To Γερμανικό μοντέλο της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους που φέρεται να προτιμά ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και θα συζητήσει με τον πρωθυπουργό βασίζεται στους πιστούς που δηλώνουν στην φορολογική τους δήλωση ότι επιθυμούν / δεν επιθυμούν οι φόροι τους να πηγαίνουν για θρησκευτικούς σκοπούς (π.χ. μισθοδοσία ιερέων). Αν δηλώσεις ότι δεν επιθυμείς, εξαιρείσαι από τον φόρο εκκλησίας, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται: Kirchensteuer. Τα ίδια ισχύουν σε Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία και κάποια καντόνια της Ελβετίας.
Με την δήλωση αποχώρησης από την εκκλησία, οι πολίτες χάνουν το δικαίωμα θρησκευτικού γάμου και κηδείας σε αυτές τις χώρες. Το πρόβλημα είναι τί γίνεται όταν ο ένας μόνο από το ζευγάρι είναι πιστός και θέλει να παντρευτεί με κάποιον που έχει απαλλαγεί από τον φόρο εκκλησίας, αν κάνουν κοινή φορολογική δήλωση, κ.τ.λ.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι η αναγραφή στο εκκαθαριστικό ότι πολίτης δεν υπόκειται σε φόρο εκκλησίας δεν παραβιάζει την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης (Wasmuth κατά Γερμανίας, 17.2.2011).
Σε μια άλλη υπόθεσοι, οι σύζυγοι διαμαρτυρύθηκαν στο ΕΔΔΑ επειδή οι ίδιοι είχαν απαλλαγή από τον φόρο εκκλησίας, αλλά επειδή το έτερο μέλος του ζευγαριού δεν είχε απαλλαγεί αλλά δεν είχε και τα ανάλογα εισοδήματα, αναγκαζόταν τελικά ο απαλλαγείς να πληρώνει τον φόρο! Και σε αυτή την υπόθεση το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν παραβιαζόταν ανθρώπινο δικαίωμα (Klein και άλλοι κατά Γερμανίας, 6.4.2017).