Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2008

Σύμφωνο Συμβίωσης β΄συζήτηση Ολομέλειας: ομιλία Θεοδώρας Τζάκρη

Πρακτικά κατ' άρθρον συζήτησης νομοσχεδίου στην Ολομέλεια της Βουλής στις 11.11.2008
Σχολιάζω με κόκκινο ενδιάμεσα

ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, για μια ακόμη φορά η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έκλεισε τα μάτια στην κοινωνική πραγματικότητα των ομόφυλων ζευγαριών και παρ’ όλο που δέχτηκε να θεσπίσει ένα νομικό πλαίσιο για την προστασία της εκτός γάμου συμβίωσης των ετεροφύλων, αρνήθηκε να εντάξει στο πλαίσιο αυτό και τα ομόφυλα ζευγάρια. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., όμως, με την πλήρη και εμπεριστατωμένη πρόταση νόμου που κατέθεσε ήδη επεκτείνει τη δυνατότητα αυτή και στα ομόφυλα ζευγάρια.

Όχι "το ΠΑΣΟΚ", αλλά οι δεκαεννιά βουλευτές του που τόλμησαν να προτείνουν το σχεδικό σχέδιο νόμου. Η ηγεσία του κόμματος δεν το υπογράφει. Δεν υπάρχει επίσης κάποια δέσμευση ότι θα θεσπιστεί σε περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ έρθει στην κυβέρνηση.


Έτσι, με το παρόν νομοσχέδιο θεσμοθετείται η δυνατότητα συμβίωσης μόνο μεταξύ ετεροφύλων ζευγαριών και δη με μία παντελώς αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος του συμφώνου συμβίωσης, στο πλαίσιο της οποία τα ζευγάρια που συνάπτουν το υπ’ όψιν σύμφωνο να στερούνται σε μεγάλο βαθμό την προστασία της πολιτείας και να απολαμβάνουν πολύ λιγότερα δικαιώματα από αυτά των εγγάμων ζευγαριών. 

Και στο νομοσχέδιο του ΠΑΣΟΚ πάντως, τα ζευγάρια με σύμφωνο εξαιρούνται του δικαιώματος υιοθεσίας καθώς και του δικαιώματος ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Το ΠΑΣΟΚ το 2002 φρόντισε η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή να αναγνωρίζεται ως γονεϊκή δυνατότητα μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια και με καμία διάταξη του νέου νομοσχεδίου του δεν αίρει αυτή την αθέμιτη διάκριση.

Έτσι, από το σύνολο των διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου καταλαβαίνουμε ότι η ελεύθερη συμβίωση αντιμετωπίζεται υποβαθμισμένα απέναντι στο γάμο, χωρίς όμως να υπάρχει καμμία δικαιολογητική βάση προς τούτο. 
Στο άρθρο 2 βλέπουμε ότι δεν επιτρέπεται να συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης, αν υπάρχει προηγούμενος γάμος ή προηγούμενο σύμφωνο. Ωστόσο, επιτρέπεται να συναφθεί γάμος παρά την ύπαρξη προηγούμενου συμφώνου συμβίωσης και μάλιστα ο μεταγενέστερος αυτός γάμος λύει αυτοδίκαια το υφιστάμενο σύμφωνο. Δηλαδή αυτός που τελεί γάμο με κάποιον, ενώ υφίσταται ήδη γάμος του με άλλο πρόσωπο, που δεν έχει λυθεί ή ακυρωθεί, αμετάκλητα θεωρείται δίγαμος, ενώ αυτός που τελεί γάμο με κάποιον, ενώ υφίσταται ήδη σύμφωνο συμβίωσης με άλλο πρόσωπο που τελεί σε ισχύ, θεωρείται ότι απλά ωρίμασε και εισπράττει και τις ευλογίες του νόμου και της κοινωνίας! 

Και στο νομοσχέδιο του ΠΑΣΟΚ ακριβώς το ίδιο προτείνεται με μια διαφορά: η ύπαρξη συμφώνου αναφέρει ότι "εμποδίζει" το γάμο, αλλά αμέσως πιο κάτω, αναφέρεται ότι η τέλεση γάμου λύει το προϋπάρχον σύμφωνο συμβίωσης! Τι υποκρισία!


Στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του προτεινόμενου νομοσχεδίου ορίζεται η λύση του συμφώνου συμβίωσης ότι καταχωρείται στο ειδικό βιβλίο, όπου καταχωρήθηκε και η σύστασή του. Εάν, όμως, κάποιος λύσει το σύμφωνο, συνάπτοντας νέο γάμο και δεν καταχωρήσει το νέο γάμο στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρεί το σύμφωνο, τότε το σύμφωνο θα συνεχίσει να υφίσταται και ο συμβαλλόμενος αυτού που προχώρησε σε κρυφό γάμο θα αγνοεί τη λύση του. Αν συνδυάσουμε, όμως, τη διάταξη αυτή με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διάταξη του άρθρου 6, σύμφωνα με την οποία αξιώσεις εκάστου των μερών για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου παραγράφονται μετά δύο έτη από τη λύση του συμφώνου, τότε βλέπουμε τον κίνδυνο που διατρέχει το ανυπαίτιο συμβαλλόμενο μέρος, που όταν συνειδητοποιήσει τη λύση του συμφώνου θα έχει χάσει ήδη, λόγω παραγραφής, τις οικονομικές αξιώσεις του κατά του αντισυμβαλλομένου του. Ουσιαστικά, δηλαδή, πρόκειται για παγίδευση του συμβαλλομένου μέρους και είναι κρίμα που αυτή η υπονόμευση γίνεται από την ίδια τη νομοθεσία.

Μιλάμε δηλαδή για την περίπτωση που ένα ζευγάρι έχει σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης και ο ένας από τους δύο απατάει τον άλλο συνάπτοντας "κρυφό" γάμο. Πως είναι δυνατόν να τελεστεί "κρυφός" γάμος - τουλάχιστον "πιο κρυφός" από τη σύναψη συμφώνου - με τόσες διατάξεις δημοσιότητας που προβλέπει ο Αστικός Κώδικας (δημοσιεύσεις σε εφημερίδες, άδειες γάμου, ληξιαρχεία κλπ), μόνο το ΠΑΣΟΚ το γνωρίζει.

Μόνη λύση θα ήταν να υιοθετηθεί η πρόταση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και να θεσμοθετηθεί ως κώλυμα για τη σύναψη του γάμου η προηγούμενη λύση του συμφώνου με προσθήκη στη σχετική διάταξη του Αστικού Κώδικα, κάτι που, εν πάση περιπτώσει, είναι εξαιρετικά ευχερές αφού το σύμφωνο λύεται, μεταξύ άλλων, και με απλή γνωστοποίηση στον αντισυμβαλλόμενο. 
Όσον αφορά τα οικονομικά ζητήματα που ρυθμίζει το προτεινόμενο για ψήφιση σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, θα σημειώσουμε κατ’ αρχάς το άρθρο 6 που αφορά τις περιουσιακές σχέσεις, όπου συναντάμε σοβαρές μειονεξίες της νομιμοποιούμενης ελεύθερης συμβίωσης απέναντι στο θεσμό του γάμου, που δεν έχουν όμως κανένα δικαιοπολιτικό έρεισμα. 
Και πιο συγκεκριμένα: Ενώ στο γάμο υπάρχει το κατ’ αριθμό 1400 του Αστικού Κώδικα τεκμήριο συμμετοχής του ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου, που είναι μαχητό και για τις δύο πλευρές και ανέρχεται στο 1/3 της περιουσίας του άλλου συζύγου, ενώ συγχρόνως στο άρθρο 1402 του Αστικού Κώδικα θεσπίζεται και παροχή ασφαλείας του δικαιούχου στην περιουσία του υποχρέου συζύγου ως την εκδίκαση της υπόθεσής του στο δικαστήριο, η δε αξίωση του δικαιούχου συζύγου, εφόσον έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί γι’ αυτήν αγωγή κληρονομείται και από τους κληρονόμους του.
Αντίθετα, στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης ο συμβαλλόμενος δεν έχει υπέρ του κανένα τεκμήριο, ούτε καν μαχητό, συμμετοχής στα αποκτήματα του αντισυμβαλλομένου σε περίπτωση λύσης του συμφώνου συμβίωσης. Ακόμη, δεν έχει καμμία δυνατότητα εξασφάλισής του εγγράφοντας υποθήκη σε ακίνητα του συμβίου του, σύμφωνα με το άρθρο 1401 του Αστικού Κώδικα, μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεως στο δικαστήριο, ενώ, τέλος, και σε περίπτωση που η αξίωσή του έχει αναγνωριστεί από τον αντισυμβαλλόμενό του ή έχει ασκηθεί αγωγή γι’ αυτήν, οι κληρονόμοι του δεν μπορούν να την διεκδικήσουν, χωρίς ωστόσο να υπάρχει καμμία δικαιολογία αυτής της άνισης ρύθμισης. 
Ερχόμενοι στο ζήτημα της διατροφής μετά τη λύση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης, αντικρίζουμε μια προβληματική διάταξη, αυτήν του άρθρου 7. Συγκεκριμένα, στην αρχή της διάταξης ορίζεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν, αν θέλουν, αμοιβαία ή μονομερή υποχρέωση διατροφής για την περίπτωση λύσης του συμφώνου, ωστόσο η συμφωνία αυτή θα είναι ισχυρή μόνο στην περίπτωση που μετά τη λύση του συμφώνου, το δικαιούχο της διατροφής μέρος δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή από την περιουσία του.
Αφήνετε, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, εδώ εν προκειμένω το ουσιώδες ζήτημα του δικαιώματος διατροφής του συμβαλλομένου στο σύμφωνο στην ελεύθερη επιλογή – συμβατική ελευθερία των μερών, λες και πρόκειται για μια κοινή σύμβαση του Αστικού Κώδικα και παρεμβαίνετε ως κράτος μόνο και μόνο για να απαγορεύσετε να συμφωνηθεί διατροφή υπέρ ενός συμβαλλομένου, αν αυτός δεν είναι τελείως άπορος. Δηλαδή, αντί να προστατεύσετε τον αδύναμο από τον ισχυρό συμβαλλόμενο στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, εσείς εμποδίζετε και τον ισχυρό συμβαλλόμενο να τον προστατεύσει ακόμη και σε εκείνη την περίπτωση που αυτός θα θέλει να τον προστατεύσει!
Παρακάτω, στην ίδια ταραχώδη από πλευράς διατύπωσης και νοήματος, διάταξη του άρθρου 7 του προτεινόμενου νόμου και στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι και αν ο υπόχρεος για διατροφή συμβαλλόμενος συμφώνησε να δώσει διατροφή στο δικαιούχο αντισυμβαλλόμενο του, μετά τη λύση του συμφώνου και αν ακόμη ο τελευταίος είναι άπορος και την έχει ανάγκη τη διατροφή αυτή και πάλι ο υπόχρεος, δηλαδή ο οικονομικά δυνατός συμβαλλόμενος, μπορεί να αρνηθεί να την καταβάλει, προτείνοντας ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής ή των προσώπων που υποχρεούται να διατρέφει από γάμο.
Προσοχή, όμως. Τα παραπάνω δεν ισχύουν και αντίστροφα. Δηλαδή, σε κάθε περίπτωση ο συμβαλλόμενος στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης είναι λιγότερο «σύζυγος» και λιγότερο «γονιός» από τον συμβαλλόμενο σε γάμο και το γονέα παιδιού που αποκτήθηκε σε γάμο και γι’ αυτό χρήζει λιγότερης προστασίας; Αυτό είναι το πνεύμα του νόμου που εσείς εισάγετε και γι’ αυτό εμείς λέμε ότι είναι άδικος και αδικαιολόγητος, κύριε Υπουργέ.
Βέβαια, παρ’ ότι στο οικονομικό κομμάτι της ελεύθερης συμβίωσης ο προτεινόμενος νόμος δεν παρεμβαίνει ή παρεμβαίνει μόνο για να μας πείσει ότι θα πρέπει να τον αποφύγουμε, στο άρθρο 5 ορίζει ότι ο κάθε συμβαλλόμενος στο σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, εφόσον συγκατατίθεται και ο άλλος σύζυγος, θα μπορεί να χρησιμοποιήσει στις κοινωνικές του σχέσεις το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του. Δηλαδή, ό,τι δεν μπορεί να κάνει κάποιος στο γάμο του, θα μπορεί να το κάνει ή να το επιβάλλει στην ελεύθερη συμβίωση. Δεν θα μείνω μόνο στο ότι η διάταξη αυτή συνιστά μια οπισθοχώρηση στην κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Δημιουργεί και άλλο πρόβλημα. Διότι, ο οικονομικά ισχυρός συμβαλλόμενος μπορεί να πετύχει τη χρήση κοινού επωνύμου –του δικού του δηλαδή- με αντάλλαγμα μια πιθανή συμφωνία διατροφής στα πλαίσια του συμφώνου, ενώ αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να ισχύσει στο γάμο.
Όσον αφορά τώρα το τεκμήριο της πατρότητας, η διάταξη του άρθρου 10 θεωρώ ότι βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση, γιατί ακριβώς ακολουθεί τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα για το γάμο, ενώ για την περίπτωση λύσης του συμφώνου ορθώς ορίστηκε ότι θα εφαρμοσθεί ό,τι και για την περίπτωση λύσης του γάμου και την άσκηση γονικής μέριμνας των τέκνων, παραπέμποντας ορθώς στο άρθρο 1513 του Αστικού Κώδικα.
Όταν ερχόμαστε βέβαια στο κληρονομικό δίκαιο επιστρέφουμε στην αρχική άδικη διάκριση του επιζώντος συζύγου από τον επιζώντα συμβαλλόμενο σε σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Έτσι, ο επιζών σύζυγος έχει σαφώς μεγαλύτερο μερίδιο στην περιουσία του συζύγου από τον επιζώντα σύντροφο, μετά το θάνατο του συντρόφου του με τον οποίο ζούσε με σύμφωνο συμβίωσης, ενώ συγχρόνως στερείται το λεγόμενο εξαίρετο του άρθρου 1820 του Αστικού Κώδικα, ενώ λαμβάνει σαφώς μικρότερη νόμιμη μοίρα από τον αντίστοιχο επιζώντα σύζυγο. Δικαιολογητική βάση αυτής της διάκρισης, η αντίληψη ότι το σύμφωνο δεν είναι γάμος, ούτε κοινωνικά αναγνωρισμένη κατάσταση, αλλά μια φάρσα γάμου που μας αναγκάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση να προσποιηθούμε ότι αποδεχόμαστε και περιβάλουμε νομοθετικά.

Από καμία διάταξη κοινοτικού δικαίου προκύπτει υποχρέωση της Ελλάδας να θεσμοθετήσει σύμφωνο συμβίωσης.

Ουδεμία πρόβλεψη, όμως, υπάρχει στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο, για τροποποίηση-συμπλήρωση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, ώστε στην έννοια της οικογένειας του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του οικείου τους, να περιληφθεί και ο σύντροφος που ζούσε με το θανόντα σε ελεύθερη συμβίωση.
Τέλος και εξίσου σημαντικό είναι ότι στο συμβαλλόμενο σε σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, πρέπει να θεμελιωθεί και να αναγνωριστεί η δυνατότητα να θεμελιώνει δικαίωμα στη σύνταξη του θανόντα συντρόφου του, κάτι που το Συμβούλιο της Επικρατείας επιδίκασε με μία και μόνο εξαιρετική του απόφαση πρόσφατα, ωστόσο το κράτος αρνείται να θεσμοθετήσει στην πράξη.
Ενόψει των ανωτέρω, δεν μας κάνει καμμία εντύπωση η διάταξη του άρθρου 2 του προτεινόμενου νομοσχεδίου που απαιτεί στα συμβαλλόμενα μέρη την πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα για τη σύναψη του συμφώνου, καίτοι αρχικά αυτό μας είχε ξενίσει, κυρίως δεδομένου ότι για τη σύναψη του γάμου αρκεί συχνά και περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα.
Πράγματι είναι τόσο μικρή η προστασία του συμβαλλόμενου στο σύμφωνο από το νόμο και τόσο αντίθετες προς το δίκαιο και τη νομιμότητα οι διατάξεις του, ώστε είναι αναγκαίο οι πολίτες που πρόκειται να συμβληθούν σε αυτό να έχουν την απαιτούμενη πλήρη συμβατική ικανότητα για να αντιληφθούν βασικά ότι πρέπει να το αποφύγουν. 
Σε αντίθεση με τις αδικίες που θεσμοθετεί το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατέθεσε προς ψήφιση ένα πλήρης νομοθετικό κείμενο που αντιμετωπίζει το σύμφωνο σε πλήρη ισοτιμία με το θεσμό-αστική σύμβαση του γάμου και παρέχει πλήρη νομική στήριξη στα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά και στα τέκνα που πρόκειται να γεννηθούν στα πλαίσια αυτού. Άλλωστε, σε κανένα σημείο η παρούσα Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να πείσει για την αξία της εισαγωγής της προαναφερομένης διακρίνουσας μεταχείρισης σε βάρος του συμφώνου έναντι του γάμου, καταδεικνύοντας ότι μοναδικός σκοπός της ψήφισης του παρόντος νομοσχεδίου –παρωδίας νομοθετικής ρύθμισης- είναι να προσποιηθούμε ότι ακολουθούμε ευρωπαϊκή πορεία, ενώ στην πραγματικότητα η μόνη μας έγνοια είναι να μην απολέσουμε τις ψήφους του πλέον συντηρητικού κομματιού της ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά το δεύτερο κεφάλαιο του προτεινόμενου νομοσχεδίου, νομίζω ότι οι διατάξεις του άρθρου 14 που τροποποιούν το αμάχητο τεκμήριο του κλονισμού του γάμου στη συνεχή τετραετή διάσταση και το μειώνουν στη διετία, είναι σύμφωνο με την παρούσα πραγματικότητα.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Έλσα Παπαδημητρίου): Κυρία συνάδελφε, ολοκληρώστε παρακαλώ.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ: Ολοκληρώνω σε δύο λεπτά, κυρία Πρόεδρε. 
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Έλσα Παπαδημητρίου): Έχετε μιλήσει ήδη δέκα λεπτά.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ: Το ίδιο έκανε και η κ. Παπακώστα.
ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Έλσα Παπαδημητρίου): Μη μου λέτε κάθε φορά τι έκανε η κ. Παπακώστα. Ουδείς κάνει την υπέρβαση…
ΘΕΟΔΩΡΑ ΤΖΑΚΡΗ:…όπως επίσης και διαθέτω χρόνο δευτερολογίας και στην παρούσα συζήτηση, τον οποίο και εξαντλώ, κυρία Πρόεδρε. 
Συνεχίζω, λοιπόν. Ωστόσο, θα μπορούσε εν προκειμένω στο άρθρο 1439 του Αστικού Κώδικα να προστεθεί στην ομάδα των αμάχητων τεκμηρίων, η επιβουλή κατά της ζωής, αλλά και η «ενδοοικογενειακή βία» με την έννοια της πρόκλησης επικίνδυνης ή βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, είτε με άμεσο είτε με ενδεχόμενο δόλο του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 4 της παραγράφου 6 του νόμου 3500/2006, τεκμήριο που ως σήμερα εντάσσεται στα μαχητά τεκμήρια και αποδυναμώνει δικονομικά το βαλλόμενο σύζυγο.
Το άρθρο 15 που αφορά την άσκηση της γονικής μέριμνας στα εκτός γάμου τέκνα από την αναγνώρισή τους και από τη δυνατότητα της δια συμβολαιογραφικού εγγράφου συμφωνίας των γονέων, σε κάθε περίπτωση για την άσκηση της γονικής μέριμνας, είναι στη σωστή κατεύθυνση, γιατί επιτρέπει στους γονείς σε κάθε περίπτωση να καταλήξουν σε κοινά αποδεκτή λύση για το συμφέρον του παιδιού τους.
Οι διατάξεις των άρθρων 16 και επόμενα που αφορούν τη διευκόλυνση των διαδικασιών της υιοθεσίας είναι –παρά την αποσπασματικότητα της ρύθμισης- επίσης προς στη σωστή κατεύθυνση και αποτελούν διατάξεις αναγκαίες από χρόνια.
Η μόνη μου παρατήρηση είναι αναφορικά με το άρθρο 23 του προτεινόμενου νόμου, όπου θεωρώ ότι ναι μεν καλώς αυξήθηκαν τα όρια ποινής στο άρθρο 232 Α του Ποινικού Κώδικα, ήτοι στη μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις που από δέκα ημέρες έως ένα έτος, τα πλαίσια ποινής διαμορφώθηκαν από έξι μήνες έως πέντε έτη, ωστόσο όμως, θέλω να τονίσω ότι αντίστοιχα θα πρέπει κάποτε να αυξηθούν και τα όρια ποινής στο άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή, στην παραβίαση υποχρέωσης διατροφής που επίσης είναι από δέκα ημέρες έως ένα έτος, ενώ εν προκειμένω το διακύβευμα είναι πολύ σοβαρότερο από το κύρος των δικαστικών αποφάσεων, καθώς είναι η διατροφή απόρων παιδιών και συζύγων που καταλήγει να τιμωρείται με εξευτελιστικά χαμηλές τιμές.
Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε.
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Απαγόρευση λειτουργίας καμπάνας ναού λόγω ηχορύπανσης

  Σε υπόθεση που εκπροσωπώ τον θιγόμενο πολίτη, μετά από 2 προσωρινές διαταγές, το Πρωτοδικείο Καλαμάτας εξέδωσε και απόφαση ασφαλιστικών μ...