Βιβλίο:
Χρυσάφης Ιορδάνογλου
"Κράτος και Ομάδες Συμφερόντων - Μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας"
Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η αντίκρουση ορισμένων παραδοχών που διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες από θεωρητικούς του κοινωνιολογικού μεταπολιτευτικού μοντέλου που επικράτησε στην Ελλάδα. Οι παραδοχές συνοψίζονται σε δύο ισχυρισμούς: α) το πελατειακό σύστημα είναι μια θεσμοποιημένη μορφή διαφθοράς της πολιτικής ζωής και β) το πρόβλημα είναι η ατροφική κοινωνία των πολιτών σε αντίθεση με την υπερτροφία των πολιτικών θεσμών και του κράτους. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναλύεται το πρόβλημα των πελατειακών σχέσεων, ενώ στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται το "δίπολο" υπετροφικό κράτος - ασθενής κοινωνία των πολιτών. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι πελατειακές σχέσεις δεν είναι αυτό που νομίζουμε και ότι η κοινωνία των πολιτών δεν είναι καθόλου ατροφική στην Ελλάδα σε σχέση με το κράτος. Αυτή είναι συνοπτικά η "κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας" που αναπτύσσεται στο δοκίμιο με οργανωμένα επιχειρήματα.
Ο συγγραφέας επιπλήττει όσους υπό την σκέπη των πελατειακών σχέσεων υπάγουν τόσο το ρουσφέτι και τις σχέσεις πατρωνίας πολιτικών - ψηφοφόρων, όσο και τις υποχωρήσεις των πολιτικών σε οργανωμένα επαγγελματικά συμφέροντα που επιδικώκουν την διατήρηση ειδικών προνομίων. Άλλο το ρουσφέτι, άλλο η προσοδοθηρία, λέει ορθά ο Ιορδάνογλου, φτάνοντας, όμως, στο σημείο να υποστηρίζει ότι οι πελατειακές σχέσεις, τις οποίες περιορίζει τελικά στα ρουσφέτια, δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων! Ως απόδειξη παραθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το γεγονός ότι οι διορισμοί δεν έσωσαν εκλογικά την ΝΔ το 1981 ή το ΠΑΣΟΚ το 1989. Ο ισχυρισμός όμως είναι ελλιπής: οι διορισμοί δεν έσωσαν, αλλά οι υποσχέσεις (και) διορισμών έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 και το 1985 - ο μη προνομιούχος Έλληνας θα μπορούσε να γίνει δημόσιος υπάλληλος μετά από δεκαετίες διώξεων - καθώς και την ΝΔ το 1990 που είχε υποσχεθεί προεκλογικά (και) 100.000 νέες θέσεις εργασίας. Θεωρώ ότι οι συλλογικές διεκδικήσεις κεκτημένων από επαγγελματικές οργανώσεις έχουν κατασυκοφαντηθεί τα τελευταία χρόνια από όσους αναζητούν διαρκώς στρεβλώσεις στην ελεύθερη αγορά που θεωρούν, εσφαλμένα, ότι είναι μια ενιαία οντότητα, χωρίς ειδικότερες συνθήκες ενάσκησης κάθε επαγγέλματος αλλά και πρόσβασης σε υπηρεσίας που επιβάλλει κάποτε και εξαιρέσεις ή και προστατευτικές ρυθμίσεις. Σαφώς υπάρχουν και στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, αλλά αυτές δεν είναι πάντοτε όσες προσδιορίζουν εργαστηριακά οι γραφειοκράτες διεθνών οργανισμών με τις δικές τους ιδεολογικές αγκυλώσεις που κάποτε παρουσιάζουν και ως νομικά ή οικονομικά θέσφατα. Επομένως, οι διεκδικήσεις των ομάδων συμφερόντων όντως δεν πρέπει να εντάσσονται συλλήβδην στην ανάλυση περί πελατειακού κράτους, γιατί κάτι τέτοιο συνιστά σοβαρό μεθοδολογικό σφάλμα. Αλλά, από εκεί και πέρα, το συμπέρασμα ότι η επιμονή ορισμένων επαγγελματικών οργανώσεων σε προνόμια εντελώς άσχετα και με τις δικές τους υπηρεσίες δεν αποτελεί δήθεν πελατειακή εξάρτηση των πολιτικών είναι μια αυθαίρετη γενίκευση. Γενίκευση που αγνοεί και την μεταπήδηση επιφανών "εργατοπατέρων" από τον συνδικαλισμό στην κεντρική πολιτική σκηνή, με την παρακαταθήκη συμπαγών δεξαμενών ψήφων.
Έπειτα, ο συγγραφέας αρνείται ότι η κοινωνία των πολιτών είναι ατροφική στην Ελλάδα, καθώς υποστηρίζει ως πιο ρεαλιστική θεώρηση την ένταξη και των ομάδων συμφερόντων στην έννοια της κοινωνίας των πολιτών. Κακώς, ισχυρίζεται ο Ιορδάνογλου, εξαιρούνται οι ομάδες συμφερόντων από τις συλλογικότητες πολιτών που διακρίνουμε σε "καλές" (=κοινωνία των πολιτών) και "κακές" (=συνδικαλιστικές οργανώσεις). Πιο πειστικό, γράφει, είναι να θεωρήσουμε ότι οι ομάδες συμφερόντων είναι μέρος της κοινωνίας των πολιτών, η οποία έτσι δεν είναι βέβαια ατροφική, αλλά κάνει ό,τι θέλει τους πολιτικούς. Η προσέγγιση αυτή, του δεύτερου μέρους του βιβλίου, υποπίπτει σε άλλο ένα σοβαρό πραγματολογικό σφάλμα. Οι συμμετέχοντες στις επαγγελματικές ενώσεις δεν προβάλλουν τις διεκδικήσεις τους γενικά ως πολίτες, αλλά ως οργανωμένοι επαγγελματίες. Δεν προβάλλουν τα αιτήματά τους ως ωφέλιμα για την κοινωνία εν όλω, αλλά για τους ίδιους και τους πελάτες τους και μπορεί να έχουν και δίκιο. Πάντως, δεν έρχονται ως τρίτοι συμπαραστάτες ή συνοδοιπόροι για την υποστήριξη δίκαιων αιτημάτων των άλλων, αλλά δικών τους. Το lobbying είναι μια θεμιτή διαδικασία, σε άλλες χώρες αποτελεί και ρυθμισμένο επάγγελμα, αλλά πουθενά τα lobbies ή interest groups έχουν καταλογογραφηθεί ως οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ένας σύλλογος για τα δικαιώματα των πεζών αφορά συνολικά την κοινωνία (και τους οδηγούς!) και εν δυνάμει κάθε πολίτης, μπορεί να γίνει μέλος του. Μια επαγγελματική οργάνωση όμως, αφορά αποκλειστικά τα συμφέροντα των μελών της και κάποτε των πελατών τους, όχι κάθε πολίτη, όχι την κοινωνία εν όλω. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια συλλογικότητα στην οποία προεξάρχει η ιδιότητα του πολίτη, στην δεύτερη η ιδιότητα του επαγγελματία. Οι επαγγελματικοί σύλλογοι στην Ελλάδα, σε πολλές περιπτώσεις, είναι οργανωμένοι ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δηλαδή αποτελούν κράτος με την οργανική του όρου έννοια. Η ένταξή τους στην κοινωνία των πολιτών θα ισοδυναμούσε με την σοβαρή εννοιακή υπέρβαση της ταύτισης του κράτους με την κοινωνία. Επομένως, η ένταξη των ομάδων συμφερόντων στην κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να υποστηριχθεί με τα γνωστά ερμηνευτικά εργαλεία. Η κοινωνία των πολιτών ως το σύνολο των συλλογικοτήτων που προβάλλει αιτήματα που αφορούν την κοινωνία εν όλω και ασκεί πίεση στην εξουσία μέσω των εργαλείων λογοδοσίας και διαφάνειας παραμένει ατροφική και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις οργανώσεις επαγγελματικών συμφερόντων που πράγματι έχουν αυξημένη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα.
Ενώ επιμένει στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας ότι οι ομάδες συμφερόντων είναι οντότητες διακριτές από τους μεμονωμένους πολίτες που ζητούν ρουσφέτια, στο δεύτερο μέρος, ανάστροφα, αρνείται την διακριτότητά των ομάδων συμφερόντων από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Στην ουσία το βιβλίο υποστηρίζει ότι η αποτυχία του μεταπολιτευτικού μοντέλου διακυβέρνησης οφείλεται όχι στις πελατειακές σχέσεις αλλά σε μια κακώς νοούμενη σύνδεση της υποχρέωσης λογοδοσίας των πολιτικών απέναντι στις ομάδες συμφερόντων που παράγουν πολιτικό κόστος και όφελος όχι υπέρ της κοινωνίας, αλλά υπέρ συντεχνιακών διεκδικήσεων. Η λογοδοσία, όμως, αποτελεί δομικό στοιχείο της δημοκρατίας και ως έννοια είναι απολύτως διακριτή από τις πελατειακές σχέσεις και βρίσκεται στον αντίποδα τους. Η λογοδοσία μπορεί να έχει και στόχο τις ανισότητες που συνεπάγεται η υποχώρηση σε ομάδες συμφερόντων και αυτό υποτιμάται πλήρως από την ανάλυση του βιβλίου. Λογοδοσία και διαφάνεια είναι δύο στοιχεία εμβάθυνσης της δημοκρατίας και συνιστούν αποστολή των ενεργών πολιτών που μπορούν, με όσα συνταγματικά εργαλεία διαθέτουν, να καυτηριάζουν και να ελέγχουν την εξουσία για πελατειακές σχέσεις και εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων. Οι εκλογικοί εκβιασμοί για τον προσπορισμό ιδίου οφέλους δεν έχουν σχέση με την λογοδοσία και αποτελούν μια στρέβλωση που εμπίπτει στην έννοια της διαφθοράς, όπως την ορίζει η παγκόσμια οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια. Οι αντιστίξεις αυτές λείπουν από την ανάλυση του βιβλίου και έχουν οδηγήσει τον συγγραφέα σε ενδιαφέρουσες αντικρούσεις αλλά και σοβαρές υπερβάσεις, αστοχίες και εσφαλμένα συμπεράσματα.
Χρυσάφης Ιορδάνογλου
"Κράτος και Ομάδες Συμφερόντων - Μια κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας"
Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η αντίκρουση ορισμένων παραδοχών που διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες από θεωρητικούς του κοινωνιολογικού μεταπολιτευτικού μοντέλου που επικράτησε στην Ελλάδα. Οι παραδοχές συνοψίζονται σε δύο ισχυρισμούς: α) το πελατειακό σύστημα είναι μια θεσμοποιημένη μορφή διαφθοράς της πολιτικής ζωής και β) το πρόβλημα είναι η ατροφική κοινωνία των πολιτών σε αντίθεση με την υπερτροφία των πολιτικών θεσμών και του κράτους. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου αναλύεται το πρόβλημα των πελατειακών σχέσεων, ενώ στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται το "δίπολο" υπετροφικό κράτος - ασθενής κοινωνία των πολιτών. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι πελατειακές σχέσεις δεν είναι αυτό που νομίζουμε και ότι η κοινωνία των πολιτών δεν είναι καθόλου ατροφική στην Ελλάδα σε σχέση με το κράτος. Αυτή είναι συνοπτικά η "κριτική της παραδεδεγμένης σοφίας" που αναπτύσσεται στο δοκίμιο με οργανωμένα επιχειρήματα.
Ο συγγραφέας επιπλήττει όσους υπό την σκέπη των πελατειακών σχέσεων υπάγουν τόσο το ρουσφέτι και τις σχέσεις πατρωνίας πολιτικών - ψηφοφόρων, όσο και τις υποχωρήσεις των πολιτικών σε οργανωμένα επαγγελματικά συμφέροντα που επιδικώκουν την διατήρηση ειδικών προνομίων. Άλλο το ρουσφέτι, άλλο η προσοδοθηρία, λέει ορθά ο Ιορδάνογλου, φτάνοντας, όμως, στο σημείο να υποστηρίζει ότι οι πελατειακές σχέσεις, τις οποίες περιορίζει τελικά στα ρουσφέτια, δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων! Ως απόδειξη παραθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το γεγονός ότι οι διορισμοί δεν έσωσαν εκλογικά την ΝΔ το 1981 ή το ΠΑΣΟΚ το 1989. Ο ισχυρισμός όμως είναι ελλιπής: οι διορισμοί δεν έσωσαν, αλλά οι υποσχέσεις (και) διορισμών έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 και το 1985 - ο μη προνομιούχος Έλληνας θα μπορούσε να γίνει δημόσιος υπάλληλος μετά από δεκαετίες διώξεων - καθώς και την ΝΔ το 1990 που είχε υποσχεθεί προεκλογικά (και) 100.000 νέες θέσεις εργασίας. Θεωρώ ότι οι συλλογικές διεκδικήσεις κεκτημένων από επαγγελματικές οργανώσεις έχουν κατασυκοφαντηθεί τα τελευταία χρόνια από όσους αναζητούν διαρκώς στρεβλώσεις στην ελεύθερη αγορά που θεωρούν, εσφαλμένα, ότι είναι μια ενιαία οντότητα, χωρίς ειδικότερες συνθήκες ενάσκησης κάθε επαγγέλματος αλλά και πρόσβασης σε υπηρεσίας που επιβάλλει κάποτε και εξαιρέσεις ή και προστατευτικές ρυθμίσεις. Σαφώς υπάρχουν και στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, αλλά αυτές δεν είναι πάντοτε όσες προσδιορίζουν εργαστηριακά οι γραφειοκράτες διεθνών οργανισμών με τις δικές τους ιδεολογικές αγκυλώσεις που κάποτε παρουσιάζουν και ως νομικά ή οικονομικά θέσφατα. Επομένως, οι διεκδικήσεις των ομάδων συμφερόντων όντως δεν πρέπει να εντάσσονται συλλήβδην στην ανάλυση περί πελατειακού κράτους, γιατί κάτι τέτοιο συνιστά σοβαρό μεθοδολογικό σφάλμα. Αλλά, από εκεί και πέρα, το συμπέρασμα ότι η επιμονή ορισμένων επαγγελματικών οργανώσεων σε προνόμια εντελώς άσχετα και με τις δικές τους υπηρεσίες δεν αποτελεί δήθεν πελατειακή εξάρτηση των πολιτικών είναι μια αυθαίρετη γενίκευση. Γενίκευση που αγνοεί και την μεταπήδηση επιφανών "εργατοπατέρων" από τον συνδικαλισμό στην κεντρική πολιτική σκηνή, με την παρακαταθήκη συμπαγών δεξαμενών ψήφων.
Έπειτα, ο συγγραφέας αρνείται ότι η κοινωνία των πολιτών είναι ατροφική στην Ελλάδα, καθώς υποστηρίζει ως πιο ρεαλιστική θεώρηση την ένταξη και των ομάδων συμφερόντων στην έννοια της κοινωνίας των πολιτών. Κακώς, ισχυρίζεται ο Ιορδάνογλου, εξαιρούνται οι ομάδες συμφερόντων από τις συλλογικότητες πολιτών που διακρίνουμε σε "καλές" (=κοινωνία των πολιτών) και "κακές" (=συνδικαλιστικές οργανώσεις). Πιο πειστικό, γράφει, είναι να θεωρήσουμε ότι οι ομάδες συμφερόντων είναι μέρος της κοινωνίας των πολιτών, η οποία έτσι δεν είναι βέβαια ατροφική, αλλά κάνει ό,τι θέλει τους πολιτικούς. Η προσέγγιση αυτή, του δεύτερου μέρους του βιβλίου, υποπίπτει σε άλλο ένα σοβαρό πραγματολογικό σφάλμα. Οι συμμετέχοντες στις επαγγελματικές ενώσεις δεν προβάλλουν τις διεκδικήσεις τους γενικά ως πολίτες, αλλά ως οργανωμένοι επαγγελματίες. Δεν προβάλλουν τα αιτήματά τους ως ωφέλιμα για την κοινωνία εν όλω, αλλά για τους ίδιους και τους πελάτες τους και μπορεί να έχουν και δίκιο. Πάντως, δεν έρχονται ως τρίτοι συμπαραστάτες ή συνοδοιπόροι για την υποστήριξη δίκαιων αιτημάτων των άλλων, αλλά δικών τους. Το lobbying είναι μια θεμιτή διαδικασία, σε άλλες χώρες αποτελεί και ρυθμισμένο επάγγελμα, αλλά πουθενά τα lobbies ή interest groups έχουν καταλογογραφηθεί ως οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ένας σύλλογος για τα δικαιώματα των πεζών αφορά συνολικά την κοινωνία (και τους οδηγούς!) και εν δυνάμει κάθε πολίτης, μπορεί να γίνει μέλος του. Μια επαγγελματική οργάνωση όμως, αφορά αποκλειστικά τα συμφέροντα των μελών της και κάποτε των πελατών τους, όχι κάθε πολίτη, όχι την κοινωνία εν όλω. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια συλλογικότητα στην οποία προεξάρχει η ιδιότητα του πολίτη, στην δεύτερη η ιδιότητα του επαγγελματία. Οι επαγγελματικοί σύλλογοι στην Ελλάδα, σε πολλές περιπτώσεις, είναι οργανωμένοι ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δηλαδή αποτελούν κράτος με την οργανική του όρου έννοια. Η ένταξή τους στην κοινωνία των πολιτών θα ισοδυναμούσε με την σοβαρή εννοιακή υπέρβαση της ταύτισης του κράτους με την κοινωνία. Επομένως, η ένταξη των ομάδων συμφερόντων στην κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να υποστηριχθεί με τα γνωστά ερμηνευτικά εργαλεία. Η κοινωνία των πολιτών ως το σύνολο των συλλογικοτήτων που προβάλλει αιτήματα που αφορούν την κοινωνία εν όλω και ασκεί πίεση στην εξουσία μέσω των εργαλείων λογοδοσίας και διαφάνειας παραμένει ατροφική και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις οργανώσεις επαγγελματικών συμφερόντων που πράγματι έχουν αυξημένη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα.
Ενώ επιμένει στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας ότι οι ομάδες συμφερόντων είναι οντότητες διακριτές από τους μεμονωμένους πολίτες που ζητούν ρουσφέτια, στο δεύτερο μέρος, ανάστροφα, αρνείται την διακριτότητά των ομάδων συμφερόντων από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Στην ουσία το βιβλίο υποστηρίζει ότι η αποτυχία του μεταπολιτευτικού μοντέλου διακυβέρνησης οφείλεται όχι στις πελατειακές σχέσεις αλλά σε μια κακώς νοούμενη σύνδεση της υποχρέωσης λογοδοσίας των πολιτικών απέναντι στις ομάδες συμφερόντων που παράγουν πολιτικό κόστος και όφελος όχι υπέρ της κοινωνίας, αλλά υπέρ συντεχνιακών διεκδικήσεων. Η λογοδοσία, όμως, αποτελεί δομικό στοιχείο της δημοκρατίας και ως έννοια είναι απολύτως διακριτή από τις πελατειακές σχέσεις και βρίσκεται στον αντίποδα τους. Η λογοδοσία μπορεί να έχει και στόχο τις ανισότητες που συνεπάγεται η υποχώρηση σε ομάδες συμφερόντων και αυτό υποτιμάται πλήρως από την ανάλυση του βιβλίου. Λογοδοσία και διαφάνεια είναι δύο στοιχεία εμβάθυνσης της δημοκρατίας και συνιστούν αποστολή των ενεργών πολιτών που μπορούν, με όσα συνταγματικά εργαλεία διαθέτουν, να καυτηριάζουν και να ελέγχουν την εξουσία για πελατειακές σχέσεις και εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων. Οι εκλογικοί εκβιασμοί για τον προσπορισμό ιδίου οφέλους δεν έχουν σχέση με την λογοδοσία και αποτελούν μια στρέβλωση που εμπίπτει στην έννοια της διαφθοράς, όπως την ορίζει η παγκόσμια οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια. Οι αντιστίξεις αυτές λείπουν από την ανάλυση του βιβλίου και έχουν οδηγήσει τον συγγραφέα σε ενδιαφέρουσες αντικρούσεις αλλά και σοβαρές υπερβάσεις, αστοχίες και εσφαλμένα συμπεράσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου