Ψηφίστηκε σήμερα από την Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο για την νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου και το νομοσχέδιο οδεύει προς υπογραφή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, στην συνέχεια, για δημοσίευση στο Φ.Ε.Κ. οπότε και θα τεθεί σε εφαρμογή.
Το τελικό κείμενο που ψηφίστηκε από την Βουλή προβλέπει ότι το άτομο που επιθυμεί να διορθώσει την ληξιαρχική κατάχώρηση φύλου και ονοματεπωνύμου ακολουθεί την δικαστική διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας (jurisdictio voluntaria), στο Ειρηνοδικείο της περιφέρειας του ληξιαρχείου που βρίσκεται η ληξιαρχική πράξη γέννησής του. Επομένως, εάν ένα πρόσωπο δεν έχει γεννηθεί στην Ελλάδα δεν μπορεί να προχωρήσει στην διόρθωση της ληξιαρχικής καταχώρησης φύλου, εκτός εάν έχει ήδη πραγματοποιήσει την διόρθωση στο αλλοδαπό ληξιαρχείο και θέλει την μεταγραφή της αλλοδαπής ληξιαρχικής πράξης στο Ειδικό Ληξιαρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών.
Κατ' εξαίρεση, τα Ειρηνοδικεία έχουν δεχτεί ότι αρμόδιο είναι και το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ωστόσο αυτή η κατ' εξαίρεση αποδοχή, αν και βασίζεται σε πάγια νομολογία, δεν περιλαβάνεται δυστυχώς στον νέο νόμο, αλλά εξακολουθεί να πηγάζει από σειρά δικαστικών αποφάσεων νομικής αναγνώρισης ταυτότητας φύλου
Η διαδικασία ξεκινάει με το δικόγραφο που θα συντάξει η/ο δικηγόρος του προσώπου, στο οποίο θα εκτίθεται το ιστορικό του ατόμου ως προς το φύλο και την χρήση του νέου ονόματος, καθώς θα πρέπει να τεκμηριωθεί η ασυμφωνία ανάμεσα στην ληξιαρχική καταχώριση και την ταυτότητα φύλου. Στη συνέχεα, η/ο δικηγόρος καταθέτει το δικόγραφο στο Ειρηνοδικείο, μαζί με το Γραμμάτιο του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει και ο Ειρηνοδίκης ορίζει ημερομηνία δικασίμου, καθώς και προ πόσων ημερών πρέπει να γίνει η επίδοση του δικογράφου στον εισαγγελέα. Συνήθως ορίζεται 3 - 15 ημέρες πριν την δικάσιμο. Αυτά δεν αναγράφονται μεν στον νέο νόμο, ισχύουν όμως από τις διατάξεις της Εκούσιας Δικαιοδοσίας.
Ένας/μία δικαστικός επιμελητής λαμβάνει την εντολή από την/τον δικηγόρο να επιδόσει το δικόγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα και αμείβεται για την συγκεκριμένη επίδοση. Η/ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση επίδοσης, η οποία πρέπει να αποτελέσει μέρος του φακέλου που θα κατατεθεί στον δικαστή. Εάν δεν περιληφθεί η εν λόγω έκθεση επίδοσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω μη τήρησης διάταξης που διέπει την προδικασία.
Καθώς ο νέος νόμος δεν επιτρέπει το δικαίωμα για τα έγγαμα άτομα, θα πρέπει να προσκομίζεται και ένα πιστοποποιητικό οικογενειακής κατάστασης στο φάκελο που θα κατατεθεί στον/στην Ειρηνοδίκη κατά την ημέρα της δικασίμου. Επίσης θα χρειαστεί αντίγραφο της ληξιαρχικής πράξης γέννησης και βάπτισης αν υπάρχει (προσοχή: όχι πιστοποιητικού γέννησης ή άλλης βεβαίωσης, αλλά αντίγραφο της ίδιας της ληξιαρχικής πράξης). Επειδή με τον νέο νόμο προστίθεται ως προϋπόθεση και η πλήρης δικαιοπρακτική ικανότητα, ενδέχεται οι Ειρηνοδίκες να ζητήσουν αποδεικτικά και για αυτό, όπως ότι το πρόσωπο δεν τελεί σε δικαστική συμπαράσταση ή άλλα πιστοποιητικά, αλλά επειδή η δικαιοπρατική ικανότητα πρέπει να τεκμαίρεται κανονικά δεν πρέπει οι δικηγόροι να τα πηγαίνουν εξ αρχής. Οι Ειρηνοδίκες εάν επιθυμούν κι άλλες αποδείξεις, λόγω του ευέλικτου της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, επικοινωνούν τηλεφωνικά με τους δικηγόρους και τους ενημερώνουν. Απαραίτητο θεωρώ για τον φάκελο ότι είναι και η φωτοτυπία της αστυνομικής ταυτότητας και άλλων δημοσίων εγγράφων (π.χ. άδεια οδήγησης, πτυχία, διπλώματα) που καταδεικνύουν το πρόβλημα αναντιστοιχίας ανάμεσα στο καταχωρισμένο φύλο και την ταυτότητα φύλου. Εξυπακούεται ότι εάν το άτομο έχει υποβληθεί σε ιατρικές πράξεις, καλό είναι, αν και πλέον ο νόμος δεν το απαιτεί, να τεθούν υπόψη του δικαστηρίου, με προσκόμιση των σχετικών βεβαιώσεων ή πρακτικών χειρουργείου, ώστε να έχει διαμορφώσει μια ολοληρωμένη εικόνα για την ασυμφωνία καταχωρισμένου φύλου και ταυτότητας φύλου.
Την ημέρα της δικασίμου ο/η δικηγόρος οφείλει να συντάξει δεύτερο δικόγραφο, τις "Προτάσεις" που συνοδεύουν τον φάκελο με τα έγγραφα.
Η δίκη πλέον θα γίνεται στο γραφείο της/του Ειρηνοδίκη, χωρίς ακροατήριο. Οι δικαστές έχουν την δυνατότητα να εξετάσουν και μάρτυρες, οπότε καλό είναι να έρχεται και ένα άτομο του συγγενικού ή φιλικού περιβάλλοντος του ατόμου ώστε να αποδεικνύεται η χρήση του επιθυμητού νέου ονόματος στην καθημερινότητα του ατόμου. Ο/η μάρτυρας ορκίζεται ότι το άτομο παρουσιάζει την ασυμφωνία καταχωρισμένου φύλου - ταυτότητας φύλου και καταθέτει ποιο όνομα χρησιμοποιεί το άτομο στις κοινωνικές του σχέσεις.
Ο δικαστής μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Σκοπός των ερωτήσεων είναι να διαπιστωθεί κατά πόσον συντρέχει ή όχι η ασυμφωνία καταχωρισμένου φύλου και ταυτότητας φύλου. Η ασυμφωνία πρέπει να αποδειχθεί και το Δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση.
Στη συνέχεια, ο Δικαστής δηλώνει ότι η υπόθεση "συζητείται" και η πλευρά του αιτούντος προσώπου φεύγει από το γραφείο, αφήνοντας τον φάκελο, με Γραμμάτιο Παράστασης Δικηγόρου και Γραμμάτιο Προτάσεων του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
Ο/η Ειρηνοδίκης εντός των επόμενων εβδομάδων εκδίδει την απόφαση. Στη συνέχεια αναμένεται η καθαρογραφή της απόφασης και η υπογραφή της από τον/την δικαστή και την/τον γραμματέα. Μόλις ολοκληρωθεί αυτό το στάδιο, ο/η δικηγόρος λαμβάνει επικυρωμένα αντίγραφα της απόφασης, την οποία πρέπει να επιδώσει στον αρμόδιο εισαγγελά.
Ο/η δικαστικός επιμελητής επιδίδει επικυρωμένο αντίγραφο στον/στην εισαγγελέα πρωτοδικών και στην συνέχεια συντάσσει έκθεση επίδοσης. Ο/η εισαγγελέας μπορεί εντός 30 ημερών να προσβάλλει την απόφαση με ένδικα μέσα. Όταν παρέλθουν οι 30 ημέρες, ο/η δικηγόρος υποβάλλει στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού περί μη άσκησης ένδικων μέσων. Στην συνέχεια, η Γραμματεία ελέγχει τα βιβλία των ενδίκων μέσων και εάν η Εισαγγελία δεν έχει ασκήσει κάποιο ένδικο μέσο, εκδίδει το σχετικό πιστοποιητικό.
Το επόμενο στάδιο είναι το ληξιαρχείο. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συνεπικουρούμενο από το δικηγόρο του προσκομίζει στο ληξιαρχείο επικυρωμένο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, αντίγραφο της δεύτερης έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή προς την εισαγγελία, καθώς και επικυρωμένο αντίγραφο του πιστοποιητικού περί μη άσκησης ενδίκου μέσου και υποβάλλει αίτημα διόρθωσης της ληξιαρχικής πράξης γέννησης. Ο ληξίαρχος συντάσσει επί τόπου την διόρθωση στον τόμο του ληξιαρχείου στον οποίο βρίσκεται η αρχική ληξιαρχική πράξη γέννησης και εκδίδει το σχετικό απόσπασμα, αντίγραφο του οποίου δίνει στο άτομο. Εάν το άτομο είναι δημότης του ίδιου δήμου (δηλ. ψηφίζει στον δήμο που είναι καταχωρισμένη η ληξιαρχική πράξη γέννησης), υποβάλλεται και αίτημα για διόρθωση του δημοτολογίου. Εάν το άτομο δεν είναι δημότης του ίδιου δήμου, θα πρέπει να λάβει αντίγραφα από όλα τα προηγούμενα έγγραφα και να πάει στο δημοτολόγιο του δήμου που είναι γραμμένο, ώστε να ζητήσει εκεί την δημοτολογική διόρθωση. Δυστυχώς, στο νέο νόμο δεν υπάρχει αυτεπάγγελτη διαδικασία, οπότε το άτομο με τον δικηγόρο του θα πρέπει να κάνει το ίδιο αυτό το βήμα.
Η απόφαση για την δημοτολογική διόρθωση, επειδή συνδέεται και με την διαγραφή ή την εγγραφή στους στρατολογικού καταλόγους, δεν λαμβάνεται από τον Δήμο, αλλά από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Ο Δήμος απλά συγκεντρώνει το αίτημα και τα έγγραφα και, μαζί με μια έγχρωμη φωτογραφία ταυτότητας του προσώπου (για να εκδοθεί πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας), προωθεί το φάκελο για λήψη απόφασης από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Συνήθως εκεί παρουσιάζεται σημαντική καθυστέρηση. Επίσης, εάν υπάρχει διαφορετικός δήμος ληξιαρχικής εγγραφής από την δημοτολογική εγγραφή ή και από το βιβλίο αρρένων (δηλαδή εμπλέκονται τρεις δήμοι), χρειάζεται πολύ στενή συνεργασία και των τριών, προκειμένου να συνταχθεί το κατάλληλο πιστοποιητικό ταυτοπροσωπίας προς την Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Εδώ υπάρχει ένα κενό στην σχετική Υπουργική Απόφαση που δεν έχει προβλέψει την περίπτωση εμπλοκής τριών δήμων, παρόλο που η περίπτωση είναι συνήθης.
Όταν η Αποκεντρωμένη Διοίκηση λάβει την απόφαση διαγραφής / εγγραφής στους στρατολογικούς καταλόγους επιστρέφει τον φακελο στον δήμο του δημοτολογίου του προσώπου, οπότε συντελείται και η δημοτολογική διόρθωση που περνάει και στους εκλογικούς καταλόγους. Μετά από αυτό το στάδιο, το άτομο μπορεί να εμφανιστεί στο Τμήμα Ασφαλείας του τόπου κατοικίας του και να υποβάλει την παλιά ταυτότητά του για την έκδοση νέας αστυνομικής ταυτότητας, προσκομίζοντας όλα τα δικαιολογητικά που χρειάζονται για την έκδοση νέας αστυνομικής ταυτότητας και μαζί με έναν μάρτυρα.
Μετά την έκδοση της αστυνομικής ταυτότητας, το άτομο θα πρέπει να υποβάλει αιτήματα διόρθωσης των στοιχείων του σε όλα τα δημόσια (π.χ. πανεπιστήμια, εφορία) και ιδιωτικά (π.χ. τράπεζες) αρχεία που είναι καταχωρισμένο. Εάν κάποια δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία αρνείται να επικαιροποιήσει τα στοιχεία του ατόμου, τότε υποβάλλεται εντός 15 ημερών προσφυγή στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για παράβαση του άρθρου 4 του Ν.2472/1997 και η Αρχή διατάζει την διόρθωση των στοιχείων.