Η ροή της πληροφορίας κατά το στάδιο της προεκλογικής περιόδου αποτελεί ένα ασφυκτικά ρυθμισμένο πεδίο, στο οποίο o νόμος επιβάλλει αυστηρή οριοθέτηση του χρόνου που διατίθεται στα κόμματα, μέχρι τελευταίου δευτερολέπτου. Η τηλεοπτική προβολή θεωρείται μέχρι σήμερα η σημαντικότερη παράμετρος για την πολιτική ύπαρξη ενός πολιτικού φορέα. Η παραδοχή αυτή έχει οδηγήσει σε υπερρύθμιση, κάθετες απαγορεύσεις και συζητήσιμες συνταγματικά λύσεις.
Ας δούμε τι λέει η πρόσφατη κωδικοποίηση της εκλογικής νομοθεσίας για το θέμα αυτό (
π.δ. 26/2012).
- Σύμφωνα με το άρθρο 45, οι ρ/τ σταθμοί είναι υποχρεωμένοι για δωρεάν και απαλλαγμένη από κάθε τέλος μετάδοση προεκλογικών μηνυμάτων, ανάλογα με το χρόνο που θα κατανείμει στα κόμματα απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού που είναι αρμόδιος για τα ΜΜΕ, ύστερα από απλή γνώμη του Ε.Σ.Ρ. και της Διακομματικής Επιτροπής εκλογών. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη, ο χρόνος κατανέμεται στα κόμματα με βάση την αρχή της αναλογικής ισότητας και την εξασφάλιση της μετάδοσης των θέσεων και του προγράμματός τους. Κανένα μήνυμα δεν επιτρέπεται να μεταδίδεται την προηγούμενη, καθώς και την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης συμμετέχουν με δικαίωμα ψήφου και εκπρόσωποι των κομμάτων ή συνασπισμού κομμάτων, τα οποία έχουν πλήρεις συνδυασμούς υποψηφίων στα τρία τέταρτα (3/4) των εκλογικών περιφερειών της χώρας.
- Κατά το άρθρο 46 εισάγεται απόλυτη απαγόρευση στα πολιτικά κόμματα για μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων μέσω ρ/τ σταθμών, κατά την προεκλογική περίοδο, με εξαίρεση όσων επιβάλλονται από το άρθρο 45.
- Με το άρθρο 47 εισάγεται επίσης για τους υποψήφιους βουλευτές απόλυτη απαγόρευση ραδιοτηλεοπτικών διαφημηστικών μηνυμάτων. Απαγορεύεται επίσης, από δημόσιους και ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς ελεύθερης λήψης, καθώς και από φορείς παροχής συνδρομητικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών υπηρεσιών, η μετάδοση κάθε είδους εκπομπών, οι οποίες παρουσιάζονται, αμέσως ή εμμέσως, από υποψήφιους βουλευτές. Οι εμφανίσεις υποψήφιων βουλευτών σε πάσης φύσεως εκπομπές δημόσιων ή ιδιωτικών ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών σταθμών ελεύθερης λήψης, καθώς και σε φορείς παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, υπό οποιαδήποτε μορφή, επιτρέπεται, ως εξής:
α. Σε κάθε ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό εθνικής εμβέλειας επιτρέπεται η εμφάνιση του υποψήφιου βουλευτή, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου μόνο μία φορά.
β. Σε κάθε ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας, επιτρέπεται η εμφάνιση του υποψήφιου βουλευτή κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου μέχρι δύο φορές.
γ. Ως εμφανίσεις κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου θεωρούνται οι προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, η συμμετοχή τους σε οργανωμένες συζητήσεις, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τα δελτία ειδήσεων, καθώς και η κάλυψη, κατόπιν αιτήματος του υποψηφίου βουλευτή, της προεκλογικής του δραστηριότητας.
3. Από τους περιορισμούς της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι Πρόεδροι ή Αρχηγοί κομμάτων και οι υποψήφιοι βουλευτές επικρατείας.
- Το άρθρο 49 απαγορεύει την μετάδοση δημοσκοπήσεων 15 ημέρες πριν τις εκλογές.
Από το παραπάνω αυστηρότατο πλαίσιο, το οποίο προβλέπει σοβαρές κυρώσεις για τα μέσα ενημέρωσης που θα το παραβιάσουν, προκύπτει ότι κατ' ουσίαν ο μόνος τηλεοπτικός χρόνος που μπορούν να έχουν τα κόμματα αποφασίζεται από την Διακομματική Επιτροπή Εκλογών, "τακτοποιείται" από την γνωμοδότηση του ΕΣΡ, και "επικυρώνεται" από τον αρμόδιο υπουργό με απόφασή του.
Νομικά ζητήματα που ανακύπτουν από αυτούς τους ασφυκτικούς περιορισμούς είναι κατά πόσον είναι συμβατοί με το δικαίωμα ενεργητικής πληροφόρησης των υποψηφίων που προβλέπεται από το άρθρο 5Α του Συντάγματος, αλλά και το δικαίωμα ελεύθερης μετάδοσης και λήψης πληροφοριών που προβλέπεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το μεν Σύνταγμα επιτρέπει περιορισμούς, αλλά μόνο όταν αυτοί στοχεύουν στην καταπολέμηση του εγκλήματος, την εθνική ασφάλεια ή την προστασία δικαιωμάτων τρίτων. Η δε ΕΣΔΑ επιτρέπει περιορισμούς μόνον αυτοί στοχεύουν σε μια σειρά αντίστοιχων έννομων αγαθών. Εάν ένας νόμος επινοεί ένα άλλο, άγνωστο μέγεθος, το οποίο επιχειρεί να προστατεύσει θυσιάζοντας την ελευθερία της πληροφόρησης, προφανώς θα είναι αντίθετος στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Με μια τέτοια υπόθεση ασχολήθηκε σχετικά πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας, όταν η "Δράση" προσέφυγε εναντίον της υπουργικής απόφασης που όριζε ελάχιστα λεπτά τηλεοπτικής προβολής στις ευρωεκλογές του 2009. Η Επιτροπή Αναστολών με μια πρώτη απόφαση απέρριψε την αίτηση αναστολής της υπουργικής απόφασης (βλ.
εδώ). Στη συνέχεια όμως, η
Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση 3427/2010 διαπίστωσε ότι όντως η κατανομή τηλεοπτικού χρόνου ήταν άνιση για τα νεοπαγή κόμματα, με το εξής δόκιμο σκεπτικό:
"13. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις κατανέμουν χρόνο ραδιοτηλεοπτικής προβολής στα κόμματα, τα οποία θα συμμετάσχουν στις εκλογές της 7.6.2009. Για μεν τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και για τα κόμματα «που έχουν λάβει στις αμέσως προηγούμενες ευρωεκλογές τουλάχιστον
0,50% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων
», οι πράξεις αυτές συνάγουν τεκμήριο συμμετοχής τους στις εκλογές της 7.6.2009 για δε τα λοιπά κόμματα (εν οις και το νεοπαγές αιτούν) οι προσβαλλόμενες πράξεις προϋποθέτουν την ανακήρυξη των συνδυασμών τους από τον 'Αρειο Πάγο, η οποία, κατ εφαρμογήν του άρθρου 3 παρ. 8 του ν. 1180/1981, συμπίπτει με την 24.5.2009. Η διαφοροποίηση αυτή οδηγεί και σε διαφοροποίηση του χρονικού σημείου ενάρξεως της μεταδόσεως των προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων εντός του διατιθεμένου σε αυτά χρόνου. Η έναρξη αυτή συμπίπτει με την δημοσίευση της πρώτης υπουργικής αποφάσεως για τα κόμματα της πρώτης κατηγορίας (13.5.2009), με την δημοσίευση της δεύτερης υπουργικής αποφάσεως για τα κόμματα της δεύτερης κατηγορίας (15.5.2009) και με την 24.5.2009 για τα λοιπά (όπως το αιτούν) κόμματα. Όμως, η συνταγματική αρχή της ισότητας, η οποία διέπει και την ύλη που ρυθμίζει το άρθρο 15 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο του Συντάγματος, επιβάλλει μια κοινή αφετηρία για τα κόμματα κατά την ρύθμιση της προεκλογικής τους προβολής από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, πέρα της οποίας και μόνο επιτρέπεται η περαιτέρω διαφοροποίηση των κομμάτων κατ εφαρμογήν της ειδικότερης αρχής της αναλογικής ισότητας. Ως κοινή αφετηρία δεν νοείται μόνον ο ελάχιστος, αλλά πάντως επαρκής χρόνος για την μετάδοση των θέσεων και του προγράμματος των κομμάτων, αλλά και η κοινή για όλα τα κόμματα έναρξη της μεταδόσεως των ραδιοτηλεοπτικών τους μηνυμάτων, λαμβανομένης ιδίως υπ όψη της απαγορεύσεως του άρθρου 11 του ν. 3023/2002. Η απόκλιση ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, από την αρχή της ισότητος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εκ μόνου του ότι οι παραπάνω κατηγορίες κομμάτων τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, δηλαδή τα μεν εκπροσωπούνται, τα δε δεν εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Από την άποψη, όμως, της ρυθμιζομένης ύλης (ήτοι της προεκλογικής προβολής των κομμάτων), κρίσιμο είναι ότι, λόγω ακριβώς των διαφορετικών αυτών συνθηκών, τα μεν εκπροσωπούμενα κόμματα είχαν ανεμπόδιστη δυνατότητα προβολής του προγράμματος και των θέσεών τους πριν από την έναρξη ισχύος της απαγορεύσεως του άρθρου 11 του ν. 3023/2002, κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο, ενώ κόμματα νεοπαγή, όπως το αιτούν, δεν είχαν τέτοια δυνατότητα, ακριβώς επειδή ιδρύθηκαν λίγο χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος της απαγορεύσεως. Η δυσμενής αυτή θέση των νεοπαγών κομμάτων δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό να καταστεί ακόμη δυσμενέστερη με την εις βάρος τους διαφοροποίηση του χρόνου ενάρξεως μεταδόσεως των προεκλογικών τους μηνυμάτων. Η αρχή της ισότητας θα επέβαλλε τουλάχιστον κοινή έναρξη του χρόνου αυτού για όλα τα κόμματα, δεδομένου ότι τα νεοπαγή έχουν για τους εκτεθέντες λόγους μεγαλύτερη ανάγκη προβολής του προγράμματος και των θέσεών τους. Επομένως, οι προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις, διαφοροποιώντας κατά τα εκτεθέντα το χρονικό σημείο ενάρξεως της μεταδόσεως των προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων, έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας."
Έτσι, το Συμβούλιο Επικρατείας έκανε δεκτή την προσφυγή της "Δράσης" και ακύρωσε τις υπουργικές αποφάσεις κατανομής του τηλεοπτικού χρόνου, λόγω παραβίασης της αρχής της ισότητας (υπήρξε όμως και μειοψηφία των δικαστών).
Το
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ασχολήθηκε επίσης με την απαγόρευση τηλεοπτικής προβολής πολιτικών μηνυμάτων στην απόφαση
TV Vest και Κόμμα Συνταξιούχων κατά Νορβηγίας (11.12.2008). Στο νορβηγικό δίκαιο υπήρχε μια απαγόρευση προβολής πολιτκών μηνυμάτων (γενικά, όχι μόνο κατά την προεκλογική περίοδο). Το Κόμμα Συνταξιούχων αγόραση τηλεοπτικό χρόνο, το TV Vest προβαλε τα spot του κόμματος κατά την προεκλογική περίοδο και το νορβηγικό ΕΣΡ του επεβαλε πρόστιμο. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Νορβηγία για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης. Στην ίδια απόφαση όμως, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι τα κράτη διαθέτουν ένα ευρύ πεδίο διακριτικής ευχέρειας για το πώς θα ρυθμίσουν τα ζητήματα ροής της πληροφορίας κατά την προεκλογική περίοδο. Έχει όμως πολύ ενδιαφέρον ότι η αιτιολόγηση της ρύθμισης από την Νορβηγία (η αγορά τηλεοπτικού χρόνου ευνοεί τα εύρωστα κόμματα) απορρίφθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο διέγνωσε ότι η αγορά τηλεοπτικού χρόνου είναι η μόνη λύση προβολής για τα μικρά κόμματα, τα οποία, σε αντίθεση με τα "εύρωστα" δεν απολαμβάνουν από μόνα τους τηλεοπτική προβολή.
Όσον αφορά το θεμιτό του περιορισμού πληροφόρησης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διαρρύθμιση του ζητήματος από την
Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης 15 (2007) για τα μέτρα που αφορούν την ενημερωτική κάλυψη των προεκλογικών εκστρατειών. Σε αυτή τη Σύσταση προβλέπεται ότι τα κράτη μπορούν να προβλέπουν νομοθετικά ότι τα δημόσια μέσα ενημέρωσης μπορούν να παρέχουν δωρεάν ραδιοτηλεοπτικό χρόνο σε πολιτικά κόμματα και υποψηφίους κατά την προεκλογική περίοδο, ισότιμα, χωρίς διακρίσεις και με βάση διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια. Στα κράτη μέλη που επιτρέπεται σε κόμματα και υποψηφίους να αγοράζουν διαφημιστικό χρόνο για εκλογικούς σκοπούς, η νομοθεσία πρέπει να διασφαλίζει ότι όλοι έχουν την δυνατότητα αγοράς σύμφωνα με ίσους όρους και τίμημα. Τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν περιορισμούς στην έκταση του χρόνου που μπορεί να αγοραστεί. Οι τακτικοί παρουσιαστές ειδήσεων και προγράμματος δεν πρέπει να παίρνουν μέρος σε αγορασμένες πολιτικές εκπομπές(!).
H Eπιτροπή συνταγματικών θεμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης (η "Επιτροπή της Βενετίας") στον
Kώδικα Καλών Πρακτικών σε Εκλογικά Ζητήματα του 2002 αναφέρει ότι για την εφαρμογή των ίσων ευκαιριών προβολής υποψηφιων υπάρχουν δύο εκδοχές: είτε "αυστηρή" ισότητα, είτε "αναλογική" ισότητα. "Αυστηρή" ισότητα σημαίνει ότι τα πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υπάρχουσα κοινοβουλευτική ή τελευταία εκλογική τους δύναμη. "Αναλογική" ισότητα (ένας όρος που υπάρχει και στην ελληνική εκλογική νομοθεσία) σημαίνει μεταχείριση ανάλογα με τον αρθμό των ψήφων. Ο Κώδικας αναφέρει ότι το πιο σημαντικό είναι να καταστρωθεί ένας κατάλογος των ΜΜΕ της χώρας και να διασφαλιστεί ότι οι υποψήφιοι διαθέτουν επαρκώς κατανεμημένο χρόνο και να υπάρχει ένα minimum χρονικής πρόσβασης στα ιδιωτικά ΜΜΕ.
Εν αναμονή, λοιπόν, της απόφασης Γιαννίτση για τον καταμερισμό του ραδιοτηλεοπτικού χρόνου.