H υποχρεωτική σίτιση ενός απεργού πείνας δεν είναι εξ ορισμού καταδικασμένη πρακτική ως βασανιστήριο: το κριτήριο είναι κατά πόσον τεκμηριώνεται η ιατρική αναγκαιότητα της υποχρεωτικής σίτισης. Αυτό είναι το κρίσιμο, σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Για παράδειγμα, η Ουκρανία καταδικάστηκε το 2005 από το ΕΔΔΑ για την υποχρεωτική σίτιση ενός κρατουμένου, για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (βασανιστήρια - απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση) λόγω του ότι δεν απέδειξε την θεραπευτική αναγκαιότητα για την συγκεκριμένη πράξη που επέβαλε σε κρατούμενο. Έτσι κρίθηκε ότι επρόκειτο για αυθαίρετη πράξη. (Απόφαση Nevmerzhitsky κατά Ουκρανίας, προσβάσιμη εδώ: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=003-1306808-1363018)
Το ίδιο συνέβη το 2007 και με την Μολδαβία, η οποία υπέβαλε απεργό πείνας σε υποχρεωτική σίτιση και εκείνος προσέφυγε στην Δικαιοσύνη που απέρριψε το αίτημά του γιατί δεν μπορούσε να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα. Δεν υπήρχε ιατρική απόδειξη ότι είχε τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η ζωή ή η υγεία του κρατουμένου, ενώ υπήρχαν λόγοι για να θεωρηθεί ότι η υποχρεωτική σίτιση σκοπούσε να τον αποθαρρύνει να συνεχίσει την διαμαρτυρία του. Δεν τηρήθηκαν επίσης οι νομικές διατάξεις για την επιβολή της αναγκαστικής σίτισης (Απόφαση Ciorap κατά Μολδαβίας, 2007, προσβάσιμη εδώ: http://hudoc.echr.coe.int/eng-press?i=003-2039564-2155997)
Αντίθετα, η Τουρκία δεν καταδικάστηκε στην περίπτωση που προσέφυγε ένας κρατούμενος απεργός πείνας καταγγέλλοντας οτι του επιβλήθηκε υποχρεωτική ιατρική θεραπεία. Συγκεκριμένα, το 2001 ξεκίνησε απεργία πείνας, μερικούς μήνες μετά οδηγήθηκε σε νοσοκομείο και αρνήθηκε θεραπεία. Διαγνώστηκε με κάποιο σύνδρομο που επέτρεπε την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, αλλά του την αρνήθηκαν και καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια τον Φεβρουάριο του 2002. Ένα μήνα μετά, η υγεία του χειροτέρευσε οπότε του επιβλήθηκε θεραπεία. Ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για την εν λόγω ιατρική παρέμβαση. Το ΕΔΔΑ έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή του κατά της Τουρκίας (για το άρθρο 3: απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης), κρίνοντας ότι το άρθρο 3 επιβάλλει θετική υποχρέωση του Κράτους για προστασία της σωματικής υγείας των κρατουμένων με την παροχή κατάλληλης ιατρικής βοήθειας, χωρίς να επιτρέπονται αποκλίσεις από τον κανόνα αυτόν. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι σε αυτή την υπόθεση δεν αποδείχθηκε ότι σκοπός της ιατρικής παρέμβασης ήταν ο εξευτελισμός ή η τιμωρία του κρατούμενου (ÖZGÜL κατά Τουρκίας, 2007, προσβάσιμη εδώ: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-79776).
Το ΕΔΔΑ απέρριψε και την προσφυγή απεργού πείνας καταδίκου κατά της Ελβετίας. Στην υπόθεση αυτή, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι αρνούμενες οι αρχές να τον απελευθερώσουν παρά την συνεχιζόμενη απεργία πείνας του, οι αρχές είχαν θέσει την ζωή του σε κίνδυνο και τον υπέβαλαν σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Το Δικαστήριο κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη, κρίνοντας ότι οι Ελβετικές αρχές είχαν εκπληρώσει την υποχρέωσή τους για την προστασία της ζωής του προσφεύγοντος και την ιδίως ως προς την υποχρεωτική σίτισή του το Δικαστήριο παταρήτησε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η σχετική απόφαση είχε όντως υλοποιηθεί. Έκρινε επίσης ότι η απόφαση αυτή ανταποκρινόταν στην ιατρική ανάγκη και τηρούνταν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Αλλά ακόμη κι αν είχε υλοποιηθεί η απόφαση, από τίποτε δεν προέκυπτε ότι αυτό είχε γίνει με τρόπο που παραβίαζε το άρθρο 3 (Απόφαση Rappaz κατά Ελβετίας, 2013, προσβάσιμη εδώ: http://hudoc.echr.coe.int/eng-press?i=003-4325502-5181401).
Το ΕΔΔΑ κρίνει ότι το κράτος έχει θετική υποχρέωση να μεριμνήσει για την υγεία του κρατούμενου με τα ενδεδειγμένα ιατρικά μέσα. Εάν δεν το πράξει ενδέχεται να έχει ευθύνη για παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων του. Υπ' αυτή την εκδοχή η αναγκαστική σίτιση μπορεί να είναι επιβεβλημένη ιατρικά και νομικά πράξη. Η εφαρμογή αυτής της ιατρικής πράξης όμως δεν πρέπει να οδηγεί σε τιμωρία ή σε εξευτελισμό του κρατουμένου. Πρέπει δηλαδή να γίνεται σύμφωνα με τα πρότυπα της ιατρικής επιστήμης για την πραγματοποίηση ιατρικής πράξης χωρίς συγκατάθεση του ασθενούς, δηλαδή όταν συντρέχει κατεπείγων κίνδυνος για την υγεία του. Αυτό προβλέπεται και από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, δηλαδή τον Ν.3418/2005 που ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 3 ότι η συναίνεση κατ' εξαίρεση δεν απαιτείται σε επείγουσες περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής βοήθειας. Η ίδια ακριβώς εξαίρεση συντρέχει σύμφωνα με τον ίδιο νόμο για την διακριτή περίπτωση της απόπειρας αυτοκτονίας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ιατρός έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προχωρήσει στην ενδεδειγμένη ιατρική πράξη για την σωτηρία της ζωής του ασθενούς.
Σε δύο υποθέσεις μάλιστα, το ΕΔΔΑ κάλεσε με ασφαλιστικό μέτρο τους προσφεύγοντες να διακόψουν την απεργία πείνας για να διασφαλιστεί το δικαίωμά τους στην ζωή, ζητώντας κατεπειγόντος από τα κράτη να λάβουν άμεσα κάθε ενδεδειγμένο ιατρικό μέσο για την προστασία τους (απόφαση ILAŞCU και άλλοι κατά Μολδαβίας, 8.7.2004, προσβάσιμη σε http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-61886 και RODIĆ και άλλοι κατά Βοσνίας Ερζεγοβίνης, 27.5.2008, προσβάσιμη σε http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-86533)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου