Ο κ. Νίκος Αλιβιζάτος είναι ο πιο μεταδοτικός καθηγητής που είχα στη Νομική Αθήνας (μαζί με τον κ. Κώστα Μπέη), από αυτούς που σε κάνουν να αγαπήσεις το συνταγματικό δίκαιο και να το επιλέξεις ως επιστημονικό αντικείμενο. Με τις πάντα καίριες δημόσιες παρεμβάσεις του, αλλά και την δικηγορική του σταδιοδρομία σε υποθέσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτελεί ένα πρότυπο για τη δική μας γενιά νομικών. Όταν ήμουν φοιτητής, μοιραζόταν στους πρωτοετείς το σύντομο έργο του για την "Συνταγματική Ιστορία". Ήταν η έκδοση των πανεπιστημιακών του σημειώσεων, από τη διδασκαλία αυτού του μαθήματος στη Σχολή. Στο δικό μου έτος (1997) δίδαξε συνταγματικό δίκαιο και, για όσους τολμηρούς τον είχαν επιλέξει, στο τελευταίο έτος, μας περνούσε από την "ιερά" εξέταση της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου. Έτυχε να περάσω από την "ιερά" εξέταση αμέσως μετά την Αναθεώρηση του 2001, δηλαδή τον Ιούνιο του ίδιου έτους (η Αναθεώρηση είχε γίνει τον Απρίλιο). Είχαμε μάθει απ' έξω κι ανακατωτά όλα τα κεφάλαια της Αναθεώρησης (περίπου το μισό Σύνταγμα!) και προσωπικά είχα διαβάσει ό,τι είχε γράψει ο καθηγητής στον Τύπο (ήταν ακόμα νωπή η υπόθεση των "ταυτοτήτων", στην οποία είχε εμπλακεί ως εισηγητής στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων), αλλά και τα βιβλία του, σχετικά με τους πολιτικούς θεσμούς και με μια ιδιαίτερη ευαισθησία για την σχέση των μ.μ.ε. με το κράτος και τη δικαιοσύνη. Αλλά και μετά την αποφοίτηση, συνέχισα να παρακολουθώ τον καθηγητή και να διαβάζω τα κείμενά του. Τα πιο ενδιαφέροντα ήταν το βιβλίο "Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση" και το βιβλίο του για το "Άρθρο 16".
Το βιβλίο "Το Σύνταγμα και οι Εχθροί του στην Νεοελληνική Ιστορία 1800-2010" έχει έναν προκλητικό τίτλο, που παραπέμπει στο "Οpen Society and its Enemies" του C.Popper, τσιτάτο του οποίου παραθέτει ο συγγραφέας σε αρχική σελίδα, μαζί με άλλα του Καντ, του Θεοτοκά και του Σεφέρη. Το βιβλίο, όμως, κρύβει ενδιαφέρουσες εκπλήξεις, σε όσους το προσεγγίσουν με την αστυνομική λογική "αναζητείστε το δολοφόνο" ('whodunit'), αν δηλαδή η προσδοκία είναι να διαβάσουν μια μανιχαϊστική προσέγγιση ανάμεσα σε "καλούς" που είναι υπέρ του Συντάγματος και "κακούς" που το αντιστρατεύονται και το υπονομεύουν. Διότι ως "Σύνταγμα" στο βιβλίο αυτό δεν νοείται βέβαια μόνο το εκάστοτε προετοιμαζόμενο, ισχύον, αναθεωρούμενο κλπ "Σύνταγμα", αλλά το γενικότερο συνταγματικό δίκαιο, το οποίο περιλαμβάνει δικαιοπολιτικές αρχές, άγραφους κοινοβουλευτικούς κανόνες, διεθνές δίκαιο, νομολογία δικαστηρίων και άλλα κανονιστικά σύνολα που συγκροτούν την έννοια του Συντάγματος, τουλάχιστον όπως αυτή είναι σήμερα αντιληπτή.
Έτσι, το βιβλίο αυτό αναφέρεται και σε αναπάντεχους "εχθρούς" του Συντάγματος, τους οποίους το ίδιο το Σύνταγμα "εκδικήθηκε", κατά την σχετική παρατήρηση του συγγραφέα. Διότι, είναι αναπάντεχο να ταξινομείται υπόρρητα σε αυτούς και ο Ανδρέας Παπανδρέου, μόνο και μόνο επειδή άσκησε οξύτατη αντιπολίτευση κατά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Όπως εύστοχα εντοπίζει όμως ο Αλιβιζάτος, ο Παπανδρέου δημόσια ομολόγησε, ως πρωθυπουργός πια, ότι "επανεκτίμησε" τις απόψεις του για το Σύνταγμα, όταν είχαν περάσει ορισμένα χρόνια από την εφαρμογή του. Για να στραφεί βέβαια και πάλι "εναντίον" του, με την αναθεώρηση του 1986 που αφαίρεσε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τις λεγόμενες υπερεξουσίες του και εγκαθίδρυσε το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα που απονέμει στον Πρωθυπουργό τόση εξουσία όση ίσως μόνον ο βρετανός πρωθυπουργός διαθέτει. Γι' αυτό ο Αλιβιζάτος αναφέει ότι "ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός συνιστά ακραία εκδοχή του κοινοβουλευτισμού πλειοψηφικού τύπου - ή "τύπου Ουέστμινστερ", σύμφωνα με την ορολογία της συγκριτικής πολιτικής επιστήμης (Westminster type majoritarian parliamentarism) - πεμπτουσία του οποίου είναι η εναλλαγή δύο κατ' αρχήν κομμάτων σην εξουσία με τα επόμενα να αρκούνται σε ρόλο περισσότερο διαμαρτυρίας παρά συμμετοχής στην άσκηση της πολιτικής. (...) Στον αντίποδα βρίσκεται βεβαίως ο λεγόμενος "συναινετικός κοινοβουλευτισμός" (consensual parliamentarism), ο οποίος παραδοσιακά ακολουθείται στο Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Δανία, την Φινλανδία και ήδη στις περισσότερες χώρες του πρώην "υπαρκτού σοσιαλισμού"."
Xρησιμοποιώντας μια άμεση κι όχι "τεχνική" γλώσσα, χωρίς υποσημειώσεις, αλλά μόνο με παράθεση αποσπασμάτων κειμένων - τεκμηρίων στο τέλος κάθε κεφαλαίου, το βιβλίο αυτό δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε νομικούς, αλλά σε κάθε ενδιαφερόμενο. Όπως και η αρθρογραφία του Αλιβιζάτου, έτσι και το βιβλίο αυτό, έχει περισσότερο την λογική της πολιτικής παρέμβασης ενός ειδικού που συστηματοποιεί τα τεκταινόμενα με γνώμονα το σύνταγμα, παρά την εξαντλητική τεκμηρίωση και τη λόγια προσέγγιση της ιστορίας.
Το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε στις αναλύσεις για τα συντάγματα του Αγώνα, την "βαθεία τομή" του Καραμανλή στη δεκαετία του 1960, αλλά και στην περίοδο της δικτατορίας και της Μεταπολίτευσης. Είναι εντυπωσιακό ότι σε ένα βιβλίο για την νεοελληνική συνταγματική ιστορία ο συγγραφέας αφιερώνει αρκετές σελίδες για την παρουσίαση της εξέλιξης της προοδευτικής αντιρατσιστικής νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. αλλά και της ίδρυσης και λειτουργίας συνταγματικών δικαστηρίων στην Γαλλία, την Γερμανία και την Ιταλία. Η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου στην Ελλάδα αποτέλεσε όμως και θέμα δημόσιου διαλόγου ήδη από την "βαθεία τομή" του Καραμανλή και επανήλθε στην τελευταία διαδικασία αναθεώρησης ("αποτυχημένη" την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας) του 2008. Το συνταγματικό δικαστήριο της "βαθείας τομής" ήταν μία πρόταση του Κωνσταντίνου Τσάτσου που θα μεταφύτευε στην Ελλάδα τον "θεσμικό" τρόπο της απαγόρευσης του κομμουνισμού, ενώ το συνταγματικό δικαστήριο της αναθεώρησης του 2008 θα ήταν μια περίπτωση αποδυνάμωσης των αρμοδιοτήτων ελέγχου συνταγματικότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας, συνεχίζοντας την σχετική "επίθεση" που είχε αρχίσει σε αυτό το δικαστήριο από την αναθεώρηση του 2001 (κατά την οποία τα τμήματα του ΣτΕ υποχρεωτικά παραπέμπουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου). Θεωρώ άδικο βέβαια να κρίνουμε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο μόνο από τον διάχυτο αντικομμουνισμό που χαρακτήριζε τον πολιτικό λόγο του, ενώ έχει προσφέρει, από τη δεκαετία του 1920, την επιστημονική επεξεργασία της τελολογικής μεθόδου που καθόρισε την ορθή ερμηνεία των κανόνων δικαίου στην Ελλάδα.
Ο Αλιβιζάτος καταδεικνύει την έλλειψη ανεξάρτητου ελέγχου των συνταγματικών διαφορών, ειδικά όταν αυτές δεν αφορούν ατομικά δικαιώματα (για τα οποία άλλωστε υπάρχει και το ΕΔΔΑ), αλλά όταν σχετίζονται με την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος από κορυφαία πολιτειακά όργανα. Εξέχοντα παραδείγματα, η "ψήφος Αλευρά" και η "παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων" (που αφορούσαν την υπόθεση Κοσκωτά). Και στις δύο περιπτώσεις, η συνταγματική διαφορά επιλύθηκε από την ίδια την Βουλή, δηλαδή από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν ήταν, λοιπόν, μια ανεξάρτητη επίλυση, αλλά η κυριαρχική τομή του ζητήματος από τον ισχυρό "διάδικο" της διαφοράς. Ωστόσο, ο Αλιβιζάτος παρόλο που διαπιστώνει το πρόβλημα, διστάζει να ταχθεί υπέρ της ίδρυσης συνταγματικού δικαστηρίου. Είναι μάλλον κατά της ίδρυσης, επειδή προφανώς θεωρεί ότι ένα συνταγματικό δικαστήριο μπορεί να εξελιχθεί σε έναν "εχθρό" του Συντάγματος, όπως θα ήταν το συνταγματικό δικαστήριο της "βαθείας τομής". Προσωπικά διαφωνώ και θεωρώ ότι η σιωπηρή άρνηση του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τις αρμοδιότητές του για αναπομπή νομοσχεδίων, η υπολειτουργία της "ένστασης αντισυνταγματικότητας" στην Βουλή, αλλά και η διαρκής θέσπιση αντισυνταγματικών νομοθετημάτων, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός ένδικου βοηθήματος actio popularis, επιβάλλει τη ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι ανεξάρτητες αρχές και οι "καταδίκες" από συνταγματολόγους δεν επαρκούν ως αντίβαρα για να παρασχεθεί η ασφάλεια δικαίου που πρέπει να συνοδεύει την επίλυση των συνταγματικών διαφορών. "Κάποιος πρέπει να έχει τον τελικό έλεγχο", μας είχε πει ο καθηγητής το 2οο1, σε μια παράδοση της Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου.
Δύο υποθέσεις ξεχωρίζει ο Αλιβιζάτος ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις, στις οποίες εχθρός του Συντάγματος ήταν τελικά ο ίδιος ο αναθεωρητικός νομοθέτης. Πρόκειται για τις υποθέσεις του "βασικού μετόχου" καθώς και την θέσπιση ασυμβίβαστων επαγγελματικών ιδιοτήτων για τους βουλευτές. Και στις δύο περιπτώσεις, οι συνταγματικές διατάξεις ήταν αντίθετες στο ευρωπαϊκό δίκαιο: ο "βασικός μέτοχος" είχε προβλήματα με το κοινοτικό δίκαιο και τα ασυμβίβαστα είχαν προβλήματα με το δικαίωμα του εκλέγεσθαι όπως κατοχυρώνεται από πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Η ιστορία για τον βασικό μέτοχο είναι πιο γνωστή. Η δεύτερη υπόθεση λύθηκε από το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Λυκουρέζου κατά Ελλάδας: ο γνωστός δικηγόρος είχε χάσει την βουλευτική του έδρα μετά τη θέσπιση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, κατά παράβαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνη του, αφού όταν εξελέγη το 2000 δεν υπήρχε καν η πρόβλεψη ότι θα επιβαλλόταν μια τέτοια απαγόρευση στο Σύνταγμα. Μια λεπτομέρεια που φυσικά δεν αναφέρεται στο βιβλίο είναι ότι δικηγόρος του κ. Λυκουρέζου στο Στρασβούργο ήταν ο κ. Αλιβιζάτος. Αυτό είναι το πιο γοητευτικό στα νομικά: ότι μπορείς να συμβάλλεις όχι μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στην πράξη. Κι αυτή είναι μια ικανότητα για την οποία θαυμάζουμε τον κ. Αλιβιζάτο, ως δικηγόρο αλλά και ως επιστήμονα.
Λόγω επικαιρότητας, από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι βέβαια η συνοπτική ανάλυση που γίνεται για τις συνταγματικές επιπτώσεις του Μνημονίου. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο Αλιβιζάτος στο βιβλίο αυτό αποφεύγει να τοποθετηθεί για την ίδια τη διαδικασία της θέσπισης, εάν δηλαδή αποτελεί διεθνή σύμβαση οπότε θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 28 του Συντάγματος που επιβάλλει την αυξημένη πλειοψηφία και όχι μόνο την ψήφιση από τους κυβερνητικούς βουλευτές. Θεωρεί όμως ότι η εξουσιοδότηση του υπουργού Οικονομικών να υπογράφει νεά μνημόνια προσκρούει στο άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος (που επιβάλλει την κύρωση συνθηκών που επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες με τυπικό νόμο) κι ότι η παραίτηση από τις "ασυλίες λόγω κυριαρχίας" που περιέχει η δανειακή σύμβαση θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντισυνταγματική αναγκαστική εκτέλεση όχι μόνο της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου. Ως προς την επίπτωση του Μνημονίου στα κοινωνικά δικαιώματα (θέμα που αποτέλεσε και αντικείμενο σχετικής προσφυγής του ΔΣΑ και άλλων στο Συμβούλιο της Επικρατείας), ο Αλιβιζάτος θεωρεί ότι είναι "αμφίβολο αν, πέρα από εντελώς οριακές και εξατομικευμένες περιπτώσεις, οι οποίες θα συνιστούσαν ενδεχομένως "απάνθρωπη" ή "εξευτελιστική" μεταχείριση συγκεκριμένων προσώπων (κατά την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ), οι ενστάσεις αυτές θα ευοδωθούν".
Το βιβλίο είναι απολαυστικό για όσους ενδιαφέρονται για συνταγματικά θέματα, είμαι όμως σίγουρος ότι θα αρέσει και σε μη νομικούς, λόγω της δομής του αλλά και της ακομπλεξάριστης γλώσσας του. Σκέφτομαι να το δοκιμάσω, συστήνοντάς το σε φίλους που δεν έχουν σχέση με τα νομικά, αλλά τους ενδιαφέρει η ιστορία και η πολιτική. Αυτό που θα ήθελα περισσότερο, είναι να μάθω τι κρύβεται πίσω από ορισμένα υπονοούμενα (λ.χ. τις "συζητήσιμες απόψεις του κ. Δεκλερή για την πολιτική και τους πολιτικούς": ποιες δηλαδή;) και ορισμένα πιο συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να μπορέσουμε να τα βρούμε για να τα χρησιμοποιήσουμε κι εμείς (λ.χ. αναφέρεται ότι ένας γερμανός καθηγητής ανέφερε σε μια διάλεξη ότι ο θεμελιώδης νόμος ταυτίζεται με την ερμηνεια του από το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο: ποιος, που, πότε, γιατι;). Αλλά, βέβαια ο καλός καθηγητής δεν είναι αυτός που δίνει "έτοιμη" γνώση, αλλά εκείνος που δίνει τις αφορμές για έρευνα και περαιτέρω αναζήτηση της αλήθειας.