Τρίτη, Φεβρουαρίου 02, 2010

Η νομική διαχείριση μιας επικοινωνιακής κρίσης

Υπάρχουν υποθέσεις που αφορούν συκοφαντική δυσφήμηση και δεν λύνονται με μια αγωγή αποζημίωσης , ένα γράμμα αποκατάστασης, ή ένα δελτίο τύπου, αλλά απαιτειται πιο σύνθετη επεξεργασία της ροής παραπληροφόρησης και χάραξη μιας ολοκληρωμένης νομικής στρατηγικής, παράλληλης προς την επικοινωνιακή αντιμετώπιση. Στην πραγματικότητα, όταν υπάρχουν όντως υπερβάσεις του νόμου, όπως σε υποθέσεις παραβίασης προσωπικών δεδομένων ή του τεκμηρίου της αθωότητας, η απλή επικοινωνιακή διαχείριση δεν επαρκεί και το δικαστήριο είναι αναπόφευκτο κι επιβαλλόμενο. 

Ξεκινάμε με δεδομένο ότι αυτοί που διαχειρίζονται την ροή της πληροφόρησης συνήθως είναι εντελώς άσχετοι από δεοντολογία και αυτοσχεδιάζουν σκεπτόμενοι μόνο την τηλεθέαση/αναγνωσιμότητα ή μερικές φορές και την αυτοεπιβεβαίωσή τους ως ρομαντικοί ιππότες της διαφάνειας. Η ελευθερία του Τύπου είναι σαφώς μια μεγάλη συνταγματική κατάκτηση, αλλά ας μην γελιόμαστε: πάντα υπάρχουν συγκεκριμένα κίνητρα για την ενάσκησή της. Από την απλή, ανθρώπινη ανάγκη επικοινωνίας κι αναγνώρισης, έως την αγοραστική δύναμη του μέσου, τη διαφήμηση, μέχρι την παράδοση σε δημόσιο λιντσάρισμα και την άσκηση εκβιασμών. Δύο στερεοτυπικές εκφράσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ότι ο Τύπος είναι "ένα watchdog της δημόσιας ζωής" (όταν αποκαλύπτει λ.χ. ένα μεγάλο πολιτικό ή οικονομικό σκάνδαλο) αλλά και μια "επιχειρηματική δομή που αποσκοπεί στο κέρδος" (όταν παραβιάζει την ιδιωτική ζωή ή το τεκμήριο της αθωότητας μόνο και μόνο για να προσελκύσει αναγνώστες/θεατές/χρήστες). Η δεοντολογία είναι το τελευταίο που απασχολεί τους διαχειριστές της ροής πληροφόρησης. Ποιος νοιάζεται για την άποψη της άλλης πλευράς; Ποιος νοιάζεται για την διασταύρωση και την διατύπωση επιφυλάξεων σε μη επιβεβαιωμένα γεγονότα; Για τα προσωπικά δεδομένα; Ψιλά γράμματα, όταν έχουμε μια φωτογραφία με το κομμένο κεφάλι ενός πτώματος. Εκεί έρχεται ο ρόλος του νομικού: να υπενθυμίσει ότι ο δημόσιος λόγος έχει κανόνες που ρυθμίζουν την κοινή συμβίωση προκειμένου να αποφευχθεί ο καννιβαλισμός και η ανθρωποφαγία. 


Σε μια μεγάλη επικοινωνιακή κρίση, οι μεν νομικοί επιμένουν "αγωγές - μηνύσεις παντού" ενώ οι επικοινωνιολόγοι διαφωνούν, επισημαίνοντας τον κίνδυνο του "εφφέ πεταλούδας", δηλαδή ότι οι νομικές ενέργειες μπορεί να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, την ακόμη μεγαλύτερη διαπόμπευση του θιγόμενου. Η σωστή στρατηγική χρειάζεται να λάβει υπόψη πτυχές και από τα δύο σκεπτικά: δεν μπορείς να σκέφτεσαι μόνο το εφφέ πεταλούδας απεμπολώντας δικαιώματα, αλλά δεν είναι δυνατόν να απαντήσεις με αγωγές εναντίον κάθε μέσου που αναπαράγει μια συκοφαντία. Το κρίσιμο είναι να βρεθεί το κεντρικό μέσο - πηγή, δηλαδή αυτό που: (α) διέδωσε αρχικά την συκοφαντία και (β) έχει την μεγαλύτερη επίδραση στην κοινή γνώμη. Από εκεί και πέρα, οι νομικές ενέργειες μπορούν να αφορούν κι άλλα μέσα ενημέρωσης, όταν εμμένουν στην συκοφαντική δυσφήμηση μετά την τυχόν παροχή εξηγήσεων ή την δημοσιοποίηση της αλήθειας από το θύμα ή τον εκπρόσωπό του. Επίσης μπορεί να ασκηθεί κι άλλη νομική ενέργεια εναντίον ενός ακόμη μέσου, όταν υιοθετεί μια άλλη συκοφαντική εκδοχή, διανθισμένη ή παραλλαγμένη σε σχέση με το αρχικό μέσο. Οι νομικές ενέργειες εναντίον μέσων ενημέρωσης που -λίγο ή πολύ- αναπαράγουν μια συκοφαντία που μόλις μεταδόθηκε είναι ατελέσφορες και οδηγούν σε ένα πολλαπλό μέτωπο που ενδεχομένως να είναι άχρηστο στην νομική στρατηγική.

Η σχέση με τους δημοσιογράφους είναι ένα κομβικό ζήτημα για την νομική διαχείριση μιας επικοινωνιακής κρίσης. Όταν η υπόθεση έχει απασχολήσει τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης που εκπέμπουν σε όλη τη χώρα και ενδεχομένως έχει πολιτικές προεκτάσεις, είναι βέβαιο ότι ο νομικός καλείται να διαδραματίσει σε ένα βαθμό και τον ρόλο του εκπροσώπου τύπου. Εδώ υπεισέρχονται ζητήματα δικηγορικής δεοντολογίας, καθώς ο χειρισμός επιβάλλει τον σεβασμό του απορρήτου και φυσικά πριν απ' όλα θα πρέπει να υπηρετείται το συμφέρον του εντολέως. Ο σκοπός των δημοσιογράφων δεν έχει βέβαια σχέση με αυτό το συμφέρον, αφού θα ασκούν συνέχεια πιέσεις για αποκλειστικότητα και, τελικά,  για ολοένα μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα/τηλεθέαση. Η σχέση με τους δημοσιογράφους θα πρέπει να ακολουθεί τον στόχο του εντολέα: εάν έχει αποφασίσει ότι θα κινηθεί πλέον με μόνο σκοπό την αποκατάστασή του και την χρηματική ικανοποίηση, το μεγαλύτερο μέρος του νομικού σχεδιασμού μεταφέρεται στην δικαστηριακή διαχείριση. Εάν όμως υπεισέρχονται διάφορα άλλα ζητήματα, όπως λ.χ. η προστασία των πληροφοριών του ή ενδεχομένως και της ακεραιότητάς του, τότε η σχέση που θα πρέπει να χτιστεί με τους δημοσιογράφους, αναγκαστικά βασίζεται σε ένα δούναι και λαβείν που πρωτίστως θα πρέπει να υπηρετεί τα διακυβευόμενα δικαιώματα στην πράξη. 

Οι δημοσιογράφοι, όσο αναλυτικά κι αν τους εξηγηθεί μια νομική υπόθεση, είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα γράψουν τα δικά τους. Διότι κάνουν μια άλλη δουλειά από αυτή του νομικού.  Είναι αναπόφευκτο ότι , όσο καλοπροαίρετος κι αν είναι ένας δημοσιογράφος, δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει την συλλογιστική μιας νομικής "γραμμής", πολύ περισσότερο δύο "γραμμών" (μαζί με του αντιδίκου). Πολύ συχνά, αυτά που τους έχουμε πει μεταφέρονται  γεμάτα λάθη και μάλιστα σε βαθμό που μπορεί να "τσακίσουν" τη γραμμή μιας υπόθεσης. Πάντως, μπορούν να τους επισημαίνονται οι κόκκινες γραμμές (με την επίκληση του off the record). Η καλύτερη λύση είναι η επικοινωνία με δημοσιογράφους οι οποίοι "ιδεολογικά" βρίσκονται κοντά στις αρχές που προασπίζεται το θύμα. Ακόμη κι αν κάνουν λάθη στη μεταφορά, το κλίμα μπορεί να είναι  ευνοϊκό, χωρίς αναγκαστικά να χάνεται η σφαιρική παρουσίαση. Αντίθετα, οι "διαφωνούντες" θα επιχειρήσουν να τονίσουν αντίθετες εκδοχές, στο όνομα της αντικειμενικότητας. Σε αυτή την περίπτωση, εάν πρόκειται για ραδιοτηλεοπτικό ή και διαδικτυακό μέσο, ο νομικός πρέπει να απαντήσει. Όταν οι δημοσιογράφοι λένε λαϊκίστικες εξυπνάδες, πρέπει να τους επισημαίνεται η νομική πτυχή μιας υπόθεσης, καθώς και τα όρια που  δεν πρέπει ποτέ να ξεπερνούν.

Σε μια νομική διαχείριση επικοινωνιακής κρίσης ενδεχομένως να είναι αναγκαία και η προσφυγή σε ανεξάρτητες αρχές. Είναι γνωστό πόσο δυσκίνητες είναι, αλλά μερικές φορές το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πιο σύντομο από την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, θα πρέπει να εξηγηθεί όσο το δυνατόν πιο αναλυτικά και όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ορολογία κάθε αρχής, το συγκεκριμένο πρόβλημα στις νομικές του διαστάσεις. Δυστυχώς οι ελληνικές ανεξάρτητες αρχές σκέφτονται (ευφημισμός) με όρους τυπικής νομικής κι όχι με όρους επικοινωνιακών συνεπειών σε σχέση με τους ενδιαφερόμενους. Έτσι η εμπλοκή μιας ανεξάρτητης αρχής μπορεί να μην αποφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, αλλά, λόγω της  τυπολατρείας που τις κατατρύχει, να ανακαλύψουν - αποκαλύψουν διάφορες πλημμέλειες δευτερεύουσας σημασίας, με δυσμενή επικοινωνιακά αποτελέσματα. Η συμβολή των ανεξάρτητων αρχών δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, τουλάχιστον όχι όσο τα δικαστήρια αφήνουν ασχολίαστη την τυχόν απόφαση ανεξάρτητης αρχής που μπορεί να έχει επιληφθεί επί της ίδιας ακριβώς υπόθεσης. Αυτό είναι κάτι που πρέπει, φυσικά, να αλλάξει: δεν είναι δυνατόν τα δικαστήρια να παρακάμπτουν την κρίση ενός ανεξάρτητου οργάνου και μάλιστα χωρίς την παραμικρή θεμελίωση, αλλά αυτό είναι μια ιστορία που δεν μπορεί να μας απασχολεί όταν βρισκόμαστε στο μάτι μιας επικοινωνιακής κρίσης. 

Το πιο εύκολο ίσως μέρος της νομικής διαχείρισης μιας επικοινωνιακής κρίσης είναι η σχέση με τους δικηγόρους των αντιδίκων, ενώ το πιο δύσκολο η σχέση με τους ίδιους τους αντιδίκους, οι οποίοι μπορεί να είναι δημοσιογράφοι ή μεγάλοι φορείς (λ.χ. το Δημόσιο). Οι νομικοί μιλούν μια κοινή γλώσσα και γνωρίζουν την αναπόφευκτη δικαστηριακή πραγματικότητα που απομυθοποιεί κάθε φετίχ ακόμη και για τον μεγαλύτερο δικομανή. Ωστόσο, σε μια μεγάλη επικονωνιακή κρίση, ιδίως όταν αυτή έχει ανεξίτηλα αποτελέσματα για την κοινή γνώμη, οι δικηγόροι των αντιδίκων συνήθως έχουν ξεκάθαρη αντίληψη περί του δικαίου ή του αδίκου. Oι δικηγόροι των μέσων ενημέρωσης προτείνουν συνήθως βήμα για την παράθεση της αντίθετης άποψης, ως μια μορφή συναινετικής επίλυσης της διαφοράς. Το βήμα είναι φυσικά μια είσοδος στο δικό τους γήπεδο: πέρα από την διάδοση της αλήθειας, πάλι το μέσο ενημέρωσης θα είναι κερδισμένο, από την αναγνωσιμότητα/τηλεθέαση, ακόμη κι αν παραδεχθεί το λάθος του. Οπότε συνήθως θα είναι ένας άνισος διακανονισμός: γιατί να πρέπει να έχει επικοινωνιακές ικανότητες το θύμα μιας δυσφήμησης και να πρέπει να λογοδοτήσει στους τηλεοπτικούς εισαγγελείς; Η παρουσία στο ίδιο το μέσο είναι εξάλλου μια μορφή νομιμοποίησης και άφεσης αμαρτιών. Σε λίγες περιπτώσεις είναι πραγματικά χρήσιμη και σε ακόμη λιγότερες θα είναι ωφέλιμο ψυχολογικά για το θύμα.

Η νομική διαχείριση μιας επικοινωνιακής κρίσης είναι ίσως η πιο σύνθετη υπηρεσία που μπορεί να παρέχει ένας νομικός. Γι' αυτό χρειάζεται και την γενική συναίνεση του θύματος σε επίπεδο στρατηγικής, πριν από την υλοποίηση της κάθε μεμονωμένης ενέργειας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...