Πέρσι, μία συνταγματικώς κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή αρνήθηκε να χορηγήσει αντίγραφο εγγράφου που τηρούσε, με αποτέλεσμα ο ενδιαφερόμενος να ζητήσει την έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας για να διαταχθεί η αρχή να χορηγήσει το αντίγραφο. Τότε, ο πρόεδρος της αρχής εξεμάνη και πήρε τηλέφωνο τον εισαγγελέα, τον οποίο επέπληξε, υπογραμμίζοντάς του ότι η Αρχή είναι "ανεξάρτητη", εννοώντας ότι δεν νομιμοποιείται η εισαγγελία να εκδίδει τέτοιες παραγγελίες.
Ας δούμε, όμως, τι λέει η νομοθεσία για το ποιος είχε δίκιο, ο εισαγγελέας ή ο πρόεδρος της ανεξάρτητης αρχής.
Tα όρια της ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων αρχών
Οι συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές υπάγονται από το ίδιο το σύνταγμα στην "Διοίκηση" (άρθρο 101Α Σ.). Ως ανώτατα όργανα, ασκούν εκτελεστική εξουσία, παράλληλα προς την Κυβέρνηση και τον ΠτΔ (άρθρο 26 παρ. 2 Σ.).
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α΄ του Ν.3051/2002 περί συνταγματικώς κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών
"οι ανεξάρτητες αρχές απολαύουν λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεν υπόκεινται σε εποπτεία και έλεγχο από κυβερνητικά όργανα ή άλλες διοικητικές αρχές"
Κατά το άρθρο 2 παρ. 8 εδ. α΄ του 3051/2002,
"Κατά των εκτελεστών αποφάσεων των ανεξάρτητων αρχών μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και οι προβλεπόμενες στο Σύνταγμα και τη νομοθεσία διοικητικές προσφυγές."
Κατά το άρθρο 2 παρ. 9 του 3051/2002,
"Οι ανεξάρτητες αρχές έχουν την ικανότητα να παρίστανται αυτοτελώς σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις τους."
Κατά το άρθρο 4 παρ. 8 του 3051/2002,
"οι ανεξάρτητες αρχές εκπροσωπούνται δικαστικώς από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή από μέλη της νομικής τους υπηρεσίας. Όταν εκδικάζονται ένδικα βοηθήματα ή μέσα Υπουργών οι ανεξάρτητες αρχές εκπροσωπούνται από δικηγόρους παρ΄Αρείω Πάγω εξειδικευμένους στο αντικείμενό τους, με απόφασή τους, με την οποία παρέχεται η σχετική πληρεξουσιότητας. Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών και οι Βοηθοί τους σε περίπτωση που διώκονται ή ενάγονται για πράξεις ή παραλείψεις κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους μπορούν να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων με μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους".
Από τις παραπανω διατάξεις προκύπτει ότι οι ανεξάρτητες αρχές δεν υπόκεινται μεν σε έλεγχο ή εποπτεία από άλλες διοικητικές αρχές ή κυβερνητικά όργανα, δηλαδή από την εκτελεστική εξουσία, αλλά ελέγχονται κανονικότατα από τη Δικαιοσύνη και τα δικαστήρια, όπως κάθε κρατικός φορέας.
Μπορεί να μην έχουν αυτοτελή νομική προσωπικότητα, υπαγόμενες απευθείας στο νομικό πρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, έχουν όμως αυτοτελή ικανότητα δικαστικής παράστασης. Εξάλλου, εκτός από την αίτηση ακύρωσης, σε περίπτωση που ανεξάρτητη αρχή προκαλέσει αστική ζημία μπορεί να εναχθεί και με αγωγή αποζημίωσης με βάση το άρθρο ΕισΝΑΚ 105 στα πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια.
Υπάρχει όμως ποινική ασυλία των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3613/2007, για τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών ισχύουν αναλογικά οι περί ασυλίας διατάξεις του Συνηγόρου του Πολίτη. Αυτό σημαίνει ότι τα μέλη των συνταγματικώς κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή πράξη που διενήργησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δίωξη επιτρέπεται κατόπιν εγκλήσεως μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση, εξύβριση ή παραβίαση του απορρήτου. [Παρένθεση: στα "μέλη" περιλαμβάνεται άραγε και ο πρόεδρος μιας ανεξάρτητης αρχής;]. Η διάταξη εισάγει ακαταδίωκτο και ασυλία, χωρίς όμως να συνοδεύεται από διάταξη που να λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείσα, όπως η δυνατότητα άρσης της ασυλίας που υπάρχει για τους βουλευτές. Γι' αυτό η διάταξη είναι αντισυνταγματική, καθώς αφαιρεί από τους ενδιαφερόμενους το συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά των μελών των ανεξάρτητων αρχών, κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 20 και άρθρο 25 Σ.). Παράλληλα, περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Αν όμως προστεθεί νομοθετικά η δυνατότητα άρσης αυτής της ασυλίας (λ.χ. από την κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας που ελέγχει τις ανεξάρτητες αρχές), τότε θα επέλθει μια μερική εξισορρόπηση, ενόψει και των σκοπών της διάταξης που είναι να αποφευχθούν οι ενοχλητικές διώξεις που θα αποπροσανατόλιζαν τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών από την θεσμική τους αποστολή.
Συνεπώς, η λειτουργική ανεξαρτησία των ανεξάρτητων αρχών αφορά την απαγόρευση ελέγχου και εποπτείας από την εκτελεστική, όχι την δικαστική λειτουργία. Οι ανεξάρτητες αρχές δεν είναι υπεράνω δικαιοσύνης.
Η νομική θέση της εισαγγελίας
Σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών:
"Η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία."
Συνεπώς, ο εισαγγελικός έλεγχος σε ανεξάρτητη αρχή δεν απαγορεύεται, αφού η εισαγγελία δεν αποτελεί τμήμα της εκτελεστικής εξουσίας.
Η νομική φύση της εισαγγελικής παραγγελίας χορήγησης αντιγράφων
Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, ο εισαγγελέας πρωτοδικών:
"Δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ."
Η γραμματεία που υποστηρίζει τη λειτουργία μιας ανεξάρτητης αρχής, αποτελεί (σύμφωνα με τους ιδρυτικούς νόμους όλων των συνταγματικώς κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών) μια δημόσια υπηρεσία. Η Αρχή ταυτίζεται κατ' ακριβολογία μόνο με το "διοικητικό συμβούλιο" που διοικεί αυτήν την υπηρεσία. Ως εκ τούτου, η γραμματεία αυτή, στο αρχείο της οποίας θα τηρείται και το σχετικό έγγραφο, προφανώς αποτελεί μια "υπηρεσία του Δημοσίου", την οποία νομιμοποιείται να διατάξει ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, κατά τα ανωτέρω.
Συνεπώς, η εισαγγελική παραγγελία είναι εξουσιαστική πράξη μέλους μιας δικαστικής αρχής που είναι πλήρως ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία.
Η απάντηση
Η εισαγγελική παραγγελία με την οποία διατάσσεται μια ανεξάρτητη αρχή να παραδώσει έγγραφα αποτελεί εξουσιαστική πράξη η οποία δεν προέρχεται από "κυβερνητικό όργανο" ή "άλλη διοικητική αρχή". Ως εκ τούτου, ο εισαγγελέας που εκδίδει μια τέτοια παραγγελία δεν προσβάλλει την ανεξαρτησία της ανεξάρτητης αρχής, κατά την έννοια που δεν την προσβάλλει και το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν ακυρώνει μια εκτελεστή πράξη της ή το Διοικητικό Πρωτοδικείο όταν την καταδικάζει να καταβάλει αποζημίωση για την ζημία που τυχόν προκάλεσαν οι πράξεις της.
Οι ανεξάρτητες αρχές δεν είναι υπεράνω δικαιοσύνης, άρα ούτε υπεράνω των εισαγγελικών αρχών, όταν οι τελευταίες περιορίζονται στα απαριθμούμενα στο νόμο καθήκοντά τους.
Επομένως, κακώς ο Πρόεδρος εξεμάνη που έλαβε μια εισαγγελική παραγγελία: ο εισαγγελέας είχε αρμοδιότητα να την απευθύνει στην ανεξάρτητη αρχή, χωρίς να θίγει κατ'΄αυτόν τον τρόπο την ανεξαρτησία της αρχής.
Το ότι η ανεξάρτητη αρχή, ως εξειδικευμένος κρατικός φορέας που διαθέτει υψηλής κατάρτισης νομικό προσωπικό, θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα από τον κάθε εισαγγελέα πρωτοδικών πότε πρέπει και πότε δεν πρέπει να χορηγεί αντίγραφα των εγγράφων που τηρεί είναι μια άλλη συζήτηση, για την οποία, πάντως, δεν φταίει ο εισαγγελέας που απλώς εφάρμοσε το νόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου