Τρίτη, Ιουνίου 07, 2016

Σχολιάζοντας "ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα"

Τα σχεδιάσματα συνταγματικών κειμένων που δίνονται στην δημοσιότητα έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν σε έναν βαθμό στην διαμόρφωση του περιεχομένου των τελικών κειμένων που ψηφίζουν οι συντακτικές ή αναθεωρητικές συνελεύσεις. Ανοίγοντας τον διάλογο για το ποιούς κανόνες θέλουμε ως αμετάβλητους ως κοινωνία, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι κυβέρνηση (αυτό είναι το σύνταγμα), μπορούμε να αναθεωρήσουμε τους συλλογικούς μακροπρόθεσμους στόχους μας και να διορθώσουμε αντίστοιχα λάθη του παρελθόντος. Στις προτάσεις που συζητούνται κατά καιρούς, φαίνεται να υπερισχύει το δεύτερο πρόταγμα: η αποκατάσταση των λαθών. Σε αυτό τον άξονα κινήθηκαν και οι τρεις αναθεωρήσεις του Συντάγματος του 1975: ο μετριασμός των προεδρικών "υπερεξουσιών" το 1986, ο μετριασμός της τυραννίας των πλειοψηφιών το 2001 και η κατάργηση της... κατάργησης του επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών το 2008. 

Πολύ συχνά ακούμε για επίκληση συνταγματικών διατάξεων ή αντισυνταγματικότητας νόμων, χωρίς την σχετική τεκμηρίωση. Η κατάλυση του συντάγματος συχνά γίνεται σύνθημα, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα επέρχονταν στην πράξη αν όντως είχε καταλυθεί, δηλαδή παύσει η νομική ισχύς του Συντάγματος: μπορείς να επικαλείσαι την παραβίασή του μόνο όσο ισχύει. Αν καταλυθεί, πέταξε το πουλάκι: δεν μπορείς πια να επικαλείσαι το Σύνταγμα. Γι' αυτό συνηθίζω να λέω ότι όσοι επικαλούνται συχνά το άρθρο 120 του Συντάγματος συνήθως δεν έχουν διαβάσει ό,τι προηγείται. 

Για τους συντάκτες αυτής της πρότασης για ένα καινοτόμο Σύνταγμα που δόθηκε προχθες στη δημοσιότητα από την "Καθημερινή" (αναρτήθηκε εδώ), το τελευταίο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι συνθηματολογούν ή επικαλούνται επί ματαίω το σύνταγμα. Είναι όλοι τους εξέχουσες προσωπικότητες (κάποιοι μας δίδαξαν και εξακολουθούν να διδάσκουν συνταγματικό δίκαιο) και το μόνο αρνητικό στην σύνθεση της ομάδας αυτής θα έλεγα ότι είναι η απόλυτη υπερίσχυση του φύλου τους. Επομένως, αξίζει να εστιάσουμε στις προτάσεις τους και να τις συζητήσουμε δημόσια. Σε αυτό το πρώτο μέρος θα δούμε τις προτάσεις μέχρι και το κεφάλαιο των συνταγματικών δικαιωμάτων.

Η κατάργηση του "Λαού"

Στο 1ο του άρθρο το Σύνταγμά μας αναφέρει ότι "όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και το έθνος, υπάρχουν υπέρ αυτού και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα". Από αυτή την διάταξη, η οποία κανονικά δεν θα έπρεπε να σημαίνει τίποτα, αφού αρκεί η παρ. 2 ("θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία") οι συντάκτες της πρότασης εισηγούνται να αφαιρεθεί η αναφορά στον  "Λαό" και να παραμείνει η αναφορά στο "Έθνος". Στο σχόλιο που συνοδεύει την αφαίρεση, οι συντάκες αναφέρουν ότι η διάκριση λαού και έθνους είναι ατυχής και ότι εισήχθη στο ισχύον Σύνταγμα κατ΄ απομίμηση των "συνταγμάτων της δικτατορίας". Πράγματι. Όμως η αφαίρεση του "Λαού" (που κατά την θεωρία ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα) και η διατήρηση του "Έθνους" μόνου του δημιουργεί άλλου είδους επιπλοκές, όπως εκείνη  η περίφημη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που θεώρησε ότι η αναφορά στο Έθνος κατοχυρώνει συνταγματικά το δίκαιο του αίματος και με αυτήν την "ερμηνεία" κήρυξε αντισυνταγματικό τον νόμο για την ιθαγένεια. Το να διατηρηθεί μόνο του το Έθνος χωρίς τον Λαό, ενισχύει αυτές τις "ερμηνείες" και δεν τις αποθαρρύνει.

Κατάργηση της καταστατικής θέσης της ορθόδοξης εκκλησίας

Στο σχέδιο έχει απαλειφθεί το σημερινό άρθρο 3, περί επικρατούσας θρησκείας κλπ. Νομίζω ότι η κατάργηση δεν μπορεί να γίνει σωστά με μια απλή απάλειψη του άρθρου 3, αλλά θα πρέπει να συνοδεύεται από μεταβατικές διατάξεις. Διότι έτσι χωρίς μεταβατικές διατάξεις επιβλήθηκε και το επαγγελματικό ασυμβίβαστο βουλευτών και η χώρα καταδικάστηκε στην Λυκουρέζος κατά Ελλάδος από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επειδή δεν είχε μεριμνήσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης για πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου. 

Απαγόρευση της επεκτατικής ισότητας

Στο άρθρο 2 περί ισότητας προστίθεται η παράγραφος 6 με την οποία ορίζεται ότι "ρυθμίσεις που ισχύουν για ορισμένη κατηγορία ατόμων ουδέποτε επεκτείνονται με δικαστική απόφαση σε άλλες κατηγορίες". Στο σχόλιο που συνοδεύει την διάταξη, οι συντάκτες χαρακτηρίζουν την απαγόρευση "μείζονα καινοτομία". Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια παρέμβαση στο πεδίο ενάσκησης του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια. Έχει αποδειχθεί ότι οποτεδήποτε οι συνταγματικοί νομοθέτες επιχείρησαν να περιορίσουν την ερμηνευτική ικανότητα των νομικών με τέτοιες απαγορεύσεις απέτυχαν οικτρά, ακόμη και σε χώρες που ρητά στο σύνταγμά τους απαγορεύεται στους δικαστές ο έλεγχος της συνταγματικότητας (βρίσκουν άλλους τρόπους να τον ασκούν, για παράδειγμα μέσω της ΕΣΔΑ). Το πρόβλημα είναι ότι ενώ οι συντάκτες έχουν κατά νου να περιορίσουν την επέκταση μισθολογικών ρυθμίσεων σε κατηγορίες για τις οποίες δεν θεσμοθετήθηκε αυτό νομοθετικά (στόχος που είναι σωστός), η διατύπωση που χρησιμοποιούν είναι τόσο οριζόντια που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε κατάφωρες παραβιάσεις συνταγματικών δικαιωμάτων. Αν αυτός ο περιορισμός των δικαστών ίσχυε π.χ. στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τότε αυτό ουδέποτε θα μπορούσε να κρίνει ότι το σύμφωνο συμβίωσης μόνο για ετερόφυλους παραβιάζει τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών γιατί τότε "ρυθμίσεις που ισχύουν για συγκεκριμένη κατηγορία ατόμων" (ετερόφυλοι) "επεκτείνονται με δικαστική απόφαση σε άλλες κατηγορίες" (ομόφυλοι) και γενικώς με μια τέτοια συνταγματική απαγόρευση ουδεμία νομοθετική ανισότητα θα μπορούσε να θεραπευτεί δικαστικά. Άρα που θα καταλήγαμε; Οι θιγόμενες κατηγορίες δεν θα πήγαιναν στα δικαστήρια (όπου υπάρχει κι ένα τεκμήριο ανεξαρτησίας), αλλά θα έπρεπε να ασκούν την επιρροή τους στην εκάστοτε πλειοψηφία για να αποκαταστήσει την νομοθετική ανισότητα. Κάτι το οποίο ενισχύει τις πελατειακές σχέσεις και απομακρύνει τον πολίτη από την επίκληση του δικαίου και από την προσφυγή στην δικαιοσύνη για την αποκατάσταση των αδικιών. 

Ένα σύγχρονο άρθρο για την αρχή της ισότητας πρέπει να κατοχυρώνει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και να τολμάει να απαγορεύει τις διακρίσεις για όλους τους λόγους για τους οποίους τις απαγορεύει και ο Χάρτης Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. (όχι μόνο τις διακρίσεις μεταξύ ανδρών - γυναικών) ανυψώνοντας την απαγόρευση κατηγοριών διακρίσεων που τώρα περιλαμβάνονται στο άρθρο 81Α Π.Κ. σε συνταγματικό κανόνα, ώστε να μην έρθει κάποια πλειοψηφία στο μέλλον και αρχίζει να αυξομοιώνει την προστασία προσθαφαιρώντας κατηγορίες. Επίσης, ως προς τους αντιρρησίες συνείδησης, καιρός είναι να κατοχυρωθεί και ο ίσος ή έστω ανάλογος χρόνος υπηρεσίας προς την πλήρη ένοπλη θητεία, ώστε να μην λειτουργεί η εναλλακτική θητεία ως έμμεση τιμωρία για την συνειδησιακή αντίρρηση. Στο άρθρο της ισότητας του ισχύοντος Συντάγματος περιλαμβάνεται επίσης το θέμα της ιθαγένειας, που οι συντάκτες εξακολουθούν να το αφήνουν για ρύθμιση στον κοινό νομοθέτη, παρά τις δυσάρεστες περιπέτειες που είχε το σχετικό νομοθέτημα με βάση ακριβώς αυτές τις συνταγματικές διατάξεις. Η εμπειρία αυτή θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε μια πιο σαφή διάκριση για τα όρια του νομοθετικού (και δικαστικού) καθορισμού των θεμάτων της ιθαγένειας. 

Εισαγωγή του τεκμηρίου της αθωότητας

Εξαιρετικά εύστοχη ιδέα η προσθήκη του τεκμηρίου της αθωότητας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Η κάλυψη όμως αυτού του κενού δεν μπορεί να θεωρηθεί πλήρης με απλή την επανάληψη του αναγκαστικά γενικόλογου άρθρου της ΕΣΔΑ: ο εθνικός συνταγματικός κανόνας θα πρέπει να απηχεί και την σχετική νομική παράδοση που οριοθετεί το τεκμήριο της αθωότητας χρονικοϋποθετικά μέχρι την έκδοση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του ατόμου. Η διατύπωση "κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος εωσότου αποδειχθεί δικαστικά η ενοχή του" δεν προσθέτει πολλά και μπορεί να δημιουργήσει ακόμη και μείωση του επιπέδου προστασίας του τεκμηρίου της αθωότητας ("μα αποδείχθηκε σε πρώτο βαθμό η ενοχή!") σε σχέση με την νομολογία του ΕΔΔΑ. 

Χρήσιμο θα ήταν να κατοχυρωθεί συνταγματικά και η αρχή του ne bis in idem, για την παράβαση της οποίας έχουμε επίσης καταδικαστεί πρόσφατα στο ΕΔΔΑ.

Χωρίς ειδική αποζημίωση η καθυστέρηση της διοίκησης!!!

Στο σημερινό άρθρο 10 παρ. 3 κατοχυρώνεται το δικαίωμα του πολίτη να ζητά αποζημίωση όταν οι δημόσιες υπηρεσίες δεν τηρούν τις προθεσμίες για την διεκπεραίωση αιτημάτων. Αυτό προφανώς θεωρήθηκε υπερβολικό να κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και οι συντάκτες το αφαίρεσαν από το αντίστοιχο άρθρο 9 της πρότασης τους. Δεν είναι όμως περιττό!!! Την υλοποίηση του δικαιώματος προέβλεπε και ο Ν.1943/1991, ο οποίος καθιέρωνε και Επιτροπές Ελέγχου Εφαρμογής της Νομοθεσίας στις Αποκεντρωμένες Αυτοδιοικήσεις της χώρας. Ο νομοθέτης όμως το 2014 κατάργησε αυτές τις επιτροπές (οπότε οι πολίτες πια μονο δικαστικά μπορούν να αναζητήσουν την ειδική αποζημίωση) και θα καταργούσε φυσικά και το ίδιο το δικαίωμα της ειδικής αποζημίωσης, αν δεν το είχε κατοχυρώσει η παρ. 3 του άρθρου 10. Επομένως η παρ. 3 δεν είναι περιττή και έχει αποδειχθεί η σημασία της αναγωγής της ειδικής αποζημίωσης σε συνταγματικά προβλεπόμενο δικαίωμα του πολίτη. 

Κατάργηση του δικαιώματος στην πληροφόρηση και του δικαιώματος συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας!!!

Ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 προχώρησε σε μια σημαντική καινοτομία: πρόβλεψε στο σημερινό άρθρο 5Α του Συντάγματος το ενεργητικό δικαίωμα του πολίτη για πληροφόρηση (μαζί με τους εύλογους περιορισμού του), καθώς και το δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας και της πρόσβασης των πληροφοριών που διακινούνται ηλεκτρονικά. Αυτό οι συντάκτες της πρότασης το θεωρούν εντελώς περιττό συνταγματικό δικαίωμα και το έχουν εξοβελίσει από το σχέδιό τους. Δεν είναι όμως καθόλου περιττό: το άρθρο 5Α αναγάγει σε θεμελιώδες δικαίωμα την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, με την έννοια ότι κάθε νομοθετική παρέμβαση σε αυτό το δικαίωμα (όπως π.χ. ο φόρος διαδικτύου) να μπορεί να κηρυχθεί αντισυνταγματικός από τα δικαστήρια αν θεωρηθεί ότι περιορίζει υπέρμετρα την δυνατότητα του πολίτη για ενάσκηση του δικαιώματος. Επίσης, η κατάργηση του άρθρου 5Α μπορεί να σημαίνει και την νομοθετικά επιτρεπόμενη υποβάθμιση μιας σειράς δικαιωμάτων πρόσβασης στην πληροφόρηση, όπως π.χ. η απαγόρευση των δημοσκοπήσεων για όλη την προεκλογική περίοδο κ.τ.λ. Ακόμα και η νομοθετική κατάργηση της "Διαύγειας" προσκρούει στο άρθρο 5Α. Εξαιρετικά ατυχής αυτή η αφαίρεση. 

Κατάργηση των συνταγματικών ορίων της προσωρινής κράτησης

Στο προτεινόμενο άρθρο 5 δεν υπάρχουν πλέον τα ανώτατα όρια προφυλάκισης για κακουργήματα και για πλημμελήματα. Η σχετική συνταγματική εγγύηση στο άρθρο 6 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος διασφαλίζει ότι στην Ελλάδα δεν θα έχουμε προφυλακίσεις τύπου Γκουαντάναμο. Δεν είναι καθόλου σκόπιμη η κατάργησή τους, από πλευράς προστασίας ατομικών δικαιωμάτων. 

Θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, με νόμο που ρυθμίζει την σχέση του με τις θρησκείες

Στο άρθρο 12 της πρότασης αναφέρεται: "Το κράτος είναι θρησκευτικά ουδέτερο". Αμέσως μετά: "Νόμος ρυθμίζει τις σχέσεις του κράτους με τις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική παρουσία καθεμιάς στη χώρα" . Οι δύο προτάσεις συνθέτουν μια αντίφαση. Ή το κράτος θα είναι ουδέτερο, άρα δεν θα έχει καμία σχέση με καμία θρησκευτική κοινότητα, ούτε με νόμο φυσικά. Ή το κράτος δεν θα είναι θρησκευτικά ουδέτερο και θα έχει προνομιακές σχέσεις "επετηρίδας" με θρησκευτικές κοινότητες. Και τα δύο, δεν γίνεται.

"Η ελευθερία της έκφρασης είναι απαραβίαστη"

Αυτή η προτεινόμενη διατύπωση, χωρίς τα "όπως ο νόμος ορίζει" και τις γνωστές επιφυλάξεις υπέρ του νομοθέτη καθιστά σαφώς αντισυνταγματικό κάθε περιορισμό του δημόσιου λόγου, φέρνοντας την διάταξη δίπλα στην α' τροπολογία του συντάγματος των ΗΠΑ. Έτσι, καθίσταται αντισυνταγματική η αντιρατσιστική νομοθεσία και το συνταγμα αποκτά προβλήματα συμβατότητας με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ που περιλαμβάνει συγκεκριμένες κατηγορίες περιορισμών, τις οποίες ήδη περιλαμβάνει η εθνική νομοθεσία. Δεν είναι τόσο απλό να καταργήσεις τον μισό ποινικό κώδικα με ένα άρθρο. 

Διατήρηση του ΕΣΡ

Στο άρθρο 13, οι συντάκτες προτείνουν την διατήρηση ανεξάρτητης αρχής που ασκεί τον "αποκλειστικό έλεγχο" στην ραδιοφωνία και την τηλεόραση, με μνεία ότι αυτό το νέο ΕΣΡ θα "μεριμνά για την προστασία της νεότητας και των ευάλωτων ομάδων". Είναι γνωστό όμως ότι όλες οι σκοταδιστικές, ομοφοβικές και τρανσφοβικές αποφάσεις του ΕΣΡ έγιναν με την επίκληση της "προστασίας της νεότητας" που λειτουργεί ως ο μεγάλος μας φερετζές για κάθε είδους λογοκρισία σε όλα τα επίπεδα. Ας δούμε την πραγματικότητα: η "νεότητα", δηλαδή τα παιδιά δεν πρόκειται να πάθουν τίποτε από την τηλεόραση και το ... ραδιόφωνο (!!!), όταν ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΝΤΕ ΜΕΤΡΑ ΕΧΟΥΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥΣ ΕΝΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ. Κι αυτό νομίζω ότι τελειώνει κάθε αντίθετο επιχείρημα. Το ΕΣΡ πρέπει να ασκεί μόνο τις αρμοδιότητες που προβλέπονται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας. Μέχρι εκεί. 

Δικαίωμα στην εκπαίδευση

Οι συντάκτες διατηρούν την έννοια της "υποχρεωτικής εκπαίδευσης" και της υποχρέωσης του κράτους να την παρέχει δωρεάν. Προσθέτουν όμως και την ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση, μια έννοια που θα έπρεπε να συνοδεύεται όχι μόνο από την διασφάλιση καθενός να μορφώνεται "χωρίς να παρακωλύεται από οικονομικά εμπόδια", αλλά με μνεία και σε άλλα εμπόδια, όπως ειδικά το θέμα της γλώσσας, της αναπηρίας, των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου που ήδη έχουμε δει στην καθημερινή εμπειρία ότι αποτελούν απτές περιπτώσεις παρεμπόδισης των πολιτών να έχουν ίση πρόσβαση στην εκπαίδευση.
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι μια νομική μεταβολή που όντως προϋποθέτει αναθεώρηση του Συντάγματος και μνεία της στο άρθρο 14 είναι η κατά σειρά πρώτη νομική μεταρρύθμιση που εισάγει το προτεινόμενο σχέδιο συντάγματος. 
Στην παρ. 6, η αναφορά ως προϋπόθεση νόμου που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών προκαλεί μια αμηχανία: όλοι οι νόμοι ψηφίζονται με αυτή την πλειοψηφία στο κοινοβουλευτικό σύστημα μας. Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ότι οι κανονισμοί των παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων υπερισχύουν των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου. Εδώ εντοπίζεται μια πρωτοτυπία που θα μεταβάλει την πυραμίδα των κανόνων δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Ενώ δηλαδή μέχρι τώρα στην κορυφή της πυραμίδας υπάρχει το σύνταγμα και ακολουθεί το ευρωπαϊκό δίκαιο, οι διεθνείς συνθήκες και ακολουθούν οι νόμοι, οι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης κ.τ.λ., αίφνης το Σύνταγμα έρχεται να δημιουργήσει άλλη μια βαθμίδα, ανάμεσα στις διεθνείς συνθήκες και τους νόμους: οι κανονισμοί των παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων. Θα μπορεί π.χ. να έρθει στην Αθήνα το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης κι επειδή θα λέει ο κανονισμός του ότι οι γυναίκες φοράνε μαντήλα, δεν θα μπορεί να παρέμβει το Ελληνικό κράτος. Αυτό βέβαια δεν ισχύει ούτε καν για το προαύλιο των προξενικών κατοικιών. 

"Καταργώντας" τον ΕΝΦΙΑ με το ... Σύνταγμα

Στο προτεινόμενο άρθρο 16, για την προστασία της περιουσίας, υπάρχει μια διάταξη που αναφέρει ότι το σύνολο των φόρων για την ακίνητη περιουσία προβλέπεται μόνο ως "ποσοστό της δυνητικής προσόδου από εκμετάλλευσή της κατά το επόμενο έτος" και ειδικά για την κύρια κατοικία αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (τιμάριθμος) του περασμένου έτους, ακόμη κι αν έτσι μειώνονται οι φόροι. Αν αυξάνεται ο ΔΤΚ, όριο της ετήσιας αύξησης είναι το 2%. Σε αυτό το σημείο, πολύ φοβάμαι ότι οι συντάκτες υποπίπτουν σε αυτό για το οποίο κατηγορούν ουσιαστικά τους δικαστές: βολονταριστική επεκτατική ισότητα, αλλά  μόνο ως προς το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας! Και η αρχή της αναλογικότητας;

Κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων;

Οι συντάκτες στο άρθρο 18 παρ. 1 προτείνουν την διακήρυξη της πραγμάτωσης του κοινωνικού κράτους δικαίου και ιδίως την κοινωνική ασφάλεια και προστασία των ενδεών και των ευάλωτων ομάδων. Στις επόμενες παραγράφους προτείνουν ρυθμίσεις για το δικαίωμα στην εργασία. Το άρθρο συμπληρώνεται με ένα σχόλιο, στο οποίο οι συντάκτες απολογούνται που δεν μπορούν να εισηγηθούν για λόγους "επιστημονικής ειλικρίνειας" την αναλυτικότερη κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ποια εννοούν όμως; Το δικαίωμα στην εκπαίδευση το έχουν κατοχυρώσει, ενισχυμένο μάλιστα (είναι και καθηγητές πανεπιστημίου στην πλειοψηφία τους). Το δικαίωμα στην εργασία το κατοχυρώνουν επίσης, ατομικό και συλλογικό (έστω και με την ανταπεργία). Την κοινωνική ασφάλεια και κοινωνική προστασία επίσης την αναφέρουν. Τί απομένει λοιπόν; Μια ρητή αναφορά στην υγεία και στην προστασία του γάμου, της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, όπως στο σημερινό άρθρο 21 που αναφέρεται και σε πολύτεκνες οικογένειες, αναπήρους πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες, ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, όσους πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο που έχουν "δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος". Και η αναφορά στην απόκτηση της κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή στεγάζονται ανεπαρκώς. Όλα αυτά τα δικαιώματα αναφέρονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε. και στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. Η υποχρέωση δηλαδή της χώρας να τα κατοχυρώνει δεν πηγάζει μόνο από το Σύνταγμά της, αλλά και από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η αφαίρεσή τους από το συνταγματικό κείμενο φαίνεται περισσότερο ως μια στυλιστική επιβεβαίωση ιδεολογικών αγκυλώσεων, παρά μια πραγματική νομική κατάργηση των αξιώσεων όλων αυτών των ευπαθών ομάδων για την εγγύηση των κοινωνικών δικαιωμάτων από το κράτος. 

Επίταξη προσωπικής εργασίας δημοτών

Οι συντάκτες προτείνουν μια συνταγματική διάταξη κατά την οποία "οι ΟΤΑ μπορούν να ζητούν από τους δημότες την προσφορά προσωπικής εργασίας για την ικανοποίηση απρόβλεπτων τοπικών αναγκών, όπως νόμος ορίζει". Αυτό βέβαια απλά, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, δεδομένου ότι οι δημότες δεν είναι κατ' ανάγκη και κάτοικοι των Ο.Τ.Α. στους οποίους είναι δημότες.

Απαγόρευση της απεργίας των δικαστών

Και στο σημερινό Σύνταγμα απαγορεύεται η απεργία των δικαστών. Αυτό δεν τους εμπόδισε να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να διακόπτουν τις συνεδριάσεις τους συντονισμένα και, τελικά, να κάνουν απεργία (άλλωστε η κάθε συνταγματική απαγόρευση δικαιώματος μετριάζεται από την αρχή της αναλογικότητας: καμία απαγόρευση δεν είναι ανεξαίρετη, αλλιώς δεν είναι αναλογική). Οι συντάκτες του σχεδίου προτείνουν, για να ενισχυθεί η απαγόρευση να εισάγουν και μια πρόταση που αναφέρει ότι "δεν επιτρέπεται η παρακώλυση της απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης. Οι παραβάτες διώκονται όπως νόμος ορίζει". Δεν νομίζω ότι μπορεί να λειτουργήσει πολύ αποτρεπτικά αυτό, όταν οι ίδιοι οι δικαστές θα κληθούν να κρίνουν αν εμπίπτουν σε αυτή τη διάταξη.  

Το Ανώτατο Δικαστήριο για το περιβάλλον

Οι συντάκτες προτείνουν για τα δημόσια ή ιδιωτικά έργα που μπορεί να θίξουν το περιβάλλον να ζητείται προηγούμενη γνώμη του Ανώτατου Δικαστηρίου. Η αλήθεια είναι ότι εκεί καταλήγουν συνήθως οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και οι αδειοδοτήσεις για τα μεγάλα έργα. Η πρόταση όμως κάνει λόγο για "γνώμη" κι όχι για δικαστική απόφαση. Στην επόμενη παράγραφο αναφέρεται ότι τα δικαστήρια κατά την ενάσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου δεν μπορούν να προβαίνουν σε επεκτακτική εφαρμογή περιβαλλοντικών και χωροταξικών ρυθμίσεων. Και αυτή η παρέμβαση στην δικαστική εξουσία είναι εντελώς εσφαλμένη: αν περιμένουμε από τον κοινό νομοθέτη να ρυθμίσει σε όλη του την πληρότητα την εφαρμογή του δικαιώματος στο περιβάλλον ζήτω που καήκαμε. Ο δικαστικός έλεγχος, με τις εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας είναι πολύ πιο αποδεκτός θεσμικά για την κρίση περί του εάν ένα νομοθέτημα πρέπει ή όχι να εφαρμοστεί αναλογικά σε μια περιοχή που ο αιρετός νομοθέτης επιδεικνύει ολιγωρία σταθμίζοντας το πολιτικό κόστος. 

Πυρήνας του δικαιώματος, χωρίς τριτενέργεια και κατάχρηση!

Στο τελευταίο άρθρο των συνταγματικών δικαιωμάτων, οι συντάκτες πετσοκόβουν το σημερινό άρθρο 25 του Συντάγματος. Αφαιρούν την διάταξη κατά την οποία τα δικαιώματα εφαρμόζονται και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, λες και οι ιδιώτες δεν μπορούν να προσβάλλουν την προσωπικότητά σου, να παραβιάσουν τα προσωπικά δεδομένα και το απόρρητό σου ή την ακεραιότητα του περιβάλλοντος και είμαστε ακόμα στην εποχή που αυτές οι απειλές προέρχονταν αποκλειστικά από το κράτος. Ακόμη κι αν κάποιος διαφωνεί με μια επιστημονική προσέγγιση, όπως είναι η τριτενέργεια των συνταγματικών δικαιωμάτων, είναι λίγο γελοίο να υποκρίνεται ότι αυτή απλά δεν υπάρχει ή ότι δεν εφαρμόζεται από τα δικαστήρια ή ότι δεν θα συνεχίσει να εφαρμόζεται ακόμη κι αν την καταργήσεις. Είναι λίγο σαν την κατάργηση του "όπως ο νόμος ορίζει", μετά την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας της ψήφου. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 3, περί απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος: ακόμη κι αν αφαιρέσεις την φράση αυτή από το σύνταγμα, δεν καταργείς την έννοια της κατάχρησης δικαιώματος. Δεν μπορείς να πείσεις ότι δεν υπάρχει, επειδή δεν την μνημονεύεις ρητά. 
Θεωρώ στα θετικά πάντως ότι προστίθεται η αναφορά στον πυρήνα το δικαιώματος ως όριο μέχρι το οποίο μπορεί ο νόμος να περιορίζει ατομικά δικαιώματα. 

Δικαίωμα στην χρηστή διοίκηση;

Θα περίμενε κανείς οι συντάκτες να έχουν ακολουθήσει τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. σε ένα  βαθμό. Το "δικαίωμα στην χρηστή διοίκηση" ας πούμε, είναι αναγκαίο να κατοχυρωθεί και συνταγματικά, όπως και η ειδικότερη έκφανσή του, η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του πολίτη που ήδη αναγνωρίζεται ως συνταγματικής περιωπής αρχή του δικαίου, αλλά δεν βρίσκει την ρητή κατοχύρωσή της. Στο ίδιο δικαίωμα, θα ήταν χρήσιμο να προβλεφθεί με μια λιτή διατύπωση η συνταγματική κατοχύρωση της Διαύγειας, με δεδομένες τις νομοθετικές επιθέσεις που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια. 

Άλλα ατομικά δικαιώματα που θα άξιζε να αναφερθούν ονομαστικά, όπως στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ε.Ε., είναι τα δικαιώματα του παιδιού, τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, τα δικαιώματα των ηλικιωμένων ατόμων, καθώς και το ατομικό δικαίωμα στο γάμο ανεξαρτήτως φύλου.

{Συνεχίζεται}







Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...