Τριακόσιες χιλιάδες ευρώ είναι το σύνολο των δύο προστίμων που επέβαλε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για την δημοσίευση φωτογραφιών από το DVD της υπόθεσης Ζαχόπουλου σε δύο εφημερίδες.
Η Αρχή έκρινε, όπως είχε επισημάνει και η Καμπάνια των bloggers ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΔΩ ΤΟ DVD, ότι "η δημοσίευση των επίμαχων φωτογραφιών, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, δεν είναι σε καμία περίπτωση επεξεργασία απολύτως αναγκαία για την εξασφάλιση του δικαιώματος πληροφόρησης επί θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος." Βλ. Αποφάσεις 17 και 18/2008 της Αρχής.
Είναι η τρίτη φορά, μετά τις υποθέσεις Κορκολή/Ασλάνη και τις υποθέσεις με τα σκάνδαλα στην Εκκλησία, που η Αρχή ασχολείται με προβολή ευαίσθητων δεδομένων ερωτικής ζωής δημοσίων προσώπων.
Οι αποφάσεις αυτές εγγράφουν μία σαφώς θετική και μια αμφισβητούμενη εξέλιξη στη νομολογία της Αρχής:
(α) Για πρώτη φορά η Αρχή προβαίνει ρητά σε έλεγχο συνταγματικότητας ως προς τη διάταξη που επιβάλλει τη λήψη άδειας της Αρχής για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων δημοσίων προσώπων για λόγους ενημέρωσης του κοινού (άρθρο 7§2 (ζ) ν.2472/1997). Οι αποφάσεις 17 και 18/2008 αποτελούν μια καθαρή κρίση για τον Ν.2472/1997:
"Η Αρχή δεν εφαρμόζει τη διάταξη αυτή στο μέτρο που απαιτεί άδεια της Αρχής για την επεξεργασία δεδομένων δημοσίων προσώπων κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Και τούτο, διότι η από τη διάταξη αυτή απαιτούμενη άδεια της Αρχής συνιστά προληπτικό μέτρο της ελευθερίας του Τύπου και ως τέτοιο απαγορεύεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Συν/τος (Βλ. και Απόφαση της Αρχής 26/2007)."
Σημειωτέον ότι η Αρχή είχε προτείνει την τροποποίηση αυτής της διάταξης, πρόταση η οποία δεν ελήφθη υπόψη στην αναθεώρηση του ν.2472/1997 κατά το έτος 2006. Πολύ σωστά λοιπόν, η ίδια η Αρχή, προβαίνοντας σε έλεγχο συνταγματικότητας, όπως έχει το δικαίωμα, και όπως ειχε κάνει σιωπηρά και στο παρελθόν, αυτοπεριορίζει την αρμοδιότητά της ως προς την "άδεια" προς δημοσιογράφους, προϋπόθεση που θα ήταν προληπτικό μέτρο, απαγορευμένο κατ' αρθρο 14 παρ. 2 Σ.
(β) Ωστόσο, η Αρχή ενώ έχει ταχθεί να διασφαλίζει την προστασία των προσωπικών δεδομένων, φαίνεται ότι επιχειρεί σε αυτήν την περίπτωση διακαώς να καταστεί Αρχή Προστασίας της Ιδιωτικής Ζωής. Ο απλός αναγνώστης θα αναρωτηθεί: "μα δεν είναι το ίδιο προσωπικά δεδομένα και ιδιωτική ζωή"; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου τόσο αυτονόητη όσο εμφανίζεται. Η ιδιωτική ζωή είναι μια ευρύτατη έννοια, ένα ανθρώπινο δικαίωμα που προστατεύει κάθε έκφανση της ατομικότητας του ανθρώπου (άρθρο 9 Σ., άρθρο 8 ΕΣΔΑ). Η προστασία προσωπικών δεδομένων αφορά τον περιορισμό των επεξεργασιών πληροφοριών που αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα, εφόσον (ι) οι επεξεργασίες διενεργούνται εν όλω ή εν μέρει με αυτοματισμό ή (ιι) εφόσον είναι μη αυτοματοποιημένες, αλλά τα δεδομένα περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.
Στην υπόθεση του dvd, υπήρχε μια σαφέστατη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Προκειμένου όμως να εξεταστεί κατά πόσον υπάρχει και συρροή με την παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων θα πρέπει η εν λόγω επεξεργασία είτε να ήταν αυτοματοποιημένη εν όλω ή εν μέρεί, είτε τα προσωπικα δεδομένα να περιλαμβάνονται ή να πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.
Η Αρχή, προκειμένου να αποφύγει τη σκόπελό αυτής της προϋπόθεσης και να αναδειχθεί ως ο προστάτης της ιδιωτικής ζωής, έκρινε ότι υπάρχει και αυτοματοποιημένη επεξεργασία και αρχείο.
Για την "αυτοματοποιημένη επεξεργασία", υπάρχει μια απόφαση του ΔΕΚ, η οποια αναφέρει ότι η δημοσίευση προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο περιλαμβάνει τόσες τεχνικές εργασίες ώστε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για "αυτοματοποιημένη επεξεργασία". Η Αρχή έκρινε λοιπόν ότι το σκανάρισμα των φωτογραφιών και η εκτύπωσή τους αποτελεί "αυτοματοποιημένη επεξεργασία" προσωπικών δεδομένων. Οι αντιρρήσεις σε αυτήν την κρίση υπάρχουν, αλλά εν πάσει περιπτώσει, ίσως να παραείναι θεωρητικές.
Για το "αρχείο" όμως, υφίσταται σοβαρός αντίλογος. Προκειμένου να θεμελιωθεί αρμοδιότητα της Αρχής, θα πρέπει η μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία να γίνεται σε συνδυασμό με την ύπαρξη αρχείου, το οποίο, κατά τον Ν.2472/1997 είναι κάθε διαρθρωμένο σύνολο προσωπικών δεδομένων τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια.
Η Αρχή δεν αρκέστηκε στην αυτοματοποιημένη επεξεργασία, μέσω της αναδημοσίευσης στην ιστοσελίδα της μίας εφημερίδας, αλλά επιχείρησε να θεμελιώσει την ύπαρξη αρχείου, επειδή η δεύτερη εφημερίδα δεν αναρτά το περιεχόμενό της σε ιστοσελίδα.
"Αρχείο", όμως, δεν είναι κάθε ντουλάπι που έχει μέσα έγγραφα, αλλά ένα σύνολο προσωπικών δεδομένων με διάρθρωση και προσβασιμότητα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Γι' αυτό και η Οδηγία 95/46 διευκρινίζει στο προοίμιό της ότι οι μη διαρθρωμένοι φάκελοι δεν συνιστούν "αρχείο" (δηλ. ένα ντοσιέ με προσωπικές φωτογραφίες, δεν αποτελεί από μόνο του "αρχείο", γιατί τα δεδομένα δεν είναι διαρθρωμένα και προσβάσιμα με γνώμονα συηγκεκριμένα κριτήρια).
Εδώ η Αρχή κατέληξε στο καταπληκτικό συμπέρασμα ότι το ίδιο το αρχείο των φύλλων της εφημερίδας αποτελεί "αρχείο προσωπικών δεδομένων", και ότι το "συγκεκριμένο κριτήριο" είναι ο ... αριθμός του κάθε φύλλου της εφημερίδας!!!
Προχωρώντας παραπέρα μάλιστα, έκρινε ότι η ανάρτηση του φύλου της εφημερίδας στην ιστοσελίδα της σε μορφή pdf αποτελεί "αρχείο προσωπικών δεδομένων", και ότι το "συγκεκριμένο κριτήριο" με γνώμονα το οποίο είναι προσβάσιμη αποτελεί το ... όνομα των πρωταγωνιστών του Dvd, το οποίο οδηγεί στην εν λόγω ιστοσελίδα μέσω... μηχανών αναζήτησης!
Επειδή δηλαδή το google ή οι άλλες μηχανές μπορεί να εντοπίσουν αυτό το υλικό, σημαίνει ότι οι εν λόγω εφημερίδες διάρθρωσαν τα προσωπικά δεδομένα έτσι ώστε να καταστούν προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια; Και γιατί είναι αναγκαία αυτή η κατασκευή την στιγμή που το ΔΕΚ αρκείται στην ανάρτηση στο Διαδίκτυο προκειμένου να στοιχειοθετηθεί "επεξεργασία";
Είναι θετικό το γεγονός ότι η Αρχή επενέβη έστω και με αρκετούς μήνες καθυστέρηση στην υπόθεση του dvd, αλλά θα είναι εξαιρετικά δυσάρεστο οι αποφάσεις της να καταπέσουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
3 σχόλια:
Η Αρχή αρνείται (και πολύ καλά κάνει, κατ' εμέ) να εφαρμόσει τη διάταξη που επιβάλλει άδειά της για περιπτώσεις επεξεργασίας δεδομένων από δημοσιογράφους.
Δηλαδή, Βασίλη, αν κατάλαβα καλά, η Αρχή, εμμέσως πλην σαφώς, παραπέμπει σε ένα είδος αυτοελέγχου και αυτορύθμισης από τους ίδιους τους δημοσιογράφους;
Μήπως θα μπορούσε να υπάρξει κάποιο άλλο είδος ρύθμισης, δεδομένου ότι τα ΜΜΕ δεν μας δείχνουν συχνά δείγματα αυτοσυγκράτησης; Τα φώτα σου, please, ως ειδικότερος επί του θέματος.
Η Αρχή απλώς θεώρησε ότι το να τελεί η δημοσιοποίηση ευαίσθητων δεδομένων δημοσίων προσώπων υπο το καθεστώς της προηγούμενης άδειας αποτελεί "προληπτική λογοκρισία", όπως είχαν επισημάνει αρκετοί νομικοί (γνωμοδότηση Τσάτσου κ.α., Αρμαμέντος/Σωτηρόπουλος, Προσωπικά Δεδομένα, 2005).
Η Αρχή δεν παραπέμπει σε αυτορρύθμιση, απλώς μετατοπίζει την άσκηση του δικού της ελέγχου από το προληπτικό στο κατασταλτικό επίπεδο: τα μ.μ.ε. οφείλουν να δημοσιοποιούν μόνο τα ευαίσθητα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για την ενημέρωση του κοινού, χωρίς προηγούμενη άδεια της Αρχής μεν, αλλά υπόκεινται στον εκ των υστέρων έλεγχο της Αρχής, όπως έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ο ίδιος ο νόμος που εφαρμόζει η Αρχή,προβλέπει ως αρμοδιότητά της την συνεννόηση με ιδιωτικούς φορείς στον τομεά της κατάρτισης κωδίκων δεοντολογίας για την προστασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 19 (α) ν.2472/1997). Η νομοθεσία λοιπόν προβλέπει ότι σε αυτούς τους τόμείς, όπως τα μ.μ.ε., η προληπτική δράση περιλαμβάνει την "συρρύθμιση", δηλ. την συνεννόηση του κρατικού φορέα (Αρχή) με τους ιδιωτικούς φορείς, στην παραγωγή των κανόνων δεοντολογίας. Πρόκειται για την αρχή της διαβούλευσης που πρέπει να ακολουθούν οι ανεξάρτητες αρχές προκειμένου να καταλήγουν σε πιο βιώσιμες και πρακτικά εφαρμόσιμες λύσεις, αλλά και προκειμένου να διασφαλίζουν ως φορείς συνάντησης της κοινωνίας των πολιτών με το κράτος, την περίφημη "λιποβαρή" δημοκρατική τους νομιμοποίηση.
Ελπίζω η νέα Αρχή να έχει κατανοήσει ότι η λύση για την αποτελεσματική παρουσία της βρίσκεται στο διάλογο, τη διαβούλευση και τη συνεννόηση και όχι στην τήρηση άκαμπτων και μονομερώς υποστηριζόμενων απόψεων δίκην "αυθεντίας", την οποία, ακόμη κι αν υπάρχει σε επίπεδο ποιότητας των μελών της, ένας υπουργός -κατ' αποτέλεσμα- μπορεί να παρακάμψει με μια νυκτερινή τροπολογία που ξεπουπουλιάζει τις αρμοδιότητές της.
[Περισσότερα για τις ελπίδες μας σχετικά με τη νέα σύνθεση της Αρχής: http://elawyer.blogspot.com/2007/11/blog-post_22.html].
Επομένως, όχι απλή αυτορρύθμιση, αλλά διαβουλευτική συρρύθμιση.
Αυτό φυσικά δεν το είπε ρητά η Αρχή σε αυτήν την απόφαση. Καλό θα ήταν όμως να κάνει την αρχή, καλώντας τους εκπροσώπους των μ.μ.ε. να υποβάλουν τις απόψεις τους για έναν Κώδικα Δεοντολογίας για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τα μ.μ.ε. και να συναποφασίσουν πως θα προσαρμοστεί η -αυστηρή- νομοθεσία σε συνθήκες ελευθερίας τις έκφρασης και απαγόρευσης λογοκρισίας.
Η Ομάδα Εργασίας του άρθρου 29, στο πρώτο της μάλιστα έγγραφο είχε επισημάνει κάποιους βασικούς κανόνες που οφείλουν να τηρούν τα μ.μ.ε. σε σχέση με την προστασία δεδομένων (κυρίως αναφορικά με την φυσική ασφάλεια των αρχείων) προκειμένου να μην υπάρχουν αντισυνταγματικές επεμβάσεις που θίγουν μεταξύ άλλων και το απόρρητο των δημοσιογραφικών πηγών.
Για να δούμε, θα δείξει η νέα Αρχή την σχετική πολιτική βούληση για συρρύθμιση ή θα λιμνάσουμε και πάλι σε μια κυρωτική πολιτική με πρόστιμα και παραιτήσεις;
,,,,,,,,
Δημοσίευση σχολίου