Να που βρισκόμαστε πάλι μπροστά στο ζήτημα του αν επιτρέπεται η δημοσίευση φωτογραφιών που αφορούν την υγεία, όταν εικονίζεται σε αυτά πρόσωπο που απασχολεί την κοινή γνώμη.
Με το θέμα αυτό είχε ασχοληθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην υπόθεση της Ναόμι Κάμπελ. Η "Mirror" είχε δημοσιεύσει το 2001 φωτογραφίες της κ. Κάμπελ ενώ προσερχόταν σε συνεδρίαση των "Ανώνυμων Ναρκομανών". Σε προηγούμενη δήλωσή της, η κ. Κάμπελ είχε δηλώσει ότι δεν έχει κάνει χρήση ναρκωτικών, οπότε, η εφημερίδα έκρινε ότι είχε δικαίωμα να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες της, ακριβώς για να διαψεύσει μια δημόσια δήλωσή της. Υπάρχει ένα νομικό δόγμα, ότι ο ιδιωτικός βίος των δημόσιων προσώπων δεν προστατεύεται όταν πέφτουν σε κραυγαλέα αντίφαση με δημόσια δήλωσή τους. Ότι δηλαδή δεν μπορείς άλλα να λες κι άλλα να κάνεις στον ιδιωτικό σου βίο, διότι τότε έχει δικαίωμα το κοινό να ενημερωθεί για την κραυγαλέα αντίφαση. Τα βρετανικά δικαστήρια ασχολήθηκαν με το θέμα και οι αποφάσεις τους κατέληξαν στην καταδίκη της Mirror, η οποία προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς να ανατρέψει το δόγμα "ψεύδεσαι, άρα θα μάθουμε τί κάνεις ιδιωτικά", πήγε λίγο ακόμα παραπέρα την στάθμιση. Έκρινε ότι κακώς δημοσιεύθηκαν οι φωτογραφίες της κ. Κάμπελ ενώ πηγαίνει στους "Α.Ν", καθώς το κοινό μπορεί να ενημερωθεί και με ένα ρεπορτάζ χωρίς φωτογραφικό υλικό. Όντως ο ιδιωτικός βίος υποχωρεί, όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο και υποπίπτεις σε κραυγαλέες αντιφάσεις, αλλά η προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν εκμηδενίζεται. (To EΔΔΑ διαπίστωσε όμως ότι το ποσό της αποζημίωσης ήταν υπέρμετρο και τελικά καταδίκασε για αυτό το λόγο το Η.Β. για παραβίαση της ελευθερίας του τύπου).
Ακολουθεί το κείμενο της απόφασης σε μετάφρασή μου, ένα μέρος της οποίας είχε δημοσιευθεί το 2011 στο περιοδικό "Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης & Επικοινωνίας".
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
18.1.2011
Τέταρτο Τμήμα
Στην
υπόθεση της MGN Limited κατά
του Ηνωμένου Βασιλείου,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Τέταρτο Τμήμα),
συνεδριάζοντας ως Τμήμα που αποτελείται από τους:
Ljiljana
Mijović, Πρόεδρο,
Nicolas Bratza,
Nicolas Bratza,
David
Thór Björgvinsson,
Päivi Hirvelä,
Ledi Bianku,
Nebojša Vučinić,
Päivi Hirvelä,
Ledi Bianku,
Nebojša Vučinić,
Vincent A. de
Gaetano, δικαστές,
και Fatoş Aracı, Αναπληρωτή Γραμματέα Τμήματος,
Έχοντας διασκεφτεί μυστικά στις 14
Δεκεμβρίου 2010,
Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, την οποία εξέδωσε την ίδια ημερομηνία:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση εισήχθη με προσφυγή (αρ. 39401/04)
εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας
που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου,
σύμφωνα με το Άρθρο 34 της Σύμβασης για την
Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η
Σύμβαση”) από μια βρετανική εταιρία, την
MGN Limited
(“η προσφεύγουσα”), στις 18 Οκτώβρη 2004.
2. Η προσφεύγουσα έχει εκπροσωπηθεί από τον κ. K. Bays της Davenport Lyons, δικηγόρο με έδρα
στο Λονδίνο, υποστηριζόμενο από τον κ. D. Pannick QC, τον κ. K. Starmer QC και τον κ. A. Hudson, ως σύμβουλο. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου
(“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκε από την αντιπρόσωπό της, την δις H. Upton.
3. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκαν δύο
από τα δικαιώματά της που προβλέπονται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
Συγκεκριμένα, παραπονείται για μια απόφαση περί παραβίασης της υποχρέωσης
εμπιστευτικότητας και, περαιτέρω, για την υποχρέωση καταβολή των δικαστικών
εξόδων της ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένης του ποσοστού επιτυχίας [επί της
δικηγορικής αμοιβής].
4. Η Κυβέρνηση υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις
(Κανόνας 59 § 1) για την ουσία και για
τα σχόλια τρίτων μερών (Κανόνας 44 § 6 και βλ. αμέσως κατωτέρω) και η
προσφεύγουσα απάντησε σε αυτό,
υποβάλλοντας επίσης αίτημα δίκαιης ικανοποίησης, στο οποίο απάντησε κατόπιν η
Κυβέρνηση. Ενιαία σχόλια τρίτων μερών ελήφθησαν από την Open Society Justice Initiative, την Media Legal Defence Initiative, τον Index on Censorship, την English PEN, την Global Witness και το Human Rights Watch, που τους επετράπη
από την Πρόεδρο να ασκήσουν παρέμβαση στην γραπτή διαδικασία (Άρθρο 36 § 2 της Σύμβασης και Κανόνας Rule 44 § 3). Το Τμήμα, ύστερα από διαβούλευση με τους
διαδίκους αποφάσισε ότι δεν απαιτείτο ακροαματική διαδικασία ως προς την ουσία
(Κανόνας 59 § 3 in fine).
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
I ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
5. Η προσφεύγουσα εκδίδει μια ημερήσια εφημερίδα που κυκλοφορεί σε εθνικό
επίπεδο στο Ηνωμένο Βασίλειο, γνωστή ως The Daily Mirror (παλαιότερα γνωστή ως the Mirror). Εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από τον κ. K. Bays των Davenport Lyons, δικηγόρο που
εδρεύει στο Λονδίνο.
A. Τα σχετικά δημοσιεύματα
6. Την 1η Φεβρουαρίου 2001, η “Mirror” κυκλοφόρησε με ένα πρωτοσέλιδο άρθρο με τον τίτλο “Naomi: Είμαι εξαρτημένη από
τα ναρκωτικά”, πλαισιωμένη από δύο έγχρωμες
φωτογραφίες της κ. Naomi Campbell, ενός γνωστού μοντέλου.
Η πρώτη φωτογραφία, ελαφρώς αδιάκριτη, την έδειχνε να φοράει ένα καπέλο του
μπάσκετ και ανέφερε στην λεζάντα: «Θεραπεία: η Ναόμι έξω από τη συνεδρία». Η
δεύτερη φωτογραφία την έδειχνε λαμπερή και καλυμμένη εν μέρει από ένα
μαργαριταρένιο κολιέ.
7. Το άρθρο είχε ως εξής:
“Το supermodel Naomi Campbell παρακολουθεί τις συνεδρίες των Ανώνυμων Ναρκομανών σε
μια θαρραλέα προσπάθεια να νικήσει την εξάρτησή της από το ποτό και τα
ναρκωτικά.
Η 30χρονη είναι τακτική στην
παρουσίαση των συνεδρίων υποστήριξης για τρεις μήνες, συχνά παρευρισκόμενη εκεί
δύο φορές τη μέρα.
Φορώντας τζιν και καπέλο του
μπέιζμπολ, έφτασε στην μεσημεριανή συνεδρία των Α.Ν. αυτή την εβδομάδα. Ώρες
μετά, σε ένα διαφορετικό κτίριο έκανε μια αδιάφορη είσοδο σε μια συνάντηση μόνο
για γυναίκες που έχουν θεραπευτεί από την εξάρτηση.
Παρά την περιουσία των 14
εκατομμυρίων λιρών, η Naomi αντιμετωπίζεται ακριβώς όπως οι
άλλοι εξαρτημένοι που θέλουν να ανακτήσουν και πάλι τη ζωής τους. Μια πηγή του
περιβάλλοντός της ανέφερε χθες το βράδυ: «Θέλει να καθαρίσει οριστικά την ζωή
της. Μπήκε στο modeling όταν
ήταν πολύ νέα και ήταν εύκολο να παραστρατήσει. Το ποτό και τα ναρκωτικά είναι
δυστυχώς ευρέως διαθέσιμα στον κόσμο της μόδας. Αλλά η Naomi κατάλαβε ότι έχει πρόβλημα και ορκίστηκε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Όλοι της
εύχονται το καλύτερο.'
Η εκπρόσωπός της στο πρακτορείο Elite Models αρνήθηκε να σχολιάσει.”
8. Το θέμα συνεχίζεται μέσα στην εφημερίδα με ένα
μεγαλύτερο άρθρο που καταλαμβάνει δύο σελίδες. Αυτό το άρθρο είχε τίτλο «Η Naomi τελικά
προσπαθεί να σκοτώσει τους δαίμονες που την κυνηγούν ” και στις αρχικές παραγράφους αναφέρει:
“Είναι ένα ακόμη πρόσωπο μέσα στο πλήθος, αλλά
το λαμπερό χαμόγελο είναι σίγουρα της Naomi Campbell. Στην εικόνα μας, η βασίλισσα
του γατίσιου περπατήματος βγαίνει από ένα εξαντλητικό δίωρο στους Ανώνυμους
Ναρκομανείς και αγκαλιάζει έναν φίλο.
Είναι μια από τις πιο όμορφες
γυναίκες στο κόσμο, η οποία αντιμετωπίζει τον εθισμό της στο ποτό και τα
ναρκωτικά – και κερδίζει ξεκάθαρα.
Το supermodel που έχει γεννηθεί στο Λονδίνο,
πηγαίνει στις συναντήσεις των Α.Ν. εδώ και τρεις μήνες και προσπαθεί να
μεταβάλει το άγριο ύφος ζωής της.
Έχει αφοσιωθεί τόσο πολύ στην
καταπολέμηση του προβλήματός της, ώστε πηγαίνει δύο φορές τη μέρα σε
συμβουλευτική ομάδα…
Για την υπόλοιπη ομάδα είναι
απλώς η Naomi, η εξαρτημένη. Όχι το supermodel. Όχι το πρότυπο του στυλ.”
9. Το άρθρο ανέφερε τις προσπάθειες της κ. Campbell να αποκαταστήσει
τον εαυτό της και ότι ένας φίλος της είπε ότι ήταν ακόμη εύθραυστη αλλά
«βελτιώνεται». Το άρθρο έδινε μια γενική περιγραφή της θεραπείας των «Ανώνυμων
Ναρκομανών» («ΝΑ») και αναφερόταν σε κάποιες πρόσφατες δημόσιες δραστηριότητες
της κ. Campbell, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης στην οποία είχε μπει στο νοσοκομείο
για πλύση στομάχου: ενώ είχε ισχυριστεί ότι ήταν μια αλλεργική αντίδραση σε
αντιβιοτικά και ότι δεν είχε ποτέ πρόβλημα ναρκωτικών, το άρθρο σημείωνε ότι
«οι δικοί της ήξεραν την αλήθεια».
10. Στο μέσο της διπλής
σελίδας, ανάμεσα σε διάφορες τυχαίες φωτογραφίες της κ. Campbell, κυριαρχεί μια
φωτογραφία της με την λεζάντα: «Αγκαλιές, η Naomi, φορώντας τζιν και
καπέλο μπάσκετ, φτάνει για τη μεσημεριανή συνάντηση της εβδομάδας». Η
φωτογραφία την έδειχνε στο δρόμο, στο κατώφλι ενός κτιρίου ως κεντρική φιγούρα
σε μια μικρή ομάδα. Την αγκαλιάζουν δύο άτομα που τα πρόσωπά τους έχουν αποκρυφτεί
στην φωτογραφία. Στο πεζοδρόμιο υπάρχει μια ταμπέλα που διαφημίζει ένα
συγκεκριμένο café. Η φωτογραφία έχει
ληφθεί από ανεξάρτητο φωτογράφο που είχε σύμβαση με την εφημερίδα για αυτή τη
δουλειά. Έλαβε την φωτογραφία υπό κάλυψη, κρυμμένος σε ένα σταθμευμένο
αυτοκίνητο σε μικρή απόσταση μακριά.
11. Την 1η Φεβρουαρίου 2001 ο δικηγόρος της
κ. Campbell
έγραψε στην προσφεύγουσα αναφέροντας ότι το άρθρο παραβίαζε την
εμπιστευτικότητα και συνιστούσε επίθεση στην ιδιωτικότητα και ζητούσε μια
δέσμευση ότι δεν θα δημοσιεύονταν περισσότερες εμπιστευτικές και/ή ιδιωτικές
πληροφορίες.
12. Η εφημερίδα απάντησε με περαιτέρω άρθρα.
Στις 5 Φεβρουαρίου 2001 η εφημερίδα δημοσίευσε ένα
άρθρο με τον τίτλο «Αξιολύπητη» , με
μεγάλα στοιχεία. Κάτω υπήρχε μια φωτογραφία της κ. Campbell με τη λεζάντα “Βοήθεια: η Naomi φεύγει από την συνεδρία των Ανώνυμων Ναρκομανών
την προηγούμενη εβδομάδα, μετά την θεραπεία στην μάχη της κατά των παράνομων
ναρκωτικών”. Αυτή η φωτογραφία
είναι όμοια με εκείνη στο δρόμο που δημοσιεύθηκε την 1η Φεβρουαρίου.
Το κείμενο του άρθρου είχε τίτλο “Μετά από χρόνια αυτοπροβολής και παράνομης
χρήσης ναρκωτικών, η Naomi Campbell
κλαίγεται για την ιδιωτικότητα της ”. Το άρθρο αναφέρει ότι «Η Mirror αποκάλυψε την προηγούμενη εβδομάδα ότι
παρακολουθεί καθημερινές συναντήσεις στους Ανώνυμους Ναρκομανείς. ”. Σε άλλο
σημείο στην ίδια έκδοση, ένα κεντρικό άρθρο με τον τίτλο “ Μην κρύβεσαι Naomi”, κλείνει με τη
φράση: “Εάν η Naomi Campbell θέλει να ζήσει σαν καλόγρια, αφήστε την να πάει
σε μοναστήρι. Εάν θέλει της ενθουσιώδη ζωή της show business, πρέπει να αποδεχθεί όσα την συνοδεύουν ”.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2001, η Mirror υπό τον τίτλο «Φήμη σου, κ. Campbell” (“Fame on you, Ms Campbell”[1]), δημοσίευσε ένα ακόμη άρθρο που ειρωνευόταν τις
επαπειλούμενες νομικές κινήσεις της κ. Campbell, αναφερόμενο στα χρόνια, κατά τα οποία «μας
μπούκωσε με τα αποτυχημένα της σχέδια, όπως το εμετικό της βιβλίο Swan και τον αντίστοιχα φριχτό της δίσκο Love and Tears”, αναφέροντας ότι η κ. Campbell δεν ήταν καλλιτέχνης και ότι ήταν “τόσο
αποτελεσματική όσο ένας σοκολατένιος στρατιώτης”, αναφέροντας ότι η εκστρατεία
της κατά του ρατσισμού στην βιομηχανία της μόδας ήταν για λόγους αυτοπροβολής
και ότι “το πρόβλημα είναι ότι η Naomi δεν κάνει για τίποτα. Δεν μπορεί να
τραγουδήσει, δεν μπορεί να παίξει σαν ηθοποιός, δεν μπορεί να χορέψει και δεν
μπορεί να γράψει.”
B. Οι
κύριες δικαστικές διαδικασίες
1. Υψηλό
Δικαστήριο ([2002] EWHC 499 (QB))
13. Η κ. Campbell επικαλέστηκε την βλάβη που υπέστη από παραβίαση
εμπιστοσύνης και αξίωσε αποζημίωση σύμφωνα με τον Νόμο Προστασίας Δεδομένων του
1998. Για το άρθρο της 7ης Φεβρουαρίου 2001 κυρίως ασκήθηκε αγωγή
για επαύξηση βλάβης. Στις 27 Μαρτίου 2002, το Υψηλό Δικαστήριο (Morland J.) αποδέχθηκε την αγωγή
της κ. Campbell, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας που είχε διάρκεια πέντε ημερών.
14. Το Δικαστήριο αναφέρει την κ. Campbell ως ένα «διεθνώς
γνωστό μοντέλο μόδας και διασημότητα». Το πρώτο θέμα ήταν εάν παραβιάστηκε η
εμπιστευτικότητα και, όσον αφορά αυτό το θέμα, η κ. Campbell έπρεπε να αποδείξει τρία στοιχεία.
Πρώτον, ότι οι πληροφορίες που διέρρευσαν με το
άρθρο για την παρακολούθηση των συνεδρίων των Α.Ν. ήταν επαρκώς προστατευμένες.
Οι πληροφορίες για την θεραπεία της και τις παρακολουθήσεις των συνεδρίων ήταν
σαφώς εμπιστευτικές: τα στοιχεία συλλέχθησαν κρυφά, με την χρήση κρυφών λήψεων
κατά τη διάρκεια της εμπλοκής της στην προσωπική υπόθεση της θεραπείας (σκόπιμα
ντυμένη αδιάφορα) για την αποκατάστασή της από την εξάρτηση από ναρκωτικά. Οι
δημοσιευμένες λεπτομέρειες για την θεραπεία της, συμπεριλαμβανομένων αυτών περί
τακτικής παρακολούθησης των Α.Ν., ήταν εύλογα
κατηγοριοποιούμενες ως ιδιωτικές και η κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών
θα ήταν αρκετά προσβλητική για έναν λογικό άνθρωπο με συνήθεις ευαισθησίες.
Υπήρχε ένα ιδιωτικό έννομο συμφέρον άξιο προστασίας.
Δεύτερον, κρίθηκε ότι αυτές οι πληροφορίες
ανακοινώθηκαν σε περιστάσεις που επιβάλλουν την τήρηση εμπιστοσύνης, δεδομένων
των πηγών της πληροφορίες (είτε ήταν ένας φίλος εξαρτημένος από τα ναρκωτικά
είτε κάποιος από το προσωπικό της ενάγουσας).
Τρίτον, είχε αποδείξει ότι η δημοσιοποίηση ήταν
προσβλητική και κυρίως, η κοινοποίηση ότι παρακολουθούσε ειδικώς τους Α.Ν. της
είχε προκαλέσει σοβαρή ανησυχία και θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά από
την παρακολούθηση της θεραπείας.
15. Το Υψηλό Δικαστήριο έκρινε ότι τα παραπάνω ήταν σε
συμβατότητα με την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Douglas κατά Hello! Ltd ([2001] QB 967 §164-168) που είχε
κρίνει ότι δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στην έννοια της ιδιωτικότητας και της
εμπιστευτικότητας και ότι η προσέγγιση σχετικά με το αδίκημα θα έπρεπε να
απηχεί την νομολογία του άρθρου 8 της Σύμβασης. Παραπέμποντας στην Dudgeon v. the United Kingdom (22 Οκτωβρίου 1981, Συλλογή A αρ. 45) παρατήρησε ότι η
νομολογία της Σύμβασης αναγνωρίζει διαφορετικές βαθμίδες ιδιωτικότητας: όσο πιο
εσωτερική πτυχή της ιδιωτικής ζωής θίγεται, τόσο πιο σοβαρή δικαιολόγηση
απαιτείται.
16. Το Υψηλό Δικαστήριο ακολούθησε την προσέγγιση του
Αρχιδικαστή Λόρδου Woolf στην υπόθεση A
κατά B plc ([2003]
QB 195, βλ. παρ. 88 κατωτ.) όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις
προϋποθέσεις του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης σε σχέση με το
δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που εγγυάται το άρθρο 8 της Σύμβασης.
17. Το
Υψηλό Δικαστήριο εξέτασε σε κάποιο βαθμό την έκταση, στην οποία η κ. Campbell είχε εκθέσει τον
εαυτό της και την ιδιωτική ζωής της στα μέσα ενημέρωσης, και υπ’ αυτό το φως,
πώς θα συμβιβάζονταν οι απαιτήσεις των Άρθρων 8 και 10. Το Υψηλό Δικαστήριο
έκρινε ότι η προσφεύγουσα απολάμβανε πλήρως την δυνατότητα να δημοσιοποιεί στο
κοινό το γεγονός της εξάρτησης από τα ναρκωτικά και της θεραπείας, καθώς η κ. Campbell είχε πιο πριν
παραπλανήσει την κοινή γνώμη αρνούμενη την χρήση ναρκωτικών. «Μπορεί να είχε
σκεφτεί ότι πράγματι έμοιαζε να έχει αυτοπροταθεί ως ένα πρότυπο για τις νέες
μαύρες γυναίκες». Όμως, το Υψηλό Δικαστήριο έπρεπε να προστατεύσει την διασημότητα
από την δημοσιοποίηση πληροφοριών για την ιδιωτική της ζωή που είχαν το
στοιχείο και την σφραγίδα της εμπιστευτικότητας , αφού είχε επιλέξει να μην τις
δημοσιοποιήσει, εκτός εάν, παρά την παραβίαση εμπιστευτικότητας και η ιδιωτική
φύση των φωτογραφιών, αυτή η δημοσιοποίηση ήταν δικαιολογήσιμη. Η ισορροπία ανάμεσα στα Άρθρα 8 και 10 στην
παρούσα υπόθεση επιβάλλει μια αποκατάσταση για την κ. Campbell όσον αφορά την δημοσιοποίηση του ιδιωτικού
θέματος.
18. Το Υψηλό Δικαστήριο εξέτασε το αποδεικτικό υλικό,
μεταξύ άλλων και από την κ. Campbell όσον αφορά τις επιπτώσεις σε αυτήν από την
δημοσίευση. Εξήγαγε το εξής συμπέρασμα:
“Αν και θεωρώ ότι η δεσποινίς Naomi Campbell έχει αποδείξει ότι έχει υποστεί σοβαρή ταλαιπωρία και έχει
θιγεί από τα συναισθήματα που προκλήθηκαν ειδικώς από την αδικαιολόγητη
δημοσιοποίηση των πληροφοριών που αφορούν την θεραπεία της στους Ανώνυμους
Ναρκομανείς, πέρα από αυτήν την ταλαιπωρία και την προσβολή για τα συναισθήματα
που προκλήθηκαν από την πλήρως νόμιμη δημοσιοποίηση της εξάρτησής της από τα
ναρκωτικά και της θεραπείας της, για τα οποία δεν μπορεί να διαμαρτύρεται.
Προκειμένου να καθορίσουμε την έκταση της ταλαιπωρίας και προσβολής για τα
οποία δικαιούται αποζημίωση, θα πρέπει να αξιολογήσω τις αποδείξεις της με
προσοχή. Έχει αποδειχθεί μέσα στα χρόνια ότι δεν ήταν ειλικρινής στα μέσα
ενημέρωσης, αλλά επιλεκτική και παραπλανητική για όσα επέλεγε να δημοσιοποιήσει
για τον εαυτό της. Γνωρίζω ότι έχει καταθέσει ενόρκως [ορισμένα περιστατικά]. Πάντως
θεωρώ ότι πραγματικά ταλαιπωρήθηκε και
προσεβλήθη συναισθηματικά από τις αδικαιολόγητες δημοσιεύσεις και την
ανακοίνωση λεπτομερειών για την θεραπεία της σε δύο άρθρα της 1ης
και 5ης Φεβρουαρίου 2002 τα οποία επικαλέστηκε διαμαρτυρόμενη.
Επιδικάζω αποζημίωση και δαπάνη στο συνολικό ποσό των 2500 λιρών Αγγλίας.”
19. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της για συνεχιζόμενη
βλάβη (κυρίως για το άρθρο της 7ης Φεβρουαρίου 2001), το Υψηλό
Δικαστήριο έκρινε ότι η εφημερίδα που έχει αχθεί στην Δικαιοσύνη έχει το
δικαίωμα να δηλώσει ότι η εις βάρος της αγωγή δεν έπρεπε να είχε ποτέ ασκηθεί
και ότι κάθε σχετική καταγγελία θα έπρεπε να έχει υποβληθεί στην Επιτροπή
Καταγγελιών εις βάρος του Τύπου. Τέτοιες κρίσεις μπορούν να γράφονται σε σκληρή
και «πλούσια» γλώσσα και τα δικαστήρια δεν έχουν την αρμοδιότητα να λογοκρίνουν
το κακό γούστο. Πάντως, επειδή το άρθρο την «κουρέλιαζε ως πρόσωπο» σε ένα
εξαιρετικά προσβλητικό και βλαβερό τρόπο, της επιδικάστηκε για συνεχιζόμενη
βλάβη το συνολικό ποσό των 1.000 λιρών Αγγλίας.
2. Εφετείο ([2002] EWCA Civ 1373
20. Στις 14 Οκτωβρίου 2002 το Εφετείο (Λόρδοι Phillips of Worth Matravers, Chadwick και Keene) ομόφωνα επέτρεψαν στην εφημερίδα να υποβάλει έφεση. Η ακροαματική διαδικασία διήρκησε δύο μέρες και
μισή.
21. Το Εφετείο σημείωσε ότι η κ. Campbell ήταν ένα «διεθνώς
διάσημο μοντέλο μόδας» το οποίο είχε περισσότερο προκαλέσει, παρά αποτρέψει,
την δημοσιότητα, προκειμένου να προωθήσει τις εργασίες στις οποίες ενεπλέκετο.
Σε συνεντεύξεις προς τα μέσα ενημέρωσης είχε δημοσιοποιήσει εκούσια πληροφορίες
για μερικές πλευρές της ιδιωτικής της ζωής και συμπεριφοράς,
συμπεριλαμβανομένων περιορισμένων λεπτομερειών για τις σχέσεις της. Σε αντίθεση
με πολλά μοντέλα, είχε διαβεβαιώσει ότι δεν έπαιρνε ναρκωτικά, διεγερτικά ή
ηρεμιστικά, αλλά αυτό ήταν αναληθές.
22. Όσον
αφορά την επίδραση του Νόμου Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων (ΝΑΔ) στο δίκαιο της εμπιστευτικότητας, το δικαστήριο παρατήρησε
ότι έπρεπε να σταθμίσει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα Άρθρα 8 και 10
της Σύμβασης, σημειώνοντας ότι η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης είναι το
προπύργιο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας.
23. Όσον αφορά το αν οι πληροφορίες που ανακοινώθηκαν ήταν εμπιστευτικές, το
Εφετείο έκρινε ότι η πληροφορία πως η κ. Campbell ακολουθούσε θεραπεία στους Α.Ν. δεν έπρεπε να
εξισωθεί με ανακοίνωση κλινικών πληροφοριών για ιατρική θεραπεία. Αφού ήταν
νόμιμο να δημοσιευθεί ότι ήταν εξαρτημένη από ναρκωτικά και λάμβανε θεραπεία,
δεν ήταν πολύ βαρύ να προστεθεί ότι η θεραπεία συνίστατο σε επισκέψεις στους
Α.Ν., ανακοίνωση που δεν θα ήταν προσβλητική για τον συνήθη αναγνώστη και
κανονικές ευαισθησίες. Αν και ένας αναγνώστης μπορούσε να κρίνει προσβλητικό
ότι είχαν ληφθεί προφανώς με κρυφό τρόπο οι φωτογραφίες της, αυτό από μόνο του
δεν μπορούσε να αποτελεί λόγο αγωγής. Επιπρόσθετα, δεν ήταν εύκολο να
διαχωριστεί η ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη η κ. Campbell από την δημοσιοποίηση ότι ήταν εξαρτημένη από τα
ναρκωτικά σε θεραπεία συνοδευόμενη από φωτογραφίες ληφθείσες κρυφά, σε σχέση με
την επιπρόσθετη ψυχική ταλαιπωρία που απορρέει από την ανακοίνωση της
παρακολούθησης των Α.Ν. Εν τέλει, δεν ήταν σαφές ότι η συμπληρωματική
πληροφορία ότι η κ. Campbell παρακολουθούσε τους Α.Ν. ήταν επαρκώς σοβαρή για
να δικαιολογήσει τη δικαστική παρέμβαση.
24. Βασιζόμενο στην απόφαση Fressoz και Roire κατά
Γαλλιάς ([Τμήμα Ευρείας
Συνθέσεως], αρ. 29183/95, § 54, ΕΔΔΑ 1999‑I), το Εφετείο έκρινε ότι οι φωτογραφίες ήταν ένα
νόμιμο, αν όχι και ουσιώδες, μέρος του δημοσιογραφικού πακέτου που προοριζόταν
να αποδείξει ότι η κ. Campbell είχε εξαπατήσει την κοινή γνώμη όταν είπε ότι δεν
έπαιρνε ναρκωτικά και, δεδομένου ότι η δημοσιοποίηση συγκεκριμένων
εμπιστευτικών πληροφοριών δικαιολογείται για λόγους δημοσίου ενδιαφέροντος, ο
δημοσιογράφος έπρεπε να έχει επαρκή ευχέρεια για τον τρόπο με τον οποίο αυτές
οι πληροφορίες θα μεταδοθούν στο κοινό, αλλιώς το δικαίωμά του για ελευθερία
της έκφρασης κατά το Άρθρο 10 θα είχε περιοριστεί αδικαιολόγητα. Η
δημοσιοποίηση των φωτογραφιών λίγα προσέθετε στην υπόθεση της κ. Campbell καθώς με αυτόν
τον τρόπο οι δημοσιογράφοι αποδείκνυαν και εφιστούσαν την προσοχή στην
πληροφορία ότι ακολουθούσε θεραπεία στους Α.Ν.
3. Ανώτατο Δικαστήριο ([2004] UKHL 22)
25. Μετά από ακροαματική διαδικασία 2 ημερών, στις 6
Μάη 2004, το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε στην κ. Campbell's να προσφύγει
(ο Λόρδος Hope of Craighead, Βαρόνη Hale of Richmond και Λόρδος Carswell αποτέλεσαν την
πλειοψηφία, ενώ ο Λόρδος Nicholls of Birkenhead και ο Λόρδος
Hoffman την μειοψηφία) και επιβεβαίωσαν τις διατάξεις του Υψηλού Δικαστηρίου.
Εξέδωσαν χωριστές και εκτενείς αποφάσεις.
(α) Ο Λόρδος Hope of Craighead
26. Ο Λόρδος Hope άρχισε σημειώνοντας την πανίσχυρη φήμη της κ. Campbell στις επιχειρήσεις της μόδας και του modelling, οι οποίες διεξάγονται με την διαρκή
παρακολούθηση των μέσων ενημέρωσης. Σημείωσε επίσης την «κατάστασή της ως
διασημότητας». Θεώρησε ότι τα ουσιώδη ζητήματα αφορούσαν τα «γεγονότα» και την
«έκταση», πράγμα που δεν εγείρει νέα ζητήματα αρχής. Στην παρούσα υπόθεση, όπου
η δημοσιοποίηση αφορούσε την εξάρτηση από τα ναρκωτικά και την θεραπεία και,
δεδομένου του ότι η ανακοίνωση πληροφοριών αφορούσε την θεραπεία μαζί με την
δημοσίευση κρυφά ληφθέντων φωτογραφιών που θα μπορούσε να δυσχεράνει την
θεραπεία, το δημοσίευμα αφορούσε
ιδιωτικές πληροφορίες.
27. Η
υπόθεση αφορά τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα δικαιώματα του ελεύθερου λόγου και
της ιδιωτικότητας, τα οποία έχουν ίση αξία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά τη
στάθμιση αυτών των δικαιωμάτων, ο Λόρδος Hope σημείωσε ότι το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα, το
οποίο βρίσκεται στην καρδιά της αγωγής για προσβολή εμπιστευτικότητας έπρεπε να
σταθμιστεί εναντίον του δικαιώματος των μέσων ενημέρωσης για ανακοίνωση
πληροφοριών στο κοινό και ότι το δεύτερο, έπρεπε αντίστροφα, να σταθμιστεί
απέναντι στον σεβασμό που πρέπει να επιδεικνύεται στην ιδιωτική ζωή. Δεν υπήρχε
τίποτε το νέο σε αυτό στο εθνικό δίκαιο.
28. Εξέτασε λεπτομερώς την έκταση που αναγνωρίστηκε στους δημοσιογράφους ως
προς την δημοσίευση ή όχι των πληροφοριών προκειμένου να διασφαλίσουν την
αξιοπιστία τους. Παρατήρησε τις αρχές που ορίζονται ως προς αυτό από τη
νομολογία του Δικαστηρίου (Observer και Guardian κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 26 Νοεμβρίου 1991, § 59, Συλλογή A αρ. 216, Jersild κατά Δανίας, 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 31, Συλλογή
A αρ.
298 και Fressoz και Roire κατά Γαλλίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 29183/95, § 54, ΕΔΔΑ 1999‑I).
29. Έχοντας
εξετάσει την στάθμιση στις υποθέσεις Jersild και Fressoz, ο Λόρδος Hope επανέλαβε ότι δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι επιλογές που έγιναν για την
παρουσίαση του υλικού που νομίμως μπορούσε να παρουσιαστεί στο κοινό ήταν ένα
ειδικό και εκδοτικό θέμα, στο οποίο το δικαστήριο δεν έπρεπε να παρέμβει.
Πάντως, οι επιλογές για την δημοσίευση ιδιωτικών θεμάτων εγείρει ζητήματα για
την παρουσίαση και την επιμέλεια τους,
που δεν είναι απλά. Συνακόλουθα, το δημόσιο ενδιαφέρον για την
δημοσίευση έπρεπε να σταθμιστεί έναντι
του δικαιώματος του ατόμου για σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής: αυτές οι
αποφάσεις μπορούν να υποβληθούν σε δικαστικό έλεγχο. Ο έλεγχος που πρέπει να
επιβληθεί είναι γνωστός και οριοθετείται από την νομολογία της Σύμβασης. Τα
δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα Άρθρα 8 και 10 πρέπει να σταθμιστούν μεταξύ
τους, και κάθε περιορισμός αυτών των δικαιωμάτων θα πρέπει να υποβληθεί σε πάρα
πολύ αυστηρό έλεγχο, καθώς ούτε το Άρθρο 8 ούτε το Άρθρο 10 έχουν προτεραιότητα
το ένα έναντι του άλλου (όπως έχει επιβεβαιωθεί από το Ψήφισμα 1165 της
Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (“PACE”), 1998).
30. Όσον
αφορά τα δικαιώματα του Άρθρου 10, η κρίσιμη
ερώτηση είναι εάν τα μέτρα που
ελήφθησαν για τον περιορισμό του Άρθρου 10 ήταν «εύλογα, δίκαια, θεμιτά και
περιορίζουν το δικαίωμα κατά το ελάχιστα δυνατό.» Ως προς αυτό, σχετικά
κριτήρια είναι, από τη μια πλευρά, το καθήκον του Τύπου να μεταδίδει πληροφορίες
και ιδέες δημόσιου ενδιαφέροντος, επί των οποίων η κοινή γνώμη έχει δικαίωμα
πληροφόρησης (Jersild κατά Δανίας, ό.π.) και την
ανάγκη να επιτρέπεται σε δημοσιογράφους να επιλέγουν πιο υλικό θα πρέπει να
αναπαράγεται για να επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία τους (Fressoz και Roire κατά
Γαλλίας ό.π.) και από την άλλη, ο
βαθμός ιδιωτικότητας στον οποίο είχε δικαίωμα η κ. Campbell, όσον αφορά λεπτομέρειες για την θεραπεία της
σύμφωνα με το δίκαιο της εμπιστευτικότητας. Πάντως, το δικαίωμα του κοινού να
λαμβάνει πληροφορίες για πληροφορίες όσον αφορά την θεραπεία της ήταν πολύ
κατώτερης τάξης από ό,τι ήταν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμά του να ξέρει ότι
παραπλάνησε το κοινό όταν είπε ότι δεν έπαιρνε ναρκωτικά, καθώς το πρώτο
αφορούσε μια εσωτερική πτυχή της ιδιωτικής ζωής της (Dudgeon κατά
Ηνωμένου Βασιλείου, 22 Οκτωβρίου 1981, § 52, Συλλογή A αρ. 45). Ενώ αναγνωρίζει την μεγάλη σημασία της
πολιτικής έκφρασης και πράγματι της ελευθερίας της έκφρασης (που αποτελεί έναν
από τους πυλώνες μια δημοκρατικής κοινωνίας και έναν από τους βασικούς
παράγοντες για την πρόοδο και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου, Tammer κατά
Εσθονίας, αρ. 41205/98, § 59,
ΕΔΔΑ 2001‑I),
έκρινε ότι δεν διακυβεύονταν πολιτικές ή δημοκρατικές αξίες και δεν υπήρχε
πιεστική κοινωνική ανάγκη (a contrario, Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου , 27 Μαρτίου 1996, § 40, Εκθέσεις 1996 II).
31. Όσον
αφορά τα ανταγωνιστικά δικαιώματα του Άρθρου 8, το ενδεχόμενο βλάβης από την
ανακοίνωση ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για να κριθεί η έκταση των περιορισμών
που χρειάζονταν για να προστατευθεί το δικαίωμα της κ. Campbell στην ιδιωτικότητα. Υπό το φως του Άρθρου 8, η
δημοσίευση πληροφοριών για την θεραπεία της (ότι παρακολουθούσε τους Α.Ν., για
πόσο καιρό, πόσο συχνά και σε ποιες ώρες της μέρας, η φύση της θεραπείας της, η
έκταση της αφοσίωσής της στην διαδικασία και η δημοσιοποίηση κρυφά τραβηγμένων
φωτογραφιών) ήταν πιθανό να την προσβάλλουν και ο Λόρδος Hope έδωσε
ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το κριτήριο. Το γεγονός ότι ήταν μια διασημότητα δεν
ήταν επαρκές για να την αποστερήσει από το δικαίωμά της στην ιδιωτικότητα. Ένα
πεδίο εκτίμησης μπορεί να αναγνωριστεί σε ένα δημοσιογράφο, αλλά βλέποντας τις
λεπτομέρειες της θεραπείας για εξάρτηση από ναρκωτικά περισσότερο «ως υπόβαθρο,
είχε ως αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η σημασία αυτής της προσπάθειας, γι’ αυτό και έπρεπε για προστασία της κ. Campbell, να
προστατευθούν αυτές οι πληροφορίες ως ιδιωτικές». Ήταν δύσκολο να δει μια
σοβαρή ανάγκη του κοινού να ξέρει το όνομα του οργανισμού στον οποίο
παρακολουθούσε τη θεραπεία ή πληροφορίες για αυτήν την θεραπεία. Η απόφαση για
την δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών έδειχνε ότι δόθηκε μεγαλύτερη βαρύτητα
στην ευχή για δημοσίευση μιας ιστορίας που θα προσέλκυε το ενδιαφέρον παρά στην
επιθυμία για διατήρηση της αξιοπιστίας.
32. Ο Λόρδος Hope στην συνέχεια υπέβαλε σε έλεγχο τις κρυφά
ληφθείσες φωτογραφίες. Ήταν αλήθεια ότι, εάν έπρεπε να κρίνει μόνο τα κείμενα
των άρθρων, θα “έτεινε να θεωρήσει την στάθμιση ανάμεσα στα δύο δικαιώματα ως
σχεδόν ομαλή», δεδομένης της έκτασης του πεδίου εκτίμησης που θα είχε ο
δημοσιογράφος σε μια αμφίβολη υπόθεση. Πάντως, το κείμενο δεν έπρεπε να
διαχωριστεί από τις φωτογραφίες, καθώς οι λεζάντες συνέδεαν τις πληροφορίες
που, σε διαφορετική περίπτωση, θα παρέμεναν ανώνυμες και εικόνες χωρίς
πληροφοριακό φορτίο για το κύριο κείμενο. Επιπρόσθετα, ένας συνηθισμένος
άνθρωπος με κανονικές ευαισθησίες θα μπορούσε να θεωρήσει την δημοσίευση των
κρυφά ληφθεισών φωτογραφιών που συνδέονταν
με το κείμενο, ως ενισχύουσες κατά πολύ την γενική επίθεση στην ιδιωτική
ζωή της κ. Campbell.
Ενώ οι φωτογραφίες που
λαμβάνονται σε ανοικτό χώρο πρέπει να κρίνονται, σε κανονικές συνθήκες, μια από
τις «συνήθεις καταστάσεις όταν ζεις σε μια ελεύθερη κοινότητα» το πραγματικό
ζήτημα ήταν, εάν η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών ήταν προσβλητική υπό τις
παρούσες συνθήκες. Εξέτασε τη νομολογία του Δικαστηρίου (συμπεριλαμβανομένων των
υποθέσεων P.G. και J.H. κατά
Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 44787/98, § 57, ΕΔΔΑ 2001 IX και Peck κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 44647/98, § 62, ΕΔΔΑ 2003 I) και ακολούθησε την αιτιολογία στην υπόθεση Peck. Η κ. Campbell δεν θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί, εάν οι
φωτογραφίες είχαν ληφθεί για να δείξουν μια σκηνή στο δρόμο από έναν περαστικό
και στην συνέχεια δημοσιεύονταν ως απλές σκηνές του δρόμου. Εν τούτοις, οι
φωτογραφίες αποτελούσαν επίθεση στην ιδιωτική ζωή της κ. Campbell, επειδή είχαν ληφθεί σκόπιμα, κρυφά, προκειμένου
να δημοσιευθούν σε συνδυασμό με το άρθρο και είχαν εστιάσει στην είσοδο του
κτιρίου συνάντησης των Α.Ν. και έδειχναν
καθαρά το πρόσωπό της. Το επιχείρημα ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών προσέθετε
αξιοπιστία στην ιστορία, είχε μικρή βαρύτητα, αφού ο αναγνώστης είχε μόνο το
κείμενο της εφημερίδας ως προς την αλήθεια του ότι η κ. Campbell παρακολουθούσε τις συναντήσεις των Α.Ν. Συνέχιζε:
“124. Καθένας στην θέση της
δεσποινίδος Campbell, δεδομένου ότι έχει συνήθεις
ευαισθησίες αλλά δεδομένου και ότι είχε φωτογραφηθεί κρυφά έξω από το χώρο στον
οποίο υποβαλλόταν σε θεραπεία για εξάρτηση από νακρωτικά, θα γνώριζε τι ήταν
αυτές και θα είχε ταλαιπωρηθεί ψυχολογικά βλέποντας τις φωτογραφίες. Θα είδε την δημοσιευσή τους, σε συνδυασμό με
το άρθρο που αποκάλυπτε αυτό που έκανε όταν την φωτογράφησαν και άλλες
πληροφορίες για την θεραπεία, ως μια σοβαρή παρέμβαση στο δικαίωμά της για
σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Κατά τη γνώμη μου, αυτό το πρόσθετο στοιχείο της
δημοσίευσης είναι πέρα από αρκετό για να εκτοπιστεί η ελευθερία της έκφρασης
που επικαλούνται οι κατηγορούμενοι σε αυτή την υπόθεση.”
33. Γι' αυτό, ο Λόρδος
Hope
συμπέρανε ότι παρά τη βαρύτητα που έπρεπε να δοθεί στην ελευθερία της έκφρασης
και στις ανάγκες του Τύπου προκειμένου να παίξει αποτελεσματικά το ρόλο του,
υπήρξε αδικαιολόγητη παραβίαση της
ιδιωτικότητας της κ. Campbell.
(β) Η Βαρόνη Hale of Richmond
34. Η Βαρόνη Hale παρατήρησε ότι η εξέταση της αγωγής για παραβίαση
εμπιστευτικότητας εκκινεί από την “λογική προσδοκία ιδιωτικότητας”, έναν έλεγχο
για το κατά πόσον το πρόσωπο που δημοσιοποιεί την πληροφορία γνώριζε ή όφειλε
να γνωρίζει ότι υπήρχε εύλογη προσδοκία ότι οι σχετικές πληροφορίες θα έπρεπε
να είχαν παραμείνει εμπιστευτικές. Αυτό είναι το καθοριστικό κριτήριο που αφορά
την στάθμιση ανάμεσα στα δικαιώματα που κατοχυρώνουν τα Άρθρο 8και 10 της Σύμβασης.
Αναφέροντας επίσης το Ψήφισμα 1165 (1998) παρατήρησε ότι κανένα δικαίωμα δεν
κατισχύει του άλλου. Η εφαρμογή του ελέγχου αναλογικότητας, η οποία
περιλαμβάνεται στην δομή των Άρθρων 8 και 10, είναι λιγότερο ευθεία, όταν και
τα δύο δικαιώματα εφαρμόζονται και, γι' αυτό επικαλείται τις παραπάνω
αποφάσεις Jersild κατά Δανίας, Fressoz και Roire κατά
Γαλλίας και Tammer κατά Εσθονίας.
35. Αναζητώντας την στάθμιση στην υπόθεση σημειώνει:
“143. ...
Αν το δούμε ωμά, είναι μια διασημότητα πρώτης γραμμής, εναντίον μιας
κουτσομπολίστικης εφημερίδας που ασχολείται με διασημότητες. Κάθε μια από τις
δύο πλευρές, κερδίζει από την άλλη. Και οι δύο θεωρούνται ενήλικες που
γνωρίζουν το παιχνίδι. Από την μια πλευρά είναι το συμφέρον μιας γυναίκας που
θέλει να ξεπεράσει την εξάρτήσή της από παράνομα και βλαβερά ναρκωτικά και
αποζητά την γαλήνη και τον χώρο, στον
οποίο θα αναζητήσει την βοήθεια που κρίνει χρήσιμη. Από την άλλη πλευρά, είναι
η εφημερίδα που θέλει να κρατήσει τους αναγνώστες της ενήμερους για τις
δραστηριότητες δημόσιων προσώπων και που εκθέτει τις αδυναμίες τους, τα ψέματα,
τις υπεκφυγές και την υποκρισία. Αυτό το είδος θέματος, ιδίως όταν περιλαμβάνει
φωτογραφίες, είναι το είδος των θεμάτων που γεμίζει, πουλάει και αυξάνει την
φήμη της εφημερίδας. Ένας λόγος για τον οποίο η ελευθερία του Τύπου είναι τόσο
σημαντική είναι επειδή χρειαζόμαστε εφημερίδες κι επειδή πρέπει να
διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε ακόμη εφημερίδες. Μπορούμε να πούμε ότι πρέπει να
επιτρέπεται στις εφημερίδες να έχουν επαρκή άδεια για επιθέσεις στην
ιδιωτικότητα, για να μπορούν να διατηρούν την κυκλοφορία τους ώστε εμείς οι
υπόλοιποι να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε την ποικιλία των εφημερίδων και άλλων
μαζικών μέσων που είναι διαθέσιμα στην χώρα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι οι συντάκτες συχνά πρέπει να παίρνουν τις
αποφάσεις τους με μεγάλη ταχύτητα και σε δύσκολες περιστάσεις, έτσι ώστε να
αναμένεται ότι οι υπερβολικές αναλύσεις είναι από μόνες τους ένας περιορισμός
στην ελευθερία της έκφρασης. ”
36. Όμως, η Βαρόνη
έκρινε ότι αυτή δεν ήταν μια απλή υπόθεση κι εξέτασε την ιδιαίτερα ιδιωτική
φύση των πληροφοριών που αφορούσε η δημοσίευση. Έλαβε υπόψη το σοβαρό θέμα της
χρήσης ναρκωτικών και, στην συνεχεία, την σωματική και ψυχική της υγεία.
Υπογράμμισε την σημασία καθώς και την ευαισθησία και τις δυσκολίες που
περιβάλλουν την θεραπεία για απεξάρτηση.
Επιπλέον, η νομολογία του Δικαστηρίου είχε πάντοτε δεχθεί ότι οι
πληροφορίες για την υγεία και την θεραπεία ενός προσώπου είναι και οι δύο ιδιωτικές
και εμπιστευτικές (Z κατά
Φινλανδίας, 25 Φεβρουαρίου 1997, § 95, Εκθέσεις 1997‑I). Ενώ οι
ανακοινωθείσες πληροφορίες μπορεί να μην υπάγονταν στην ίδια κατηγορία με τους
ιατρικούς φακέλους, κατ' αποτέλεσμα ήταν οι ίδιες πληροφορίες που θα είχαν καταγραφεί
από έναν ιατρό σε τέτοιους φακέλους, ήτοι το πρόβλημα εξάρτησης από παράνομα
ναρκωτικά, η διάγνωση και η ανάγκη θεραπείας. Γι' αυτό η Βαρόνη Hale αρχίζει την ανάλυσή
της από το γεγονός που αποτελεί κοινό τόπο, ότι όλες οι πληροφορίες για την
εξάρτηση της κ. Campbell και την παρακολούθηση των Α.Ν. που ανακοινώθηκαν από το άρθρο ήταν τόσο
ιδιωτικές όσο και εμπιστευτικές, επειδή αφορούσαν μια σημαντική πτυχή της
σωματικής και ψυχικής της υγείας. Είχαν επίσης ληφθεί από κάποιο πρόσωπο που
γνώριζε το θέμα, κατά παράβαση της εμπιστευτικότητας.
37. Όσον αφορά την
φύση της ελευθερίας της έκφρασης, η Βαρόνη
Hale ανακάλεσε βασικές μορφές έκφρασης
που έχει καταγράψει κατά σειρά μειωμένης προστασίας: ο πολιτικός λόγος (στον
οποίο περιλαμβάνεται η αποκάλυψη πληροφοριών που αφορούν δημόσια πρόσωπα, ιδίως
αυτά που κατέχουν αιρετές θέσεις που διαφορετικά θα ήταν ιδιώτες αλλά ήταν
σχετικά με την συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή), οι πνευματικές και
εκπαιδευτικές εκδηλώσεις, όπως επίσης και η καλλιτεχνική έκφραση. Εντούτοις, η
Βαρόνη Hale έκρινε δύσκολο
να δει την συμβολή που έγινε από την “κοινοποίηση ενδόμυχων πληροφοριών από την
ιδιωτική ζωή ενός μοντέλου”. Ήταν αλήθεια ότι ο αρχισυντάκτης είχε επιλέξει σε
ένα άρθρο να εκθέσει διάφορα λάθη και
ανοησίες της κ. Campbell και να τα
τοποθετήσει στο ίδιο πλαίσιο με το θέμα της εξάρτησής της και τις ακόμα πιο
σοβαρές προσπάθειές της να απεξαρτηθεί και ότι αυτή η δημοσίευση θα μπορούσε να
είχε ένα εποικοδομητικό εκπαιδευτικό ρόλο. Όμως, τέτοιου είδους αρθρογραφία,
κανονικά, συντάσσεται με την συνεργασία του προσώπου που αφορά, ενώ η κ. Campbell είχε αρνηθεί
να ασχοληθεί με τη υπόθεση. Οι αρχισυντάκτες, όμως, έκριναν ότι είχαν δικαίωμα
να αποκαλύψουν αυτές τις ιδιωτικές πληροφορίες, χωρίς τη συγκατάθεσή της,
επειδή η κ. Campbell είχε
παρουσιάσει τον εαυτό της στο κοινό ως κάποια που δεν είχε εμπλακεί με
ναρκωτικά. Η Βαρόνη Hale αναρωτιέται γιατί, εάν ένα πρότυπο παρουσιάζει
μια στάση απέναντι στα ναρκωτικά που είναι εποικοδομητική στην κοινωνία, είναι
τόσο αναγκαίο να αποκαλύψουμε ότι είχε “πήλινα πόδια”. Πάντως, αποδέχθηκε ότι η
κατοχή και χρήση παράνομων ναρκωτικών ήταν ένα ποινικό αδίκημα και αποτελούσε
αντικείμενο σοβαρού δημόσιου ενδιαφέροντος, έτσι ώστε ο Τύπος έπρεπε να είναι
ελεύθερος να εξετάζει την αλήθεια και να προβάλλει το αποτέλεσμα.
38. Ωστόσο, ενώ η προηγούμενη δημόσια άρνηση της κ. Campbell ότι
χρησιμοποιούσε ναρκωτικά μπορούσε να δικαιολογήσει την δημοσίευση του ότι
χρησιμοποιούσε ναρκωτικά και ότι έκανε θεραπεία για απεξάρτηση, δεν ήταν
απαραίτητο να δημοσιευθούν περαιτέρω
πληροφορίες, ιδίως εάν αυτό θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη
συνέχεια της θεραπείας της. Αυτή η περαιτέρω πληροφορία είχε ως αποτέλεσμα την
δημοσιοποίηση λεπτομερειών για τη θεραπεία της στους Α.Ν. και η Βαρόνη έκρινε
ότι το άρθρο “συνέβαλε στην αίσθηση προδοσίας κάποιου που ήταν κοντά της και
που κατέστρεψε την αξία των [Α.Ν] ως ενός ασφαλούς καταφυγίου γι' αυτήν”.
39. Περαιτέρω, η
δημοσίευση των φωτογραφιών συνέβαλε τόσο στην αποκάλυψη όσο και στην βλάβη. Από
μόνες τους οι φωτογραφίες δεν ήταν επίμεμπτες. Εάν η υπόθεση αφορούσε μια
φωτογραφία της κ. Campbell να πηγαίνει τη δουλειά της σε ένα δημόσιο δρόμο,
δεν θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Ωστόσο, το συνοδευτικό κείμενο έκανε σαφές
ότι αυτές οι φωτογραφίες ήταν κάτι
διαφορετικό, καθώς έδειχναν την κ. Campbell έξω από μια
συνάντηση στους Α.Ν., παρέα με μερικά πρόσωπα που αδιαμφισβήτητα ανήκαν στην
ομάδα των Α.Ν. και που έδειχναν το μέρος που γινόταν η συνάντηση, που θα
μπορούσε να είναι απολύτως αναγνωρίσιμο σε καθέναν που ήξερε την περιοχή. Οι
φωτογραφίες από την ίδια τη φύση τους προστίθενται στο αποτέλεσμα των λέξεων των άρθρων όπως επίσης και των πληροφοριών
που αποκαλύφθηκαν. Οι φωτογραφίες επίσης προστίθενται στην πιθανή βλάβη
“κάνοντάς την να σκεφτεί ότι παρακολουθείται ή προδόθηκε και αποτρέποντάς την
από το να επιστρέψει στο ίδιο μέρος ξανά”.
40. Επιπλέον, δεν χρειαζόταν οι φωτογραφίες να
περιληφθούν σε αυτά τα άρθρα προκειμένου ο συντάκτης να πετύχει το στόχο του. Ο
συντάκτης είχε αποδεχθεί ότι ακόμη και χωρίς φωτογραφίες, θα ήταν θέμα για
πρωτοσέλιδο. Είχε τις βασικές του πληροφορίες και τις πηγές του. Μπορούσε να
έχει χρησιμοποιήσει άλλες φωτογραφίες της κ. Campbell για να διανθίσει το άρθρο. Αφού οι φωτογραφίες θα
χρησιμοποιούνταν ως απόδειξη εάν είχε αμφισβητηθεί η αλήθεια του θέματος, δεν
χρειαζόταν να δημοσιευθούν αφού η αξιοπιστία του άρθρου για το γενικό κοινό θα
ήταν η αξιοπιστία που απολαμβάνει γενικά η Daily Mirror. Η Βαρόνη Hale προσέθεσε, ότι σε αυτό το πλαίσιο, το αν τα άρθρα
ήταν υπέρ ή κατά δεν ενδιέφερε, αφού ο τρόπος κατά τον οποίο ο συντάκτης
“επιλέγει να παρουσιάσει την πληροφορία που μπορεί να αποκαλύψει είναι ένα
αποκλειστικά δικό του θέμα”.
41. Τελικά, ήταν
αλήθεια ότι η βαρύτητα που αναγνωρίζεται σε αυτές τις ποικίλες κρίσεις είναι
ένα “θέμα γεγονότων κι έκτασης”. Δεν μπορεί κάθε δήλωση για την υγεία κάθε
ατόμου να φέρει τη σφραγίδα της εμπιστευτικότητας: εάν ένα δημόσιο πρόσωπο
κρυολογήσει, ως πληροφορία δεν είναι προσβλητική κι εξάλλου οι προσωπικές
πληροφορίες για την υγεία μπορεί να σχετίζονται με την ικανότητα του προσώπου
να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Πάντως, στην παρούσα υπόθεση, οι πληροφορίες υγείας
δεν ήταν αθώες και, πράγματι, καθώς έκρινε ο δικαστής του πρώτου βαθμού, υπήρξε
ένας κίνδυνος ότι η δημοσίευση θα μπορούσε να βλάψει:
“... Άνθρωποι που προσπαθούν να
θεραπευτούν από την εξάρτηση των ναρκωτικών
χρειάζονται σοβαρή αφοσίωση και δέσμευση, μαζί με σταθερή υποστήριξη από
όσους είναι κοντά τους. Γι' αυτό ιδρύθηκαν οργανισμοί όπως οι Α.Ν. και γι' αυτό
κάνουν τόσο καλό. Η αδιακρισία στις περιπτώσεις που έχει αναγνωριστεί ότι ένα
θέμα είναι ευαίσθητο μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη.
(γ) Λόρδος Carswell
42. Ο Λόρδος Carswell συμφώνησε με τον Λόρδο Hope και τη Βαρόνη Hale. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι πληροφορίες ήταν
ιδιωτικής φύσης και είχαν ληφθεί σε συνθήκες εμπιστευτικότητας από την
προσφεύγουσα και η προσφεύγουσα είχε δικαίωμα να δημοσιεύσει το γεγονός ότι η
κ. Campbell ήταν εθισμένη στα
ναρκωτικά και όταν λάμβανε θεραπεία, δεδομένων των προηγούμενων ψευδών δηλώσεών
της περί μη χρήσης ναρκωτικών. Συμφώνησε επίσης με τον Λόρδο Hope ως προς την στάθμιση των δικαιωμάτων των Άρθρων 8
και 10 και, περαιτέρω, ότι προκειμένου να δικαιολογηθεί ο περιορισμός των
δικαιωμάτων στην ελευθερία της έκφρασης του Άρθρου 10, οι εξαιρέσεις θα πρέπει
να είναι λογικές, δίκαιες και θεμιτές και δεν θα πρέπει να περιορίζουν το
δικαίωμα πέραν του αναγκαίου.
43. Έχοντας εξετάσει τη
βαρύτητα που αποδίδεται σε διαφορετικούς σχετικούς παράγοντες, κατέληξε ότι η
δημοσίευση των λεπτομερειών για την παρακολούθηση της θεραπείας της κ. Campbell, τονισμένες από τις
φωτογραφίες που αποκάλυπταν το μέρος στο οποίο γινόταν η θεραπεία, συνιστούσε
μια σοβαρή παρέμβαση στη ιδιωτική της ζωής, που θα μπορούσε να προκαλέσει, και,
όπως απέδειξε η ίδια, όντως της προκάλεσε σοβαρή ψυχική αναστάτωση. Κατά την
δίκη είπε ότι δεν είχε επιστρέψει στο συγκεκριμένο κέντρο των Α.Ν. και ότι είχε
παρακολουθήσει μόνο λίγες ακόμα
συναντήσεις των Α.Ν. στο Ηνωμένο Βασίλειο. Γι' αυτό ήταν ξεκάθαρο ότι η
δημοσίευση είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό πισωγύρισμα στην θεραπεία της.
44. Δεν υποβάθμισε την
“σημασία του να επιτρέπουμε σε ένα κατάλληλο βαθμό μια δημοσιογραφική ευχέρεια
στον Τύπο να χειρίζεται ένα νόμιμο θέμα με τον δικό του τρόπο, χωρίς να
επιβάλλουμε αχρείαστα δεσμά στη ελευθερία του να δημοσιεύονται πληροφορίες και
φωτογραφίας που προσθέτουν χρώμα και αξιοπιστία”, παράγοντες που ήταν “μέρος
της νόμιμης λειτουργίας ενός ελεύθερου Τύπου” και που έπρεπε να τους αποδίδεται
ιδιαίτερη σημασία. Πάντως, η στάθμιση ήταν υπέρ της κ. Campbel.
(δ) Λόρδος Nicholls of Birkenhead
45. Ο Λόρδος Nicholls ξεκίνησε σημειώνοντας ότι η κ. Campbell ήταν ένα “διάσημο
μοντέλο” που είχε ένα “πασίγνωστο όνομα, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο” και ότι
το πρόσωπό της ήταν “άμεσα αναγνωρίσιμο”. Σημείωσε ότι η εξέλιξη του
κοινοδικαίου (η αδικοπραξία της παραβίασης εμπιστευτικότητας) ήταν σε
συμβατότητα με τα Άρθρα 8 και 10 της Σύμβασης, σε σημείο που ήρθε η ώρα να
αναγνωριστεί ότι οι αξίες του Άρθρου 8 και του Άρθρου 10 αποτελούν σήμερα μέρος
της αγωγής για παραβίαση εμπιστευτικότητας (Λόρδος Woolf CJ, A κατά B plc [2003] QB 195, 202, § 4).
46. Έκρινε ότι η αναφορά
στην θεραπεία των Α.Ν. δεν ήταν ιδιωτική
πληροφορία καθώς απλώς διευκρίνιζε στην κοινή γνώμη το μέρος στο οποίο γίνονταν
οι συναντήσεις της κ. Campbell με τους Α.Ν.
47. Πάντως, ακόμη κι αν
η παρακολούθηση των συναντήσεων από την κ. Campbell έπρεπε να κριθούν
ιδιωτικές, η προσφυγή της ήταν απαράδεκτη επειδή:
“Από τη μια πλευρά, η δημοσίευση αυτών των πληροφοριών υπό τις ασυνήθιστες
συνθήκες αυτής της υπόθεσης αποκαλύπτει κυρίως μια επίθεση στην ιδιωτική ζωή
της κ. Campbell σε ένα συγκριτικά μικρό βαθμό. Από την
άλλη πλευρά, η μη δημοσιοποίηση αυτής της πληροφορίας θα μπορούσε να έχει
στερήσει από ένα θεμιτό και υποστηρικτικό θέμα εφημερίδας τις λεπτομέρειες που
θα του προσέθεταν χρώμα και αξιοπιστία. Αυτές οι πληροφορίες δημοσιεύθηκαν
προκειμένου να αποδειχθεί η δέσμευση της κ. Campbell στον αγώνα της κατά
του προβλήματος των ναρκωτικών. Η στάθμιση που θα έπρεπε να γίνει σε ένα βαθμό
θα απέκλειε, σε αυτή την υπόθεση, ένα ποσοστό δημοσιογραφικής ευχέρειας όσον
αφορά τις πληροφορίες που θα δημοσιεύονταν γι' αυτό το σκοπό.
Σε αυτό το σημείο θεωρώ με όλον τον σεβασμό ότι [το Ανώτατο Δικαστήριο]
υπέπεσε σε σφάλμα. Κρίνοντας ότι οι πληροφορίες για την παρακολούθηση των A.N. από την κ. Campbell είχαν τη αναγκαία
εμπιστευτική ιδιότητα, οι δικαστές φαίνεται ότι δεν έλαβαν υπόψη καθόλου το
Άρθρο 10 κατά τη στάθμιση ανάμεσα στα άρθρα 8 και 10. Αυτό ήταν μια
στραβοτιμονιά. Η ανάγκη της ελεύθερης διάδοσης της πληροφορίας ότι η κ. Campbell είναι εξαρτημένη από τα ναρκωτικά είναι
χαμηλότερης τάξης από την ανάγκη της ελεύθερης διάδοσης πληροφοριών για άλλα
θέματα όπως τα πολιτικά. Ο βαθμός της ευχέρειας των δημοσιογράφων ελαττώνεται
ευλόγως, αλλά δεν εξαλείφεται κι όλας.”
48. Παρατήρησε ότι οι
συνεχιζόμενες δηλώσεις της κ. Campbell στις οποίες
αρνήθηκε την εξάρτησή της από τα ναρκωτικά παρείχαν νόμιμη βάση για την
δημοσίευση των γεγονότων ότι ήταν εξαρτημένη από τα ναρκωτικά και ότι ήταν σε
θεραπεία. Το επιπρόσθετο στοιχείο ότι παρακολουθούσε τους Α.Ν., ως μορφή
θεραπείας, ήταν τόσο δευτερεύουσας φύσης και σημασίας, ώστε η δημοσίευσή του
ήταν επίσης νομιμοποιημένη. Το ίδιο ίσχυε και για τις πληροφορίες που αφορούν
το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η κ. Campbell λάμβανε θεραπεία,
δεδομένης ότι η συχνότητα και η φύση των συναντήσεων των Α.Ν. ήταν κοινή γνώση.
Έτσι, η παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή της κ. Campbell ήταν συγκριτικά
μικρή.
49. Τέλος, όσον αφορά
τις φωτογραφίες, ο Λόρδος Nicholls παρατηρούσε ότι δεν διαμαρτυρήθηκε για τη λήψη
των φωτογραφιών ούτε θεώρησε ότι αυτή η λήψη από μόνη της ήταν παρέμβαση στην
ιδιωτικότητάς της, αλλά ότι οι πληροφορίες που περιστοιχίζουν τις φωτογραφίες
ήταν ιδιωτικές. Πάντως, οι συγκεκριμένες φωτογραφίες δεν προσέθεταν κάτι το
ουσιωδώς ιδιωτικής φύσης: δεν περιείχαν ιδιωτικές πληροφορίες πέραν από αυτές
που αναφέροντο στο άρθρο και δεν υπήρχε κάτι αναξιοπρεπές στην παρουσία της σε
αυτές.
(ε) Λόρδος Hoffmann
50. Ο Λόρδος Hoffmann ξεκίνησε την κρίση
του περιγράφοντας την κ. Campbell ως “δημόσιο
πρόσωπο” και περαιτέρω, ένα διάσημο μοντέλο που ζούσε σε δημοσιότητα. Σημείωσε
ότι οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου είχαν “διχαστεί ως προς το αποτέλεσμα
της προσφυγής”, αλλά η διάσταση απόψεων αφορούσε ένα “πολύ στενό σημείο”
σχετικά με τα ασυνήθη περιστατικά της υπόθεσης. Ενώ ήταν αποδεκτό ότι η δημοσίευση των πληροφοριών
για τον εθισμό της και για την θεραπεία της ήταν δικαιολογημένη καθώς υπήρχε
ουσιώδες δημόσιο ενδιαφέρον λόγω της προηγούμενης δημόσιας άρνησής της περί
χρήσης ναρκωτικών, η διάσταση απόψεων αφορούσε το εάν “η εφημερίδα πήγε πολύ
μακριά δημοσιεύοντας σχετικά περιστατικά της ιδιωτικής της ζωής”. Συνέχισε ως
εξής:
“Αλλά η σημασία αυτής της υπόθεσης βρίσκεται στις διατυπώσεις των γενικών
αρχών επί των οποίων ο νόμος θα πρέπει να ορίσει την στάθμιση ανάμεσα στο δικαίωμα
της ιδιωτικότητας και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, επί των οποίων
το Δικαστήριο είναι ομόφωνο. Αυτές οι αρχές έχουν εκφρασθεί με διάφορα λόγια,
αλλά όσον αφορά εμένα δεν βλέπω σοβαρές διαφωνίες.”
51. Δεν υπάρχει αυτονόητη προτεραιότητα ανάμεσα στα
Άρθρα 8 και 10, οπότε το ζήτημα είναι η έκταση που αναγκαία καταλαμβάνει ένα
δικαίωμα ώστε να προστατεύεται και η αξία που προβλέπεται από το άλλο και η
έκταση κατά την οποία η ανάγκη αυτή είναι αναλογική. Το μόνο θέμα αρχής που
ανακύπτει ήταν, εάν τα ουσιώδη μέρη της δημοσίευσης είναι επιτρεπτά, θα έπρεπε
να κρίνεται υπεύθυνη η εφημερίδα όταν ο δικαστής κρίνει ότι δεν ήταν αναγκαία η
δημοσιοποίηση κάποιων προσωπικών πληροφοριών ή θα έπρεπε η εφημερίδα να έχει
ένα πεδίο εκτίμησης στον τρόπο που επιλέγει να δημοσιοποιήσει το θέμα ( με αναφορές στην Fressoz και Roire κατά
Γαλλίας [Τμήμα Ευρείας
Συνθέσεως], αρ. 29183/95, ΕΔΔΑ 1999‑I).
52. Ως προς αυτό, ο Λόρδος Hoffman έκρινε ότι δεν θα ήταν :
“συνεπές με την προσέγγιση
που έχουν ακολουθήσει τα δικαστήρια σε μια σειρά από πρόσφατες χαρακτηριστικές
υποθέσεις να κριθεί με αυστηρότητα μια εφημερίδα για την υπέρβαση όσων ένας
δικαστής θεωρεί αναγκαία. Oι επείγουσες ανάγκες της δημοσιογραφίας απαιτούν
την αναγνώριση μιας ευελίξίας. Οι δημοσιογραφικές αποφάσεις πρέπει να
λαμβάνονται γρήγορα και με λιγότερη πληροφόρηση από αυτήν που είναι διαθέσιμη
σε ένα δικαστήριο, το οποίο εκ των υστέρων εξετάζει το ζήτημα στην ολότητά του.
Και εάν πρέπει να αναγνωριστεί ένα πεδίο εκτίμηση, μου φαίνεται περίεργο να
κρίνουμε την Mirror υπεύθυνη για μια απόφαση που τρεις έμπειροι δικαστές του Εφετείου έχουν
κρίνει απόλυτα δίκαιη.”
53. Λόγω της σχετικά ανώδυνης φύσης των πρόσθετων λεπτομερειών, η Mirror είχε ένα βαθμό
ευελιξίας όσον αφορά τον τρόπο που θα επιλέξει να παρουσιάσει μια θεμιτή ιστορία.
54. Όσον αφορά την ίδια την δημοσίευση των πληροφοριών, ο Λόρδος Hoffman παρατήρησε ότι το γεγονός πως οι φωτογραφίες
λήφθηκαν χωρίς την συγκατάθεση της κ. Campbell δεν σήμαινε
παράνομη παρέμβαση στην ιδιωτικότητά της. Περαιτέρω, οι φωτογραφίες δεν
αποκαλύπτουν μια κατάσταση εξευτελισμού ή σοβαρής διατάραξης (όπως στην υπόθεση Peck κατά Ηνωμένου Βασιλειου , αρ.
44647/98, ΕΔΔΑ 2003‑I) και δεν είχαν ληφθεί με διείσδυση σε εσωτερικό χώρο. and had not been taken by intrusion into a private place. Δεν υπήρχε τίποτα
προσβλητικό ή εξευτελιστικό στις φωτογραφίες. Δεν προσέθεταν τίποτε σε αυτό που
είχε ειπωθεί στο κείμενο και περιέκλειαν το μήνυμα ότι το ρεπορτάζ της Mirror ήταν αληθινό.
Συνακόλουθα, η απόφαση για την δημοσίευση των εικόνων ήταν στο πλαίσιο της
δημοσιογραφικής ευχέρειας της Mirror. Αν και ο πρωτοβάθμιος δικαστής έκρινε ότι η
δημοσίευση μάλλον είχε επιπτώσεις στη θεραπεία της, αυτό δεν το είχε
επικαλεστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ούτε είχε πλήρως διερευνηθεί.
55. Η προσφυγή ήταν παραδεκτή κατά το Ανώτατο Δικαστήριο. Τα έξοδα της κ. Campbell (για την έφεση
στο Εφετείο και την προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο) επιδικάστηκαν εις βάρος
του προσφεύγοντος, ενώ το “ποσό θα πιστοποιηθεί από τον γραμματέα του
κοινοβουλίου, εάν δεν έχει συμφωνηθεί από τους διαδίκους...”.
Γ. Οι διαδικασίες όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα
[…]
II. ΣΧΕΤΙΚΟ
ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
A. Παραβίαση εμπιστευτικότητας / εκμετάλλευση ιδιωτικών πληροφοριών
1. Ο Νόμος
Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του 1998 (“ο ΝΑΔ”)
56. Το κεφάλαιο 2 (1) του ΝΑΔ προβλέπει ότι ένα δικαστήριο που δικάζει υπόθεση
η οποία εγείρει ζήτημα που σχετίζεται με τη Σύμβαση, πρέπει να λαμβάνει, μεταξύ
άλλων, κάθε απόφαση, πράξη, δήλωση ή γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
57. Το κεφάλαιο 6 (1) προβλέπει ότι δεν είναι νόμιμο μια δημόσια αρχή να
ενεργεί κατά τρόπον ασυμβίβαστο με ένα δικαίωμα της Σύμβασης. Δημόσια αρχή
αποτελεί και το δικαστήριο, σύμφωνα με το κεφάλαιο 6(3)(α) του ΝΑΔ.
58. Το κεφάλαιο
12(4) προβλέπει ότι ένα δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη
το δικαίωμα της Σύμβασης σε ελευθερία της έκφρασης και όταν οι διαδικασίες
αφορούν δημοσιογραφικό υλικό, (α) την έκταση που το υλικό έχει ή πρόκειται να
διατεθεί στο κοινό ή είναι ή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δημόσιου ενδιαφέροντος
και (β) κάθε σχετικό κώδικα ιδιωτικότητας.
2. Ο Κώδικας της Επιτροπής Καταγγελιών Τύπου (“Ο ΚΕΚΤ”)
59. Ο ΚΕΚΤ πρόβλεπε κατά τον κρίσιμο χρόνο τα εξής:
“3. Ιδιωτικότητα
i) Καθένας έχει δικαίωμα σεβασμού
της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του/της, του σπιτιού, της υγείας και της
επικοινωνίας του/της. Η εισβολή του Τύπου στην ιδιωτική ζωή του ατόμου χωρίς
συγκατάθεση θα πρέπει να είναι δικαιολογημένη.
ii) Η χρήση τηλεφακών για τη λήψη
φωτογραφιών ανθρώπων σε ιδιωτικούς χώρους χωρίς την συγκατάθεσή τους είναι
απαράδεκτη.
Σημείωση – Οι ιδιωτικοί χώροι
είναι δημόσια ή ιδιωτική περιουσία όπου υπάρχει εύλογη προσδοκία ιδιωτικότητας.
...
1. Το δημόσιο συμφέρον περιλαμβάνει:
i) Την εξέταση ή ανίχνευση
εγκλήματος ή σοβαρού πλημμελήματος.
ii) Την προστασία της δημόσιας υγείας
και ασφάλειας.
iii) Την προστασία του κοινού από την
παραπλάνηση από δηλώσεις ή ενέργειες από άτομα ή οργανισμούς. ...”
3. Παραβίαση εμπιστευτικότητας και Άρθρο 8 της
Σύμβασης
60. Αρχικά η αγωγή για παραβίαση εμπιστευτικότητας
είχε προσδιοριστεί από την αναφορά σε μια υποχρέωση εμπιστοσύνης που προκύπτει
όταν ένα πρόσωπο που λαμβάνει πληροφορίες γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι
αυτές θεωρούνται θεμιτώς και ευλόγως εμπιστευτικές. Πιο πρόσφατα, η αγωγή
αναπτύχθηκε νομολογιακά έτσι ώστε να περιλαμβάνει περιπτώσεις στις οποίες οι
πληροφορίες που θα έπρεπε να θεωρούνται ιδιωτικές, είχαν αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευση. Κατ’
αρχήν, μια τέτοια απαίτηση εγείρεται όταν ιδιωτική πληροφορία δημοσιεύεται
εσφαλμένα και έχει αναγνωριστεί ευρέως ότι αυτού του είδους η αγωγή παραβίασης
εμπιστευτικότητας εμπεριέχει τις αρχές που κατοχυρώνονται στα Άρθρα 8 και 10
της Σύμβασης. Η κατευθυντήρια αρχή που καθορίζει την ιδιωτική φύση μιας
πληροφορίας είναι εάν το πρόσωπο είχε εύλογη προσδοκία ιδιωτικότητας όσον αφορά
την εν λόγω πληροφορία.
61. Ο Λόρδος Woolf έκρινε ως ακολούθως, όσον αφορά την στάθμιση
συμφερόντων που προστατεύονται από το Άρθρο 8 και 10, στην συχνά παραπεμπόμενη
απόφασή του στο Εφετείο κατά την υπόθεση A κατά B plc ([2003] QB 195):
“4......κατά το κεφάλαιο 6 του
Νόμου [Ανθρώπινων Δικαιωμάτων] του 1998, το δικαστήριο, ως δημόσια αρχή, πρέπει
να ενεργήσει «κατά τρόπον συμβατό με το δικαίωμα που προβλέπεται στη Σύμβαση».
Το δικαστήριο είναι σε θέση να φερθεί έτσι εντάσσοντας τα δικαιώματα που
προστατεύουν τα άρθρο 8 και 10 στην καθιερωμένη αγωγή για παραβίαση
εμπιστευτικότητας. Αυτό περιλαμβάνει και να δοθεί νέα δύναμη και εύρος στην
αγωγή, ώστε να συμβαδίζει με τις επιταγές αυτών των άρθρων.
5. Το δικαστήριο επιβοηθάται στο
να το επιτύχει, επειδή οι καταβολές της αγωγής για παραβίαση της εμπιστοσύνης
ιστορικά επιβεβαιώνουν ότι το ένδικο βοήθημα για παραβίαση της
εμπιστευτικότητας θα είναι παραδεκτό όταν είναι εφικτό να συμβεί κάτι τέτοιο…
6. Ο τρόπος με τον οποίο τα δύο
άρθρα λειτουργούν είναι εντελώς διαφορετικός. Το άρθρο 8 λειτουργεί στην έκταση
κατά την οποία η αγωγή για παραβίασης της εμπιστοσύνης αφορά την προστασία της
ιδιωτικότητας. Προϋποθέτει μια γενναία προσέγγιση στις περιστάσεις στις οποίες
προστατεύεται η ιδιωτικότητα. Το άρθρο 10 λειτουργεί προς την αντίθετη
κατεύθυνση, επειδή προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης και για να το πετύχει
είναι αναγκαίο να περιορίσει την περιοχή στην οποία διατίθενται ένδικα
βοηθήματα για παραβίαση της ιδιωτικότητας. Υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στα δύο
άρθρα που επιβάλλει στο δικαστήριο να σταθμίσει ανάμεσα στα συγκρουόμενα
συμφέροντα που προστατεύονται. Αυτό δεν αποτελεί εύκολη αποστολή, αλλά μπορεί
να επιτευχθεί από το δικαστήριο εάν αυτό, κατά τη στάθμιση, αποδώσει το
κατάλληλο βάρος στα σημαντικά δικαιώματα που και τα δύο άρθρα επιδιώκουν να
προστατεύσουν. Κάθε άρθρο είναι διαρθρωμένο με ένα τρόπο που επιτρέπει να
ληφθούν υπόψη τα έννομα συμφέροντα του άλλου άρθρου…
11(iv) ... Κάθε παρέμβαση στον Τύπο
πρέπει να είναι δικαιολογημένη γιατί αναπόφευκτα έχει επιπτώσεις στην
δυνατότητα του Τύπου να επιτελέσει το
ρόλο του στην κοινωνία. Αυτή είναι μια θέση ανεξάρτητη από το αν ένα συγκεκριμένο
δημοσίευμα είναι επιθυμητό κατά το κοινό ενδιαφέρον. Η ίδια η ύπαρξη ελεύθερου
Τύπου είναι επιθυμητή κι έτσι κάθε παρέμβαση πρέπει να είναι δικαιολογημένη. …
(x) Εάν υπάρχει διείσδυση σε μια περίπτωση κατά την
οποία ένα πρόσωπο ευλόγως αναμένει ότι η ιδιωτικότητά του θα είναι σεβαστή,
τότε η διείσδυση αποτελεί παραδεκτό λόγο αναζήτησης ευθύνης με αγωγή για
προσβολή εμπιστευτικότητας, εκτός εάν η διείσδυση μπορεί να δικαιολογηθεί. …
(xii) Εάν ένα άτομο είναι δημόσιο
πρόσωπο έχει δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικότητάς του σε κατάλληλες περιστάσεις.
Ένα δημόσιο πρόσωπο έχει δικαίωμα σε ιδιωτική ζωή. Το άτομο όμως θα πρέπει να
αναγνωρίσει ότι λόγω της δημόσιας θέσης του θα πρέπει να αναμένει και να
αποδέχεται ότι οι πράξεις του περισσότερο ή λιγότερο θα ελέγχονται από τα μέσα
ενημέρωσης. Ακόμη κι ασήμαντα γεγονότα που αφορούν ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί
να έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αναγνώστες και άλλους που παρακολουθούν
τα μέσα ενημέρωσης. Συμπεριφορά που για έναν ιδιώτη μπορεί να μην θεωρηθεί
κατάλληλο αντικείμενο σχολιασμού, για ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί να είναι
κατάλληλο αντικείμενο για σχολιασμό. Το δημόσιο πρόσωπο μπορεί να έχει μια θέση
για την οποία το κοινό μπορεί να αναμένει υψηλότερα πρότυπα συμπεριφοράς. Το
δημόσιο πρόσωπο μπορεί να αποτελεί ένα πρότυπο η συμπεριφορά του οποίου μπορεί
να αποτελεί αντικείμενο μίμησης για τους άλλους. Μπορεί να ορίζει την μόδα. Όσο
πιο υψηλό είναι το προφίλ του επίμαχου προσώπου, τόσο πιο πολύ θα ταιριάζει με
αυτή την περιγραφή. Είτε έχεις προκαλέσει τη δημοσιότητα είτε όχι, είσαι
δικαίως αντικείμενο δημόσιου ενδιαφέροντος. Εάν έχεις προκαλέσει την δημόσια
προσοχή, τότε έχεις λιγότερους λόγους να αντιδράς στην διείσδυση που αυτό
συνεπάγεται. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις θα είναι υπερβολικό να ειπωθεί
ότι υπάρχει δημόσιο ενδιαφέρον του κοινού για τις πληροφορίες που
δημοσιεύθηκαν. Πιο ακριβές είναι ότι το κοινό έχει ένα κατανοητό κι έτσι νόμιμο
ενδιαφέρον να του δίνουν τις πληροφορίες. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να
λαμβάνεται καταλλήλως υπόψη από ένα δικαστήριο σε ποια πλευρά ρέπει μια
υπόθεση. Τα δικαστήρια δεν πρέπει να απορρίπτουν το γεγονός ότι εάν οι
εφημερίδες δεν δημοσιεύουν πληροφορίες που ενδιαφέρουν το κοινό, θα κυκλοφορούν
λιγότερες εφημερίδες, πράγμα αντίθετο στο δημόσιο συμφέρον. Το ίδιο ισχύει και
σε σχέση με άλλα μέσα ενημέρωσης. Επί του δύσκολου ζητήματος της εξεύρεσης
ορθής ισορροπίας, χρήσιμες κατευθυντήριες γραμμές γενικής φύσης περιλαμβάνονται
στο Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης 1165 του 1998.
(xiii) Κατά τον καθορισμό της
ισορροπίας μεταξύ των σχετικών συμφερόντων των μερών, τα δικαστήρια δεν πρέπει
να λειτουργούν ως λογοκριτές ή κριτικοί γούστου. Αυτή είναι δουλειά άλλων.”
B. Έξοδα,
συμβατικοί όροι αμοιβών και αμοιβή επιτυχίας.
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
I. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
62. Η προσφεύγουσα
ισχυρίζεται ότι, με την κρίση περί παραβίασης της εμπιστευτικότητας λόγω της δημοσίευσης των σχετικών
άρθρων, παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της
Σύμβασης. Το Άρθρο 10, στο μέτρο που είναι σχετικό, αναφέρει τα εξής:
2. Η ενάσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υπόκειται σε διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς ή κυρώσεις εφόσον αυτές περιγράφονται στον νόμο και είναι αναγκαίες σε μια δημοκρατική κοινωνία …, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων, για την αποτροπή της κοινοποίησης πληροφοριών που συλλέχθησαν με εμπιστευτικότητα, …»
A. Το παραδεκτό του ισχυρισμού
63. Το Δικαστήριο
κρίνει ότι ο παρών ισχυρισμός δεν είναι προδήλως αβάσιμος κατά την έννοια του
Άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης και ότι δεν
είναι απαράδεκτος για κάποιον άλλο λόγο. Γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί
παραδεκτός.
B. Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας ως προς την
ουσία
64. Η προσφεύγουσα
παρατηρεί ότι η κ. Campbell αποδέχεται
ότι δεν μπορούσε να εναντιωθεί στη δημοσίευση του γεγονότος ότι ήταν εξαρτημένη
από ναρκωτικά και υπό θεραπεία, επειδή είχε επιλέξει να δηλώσει δημόσια ότι δεν
έπαιρνε ναρκωτικά. Όλοι οι εθνικοί δικαστές έκριναν γι' αυτό ότι ήταν η
δημοσίευση του εν λόγω θέματος ενέπιπτε στο δημόσιο ενδιαφέρον.
65. Το κεντρικό
ζήτημα των εσωτερικών δικαστηρίων ήταν εάν ήταν δικαιολογημένη η δημοσιοποίηση
τριών επιπρόσθετων πληροφοριών (“το πρόσθετο υλικό”). Το πρόσθετο υλικό
κρίθηκε απο την πλειοψηφία του Ανώτατου
Δικαστηρίου ότι ήταν το γεγονός ότι η κ. Campbell
παρακολουθούσε συνεδρίες των A.N., oι πληροφορίες
για αυτές τις συνεδρίες των Α.Ν. και δύο
φωτογραφίες της έξω από τις συνεδρίες των Α.Ν.
66. Η προσφεύγουσα
προβάλλει και βασίζεται κατά κύριο λόγο στις μειοψηφούσες απόψεις των
Λόρδων Nicholls και Hoffman.
67. Κυρίως
επικαλείται ότι η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν απέδωσε την κατάλληλη
βαρύτητα ότι οι αποφάσεις του συντάκτη έγιναν με καλή πίστη ως προς το πόση
λεπτομέρεια έπρεπε να δημοσιευθεί για την διασφαλιστεί η αξιοπιστία του
ρεπορτάζ, ιδίως υπό το φως των προηγούμενων ψευδών δηλώσεων της κ. Campbell που είχε
αρνηθεί την εξάρτηση και τη θεραπεία, ακόμη κι αν αυτές οι λεπτομέρειες
αφορούσαν την ιατρική της κατάσταση. Η διαφορά ανάμεσα στην πλειοψηφία και την
μειοψηφία στον Ανώτατο Δικαστήριο δεν αφορούσε ένα λεπτό σημείο, όπως έλεγε η
Κυβέρνηση, αλλά μια μάλλον θεμελιώδη διαφωνία για τις περιστάσεις που
δικαιολογούσαν μια επέμβαση στην δημοσιογραφική κρίση.
68. Εάν δεν
υπήρχε ένσταση στη δημοσιοποίηση του γεγονότος της εξάρτησής της και της
θεραπείας της, δεν μπορούσε να υπάρξει ένσταση και για τη δημοσίευση των
λεπτομερειών της θεραπείας, καθώς η θεραπεία με παρακολούθηση των συνεδρίων των
Α.Ν. ήταν μια γνωστή θεραπεία, που ακολουθείται ευρέως και τυγχάνει ευρείας
αποδοχής. Οι λεπτομέρειες της θεραπείας και ο φωτογραφίες ήταν ανώδυνες αφού
έχει γίνει αποδεκτό ότι η δημοσίευση του γεγονότος της εξάρτησης και της λήψης
θεραπείας ήταν επιτρεπτή. Αυτές οι πληροφορίες αποτελούσαν λοιπόν μια
περιορισμένη επέμβαση στην ιδιωτική ζωή που δεν μπορούσε να υπερέχει έναντι του
δικαιώματος των εφημερίδων να αξιολογούν καλόπιστα ποιο υλικό θα δημοσιεύσουν
για να υποστηρίξουν την αξιοπιστία των ρεπορτάζ γενικού ενδιαφέροντος.
Αντίστοιχα, οι φωτογραφίες είχαν ληφθεί για να εικονογραφήσουν άρθρα για ένα
θέμα αποδεκτού δημόσιου ενδιαφέροντος και, σε κάθε περίπτωση δεν περιείχαν
ιδιωτικές πληροφορίες πέραν όσων νομίμως περιέχονταν στο άρθρο. Επιπλέον,
δεδομένου ότι η κ. Campbell ζούσε με τη
δημοσιότητα, δεν θα έπρεπε να επιμένει σε τόσο μεγάλη καλοσύνη κατά την
αξιολόγηση των λεπτομερειών με τις οποίες θα παρουσιαζόταν το θέμα.
69. Τελικά, ήταν
αδύνατο να ειπωθεί ότι η κ. Campbell υπέστη κάποια επιπρόσθετη βλάβη λόγω της
δημοσίευσης του πρόσθετου υλικού που αφορούσε τη θεραπεία της. Όπως εκθέτει ο
Λόρδος Hoffman, η επίπτωση
του δημοσιεύματος στην συνέχιση της θεραπείας της δεν αποτέλεσε αντικείμενο
επίκλησης στα εθνικά δικαστήρια.
70. Το Δικαστήριο
έπρεπε να αποφασίσει εάν τα εθνικά δικαστήρια έσφαλαν και η προσφεύγουσα θεωρεί
ότι έσφαλαν ως ανωτέρω. Η προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι τα δημόσια πρόσωπα
που δημοσιοποιούν πτυχές της ιδιωτικής τους ζωής χάνουν την προστασία του
Άρθρου 8, αλλά επιμένει ότι το δικαίωμά της στη δημοσίευση και την εκδοτική
κρίση που απορρέει από το Άρθρο 10 υπερέχουν από τα δικαιώματα ιδιωτικότητας
κατά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
Γ. Παρατηρήσεις της Κυβέρνησης
71. Η Κυβέρνηση
ισχυρίζεται ότι το δίκαιο της Αγγλίας και της Ουαλίας είναι συμβατό με την
Σύμβαση, όπως επίσης και η εφαρμογή αυτού του δικαίου στα υπό κρίση πραγματικά
περιστατικά.
72. Η αγωγή για
παραβίαση εμπιστευτικότητας μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον εάν ένα δικαστήριο
κρίνει ότι η δημοσιοποίηση ιδιωτικών πληροφοριών ήταν εσφαλμένη. Η έννοια της
εσφαλμένης δημοσιοποίησης ερμηνεύεται ως εισάγουσα τις αξίες που περιέχονται
στα Άρθρα 8 και 10 της Σύμβασης. Στην πράξη, ένα δικαστήριο πρέπει να σταθμίσει
το δημόσιο συμφέρον για διατήρηση της εμπιστευτικότητας των εν λόγω πληροφοριών
έναντι του αντιπαρατιθέμενου δημόσιου συμφέροντος για δημοσιοποίηση. Το πλαίσιο
αυτής της εργασίας προβλέπεται από τα Άρθρα 8 και 10 της Σύμβασης, όπως έχει
εξηγηθεί από τον Λόρδο Hope (βλ. ανωτ.
27).
73. Σε ζητήματα
ορθής αξιολόγησης συγκρουόμενων δικαιωμάτων της Σύμβασης και για την εφαρμογή
καθιερωμένων αρχών επί των γεγονότων μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, τα
Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν ένα πεδίο διακριτικής ευχέρειας.
74. Η εθνική αξιολόγηση απέδειξε ότι η στάθμιση των
Άρθρων 8 και 10 στην παρούσα υπόθεση ήταν ορθή και αποτέλεσε πράγματι ένα λεπτό
σημείο. Το Ανώτατο Δικαστήριο βασίστηκε στις ορθές αρχές εφαρμογής της Σύμβασης
ως προς την στάθμιση των δικαιωμάτων των Άρθρων 8 και 10: πράγματι δεν υπήρξε
κατ’ αρχήν διαφορά ανάμεσα στην πλειοψηφία και την μειοψηφία στο Ανώτατο
Δικαστήριο. Το επίμαχο λεπτό σημείο ήταν στην παρούσα υπόθεση η εφαρμογή αυτών
των αρχών στην παρούσα υπόθεση. Η πλειοψηφία θεώρησε με επαρκή αιτιολογία ότι
οι πληροφορίες για την θεραπεία της κ. Campbell ήταν πέραν
μιας δικαιολογημένης δημοσιοποίησης. Η Κυβέρνηση υπογράμμισε ότι υπήρχε μια
σαφής ποιοτική διάκριση ανάμεσα στο γεγονός ότι η κ. Campbell ήταν
εξαρτημένη από ναρκωτικά και υπό θεραπεία και στην δημοσίευση πληροφοριών της
θεραπείας που λάμβανε. Η μη- ιατρική θεραπεία αποτελούσε σαφώς συμπεριφορά που
πλησιάζει τον πυρήνα του Άρθρου 8 της Σύμβασης: η θεραπεία ήταν σε εξέλιξη, η
δημοσίευση αυτών των πληροφοριών έθετε σε κίνδυνο την επιθυμία ή ικανότητά της
να την συνεχίσει και η δημοσίευση των πρόσθετων πληροφοριών δεν ανταποκρίνονταν
σε δημόσιο ενδιαφέρον. Πέραν αυτού, οι ίδιοι λόγοι εφαρμόζονταν όσον αφορά την
απόφαση της πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου όσον αφορά τις φωτογραφίες: η
απόφαση ως προς τις φωτογραφίες βασιζόταν στην κρίση τους ότι οι πληροφορίες
για τις λεπτομέρειες της θεραπείας της κ. Campbell ήταν
ιδιωτικές και ότι δεν υπήρχε δημόσιο ενδιαφέρον για τη δημοσιοποίησή τους.
75. Συνακόλουθα,
αφού εντοπίστηκαν οι ορθές αρχές και δόθηκαν εύλογες και επαρκείς αιτιολογίες
για την εφαρμογή αυτών των αρχών, το συμπέρασμα του Ανώτατου Δικαστηρίου
ενέπιπτε στο επιτρεπόμενο πεδίο διακριτικής ευχέρειας. Η προσφεύγουσα ζήτησε
από το Δικαστήριο απλώς να αγνοήσει το
πεδίο της διακριτικής ευχέρειας και να ασκήσει μια ακόμη εφετειακή δικαιοδοσία
και να προκρίνει την ανάλυση της μειοψηφίας έναντι αυτής της πλειοψηφίας.
76. Όσον αφορά τον
ισχυρισμό ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν απέδωσε τον επαρκή σεβασμό στο
δημοσιογραφικό δικαίωμα της επιλογής περί του πόση δημοσιευμένη πληροφορία
διασφαλίζει την αξιοπιστία, η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου αναγνώρισε με
σαφήνεια την ανάγκη να αναγνωρίσει στην προσφεύγουσα το κατάλληλο πεδίο.
Λαμβάνοντας υπόψη τα “καθήκοντα και ευθύνες” των δημοσιογράφων, το πεδίο
εκτίμησης δεν είναι απεριόριστο, δεν εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου και ήταν
κατάλληλο ενόψει των γεγονότων.
Δ. Η εκτίμηση
του Δικαστηρίου
77. Το Δικαστήριο
πρέπει να καθορίσει εάν η κρίση της πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου για την
παραβίαση της εμπιστευτικότητας, εις βάρος της προσφεύγουσας, αποτέλεσε
παρέμβαση του δικαιώματός της σε ελευθερία της έκφρασης. Κάθε τέτοια παρέμβαση
παραβιάζει την Σύμβαση εάν δεν ικανοποιεί τα κριτήρια που ορίζονται από την
δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 10 και, ως προς αυτό, το Δικαστήριο πρέπει να
κρίνει εάν η παρέμβαση ήταν “προβλεπόμενη από το νόμο”, εάν επιδίωκε έναν ή
περισσότερους νομιμοποιημένους στόχους που περιγράφονται σε αυτήν την παράγραφο
και εάν ήταν “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία”, προκειμένου να επιτευχθούν
οι εν λόγω στόχοι.
1.Υπήρξε
παρέμβαση προς επιδίωξη νομιμοποιημένου στόχου;
78. Το Δικαστήριο
θεωρεί ότι η απόφαση περί παραβίασης εμπιστευτικότητας εις βάρος της
προσφεύγουσας είχε ως αποτέλεσμα μια παρέμβαση στο δικαίωμά της επί της
ελευθερίας της έκφρασης κι αυτό δεν αμφισβητείται από την Κυβέρνηση.
79. Επιπρόσθετα,
η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την νομιμότητα της παρέμβασης που απορρέει από το
αγωγή περί παραβίασης εμπιστευτικότητας του κοινοδικαίου, ούτε ότι ο στόχος της
που είναι η προστασία των δικαιωμάτων των άλλων είναι νομιμοποιημένος. Το
Δικαστήριο αποδέχεται ότι η παρέμβαση προβλέπεται από νόμο (παρ. 83-88
παραπάνω) και επιδίωκε τον νομιμοποιημένο στόχο της προστασίας των “δικαιωμάτων
των άλλων”, δηλαδή το δικαίωμα της κ. Campbell για σεβασμό
της ιδιωτικής της ζωής.
2.Ήταν η παρέμβαση “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία”;
80. Οι θεμελιώδεις αρχές που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα αποτελούν πάγια
νομολογία και έχουν συνοψισθεί από το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως ως ακολούθως
(βλ., για παράδειγμα, Lindon, Otchakovsky-Laurens και July κατά Γαλλίας
[Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 21279/02 και 36448/02, § 45, ΕΔΔΑ 2007‑XI):
“45. Η ελευθερία της έκφρασης
συνιστά ένα από τα ουσιώδη θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και έναν από
τους βασικούς όρους για την πρόοδό της και για την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου.
Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10, εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες»
ή «ιδέες» που θεωρούνται θετικές ή κρίνονται μη προσβλητικές ή ως αντικείμενο
συμφωνίας, αλλά επίσης και για αυτές που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Οι
προϋποθέσεις του πλουραλισμού είναι η ανοχή και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις
οποίες δεν υπάρχει η «δημοκρατική κοινωνία». Όπως αναφέρεται στο Άρθρο 10, η
ελευθερία υπόκειται σε εξαιρέσεις, οι οποίες πρέπει, πάντως, να επιβάλλονται
στενά και η ανάγκη για περιορισμούς πρέπει να θεμελιώνεται πειστικά.
Το επίθετο «αναγκαία», κατά την έννοια του Άρθρου 10 § 2, συνεπάγεται την
ύπαρξη μιας «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης». Τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν μια
σαφή διακριτική ευχέρεια για την αξιολόγηση του αν υφίσταται τέτοια ανάγκη,
πράγμα που συνοδεύεται από Ευρωπαϊκή εποπτεία, αφορώσα τόσο την νομοθεσία όσο
και τις αποφάσεις που την εφαρμόζουν, ακόμα κι αυτές που εκδίδονται από
ανεξάρτητα δικαστήρια. Το Δικαστήριο έχει λοιπόν την αρμοδιότητα να εκδώσει
την τελική απόφαση περί του αν ένας «περιορισμός» συμβιβάζεται με την ελευθερία
της έκφρασης, όπως προστατεύεται από το Άρθρο 10.
Έργο του Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση της εποπτικής του δικαιοδοσίας, δεν
είναι να υποκαταστήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αλλά μάλλον να επιθεωρήσει
υπό το φως του Άρθρου 10 τις αποφάσεις που εκδίδουν σύμφωνα με την διαγνωστική
τους ευχέρεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εποπτεία περιορίζεται στην επιβεβαίωση
του αν το αντίστοιχο Κράτος άσκησε λογικά, προσεκτικά και καλόπιστα την
διακριτική του ευχέρεια. αυτό που πρέπει να κάνει το Δικαστήριο είναι να
κοιτάξει την ισχυριζόμενη παρέμβαση υπό το φως του συνόλου της υπόθεσης και να
αποφασίσει αν οι αιτιολογίες που έδωσαν οι εθνικές αρχές για να την
δικαιολογήσουν είναι «σχετικές και
επαρκείς» και αν είναι «αναλογικές ενόψει του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού». Έτσι,
το Δικαστήριο πρέπει είναι ικανοποιημένο όταν οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν
πρότυπα, τα οποία βρίσκονται σε αρμονία με τις αρχές που ενσωματώνονται στο
Άρθρο 10 και, περαιτέρω, όταν επικαλούνται μια αποδεκτή αξιολόγηση των σχετικών
γεγονότων ... .”
81. Ένας αριθμός πρόσθετων
παραγόντων είναι ιδιαιτέρως σχετικός με τον εποπτικό ρόλο του Δικαστηρίου στην
παρούσα υπόθεση.
82. Πρώτον θα
πρέπει να επισημανθεί ο κεντρικός ρόλος του Τύπο σε μια χώρα που κυβερνάται από
το κράτος δικαίου (για παράδειγμα βλ. Goodwin κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 27 Μαρτίου
1996, § 39, Συλλογές 1996‑II). Ενώ
αληθεύει ότι οι μέθοδοι της αντικειμενικής και ισόρροπης αναφοράς ποικίλουν
αξιόλογα και γι' ατό δεν είναι έργο του Δικαστηρίου, ούτε των εθνικών
δικαστηρίων, να υποκαταστήσουν τους αρμόδιους του Τύπου για τις τεχνικές
αναφοράς που πρέπει να ακολουθούν (Jersild κατά Δανίας, 23
Σεπτεμβρίου 1994, § 31, Συλλογή A αρ. 298), η
συντακτική ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη. Ο Τύπος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα
όρια που έχουν τεθεί ενόψει, μεταξύ άλλων, “της προστασίας της υπόληψης των
άλλων”, συμπεριλαμβανομένης της προϋπόθεσης της λειτουργίας με καλή πίστη και
επί μιας ακριβούς πραγματολογικής βάσης και της παροχής “αξιόπιστων και αληθών”
πληροφοριών σύμφωνα με την δημοσιογραφική δεοντολογία (Pedersen και Baadsgaard κατά Δανίας
[Τμήμα Ευρείας
Συνθέσεως], αρ. 49017/99, § 78, ΕΔΔΑ 2004‑XI με περαιτέρω
παραπομπές που περιλαμβάνονται εκεί). Παρ' όλ' αυτά, είναι απαραίτητο να
μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος (De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, 24
Φεβρουαρίου 1997, § 37, Εκθέσεις 1997‑I). Δεν είναι
μόνο αποστολή του Τύπου να μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες και ιδέες, καθόσον το
κοινό έχει επίσης δικαίωμα να τις λαμβάνει. Διότι διαφορετικά, ο Τύπος δεν θα
μπορούσε να παίξει τον ζωτικό ρόλο ενός “δημόσιου παρατηρητή” (Observer και Guardian κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 26 Νοεμβρίου
1991, § 59, Συλλογή A αρ. 216. Thorgeir Thorgeirson κατά
Ισλανδίας, 25 Ιουνίου
1992, § 63, Συλλογή A αρ. 239 Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας
[Τμήμα Ευρείας
Συνθέσεως], αρ. 21980/93, § 62, ΕΔΔΑ 1999‑III και, πιο
πρόσφατα, Gutiérrez Suárez κατά Ισπανίας,
αρ. 16023/07, § 25, 1 Ιουνίου 2010).
83. Επιπρόσθετα,
κατά την έρευνα του εάν οι αρχές στάθμισαν δίκαια τις δύο προστατευόμενες αξίες
που εγγυάται η Σύμβαση, οι οποίες μπορεί να συγκρουστούν μεταξύ τους σε τέτοιου
είδους υποθέσεις, την ελευθερία της έκφρασης που προστατεύεται από το Άρθρο 10
και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8,
το Δικαστήριο πρέπει να σταθμίσει το δημόσιο συμφέρον για δημοσίευηση μιας
φωτογραφίας και την ανάγκη της προστασίας της ιδιωτικής ζωής (Hachette Filipacchi Associés κατά Γαλλίας, αρ.
71111/01, § 43, ΕΔΔΑ 2007‑VII. Η στάθμιση
ατομικών συμφερόντων, τα οποία μπορούν εύκολα να είναι αντικρουόμενα, είναι ένα
δύσκολο ζήτημα και τα Συμβαλλόμενα Κράτη πρέπει να έχουν ένα ευρύ πεδίο
διάκρισης ως προς αυτό καθώς οι εθνικές αρχές βρίσκονται, κατ΄αρχήν σε καλύτερη
θέση από το Δικαστήριο για να κρίνουν εάν υπάρχει ή όχι “πιεστική κοινωνική
ανάγκη” ικανή να δικαιολογήσει την παρέμβαση στα δικαιώματα που εγγυάται η
Σύμβαση (Chassagnou και άλλοι κατά Γαλλίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 25088/94,
28331/95 και 28443/95, § 113, ΕΔΔΑ 1999‑III).
84. Τέλος, το
Δικαστήριο θεωρεί ότι η δημοσίευση των φωτογραφιών και των άρθρων, μοναδικός
σκοπός της οποίας είναι να ικανοποιηθεί η περιέργεια ενός ειδικού αναγνωστικού
κοινού αναφορικά με τις λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής ενός δημόσιου προσώπου,
δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβάλλει σε κάποιον δημόσιο διάλογο για ένα
γενικότερο θέμα στην κοινωνία, ακόμη κι αν το πρόσωπο είναι γνωστό στο κοινό.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ελευθερία της έκφρασης πρέπει να ερμηνεύεται
στενότερα (βλ. mutatis mutandis, Campmany y Diez de Revenga και Lopez Galiacho Perona,
αρ. 54224/00, ΕΔΔΑ 2000-XII. Julio Bou Gibert και
El Hogar Y La Moda J.A. κατά Ισπανίας,
αρ. 14929/02, 13 May
2003 και Prisma Presse κατά Γαλλίας, αρ.
66910/01 71612/01, 1 July 2003. Όπως
σημειώθηκε στην Von Hannover κατά Γερμανίας, αρ.
59320/00, § 65-66, ΕΔΔΑ 2004‑VI).Επιπλέον,
μολονότι η ελευθερία της έκφρασης εκτείνεται επίσης και στη δημοσίευση
φωτογραφιών, αυτή είναι μια περιοχή ιδιαίτερης σημασίας για την προστασία των
δικαιωμάτων και της υπόληψης των άλλων. Οι φωτογραφίες που εμφανίζονται στις
εφημερίδες ταμπλόιντ συνήθως λαμβάνονται σε ένα κλίμα διαρκούς παρενόχλησης που
δημιουργεί στο άτομο ένα πολύ έντονο συναίσθημα εισβολής στην ιδιωτική του ζωή
ή ακόμα και καταδίωξης (Von Hannover κατά Γερμανίας, ό.π. § 59. Βλ.
Επίσης Hachette Filipacchi Associés κατά Γαλλίας, ό.π., § 42).
85. Το Δικαστήξριο
έχει γι’ αυτό εξετάσει το κατά πόσον η κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου περί
παραβίασης εμπιστευτικότητας περιλαμβάνει σχετική κι επαρκή αιτιολόγηση μέσω
της εξέτασης του κατά πόσον τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν στην αξιολόγηση των
πραγματικών περιστατικών βρίσκονταν σε συμβατότητα με τις αρχές που
ενσωματώνονται στο Άρθρο 10 της Σύμβασης
(Lindon, Otchakovsky-Laurens και July κατά Γαλλίας, ό.π).
86. Το Δικαστήριο
έχει εξετάσει αναλυτικά τις εθνικές αποφάσεις και ιδίως αυτήν του Ανώτατου
Δικαστηρίου που έχει προσβληθεί από την προσφεύγουσα (βλ. ανωτ. παρ. 25-54).
Παρατηρεί ότι η πλειοψηφία των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου κατέγραψε τις
κεντρικές αρχές της Σύμβασης και την νομολογία που είναι σχετική με την
υπόθεση. Ιδίως υπογράμμισαν με κάποια λεπτομέρεια τον ιδιαίτερο ρόλο του Τύπου
σε μια δημοκρατική κοινωνία και, ιδιαίτερα, την σημασία της δημοσίευσης
ζητημάτων με γενικό ενδιαφέρον. Επιπρόσθετα και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς
της προσφεύγουσας, κάθε μέλος της πλειοψηφίας υπογράμμισε ειδικώς την προστασία
που θα πρέπει να αναγνωρίζεται για τους δημοσιογράφους όσον αφορά τις τεχνικές
του ρεπορτάζ που ακολουθούν και όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται
σχετικά με το περιεχόμενο του δημοσιοποιούμενου υλικού για την διασφάλιση της
αξιοπιστίας, όπως και το καθήκον και την ευθύνη των δημοσιογράφων να ενεργούν
με καλή πίστη και επί μιας ακριβούς πραγματολογικής βάσης ώστε να παρέχουν
«αξιόπιστες και λεπτομερείς» πληροφορίες σύμφωνα με τους κανόνες της
δημοσιογραφικής δεοντολογίας (παραπέμποντας. ιδίως, Jersild κατά Δανίας, ό.π., § 31
και Fressoz και Roire κατά Γαλλίας [Τμήμα
Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 29183/95, § 54, ΕΔΔΑ 1999‑I, βλ.
παρ. 28-29, 35,
40 και 47 ανωτ.). Επιπλέον, η
πλειοψηφία καταγράφει την ανάγκη της στάθμισης ανάμεσα στην προστασία που
παρέχεται από τα Άρθρα 8 και 10, έτσι ώστε κάθε παραβίαση των δικαιωμάτων της
προσφεύγουσας υπό το Άρθρο 10 που αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων
ιδιωτικότητας της κ. Campbell να μην
υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου, καθώς κανένα Άρθρο έχει προτεραιότητα έναντι
του άλλου (παραπέμποντας, μεταξύ άλλων,
στο Ψήφισμα 1165/98 με τίτλο «Δικαίωμα στην ιδιωτικότητα» της
Κοινοβουλευτικής διάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και στην A κατά B plc [2003] QB 195). Τέλος, η πλειοψηφία εξήγησε την ιδιαίτερα ιδιωτική
φύση των πληροφοριών που αφορούσαν την θεραπεία του προσώπου από την εξάρτηση
από τα ναρκωτικά και την πιθανή βλάβη που θα επέρχετο από την δημοσιοποίηση.
87. Το Δικαστήριο
παρατηρεί στη συνέχεια ότι όλα τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου, τόσο της μειοψηφίας όσο και της πλειοψηφίας, συμφωνούν
ως προς τις σχετικές αρχές. Ο Λόρδος Hope παρατήρησε
ότι αυτή η υπόθεση δεν εγείρει νέα θέματα αρχής αλλά αφορούσε κυρίως ζητήματα
«γεγονότων» και «έκτασης» και ο Λόρδος Hoffman υπογράμμισε
ότι όλα τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου ήταν ομόφωνα ως προς τις εφαρμοστέες
αρχές αλλά είχαν χωριστεί κατά την εφαρμογή τους ως προς το λεπτό σημείο που
αφορούσε τα γεγονότα της υπόθεσης (παράγραφοι 26 και 50 ανωτέρω).
88. Πράγματι,
υπήρξε συμφωνία και στους τρεις βαθμούς (και μεταξύ όλων των μελών του Ανώτατου
Δικαστηρίου) ως προς την εφαρμογή αυτών των αρχών στο κύριο μέρος των
δημοσιευθέντων άρθρων. Έκριναν ότι η κ. Campbell ήταν ένα
διεθνώς γνωστό διάσημο μοντέλο. Δεδομένης της προηγούμενης άρνησής της περί
χρήσης ναρκωτικών, τα κύρια γεγονότα για την εξάρτησή της από τα ναρκωτικά και
το γεγονός ότι ήταν υπό θεραπεία αποτελούσαν νομιμοποιημένα ένα ζήτημα
ευρύτερου ενδιαφέροντος δυνάμενο να δημοσιευθεί. Η κ. Campbell το αποδέχθηκε
ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όπως έκαναν και οι διάδικοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Προβαίνοντας σε αυτήν την αδιαμφισβήτητη ποιοτική διάκριση ανάμεσα, αφενός,
στην ιδιωτική πληροφορία που η κ. Campbell είχε ήδη
δημοσιοποιήσει και για την οποία κατέστη δικαίως αντικείμενο δημόσιου
σχολιασμού και, αφετέρου, σε πρόσθετες πληροφορίες που δεν είχε δημοσιοποιήσει,
το Δικαστήριο έκρινε ότι τα τρία εθνικά δικαστήρια που εξέτασαν την υπόθεση,
ακολούθησαν την αντίστοιχη διάκριση που υπογραμμίσθηκε από το παρόν Δικαστήριο
στην προπαρατεθείσα υπόθεση Von Hannover, η οποία
δημοσιεύθηκε μερικές μέρες μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου.
89. Συνακόλουθα, η
διαφορετική γνώμη ανάμεσα στους δικαστές των εθνικών δικαστηρίων, υπέρ της
οποίας προσβλέπει η υπό κρίση προσφυγή, αφορά μόνο την εφαρμογή των σχετικών
αρχών της Σύμβασης για το ζήτημα του εάν η παρέμβαση στην απόφαση του συντάκτη
να δημοσιεύσει το πρόσθετο υλικό (κυρίως το ότι παρακολουθούσε τους Α.Ν.,
λεπτομέρειες για την φύση της θεραπείας της στους Α.Ν. και κρυφά ληφθέντων
φωτογραφιών έξω από τις συναντήσεις των Α.Ν.) ήταν δικαιολογημένη κατά το Άρθρο
10.
90. Το Υψηλό
Δικαστήριο εξέτασε αυτό το θέμα για πάνω από 5 μέρες και, με μια λεπτομερή κι
εκτεταμένη απόφαση, έκρινε ότι η δημοσιοποίηση του πρόσθετου υλικού ήταν αδικαιολόγητη.
Το Εφετείο, ύστερα από ακροαματική διαδικασία 2 ημερών και με μια άλλη
λεπτομερή απόφαση, δέχθηκε την έφεση της προσφεύγουσας κρίνοντας ότι η
δημοσιοποίηση του πρόσθετου υλικού ήταν δικαιολογημένη. Μετά από ακροαματική
διαδικασία 2 ημερών και με λεπτομερείς αποφάσεις καθενός από τα πέντε μέλη του,
το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε με πλειοψηφία (3 έναντι 2) ότι η δημοσίευση του
πρόσθετου υλικού υπερέβαινε την ευχέρεια που αναγνωρίζεται για δημοσιογραφική
αξιολόγηση και δεν ήταν δικαιολογημένη.
91. Απέναντι σε
αυτό το υπόβαθρο, το Δικαστήριο θεωρεί, ότι όσον αφορά το πλαίσιο διακριτικής
ευχέρειας που αναγνωρίζεται στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων σε αυτό το
πλαίσιο, το Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει ισχυρούς λόγους για να υποκαταστήσει
με την κρίση του την τελική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, ή πράγματι να
προτιμήσει την απόφαση της μειοψηφίας έναντι της πλειοψηφίας εκείνου του
δικαστηρίου, όπως ζητά η προσφεύγουσα.
92. Πράγματι, το
Δικαστήριο θεωρεί πειστικές τις αιτιολογίες της απόφασης της πλειοψηφίας του
Ανώτατου Δικαστηρίου. Η πλειοψηφία υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, την προσωπική και
ιδιωτική φύση των πρόσθετων πληροφοριών όσον αφορά την σωματική και διανοητική
υγεία και θεραπεία της κ. Campbell και συμπέρανε
ότι η δημοσίευση του πρόσθετου υλικού για την θεραπεία ήταν βλαπτική για την
συνέχιση της θεραπείας στους Α.Ν. του Ηνωμένου Βασιλείου και μπορούσε να
προκαλέσει ένα σοβαρό πισωγύρισμα στην ανάρρωσή της και να τις προκαλέσει
σοβαρή στεναχώρια. Οι φωτογραφίες είχαν ληφθεί κρυφά με χρήση τηλεφακού έξω από
το μέρος της θεραπείας της για εξάρτηση από ναρκωτικά και θα μπορούσαν να
προκαλέσουν σαφώς θλίψη σε ένα πρόσωπο και συνήθη ευαισθησία που βρίσκεται
σε αντίστοιχη θέση ως προς την δημοσιότητα. Οι φωτογραφίες είχαν ληφθεί
σκόπιμα προκειμένου να περιληφθούν στο άρθρο και συνοδεύονταν από λεζάντες που
καθιστούσαν σαφές ότι ερχόταν από τη συνεδρία των Α.Ν., συνδέοντας έτσι αυτές
τις φωτογραφίες με τις ιδιωτικές πληροφορίες του άρθρου. Αυτές οι φωτογραφίες
επέτρεπαν τον προσδιορισμό της τοποθεσίας των συναντήσεων τω Α.Ν. Από την άλλη
πλευρά, η δημοσίευση του πρόσθετου υλικού έχει κριθεί ότι δεν είναι απαραίτητη
για την διασφάλιση της αξιοπιστίας της ιστορίας, καθώς η προσφεύγουσα έχει
αποδεχθεί είχαν επαρκείς πληροφορίες εκτός από το πρόσθετο υλικό για να
δημοσιεύσουν τα άρθρα στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Ούτε είχε κριθεί ότι
υπήρχε κάποια υπερέχουσα ανάγκη του κοινού να έχει αυτό το πρόσθετο υλικό, αφού
το δημόσιο ενδιαφέρον ικανοποιήθηκε με την δημοσίευση των κύριων γεγονότων περί
της εξάρτησης και της θεραπείας.
93. Η προσφεύγουσα
εμμένει ότι ήταν αδύνατο να κριθεί ότι η κ. Campbell υπέστη
πρόσθετη στεναχώρια λόγω της δημοσίευσης του πρόσθετου υλικού. Όμως, αυτό ακριβώς
θεώρησε η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε: ανεξάρτητα από
το αν το δημοσίευμα επηρέασε την συνέχιση της θεραπείας στους Α.Ν. (βλ. τον
Λόρδο Hoffman στην
παράγραφο 54 ανωτ.),η πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου έκρινε ότι αυτό της
είχε προκαλέσει κάποια αναστάτωση, η Βαρόνη Hale επικαλέστηκε
ιδίως τις αποδείξεις και τις κρίσεις του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με αυτό το θέμα (παρ. 41 ανωτ.). Η σχετικά
χαμηλή επιδίκαση βλάβης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (που βελτιώθηκε από την
πλειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου) αντανακλούσε την κρίση του πρώτου
δικαστηρίου για το επίπεδο της βλάβης.
94. Τέλος, η
προσφεύγουσα σημειώνει ότι το Εφετείο έκρινε ότι οι φωτογραφίες δεν αποτέλεσαν
από μόνες τους αντικείμενο της αγωγής της κ. Campbell. Πάντως, ο
Λόρδος Nicholls (παρ. 49
ανωτ.) διευκρινίζει ότι η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται ότι οι πληροφορίες που
περιέχονται στις φωτογραφίες ήταν ιδιωτικές και περαιτέρω τα μέλη της
πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου (παρ. 32, 39 και 43 ανωτ.) έκριναν ότι οι
λεζάντες και το πλαίσιο στο οποίο παρουσιάστηκαν οι φωτογραφίες, όπου γινόταν
σαφές ότι η κ. Campbell ερχόταν από
συνεδρία των Α.Ν. σε ένα προσδιορίσμο μέρος αναπόφευκτα συνέδεαν τις
φωτογραφίες με το επίμαχο ιδιωτικό πρόσθετο υλικό. Επιπρόσθετα, όπως το έθεσε η
Κυβέρνηση, οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου για τις φωτογραφίες απέρρεε
από την απόφασή τους ότι το πρόσθετο υλικό για τις λεπτομέρειες της θεραπείας
ήταν ιδιωτικό και άνευ δημόσιου ενδιαφέροντος.
95. Είναι αληθές
ότι η μειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου έκρινε ότι το πρόσθετο υλικό ήταν
ανώδυνο και αδιάφορο, σημειώνοντας ότι δεν είχε σημασία να προστεθεί στις
λεπτομέρειες για την θεραπεία στους Α.Ν. και ότι περαιτέρω, οι ίδιες οι φωτογραφίες
προσέθεταν λίγα και δεν ήταν υποβιβαστικές ή προσβλητικές ώστε η δημοσίευση
όλου του πρόσθετου υλικού ενέπιπτε στην ελεύθερη κρίση που αναγνωρίζεται στους
δημοσιογράφους. Η προσφεύγουσα κάλεσε το Δικαστήριο να προτιμήσει την γνώμη της
μειοψηφίας.
96. Πάντως η
σχετικότητα και η επάρκεια της αιτιολογίας της πλειοψηφίας όσον αφορά τα όρια
της επιτρεπόμενης κρίσης που πρέπει να αναγνωρίζεται στις δημοσιογραφικές
αποφάσεις για δημοσίευση πρόσθετου υλικού είναι τέτοια που το Δικαστήριο δεν
βρίσκει κανένα λόγο, κανένα σοβαρό λόγο, για να κρίνει διαφορετικά από την
τελική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ή να προτιμήσει την απόφαση της
μειοψηφίας από αυτή της πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως ζήτησε η
προσφεύγουσα.
97. Υπ’ αυτές τις
περιστάσεις, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι η
προσφεύγουσα είχε δράσει κατά παράβαση της εμπιστευτικότητας δεν παραβιάζει το
Άρθρο 10 της Σύμβασης.
II. ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ
ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ
98. Οι διάδικοι
αφιερώνουν εκτενείς αναλύσεις για την ακριβή φύση του συγκεκριμένου ισχυρισμού.
Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το κεντρικό παράπονο της προσφεύγουσας αφορά την
υποχρέωση απόδοσης της αποζημίωσης αμοιβής επιτυχίας οι είχε συμφωνηθεί μεταξύ
της κ. Campbell και των
νομικών παραστατών της, πέραν και πάνω των βασικών εξόδων.
A. Παραδεκτό του ισχυρισμού
99. Η Κυβέρνηση
επικαλείται το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προσέβαλε το επίπεδο της βάσης
των δαπανών της πρώτης αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο και ότι τελικά
συμβιβάστηκε για όλες τις απαιτήσεις για τα έξοδα εναντίον της. Ο μόνος λόγος
που απαραδέκτου που επικαλείται η Κυβέρνηση είναι ότι η υπόθεση είναι προδήλως
αβάσιμη. Το Δικαστήριο θεωρεί κατάλληλο να εξετάσει αυτή την ανάλυση επί της
ουσίας.
100. Γι’ αυτό το
δικαστήριο κρίνει ότι ο παρών ισχυρισμός δεν είναι προδήλως αβάσιμος κατά την
έννοια του Άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης ούτε για άλλο λόγο. Γι’ αυτό κηρύσσεται
παραδεκτώς.
B. Οι παρατηρήσεις της προσφεύγουσας
101. Η
προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την βάση των εξόδων του πρώτου βαθμού, του Εφετείου
ή του Ανώτατου Δικαστηρίου. Δεν αμφισβητεί την εφαρμογή των Συμφωνιών
Ποσοστιαίας Δικηγορικής Αμοιβής σε υποθέσεις δημοσιευμάτων ή στην παρούσα
υπόθεση.
102. Ο κεντρικός
ισχυρισμός της προσφεύγουσας είναι κυρίως η υποχρέωσή της να καταβάλει την
ποσοστιαία αμοιβή που περιέχεται στην Συμφωνία. Ιδίως διατείνεται ότι συνολική
διάταξη εναντίον της για καταβολή δικαστικών εξόδων ήταν υπερβολική καθώς
περιείχε την ποσοστιαία αμοιβή και των δύο προσφυγών στο Ανώτατο Δικαστήριο που
αφορούσε τον διπλασιασμό των βασικών εξόδων αυτών των προσφυγών σε μια
περίπτωση κατά την οποία τα εθνικά δικαστήρια εξαιρούνται ρητώς από τις Οδηγίες
Δικαστικών Εξόδων (παρ. 11.9).
103. Η υποχρέωση να
καταβάλουν την ποσοστιαία αμοιβή των δικηγόρων της κ. Campbell αποτελούσε
παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης της προσφεύγουσας. Ενώ προβλέπεται από το
νόμο, δεν επιδιώκει ένα νόμιμο στόχο και δεν είναι απαραίτητη σε μια
δημοκρατική κοινωνία.
104. Πρώτον, τα
έξοδα ήταν υπερβολικά και αφορούσαν δυσανάλογα και κυρωτικά ποσά εναντίον
οργανισμών μέσων ενημέρωσης.
Ήταν εξ
ορισμού υπερβολικά, αφού αποτελούσαν ένα πολλαπλάσιο των ήδη υψηλών βασικών
δαπανών. Οι βασικές δαπάνες σε υποθέσεις δυσφήμησης και ιδιωτικότητας ήταν
ιδιαίτερα αυξημένες (400-500 λίρες ανά ώρα)
συγκρινόμενες προς άλλες αντίστοιχης πολυπλοκότητας αστικές και ποινικές
υποθέσεις ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (140 λίρες ανά ώρα για σοβαρή
υπόθεση βιασμού). Επιπλέον, το ποσοστό επιτυχίας μπορούσε να διπλασιάσει τα ήδη
υψηλά κόστη. Στην υπό κρίση περίπτωση, θεωρήθηκαν κατάλληλες οι προσαυξήσεις
του 95% και του 100% και το ποσοστό 100% ως αμοιβή επιτυχίας ήταν κανονικό σε
μια Συμφωνία Ποσοστιαίας Αμοιβής. Επιπλέον, χρεώθηκε ένα δεύτερο ποσοστό
επιτυχίας 95% όσον αφορά την δεύτερη προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για την
προσβολή της πρώτης ποσοστιαίας αμοιβής που έφερε την προσφεύγουσα σε κατάσταση
αδυναμίας. Γι’ αυτό ήταν στρέβλωση το ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα
επιτυχίας της άμυνας (για παράδειγμα εάν υπολογιζόταν σε 50/50), τόσο υψηλότερη
θα ήταν και η ποσοστιαία αμοιβή.
Επιπρόσθετα,
τα συνολικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστιαίων αμοιβών, ήταν επίσης
υπερβολικά κατά το ότι δεν είχαν σχέση αναλογίας με την αποζημίωση που
επιδικάστηκε για την κυρία Campbell (3.500 λίρες)
και ήταν αδιανόητο ακόμη και πλούσιοι ενάγοντες να πλήρωναν αυτό το ποσό για
έξοδα ενόψει των χαμηλών αποζημιώσεων που κερδήθηκαν.
Επιπλέον, ήταν
υπερβολικά καθώς η Συμφωνία και το σύστημα ποσοστιαίας αμοιβής δεν αποσκοπούσε
στη δημιουργία ενός κινήτρου ώστε οι νομικοί παραστάτες του ενάγοντος να
κρατήσουν χαμηλά τα δικαστικά έξοδα
105. Δεύτερον, η
αρχή δεν ήταν διαφορετική από το κριτήριο της αναλογικότητας ανάμεσα στη βλάβη
από δυσφήμηση και στην αδικοπραξία που τέθηκε με την Tolstoy Miloslavsky κατά Ηνωμένου Βασιλείου (13 Ιουλίιου
1995, Συλλογή A αρ. 316‑B, § 49). Η
δικαστική δαπάνη ήταν υπερβολική κι ακόμη κι αν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ως
λογικά τα βασικά έξοδα και την ποσοστιαία αμοιβή επιτυχίας, ο έλεγχος του επιπέδου
των εξόδων ήταν ελλιπής, ζήτημα που αναγνωρίστηκε κι από την εσωτερική
διαδικασία διαβούλευσης.
106. Τρίτον, αυτό
το υπερβολικό πλαίσιο συνιστούσε ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα για την
προσφεύγουσα ως ενός δημοσιογραφικού οργανισμού. Η οικονομική επίπτωση των
Συμφωνιών Ποσοστιαίας Αμοιβής αναπόφευκτα αποτρέπει τους δημοσιογραφικούς
οργανισμούς από την δικαστική υποστήριξη και ασκεί πίεση για συμβιβασμό των
αρχικά έγκυρων απαιτήσεων και, περαιτέρω, αποτρέπει τους οργανισμούς από την
δημοσιοποίηση υλικού, συμπεριλαμβανομένου υλικού που είναι κατάλληλο για
δημοσίευση. Η προσφεύγουσα επικαλείται, μεταξύ άλλων, δηλώσεις που έγιναν στην
Ειδική Επιτροπή Συνταγματικών Θεμάτων του Κοινοβουλίου (παρ. 104 ανωτ.) από
πολλούς γνωστούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς, δηλώσεις που καταγράφουν τις
εμπειρίες και ανησυχίες από τις υποθέσεις δημοσιευμάτων με ποσοστό επιτυχίας.
107. Τέταρτον, τα
ποσοστά επιτυχίας δεν σχετίζονται με τον στόχο του να δοθεί πρόσβαση στη Δικαιοσύνη
σε άπορους που το αξίζουν, επειδή δεν υπήρχε κάποια υποχρέωση ή ελεγκτικός
μηχανισμός για την χρήση των ποσοστών επιτυχίας από έναν δικηγόρο. Η εσωτερική
διαδικασία διαβούλευσης επιβεβαίωσε ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για άπορους
πελάτες δεν αυξήθηκε. Η εντύπωση των δημοσιογραφικών ομίλων ήταν ότι
συγκεκριμένοι δικηγόροι αναλάμβαναν αδύναμες υποθέσεις με κανονική χρέωση και
σοβαρές υποθέσεις με Συμφωνίες Ποσοστιαίας Αμοιβής. Επιπλέον, επειδή τα μέσα
ενημέρωσης σπάνια κερδίζουν υποθέσεις δημοσιεύσεων, τα ποσοστά επιτυχίας ήταν
απροσδόκητα κέρδη για δικηγόρους και κυρωτικές αποφάσεις εναντίον των μέσων
ενημέρωσης. Πράγματι, αφού δεν υπήρχαν μέσα διασφάλισης της ωφέλειας των άπορων
διαδίκων, το μοναδικό αποτέλεσμα από αυτό το πρόγραμμα ήταν η μετακύλιση του
βάρους χρηματοδότησης των αστικών υποθέσεων από τον δημόσιο στον ιδιωτικό
τομέα.
108. Πέμπτον, το να
επιτρέπονται ποσοστιαίες συμφωνίες σε διαδίκους όπως η κ. Campbell που μπορούσε
να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα ήταν εντελώς περιττό για τον προπαρατεθέντα
επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο. Πράγματι, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε εάν τα
ποσοστά επιτυχίας (που αφορούν και πλούσιους ενάγοντες) ήταν αναγκαίο να
συμβάλλουν στην πρόσβαση στην δικαιοσύνη από άπορους διαδίκους και πράγματι
αυτοί δεν ήταν παράγοντες που μπορούσε να λάβει υπόψη του ο δικαστής όταν
υπολόγιζε τα δικαστικά έξοδα. Το σύστημα της Συμφωνίας Ποσοστιαίας Αμοιβής θα
έπρεπε λοιπόν να τροποποιηθεί ώστε να εξαιρούνται πλούσιοι προσφεύγοντες και να
προβλεφθούν ελεγκτικοί μηχανισμοί καθώς η οικονομική δυνατότητα για νομική
εκπροσώπηση σε ποινικές υποθέσεις είχε επιτυχώς προωθηθεί από τα
πταισματοδικεία, τα οποία δίκαζαν περίπου το 95% των ποινικών υποθέσεων.
109. Έκτον, οι
διαφορές από δημοσιεύματα ήταν επαρκώς διακριτές από άλλες αστικές υποθέσεις,
ώστε να μπορούν να εξαιρεθούν από το
πρόγραμμα συμφωνιών ποσοστιαίας αμοιβής. Η προσφεύγουσα επανέλαβε τους λόγους
που επίσης περιέγραψε ο Λόρδος Hoffman στην
παράγραφο 67 ανωτέρω, ως προς το γιατί το σύστημα ποσοστιαίων αμοιβών είχε
βαρύτερη επίπτωση στις διαφορές από δημοσιεύματα σε σχέση με άλλες υποθέσεις,
όπως οι συνήθεις.
Γ. Οι
παρατηρήσεις της Κυβέρνησης
110. Η Κυβέρνηση
παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τις δαπάνες στο Υψηλό Δικαστήριο
και το Εφετείο ή τα βασικά έξοδα στο Ανώτατο Δικαστήριο. Περαιτέρω, δεν υπέβαλε
ένσταση στα ημεδαπά δικαστήρια για την χρήση των Συμφωνιών Αμοιβής, για τα
έξοδα που επακολούθησαν ή για την απόφαση επί των εξόδων συμπεριλαμβανομένου
ενός χαμηλότερου επιπέδου ποσοστού επιτυχίας. Η βασική καταγγελία της
προσφεύγουσας στο Δικαστήριο είναι το παράπονο ότι τα ημεδαπά δικαστήρια είχαν
αποκλειστεί από τον περιορισμό του συνολικού κόστους που έπρεπε να καταβληθεί
από τον ηττηθέντα διάδικο, ακόμα κι αν αυτά ήταν δυσανάλογα και υπερβολικά,
λόγω του ποσοστού επιτυχίας και δεδομένης της παραγράφου 11.9 των Πρακτικών
Οδηγιών για τα Έξοδα.
111. Η Κυβέρνηση έκρινε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να
εξετάσει μόνο την υποκείμενη νομοθετική βάση (κεφάλαια 58 και 58Α του Νόμου του
1990), δηλαδή το συνολικό σχέδιο που επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να υπογράψει μια
Συμφωνία Αμοιβής σε όλες τις περιπτώσεις δικαστικών διενέξεων και με ποσοστό
επιτυχίας που μπορεί να επιδικαστεί εις βάρος του ηττηθέντος διαδίκου,
προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η δίκη από άλλα πρόσωπα.
112. Όσο για το κατά πόσον αυτές οι νομοθετικές διατάξεις
συνιστούν μια παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας, η Κυβέρνηση
υπογραμμίζει ότι οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν το επιτρεπτό της σύναψης μιας
Σύμβασης Αμοιβών. Ως προς το ποσό του ποσοστού επιτυχίας (με ανώτατο όριο το
100%) και πραγματι για την επιδίκαση των εξόδων στον ηττηθέντα διάδικο. Σε κάθε
περίπτωση, ακόμη κι αν η παρέμβαση είχε επίπτωση στην ελευθερία της έκφρασης,
αυτή θα ήταν μηδαμινής τάξης.
113. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η παρέμβαση
περιγράφεται στον νόμο και η Κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι τα επιβαλλόμενα έξοδα
βασίζονται στα άρθρα 58 και 58Α του Νόμου του 1990 (που θεσπίστηκαν από το νόμο
του 1999) και στο Κανόνα 44.
[...]
D. Οι αναλύσεις
τρίτων παρεμβαινόντων και η απάντηση της Κυβέρνησης
114. Κοινές παρατηρήσεις
έγιναν από την Open Society Justice Initiative, την Media Legal Defence Initiative, τον Index on Censorship, την English PEN, την Global Witness και το Human Rights Watch.
115. Θεωρούσαν ότι
η παρούσα υπόθεση εγείρει ένα σημαντικό ζήτημα για το αποτρεπτικό αποτέλεσμα
των υψηλών δικαστικών εξόδων στις διαδικασίες δυσφήμησης εναντίον ΜΚΟ και
μικρών δημοσιογραφικών οργανισμών με μικρούς προϋπολογισμούς, οργανισμούς που
συχνά ασχολούνταν με την ερευνητική δημοσιογραφία και την διάδοση πληροφοριών
σε ζητήματα ιδιαίτερου δημόσιου ενδιαφέροντος.
186. Όσον αφορά τα
υψηλά δικαστικά έξοδα, επικαλούνται την “Συγκριτική μελέτη για τα έξοδα σε
διαδικασίες δυσφήμησης στην Ευρώπη», ως μέρος του «Προγράμματος Συγκριτικού
Δικαίου ΜΜΕ και Πολιτικής» του Κέντρου Κοινωνιολογικών και Νομικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η οποία περιείχε συγκριτικά έξοδα για διαδικασίες
δυσφήμησης σε 11 χώρες (Βέλγιο, Βουλγαρία, Κύπρος, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία,
Ιταλία, Μάλτα, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία) καθώς και στην Αγγλία και την
Ουαλία.. [...]
187. Ενώ οι Συμβάσεις
αμοιβών παίζουν σημαντικό ρόλο για την υποστήριξη δικών δημοσίου ενδιαφέροντος,
θα πρέπει να σχεδιαστεί ένα σύστημα ώστε να μην καταπατώνται τα δικαιώματα που
προβλέπει το Άρθρο 10 για έναν οργανισμό. Η διαθεσιμότητα των Συμβάσεων αμοιβών
καθιστά πιο δυσχερές στις μη – κυβερνητικές οργανώσεις (“ΜΚΟ”) και τους μικρούς
εκδότες να δημοσιεύσουν πληροφορίες για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος.
188. Οι ΜΚΟ που
διεξάγουν έρευνες και εκτίθενται σε σοβαρές παραβλέψεις που αφορούν πολλούς
ερευνητές έχουν αναλάβει τον παραδοσιακό ρόλο “παρατηρητηρίου” των μέσων
ενημέρωσης και, καθώς επιδιώκουν την μετάδοση αντιδημοφιλών αληθειών, οι ΜΚΟ
είναι εξαιρετικά ευάλωτες σε αγωγές δυσφήμησης. Οι νόμοι της Αγγλίας και της
Ουαλίας που επιτρέπουν να ασκηθούν αγωγές σε βάρος οργανισμών ακόμη κι αν μόνο
μια μικρή αναλογία του αναγνωστικού κοινού τους (εντύπων ή διαδικτύου)
βρίσκεται εκεί, έχει διαμορφώσει έναν “τουρισμό για μηνύσεις συκοφαντικής
δυσφήμησης”. Αυτό συνοδεύεται από την δυσκολία να συνάψει κανείς ασφάλιση για
έξοδα από συκοφαντική δυσφήμηση, δεδομένου του επικίνδυνου προφίλ τους καθώς
και του προγράμματος Συμφωνιών για τις αμοιβές δικηγόρων.
189. Το αποθαρρυντικό
αποτέλεσμα των υπερβολικών εξόδων που προκαλούν τα προγράμματα συμβάσεων για τα
δικαστικά έξοδα στην Αγγλία και την Ουαλία έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό
των δικαιωμάτων του Άρθρου 10 για αυτούς τους εκδότες που δεν κατάφεραν να
επιτύχουν μια αναλογία στην βλάβη που υπέστησαν από τον ενάγοντα και η
Κυβέρνηση δεν έχει εξαγγείλει κάποια πολιτική για την αποτροπή του.
190. Η Κυβέρνηση
απάντησε ότι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν αφορούν το θέμα των εξόδων στην
συγκεκριμένη υπόθεση, δηλαδή την πληρωμή των ποσοστών επιτυχίας. Όσο για το
αποθαρρυντικό αποτέλεσμα των αυξημένων εξόδων δυνάμει των συμφωνιών αμοιβών,
αυτό έχει απαντηθεί με την δυνατότητα προβολής ενστάσεων κατά το ουσιαστικό
δίκαιο και από την αποστολή των δικαστηρίων για έλεγχο των εξόδων.
191. Όσον αφορά την
συγκριτική μελέτη, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι υπάρχει ανεπαρκής πληροφόρησης
όσον αφορά την μελέτη για να διασφαλιστεί τί είναι αυτό που αποτελεί
αντικείμενο σύγκρισης. Είναι ανακριβές, για παράδειγμα, ότι κατά το εσωτερικό
δίκαιο της Αγγλίας και της Ουαλίας δεν ελέγχεται το εύλογο και η αναλογικότητα
των εξόδων που επιδικάζονται. Η έκταση κατά την οποία τα διαφορετικά δικαστικά έξοδα αντανακλούν
άλλες νομικές διαδικασίες δεν είναι γνωστή. [...]
E. Η κρίση του
Δικαστηρίου
1. Υπήρξε παρέμβαση;
192. Η προσφυγή,
όπως σημειώνεται ανωτέρω στην παράγραφο 157, αφορά την επίπτωση της επιδίκασης
εξόδων, τα οποία, κατά το εθνικό δίκαιο, περιλαμβάνουν ποσοστά επιτυχίας
υπολογιζόμενα σχεδόν στο διπλάσιο των βασικών εξόδων των δύο προσφυγών στο
Ανώτατο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο θεωρεί και δεν αμφισβητείται σοβαρά από την
Κυβέρνηση, ότι η απαίτηση να πληρωθούν αυτά τα ποσοστά επιτυχίας, από τον
ηττηθέντα διάδικο σε υπόθεση παραβίασης εμπιστευτικότητας, συνιστούσε παρέμβαση
στο δικαίωμα της προσφεύγουσας για ελευθερία της έκφρασης που εγγυάται το Άρθρο
10 της Σύμβασης.
193. Το γεγονός,
όπως υπογραμμίζεται από την Κυβέρνηση ότι το νομικό καθεστώς επιτρέπει την
σύναψη Συμφωνίας Ποσοστιαίας Αμοιβής χωρίς να το επιβάλλει δεν μεταβάλλει το
γεγονός ότι η προσφεύγουσα έπρεπε δυνάμει δικαστικής απόφασης να καταβάλει
έξοδα συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών επιτυχίας στην ενάγουσα.
2. Η παρέμβαση προβλεπόταν από το νόμο ;
194. Οι διατάξεις
που σχετίζεται με Συμφωνίες Ποσοστιαίας Αμοιβής, ο υπολογισμός της αμοιβής
επιτυχίας με ποσοστό και η καταβολή τους από τον ηττηθέντα διάδικο έχουν
ρυθμιστεί από τους νόμους του 1990 και του 1999, τα Διατάγματα για τις
Συμφωνίες Ποσοστιαίας Αμοιβής του 1995 και του 2000 καθώς και τις σχετικές
οδηγίες για την πρακτική ως προς τα έξοδα, όπως περιγράφηκε ανωτέρω στις
παραγράφους 89-98. Είναι σαφές και δεν το αμφισβητούν
τα μέρη ότι η παρέμβαση προβλέπεται από το νόμο κατά την έννοια του Άρθρου 10
της Σύμβασης.
3. Η παρέμβαση είχε έναν “νόμιμο στόχο”;
195. Ο κύριος στόχος
των συμφωνιών για τις αμοιβές, των οποίων τα ποσοστά επιτυχίας που πληρώνονται
από τον ηττηθέντα διάδικο αποτελούσαν ένα ενιαίο σώμα, ήταν ευρύτερα απ' ότι
στην ατομική περίπτωση που περιγράφεται από την Κυβέρνηση στις παραπάνω
παραγράφους 173 και 175. Αυτό το σύστημα έχει υποδειχθεί για να παρασχεθεί
μεγαλύτερο εύρος για τις δυνατότητες χρηματοδότησης που θα επιτρέψουν στην
ευρύτερη δυνατή κλίμακα ανθρώπων να έχουν την δυνατότητα σε μια αποτελεσματική
πρόσβαση στις νομικές υπηρεσίες και στα δικαστήρια σε σχέση με πολλούς τύπους
αστικών δικών, και να το πράξουν μέσα από μία ανακατανομή των μέσων για την
πρόσβαση στη δικαιοσύνη με επιστράτευση της χρηματοδότησης από τον ιδιωτικό
τομέα παρά με τη χρήση δημόσιων χρηματοδοτήσεων.
196. Το Δικαστήριο
υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα σε αποτελεσματική πρόσβαση σε ενα δικαστήριο
διακηρύσσεται στο Άρθρο 6 της Σύμβασης (Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 21 Φεβρουαρίου 1975, Συλλογή A αρ. 18). Ενώ
αυτό επιβάλλει την υποβοήθηση του
κράτους σε όλα τα είδη αστικών δικών, μπορεί να παρεμποδίσει το κράτος να
παράσχει για παράδειγμα την βοήθεια ενός δικηγόρου, όταν αυτή η βοήθεια
προβάλλει αναπόφευκτη για την αποτελεσματική πρόσβαση στο δικαστήριο, ανάλογα
με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένης
της σημασίας του διακυβεύματος για τον αιτούντα τις διαδικασίες, την συνθετότητα
του σχετικού δικαίου και της διαδικασίας και της ικανότητας του να εκπροσωπήσει
τον εαυτό του/της (Airey κατά Ιρλανδίας, 9 Οκτωβρίου 1979, § 26, Συλλογή A αρ. 32 και Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου,
αρ. 68416/01, § 61, ΕΔΔΑ 2005‑II με περαιτέρω αναφορές ).
197. Το Δικαστήριο
γι' αυτό αποδέχεται ότι οι συμφωνίες αμοιβών με την κάλυψη των ποσοστών
επιτυχίας φαίνεται ότι επιδιώκουν τον νόμιμο στόχο του όσο δυνατόν πιο ευρύ
πεδίου πρόσβασης του κοινού στις νομικές υπηρεσίες για τις αστικές διαφορές με
χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα και γι' αυτό κατατείνουν στην προστασία
των δικαιωμάτων των άλλων κατά την έννοια του Άρθρου 10 § 2 της Σύμβασης.
4. Ήταν η παρέμβαση “αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία”;
198. Το Δικαστήριο θα
εξετάσει εάν η κάλυψη των ποσοστών επιτυχίας από τον ηττηθέντα διάδικο είναι
“αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία” ενόψει της επιδίωξης αυτού του στόχου.
Ιδίως, θα πρέπει να εξεταστεί η αναλογικότητα της αξίωσης έναντι ενός
ηττηθέντος διαδίκου να πληρώσει όχι μόνο μια εύλογη και αναλογική αμοιβή, αλλά
να συμβάλλει και στην χρηματοδότηση άλλων δικών και της γενικής πρόσβασης στη
δικαιοσύνη, καταβάλλοντας τα διπλάσια αυτών των εξόδων με την μορφή των
ποσοστών επιτυχίας. Η προσφεύγουσα δεν διαμαρτύρεται για την πληρωμή τυχόν ποσά
για δικαστική συνδρομή της ενάγουσας.
199. Η προσφυγή επίσης
αφορά το ζήτημα του κατά πόσον οι αρχές έχουν σταθμίσει δίκαια τις δύο αξίες
που εγγυάται η Σύμβαση και οι οποίες μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους,
δηλαδή από τη μια πλευρά την ελευθερία της έκφρασης που προστατεύεται από το
Άρθρο 10 και από την άλλη πλευρά ένα δικαίωμα του ατόμου στην πρόσβαση στο
δικαστήριο που προστατεύεται από το Άρθρο 6 της Σύμβασης. Όπως σημειώνεται στην
ανωτέρω παράγραφο 142 αυτή η ισορροπία των ατομικών συμφερόντων στη Σύμβαση
διενεργείται μέσα σε ένα ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας.
200. Επιπλέον, πρέπει
να αναγνωριστεί ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας στο νομοθέτη κατά την
εφαρμογή κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών και το Δικαστήριο θα σεβαστεί την
κρίση του νομοθέτη ως προς το “τι είναι το δημόσιο συμφέρον”, εκτός εάν η κρίση
αυτή είναι πρόδηλα αθεμελίωτη (James και
άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 21
February 1986, § 46, Συλλογή A αρ. 98). Το Δικαστήριο στη συνέχει περιέγραψε
αυτό το περιθώριο εκτίμησης ως το “ειδικό βάρος” που πρέπει να αναγνωριστεί
στην παραγωγή εθνικής πολιτικής σε ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος στα οποία
οι απόψεις σε μια δημοκρατική κοινωνία μπορεί να ποικίλουν αρκετά (Hatton
και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Ευρείας
Συνθέσεως], αρ. 36022/97, § 97, ΕΔΔΑ
2003‑VIII). Εντούτοις, εάν τέτοια γενικά μέτρα δημιουργούν ένα ατομικό και
υπερβολικό βάρος, η επιδιωκόμενη ισορροπία δεν θα έχει επιτευχθεί (James
και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 50): διαφορετικά το Δικαστήριο δεν θα
μπορούσε να κρίνει ως δυσανάλογη μια ανισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον
και τα αποτελέσματά του σε μια συγκεκριμένη ατομική περίπτωση, αλλά θα το κάνει
σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν έχει ξεπεραστεί ένα ακραίο όριο σκληρότητας
για το άτομο (Velikovi και άλλοι κατά Βουλγαρίας,
αρ. 43278/98, 45437/99, 48014/99, 48380/99, 51362/99, 53367/99, 60036/00,
73465/01 και 194/02, § 192, 15 Μάρτιος 2007).
201. Ωστόσο, το
Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η πιο προσεκτική εκτίμηση θα πρέπει να αφορά τα
μέτρα που λαμβάνονται από εθνική αρχή και είναι ικανά να αποθαρρύνουν την
συμμετοχή του Τύπου σε αντιπαραθέσεις για ζητήματα νόμιμου δημόσιου
ενδιαφέροντος (Jersild κατά Δανίας , ό.π., § 35 και Bladet Tromsø και Stensaas κατά
Νορβηγίας [Ευρείας Συνθέσεως], ό.π.,
§ 64.
Πάντως δεν είναι αναγκαίο να κριθεί σε κάθε ιδιαίτερη υπόθεση εάν η επιδίκαση
αποζημιώσεων έχουν αποθαρρυντική επίδραση στον Τύπο καθώς τα απρόβλεπτα υψηλά
ποσά αποζημιώσεων σε περιπτώσεις δυσφήμησης είναι προφανώς ικανά να φέρουν ένα
τέτοιο αποτέλεσμα (Independent News and Media and
Independent Newspapers Ireland Limited κατά Ιρλανδίας,
αρ. 55120/00, § 114, ΕΔΔΑ 2005‑V (αποσπάσματα)).
202. Το Δικαστήριο
σημειώνει την βασική θέση της Κυβέρνησης ότι κάθε δυσαναλογία εις βάρος μιας
ατομικής υπόθεσης με συμφωνία αμοιβής και ποσοστό επιτυχίας ήταν δικαιολογημένη
από την ανάγκη να θεσπιστούν διατάξεις γενικής εφαρμογής όταν ο στόχος είναι η
κοινωνική και οικονομική πολιτική. Επικαλούνται την αιτιολογία του Λόρδου
Hoffman που είχε αποκριθεί αντίστοιχα στο επιχείρημα της προσφεύγουσας που
βασιζόταν στα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, δηλαδή ότι η
κ. Campbell ήταν τόσο πλούσια που η
συμφωνία αμοιβής και ποσοστού επιτυχίας δεν ήταν αναγκαία για να διασφαλίσει
την πρόσβασή της σε δικαστήριο. Ο Λόρδος
Hoffman έκρινε ότι οι γενικοί πολιτικοί στόχοι που υποστηρίζονται από
τις συμφωνίες αμοιβών και ποσοστών επιτυχίας δεν ακυρώνονται μόνο λόγω του ότι
η ευθύνη ενός συγκεκριμένου
προσφεύγοντος θα ήταν ασύμβατη με τα δικαιώματά του σύμφωνα με το Άρθρο 10 της
Σύμβασης (επικαλούμενος την προαναφερθείσα υπόθεση James
κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Εκείνος θεώρησε ότι το πρόγραμμα ήταν ένα μια
λογική νομοθετική πολιτική που η Κυβέρνηση θέσπισε ως γενικό πρόγραμμα σύμφωνα
με το Άρθρο 10 και το οποίο έπρεπε να αποδεχθούν τα δικαστήρια (Λόρδος Hoffman στην παρ. 63 ανωτ. Βλ. επίσης Λόρδο Carswell, παρ. 72-73 ανωτ.).
203. Ωστόσο μια από τις
ιδιαιτερότητες της παρούσας υπόθεσης είναι ότι αυτό το γενικό πρόγραμμα και οι
ίδιοι οι στόχοι του υπήρξαν αντικείμενο αναλυτικής κι εκτενούς δημόσιας
διαβούλευσης από το Υπουργείο Δικαιοσύνης από το 2003. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος
αυτής της διαδικασίας δημοσιεύθηκε μετά την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην
δεύτερη έφεση της παρούσας υπόθεσης (το 2005), υπογράμμιζε θεμελιώδεις αστοχίες
που υφέρπουν στο πρόγραμμα της καταβολής των ποσοστών επιτυχίας, ιδίως σε
υποθέσεις οπως η παρούσα. Γι' αυτό το Δικαστήριο έχει εκθέσει με κάποιες
λεπτομέρειες την εν λόγω διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης (παράγραφοι 100-200
ανωτ.) και έχει υπογραμμίσει σημαντικά σημεία παρακάτω.
[...]
207. Η πρώτη αστοχία
του καθεστώτος της καταβολής των ποσοστών επιτυχίας ήταν η έλλειψη εστίασης και
έλλειψη κάθε προϋπόθεσης για τους ενάγοντες που επιθυμούν να συνάψουν μια
τέτοια συμφωνία. [...]
208. Δεύτερον, ο
Αρχιδικαστής Jackson έκρινε εσφαλμένο
ότι δεν υπήρχε δυνατότητα για το μέρος του διαδίκου ως προς τον έλεγχο των
νομικών εξόδων και ότι οι δικαστές υπολόγιζαν αυτά τα έξοδα μόνο στο τέλος της
υόθεσης, όταν ήταν πολύ αργά να ελεγχθεί τι είχε ξοδευτεί. Αυτό τονίστηκε από
τους τρίτους παρεμβαίνοντες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ως προς τους
οργανισμούς μέσων ενημέρωσης (παρ. 186 ανωτ.). [...]
209. Η τρίτη αστοχία
ήταν η “χρεωκοπία” ή η αποθαρρυντική επίδραση του συστήματος καταβολής των
ποσοστών επιτυχίας. Τα κόστη βάρυναν τα αντίδικα μέρη και ήταν τόσο υπερβολικά
ώστε συχνά οι διάδικοι οδηγούνταν να συμβιβαστούν γρήγορα παρά τις καλές
προοπτικές μιας επιτυχούς άμυνας. [...]
210. Η τέταρτη
αστοχία ήταν το γεγονός ότι το εν λόγω καθεστώς παρείχε τουλάχιστον την
ευκαιρία στους δικηγόρους να επιλέγουν υποθέσεις με προοπτικές νίκης και να
προχωρούν σε συμφωνίες με ποσοστά επιτυχίας, χωρίς να παρέχει τη δυνατότητα να
ελέγχονται τα εμπιστευτικά οικονομικά του στοιχεία. [...]
217. [...]
Πάντως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι
η έκταση και η φύση των αστοχιών του συστήματος που τονίστηκε με πειστικά
επιχειρήματα κατά τη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης και έγιναν αποδεκτά
από το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι τέτοια ώστε το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι
το εν λόγω πρόγραμμα υπερέβει ακόμη και το ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας
που αναγνωρίζεται στο κράτος όσον αφορά τα γενικά μέτρα για την επιδίωξη
κοινωνικών και οικονομικών στόχων ( βλ. την παραπάνω υπόθεση Tolstoy
Miloslavsky κατά Ηνωμένου Βασιλείου, § 50).
218. Αυτό το
συμπέρασμα βασίζεται πράγματι στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Από τη μια
πλευρά η ενάγουσα ήταν πλούσια και όχι πρόσωπο που θα αποστερείτο της πρόσβασης
στη δικαιοσύνη για οικονομικούς λόγους. Οι αντιπρόσωποί της αποδέχθησαν στα
εθνικά δικαστήρια (βλ. ανωτ. παρ. 181) ότι δεν συνηθίζουν να συνάπτουν
εργολαβικά αμοιβών, γεγονός που περιορίζει το ενδεχόμενο να αναλάβουν ενάγοντες
με δυσχέρεια πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Η υπόθεση δεν ήταν αβάσιμη καθώς το
Εφετείο και μια μειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου έκριναν ότι τα προσβαλλόμενα
άρθρα δεν παραβίαζαν την ιδιωτικότητα της κ. Campbell.
Από την άλλη πλευρά και παρόλο
που οι διαδικασίες ήταν μακροχρόνιες και κάπως πολύπλοκες, τα συνολικά έξοδα
που επιβλήθηκαν όσον αφορά τις δύο προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο ανέρχονταν
στο ποσό των 850.000 λιρών από τις
οποίες τα 365.077,13 αφορούσαν το ποσοστό επιτυχίας. Είναι αλήθεια ότι η
προσφεύγουσα τελικά πέτυχε έναν διακανονισμό στα έξοδα και για τις δύο
προσφυγές πληρώνοντας συνολικά 500.000 λίρες (τα ελάχιστα έξοδα και ποσοστό
επιτυχίας). Ωστόσο, δεδομένων των αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου και
των δικαστικών φορολογικών υπαλλήλων
στην δεύτερη προσφυγή (παρ. 70 και 80 αντίστοιχα) καθώς και στην παρόμοια
υπόθεση Designer's Guild Limited, τα
ποσοστά επιτυχίας επιβλήθηκαν επίσης εναντίον της προσφεύγουσας και μάλιστα σε
ποσοστά 95% και 100% για την πρώτη
προσφυγή και 95% για τις αμοιβές νομικών
στην δεύτερη προσφυγή. Συνακόλουθα, ακόμα κι αν δεν είναι δυνατόν να
προσδιοριστούν με ακρίβεια τα ποσά που πληρώθηκαν από την προσφεύγουσα που
αφορούσαν τα ποσοστά επιτυχίας, είναι πρόδηλο ότι οι διακανονισμοί
ανταποκρίνονται στην υπόθεση της προσφεύγουσας να καταβάλει τα βασικά ποσοστά
επιτυχίας.
219. Υπ' αυτές τις
περιστάσεις, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η υποχρέωση της προσφεύγουσας να
καταβάλει ποσοστά επιτυχίας στην ενάγουσα ήταν δυσανάλογη, λαμβανομένου υπόψη
των νόμιμων στόχων που φαίνεται ότι επιδιώκονταν και υπερέβαιναν ακόμα και το
ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στην Κυβέρνηση σε τέτοιες
υποθέσεις.
220. Συνεπώς, το
Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάσθηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
III. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
221. Το Άρθρο 41 της
Σύμβασης προβλέπει:
“Εάν το
Δικαστήριο κρίνει ότι παραβιάσθηκε η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλα αυτής και ότι
σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους προβλέπεται μόνο
εν μέρει επανόρθωση, το Δικαστήριο, εάν το κρίνει απαραίτητο, θα επιδικάσει
δίκαιη ικανοποίηση στο θιγόμενο διάδικο.”
222. Η προσφεύγουσα
ζητά την αποζημίωση για τα ποσοστά επιτυχίας που καταβλήθηκαν στην ενάγουσα
μετά και από τις δύο προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο. Καθώς τα ποσοστά
επιτυχίας ανέρχονται για την πρώτη προσφυγή σε ποσοστό 47% των συνολικών
δικαστικών εξόδων, η προσφεύγουσα ζητά αποζημίωση 164.500 λιρών, αφού το 46%
των συνολικών εξόδων καταβλήθηκαν όντως με τον διακανονισμό. Για τον ίδιο λόγο,
ζητά 50.000 λίρες για τα ποσοστά επιτυχίας της δεύτερης προσφυγής, με το
ποσοστό των 33% επί των συνολικών εξόδων που καταβλήθηκαν από αυτήν (το
χαμηλότερο ποσοστό οφείλεται στο γεγονός ότι μόνο οι αμοιβές νομικών
[solicitors] περιελήφθησαν σε συμφωνία αμοιβής για την δεύτερη προσφυγή). Η
συνολική απαίτηση ανέρχεται σε 214.000 λίρες για χρηματική ζημία.
223. Η προσφεύγουσα ζήτησε
επίσης 100.000 λίρες (τόκοι και φόροι) [...]
224. Η προσφεύγουσα
ζήτησε επίσης 41.258 λίρες για την προετοιμασία μιας χωριστής προσφυγής για τα
έξοδα ενώπιον αυτού του δικαστηρίου. Ζήτησε επίσης άλλα 52.349 για την εργασία
που έγινε τόσο όσον αφορά την παραβίαση της εμπιστευτικότητας και το ζήτημα των
εξόδων μετά την κοινοποίηση της υπόθεσης. Προσκομίζονται αποδεικτικά για όλα τα
έξοδα.
225. Η Κυβέρνηση δεν
αμφισβητεί την ανάλυση της προσφεύγουσας όσον αφορά τα ποσοστά επιτυχίας, αλά
αμφισβητεί τα ποσά που ζητούναι. [...]
226. Η Κυβέρνησης
επίσης εκθέτει αναλυτικά ότι τα αιτούμενα έξοδα όσον αφορά την προσφυγή στο
παρόν Δικαστήριο ήταν υπερβολικά.
227. Το Δικαστήριο
κρίνει ότι το αίτημα του Άρθρου 41 δεν είναι έτοιμο προς απόφαση. Επιφυλάσσεται
να κρίνει το αίτημα σε περαιτέρω διαδικασία ενόψει της δυνατότητας συμφωνίας
ανάμεσα στην Κυβέρνηση και τους προσφεύγοντες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Κηρύσσει ομόφωνα
παραδεκτή την προσφυγή.
2. Κρίνει με έξι ψήφους
έναντι μιας ότι δεν έχει παραβιασθεί το Άρθρο 10 της Σύμβασης όσον αφορά την
κριθείσα παραβίαση της εμπιστευτικότητας από την προσφεύγουσα.
3. Κρίνει ομόφωνα ότι
έχει παραβιασθεί το Άρθρο 10 της Σύμβασης όσον αφορά την καταβολή της αμοιβής
επιτυχίας από την προσφεύγουσα.
4. Κρίνει ομόφωνα ότι το ζήτημα της εφαρμογής του Άρθρου
41 δεν είναι ώριμο για απόφαση. Ως εκ τούτου,
(α) επιφυλάσσεται για το εν λόγω ζήτημα,
(β) καλεί την Κυβέρνηση
και τους αιτούντες να υποβάλουν εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την
οποία η παρούσα απόφαση θα καταστεί τελική σύμφωνα με το Άρθρο Article 44 § 2 της
Σύμβασης τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί του θέματος και ιδίως να
κοινοποιήσουν στο Δικαστήριο κάθε τυχόν συμφωνία τους,
(γ) επιφυλάσσεται για περαιτέρω διαδικασία και αναθέτει στην Πρόεδρο του Τμήματος
την εξουσία να επιληφθεί εάν χρειαστεί.
Συντάχθηκε στα
Αγγλικά και κοινοποιήθηκε εγγράφως την 18η Ιανουαρίου 2011 σύμφωνα
με τον κανόνα 77 §§ 2 και 3 του
Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Fatoş Aracı Ljiljana Mijović
Αναπληρωτής Γραμματέας Πρόεδρος
Αναπληρωτής Γραμματέας Πρόεδρος
Σύμφωνα με το
Άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και τον Κανόνα 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου,
η χωριστή γνώμη του Δικαστή David Thór Björgvinsson επισυνάπτεται
στην παρούσα απόφαση.
F.A.
L.M.
L.M.
ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ
DAVID THÓR BJÖRGVINSSON
DAVID THÓR BJÖRGVINSSON
1.Συμφωνώ
με την πλειοψηφία ότι παραβιάσθηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης όσον αφορά τα
καταβαλλόμενα έξοδα. Όμως διαφωνώ ότι δεν υπήρξε παραβίαση όσον αφορά την κρίση
των εσωτερικών δικαστηρίων για παραβίαση της ιδιωτικότητας
(“εμπιστευτικότητας”) εκ μέρους της προσφεύγουσας.
2.
Δεν αμφισβητείται το βασικό γεγονός της εξάρτησης της κ. C. από ναρκωτικά και
της θεραπείας έπρεπε να δημοσιοποιηθούν επειδή υπήρχε δημόσιο ενδιαφέρον. Αυτό
όχι μόνο επειδή είχε πει πρωτύτερα δημόσια ότι δεν έπαιρνε παράνομα ναρκωτικά
αλλά κι επειδή η ίδια είναι δημόσιο πρόσωπο το οποίο, ως διεθνές μοντέλο μόδας
και διασημότητα έχει ένα άμεσο ενδιαφέρον να προβάλλει μια συγκεκριμένη εικόνα
του εαυτού της στην κοινή γνώμη προκειμένου να εκμεταλλευτεί αυτή την εικόνα
προωθώντας τα επαγγελματικά συμφέροντά της. Η προσφεύγουσα ηταν γι' αυτό
δικαιολογημένη κατά την ειδοποίηση του κοινού για την αλήθεια όσον αφορά το
πρόβλημα ναρκωτικών.
3.
Το βασικό θέμα της διαφοράς στα εσωτερικά δικαστήρια ήταν εάν η δημοσίευση των
πρόσθετων πληροφοριών ήταν δικαιολογημένη. Αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες
αποτελούνταν από μια αναφορά ότι η κ. C. παρακολουθούσε τις συνεδρίες των Α.Ν.,
πληροφορίες για αυτές τις συνεδρίες κι επίσης δύο φωτογραφίες της έξω από ένα
κέντρο των Α.Ν. Η πλειοψηφία του Τμήματος συμφώνησε με τα εθνικά δικαστήρια ότι
η δημοσιοποίηση αυτών των πρόσθετων πληροφοριών δεν ήταν δικαιολογημένη.
Φαίνεται ότι βασικός λόγος γι' αυτό ήταν η σχετικότητα και η επάρκεια της
αιτιολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου που αφορά τα όρια του περιθωρίου που
αναγνωρίζεται στις αποφάσεις των συντακτών να δημοσιοποιούν πρόσθετο υλικό “το Δικαστήριο
δεν βρίσκει κανένα λόγο, κανένα σοβαρό λόγο, για να κρίνει διαφορετικά από την
τελική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ...”. Θεωρώ την προσέγγιση του Τμήματος
απαράδεκτη για μια σειρά από λόγους.
4.
Πρώτον, τουλάχιστον μερικές από τις αρχές που εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο
δεν είναι σχετικές με τον έλεγχο της στάθμισης. Αναφέρομαι στην γνώμη της
Βαρόνης Hale ότι “δεν ήταν απαραίτητο να δημοσιοποιηθούν περαιτέρω πληροφορίες”.
Ο έλεγχος που ασκείται με αυτή την γνώμη είναι εσφαλμένος. Από πλευράς
δημοσιογραφικής κρίσης κατά την παρουσίαση ενός θεμιτού θέματος, πρέπει να
ελεγχθεί ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης, όσον αναφορά την
αναγκαιότητα κι όχι το δημοσίευμα ως τέτοιο. Δεύτερον, στο μέτρο που
εφαρμόζονται οι σχετικές αρχές, δεν έχουν εφαρμοστεί σωστά εξ ολοκλήρου.
Συμφωνώ ότι ο έλεγχος του “δημόσιου ενδιαφέροντος” εφαρμόστηκε σωστά όταν η
πλειοψηφία έκρινε ότι το θέμα ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος. Όμως η κρίση ότι το
πρόσθετο υλικό δεν ήταν δημόσιου ενδιαφέροντος δυσχερώς αιτιολογείται. Κρίνω
ότι διάκριση ανάμεσα στο αρχικό θέμα και στο πρόσθετο υλικό δεν είναι πειστική.
5.Πάντως,
σε τελική ανάλυση, η πλειοψηφία απλώς διαφοροποιείται από την αξιολόγηση των εσωτερικών
δικαστηρίων. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι συνεπής με τον “αυστηρό έλεγχο” που
συνήθως ασκείται κατά την νομολογία του Δικαστηρίου κατά την στάθμιση των
Άρθρων 8 και 10, όπου το Δικαστήριο συνήθως προβαίνει στη δική του ανεξάρτητη
αξιολόγηση των γεγονότων και συνήθως υποκαθιστά με τις δικές του απόψεις αυτές
των εθνικών δικαστηρίων. Η συνεπής προσέγγιση αυτού του Δικαστηρίου είναι ότι
δεν αρκεί τα εθνικά δικαστήρια να έχουν εφαρμόσει αυτές τις αρχές: πρέπει να
τις έχουν εφαρμόσει και σωστά (σχετικά με αυτό βλ. λ.χ. Fressoz και Roire κατά
Γαλλίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 29183/95, ΕΔΔΑ 1999‑I.
Von Hannover κατά Γερμανίας , αρ. 59320/00, ΕΔΔΑ 2004‑VI. Biriuk
κατά Λιθουανίας , αρ. 23373/03, 25 Νοεμβρίου 2008. Petrenco κατά Μολδαβίας , αρ. 20928/05,
30 Μαρτίου 2010. Flinkkilä και άλλοι κατά
Φινλανδίας , αρ. 25576/04, 6 Απριλίου
2010 και Mariapori κατά Φινλανδίας , αρ. 37751/07,
6 Ιουλίου 2010). Σε αυτές και σε πολλές άλλες
υποθέσεις, το Δικαστήριο προέβη στις δικές του εκτιμήσεις κι ανέτρεψε τις αποφάσεις
των εθνικών δικαστηρίων, χωρίς να έχει
κρίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια εφάρμοσαν άσχετες αρχές ή ακατάλληλα κριτήρια
κατά την γενική αξιολόγηση. Δεν βλέπω για ποιο λόγο ακολουθείται μια
διαφορετική προσέγγιση σε αυτή την υπόθεση.
6.
Όσο κι αν η κ. C. θεώρησε την
δημοσιοποίηση του θέματος ενοχλητική, η προσφεύγουσα εφημερίδα ήταν
δικαιολογημένη κατά την ενημέρωση του κοινού για την εξάρτησή της από
ναρκωτικά. Οι πρόσθετες πληροφορίες και οι φωτογραφίες δεν ήταν κάτι
περισσότερο παρά η συνέχεια του αρχικού θεμιτού θέματος. Συμφωνώ με την ομόφωνη
απόφαση του Εφετείου και τις απόψεις του Λόρδου
Nicholls και του Λόρδου Hoffman
του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι αυτή η προσθήκη δεν αποκάλυψε κάτι θεμελιωδώς
σημαντικό στο θέμα αλλά λειτούργησε απλώς στην “προσθήκη χρώματος και
πειστικότητας” σε αυτό. Κατά τη γνώμη μου η δημοσιοποίηση πρόσθετου υλικού
εμπίπτει στην κρίση των δημοσιογράφων για την απόφαση του τρόπου παρουσίασης
ενός θέματος (βλ. για παράδειγμα Fressoz και Roire κατά Γαλλίας, ό.π., § 54).
Έτσι ακόμη κι αποδεχόμενοι ότι η δημοσιοποίηση του πρόσθετου υλικού ήταν
περαιτέρω επέμβαση στην ιδιωτική ζωή της κ. C, αυτό έγινε σε έναν σχετικά μικρό
βαθμό σε σχέση με το συνολικό πλαίσιο του θέματος. Δεν μπορεί να θεωρηθεί
επαρκές και αρκετά σοβαρό για να δικαιολογηθεί ένας περιορισμός της ελευθερίας
της έκφρασης κατά το Άρθρο 10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου