Η κρατική προστασία του θεσμού της οικογένειας αποτελεί έναν συνταγματικά κατοχυρωμένο στόχο, προβλεπόμενο στο άρθρο 21 του Συντάγματος. Η διατύπωση μάλιστα του Συντάγματος συνδέει την συγκεκριμένη προστασία με μια σαφή αναφορά, αναφέροντας:
"Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία, τελούν υπό την προστασία του Κράτους".
Με την διάταξη αυτή, το Σύνταγμα κατοχυρώνει ένα κοινωνικό δικαίωμα, διακριτό από το ατομικό δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπεται στο άρθρο 9. Η διάκριση βρίσκεται στο ότι ενώ η οικογενειακή ζωή, ως ατομικό δικαίωμα, είναι σεβαστή και απόλυτα απαραβίαστη, η κρατική προστασία της οικογένειας συναρτάται προς τον συνταγματικό στόχο της που είναι η "συντήρηση και προαγωγή του Έθνους".
Αυτό σημαίνει άραγε ότι επιτρέπεται να χορηγηθεί ένα επίδομα για κάθε γέννηση Ελληνόπουλου, εξαιρώντας την γέννηση ατόμων που ενώ οι γονείς τους είναι νομικά Έλληνες πολίτες, δεν αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά/φυλετικά ως Έλληνες ώστε η προστασία των οικογενειών τους να συναρτάται προς την "συντήρηση και προαγωγή του Έθνους"; Δηλαδή οι Έλληνες πολίτες που είναι Ρομά, μπορούν να εξαιρεθούν νομικά από το επίδομα ή μήπως και οι δικές τους οικογένειες αποτελούν "θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους", οπότε και αυτοί δικαιούνται να το λάβουν μολονότι διαφοροποιούνται φυλετικα;
Πριν θεσπιστεί το Σύνταγμα του 1975, η Ελλάδα υπέγραψε και κύρωσε την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων.
Στο άρθρο 1 παρ. 1 της εν λόγω Σύμβασης διαβάζουμε: "Εν τη παρούση Συμβάσει ο όρος "φυλετική διάκρισις" υποννοεί πάσαν διάκρισιν, εξαίρεσιν, παρεμπόδισιν ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή εθνολογικής προελεύσεως με τον σκοπόν ή αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή διακινδυνεύσεως της αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως, υπό όρους ισότητος, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν, κοινωνικόν, μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον τομέα του δημοσίου βίου."
Η παρ. 2 του ίδιου άρθρου αναγνωρίζει την αναγκαία διευκρίνιση: "Η παρούσα Σύμβασις δεν έχει εφαρμογήν προκειμένου περί διακρίσεων, εξαιρέσεων, παρεμποδίσεσων ή προτιμήσεων γενομένων υπό Κράτους μέλους συμμετέχοντος εις την παρούσαν Σύμβασιν μεταξύ των υπηκόων και μη υπηκόων αυτού."
Επομένως, η Σύμβαση για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων αναγνωρίζει ότι δεν αποτελει φυλετική διάκριση η διαφοροποιημένη νομοθετική ρύθμιση που ισχύει υπέρ των ημεδαπών πολιτών και των αλλοδαπών πολιτών του κράτους. Δεν είναι φυλετική διάκριση η διαφοροποίηση ανάμεσα σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς πολίτες, είναι αυτονόητο αυτό. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να δώσει ένα επίδομα γέννησης σε κάθε ημεδαπή οικογένεια, χωρίς να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την Σύμβαση για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων.
Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου, η διευκρίνιση εμπλουτίζεται: "Ουδεμία των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως θα δύναται να ερμηνευθή ως επηρεάζουσα καθ' οιονδήποτε τρόπον, τας διατάξεις της νομοθεσίας των Κρατών μελών συμμετεχόντων εις την παρούσαν Σύμβασιν αφορώσας την εθνικότητα, πολιτικά δικαιώματα ή πολιτογράφησιν υπό τον όρον όπως αι διατάξεις αύται μη αποτελώσι διάκρισιν εν σχέσει προς ωρισμένην εθνικότητα." Δεν είναι λοιπόν ρατσιστικό αν κάθε κράτος θέτει δικούς του όρους για την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη, εφόσον όμως δεν εισάγει αποκλεισμούς από πολίτες ορισμένης εθνικότητας.
Το θέμα όμως που έχει τεθεί δεν είναι η αυτονόητη διάκριση ανάμεσα σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, αλλά η τυχόν διαφορετική νομοθετική μεταχείριση ημεδαπών πολιτών ανάλογα με την εθνοτική/φυλετική τους καταγωγή.
Στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου, νομιμοποιούνται ορισμένες θετικές φυλετικές διακρίσεις (τα λεγόμενα "θετικά μέτρα" ή affirmative action): "Τα ειδικά μέτρα τα λαμβανόμενα με τον μοναδικόν σκοπόν εξασφαλίσεως της προόδου ωρισμένων φυλετικών ή εθνολογικών ομάδων ή ατόμων εχόντων ανάγκην της τυχόν απαιτουμένης προστασίας παρεχούσης εις τας εν λόγω ομάδας ή τα άτομα ίσην απόλαυσιν ή άσκησιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή θεμελιωδών ελευθεριών, δεν θέλουσιν ερμηνευθή ως αποτελούντα φυλετικήν διάκρισιν, υπό τον όρον εν τούτοις ότι τα τοιαύτα μέτρα δεν θα έχωσιν ως συνέπειαν την διατήρησιν ειδικών δικαιωμάτων δια τας φυλετικάς ομάδας διαφόρως και ότι δεν θέλουσι διατηρηθή εν ισχύϊ εφόσον ήθελον επιτευχθή οι επιδιωκόμενοι αντικειμενικοί σκοποί." Eπομένως, τα θετικά μέτρα έχουν στόχο πάντοτε να αποκαταστήσουν τις διαφοροποιημένες αφετηρίες, δηλαδή ανισότητες, υπό τις οποίες τα άτομα συγκεκριμένης φυλετικής ή εθνοτικής ομάδας απολαμβάνουν ανθρώπινα δικαιώματα, όπως π.χ. το δικαίωμα στην εκπαίδευση, υπό τον όρο της προσωρινότητας, που σημαίνει τακτικό έλεγχο απο τον νομοθέτη κατά πόσον επιτεύχθηκε ο στόχος ή όχι. Έτσι, μια βαθμολογική πριμοδότηση για την εισοδο των Ρομά στα πανεπιστήμια είναι π.χ. ένα θετικό μέτρο που συνδέεται με την άρση των ανισοτήτων που υπάρχουν στην πράξη, αλλά αυτό το μέτρο δεν πρέπει να είναι μόνιμο για να μην καταστεί "προνόμιο", αντί για επιτρεπτή θετική διάκριση και ο νομοθέτης πρέπει να το επανεξετάζει σε σχέση με την επίτευξη των στόχων του.
Θα μπορούσε να αποτελέσει η παραπάνω παράγραφος την νόμιμη βάση ενός επιδόματος μόνο τα παιδιά που γεννούν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες; Με βάση τον διαχωρισμό του Συντάγματος ανάμεσα σε ατομικά και σε κοινωνικά δικαιώματα, το επίδομα είναι μια μορφή προστασίας του κοινωνικού δικαιώματος. Η παρ. 4 αναφέρεται σε ανθρώπινα δικαιώματα ή θεμελιώδεις ελευθερίες, κατηγορία στην οποία δεν μπορεί να ενταχθεί ένα κοινωνικό επίδομα. Επομένως, η παρ. 4 δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκή νομοθετική βάση που θα δικαιολογούσε μια εξαίρεση από την αρχή της ισότητας.
Στο άρθρο 2 της Σύμβασης για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων προβλέπει τα εξής στην παρ. 1:
"Τα Κράτη μέλη καταδικάζουσι την φυλετικήν διάκρισιν και αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως ακολουθήσωσι, δια παντός καταλλήλου μέσου και άνευ χρονοτριβής, πολιτικήν τείνουσαν εις την εξάλειψιν πάσης μορφής φυλετικής διακρίσεως και όπως ευνοήσωσι την μεταξύ πασών των φυλών συνεννόησιν και προς τον σκοπόν τούτον:
α) έκαστον Κράτος μέλος αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως μη προβή εις οιανδήποτε πράξιν ή ενέργειαν φυλετικής διακρίσεως έναντι προσώπων, ομάδων προσώπων ή ιδρυμάτων και όπως φροντίση ίνα πάσαι αι δημόσιαι Αρχαί και τα δημόσια ιδρύματα, εθνικά και τοπικά, ενεργώσι συμφώνως προς την υποχρέωσιν ταύτην,
β) έκαστον Κράτος μέλος αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως μη ενθαρρύνη, προστατεύη ή υποθάλπτη φυλετικήν διάκρισιν διενεργουμένην υφ' οιουδήποτε προσώπου ή οργανώσεως,
γ) έκαστον Κράτος μέλος οφείλει να προβή εις την λήψιν δραστικών μέτρων προς αναθε- ώρησιν κυβερνητικής, εθνικής και τοπικής πολιτικής και προς τροποποίησιν, κατάργησιν ή ακύρωσιν παντός νόμου ή διατάξεως κανονισμού αποσκοπούντων εις την δημιουργίαν φυλετικής διακρίσεως ή την διαιώνισιν ταύτης εκεί ένθα υπάρχει,
δ) έκαστον Κράτος μέλος οφείλει όπως, δια παντός καταλλήλου μέσου, περιλαμβανομένων εάν αι περιστάσεις ήθελον απαιτήσει τούτο και νομοθετικών μέτρων, απαγορεύση και δώση τέλος εις φυλετικήν διάκρισιν ενεργουμένην υπό προσώπων, ομάδων ή οργανώσεων,
ε) έκαστον Κράτος μέλος αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως ενδεχομένως ενθαρρύνη τας οργανώσεις και τα ολοκληρωτικά πολυφυλετικά κινήματα και τα άλλα κατάλληλα μέσα προς κατάργησιν των μεταξύ των φυλών φραγμών και όπως αποθαρρύνη πάν ό,τι τείνη εις την ενίσχυσιν της φυλετικής διαιρέσεως."
Στην παρ. 2 έχουμε άλλη μια πρόβλεψη για την εξαίρεση των θετικών διακρίσεων, πάλι με αναφορά όμως στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες:
" Τα Κράτη μέλη θέλουσι προβή, εφόσον τούτο ήθελεν απαιτηθή εκ των περιστάσεων, εις κοινωνικόν, οικονομικόν, μορφωτικόν και άλλους τομείς, εις την λήψιν ειδικών και συγκεκριμένων μέτρων προς εξασφάλισιν επαρκούς αναπτύξεως και προστασίας ενιαίων φυλετικών ομάδων ή ατόμων ανηκόντων εις αυτάς, προς τον σκοπόν εξασφαλίσεως υπέρ αυτών πλήρους και ίσης απολαύσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών. Τα μέτρα ταύτα εν ουδεμία περιπτώσει θα συνεπάγωνται την διατήρησιν ανίσων ή χωριστών δικαιωμάτων δια τας διαφόρους φυλετικάς ομάδας εφόσον ήθελον επιτευχθή οι αντικειμενικοί σκοποί δι' ούς ταύτα ελήφθησαν."
Ως εκ τούτου, το Κράτος μπορεί να χρηματοδοτεί τις γεννήσεις των οικογενειών των ημεδαπών πολιτών του, στο πλαίσιο του κοινωνικού δικαιώματος του άρθρου 21 του Συντάγματος, ως θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους. Μπορεί επίσης στο πλαίσιο αυτής της οικονομικής ενίσχυσης να εφαρμόσει ειδικά οικονομικοκοινωνικά κριτήρια π.χ. εισοδηματικά, για τις ωφελούμενες ημεδαπές οικογένειες. Τίποτε από αυτά δεν αποτελεί ρατσιστική νομοθέτηση.
Το Κράτος δεν μπορεί όμως μεταξύ των κριτηρίων που θα θέσει για την ενίσχυση των γεννήσεων να θέσει ως κριτήριο και την φυλετική ή εθνολογική ταυτότητα των Ελλήνων πολιτών, εξαιρώντας κατηγορίες με βάσει αυτά τα χαρακτηριστικά τους. Μια τέτοια εξαίρεση δεν θα αποτελούσε ένα θετικό μέτρο που επιτρέπεται από την Σύμβαση για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, διότι το επίδομα γεννήσεων δεν αποτελεί πτυχή ενάσκησης ανθρώπινου δικαιώματος ή θεμελιώδους ελευθερίας, αλλά μορφή προστασίας κοινωνικού δικαιώματος που δεν καλύπτεται από τις εξαιρέσεις της Σύμβασης. Ως εκ τούτου μια τέτοια διάκριση μεταξύ των ημεδαπών πολιτών θα συνιστούσε παραβίαση της Σύμβασης, αφού θα αποτελούσε προτίμηση επί της φυλής ή του χρώματος ή της εθνολογικής προέλευσης και συνεπώς θα ήταν μια απαγορευμένη φυλετική διάκριση.
Ένα ερώτημα ακόμη είναι κατά πόσον αποτελεί διάκριση η αναγνώριση του επιδόματος μόνο για Έλληνες πολίτες που γεννιούνται εντός της Ελλάδας. Αυτό το μέτρο θα εξαιρούσε τα παιδιά που γεννιούνται από Έλληνες γονείς, αλλά στο εξωτερικό. Αυτό αναγράφεται επί λέξει στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας (βλ. εδώ, σελ. 6):
"Καθιερώνουμε επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται."
Ωστόσο, η διατύπωση στην ιστοσελίδα της ΝΔ γίνεται κάπως πιο ειδική:
"Καθιερώνουμε επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα".
Η συνταγματική κατοχύρωση του άρθρου 21 αναφέρεται στην προστασία της οικογένειας ως θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους. Στην έννοια του Έθνους περιλαμβάνονται όχι αναγκαστικά μόνο οι ημεδαποί που ζουν εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Κατά μία έννοια δεν ανήκουν μόνο όσοι έχουν την Ελληνική ιθαγένεια, αλλά θα μπορούσαν να είναι και τα μέλη της Ελληνικής διασποράς στο εξωτερικό: κι αυτοί ανήκουν στο Ελληνικό έθνος. Συνεπώς, η συντήρηση και προαγωγή του Έθνους δεν μπορεί να αφορά μόνο τους Έλληνες πολίτες που ζουν στην Ελλαδα, οπότε μια εξαίρεση από το επίδομα των Ελλήνων που ζουν εκτός Ελλάδας φαίνεται να προσκρούει στο άρθρο 21 του Συντάγματος.
Η ρύθμιση φαίνεται προβληματική και υπό τις διατάξεις και τους όρους της Συμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Το άρθρο 2 της Σύμβασης αυτής αναγράφει:
"Τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση και να τα εγγυώνται σε κάθε παιδί που υπάγεται στην δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων του παιδιού ή των γονέων του ή των νομίμων εκπροσώπων του ή της εθνικής, εθνοτικής ή κοινωνικής καταγωγής τους, της περιουσιακής τους κατάστασης, της ανικανότητάς τους, της γέννησής τους ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης".
Βλέπουμε δηλαδή ότι ως κριτήριο αθέμιτης διάκρισης η Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού θέτει, εκτός όλων των γνωστών φυλετικών κτλ λόγων, ακόμη και την γέννηση. Εάν ένα παιδί ή οι γονείς του στερηθεί δικαιώματα λόγω του ότι δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα, αλλά γεννήθηκε στο εξωτερικό, ενώ είναι Έλληνες, τότε θα υπάρχει μια διάκριση λόγω γέννησης! Αυτή η διάκριση, εφόσον συνδεθεί με κάποιο από τα άλλα δικαιώματα της Συμβασης, θα είναι βεβαίως παραβίαση διεθνούς υποχρέωσης της χώρας.
Σημειωτέον ότι κατά το άρθρο 4, η Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού αφορά όχι μόνο ατομικά, αλλά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα του άρθρου 21 του Συντάγματος. Στο άρθρο 26 αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια και στα επιδόματα που αυτή συνεπάγεται, σε συνάρτηση βέβαια με τους πόρους και την κατάσταση του παιδιού, οπότε το επίδομα ενίσχυσης γέννησης πρέπει να θεωρηθεί καλυπτόμενο από τα δικαιώματα της Σύμβασης. Επίσης, στο άρθρο 27 παρ. 3, η Σύμβαση γίνεται ιδιαιτέρως συγκεκριμένη: "Τα Συμβαλλόμενα κράτη υιοθετούν τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τις εθνικές τους συνθήκες και στο μέτρο των δυνατότητων τους, για να βοηθήσουν τους γονείς και τα άλλα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για το παιδί, να εφαρμόσουν το δικαίωμα αυτό και να προσφέρουν, σε περίπτωση ανάγκης, υλική βοήθεια και προγράμματα υποστήριξης, κυρίως σε σχέση με τη διατροφή, τον ρουχισμό και την κατοικία." Συνεπώς, η διάκριση ανάμεσα σε παιδιά που γεννιούνται στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή απο Έλληνες γονείς φαίνεται να προσκρούει στα παραπάνω άρθρα της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού.