυβέρνηση, όπως θεωρείται ότι είχε γίνει με τον εκλογικό νόμο του ΠΑΣΟΚ του 1989 που δεν επέτρεπε στην ΝΔ να έχει 151 βουλευτές ούτε με 45%. 


Λιγότερο επιτυχημένη θεωρείται βέβαια η αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος σχετικά με την ευθύνη των υπουργών και την σχετική δικαστική ασυλία. Μερικώς το άρθρο 86 τροποποιήθηκε με την αναθεώρηση του 2019.


Κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη ιδρύθηκε επίσης η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.), η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) σε εφαρμογή ευρωπαϊκών αλλά και διεθνών υποχρεώσεων της χώρας. Ιδρύθηκε επίσης το 2001 και η Ρυθμιστική Αρχή Θαλάσσιων Ενδομεταφορών (Ρ.Α.Θ.Ε.), η οποία καταργήθηκε το 2004 από την κυβέρνηση Καραμανλή με μεταφορά των αρμοδιοτήτων της στην Επιτροπή Ανταγωνισμού που προϋπήρχε. 


Το έτος 2002 η κυβέρνηση Σημίτη θεσμοθέτησε ένα ολόκληρο κεφάλαιο του Αστικού Κώδικα με θέμα την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Σε αυτό το κεφάλαιο τίθενται ορισμένες κεντρικές νομοθετικές επιλογές βιοηθικής, όπως είναι η απαγόρευση της επίλογής φύλου του εμβρύου, αλλά και η δυνατότητα αναπαραγωγής με παρένθετη κύηση και η δυνατότητα κρυοσυντήρησης γενετικού υλικού με σκοπό την μελλοντική αναπαραγωγή, ακόμη και μετά το θάνατο του δότη σε ορισμένες περιπτώσεις. Το καθεστώς του 2002 τροποποιήθηκε ελαφρώς μέσα στα χρόνια, αλλά κατά βάση παραμένει ακόμη και σήμερα το ίδιο τοποθετώντας την Ελλάδα στην πρωτοπορία – όχι πάντα με την θετική έννοια – των χωρών που προβλέπουν νομικές τεχνικές και δυνατότητες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Φυσικά ακόμη υπάρχει το μεγάλο θεσμικό κενό που δεν περιλαμβάνει την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή από ΛΟΑΤΚΙ+ ζευγάρια με την μέθοδο της παρένθετής κύησης, η οποία απαγορεύεται ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα. 


Συνολικά, το θεσμικό οικοδόμημα του κράτους δικαίου που συγκροτήθηκε ή και μεταρρυθμίστηκε εκ βάθρων κατά την διακυβέρνηση Σημίτη οδήγησε αδιαμφισβήτητα στην διαμόρφωση ενός πιο σύγχρονου πολιτειακού καθεστώτος που, άλλοτε τολμηρά κι άλλοτε με λιγότερη επιτυχία, ενίσχυσε τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ουσιαστική δημοκρατία στην χώρα. Το Ελληνικό κράτος δικαίου είναι σίγουρα εντελώς διαφορετικό μετά την διακυβέρνηση της χώρας από τον Κώστα Σημίτη.


Συνολικά, η Ελλάδα μετά τον Κώστα Σημίτη ήταν μια αρκετά διαφορετική χώρα, πιο σύγχρονη, όχι μόνο στα θετικά, αλλά και στα αρνητικά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Κώστας Σημίτης και κράτος δικαίου

Κατά την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Σημίτη (1996 – 2004), η Ελλάδα απέκτησε ορισμένους θεσμικούς πυλώνες που θα έπρεπε να ...