Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007

Σύσταση ΕΣΡ στην "Πειραϊκή Εκκλησία"

Μισαλλόδοξο θεωρήθηκε το περιεχόμενο ραδιοφωνικής εκπομπής της "Πειραϊκής Εκκλησίας", από το ΕΣΡ.

Συγκεκριμένα, η απόφαση 150/2007 αναφέρει:

"Κατά την 17.1.2007 και από ώρας 13:00 έως 15:00, αναγνώστηκε µαρτυρολόγιο ιεροµάρτυρος και σχολιάστηκε ο βίος και η πολιτεία µαρτύρων. Κατά την ανάλυση του θέµατος, ο
εκφωνητής είπε τα εξής: «Σε όλους τους νεοµάρτυρες στη διάρκεια της
τουρκοκρατίας, διαπιστώνει κανείς µετ΄ εκπλήξεως ότι όλοι οι µάρτυρες οµολογούν
το ίδιο πράγµα: ο Αλλάχ και ο Μωάµεθ είναι ο µεγαλύτερος απατεώνας».

Η απόφαση θεωρεί ότι "Πρόκειται
περί φράσεων του προστηθέντος από τον ραδιοφωνικό σταθµό εκφωνητού, οι οποίες
ενδεχοµένως να θεωρηθούν ότι θίγουν θρησκευτικές µειονότητες. Για την εν λόγω
εκτροπή ενδείκνυται όπως επιβληθεί στο ραδιοφωνικό σταθµό η διοικητική κύρωση
της συστάσεως. Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος ∆ηµήτρης Χαραλάµπης και εκ των
µελών η Εύη ∆εµίρη κατά τους οποίους θα έπρεπε να επιβηθεί η διοικητική κύρωση
του προστίµου των 3.000 ευρώ."

Τελικά επιβλήθηκε στην Πειραϊκή Εκκλησία η ηθική κύρωση της σύστασης "όπως κατά τις εκποµπές του µη
προβάλλει µειωτικά, ρατσιστικά, ξενοφοβικά ή σεξιστικά µηνύµατα και
χαρακτηρισµούς, καθώς και µισαλλόδοξες θέσεις και γενικά δεν πρέπει να θίγονται
εθνοτικές και θρησκευτικές µειονότητες και άλλες ευάλωτες ή ανίσχυρες
πληθυσµιακές µονάδες, µε απειλή επιβολής αυστηροτέρων κυρώσεων."

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

Επεξηγήσεις στον Κώδικα Δεοντολογίας Ιστολογίων

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το κείμενο του ΚΔΙ αποτελεί ιδιωτική κωδικοποίηση υφιστάμενων κανόνων δεοντολογίας τόσο των μέσων ενημέρωσης όσο και της χρήσης του διαδικτύου. Πηγές των αρχών αυτών είναι υφιστάμενοι κώδικες συμπεριφοράς στο διαδίκτυο, η δεοντολογία των μέσων ενημέρωσης, νομολογία δικαστηρίων σε περιπτώσεις προσβολών προσωπικότητας, αποφάσεις ανεξάρτητων αρχών , η ίδια η νομοθεσία που διέπει την ελευθερία του λόγου και τους θεμιτούς περιορισμούς της, αλλά και η πρακτική επίλυσης προβλημάτων που έχουν ανακύψει στην μπλογκόσφαιρα.

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι οι κανόνες που ισχύουν για τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης δεν είναι πάντοτε πρόσφοροι για την περίπτωση της ατομικής δημοσιογραφίας. Πρώτον, γιατί δεν επιτελεί κάθε ιστολόγιο «ενημερωτικό» χαρακτήρα (μετάδοση ειδήσεων που αφορούν την κοινή γνώμη), αλλά και γιατί οι «συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου» δεν είναι γνωστές σε κάθε πολίτη που δημοσιογραφεί μέσω του ιστολογίου του. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι η δημοσιότητα που μπορεί να λάβει μια είδηση ή η προσβολή της προσωπικότητας ενός ατόμου μέσω διαδικτύου είναι δυνατόν να υπερβαίνει κατά πολύ τα αποτελέσματα που θα είχε η δημοσιοποίηση μέσω των συμβατικών μέσων ενημέρωσης με τους συμβατικούς και τοπικούς περιορισμούς που δεσμεύουν την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τα έντυπα μέσα.

Ως εκ τούτου, αν μια περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμισης φτάσει στη δικαιοσύνη, ο δικαστής θα πρέπει να κρίνει όχι μόνο με βάση το νόμο περί τύπου, αλλά και με βάσει τις επικρατούσες «συναλλακτικές υποχρεώσεις του τύπου». Αναζητώντας αυτές είναι πολύ πιθανό να οδηγηθεί σε ισχύοντες κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, οι οποίοι ωστόσο αφορούν επαγγελματίες δημοσιογράφους και προβλέπουν αυξημένη ευθύνη και σοβαρές υποχρεώσεις για την μορφή και τη μετάδοση της κάθε πληροφορίας. Η απ’ ευθείας εφαρμογή αυτών των κανόνων στη δράση ενός ιστολογίου και η μη αναλογική προσαρμογή τους στη φύση και το περιβάλλον του νέου μέσου, θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ελευθερία της έκφρασης.

Ένας βασικός διαχωρισμός που επιχειρείται λοιπόν με τον ΚΔΙ είναι η διάκριση ανάμεσα στις υποχρεώσεις όσων ιστολόγων μεταδίδουν ειδήσεις (των οποίων δίνεται και ένα περιεκτικός ορισμός: πληροφορίες που αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη) και στους υπόλοιπους. Εξυπακούεται ότι ο διαχωρισμός δεν συνεπάγεται κάθετες ομαδοποιήσεις, αφού σε κάθε περίπτωση ένας ιστολόγος: μπορεί σε ένα ποστ να λειτουργεί ειδησεογραφικά ενώ σε ένα άλλο ψυχαγωγικά (infotainment).

Απόπειρες τέτοιων καταγραφών έχουν γίνει και θα γίνουν πολλές. Από τη δική μου έρευνα προέκυψε (α) η υπεραπλούστευση τύπου «σκέψου πριν γράψεις», το οποίο δεν σημαίνει απολύτως τίποτε και (β) η μη υπόδειξη πρακτικών λύσεων όταν υπάρχουν διλήμματα του στυλ «να δημοσιεύσω ή όχι μια φωτογραφία;»

Σκοπός του ΚΔΙ είναι να διατυπώσει κανόνες αφαιρετικούς μεν, αλλά σαφείς και να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις σε πρακτικά ερωτήματα που ανακύπτουν ανά πάσα στιγμή.

ΙΙ. ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟΝ ΑΝΑΛΥΣΗ

Άρθρο 1

Με το Άρθρο 1, η πραγματική κατάσταση (δυνατότητα) κάθε πολίτη του Διαδικτύου να διατηρεί προσωπικό ή ομαδικό ιστολόγιο υπάγεται σε μια θεσμική παραδοχή: την δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνεπάγεται.

Το κείμενο δεν δίνει ορισμούς για την έννοια του «ιστολογίου», καθώς πρόκειται για έναν δυναμικό όρο που το περιεχόμενό του διαμορφώνεται κάθε μέρα στην πράξη.

Η παραδοχή ότι η χρήση του διαδικτύου συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζει από τη νομολογία δικαστηρίων και ανεξάρτητων αρχών, αλλά και από τη θεωρία, με την οποία έχει αναγνωριστεί ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται για την ελευθερία του λόγου και τους περιορισμούς της ισχύει και στην διαδικτυακή δράση.

Με το δεύτερο εδάφιο διευκρινίζεται ότι ο ΚΔΙ περιλαμβάνει τις αρχές εκείνες που διέπουν τη λειτουργία των ιστολογίων.

Άρθρο 2

Το άρθρο αυτό αφορά μόνο τις ειδησεογραφικές δραστηριότητες των ιστολόγων, κωδικοποιώντας τις αρχές που πρέπει να τηρούνται εφόσον ένα ιστολόγιο μεταδίδει πραγματικά περιστατικά που αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών. Η έννοια αυτή είναι επίσης δυναμική και εξαρτάται κάθε φορά από συνεκτιμήσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί π.χ. να θεωρηθεί ότι είναι μετάδοση πληροφοριών που αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών η ανάρτηση ενός προσωπικού ημερολογίου, στο οποίο καταγράφονται απλώς οι σκέψεις και οι εμπειρίες του ιστολόγου από την καθημερινότητά του. Και αυτό όμως δεν είναι απόλυτο: αν ο ιστολόγος αυτός είναι ένας πολιτικός, σίγουρα οι πληροφορίες που μεταδίδει ενδιαφέρουν εξ αντικειμένου ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών, οπότε το περιεχόμενό τους συνιστά, κατ’ αρχήν είδηση.

Οι αρχές που κωδικοποιούνται με το Άρθρο 2 είναι:

(α) η αρχή της πλήρους παράθεσης της αλήθειας. Δεν επιτρέπεται να διαδίδονται ψεύδη ή «μισές» αλήθειες

) η αρχή του ελέγχου της ακρίβειας της πληροφορίας πριν μεταδοθεί.

Εδώ ο κανόνας της προηγούμενης διασταύρωσης που είναι υποχρεωτικός για τους δημοσιογράφους, γίνεται μια ενδεικτική μέθοδος διασταύρωσης της είδησης. Ο ιστολόγος κατά κύριο λόγο θα προσλαμβάνει την είδηση από μία πηγή και ως εκ τούτου θα είναι δύσκολο να διασταυρώνει κάθε φορά. Πάντως, όταν η πληροφορία αφορά τον δημόσιο τομέα και η πηγή είναι π.χ. ιστοσελίδα του δημοσίου, δεν χρειάζεται περαιτέρω έλεγχος της ακρίβειας της είδησης, αφού υπάρχει το τεκμήριο της αλήθειας των δημοσίων εγγράφων.

(γ) η αρχή της παράθεση των στοιχείων που τεκμηριώνουν έναν δυσμενή ισχυρισμό. Ακόμη κι όταν οι πηγές προστατεύοντα, τα ίδια τα στοιχεία πρέπει να δημοσιοποιούνται ώστε ο τελικός κριτής να είναι ο αναγνώστης και όχι (μόνο) ο ιστολόγος. Περαιτέρω, η συλλογή των στοιχείων αυτών δεν πρέπει ν α γίνεται με αθέμιτα μέσα – όπως η υποκλοπή.

(δ) η αρχή της διάκρισης είδησης – σχολίου.

Ο αναγνώστης πρέπει να μπορεί να αντιληφθεί που μεταδίδεται πληροφορία επί πραγματικών περιστατικών και που αρχίζει η αξιολόγησή της. Διαφορετικά προκαλείται σύγχυση και επιχειρείται η χειραγώγησή του.

(ε) η αρχή αντιστοιχίας τίτλου – περιεχομένου

Για τους ίδιους λόγους αποφυγής της σύγχυσης, ο τίτλος πρέπει να ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο ενός κειμένου. Επίσης, ο τίτλος πρέπει να είναι ακριβής για να διευκολύνεται η ανίχνευση μιας πληροφορίας μέσω μηχανών αναζήτησης.

(στ) η αρχή της συνεπούς χρήσης υλικού τεκμηρίωσης.

Όταν χρησιμοποιείται υλικό τεκμηρίωσης, θα πρέπει να γίνεται σεβαστό το context του ίδιου του μέσου τεκμηρίωσης και να μην αλλοιώνεται το αντικείμενο της απόδειξης ή η μέθοδος της τεκμηρίωσης.

(ζ) η αρχή της αντικειμενικότητας

Συγγενική προς την αρχή της αλήθειας, η αρχή της αντικειμενικότητας επιβάλλει τη μετάδοση της είδησης αυτής καθαυτής, ανεξάρτητα από τις επιδράσεις που μπορεί να έχει στα προσωπικά «πιστεύω» του συντάκτη. Ο τελευταίος έχει κάθε λόγο βέβαια να προβάλλει μόνο τις ειδήσεις που τον ενδιαφέρουν (αλλά με πληρότητα) και να τις σχολιάζει όπως θέλει.

Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπονται οι δυσμενείς διακρίσεις, δηλαδή η παρουσίαση προσώπων με τρόπο ο οποίος μπορεί να ενθαρρύνει τον εξευτελισμό, την κοινωνική απομόνωση, βάσει ιδίως του φύλου, της φυλής, της εθνικότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της ιδεολογίας, της ηλικίας, της ασθένειας ή αναπηρίας, του γενετήσιου προσανατολισμού ή του επαγγέλματος. (π.δ. 77/2003 «Κώδικας Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών», νομοθεσία για την αρχή της ίσης μεταχείρισης, άρθρο 5 του Συντάγματος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Χάρτης Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ε.Ε.).

(η) η αρχή της παράθεσης και της αντίθετης άποψης ή εκδοχής

Σε αμφιλεγόμενα θέματα, η πληρότητα της μετάδοσης μιας είδησης επιβάλλει να παρατίθενται όλες οι τυχόν υπάρχουσες εκδοχές, ώστε το θέμα να καλύπτεται με πληρότητα και να μην υπάρχει μονομερής προβολή μιας μόνο εκδοχής.

Η παραβίαση των παραπάνω αρχών συνεπάγεται μη τήρηση συναλλακτικών υποχρεώσεων των πολιτών που λειτουργούν ως δημοσιογράφοι μέσω των ιστολογίων τους. Αν αυτή η παραβίαση έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή ενός αγαθού που προστατεύεται από το δίκαιο, η θέση του δράστη θα είναι φυσικά ιδιαίτερα επιβαρυμένη, καθώς οι κανόνες αυτοί αποτελούν δείκτες για την επιμέλειά του. Αν κάποιος π.χ. κατηγορηθεί για την πρόκληση πανικού με την διασπορά ψευδών ειδήσεων και αποδειχθεί επιπρόσθετα ότι δεν είχε: (α) ελέγξει την ακρίβεια της είδησης πριν την μεταδώσει, (β) διαχωρίσει την είδηση από το σχολιό του, (γ) υπήρχε αντιστοιχία τίτλου περιεχομένου και (δ) χρησιμοποίησε εσφαλμένα το υλικό τεκμηρίωσης, η θέση του θα είναι επιβαρυμένη. Αν όμως αποδείξει ότι τέλεσε το ίδιο αδίκημα ενώ είχε τηρήσει όλους αυτούς τους κανόνες, τότε οι αρχές του Κώδικα ενδέχεται να τον απαλλάξουν από την κατηγορία, καθώς κωδικοποιούν το μέτρο της επιμέλειας που πρέπει να επιδεικνύεται.

Άρθρο 3

Στο πεδίο της κριτικής γεγονότων ή προσώπων δεν ισχύουν οι κανόνες του άρθρου 2. Σε αυτό το χώρο, ο οποίος δεν αφορά μόνο τα «ειδησεογραφικά» ιστολόγια, η ελευθερία της έκφρασης είναι σαφώς διευρυμένοι και οι περιορισμοί αφορούν μόνο κραυγαλέες περιπτώσεις, όπως π.χ. την παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, αλλά και κάποιους πιο soft law κανόνες “καλής συμπεριφοράς» και πολιτικής ορθότητας (ανήλικοι, ηλικιωμένοι, α.μ.ε.α.

Ωστόσο, όριο της κριτικής και της σάτιρας είναι οι ποινικού δικαίου περιορισμοί: δεν επιτρέπεται η εξύβριση, η δυσφήμιση, η συκοφαντία, αδικήματα που συνιστούν προσβολές της προσωπικότητας.

Άρθρο 4

Τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας αποτελούν ένα κεντρικό πεδίο προβληματισμού. Θεμελιώδες ζήτημα είναι το στοιχείο της εδαφικότητας του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας, ενός τομέα ο οποίος δεν είναι εναρμονισμένος από χώρα σε χώρα.

Με το άρθρο επιχειρείται η διατύπωση μιας γενικής κατευθυντήριας γραμμής που θα δώσει λύσεις σε περίπτωση που κάποιος αναρωτιέται αν μπορεί να χρησιμοποιήσει στο ιστολόγιό του ένα έργο τέχνης ή λόγου.

Σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα της πατρότητας του δημιουργού με μνεία του ονοματός του ή έστω της πηγής από την οποία αλιεύθηκε το έργο.

Η χρήση του έργου θα πρέπει να εξυπηρετεί ένα δικαίωμα του ιστολόγου, το οποίο θα υπερέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση των δικαιωμάτων του ίδιου του δημιουργού και δεν θα τα θίγει υπέρμετρα. Αυτές θα είναι οι περιπτώσεις της ενημέρωσης, της τεκμηρίωσης ή της κριτικής, Γι’ αυτό δεν θα πρέπει να παρακωλύει την κανονική εκμετάλλευση του έργου, είτε αυτή είναι εμπορική είτε όχι. Εκμετάλλευση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι διαθέτεις στο κοινό ένα έργο που πωλείται. Εάν ένα έργο διατίθεται δωρεάν και πάλι ενδέχεται να θίγεται η κανονική εκμετάλλευσή του, αν το αναπαράγεις εξ ολοκλήρου και το κοινό μπορεί να το εντοπίσει στο σύνολό του στο ιστολόγιο και όχι στην αρχική του πηγή.

Η χρήση έργων για σκοπούς ενημερωτικούς, κριτικής ή τεκμηρίωσης ενδέχεται να σημαίνει αποσπασματική χρήση. Ωστόσο, και πάλι λόγω σεβασμού του ηθικού δικαιώματος του δημιουργού, δεν είναι επιτρεπτό η αποσπασματική αυτή χρήση να οδηγεί σε αλλοίωση της ακεραιότητας του έργου, στο μέτρο που δημιουργεί εσφαλμένη εντύπωση για το περιεχόμενο της ποιότητά του. Εφόσον δηλ. γίνεται χρήση αποσπάσματος, αυτό θα πρέπει να γίνεται σαφές στον αναγνώστη εκ μέρους του ιστολόγου με σχετική μνεία.

Η ρητή αντίθεση του δημιουργού στη χρήση του έργου πρέπει να γίνεται σεβαστή σε κάθε περίπτωση. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα επιτρέπεται μόνον εφόσον το ίδιο το έργο, για κάποιο λόγο αποτελεί στοιχείο της τρέχουσας επικαιρότητας (σύγκρουση πνευματικής ιδιοκτησίας – δικαιώματος ενημέρωσης του κοινού).

Η απλή «διακοσμητική» χρήση έργων τέχνης δεν εξυπηρετεί ένα υπέρτερο δικαίωμα του ιστολόγου, για το οποίο αξίζει να υποχωρήσουν τα δικαιώματα του δημιουργού.

Σε κάθε περίπτωση η χρήση των έργων μπορεί να αποτελεί μέρος της ελευθερίας της έκφρασης του ιστολόγου, όπως όταν τα έργα χρησιμοποιούνται για να σχολιάζουν μια κατάσταση. Αυτές είναι οι περιπτώσεις του κολάζ. Ένα εξαίρετο δείγμα είναι η περίπτωση του ιστολογίου Nanakos, στο οποίο οι φωτογραφίες χρησιμοποιούνται ως «παράλλληλο μοντάζ» το οποίο σαφώς αποτελεί τον εσωτερικό σχολιασμό του κειμένου και συνιστά ενιαίο σύνολο με αυτό.

Άρθρο 5

Η «κλοπή ταυτότητας», η εκμετάλλευση της φήμης ενός brand ή του ονόματος ενός ιστολογίου μόνο και μόνο για να κερδίσει κανείς λίγη περισσότερη αναγνωσιμότητα αποτελεί μια μορφή ψηφιακού θορύβου που δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεκτή σε μια δομή ιστολογόσφαιρας.

Το ζήτημα αυτό συνδέεται με το δίκαιο περί σημάτων (Ν.2239/1994), αλλά και με το σεβασμό του ονόματος (άρθρο 60 Αστικού Κώδικα) και της προσωπικότητας του άλλου. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να προκληθεί βλάβη σε ένα σήμα φήμης, όταν κάποιος προβαίνει σε αυτό με παράνομο τρόπο.

Επίσης, το ζήτημα συνδέεται με την αρχή αντιστοιχίας τίτλου – περιεχομένου που αφορά ως τέτοια μόνο τα ειδησεογραφικά posts, αλλά βασίζεται στην ευρύτερη αρχή της αλήθειας η οποία διέπει συνολικά την λειτουργία των ιστολογίων.

Άρθρο 6

Το θέμα της ανωνυμίας αποτελεί ένα ζήτημα – ταμπού στο χώρο των ιστολογίων. Υπάρχουν συγγραφείς που υποστηρίζουν ότι η ανωνυμία είναι εις βάρος της αξιοπιστίας του μέσου, ενώ από την άλλη πλευρά αποτελεί πάγια θέση ότι η ανωνυμία ενισχύει την ελευθερία της έκφρασης.

Ένας κώδικας δεοντολογίας δεν είναι δυνατόν να ενθαρρύνει την εργαλειοποίηση της ανωνυμίας ως μέσο τέλεσης παράνομων πράξεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επιλογή της ανωνυμίας είναι δικαίωμα του ιστολόγου, αλλά και του σχολιαστή- συμμετέχοντα. Η αποκάλυψη της ταυτότητας ενός χρήση δεν πρέπει να γίνεται από άλλους χρήστες, καθώς συνδέεται με το απόρρητο των επικοινωνιών, αλλά μόνο με τις ειδικές διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί και πάντα από τις αρμόδιες αρχές.

Αποδεχόμενοι το στοιχείο της ανωνυμίας ως δικαιώματος, το γεγονός ότι κάποιος επιλέγει να γράψει ως ανώνυμος δεν πρέπει να θεωρείται εξ ορισμού ως προκλητικό, ούτε να αποτελεί αντικείμενο αντιμετώπισής του με άλλα μέτρα και σταθμά.

Άρθρο 7

Σύμφωνα με την απόφαση C-101/01 (Bodil Lindqvist) του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων σε προσωπική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 94/46/ΕΚ για την προστασία των ατόμων από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

Συνεπώς, η χρήση σε ιστολόγια πληροφοριών που αναφέρονται σε φυσικά πρόσωπα («επεξεργασία προσωπικών δεδομένων») διέπεται από το δίκαιο προστασίας προσωπικών δεδομένων και υπάρχει αρμοδιότητα της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όπου αυτό προβλέπεται από το Ν.2472/1997.

Μια σύντομη κωδικοποίηση των αρχών του Ν.2472/1997 προβλέπεται στο άρθρο 7, σύμφωνα με το οποίο η χρήση προσωπικών δεδομένων προβλέπεται μόνο εφόσον υπάρχει συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρο 5§1 Ν.2472/1997) ή όταν η ελευθερία της έκφρασης του ιστολόγου υπερέχει προφανώς και δεν θίγει το δικαίωμα του προσώπου για τη μη χρήση των προσωπικών του δεδομένων (άρθρο 5§2 (ε) Ν.2472/1997). Πρόκειται βεβαίως για έναν κανόνα στάθμισης, μεγάλης αφαίρεσης, ο οποίος περιλαμβάνει σημαντικά περιθώρια εκτίμησης. Για την εφαρμογή του κανόνα καταλυτική θα είναι βεβαίως η ρητή αντίρρηση του υποκειμένου των δεδομένων: όταν το έχει ζητήσει το ίδιο το υποκείμενο, δεν πρέπει να γίνεται χρήση προσωπικών δεδομένων, γιατί διαφορετικά εγείρεται ζήτημα αρμοδιότητας της Αρχής.

Το άρθρο περιλαμβάνει έναν επίσης θεμελιώδη κανόνα της προστασίας προσωπικών δεδομένων: πριν την δημοσιοποίηση πρέπει να ενημερωθεί το υποκείμενο των δεδομένων (άρθρο 11§3 Ν.2472/1997), εκτός αν είναι δημόσιο πρόσωπο.

Η επισκεψιμότητα σε ένα προσωπικό ιστολόγιο, συνιστά πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο, δηλαδή στον ιστολόγο. Ως εκ τούτου, αποτελεί προσωπικό δεδομένο και για την χρήση του από άλλους ιστολόγους πρέπει να τηρούνται οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο (και φυσικά τη νομοθεσία).

Τέλος, διευκρινίζεται ότι δεν επιτρέπεται χρήση πληροφοριών που αφορούν τα χαρακτηριζόμενα από το νόμο ως «ευαίσθητα δεδομένα» (εθνική καταγωγή, υγεία, πεποιθήσεις, σεξουαλική ζωή, ποινικές διώξεις-καταδίκες). Σύμφωνα με το νόμο, η επεξεργασία τέτοιων πληροφοριών επιτρέπεται σε περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις και πάντοτε κατόπιν άδειας της Αρχής.

Άρθρο 8

Έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένοι ιστολόγοι δημοσιοποίησαν στα ιστολόγιά τους e-mail που τους έστειλαν πρόσωπα, χωρίς τα τελευταία να επιθυμούν βέβαια την περαιτέρω δημοσιοποίηση της επικοινωνίας τους.

Αυτού του είδους οι πρακτικές είναι καταδικαστέες, καθώς παραβιάζουν το συνταγματικό δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας.

Στην έννοια της επικοινωνίας εντάσσεται πλέον κάθε δράση στο διαδίκτυο, όπως η πλοήγηση, η αποστολή και λήψη ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ακόμη και η ανάρτηση σχολίων και κειμένων (Οδηγία 2002/58/ΕΚ). Εξυπακούεται ότι το απόρρητο καλύπτει αυτές τις μορφές επικοινωνίας, όταν το επιθυμεί ο φορέας και όταν έχει λάβει κάποια μίνιμουμ μέτρων προστασίας του απορρήτου. Τέτοια μέτρα είναι π.χ. η χρήση ψευδωνύμου και η αποστολή «κλειστού» ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Οι όροι άρσης του απορρήτου είναι αυστηροί σύμφωνα με τη νομοθεσία (ν.2225/1994 και ν.3115/2003, π.δ. 47/2005) και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.

Άρθρο 9

Εγγύηση της πραγματικής εφαρμογής κάθε αυτορρυθμιστικού κειμένου συνιστά η επιφόρτιση ενός θεσμικού οργάνου με την εποπτεία της εφαρμογής του. Το ρόλο αυτό στις δημοσιογραφικές ενώσεις παίζουν εποπτικά όργανα, ενώ το μοντέλο της διαμεσολαβητικής επίλυσης διαφορών λειτουργεί στον τραπεζικό τομέα, τον ευρύτερο καταναλωτικό τομέα και τη δημόσια διοίκηση.

Στο άρθρο 9 δεν προβλέπεται ωστόσο ένα διαρκές όργανο που μπορεί να επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως, αλλά ένα υβρίδιο διαμεσολαβητή και διαιτητή. Η διαιτητική φύση προκύπτει από τον ad hoc χαρακτήρα του, τον οποίο αναγνωρίζουν με κοινή συμφωνία οι ενδιαφερόμενοι. Ο διαμεσολαβητικός χαρακτήρας προκύπτει από το γεγονός ότι δεν επιβάλλονται βέβαια κυρώσεις, αλλά σκοπός του Ombudsman είναι με ανεξάρτητο τρόπο να εκδώσει και να δημοσιοποιήσει ένα πόρισμα που να διαγιγνώσκει κατά πόσον υπήρξε παράβαση της δεοντολογία ή όχι.

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

Κώδικας Δεοντολογίας Ιστολογίων

Όπως γνωρίζετε όσοι παρακολουθείτε το e-lawyer, με το ζήτημα της αυτορρύθμισης στον χώρο της μπλογκόσφαιρας ασχολούμαι από την αρχή της παρουσίας μου εδώ. Για το θέμα έχουν γίνει αρκετές συζητήσεις και η άποψη της πλειοψηφίας είναι σαφώς κατά της αυτορρύθμισης.

Ανεξάρτητα από αυτό όμως, επί μεγάλο χρονικό διάστημα έχω επεξεργαστεί ορισμένες αρχές, οι οποίες λόγω του θεμελιώδη χαρακτήρα τους, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια βάση για συζήτηση.

Παρουσιάζω, λοιπον, σήμερα μια κωδικοποίηση αυτών των αρχών, σε μια στοιχειώδη δομή, η οποία νομίζω ότι μπορεί να συγκεντρώσει ένα σημαντικό βαθμό συναίνεσης, αν όχι ομοφωνίας.


ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΩΝ

Άρθρο 1
Γενικά



Η δυνατότητα κάθε πολίτη του Διαδικτύου να διατηρεί προσωπικό ή ομαδικό ιστολόγιο συνεπάγεται μια δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Με το παρόν κείμενο διακηρύσσονται οι αρχές που διέπουν τη λειτουργία των ιστολογίων.

Άρθρο 2
Αρχές για τη μετάδοση ειδήσεων


Όταν ένα ιστολόγιο χρησιμοποιείται ως μέσο για τη μετάδοση ειδήσεων, δηλαδή πληροφοριών για πραγματικά περιστατικά που αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο αναγνωστών, πρέπει να τηρούνται οι παρακάτω αρχές:

α) η δημοσιοποίηση πρέπει να αφορά όλη την αλήθεια, χωρίς διαστρέβλωση, αλλοίωση ή παρουσίαση επιλεκτικών στοιχείων από την μεταδιδόμενη είδηση,

β) η ακρίβεια της είδησης πρέπει να ελέγχεται πριν την μετάδοση, με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως η διασταύρωση των πληροφοριών με την συλλογή των στοιχείων από τουλάχιστον δύο διαφορετικές, ανεξάρτητες μεταξύ τους, πηγές,

γ) όταν η είδηση ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υπόληψη ενός προσώπου, τη μετάδοσή της θα πρέπει να συνοδεύει πλήρης παράθεση των αποδεικτικών στοιχείων που θεμελιώνουν την ακρίβειά της, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συλλεχθεί με θεμιτά και νόμιμα μέσα – διαφορετικά η δημοσιοποίηση της είδησης πρέπει να αποφεύγεται,

δ) η είδηση (πληροφορία για πραγματικό περιστατικό) πρέπει να διακρίνεται με σαφήνεια από το σχόλιο του ιστολόγου (ερμηνείες, εκτιμήσεις, κριτικές, χαρακτηρισμοί),

ε) ο τίτλος του κειμένου πρέπει να αντιστοιχεί με το περιεχόμενο του (αρχή της σχετικότητας τίτλου – είδησης)

στ) η χρήση φωτογραφιών, εικόνων, γραφικών απεικονίσεων ή άλλων παραστάσεων να γίνεται με ακρίβεια, αναφορά στην πηγή –εφόσον τα δεδομένα δεν έχουν χορηγηθεί υπό τον όρο της εμπιστευτικότητας- και μνεία στις επιστημονικές μεθόδους με τις οποίες εκπονήθηκαν.

ζ) η είδηση πρέπει να μεταδίδεται ανεπηρέαστα από προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές, φιλοσοφικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του ιστολόγου – αυτές τις εκφράζει στο πλαίσιο του σχολιασμού ή της κριτικής του,

η) εφόσον υπάρχουν περισσότερες εκδοχές ή απόψεις για ένα πραγματικό περιστατικό, πρέπει να εκτίθενται όλες ή έστω οι πιο αντιπροσωπευτικές από αυτές, για την πληρότητα της κάλυψης.

Άρθρο 3
Αρχές για τον σχολιασμό και την κριτική γεγονότων ή προσώπων


1. Ο δημόσιος σχολιασμός, η κριτική, η αξιολόγηση και ο σχολιασμός αποτελούν τον πυρήνα της ελευθερίας της έκφρασης και δεν πρέπει να παρεμποδίζονται από κανέναν, ούτε ανάμεσα στους ίδιους τους ιστολόγους.

2. Ωστόσο, κατά την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων, τα ιστολόγια πρέπει να σέβονται:

α) το τεκμήριο της αθωότητας, δηλαδή την μη ενοχοποίηση πριν την αμετάκλητη καταδίκη κάποιου για ένα αδίκημα που τιμωρείται από το νόμο,

β) τους ανήλικους, τους ηλικιωμένους, τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες και με σοβαρά προβλήματα υγείας, εφόσον αυτές οι ιδιότητες είναι γνωστές στο σχολιαστή,

γ) τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, ψυχικού κλονισμού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν προφανώς ψυχικό πρόβλημα, αποφεύγοντας να προβάλουν την ιδιαιτερότητά τους.

3. Η ελευθερία της έκφρασης επιτρέπει την οξεία κριτική και την ειρωνεία, όχι όμως και την εξύβριση, την δυσφήμηση, την συκοφαντική δυσφήμηση και την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου.

Άρθρο 4
Ελεύθερο λογισμικό και πνευματική ιδιοκτησία



Η χρήση έργων λόγου και τέχνης τρίτων προσώπων στα ιστολόγια επιτρέπεται εφόσον γίνεται για λόγους ενημέρωσης, τεκμηρίωσης ή σχολιασμού επί των ίδιων των έργων.
Η χρήση τέτοιων έργων πρέπει πάντα να γίνεται με απόλυτο σεβασμό των όρων που προβλέπονται σε τυχόν άδειες ανοικτού κώδικα που συνοδεύουν το έργο και σε κάθε περίπτωση, η χρήση πρέπει να :

α) συνοδεύεται από μνεία στον δημιουργό και τον παραγωγό του έργου και αν αυτοί δεν είναι γνωστοί με link στην πηγή από όπου ο ιστολόγος εντόπισε το έργο
β) να μην παρακωλύει την κανονική εμπορική ή άλλη εκμετάλλευση του έργου εκ μέρους του δημιουργού ή του παραγωγού
γ) να μην αλλοιώνει την ακεραιότητα του έργου, δημιουργώντας εσφαλμένη εντύπωση για το περιεχόμενο ή την ποιότητά του
δ) να μην υπάρχει αντίθεση του δημιουργού ή του παραγωγού στη χρήση του έργου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η χρήση του έργου επιτρέπεται μόνο εφόσον το ίδιο το έργο αποτελεί στοιχείο της επικαιρότητας.

3. Η χρήση έργων λόγου και τέχνης τρίτων προσώπων στα ιστολόγια δεν επιτρέπεται όταν επιτελεί αποκλειστικά διακοσμητικό ρόλο, ο οποίος υποβαθμίζει την εργασία του δημιουργού και δεν δικαιολογείται για λόγους ενημέρωσης, τεκμηρίωσης ή σχολιασμού. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση ενός έργου ως «σχόλιο» επί ενός γεγονότος (π.χ. η «εικονογράφηση» ενός κειμένου), δεν επιτελεί αποκλειστικά διακοσμητικό ρόλο, αλλά αποτελεί ουσιώδες μέρος της ελευθερίας της έκφρασης του ιστολόγου. Εξυπακούεται ότι όλες οι παραπάνω αρχές πρέπει να τηρούνται και σε αυτήν την περίπτωση.

Άρθρο 5
Ψευδώνυμα, domain names, σήματα, τίτλοι, επωνυμίες και διακριτικά γνωρίσματα

Οι ιστολόγοι δεν πρέπει να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα, domain names, σήματα, τίτλους, επωνυμίες και διακριτικά γνωρίσματα τρίτων με τρόπο που να οδηγεί σε παραπλάνηση των αναγνωστών ή σε εκμετάλλευση της φήμης αυτών των γνωρισμάτων για την άγρα αναγνωστών.

Άρθρο 6
Ανωνυμία


1. Η ανωνυμία είναι δικαίωμα των χρηστών του διαδικτύου το οποίο διασφαλίζει περιβάλλον προωθημένης ελευθερίας έκφρασης, αλλά, σε κάθε περίπτωση, η χρήση της για την αποποίηση ευθύνης για παράνομες πράξεις είναι καταχρηστική. Η άρση της ανωνυμίας, ωστόσο, επιτρέπεται μόνο ύστερα από επέμβαση αρμόδιων κρατικών αρχών.

2. Η ανωνυμία πρέπει να είναι απολύτως σεβαστή ως επιλογή ενός γράφοντος και δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αρνητικής κριτικής από τους επωνύμως συμμετέχοντες, σε καμία περίπτωση.

3. H αποκάλυψη πληροφοριών από τις οποίες μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα ενός προσώπου (π.χ. επάγγελμα, διεύθυνση, χαρακτηριστικά, οικογενειακή κατάσταση, παλαιότερο ή παράλληλο ψευδώνυμο, θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις, σεξουαλικός προσανατολισμός, καταγωγή κλπ) αποτελεί παραβίαση της επιλογής του για ανωνυμία και είναι εξίσου κατακριτέα με την αποκάλυψη του ονόματός του.

Άρθρο 7
Χρήση προσωπικών δεδομένων

1. Κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιείται στα ιστολόγια μόνο:

α) εφόσον υπάρχει η προηγούμενη ρητή συγκατάθεση του προσώπου ή
β) η ελευθερία της έκφρασης του ιστολόγου υπερέχει προφανώς και δεν θίγει το δικαίωμα του προσώπου για τη μη χρήση των προσωπικών του δεδομένων, ιδίως όταν αυτό έχει εκφραστεί ρητά και κατηγορηματικά

2. Σε κάθε περίπτωση, προτού γίνει χρήση πληροφορίας που αναφέρεται σε φυσικό πρόσωπο, ο ιστολόγος πρέπει να έχει προηγουμένως ενημερώσει το πρόσωπο αυτό για την χρήση στην οποία θα προβεί. Εξαίρεση ισχύει μόνο για τα δημόσια πρόσωπα.

3. Δεν επιτρέπεται η χρήση πληροφοριών που αναφέρονται: στην φυλετική η εθνική καταγωγή, την υγεία, τις θρησκευτικές, πολιτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, την υγεία, τη σεξουαλική ζωή, την συνδικαλιστική δράση και τις ποινικές διώξεις ή καταδίκες ενός προσώπου (ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα). Σε κάθε περίπτωση, η χρήση τέτοιων δεδομένων επιτρέπεται μόνο ύστερα από άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

4. Η επισκεψιμότητα σε ένα προσωπικό ιστολόγιο αποτελεί πληροφορία που αναφέρεται στο φυσικό πρόσωπο που το διαχειρίζεται και διέπεται από τις ίδιες αρχές των παραγράφων 1 και 2.


Άρθρο 8
Απόρρητο της επικοινωνίας


Η πλοήγηση στο Διαδίκτυο, η αποστολή και λήψη ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η ανάρτηση σχολίων και κειμένων, εφόσον γίνεται: α) με πρόθεση μυστικότητας και β) έχουν ληφθεί μέτρα για τη διασφάλιση της μυστικότητας, καλύπτονται από το απόρρητο της επικοινωνίας.

Τα δεδομένα που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας επικοινωνίας καλύπτονται επίσης από το απόρρητο και η διαχείρισή τους επιτρέπεται σύμφωνα με τους όρους χρήσης προσωπικών δεδομένων (βλ. άρθρο 7).

Άρθρο 9
Ανεξάρτητη εποπτεία εφαρμογής των κανόνων του Κώδικα (Weblog Ombudsman)


Αν σημειωθεί παραβίαση των παραπάνω κανόνων, οι διαφωνούντες ιστολόγοι μπορούν να αναθέσουν την επίλυση της διαφοράς σε ένα πρόσωπο της κοινής επιλογής τους (Weblog Ombudsman), το οποίο έχει την υποχρέωση να αντιμετωπίσει την υπόθεση με ανεξαρτησία και αντικειμενικότητα, αφού εξετάσει τα στοιχεία εκατέρωθεν.



Διαβούλευση στο Σχέδιο Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή έχει εκπονήσει ένα Σχέδιο Κώδικα Καταναλωτικής Δεοντολογίας και το έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση. Αυτό σημαίνει ότι έχει καλέσει κάθε ενδιαφερόμενο να καταθέσει τις απόψεις του πάνω στο Σχέδιο του Κώδικα.

Στη συνέχεια ο Κώδικας θα εκδοθεί ως Προεδρικό Διάταγμα.

Ήδη στην διαβούλευση έχει πάρει μέρος η Ένωση Τραπεζών με πολύ σημαντικές παρατηρήσεις.

Στις παρατηρήσεις της Ένωσης απομονώνω το γεγονός ότι ένας Κώδικας Δεοντολογίας δεν είναι δυνατόν να αποτελεί περιεχόμενο Προεδρικού Διατάγματος, γιατί κάτι τέτοιο αλλοιώνει τη φύση ενός αυτορρυθμιστικού κειμένου.

Το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί πάντως και σε άλλους Κώδικες Δεοντολογίας (για τις τηλεοπτικές εκπομπές, ιατρικής δεοντολογίας, δικηγορικού επαγγέλματος), οι οποίοι αντί να προέρχονται από τους ενδιαφερόμενους, θεσπίζονται εκ των άνω, με hard law λύσεις.

Πάντως το γεγονός ότι ο Συνήγορος θέτει σε διαβούλευση το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο είναι ένα στοιχείο συμμετοχικής αντιμετώπισης του θέματος.

Θα είχε ενδιαφέρον να στείλουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές (μεμονωμένα ή και μέσω των καταναλωτικών Ενώσεων) τις απόψεις τους στο Συνηγόρο, ώστε να προκύψει ένα κείμενο που να απηχεί τα συμφέροντα κάθε πλευράς.

Η συνεργασία Κοινωνίας Πολιτών - Κράτους οικοδομείται θεσμικά μέσα από τις συμπράξεις ΜΚΟ - ανεξάρτητων αρχών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ο πρώτος θεσμικός φορέας που ανταποκρίνεται με θετικά μέτρα στην πρόταση συνεργασίας. Πέρα από την καλή θέληση των ίδιων των φυσικών φορέων του θεσμού, εντοπίζω τον εξής λόγο στον οποίο οφείλεται αυτή η εξέλιξη: στη θεσμική φύση του Συνηγόρου του Πολίτη.

Όπως κάθε ανεξάρτητη αρχή, έτσι κι ο Συνήγορος του Πολίτη έχει το ιδιαίτερο προνόμιο να εφαρμόζει την νομοθεσία που τον αφορά αδέσμευτος από οποιαδήποτε εντολή της κεντρικής Διοίκησης και της ηγεσίας της, δηλ. της Κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι ερμηνεύει και ασκεί τις αρμοδιότητές του με μόνο γνώμονα την συνείδησή του, αλλά και τις συνταγματικές αρχές που καθορίζουν την λειτουργία κάθε κρατικού οργάνου.

Οι ανεξάρτητες αρχές είναι βέβαια όργανα του Δημοσίου, αλλά η "πολιτική" τους είναι αυτόνομη σε σχέση με την κεντρική πολιτική της χώρας που καθορίζεται από την Κυβέρνηση. Δεν είναι βέβαια πάνω από το Νόμο (δηλ. πάνω από τη Βουλή που ψηφίζει τους νόμους), αλλά έχουν αυτή τη μοναδική δυνατότητα να τον ερμηνεύουν δημιουργικά, με μόνο έλεγχο των πράξεών τους τον δικαστικό. Πρακτικά, μόνο τα δικαστήρια μπορούν να ακυρώσουν τις αποφάσεις τους. Και μόνο τις "εκτελεστές" αποφάσεις τους. Ο Συνήγορος του Πολίτη δεν έχει ούτε αυτό το "πρόβλημα", καθώς δεν εκδίδει αποφάσεις αλλά ασκεί τις αρμοδιότητές του με Ελέγχους, Πορίσματα, Εκθέσεις και άλλες soft law ενέργειες που δεν προσβάλλονται δικαστικά.

Η ανεξαρτησία λοιπόν αυτών των αρχών τους επιτρέπει να "πολιτεύονται" με τρόπο ο οποίος δεν υπόκειται στον έλεγχο του εκάστοτε Υπουργού. Είναι αυτοδιοίκητες και η μόνη "λογοδοσία" που οφείλουν για την πολιτική τους είναι όταν καλούνται ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για να μιλήσουν οι επικεφαλείς τους στους βουλευτές.

Έτσι λοιπόν, η συνεργασία ΜΚΟ - ανεξάρτητων αρχών δεν είναι αναγκαίο να περάσει από το στάδιο της "σκληρής" ρύθμισης, δηλαδή του νόμου. Μπορεί να θεσμοθετηθεί και με ίδιες ενέργειες και πράξεις των ανεξάρτητων αρχών, όπως αποδεικνύεται και με την πρόσκληση του Συνηγόρου του Πολίτη. Στον ίδιο δρόμο βρίσκεται και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων που αντιμετωπιζει θετικά και τη θεσμική συνεργασία με τις ΜΚΟ που δείχνουν ενδιαφέρον για την οικοδόμηση αντίστοιχων σχέσεων.

Οι ελληνικές ανεξάρτητες αρχές είναι δημόσιες οντότητες που δεν εντάσσονται στον "σκληρό πυρήνα" της ιεραρχικά δομημένης Διοίκησης, αλλά, λόγω της ανεξαρτησίας τους τοποθετούνται στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, σε μια στάθμη αντίστοιχη προς την Κυβέρνηση και παράλληλη προς τη Δικαιοσύνη.

Τα χαρακτηριστικά αυτά, όπως και η ειδίκευσή τους σε ένα απολύτως συγκεκριμένο τομέα, τις φέρνουν πολύ "κοντά" στη φύση και τη λειτουργία των ΜΚΟ.

Όπως οι ανεξάρτητες αρχές, έτσι και οι ΜΚΟ βρίσκονται σε μια θέση "κορυφαίας" έκφρασης και συμμετοχικής προώθησης αιτημάτων και επιδιώξεων των πολιτών, χωρίς να ταυτίζονται με το εκλογικό σώμα. Η ανεξαρτησία και η εξειδίκευση είναι προσόντα που ευαγγελίζονται. Οι ΜΚΟ δεν είναι λόμπις, δεν είναι "ομάδες συμφερόντων", δεν είναι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, ακριβώς όπως οι ανεξάρτητες αρχές δεν είναι τμήματα της "παροχικής διοίκησης", δεν είναι "διακομματικές επιτροπές". Και τα δύο μορφώματα επιτελούν ελεγκτικό και διεκδικητικό ρόλο, για την προάσπιση αρχών που βρίσκονται στον πυρήνα αντικειμενικών και συλλογικών παραδοχών όπως η διαφάνεια, η ισότητα, η θέση των "κανόνων του παιχνιδιού".

Στον ελληνικό χώρο λειτουργούν και άλλες ανεξάρτητες αρχές με τις οποίες μπορεί να οικοδομηθούν σχέσεις συνεργασίας με την κοινωνία των πολιτών.

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή είναι μια νέα (2005) αρχή, η οποία έχει τη γενική αποστολή της εξωδικαστικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών. Οι καταναλωτικές ΜΚΟ είναι σίγουρο ότι θα μπορούσαν να βρουν αρκετούς λόγους για τους οποίους θα επιδίωκαν την συνεργασία με τον ΣτΚ. Το ίδιο ισχύει και για την Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία ελέγχει τις παράνομες συμπράξεις επιχειρήσεων και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης των εταιριών στην αγορά. Τέτοιου είδους πρακτικές έχουν άμεσα αποτελέσματα στην ποιότητα της ζωής και στα συμφέροντα των καταναλωτών.

Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχει ως αρμοδιότητα τον έλεγχο της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας. Βασικός παράγοντας για τη δράση της είναι ο έλεγχος των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που μπορούν να έχουν οι επιχειρηματικές δράσεις στον τομέα της ενέργειας. Οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ πρέπει να επιδιώξουν τη συνεργασία με την ΡΑΕ, καθώς εκατέρωθεν ανταλλαγή πληροφοριών σίγουρα μπορεί να απογειώσει αμοιβαία τη δράση και των δύο.

Στον χώρο των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της διαφάνειας, εκτός απο το Συνήγορο του Πολίτη, δραστηριοποιούνται επίσης η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης. Οι ΜΚΟ μπορούν να αναζητήσουν στους σχετικούς νόμους τις αρμοδιότητες των αρχών που μπορούν να αποτελέσουν θεμέλιο για μια νέα συνεργασία κοινωνίας πολιτών - δημοσίου τομέα.

Το ίδιο ισχύει και για τις ΜΚΟ που ασχολούνται με θεσμικά θέματα. Η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Εκπαίδευση που ιδρύθηκε το 2005 αποτελεί θεσμική εγγύηση για την αξιολόγηση του επιπέδου των πανεπιστημίων. Το ΑΣΕΠ επίσης αποτελεί κουρφαίο θεσμό εγγύησης της αξιοκρατίας στις προσλήψεις στον δημόσιο τομέα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που εποπτεύει τη λειτουργία του χρηματιστηρίου και των σχετικών εταιριών είναι ακόμη ένας θεσμός εγγύησης της διαφάνειας σε έναν άκρως ευαίσθητο τομέα. Το ίδιο και η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, με τις -κυρίως συμβουλευτικές- αρμοδιότητές της για το ασφαλιστικό σύστημα. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης είναι ένας ανεξάρτητος λειτουργός που μάχεται κατά της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα.

Ο μετασχηματισμός του συστήματος λειτουργίας του κράτους σε μια πιο συμμετοχική δομή, με τον θεσμικά ενεργό ρόλο της κοινωνίας των πολιτών, ανεξάρτητα από τη συνταγματική κατοχύρωσή του, διέρχεται από διεργασίες και οσμώσεις διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης. Οι ανεξάρτητες αρχές, θεσμικά, είναι το πλέον πρόσφορο έδαφος, όπου, θεωρητικά τουλάχιστον, οι πολιτικές αγκυλώσεις και οι ιδιοτελείς συμφεροντολογικές προσεγγίσεις ελλείπουν. Ενδεχομένως αυτός να είναι και ο πιο ενδεδειγμένος δρόμος για την κατοχύρωση που επιδιώκεται σήμερα από τις ΜΚΟ. Απομένεται να αποδειχθεί στην πράξη κατά πόσον αυτές οι συμπράξεις θα είναι τελικά αναπόφευκτες και χρήσιμες και για τους υπόλοιπους δημόσιους φορείς.

Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Ο Συνήγορος του Πολίτη ιδρύει δίκτυο συνεργασίας με τις ΜΚΟ

Το ζήτημα της συνεργασίας κράτους - κοινωνίας πολιτών είναι ένα από τα πιο σύγχρονα εν εξελίξει θέματα και αφορά την ανοικοδόμηση μιας δημοκρατίας με περισσότερες συμμετοχικές δυνατότητες. Εξάλλου πρόκειται για βασική ratio του αιτήματος για συνταγματική κατοχύρωση του σεβασμού της δράσης των ΜΚΟ εκ μέρους του Κράτους.

O Συνήγορος του Πολίτη, ανεξάρτητη αρχή με αποστολή την καθιέρωση της ορθής διοικητικής συμπεριφοράς από τα κρατικά όργανα, καλεί σήμερα τις ΜΚΟ να συνεργαστούν μαζί του στα θέματα των προσφύγων και των Ρομά.

Με το σχετικό δελτίο τύπου, ο Συνήγορος απευθύνει δημόσια πρόσκληση ώστε να αναπτυχθεί ένα δίκτυο αμοιβαίας ενημέρωσης - πληροφόρησης με οργανώσεις, φορείς, ενώσεις και συλλογικές πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών εν γένει, που δραστηριοποιούνται σε οποιαδήποτε περιοχή εντός της ελληνικής επικράτειας, υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων και της κοινωνικής στήριξης των προσώπων που ζητούν ή έχουν ζητήσει πολιτικό άσυλο και των Ρομά (Τσιγγάνων) που διαμένουν στη χώρα.

Στόχοι του δικτύου είναι η βελτίωση της επαφής των ομάδων αυτών με το Συνήγορο του Πολίτη, η αμοιβαία πληροφόρηση και η παροχή εξειδικευμένης ενημέρωσης για την πρόσβαση των προσώπων στις αρμόδιες αρχές.

Σύμφωνα με την δημόσια πρόσκληση του Συνηγόρου:

Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων:
Οι ενδιαφερόμενοι φορείς θα παρέχουν, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους, στον Συνήγορο του Πολίτη αξιόπιστες, νομίμως διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με:
(1) υποθέσεις που ήδη ερευνά ο Συνήγορος του Πολίτη,
(2) πιθανές σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων που έχουν περιέλθει σε άμεση γνώση τους.

Ο Σ.τ.Π. θα παρέχει στους ενδιαφερόμενους φορείς:
(1) τακτική ενημέρωση, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, για τις πρωτοβουλίες του, τις ενέργειές του ή γενικότερης σημασίας πορίσματα και υποδείξεις του στο πεδίο ενδιαφέροντός τους,
(2) εξειδικευμένη νομική ή άλλη τεχνική πληροφορία, που τυχόν είναι διαθέσιμη, μέσω τηλεφώνου ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο μέτρο του δυνατού, σχετικά με ενέργειες που είναι αναγκαίες
(α) για την επαφή των ενδιαφερομένων με τη Διοίκηση,
(β) για την υποβολή αναφοράς στον Συνήγορο του Πολίτη.

Ο Σ.τ.Π. και οι ενδιαφερόμενοι φορείς θα μπορούν να οργανώνουν συναντήσεις με σκοπό την επιμόρφωση – κατάρτιση, καθώς και την ενημέρωση της κοινής γνώμης για θέματα συνεργασίας τους.

"Για την καλή οργάνωση της συνεργασίας θα τηρείται κατάλογος φορέων που δραστηριοποιούνται σε ζητήματα προστασίας των αιτούντων άσυλο και των Ρομά ή Τσιγγάνων, στον οποίο θα καταγράφονται τα στοιχεία των φορέων και η έγγραφη ενημέρωση που παρείχαν ή οι αναφορές που υπέβαλαν στον Συνήγορο του Πολίτη. Η τήρηση των στοιχείων αυτών από τον Συνήγορο του Πολίτη υπόκειται στους όρους και περιορισμούς της κείμενης νομοθεσίας περί προστασίας από την συλλογή και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Ο κατάλογος συνεργαζομένων φορέων είναι δημόσιος, παρέχεται ωστόσο η δυνατότητα, σε όσους το επιθυμούν, να τηρηθεί εμπιστευτική η συνεργασία τους με τον Συνήγορο του Πολίτη. "
Βασικοί όροι για την ανάπτυξη καλόπιστης συνεργασίας είναι:
(1) η μη επέμβαση του Σ.τ.Π. στη λειτουργία των φορέων,
(2) η μη επίκληση από τους φορείς της συνεργασίας τους με τον Σ.τ.Π. ενώπιον αρχών ή τρίτων προσώπων για την ικανοποίηση αιτήματός τους.

Οι ενδιαφερόμενοι φορείς καλούνται να συμπληρώσουν και να αποστείλουν στον ΣτΠ τη σχετική φόρμα δικτύωσης.

Ως πρώτη παρατήρηση σημειώνουμε ότι ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι θεσμικές μεταβολές που επέρχονται στη σχέση κράτους-κοινωνίας πολιτών εκκινούν από τις ανεξάρτητες αρχές. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτήν την περίπτωση η πρωτοβουλία επήλθε από την ίδια την ανεξάρτητη αρχή, χωρίς παρέμβαση του νομοθέτη, όπως είχαμε αναφέρει πριν λίγες μέρες για το θέμα της Πλατφόρμας ΜΚΟ που λειτουργεί στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Στην περίπτωση του ΣτΠ, δηλαδή, η ανεξάρτητη αρχή ανέπτυξε πρωτοβουλία που μέχρι χτες ίσως να ανήκε αποκλειστικά στον νομοθέτη.

Πέμπτη, Μαρτίου 08, 2007

Ο Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ

Η μόνη απάντηση σε διαφορα φαινόμενα που παρουσιάζονται ως προς τις υπερβάσεις εκ μέρους δημοσιογράφων είναι η απλή ανάγνωση του Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, ο οποίος ψηφίστηκε το 1998 και συνοψίζει τους κανόνες των συναλλακτικών υποχρεώσεων του τύπου.


ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Ο Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α. έχει στόχο:
Να επαναβεβαιώσει και διασφαλίσει τον κοινωνικό ρόλο του δημοσιογράφου στις νέες συνθήκες, που διαμορφώνουν ο γιγαντισμός, το ολιγοπώλιο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, η αυξημένη εμβέλεια και επιρροή των Μ.Μ.Ε. και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας.
Να αποθαρρύνει και να αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα κρατικού ή άλλου επηρεασμού με τον αυτοκαθορισμό κανόνων υπεύθυνης επαγγελματικής λειτουργίας.
Να κατοχυρώσει την ελευθερία της πληροφόρησης και της έκφρασης, την αυτονομία και αξιοπρέπεια του δημοσιογράφου και να θωρακίσει την ελευθεροτυπία έπ’ αγαθώ της δημοκρατίας και της κοινωνίας.
Προς το σκοπό αυτό, οι δημοσιογράφοι αυτοδεσμεύονται να εφαρμόσουν και να περιφρουρήσουν τις ακόλουθες θεμελιώδεις αρχές:

Άρθρο 1
Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Η πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας.
β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών.
γ. Να σέβεται και να τηρεί το διακριτό της είδησης, του σχολίου και του διαφημιστικού μηνύματος, την αναγκαία αντιστοιχία τίτλου και κειμένου και την ακριβή χρησιμοποίηση φωτογραφιών, εικόνων, γραφικών απεικονίσεων ή άλλων παραστάσεων.
δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του.
ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει.
στ. Να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την
τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση έναντι του θιγομένου.

Άρθρο 2
Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης.
β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του πολίτη. Μόνο όταν το επιτάσσει το δικαίωμα της πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιεί, πάντοτε με τρόπο υπεύθυνο, στοιχεία από την ιδιωτική ζωή προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή έχουν στην κοινωνία ιδιαίτερη θέση και ισχύ και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.
γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις.
δ. Να σέβεται την κατοχυρωμένη με διεθνείς συμβάσεις προστασία των ανηλίκων και των προσώπων με ειδικές ανάγκες και με σοβαρά προβλήματα υγείας.
ε. Να αντιμετωπίζει με διακριτικότητα και ευαισθησία τους πολίτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, ψυχικού κλονισμού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν εμφανές ψυχικό πρόβλημα, αποφεύγοντας να προβάλει την ιδιαιτερότητά τους.
στ. Να μην αποκαλύπτει, άμεσα ή έμμεσα, την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού, τα οποία επέζησαν της εγκληματικής πράξης.
ζ. Να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες, που αναφέρονται στον ευαίσθητο τομέα της υγείας, όπου η παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην κοινή γνώμη.
η. Να συλλέγει και να διασταυρώνει τις πληροφορίες του και να εξασφαλίζει την τεκμηρίωσή τους (έγγραφα, φωτογραφίες, κασέτες, τηλεοπτικές εικόνες) με δημοσιογραφικά θεμιτές μεθόδους, γνωστοποιώντας πάντοτε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα.
θ. Να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο ως προς την πηγή των πληροφοριών που εξασφάλισε υπό εχεμύθεια.
ι. Να σέβεται τους κανόνες της εμπιστευτικής πληροφόρησης (off the record) εφ’ όσον ανέλαβε αυτή τη δέσμευση.

Άρθρο 3
Η ισηγορία και η πολυφωνία, οξυγόνο της δημοκρατίας, αναιρούνται σε συνθήκες κρατικού μονοπωλιακού ελέγχου των Μ.Μ.Ε. και υπονομεύονται με τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τους σε γιγαντιαίες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν την κοινή γνώμη σαν καταναλωτή και προσπαθούν να χειραγωγήσουν το φρόνημα, τις συνήθειες και την εν γένει συμπεριφορά της.Γι' αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να υπερασπίζεται σθεναρά το δημοκρατικό πολίτευμα, που διασφαλίζει την ελευθεροτυπία και την απρόσκοπτη άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
β. Να αποκρούει και να καταγγέλλει τις εκδηλώσεις κρατικού αυταρχισμού και τις αυθαιρεσίες των ιδιοκτητών των Μ.Μ.Ε. και ιδιαίτερα των ολιγοπωλίων.
γ. Να υπερασπίζεται τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία στον εργασιακό χώρο του και να αρνείται την εκτέλεση έργου, που έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
δ. Να μη δέχεται τη σύνταξη είδησης, σχολίου ή άρθρου και την παραγωγή εκπομπής κατά τις υποδείξεις των προϊσταμένων ή του εργοδότη του, αν το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και να καταγγέλλει τις εν αγνοία του παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις του δημοσιογραφικού του προϊόντος.

Άρθρο 4
Η υπερπροσφορά εργασίας στο χώρο της δημοσιογραφίας επιτείνει τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση φαινομένων εκμετάλλευσης, όπως είναι: η άμισθη ή η συμβολικώς αμειβόμενη εργασία, η καταστρατήγηση συμβατικών υποχρεώσεων και κανόνων δεοντολογίας κ.λπ.. Γι' αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
α. Να στηρίζει και να ενισχύει τις δραστηριότητες της συνδικαλιστικής του οργάνωσης, που αποσκοπούν στη βελτίωση των όρων αμοιβής και απασχόλησης στα Μ.Μ.Ε..
β. Να αποκρούει στο χώρο εργασίας του κάθε απόπειρα περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων του ή παραβίασης των κανόνων δεοντολογίας.
γ. Να μην ασκεί και να μη δέχεται οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων, που σχετίζονται με το φύλο ή την επαγγελματική ηλικία των συναδέλφων του.

Άρθρο 5
Η διαφάνεια στις οικονομικές σχέσεις αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της αξιοπιστίας, του κύρους και της επαγγελματικής αξιοπρέπειας του δημοσιογράφου, ο οποίος οφείλει:
α. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αμοιβή για δημοσιογραφική εργασία από απόρρητα κονδύλια κρατικών υπηρεσιών και δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών.
β. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή έπ’ αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου, δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία του.
γ. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται τη διαφημιστική χρήση του ονόματος, της φωνής και της εικόνας του, παρά μόνο για κοινωφελείς σκοπούς.
δ. Να μη μεταδίδει και να μην αξιοποιεί ιδιοτελώς αποκλειστικές πληροφορίες που επηρεάζουν την πορεία του Χρηματιστηρίου Αξιών και την αγορά.
ε. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται οποιεσδήποτε παροχές σε χρήμα και είδος, που θίγουν την αξιοπιστία και την αξιοπρέπειά του και επηρεάζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.

Άρθρο 6
Η συναδελφική αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός των δημοσιογράφων συμβάλλουν θετικά στις συλλογικές επαγγελματικές επιδιώξεις και στην κοινωνική εικόνα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Γι' αυτό ο δημοσιογράφος οφείλει:
α. Να σέβεται την προσωπικότητα των συναδέλφων του. Να μην εκτοξεύει εναντίον τους ασύστατες κατηγορίες και να αποφεύγει τις προσωπικές αντεγκλήσεις, δημόσια και στους χώρους εργασίας.
β. Να θεωρεί σοβαρότατη αντιεπαγγελματική πράξη κάθε λογοκλοπή.
γ. Να μην οικειοποιείται την εργασία συναδέλφων του. Να αναφέρει πάντοτε το όνομα του συντάκτη, του οποίου χρησιμοποιεί κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων.
Να μνημονεύει την πηγή των πληροφοριών, που έχουν ήδη δημοσιευθεί ή μεταδοθεί
.

Άρθρο 7
Ο γιγαντισμός των Μ.Μ.Ε. και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας αύξησαν σημαντικά τον παιδευτικό και πολιτισμικό ρόλο του ηλεκτρονικού και του γραπτού Τύπου. Με τις πρόσθετες ευθύνες του στις νέες συνθήκες, ο δημοσιογράφος οφείλει:
α. Να συμβάλλει στην αναβάθμιση του δημοσιογραφικού λόγου, αποφεύγοντας γραμματικές, συντακτικές και λεκτικές κακοποιήσεις.
β. Να αποφεύγει τη χυδαιογραφία, τη χυδαιολογία και τη γλωσσική βαρβαρότητα, τηρώντας, ακόμη και στη σάτιρα και τη γελοιογραφία, τους κανόνες της επαγγελματικής ηθικής και της κοινωνικής ευθύνης.
γ. Να προστατεύει την ελληνική γλώσσα από την κατάχρηση ξένων λέξεων και όρων.
δ. Να συμβάλλει δημιουργικά στην προστασία της εθνικής μας παράδοσης και τη διασφάλιση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.

Άρθρο 8
Οι υποχρεώσεις των δημοσιογράφων, που απορρέουν από αυτόν τον Κώδικα, δεν συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Οι παραβάσεις των υποχρεώσεων αυτών ελέγχονται από τα δύο Πειθαρχικά Συμβούλια, συνερχόμενα σε κοινή συνεδρίαση, μέχρις ότου τροποποιηθεί το Καταστατικό, που θα επιλύσει θεσμικά το θέμα του Εποπτικού Οργάνου του Κώδικα.
H παραβίαση των διατάξεων αυτού του Κώδικα, εκτός από τις περιπτώσεις που τιμωρούνται αυτοτελώς από το δίκαιο (παραβίαση ιδιωτικής ζωής, δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κλπ.) συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν σχετικές κυρώσεις.

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

Περιορισμοί στη διεξαγωγή στοιχημάτων αντίθετοι στο κοινοτικό δίκαιο

Με απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεωρήθηκε ότι οι περιορισμοί και με ποινικές κυρώσεις σε μια κεφαλαιουχική εταιρία να αναπτύξει δραστηριότητες στο χώρο των τυχερών παιχνιδιών είναι αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο.

Πιο συγκεκριμένα, η μη χορήγηση διοικητικής άδειας σε εταιρία για τη διενέργεια στοιχημάτων, μόνο και μόνο επειδή είναι κεφαλαιουχική, αποτελεί προσβολή της αρχής της αναλογικότητας. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι το ΔΕΚ θεωρεί ότι, μολονότι δεν έχει αρμοδιότητες ως προς το ποινικό δίκαιο των κρατών μελών, στο μέτρο που μια ποινική διάταξη προσβάλλει θεμελιώδεις κοινοτικές ελευθερίες είναι αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο.

Ιδρύθηκε ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

Από 1.3.7 λειτουργεί πλέον στη Βιέννη η Υπηρεσία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (Fundamental Rights Agency). Το όργανο αυτό διαδέχεται την κοινοτική υπηρεσία κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας που είχε την έδρα του στην ίδια πόλη.
Ο Οργανισμός λειτουργεί με βάση τον Κανονισμό 168/2007. Αποστολή του είναι η παροχή πληροφοριών και γνωμοδοτήσεων στην ΕΕ και τα κράτη μέλη της, κατά την κατάρτιση νομοθετικών μέτρων για την εναρμόνιση με το κοινοτικό δίκαιο. Αποτελεί δηλαδή ένα ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο, όπως η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αυτοτελή αρμοδιότητα για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Γι' αυτό και ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ δεν έχει νομικά δεσμευτική τυπική ισχύ. Οπωσδήποτε τα ατομκά δικαιώματα αποτελούν κοινή συνταγματική παράδοση στα κράτη μέλη και η Ένωση οφείλει να τα σέβεται, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου,όπως αναφέρει το άρθρο 6 της Συνθήκης. Ωστόσο, τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν σήμερα το κύριο πεδίο δράσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο αντιμετώπισε με επιφύλαξη την ίδρυση αυτού του νέου κοινοτικού Οργανισμού.
Συνεπώς, η ίδρυση του Οργανισμού δεν τροποποιεί κάτι στην ευρωπαϊκή προστασία ανθρώπινων δικαιωμάτων μέσω του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και των άλλων υφιστάμενων οργάνων. Πολύ περισσότερο επειδή οι πολίτες δεν μπορούν να απευθυνθούν ατομικά στον Οργανισμό με προσφυγές ή καταγγελίες. Το γεγονός αυτό έχει δεχθεί και αρνητική κριτική από σχολιαστές στον τομέα της προστασίας δικαιωμάτων.
To πιο ενδιαφέρον στοιχείο πάντως στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων είναι η θεσμοθετημένη συμμετοχή σε αυτόν της κοινωνίας των πολιτών. Διαβάζουμε στο άρθρο 10:

Συνεργασία με την κοινωνία των πολιτών· Πλατφόρμα
θεμελιωδών δικαιωμάτων

1. Ο οργανισμός συνεργάζεται στενά με μη κυβερνητικές οργα-
νώσεις και με φορείς της κοινωνίας των πολιτών, που δρουν στον
τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει την
καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σε εθνικό, ευρω-
παϊκό ήδιεθνές επίπεδο. Προς το σκοπό αυτό, ο οργανισμός ιδρύει
δίκτυο συνεργασίας («Πλατφόρμα θεμελιωδών δικαιωμάτων»), που
περιλαμβάνει μη κυβερνητικές οργανώσεις οι οποίες ασχολούνται με
τα ανθρώπινα δικαιώματα, συνδικάτα και εργοδοτικές ενώσεις, συ-
ναφείς κοινωνικές και επαγγελματικές οργανώσεις, εκκλησίες, θρη-
σκευτικές, φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις, πανεπιστή-
μια και άλλους σχετικούς εμπειρογνώμονες ευρωπαϊκών και διεθνών
φορέων και οργανισμών.

2. Η Πλατφόρμα αποτελεί μηχανισμό για την ανταλλαγή πλη -
ροφοριών και τη συγκέντρωση γνώσεων. Διασφαλίζει τη στενή συ -
νεργασία μεταξύ του οργανισμού και των συναφών ενδιαφερομένων.

3. Η Πλατφόρμα είναι ανοικτήσε όλους τους άμεσα και ειδικά
ενδιαφερομένους σύμφωνα με την παράγραφο 1. Ο οργανισμός
μπορεί να απευθύνεται στα μέλη της Πλατφόρμας ανάλογα με τις
ειδικές ανάγκες σε τομείς τους οποίους αφορούν κατά προτεραιό-
τητα οι εργασίες του.

4. Ο οργανισμός ζητεί ιδίως από την Πλατφόρμα:
α) να υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο συστάσεις σχετικά με
το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας που εγκρίνεται σύμφωνα με το
άρθρο 12 παράγραφος 6 στοιχείο α)·
β) να παρέχει ανατροφοδότηση και να προτείνει επακόλουθα μέτρα
στο Διοικητικό Συμβούλιο για την υποβολήτης ετήσιας έκθεσης
σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο ε), και
γ) να κοινοποιεί προς τον διευθυντή και την ΕπιστημονικήΕπι -
τροπή πορίσματα και συστάσεις διασκέψεων, σεμιναρίων και
συνεδριάσεων που αφορούν το έργο του οργανισμού.
5. Η Πλατφόρμα συντονίζεται υπό την εποπτεία του διευθυντή ο
οποίος επικουρείται από την Επιστημονική Επιτροπή .
Παρατηρούμε εδώ λοιπόν μια θεσμοθετημένη μορφή συνεργασίας δημόσιου (κοινοτικού) οργάνου με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, δηλαδή μια νέα δομή συνδιοίκησης, έστω και στο πεδίο της ανταλλαγής πληροφοριών.
Έχουμε δηλαδή ένα υβρίδιο ανεξάρτητης συμβουλευτικής αρχής, στους κόλπους της οποίας λειτουργεί μια πλατφόρμα συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών. Από την ενδιαφέρουσα αυτή απόπειρα συνέργειας θα μπορούσε να εμπνευστεί και ο έλληνας νομοθέτης, ώστε τέτοιου είδους πλατφορμες να ιδρυθούν σε κάθε δημόσιο φορέα.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

Πρόστιμο σε δημοτική επιχείρηση για μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης

Είχε φαίνεται κάποιο χρέος σε δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και όχι μόνο δεν του έδιναν αντίγραφο από τα προσωπικά δεδομένα του που τηρούσαν στο αρχείο τους, αλλά ο Πρόεδρος της επιχείρησης βγήκε στην τηλεόραση και διέδωσε ότι χρωστάει!

Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων με την απόφαση 9/2007 επέβαλε πρόστιμο 5.000 ευρώ στην δημοτική επιχείρηση για μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του υποκειμένου στα δεδομένα που το αφορούν.

ΤΟ ενδιαφέρον της απόφασης εστιάζεται στο ότι η Αρχή πάντως διευκρίνισε ότι δεν μπορεί να επιληφθεί για το θέμα της τηλεοπτικής διάδοσης από τον Πρόεδρος της επιχείρησης ότι ο εν λόγω δημότης χρωστάει, γιατι ο Πρόεδρος δεν παρέθεσε τηλεοπτικά τα στοιχεία στα οποία αναφερόταν. Η Αρχή υπονοεί σε αυτό το σημείο ότι για το θέμα της μετάδοσης αυτών των πληροφοριών αρμόδιο είναι το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, στο μέτρο βέβαια που υπάρχει κάποια παραβίαση της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας.
Έτσι έχουμε άλλο ένα νομολογιακό στοιχείο (έστω και εκ της σιωπής της απόφασης - argumentum a silencio) για τον διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων ανάμεσα σε ΑΠΔΠΧ και ΕΣΡ

Απαγόρευση λειτουργίας καμπάνας ναού λόγω ηχορύπανσης

  Σε υπόθεση που εκπροσωπώ τον θιγόμενο πολίτη, μετά από 2 προσωρινές διαταγές, το Πρωτοδικείο Καλαμάτας εξέδωσε και απόφαση ασφαλιστικών μ...