Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2012

Δικαστής διατάζει το Twitter να χορηγήσει στοιχεία

Μια δικαστική διάταξη ενός Δικαστή της Νέας Υόρκης έρχεται να επανατοποθετήσει το ζήτημα της άρσης του απορρήτου στις υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, τουλάχιστον στο πλαίσιο του αμερικανικού δικαίου. Η υπόθεση αφορά έναν διαδηλωτή της Occupy Wall Street, ο οποίος διώκεται για ανάρμοστη συμπεριφορά, επειδή κινήθηκε στο οδόστρωμα της Γέφυρας του Μπρούκλιν, αντί για το πεζοδρόμιο. Ο διαδηλωτής ισχυρίζεται ότι οι αστυνομικοί οδήγησαν τους διαδηλωτές στο οδόστρωμα, ισχυρισμό που οι αρχές επιθυμούν να ανατρέψουν, ζητώντας από το Twitter να τους χορηγήσει δεδομένα του χρήστη προκειμένου να εξεταστεί τι ακριβώς συνέβη. 

Αρχικά ο τοπικός εισαγγελέας έστειλε μια κλήτευση στο Τwitter με το οποίο ζητούσε τα στοιχεία του χρήστη. Το Twitter ενημέρωσε τον χρήστη ότι υπήρχε αυτή η κλήτευση, με αποτέλεσμα ο χρήστης να την προσβάλλει δικαστικά. Τότε το Twitter αποφάσισε να περιμένει την απόφαση επί της προσφυγής που είχε υποβάλλει ο ίδιος ο χρήστης και μέχρι τότε να μην εκτελέσει την εντολή χορηγώντας τα δεδομένα. To δικαστήριο όμως απέρριψε το αίτημα του χρήστη, με την αιτιολογία ότι δεν είχε ιδιοκτησιακό δικαίωμα στα δεδομένα κι ως εκ τούτου, ο χρήστης δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλλει την κλήτευση που απευθυνόταν στο Twitter. Πρόκειται για μια από τις αγκυλώσεις του αμερικάνικου δικαίου που εξακολουθεί σε ενα βαθμό να ταυτίζει την ιδιωτικότητα με την ιδιοκτησία, ενώ πρόκειται για προφανώς διακριτά ατομικά δικαιώματα. Ωστόσο, η απόφαση βασιζόταν και στους Όρους Χρήσης του Twitter, που δεν αναγνώριζαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στα δεδομένα των χρηστών, ενώ σε μεταγενέστερο χρόνο, οι Όροι μεταβλήθηκαν αναφέροντας ρητώς ότι "διατηρείτε κάθε δικαίωμά σας στο περιεχόμενο που υποβάλλετε, αναρτάτε ή παρουσιάζετε μέσω της υπηρεσίας". 

Στη συνέχεια, αφού ο χρήστης δεν είχε έννομο συμφέρον, το ίδιο το Twitter προσέβαλε την κλήτευση, προκειμένου να μην χορηγήσει τα στοιχεία του χρήστη στις αρχές. Το Twitter ανέφερε ότι δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζεται έννομο συμφέρον στους χρήστες και να πρέπει το ίδιο κάθε φορά να προσβάλλει δικαστικώς τις κλητεύσεις.  Η διάταξη που εξέδωσε ο δικαστής (βλ. εδώ) έκανε εν μέρει δεκτό το αίτημα του Twitter, περιορίζοντας τον όγκο των δεδομένων στην χρονικά κρίσιμη περίοδο (γιατί οι αρχές ζητούσαν πληροφορίες κι από μεταγενέστερες του συμβάντος περιόδους), επιβάλλοντας στο κράτος να ζητήσει την έκδοση εντάλματος έρευνας για τα υπόλοιπα δεδομένα. Ο δικαστής αναφέρει στην απόφασή του ότι τα twits αποτελούν δημόσια έκφραση και ότι δεν είναι το ίδιο με ένα e-mail, ένα dm, ένα προσωπικό chat, ή οποιοδήποτε άλλο μέσο προσωπικής συνομιλίας που υπάρχει σήμερα διαθέσιμο στο διαδίκτυο. Και καταλήγει ότι "δεν υπάρχει εύλογη προσδοκία ιδιωτικότητας για τα twits που ο ίδιος ο χρήστης κατέστησε δημόσια".  Οπότε, κατά τον δικαστή είναι κρίσιμο ότι ο ίδιος ο χρήστης επέλεξε να δημοσιοποιήσει την πληροφορία, ενώ εάν ήθελε να την κρατήσει σε σφαίρα περιορισμένης προσβασιμότητας, μπορεί να είχε προχωρήσει σε αυτή την επιλογή του (υπάρχουν και "κλειδωμένα" twits, στα οποία δεν αναφέρεται η απόφαση). 

Θεωρώ ότι σε ένα βαθμό, ο αμερικάνος δικαστής υποπίπτει στο ίδιο νομικό σφάλμα της γνωμοδότησης Σανιδά του 2009, στην οποία αναφερόταν ότι "δεν υπάρχει απόρρητο στο Διαδίκτυο", για όσα λέγονται δημόσια. Ο αντίλογος είναι ότι το απόρρητο μπορεί να μην καλύπτει το περιεχόμενο ενός δημόσιου μηνύματος, καλύπτει όμως σαφέστατα τα "εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας" που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία προκειμένου αυτό το μήνυμα να αναρτηθεί σε δημόσια θέα, δηλαδή τα δεδομένα κίνησης και θέσης, από τα οποία μπορούν να εξαχθούν πληροφορίες για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του χρήστη, μιας ταυτότητας που, ανεξάρτητα από την δημόσια έκφραση ο χρήστης μπορεί κι έχει εύλογη προσδοκία ότι παραμένει απόρρητη. Όσο κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, το Σύνταγμα δεν επιβάλλει σε κανένα άτομο ως προϋπόθεση για την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης την υποχρέωση να υπογράφει όσα λέει.  Παράλληλα, το Σύνταγμα προβλέπει δικαστικές και νομικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου: αν δεν τηρηθούν τότε θα πρόκειται για παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια κι αν ληφθούν οι αποφάσεις τους θα είναι ανατρέψιμες σε επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. 

Στην Ευρώπη, ένας δικαστής δεν θα ήταν νομιμοποιημένος να πει με την ευκολία του αμερικάνου ότι πρέπει να λειτουργήσει δικαιοπλαστικά σε ένα αίτημα άρσης απορρήτου. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προϋποθέτει ως ανεξαίρετο κανόνα ότι μόνο εφόσον υπάρχει νόμος (και μάλιστα προσβάσιμος για τα άτομα και προβλέψιμων συνεπειών από την τυχόν παράβασή του), μπορεί να υποχωρήσει η προστασία της ιδιωτικότητας. Δηλαδή εάν δεν υπάρχει νομική σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου η ΕΣΔΑ δεν επιτρέπει περιορισμούς στην ιδιωτικότητα. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου ξεκαθάρισε ότι δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις ως εργοδότης δεδομένα που παράγονται από την χρήση του υπολογιστή του εργαζόμενου, εάν δεν υπάρχουν σαφείς κανονιστικές διατάξεις που αναφέρουν τις προϋποθέσεις για μια τέτοια επεξεργασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε το Ηνωμένο Βασίλειο επειδή ο διευθυντής ενός δημόσιου κολλεγίου αναζήτησε πληροφορίες για τις ιστοσελίδες που επισκεπτόταν μια γραμματέας καθώς και των e-mail της και των τηλεφωνικών κλήσεών της, χωρίς να υπάρχει επαρκής νομική βάση, παρόλο που αφορούσε τον εξοπλισμό του κολλεγίου. Έτσι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατέστησε απολύτως σαφές ότι είναι άλλο η ιδιοκτησία των μέσων επικοινωνίας (που ανήκε στο Δημόσιο) κι άλλο η ιδιωτικότητα του εργαζόμενου (που αφορούσε τις πληροφορίες που διακινήθηκαν μέσα από τις κρατικές υποδομές). 

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο αμερικάνος δικαστής μπορεί να είναι εύλογο και δίκαιο κατά το αμερικάνικο δίκαιο και κατά το κοινό περί δικαίου αίσθημα: να μην χρησιμοποιείται καταχρηστικά το απόρρητο για να αποφεύγεται η λογοδοσία ενώπιον των δικαστικών αρχών. Από την άλλη πλευρά, ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, ακόμη κι αν συμφωνεί με αυτή την θέση, δεν μπορεί να παρακάμψει το θεσμικό εγγυητικό κενό σε επίπεδο ασφάλειας δικαίου: να αρθεί το απόρρητο, αλλά όχι για οποιονδήποτε λόγο και σίγουρα όχι επειδή το αποφάσισε απροϋπόθετα ένας δικαστής. Η άρση του απορρήτου είναι μια σοβαρή επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα (όχι μόνο της ιδιωτικότητας τελικά, αλλά και της ίδιας της ελευθερίας της έκφρασης) η οποία προϋποθέτει την σύμπραξη και των τριών κρατικών λειτουργιών κι όχι μόνο της δικαιοσύνης: πρέπει ο δημοκρατικά εκλεγμένος νομοθέτης να έχει προσδιορίσει με σαφήνεια τις γενικές προϋποθέσεις που θα ισχύουν για όλους, όσων αιτείται η άρση του απορρήτου. Και οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να αποτελούν κοινή γνώση, με τα μέσα δημοσιοποίσης των κρατικών κανόνων, ώστε να είναι σε θέση καθένας να ρυθμίζει την συμπεριφορά του και να αποφεύγει απρόβλεπτες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή. 


Ευχαριστώ τον κ. Ερρίκο Κλόπφερ από τον ΣΚΑΪ που με ενημέρωσε για την υπόθεση. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

To νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο

 Το νομοσχέδιο προβλέποντας στο άρθρο 3 ότι ο γάμος επιτρέπεται για άτομα διαφορετικού ή ίδιου φύλου, αυτοδικαίως επεκτείνει στα ζευγάρια το...