Το άτομο πρέπει να προστατεύεται όταν υφίσταται προσβλητικές επιθέσεις ακόμη και λεκτικές για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Το ποιες επιθέσεις είναι προσβλητικές και ποιες ανεκτές το ορίζει το δίκαιο και ο νόμος. Δεν είναι πλεονασμός: ο νόμος αδυνατεί να διαρρυθμίσει το συνολικό εύρος της προστασίας του θρησκεύματος από τη μία πλευρά και της ελευθερίας της έκφρασης από την άλλη. Χρειαζόμαστε πιο αφηρημένα κανονιστικά σύνολα όπως το Σύνταγμα για να χαραχτούν οι γραμμές και ακόμη πιο απομακρυσμένους κριτές όπως τα διεθνή δικαστήρια για να είμαστε σίγουροι ότι οι αρχές του δικαίου εφαρμόζονται χωρίς τις εγχώριες διαπλοκές και προκαταλήψεις.
Η σύγχρονη απάντηση για την προστασία του ατόμου όταν θίγεται για το θρήσκευμα του είναι ο αντιρατσιστικός νόμος: περιορίζει σίγουρα την ελευθερία της έκφρασης, αλλά το πράττει για να προστατευθεί ένας ίσης νομικής βαρύτητας έννομο αγαθό που είναι η θρησκευτική αυτοπραγμάτωση του ατόμου. Η οποία περιλαμβάνει τόσο τις θετικές διατυπώσεις (είμαι Χριστιανός) όσο και τις αρνητικά διατυπωμένες επιλογές επι ίσοις όροις (είμαι αγνωστικιστής). Το θέμα είναι που ακριβώς μπαίνει το όριο της παράνομης προσβολής. Διότι κάποτε επιτρέπονται και νόμιμες προσβολές (πχ στο πλαίσιο της ελευθερίας της τέχνης). Ο ελληνικός αντιρατσιστικός νόμος του 2014 έχει πολύ ψηλά το όριο της παράνομης προσβολής: θέλει όχι απλά να λες κάτι έναντια σε ένα θρήσκευμα αλλά και να παρακινείς σε πράξεις βίας ή μίσους. Αυτή η παρακίνηση δεν πραγματοποιείται μόνο με εκφράσεις προσβλητικές όπως είναι η βλασφημία διότι σε αυτές δεν υπάρχει το στοιχείο της υποκίνησης. Μια δεύτερη μορφή εγκλήματος είναι η κακόβουλη άρνηση ή ο εγκωμιασμός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας ή γενοκτονίας εφόσον βέβαια αυτή έχει αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση «ή απόφαση της Βουλής». Αυτό το «ή απόφαση της Βουλής» που μπήκε για να καλύψει την γενοκτονια των Ποντίων που κανένα δικαστήριο δεν έχει αναγνωρίσει μέχρι στιγμής παρά μόνο η Βουλή και άλλα πολιτικά αντιπροσωπευτικά σώματα ενδεχόμενα, κρίθηκε αντισυνταγματική προσθήκη από την απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου που δίκασε την υπόθεση εναντίον του Γερμανού καθηγητή Ρίχτερ.
Άρα σκέτος ο προσβλητικός λόγος εναντίον του θρησκεύματος του ατόμου δεν τιμωρείται κατά τον ελληνικό αντιρατσιστικό νόμο του 2014, διότι αυτό έκρινε ο νομοθέτης του δηλαδή η κυβέρνηση Σαμαρά. Δεν ήθελε η κυβέρνηση Σαμαρά να τιμωρείται ο προσβλητικός λόγος ήθελε να συντρέχει και το στοιχείο της παρακίνησης σε βία ή σε μίσος, η δημόσια υποκίνηση βίας ή έστω η κακόβουλη άρνηση ή ο εγκωμιασμός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας.
Ενώ λοιπόν η Νέα Δημοκρατία είναι εκείνη που δεν θέλει να διώκεται ο απλός προσβλητικός λόγος με τον αντιρατσιστικό νόμο, γιατί είναι υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, σήμερα υποπίπτει σε μια αντινομία. Θέλει να επαναφέρει το μεμονωμένο πλημμέλημα κατά της κακόβουλης βλασφημίας που αποποινικοποιήθηκε με τον νέο Ποινικό Κώδικα, όχι όμως αυθαίρετα αλλά ύστερα από συστάσεις διεθνών οργανισμών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει συστήσει στα κράτη μέλη από το 2011 την κατάργηση νόμων που προστατεύουν μεμονωμένα θρησκεύματα και όχι άτομα από τις εις βάρος τους προσβολές για το θρήσκευμα τους, ως αντίθετα στην ελευθερία της έκφρασης. Αντίατοιχες συστάσεις υπάρχουν και από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η ΝΔ επιλέγει να αψηφήσει αυτή τη σύσταση εκθέτοντας την χώρα στον κίνδυνο νέων κατάδικων από διεθνή δικαιοδοτικά όργανα.
Η λύση κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ απλή ώστε αφενός η ποινική νομοθεσία να ανταποκρίνεται στον ρόλο της για προστασία των ατόμων ως προς τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις αλλά και να συμμορφωθούμε στις συστάσεις των διεθνών οργανισμών: να αφαιρεθεί η παρακίνηση από τον αντιρατσιστικό και να επανέλθουμε στην αρχική μορφή του ν.927/1979 που ποινικοποιούσε την κοινή προσβολή του ατόμου για το θρήσκευμα του. Το θεωρώ πολύ έντιμο και συνεπές και με την ελευθερία της έκφρασης και θα ανταποκρίνεται και στην επιθυμία της κοινής γνώμης για ευσέβεια και αποφυγή προσβλητικών ακροτήτων για το θρήσκευμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου