Αυτή τη στιγμή συνεδριάζει το Υπουργικό Συμβούλιο προκειμένου να αποφασίσει για τον ορισμό των νέων προσώπων που θα στελεχώσουν την προεδρεία του Αρείου Πάγου και την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Το θέμα έχει προκαλέσει πολιτική θύελλα, διότι έχει αμφισβητηθεί αν η κυβέρνηση έχει την πολιτική νομιμοποίηση να προβεί σε έναν τέτοιο διορισμό, ενώ βρισκόμαστε ουσιαστικά σε μια προ-προεκλογική περίοδο μέχρι τις 7 Ιουλίου 2019, οπότε θα πραγματοποιηθούν οι εκλογές.
Το πρόβλημα είναι το εξής: στις 30 Ιουνίου ορίζει το Σύνταγμα ότι είναι η καταληκτική ημερομηνία για όσες και όσους υπηρετούν στις θέσεις της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, ως ημερομηνία υπολογισμού συμπλήρωσης του 67ου έτους των ανώτατων δικαστών. Δηλαδή για να μην ψάχνουμε πότε έχουν τα γενέθλιά τους, το Σύνταγμα τοποθετεί κυριαρχικά αυτό το ορόσημο, ώστε το Υπουργικό Συμβούλιο να έχει προετοιμάσει την διαδικασία της διαδοχής τους.
Άρα το ίδιο το Σύνταγμα θέλει, χωρίς βέβαια να το λέει, η διαδικασία να ολοκληρώνεται στις 30/6.
Επομένως, η Κυβέρνηση πρέπει να κάνει όλη τη διαδικασία πριν από αυτή την ημερομηνία. Οι ενστάσεις που έχουν όλες προκύψει αυτές τις μέρες είναι πολιτικής και δεοντολογικής φύσης. Δηλαδή η Κυβέρνηση δεν είναι υπηρεσιακή μεν, αλλά μήπως λόγω του ότι έχει εξαγγείλει τις εκλογές έχει μόνο διεκπεραιωτικές αρμοδιότητες για να οδηγήσει την χώρα σε αυτές; Αυτή είναι μια πολιτική κριτική, δεν είναι νομική. Νομικά η Κυβέρνηση έχει όλες τις συνταγματικές αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας και πολιτικά επιλέγει ποιές θα ασκήσει.
Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία ορίζεται ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι προεδρικό διάταγμα, το οποίο εισηγειται το Υπουργικό Συμβούλιο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Άρα, αυτός καλείται να δημοσιεύσει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Μπορεί ο ΠτΔ να αρνηθεί να υπογράψει το σχέδιο του προεδρικού διατάγματος; Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα που συνδέεται με το αν ο ΠτΔ ασκεί έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων. Όμως, εδώ δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας, αφού όλοι οι συνταγματολόγοι συμφωνούν ότι το θέμα είναι δεοντολογικό, ηθικό και πολιτικό, όχι συνταγματικό. Μπορεί ο ΠτΔ να αρνηθεί να υπογράψει σχεδιο προεδρικού διατάγματος τασσόμενος με μια πολιτική κριτική εις βάρος της Κυβέρνησης; Ξεκάθαρα όχι. Αν το πράξει, θα έχει τελέσει παράβαση καθήκοντος. Το μόνο που υπάρχει ως αντίδραση θα είναι να υποβάλει την παραίτησή του.
Ποιός είναι ο φύλακας του Συντάγματος, ο ανώτατος άρχων ή ένα ανώτατο δικαστήριο; Αυτό ήταν το αντικείμενο του επιστημονικού διαλόγου των δύο κορυφαίων γερμανών δημοσιολόγων Κέλσεν και Σμιτ. Κατά την γνώμη μου, το θέμα που μας απασχολεί δεν είναι νομικό. Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο το Σύνταγμα αναφέρει ότι η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν προσβάλλεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας! Το ίδιο το Σύνταγμα θέλει η διαδικασία αυτή να αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Κυβέρνησης και ο έλεγχος της διαδικασιας να περιορίζεται στο πεδίο της πολιτικής κριτικής.
Το πρόβλημα είναι το εξής: στις 30 Ιουνίου ορίζει το Σύνταγμα ότι είναι η καταληκτική ημερομηνία για όσες και όσους υπηρετούν στις θέσεις της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, ως ημερομηνία υπολογισμού συμπλήρωσης του 67ου έτους των ανώτατων δικαστών. Δηλαδή για να μην ψάχνουμε πότε έχουν τα γενέθλιά τους, το Σύνταγμα τοποθετεί κυριαρχικά αυτό το ορόσημο, ώστε το Υπουργικό Συμβούλιο να έχει προετοιμάσει την διαδικασία της διαδοχής τους.
Άρα το ίδιο το Σύνταγμα θέλει, χωρίς βέβαια να το λέει, η διαδικασία να ολοκληρώνεται στις 30/6.
Επομένως, η Κυβέρνηση πρέπει να κάνει όλη τη διαδικασία πριν από αυτή την ημερομηνία. Οι ενστάσεις που έχουν όλες προκύψει αυτές τις μέρες είναι πολιτικής και δεοντολογικής φύσης. Δηλαδή η Κυβέρνηση δεν είναι υπηρεσιακή μεν, αλλά μήπως λόγω του ότι έχει εξαγγείλει τις εκλογές έχει μόνο διεκπεραιωτικές αρμοδιότητες για να οδηγήσει την χώρα σε αυτές; Αυτή είναι μια πολιτική κριτική, δεν είναι νομική. Νομικά η Κυβέρνηση έχει όλες τις συνταγματικές αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας και πολιτικά επιλέγει ποιές θα ασκήσει.
Η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία ορίζεται ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι προεδρικό διάταγμα, το οποίο εισηγειται το Υπουργικό Συμβούλιο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Άρα, αυτός καλείται να δημοσιεύσει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον ορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Μπορεί ο ΠτΔ να αρνηθεί να υπογράψει το σχέδιο του προεδρικού διατάγματος; Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα που συνδέεται με το αν ο ΠτΔ ασκεί έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων. Όμως, εδώ δεν τίθεται θέμα συνταγματικότητας, αφού όλοι οι συνταγματολόγοι συμφωνούν ότι το θέμα είναι δεοντολογικό, ηθικό και πολιτικό, όχι συνταγματικό. Μπορεί ο ΠτΔ να αρνηθεί να υπογράψει σχεδιο προεδρικού διατάγματος τασσόμενος με μια πολιτική κριτική εις βάρος της Κυβέρνησης; Ξεκάθαρα όχι. Αν το πράξει, θα έχει τελέσει παράβαση καθήκοντος. Το μόνο που υπάρχει ως αντίδραση θα είναι να υποβάλει την παραίτησή του.
Ποιός είναι ο φύλακας του Συντάγματος, ο ανώτατος άρχων ή ένα ανώτατο δικαστήριο; Αυτό ήταν το αντικείμενο του επιστημονικού διαλόγου των δύο κορυφαίων γερμανών δημοσιολόγων Κέλσεν και Σμιτ. Κατά την γνώμη μου, το θέμα που μας απασχολεί δεν είναι νομικό. Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο το Σύνταγμα αναφέρει ότι η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου δεν προσβάλλεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας! Το ίδιο το Σύνταγμα θέλει η διαδικασία αυτή να αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Κυβέρνησης και ο έλεγχος της διαδικασιας να περιορίζεται στο πεδίο της πολιτικής κριτικής.