Το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 11 το "δικαίωμα του συνέρχεσθαι", ορίζοντας ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. Το ίδιο συνταγματικό άρθρο ορίζει ότι η αστυνομία μπορεί να παρίσταται μόνον στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις, οι οποίες μπορούν να απαγορευθούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν επίκειται σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια και, τοπικά, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Αυτό το άρθρο αναθέτει στον νόμο να εξειδικεύσει τους όρους του "σοβαρού κινδύνου για την δημόσια ασφάλεια" και της "σοβαρής διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής".
Θέλουμε δηλαδή την διαμεσολάβηση του κοινού νομοθέτη για να νοηματοδοτήσει τους όρους και να θέσει βέβαια και τις εγγυήσεις ελέγχου ότι το δικαίωμα δεν θα καταστρατηγηθεί από τις αστυνομικές αρχές.
Τι κάνει λοιπόν το προτεινόμενο νομοσχέδιο;
Αντί να εξειδικεύσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της ενάσκησης του δικαιώματος και του μόνου περιορισμού του που είναι η αιτιολογημένη απόφαση αστυνομικής αρχής, έρχεται να ανατρέψει τελείως την συνταγματική λογική. Δηλαδή, ενώ το Σύνταγμα προβλέπει ένα δικαίωμα, εξουσία που ασκεί ο πολίτης χωρίς άδεια (αυτή είναι η έννοια του δικαιώματος), ξαφνικά έρχεται ο νομοθέτης να διαχωρίσει ανάμεσα σε α) "προγραμματισμένες" και β) "αυθόρμητες" δημόσιες συναθροίσεις. Για τις μεν προγραμματισμένες ο διοργανωτής οφείλει να γνωστοποιήσει (κατανοητό και ανεκτό), για τις μεν αυθόρμητες η αστυνομική αρχή "δύναται να επιτρέψει": δηλαδή ο νόμος κατ' αρχήν τις απαγορεύει!!!
Αρχικά, ποιος θα διαγνώσει αν μια συνάθροιση είναι όντως προγραμματισμένη ή αυθόρμητη; Μα... ο δικαστής! Αφού δηλαδή έχει ήδη επιβληθεί η απαγόρευση ανάλογα με την κατηγορία της νομοθετικής παρέμβασης, η δικαιοσύνη θα έρθει εκ των υστέρων, δηλαδή πάρα πολύ αργά, να διαγνώσει περί τίνος πρόκειται και να κρίνει αν η αστυνομία ορθώς απαγόρευσε ή ορθώς αδειοδότησε.
Πρόκειται δηλαδή για παρέμβαση του κοινού νομοθέτη στο κανονιστικό εύρος του συνταγματικού δικαιώματος, πέραν του αντικειμένου της ρύθμισης που αφορά τις δύο αόριστες νομικές έννοιες του επικείμενου κινδύνου και της δημόσιας ασφάλειας.
Το Σύνταγμα δεν προβλέπει τέτοια επιφύλαξη υπέρ του κοινού νομοθέτη. Το άρθρο 11 περιέχει ένα πρωτογενές κανονιστικό περιεχόμενο, το οποίο ο νομοθέτης μόνο να εξειδικεύσει δύναται. Αυτό που κάνει το νομοσχέδιο αυτό δεν είναι εξειδίκευση, αλλά παρέμβαση στο πρωτογενές κανονιστικό περιεχόμενο του συνταγματικού δικαιώματος και εξ ορισμού εκτόπιση μιας δυσδιάγνωστης κατηγορίας υπαίθριων συναθροίσεων στην σφαίρα του απαγορευμένου.
Δεν νοούνται όμως εξ ορισμού απαγορεύσεις κοινού νόμου στο εύρος δικαιωμάτων που προβλέπονται συνταγματικά, διότι οι "αυτόματες" απαγορεύσεις προσκρούουν σε έναν άλλο συνταγματικό κανόνα: την αρχή της αναλογικότητας η οποία επιβάλλει την κατά περίπτωση κρίση του επιτρεπτού των περιορισμών. Όταν ο νομοθέτης παρεμβαίνει και εκτοπίζει γενικά συνταγματικά προβλεπόμενη ελευθερία στην σφαίρα του απαγορευμένου, μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο την μέθοδο της κοινοβουλευτικής παραβίασης του Συντάγματος.
Το νομοσχέδιο αυτό είναι στην ίδια την σύλληψή του αντισυνταγματικό. Είναι σαν να λέει ότι ορισμένες κατηγορίες εφημερίδων θα εκδίδονται ύστερα από άδεια. Ε, αυτό το έχουμε λύσει από το Σύνταγμα του 1822: ΔΕΝ τελούν τα συνταγματικά δικαιώματα υπό άδεια.