Δημοσιεύθηκε στις 26.2.2019 ο Νόμος 4596/2019 με τον οποίο ενσωματώνεται η Οδηγία 2016/343 για το τεκμήριο της αθωότητας.
Με το άρθρο 5 του νόμου διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις ισχύουν για φυσικά πρόσωπα μέχρι την τυχόν αμετάκλητη καταδίκη ή την θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή την απόρριψη της έγκλησης από τον εισαγγελέα χωρίς την άσκηση ποινικής δίωξης. Αυτό σημαίνει ότι με την πρωτόδικη καταδίκη, αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της έφεσης, δεν υπάρχει ενοχή, αλλά ο καταδικασθείς τεκμαίρεται ότι είναι αθώος. Το ίδιο ισχύει και για την καταδίκη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού ούτε κι αυτή είναι αμετάκλητη αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της αναίρεσης.
Κατά το άρθρο 7, ο τεκμαιρόμενος ως αθώος που παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών έχει δικαίωμα να προσφύγει δικαστικά για την χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν στην συνέχεια το άτομο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (δηλαδή δεν ήταν αθώο), μόνο και μόνο επειδή μια δημόσια αρχή (π.χ. ένας υπουργός που κάνει δηλώσεις, ένα δελτίο τύπου κυβερνητικό, μια δημοσιευμένη διοικητική πράξη που απορρίπτει δικαίωμά του χωρίς να έχει ακόμη καταδικαστεί αμετάκλητα) έχει δικαίωμα να προσφύγει δικαστικά για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.
Ο νόμος δεν αναφέρεται σε παραβιάσεις του τεκμηρίου της αθωότητας από ιδιώτες, όπως είναι τα ΜΜΕ, καθώς μια τέτοια ρύθμιση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, η οποία κατά το ενωσιακό δίκαιο έχει περιορισμένο ρυθμιστικό εύρος. Οι τυχόν παραβάσεις του τεκμηρίου της αθωότητας από ΜΜΕ και άλλους ιδιώτες εμπίπτει σε κάθε περίπτωση στις γενικές διατάξεις για την προστασία της τιμής και υπόληψης του ατόμου και την προστασία της προσωπικότητας από παράνομες προσβολες.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ακόλουθη τροποποίηση που επέρχεται με τον Ν.4596/2019:
"Άρθρο 177Α
Με το άρθρο 5 του νόμου διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις ισχύουν για φυσικά πρόσωπα μέχρι την τυχόν αμετάκλητη καταδίκη ή την θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή την απόρριψη της έγκλησης από τον εισαγγελέα χωρίς την άσκηση ποινικής δίωξης. Αυτό σημαίνει ότι με την πρωτόδικη καταδίκη, αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της έφεσης, δεν υπάρχει ενοχή, αλλά ο καταδικασθείς τεκμαίρεται ότι είναι αθώος. Το ίδιο ισχύει και για την καταδίκη στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού ούτε κι αυτή είναι αμετάκλητη αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία της αναίρεσης.
Κατά το άρθρο 7, ο τεκμαιρόμενος ως αθώος που παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών έχει δικαίωμα να προσφύγει δικαστικά για την χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν στην συνέχεια το άτομο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (δηλαδή δεν ήταν αθώο), μόνο και μόνο επειδή μια δημόσια αρχή (π.χ. ένας υπουργός που κάνει δηλώσεις, ένα δελτίο τύπου κυβερνητικό, μια δημοσιευμένη διοικητική πράξη που απορρίπτει δικαίωμά του χωρίς να έχει ακόμη καταδικαστεί αμετάκλητα) έχει δικαίωμα να προσφύγει δικαστικά για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.
Ο νόμος δεν αναφέρεται σε παραβιάσεις του τεκμηρίου της αθωότητας από ιδιώτες, όπως είναι τα ΜΜΕ, καθώς μια τέτοια ρύθμιση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, η οποία κατά το ενωσιακό δίκαιο έχει περιορισμένο ρυθμιστικό εύρος. Οι τυχόν παραβάσεις του τεκμηρίου της αθωότητας από ΜΜΕ και άλλους ιδιώτες εμπίπτει σε κάθε περίπτωση στις γενικές διατάξεις για την προστασία της τιμής και υπόληψης του ατόμου και την προστασία της προσωπικότητας από παράνομες προσβολες.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η ακόλουθη τροποποίηση που επέρχεται με τον Ν.4596/2019:
"Άρθρο 177Α
Βάρος απόδειξης
1. Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγ γέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής. Ο κατηγορούμενος δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τα πραγματικά περιστατικά πουεπικαλείται υπέρ του. Οι δικαστές και εισαγγελείς είναι υποχρεωμένοι να ερευνούν με επιμέλεια κάθε στοιχείοή αποδεικτικό μέσο που επικαλέστηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.
2. Οποιαδήποτε αμφιβολία περί της ενοχής είναι προςόφελος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου."