Η υπόθεση Κορτώ - Βερύκιου δεν είναι μια απλή περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας δια μ.μ.ε. και επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Δεν είναι μια συνήθης περίπτωση στάθμισης ανάμεσα στο έννομο αγαθό της τιμής αφενός και στην ελευθερία της έκφρασης αφετέρου. Η ίδια η δικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προχωρά πέρα από τις διατάξεις του δικαιώματος γνώμης, όπως και πέρα από τις διατάξεις των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης. Αυτό που διαφοροποιεί την συγκεκριμένη υπόθεση από τις συνήθεις υποθέσεις δια του Τύπου είναι μια φράση μοναδικής συνταγματικής σημασίας που τίθεται στο επίκεντρο του δικανικού συλλογισμού, ότι δηλαδή η δημόσια έκφραση αγάπης του συγγραφέα για τον άντρα του - η δήλωση "παραμένω αφοσιωμένος στα βιβλία και στον άνδρα μου" (και δεν κατεβαίνει υποψήφιος με το Ποτάμι) για την οποία κανιβαλίστηκε από τον Βερύκιο, εντάσσεται όχι απλά στο θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης ("το οποίο δεν αποστερείται ή περιορίζεται λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου", αναφέρει η απόφαση), αλλά πολύ περισσότερο, το Δικαστήριο ολοκληρώνει το βήμα αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων εκφράζοντας τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, δήλωσε ότι ο ίδιος είναι και:
"μέλος μιας κοινωνικής ομάδας, μεταξύ των πολλών που συνθέτουν μια σύγχρονη και δημοκρατική κοινωνία, οι ερωτικές επιλογές της οποίας δεν αποδοκιμάζονται από την συνταγματική τάξη της χώρας, αλλά τουναντίον επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος να γίνονται απολύτως σεβαστές".
Σε αυτό το σημείο της απόφασης, το οποίο αποτελεί και την καρδιά του δικανικού συλλογισμού, τίθεται στο επίκεντρο η καταστατική αρχή της Πολιτείας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος:
"Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας".
Επομένως, το Δικαστήριο παραπέμποντας στο άρθρο 2 του Συντάγματος, αναγνωρίζει το "απολύτως σεβαστό" της ερωτικής επιλογής, ως αναπόσπαστο στοιχείο της υποχρέωσης σεβασμού και προστασίας της ανθρώπινης αξίας, δηλαδή της ανθρώπινης ιδιότητας. Προσβάλλοντας την ερωτική επιλογή ως προς τον ίδιο τον σεξουαλικό προσανατολισμό στρέφεσαι ενάντια στην ανθρώπινη αξία, δηλαδή βάλλεις κατά απόλυτης αξίας της ανθρώπινης ιδιότητας. Το "απολύτως σεβαστες" σημαίνει ότι δεν νοούνται περιορισμοί στο δικαίωμα προστασίας. Σημαίνει ότι δεν σταθμίζουμε καν, όταν προσβάλλεται η ανθρώπινη ιδιότητα.
Αυτή η δικανική κρίση περιλαμβάνεται για πρώτη φορά σε δικαστική απόφαση αστικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της προστασίας μιας δημόσιας ομολογίας αγάπης ενός προσώπου για τον ομόφυλο σύντροφό του. Η προέλευση της φράσης περί κοινωνικής ομάδας που οι ερωτικές επιλογές της προστατεύονται εντοπίζεται στην απόφαση 3490/2006 του Δ' Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε το πρόστιμο του ΕΣΡ που επιβλήθηκε στο Mega Channel για την προβολή ενός φιλιού μεταξύ ανδρών στην σειρά "Κλείσε τα μάτια". Έκρινε, τότε, το ΣτΕ, τα εξής: " Με την παράσταση στην επίμαχη ενδιάμεση σκηνή της εκφράσεως ομοφυλόφιλης ερωτικής επιθυμίας, γίνεται παρουσίαση μίας υπαρκτής κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία σχετίζεται με μία κοινωνική ομάδα, μεταξύ των πολλών, οι οποίες συνθέτουν μία ανοικτή και σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, οι ερωτικές επιλογές της οποίας, όχι μόνο δεν αποδοκιμάζονται από την συνταγματική τάξη της χώρας, αλλά τουναντίον επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 2 (σεβασμός και προστασία της αξίας του ανθρώπου) και 5 παρ. 1 (προστασία της προσωπικής ελευθερίας), ως εκδήλωση ελεύθερης επιλογής των αποτελούντων αυτή, να γίνονται απολύτως σεβαστές και μπορούν να εκφράζονται στα έργα τέχνης, όπως εξ άλλου οι ερωτικές επιλογές και ευαισθησίες και των υπολοίπων ομάδων του πληθυσμού της χώρας." Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε επίσης το 2009 από τον Συνήγορο του Πολίτη στο πόρισμά του για την αφαίρεση ενός γκέι φιλιου στην όπερα "Ρούσαλκα" από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ανέφερε τότε ο Συνήγορος του Πολίτη: "Η απόδοση ομοφυλοφιλικής ερωτικής επιθυμίας σε έναν ήρωα μυθοπλασίας και η εκδήλωσή της με ένα ερωτικό φιλί επί σκηνής, λαμβανομένης υπ' όψιν της εξέλιξης των κοινωνικών ηθών, ούτε αποτελεί "ακραία σκηνή", ούτε μπορεί να εκληφθεί ως προσβλητική προστατευόμενου έννομου αγαθού των φερομένων ως θιγόμενων από αυτό. [...] Η ομοφυλόφιλη ερωτική επιθυμία αποτελεί άλλωστε κοινωνικό δεδομένο και προστατεύεται στην συνταγματική μας έννομη τάξη , στο πλαίσιο της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 του Συντάγματος). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, η έκφρασή της στην τέχνη δεν την καθιστά, άνευ άλλου τινός επίμπεμπτη και δεν επιτρέπει την επιβολή περιορισμών, για τον λόγο και μόνο ότι αυτή εκφράζεται σε καλλιτεχνικό έργο και εκδηλώνεται με ένα ερωτικό φιλί επί σκηνής (βλ. και σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΣτΕ 3490/2006 με την οποία ακυρώθηκε επιβληθέν πρόστιμο από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηελόρασης σε τηλεοπτική εκπομπή για την παρουσίαση ερωτικού φιλιού μεταξύ ανδρών).”
Η αναφορά σε "δημοκρατική κοινωνία" έλκει την καταγωγή της επίσης από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης), με σαφήνεια ανφέρεται ότι τα δικαιώματα έκφρασης συνεπάγονται καθήκοντα και ευθύνες που επιβάλλουν περιορισμούς στην έκφραση, εφόσον αυτοί οι περιορισμοί προβλέπονται από νόμο για την υπεράσπιση δίκαιων στόχων, ανάμεσα στους οποίους είναι και τα "δικαιώματα των άλλων" κι εφόσον οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, προκειμένου να εντοπιστεί αν ένας περιορισμός είναι "αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία", αναζητείται μια "πιεστική κοινωνική ανάγκη" (pressing social need) που επιβάλλει τον περιορισμό. Στην περίπτωση της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η πιεστική κοινωνική ανάγκη συνδέεται με την απαγόρευση των διακρίσεων για εγγενείς ή μόνιμες ιδιότητες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνεται πλέον και ο σεξουαλικός προσανατολισμός, καθώς και η ταυτότητα φύλου.
Αυτές οι νομικές κρίσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ελευθερίας της τέχνης, για πρώτη φορά αποτελούν τεκμηρίωση σε υπόθεση αστικού δικαστηρίου που αφορά την πραγματική ζωή. Οι κρίσεις αυτές είχαν χρησιμοποιηθεί επίσης σε ποινικές δίκες για ομοφοβικές εξυβρίσεις το 2011 (βλ. εδώ), με αποτέλεσμα πρωτόδικες καταδίκες οι οποίες δεν δικάστηκαν σε δεύτερο βαθμό, λόγω εξάλειψης αξιοποίνου λόγω του νόμου που καθάριζε τα πινάκια από υποθέσεις με ποινές κάτω του ενός έτους.
Το αστικό δικαστήριο στην υπόθεση Κορτώ - Βερύκιου για πρώτη φορά θεμελιώνει τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης του δημοσιογράφου, στην ανωτέρω καταστατική υποχρέωση της Πολιτείας: για να προστατευτεί χωρίς διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού η ανθρώπινη αξία, η οποία προστατεύεται α π ο λ ύ τ ω ς, ήτοι δεν νοείται επιτρεπτή λεκτική κακοποίηση ενός ανθρώπου για την δημόσια δήλωση αγάπης και αφοσίωσης στον άνδρα του. Φυσικά δεν μπορούσε ένα αστικό δικαστήριο να χρησιμοποιήσει ως νομική βάση τον ποινικό αντιρατσιστικό Ν.4285/2014, ο οποίος εξάλλου όπως είναι πασίγνωστο ψηφίστηκε έξι (6) μήνες μετά την επίδικη εκπομπή. Το να λες ότι το Δικαστήριο δεν καταδίκασε όλα αυτά ως ομοφοβικό, μεταξύ άλλων, λογο (ενώ η απόφαση έχει κάνει όλη την συνταγματική αναγωγή της ερωτικής επιλογής στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια) επειδή δεν εφάρμοσε τον (όχι ακόμη σε ισχύ και πάντως ποινικό) αντιρατσιστικό νόμο είναι ο ορισμός του absurdum. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο δημοσιογράφος αμφισβήτησε την ειλικρίνεια των αισθημάτων του συγγραφέα προς τον σύντροφό του, αποκαλώντας τον συγγραφέα "παρθενοπόπη", λέγοντας "αυτοί δεν έχουν μόνο θηλυκό κορμί έχουν και θηλυκό μυαλό", λέγοντας ότι "όποιος δηλώνει πίστη στο σύντροφό του, που βγαίνει με τη ντουντούκα και το λέει είναι από τη φύση του αλανιάρης". Είναι ολοκάθαρο, ότι ο Βερύκιος επιτίθεται στην φύση του Κορτώ, στην ανθρώπινη ιδιότητά του, γι' αυτό αναφέρεται απαξιωτικά στο σώμα, το μυαλό και στην αναλήθεια "από την φύση του" των δηλώσεών του. Πρόκειται σαφέστατα όχι απλά για μια κοινή προσβολή προσωπικότητας, αλλά για αμφισβήτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς η επίθεση εστιάζει στην φ ύ σ η του άλλου. Το Δικαστήριο απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς ως προσβλητικούς και αναληθείς, αναγνωρίζοντας ότι ο δημοσιογράφος διέδωσε ψεύδη εν γνώση της αναλήθειας τους.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο αναγνώρισε και ότι οι ισχυρισμοί του δημοσιογράφου ότι δήθεν ο συγγραφέας είχε "στήσει" το σκηνικό της απόρριψης της συμμετοχής του στην πολιτική με τον Σταύρο Θεοδωράκη ήταν αναληθείς. Και αυτό το σκέλος της απόφασης δεν είναι άσχετο με το ομοφοβικό παραλήρημα, αφού ο δημοσιογράφος είπε ότι όλο αυτό στήθηκε για να περάσει ο συγγραφέας το δικό του μήνυμα υπέρ τάχα της ομοφυλοφιλίας ("την δική του καυλάντα", όπως χυδαία τόλμησε να ξεστομίσει σε δημόσια ραδιοφωνική συχνότητα που αποτελεί κρατικό πόρο.). Η αναλήθεια των ισχυρισμών αυτών θεμελιώνεται κατά την απόφαση στην υπαιτιότητα του δημοσιογράφου, ο οποίος διαδίδει αυτά τα τερατώδη ψεύδη περί κατασκευασμένου δήθεν περιστατικού απόρριψης πρότασης καθόδου στην πολιτική, χωρίς βέβαια να έχει πραγματοποιήσει την παραμικρή επιβεβαίωση της ακρίβειας τους γεγονότος που ανεπιφύλακτα διαδίδει. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με πολύ μεγάλη σαφήνεια έχει διαχωρίσει την αξιολόγηση ανάμεσα σε διάδοση πραγματικών γεγονότων αφενός και δημοσιογραφικών κρίσεων αφετέρου: ενώ τα πρώτα αποδεικνύονται ως αληθή ή ψευδή, στις δεύτερες υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης, εφόσον όμως ανάγονται σε μια επαρκή πραγματική βάση (factual basis) και δεν τα βγάζει από το μυαλό του ο δημοσιογράφος επί μη γενομένων. Τα "καθήκοντα και ευθύνες" που αναφέρει το άρθρο 10 ("ελευθερία της έκφρασης") της ΕΣΔΑ στην δεύτερη παράγραφο περιλαμβάνουν το σύνολο των "συναλλακτικών υποχρεώσεων του Τύπου" όπως αυτά έχουν διαπλασθεί από την νομολογία, σύμφωνα και με τους δεοντολογικούς κανόνες των ενώσεων συντακτών. Ανάμεσα στα συναλλατικά ήθη του Τύπου (ειδική περίπτωση συναλλακτικών ηθών που αναφέρονται στην γενική μορφή τους και στο άρθρο 288 του Αστικού Κώδικα), περιλαμβάνουν την υποχρέωση ελέγχου της ακρίβειας της είδησης, το "καθήκον αλήθειας" του δημοσιογράφου. Στο καθήκον αλήθειας περιλαμβάνεται και η προηγούμενη επικοινωνία με τους ενδιαφερόμενους πριν την δημοσιοποίηση της "είδησης", άλλως την μνεία ότι δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία, την τήρηση επιφυλάξεων κ.τ.λ. Εάν δεν τηρηθούν τα συναλλακτικά ήθη του Τύπου, τότε υπάρχει υπαιτιότητα που, δεδομένης της αντικειμενικής ευθύνης που κατοχυρώνει η ειδική νομοθεσία περί αστικής ευθύνης του Τύπου για τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ στον ν.1178/1981, ενισχύει και την υποκειμενική υπόσταση στο σκέλος της ποινικής ευθύνης: όταν ένας δημοσιογράφος ενώ οφείλει να ελέγξει την αλήθεια, εν γνώσει του παραλείπει την υπόχρέωσή του, έχει τελικά γνώση ότι αυτό που θα δημοσιοποιήσει είναι ατεκμηρίωτο. Όταν το έχει βγάλει και τελείως από το κεφάλι του, έχει γνώση ότι είναι αναληθές. Άρα, όχι απλή δυσφήμηση. Όταν το αναληθές που δημοσιοποιεί ένας δημοσιογράφος οφείλεται στις δεδηλωμένες ομοφοβικές προκαταλήψεις που έχει για τον άλλον απλά και μόνο επειδή έχει δηλώσει ότι είναι γκέι, τότε έχουμε ούλτρα ενισχυμένο δόλο: ομολογία της υποκειμενικής υπόστασης. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την ελευθερία της έκφρασης, όταν εκτοξεύονται σε κρατικό πόρο, όπως είναι οι ραδιοφωνικές συχνότητες. Είναι ιδιωτικοποιημένη μορφή ενάσκησης ελέγχου σε κρατικό πόρο. Είναι μορφή εξουσίας.
Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της απόφασης είναι ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι ο Βερύκιος μιλώντας στο θηλυκό για τον Κορτώ ("παρθενοπόπη", "μόνη της δήλωσε ότι είναι γυναίκα", "κυρα - Αυγουστίνα"),
"προσέβαλε αναμφίβολα την ταυτότητα φύλου του ενάγοντα, ως άνδρα, υπονοώντας ότι αφού είναι ομοερωτικό άτομο, δεν ανήκει στο ανδρικό αλλά στο γυναικείο φύλο. Η παράφραση του ονόματος, με το οποίο ο ενάγων είναι ευρύτατα γνωστός στο αναγνωστικό κοινό (Αύγουστος Κορτώ - κυρα Αυγουστίνα) και η χρήση αυτού σε θηλυκό γένος εκφράζουν, κατά την κοινή αντίληψη, σαφή περιφρόνηση στο πρόσωπο του ενάγοντα, προσβάλλουν την προσωπικότητά του και βλάπτουν την τιμή και την υπόληψή του αποσκοπώντας στον εξευτελισμό του".
Σε αυτό το σημείο δηλαδή το Δικαστήριο καθιστά σαφές ότι η ταυτότητα φύλου αποτελεί έννομη κατηγορία εντελώς διαφορετική από τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου και ότι τα μέσα ενημέρωσης οφείλουν να σέβονται την διάκριση και να μην προχωρούν σε αθέμιτες και εξευτελιστικές χρήσεις αντωνυμιών και επιθέτων με βάση τις ομοφοβικές ή και τρανσφοβικές προκαταλήψεις που μπορεί να έχει ο κάθε δημοσιογράφος.
Συνολικά, η πρωτόδικη απόφαση καθιστά σαφές ότι δεν είναι πλέον ανεκτές τέτοιες προκαταλήψεις από το συνταγματικό, το ευρωπαϊκό και το εν γένει ισχύον δίκαιο και ότι όταν προσωποποιούνται ως προσβολές στοχεύουν σε βάρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με αποτέλεσμα οι απαγορεύσεις να είναι απόλυτες όσον αφορά τις λεκτικές κακοποιήσεις για αυτά τα θέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου