ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ
ΥΠΟΘΕΣΗ LINDON, OTCHAKOVSKY-LAURENS ΚΑΙ JULY ΚΑΤΑ ΓΑΛΛΙΑΣ
(Προσφυγές υπ’ αρ. 21279/02 και 36448/02)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
22 Οκτωβρίου 2007
Στην υπόθεση Lindon, Otchakovsky-Laurens και July κατά Γαλλίας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε σχηματισμό Ευρείας Συνθέσεως, με την ακόλουθη σύνθεση:
κ. Χ. Λ. ΡΟΖΑΚΗΣ, Πρόεδρος,
κ. L. Wildhaber,
κ. J.-P. Costa,
Σερ Nicolas Bratza,
κ. B.M. Zupančič,
κ. P. Lorenzen,
κα. F. Tulkens,
κ. L. Loucaides,
κ. J. Casadevall,
κ. M. Ugrekhelidze,
κα. E. Steiner,
κ. L. Garlicki,
κ. K. Hajiyev,
κα. R. Jaeger,
κ. S.E. Jebens,
κ. David Thór Björgvinsson,
κ. J. Šikuta, δικαστές,
και κ. M. O'Boyle, Αναπληρωτής Γραμματέας,
Έχοντας διαβουλευθεί μυστικά στις 13 Δεκεμβρίου 2006 και στις 5 Σεπτεμβρίου 2007,
Δημοσιεύει την ακόλουθη απόφαση που εκδόθηκε κατά την ως άνω τελευταία ημερομηνία:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση εισήχθη με δύο προσφυγές κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, υποβληθείσες στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”) από τρεις Γάλλους υπηκόους (“οι αιτούντες”). Η πρώτη προσφυγή (υπ’ αρ. 21279/02) κατατέθηκε στις 23 Μαΐου 2002, από τον κ. Mathieu Lindon (“ο πρώτος προσφεύγων”) και τον κ. Otchakovsky-Laurens (“ο δεύτερος προσφεύγων”), και η δεύτερη προσφυγή (υπ’ αρ. 36448/02) υποβλήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2002 από τον Mr Serge July (“ο τρίτος προσφεύγων”).
2. Οι πρώτοι δύο προσφεύγοντες εκπροσωπήθηκαν από τον κ. H. Leclerc και τον κ. κ. R. Rappaport, νομικούς που εδρεύουν στο Παρίσι και ο τρίτος προσφεύγων εκπροσωπήθηκε από τον κ. Mr J.-P. Levy, ένα δικηγόρο που επίσης έχει έδρα στο Παρίσι. Η Γαλλική Κυβέρνηση (“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκε από την εντεταλμένη της, κα. E. Belliard, Διευθύντρια Νομικών Σχέσεων, Υπουργείο Εξωτερικών.
3. Των προσφυγών επελήφθη ο Πρώτος Τομέας του Δικαστηρίου (Κανόνας 52 § 1 του Κανονισμού του Δικαστηρίου). Την 1 Ιουνίου 2006, Τμήμα αυτού του Τομέα, με σύνθεση αποτελούμενη από τους ακόλουθους δικαστές: κ. Χ. Λ. Ροζάκη, Πρόεδρο, κ. Λ.Λουκαϊδη, κ. J.-P. Costa, κα. F. Tulkens, κα. E. Steiner, κ. K. Hajiyev και κα. S. E. Jebens, και επίσης τον κ. S. Nielsen, Γραμματέα του Τομέα, παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Eυρείας Συνθέσεως, χωρίς να έχει γίνει ένσταση κάποιου από τα μέρη για την παραπομπή (Άρθρο 30 της Σύμβασης και Κανόνας 72).
4. Η σύνθεση του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως καθορίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 27§§2 και 3 της Συνθήκης και τον Κανόνα 24.
5. Ο Πρόεδρος του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως διέταξε την ταυτόχρονη διεξαγωγή των διαδικασιών για τις δύο προσφυγές (Κανόνας 42 § 2). Περαιτέρω, αποφάσισε να διατηρηθεί η εφαρμογή του άρθρου 29 § 3 της Σύμβασης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως, το οποίο θα μπορούσε ακολούθως να εξετάσει το παραδεκτό και την ουσία της υπόθεσης ταυτοχρόνως.
6. Η Κυβέρνηση και οι πρώτοι δύο προσφεύγοντες υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις για το παραδεκτό και την ουσία της υπόθεσης.
7. Η ακρόαση έλαβε χώρα δημόσια, στο Κτίριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Στρασβούργο, στις 13 Δεκεμβρίου 2006 (Κανόνας 59 § 3).
Ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίσθηκαν:
(a) για την Κυβέρνηση
κα A.-F. Tissier, Διευθύντρια του Τομέα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Τμήμα Νομικών Σχέσεων, Υπουργείο Εξωτερικών Εντεταλμένη,
κα M. Mongin, Υπουργείο Εξωτερικών, Παραστάτις,
κα O. Diego, Υπουργείο Δικαιοσύνης, Σύμβουλος;
(b) για τουςπροσφεύγοντες
Κος R. Rappaport, δικηγόρος,
Κος J.-P. Levy, δικηγόρος, Παραστάτης.
Το Δικαστήριο άκουσε τις αγορεύσεις των κ.κ. Rappaport, Lévy και Tissier, και τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις των δικαστών.
8. Στις 19 Ιανουαρίου 2007 ο κ. L. Wildhaber ολοκλήρωσε τη θητεία του ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου. Σε αυτήν την ιδιότητα τον διαδέχθηκε ο κ. J.-P. Costa, και ο κ. Χ.Λ. Ροζάκης, Αντιπρόεδρος του Δικαστηρίου, ανέλαβε την προεδρεία του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως στην παρούσα υπόθεση.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
I. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
9. Ο πρώτος προσφεύγων είναι συγγραφέας και ο δεύτερος είναι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εκδοτικής εταιρίας P.O.L. Ο τρίτος ήταν ο διευθυντής σύνταξης στην ημερήσια εφημερίδα Libération. Γεννήθηκαν τα έτη 1955, 1944 και 1949 αντίστοιχα και ζουν στο Παρίσι.
A. Η καταδίκη των κ.κ. Lindon και Otchakovsky-Laurens (προσφυγή υπ’ αρ. 21279/02)
1.Η δημοσίευση του μυθιστορήματος “Η δίκη του Jean-Marie Le Pen ”
10. Ο πρώτος προσφεύγων είναι ο συγγραφέας ενός βιβλίου που παρουσιάζεται ως μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Le Procès de Jean-Marie Le Pen (“Η δίκη του Jean-Marie Le Pen”), που εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1998 από την P.O.L.
11. Το μυθιστόρημα αφηγείται την δίκη ενός ακτιβιστή του Εθνικού Μετώπου, του Ronald Blistier, ο οποίος, ενώ κολλούσε αφίσες του κόμματός του με άλλους ακτιβιστές, διέπραξε έναν εν ψυχρώ φόνο ενός νέου με καταγωγή από τη Νότια Αφρική και παραδέχεται ότι επρόκειτο για ένα ρατσιστικό έγκλημα. Τον υπερασπίζεται ένας Εβραίος, αριστερός και ομοφυλόφιλος δικηγόρος, ο Pierre Mine.
Το μυθιστόρημα βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά και, συγκεκριμένα, στους φόνους, το 1995 του Brahim Bouaram, ενός νέου Μαροκινού που πετάχθηκε στον Σηκουάνα από σκίνχεντς κατά τη διάρκεια μιας πορείας του Εθνικού Μετώπου και του Ibrahim Ali, ενός νέου Γάλλου με καταγωγή από την Κομόρα που δολοφονήθηκε στη Μασσαλία από ακτιβιστές του ίδιου κόμματος. Αυτοί οι ακτιβιστές ήχθησαν τον Ιούνιο του 1998 σε δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της Ασίζης, ενώ στην εν λόγω δίκη, οι ηγέτες του Εθνικού Μετώπου, συμπεριλαμβανομένου του κ. Le Pen, δήλωσαν ότι η συγκεκριμένη υπόθεση δεν ήταν τίποτα άλλο από μία προβοκάτσια και έργο εγκάθετων με τους οποίους οι εχθροί του κόμματος επιχείρησαν να το πλήξουν.
Ο συγγραφέας πλέκει την αφήγηση γύρω από τον δικηγόρο, τον κύριο πρωταγωνιστή, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δίκης βρίσκεται στο κέντρο μιας πολιτικής αντιπαράθεσης. Στην αρχή-αρχή θέτει το ερώτημα για την ευθύνη του κου Le Pen: “δεν είναι ο πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου υπεύθυνος για το φόνο που διέπραξαν οι νεαροί οπαδοί του, φουντωμένοι από τη ρητορική του;» (σελίδα 7). Το μυθιστόρημα εστιάζει σε ένα αριθμό προσώπων τα οποία χαρακτηρίζονται από τις ηθικές και πολιτικές τους θέσεις σε σχέση με την ιδεολογία και την πολιτική παράταξη της άκρας Δεξιάς. Το έργο επίσης επιχειρεί να υπογραμμίσει τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις συγκεκριμένων «αντι-ρατσιστικών» θέσεων.
12. Το κείμενο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου παρουσιάζει το μυθιστόρημα ως εξής:
“Πως μπορεί να πολεμηθεί επιτυχώς ο Jean-Marie Le Pen; Ο νεαρός Ronald Blistier, μέλος του Εθνικού Μετώπου, έχει διαπράξει μια εν ψυχρώ ρατσιστική δολοφονία, σκοτώνοντας έναν νέο Άραβα σε δημόσιο δρόμο. Η υπόθεση προκάλεσε γενική κατακραυγή και έγινε γενικά αποδεκτό ότι η δίκη του Blistier θα έπρεπε στην πραγματικότητα να είναι αυτή του μέντορά του.
Ο τριαντάχρονος Εβραίος δικηγόρος Pierre Mine υπερασπίζεται το δολοφόνο. Έχει συγκεκριμένες ιδέες για το πώς να πολεμήσει καλύτερα τον Jean-Marie Le Pen.
- Να στήσεις παγίδα για τον Le Pen; Μα μπορεί να πέσουμε όλοι μέσα, προειδοποιεί ο φίλος του, Mahmoud Mammoudi.
Πάντως, ο Pierre Mine ετοιμάζει τη μάχη του. Η στρατηγική του είναι ανεξιχνίαστη. Δεν θα γίνει το μπαλάκι των αντι-ρατσιστών και ο πρωταθλητής αυτών που σκοπεύει να πολεμήσει; Ο Jean-Marie Le Pen υποκρίνεται ότι του τρέφει κάποιο σεβασμό. Είναι γεμάτος μπελάδες από όλες τις πλευρές – είναι σαν αυτοί που δεν κατάφεραν να πολεμήσουν το Εθνικό Μέτωπο να υποψιάζονται για κάθε άλλον που επιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση.”
13. Με αρχικές εγκλήσεις στις 20 και 27 Νοεμβρίου 1998, το Εθνικό Μέτωπο και ο κ. Le Pen κίνησαν διαδικασίες εναντίον των πρώτων δύο προσφευγόντων στο Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού, για την προσβολή της δημόσιας δησφήμησης κατά φυσικού προσώπου, ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης του μυθιστορήματος, σύμφωνα με τα κεφάλαια 29(1) και 32(1) της Πράξης της 29 Ιουλίου 1881. Έξι αποσπάσματα από το μυθιστόρημα ήταν το αντικείμενο της καταγγελία: αυτά που περιλαμβάνονται σε απόφαση (στις σελ. 10,86,105-106 και 136) που εκδόθηκε από το Εφετείο του Παρισιού στις 13 Σεπτεμβρίου 2000 (βλ. παράγραφος 18, κατωτέρω) και οι ακόλουθες δύο παράγραφοι:
Στην σελίδα 28 ο συγγραφέας αποδίδει τις παρακάτω παρατηρήσεις στην κα Blistier, μητέρα του Ronald: “Μπορεί να είχε περάσει από το μυαλό του, αλλά δεν ήταν ποτέ καλός στο σημάδι – στον άντρα μου δεν άρεσε να χρησιμοποιεί ο Ronald το τουφέκι του. Αλλά μπορεί το παιδί να προσβλήθηκε επειδή δεν είχε σπάσει κανέναν στο ξύλο, όταν όλοι οι φίλοι του από το Εθνικό Μέτωπο καυχιούνταν για τις εβδομαδιαίες εκκαθαρίσεις τους στην οικιστική ζώνη.»
Στη σελίδα 118, σχετικά με μια διαδήλωση του Εθνικού Μετώπου, ο συγγραφέας γράφει «Το πλήθος που συγκεντρώθηκε στην Place de la Bastille, μαστιγωμένο από τον αρχι-φωνασκούντα, κυρίως αποτελούνταν από νέους. Αν τους έψαχνες θα έβρισκες όπλα. Είναι έτοιμοι για μάχη – ικανοποιούνται μόνο αν οι ακροαριστερές οργανώσεις θεωρούν καλή στρατηγική να τους αντιμετωπίσουν. Η ατμόσφαιρα είναι κατά κάποιο τρόπο προ-εξεγερσιακή, αλλά όπως παρατήρησαν οι παρόντες δημοσιογράφοι, η αίσθηση από την μεριά των δημοκρατικών είναι περισσότερο αυτή της αηδίας, παρά αυτή του πανικού.
Δεν σχεδιάζεται ένα φασιστικό πραξικόπημα, είναι περισσότερο ο φόβος ότι μια γάγγραινα βαθαίνει – μια κοινωνική ασθένεια που μπορεί περιστασιακά να σταματήσει να διαδίδεται ή να κατασταλεί στιγμιαία.”
2. Η απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού στις 11 Οκτωβρίου1999
14. Με απόφαση της 11 Οκτωβρίου του 1999, το Ποινικό Δικαστήριο καταδίκασε τον δεύτερο προσφεύγοντα για δυσφήμηση και τον πρώτο προσφεύγοντα για συμμετοχή σε αυτό το αδίκημα, λαμβάνοντας, όμως, υπόψη μόνο τέσσερα από τα έξι προσβλητικά αποσπάσματα, δηλαδή αυτά των σελίδων 10, 86, 105-106 και 136 του βιβλίου. Κάθε ένας από αυτούς καταδικάστηκε να καταβάλει ένα πρόστιμο 15,000 φράγκων (το ισόποσο των 2,286.74 ευρώ) και τους διέταξε να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον 25,000 φράγκα (ΕΥΡΩ 3,811.23) αποζημίωση σε κάθε έναν από τους πολιτικώς ενάγοντες, μαζί με τα έξοδα για την έκδοση και τη δημοσίευση της απόφασης.
Με την απόφασή του, το δικαστήριο έκρινε ως ακολούθως:
“Περί του αν το δημοσίευμα ήταν δυσφημηστικό:
Πρώτα πρέπει να επισημανθεί ότι, ενώ ο συγγραφέας επιλέγει να γράψει ένα «μυθιστόρημα», όπως αναφέρεται στο εξώφυλλο του βιβλίου, περιγράφει, μεταξύ ενός αριθμού φανταστικών χαρακτήρων, ένα πραγματικό και εν ζωή πολιτικό πρόσωπο, δηλαδή τον Jean-Marie Le Pen, και το κόμμα του, το Εθνικό Μέτωπο. Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας ανακοινώνει το θέμα του έργου του στον ίδιο τον τίτλο 'Η δίκη του Jean-Marie Le Pen'. Στο οπισθόφυλλο, θέτει το ερώτημα 'Πως μπορεί να πολεμηθεί αποτελεσματικά ο Jean-Marie Le Pen' και στις πρώτες λίγες γραμμές του βιβλίου, θέτει άλλη μια ερώτηση: 'δεν είναι ο πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου υπεύθυνος για τη δολοφονία που διαπράχθηκε από έναν νεαρό ακτιβιστή που φούντωσε από τη ρητορική του;'. Ο αναγνώστης έτσι καθίσταται αμέσως γνώστης του ότι η φανταστική δίκη είναι ένα προκάλυμμα για άμεση κριτική κατά του Jean-Marie Le Pen, ιδιαίτερα αφού τα γεγονότα που περιγράφονται είναι ευρέως και προφανώς εμπνευσμένα από πραγματικά γεγονότα, τα οποία είχαν μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη.
Ακολούθως, αν και πρόκειται για μυθιστόρημα και, μολονότι οι προσβλητικές παρατηρήσεις γίνονται μόνο από φανταστικούς χαρακτήρες, δεν μπορεί να μην παρατηρηθεί ότι το έργο επιχειρεί καθαρά να μεταδώσει εκφρασμένες ιδέες και να διαμορφώσει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον Jean-Marie Le Pen, το κόμμα του και τη συμπεριφορά του. Η ταξινόμηση των κατηγοριών δεν μπορεί γι’ αυτό να κριθούν μόνο επί τη βάσει της τεχνικής που επιστρατεύεται γι’ αυτό το σκοπό.
Το κείμενο, ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό του είδος, είναι ικανό να θίξει την τιμή και την υπόληψη των πολιτικώς εναγόντων και γι’ αυτό πρέπει να εξεταστεί καθένα από τα προσβλητικά αποσπάσματα για την θεμελίωση του νοήματος και της σημασίας του και για να καθοριστεί αν, ενόψει της κατηγορίας για δυσφήμηση, είναι αρκούντως επαρκή στοιχεία αποδείξεως.
Πρώτο απόσπασμα, σελίδα 10: ο ισχυρισμός ότι ο Jean-Marie Le Pen είναι ο αρχηγός μιας συμμορίας φονιάδων – με άλλες λέξεις, ότι ηγείται μιας ομάδας δολοφόνων- συνιστά, στο πλαίσιο του βιβλίου, ένα προφανώς δυσφημιστικό ισχυρισμό με σαφώς καθορισμένη συμπεριφορά, αναφορά που έγινε στο ρατσιστικό έγκλημα που τελέστηκε από τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, ένα νέο μέλος του Εθνικού Μετώπου, του οποίου η εγκληματική πράξη λέγεται ότι έχει εμπνευστεί από ιδέες που έχει υποστηρίξει ο Jean-Marie Le Pen.
Δεν έχει επίδραση το γεγονός ότι το έγκλημα του 'Ronald Blistier' δεν είναι αληθινό, καθώς ο σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να γράψει μια σάτιρα για ένα απίθανο γεγονός, αλλά, αντιθέτως, να κάνει τον αναγνώστη να πιστέψει ότι, δεδομένης της ιδεολογίας του Jean-Marie Le Pen, ένα τέτοιο σενάριο είναι πολύ πιθανό και ότι θα μπορούσε να είναι υπεύθυνος γι’ αυτό. Η ιστορία επίσης συνδέεται – αναπόφευκτα, για τον αναγνώστη- με την δίκη του Ιουνίου του 1998 για τους αφισσοκολητές του Εθνικού Μετώπου που κατηγορήθηκαν για το φόνο ενός νέου από την Κομόρα, του Ibrahim Ali, στην Μασσαλία. Όμοια, όταν ο συγγραφέας, μερικά χωρία παρακάτω, αφηγείται την δολοφονία του νεαρού μαύρου που ονομάζεται 'Julien Thoris', τον οποίο πετάνε στο Σηκουάνα, κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης, στην οποία το Εθνικό Μέτωπο είναι παρόν, ο αναγνώστης αναγκάζεται να θυμηθεί τον πραγματικό φόνο του Brahim Bouaram, του οποίου οι δολοφόνοι πήραν μέρος σε μία πορεία που έγινε από αυτό το κόμμα.
Η σαφήνεια των γεγονότων που περιγράφονται στα προσβλητικά αποσπάσματα είναι συνεπώς αρκετή για τη στοιχειοθέτηση της δυσφήμησης έναντι των πολιτικώς εναγόντων και έτσι τα γεγονότα που υπονοούνται είναι επιδεχόμενα αποδείξεως.
Δεύτερο απόσπασμα, σελίδα 28: ο ισχυρισμός ότι όλοι οι φίλοι του από το Εθνικό Μέτωπο περηφανεύονταν για τις εβδομαδιαίες εκκαθαρίσεις τους στην οικιστική ζώνη δεν διευκρινίζεται από περαιτέρω παρατηρήσεις, ούτε αποδεικνύεται από δεδομένα γεγονότα. Μπορεί να απορρέει από την ασάφεια που περιέχει η κομπορρημοσύνη που αποδίδεται στον χαρακτήρα του μυθιστορήματος και είναι αρκετά αόριστος για να θεμελιώσει την κατηγορία.
Τρίτο απόσπασμα, σελίδα 86: Το Εθνικό Μέτωπο κατηγορείται για τη χρήση βίας εναντίον εκείνον που εγκαταλείπουν το κόμμα. Ο συγγραφέας βάζει έναν από τους χαρακτήρες του να προειδοποιούν τον δικηγόρο του Ronald Blistier εναντίον της «κοινής στρατηγικής του Εθνικού Μετώπου» για 'σαραβάλιασμα' καθενός που το εγκαταλείπει ('να σε χτυπάνε – ... δέκα εναντίον ενός, με σιδηρολοστούς, ρόπαλα και μπότες με σίδερα, μια νύχτα όταν φεύγεις από το σπίτι σου').
Αυτό το απόσπασμα, το οποίο αφορά γεγονότα που είναι σαφή και επιδέχονται αποδείξεως, δηλαδή η επίθεση ή ακόμα και η δολοφονία καθενός που τολμά να προδώσει και να φύγει από το κόμμα, προσβάλλει την τιμή του Εθνικού Μετώπου.
Τέταρτο απόσπασμα, σελίδες 105-106: Η κατηγορία ότι ο Jean-Marie Le Pen έκανε δηλώσεις 'με ρατσιστικές κορώνες, τηρώντας ελάχιστα τα προσχήματα, στην καλύτερη περίπτωση' και γράφοντας ότι 'πίσω από κάθε παρέμβασή του προβάλλει ο θαυμασμός των χειρότερων φρικαλεοτήτων στην ιστορία του ανθρώπινου είδους' συνιστά δυσφήμηση εναντίον του, καθώς κατηγορείται για ένα τύπο ρατσισμού που υπενθυμίζει στους αναγνώστες τις χειρότερες βαρβαρότητες που έγιναν ποτέ. Επιπλέον, ο συγγραφέας εξηγεί σε λίγες γραμμές παρακάτω ότι ο Jean-Marie Le Pen μπορεί να έβαλε την ιδέα για μια ρατσιστική δολοφονία σε απλοϊκούς νόες όπως αυτός του Ronald Blistier, που 'δεν θα είχε όπλο στο χέρι του και ένα παιδί από την Βόρειο Αφρική απέναντί του, αν ο Jean-Marie Le Pen δεν το είχε καταστήσει δυνατό' (σελ. 106).
Πέμπτο απόσπασμα, σελίδα 118: Αυτό το απόσπασμα, το οποίο περιγράφει τους νέους ακτιβιστές του Εθνικου Μετώπου ως κυριευμένους από τον «αρχι-φωνασκούντα- και δευτερευόντως ως όντες οπλισμένοι και διαμορφώνοντας μια «προ-εξεγερσιακή» ατμόσφαιρα, προσβάλει σαφώς τον Jean-Marie Le Pen, αλλά πολύ αόριστα για να συνιστά δυσφήμηση. οι ακόλουθες παρατηρήσεις δεν αφορούν το Εθνικό Μέτρωπο, αλλά συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις του κόμματος και γι’ αυτό δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.
Έκτο απόσπασμα, σελίδα 136: ο Jean-Marie Le Pen κατηγορείται ότι είναι ένας 'βρυκόλακας' που τρέφεται από την 'στιφάδα των εκλογέων του' και 'το αίμα των εχθρών του ', καθώς και το είναι ψεύτης, δυσφημώντας τους αντιπάλους του για να προστατεύσει τον εαυτό του από κατηγορίες εναντίον του.
Ο συγγραφέας διαμορφώνει αυτή την εικόνα και τον όρο «βρυκόλακας», γράφοντας, αμέσως μετά το προσβλητικό κείμενο: '... ο Jean-Marie Le Pen χρησιμοποίησε την ζωή του Ronald Blistier και τώρα χρησιμοποιεί το θάνατό του για να εξεγείρει κι άλλους Ronald Blistiers, να μεταμορφώσει άλλους χαμένους νέους σε μαριονέτες που τη ζωή τους και τον θάνατό τους θα διευθύνει αυτός ο ανηλεής καραγκιοζοπαίχτης. '
Αυτοί οι ισχυρισμοί για την χρήση της ζωής και του θανάτου των νέων ακτιβιστών και την παρακίνησή τους σε θάνατο και αυτοκτονία, για προσωπικούς πολιτικούς σκοπούς, είναι συγκεκριμένοι και προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη του Jean-Marie Le Pen.
Όσον αφορά την ύπαρξη καλής πίστης:
Οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί θεωρούνται, κατά το νόμο, ότι γίνονται προκειμένου να προκαλέσουν βλάβη, αλλά μπορούν να δικαιολογηθούν αν ο συγγραφέας αποδείξει ότι έχουν γίνει καλόπιστα.
Το δικαστήριο παρατηρεί σχετικά ότι ο συγγραφέας δεν γράφει απλώς ένα έργο φαντασίας. Περιγράφει στους αναγνώστες του τον Jean-Marie Le Pen, να εμπλέκεται, με τις συνήθεις του δραστηριότητες ως πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου, με την πρόθεση να ασκήσει αρνητική κριτική στον ίδιο και το κόμμα του και να αμφισβητήσει τις ιδέες του. Ο Mathieu Lindon πράγματι είπε στην ακρόαση ότι είχε κάνει αρκετή χρήση πληροφοριών από τις ειδήσεις και, ως αποτέλεσμα, οι αναγνώστες, μπορεί να μην μπορούσαν να διακρίνουν καθαρά ανάμεσα σε γεγονότα και φαντασία, κι έτσι είναι σαφής η πρόθεση να συσχετίσει καταστάσεις και παρατηρήσεις με πρόσφατα γεγονότα.
Αν και, στο πεδίο της πολιτικής πολεμικής και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, πρέπει να αναγνωρίζεται η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία έκφρασης στον συγγραφέα, αυτή η ελευθερία δεν είναι απεριόριστη, και σταματά όταν γίνεται προσωπική επίθεση, που εξαπολύεται ευθέως από τον συγγραφέα ή με τη διαμεσολάβηση φανταστικών χαρακτήρων και έτσι κηλιδώνεται με την αλλοίωση των γεγονότων και με ασυγκράτητη γλώσσα.
Αν και η υπεράσπιση έχει ισχυριστεί ότι αυτή η ιστορία αντανακλά την πραγματικότητα και δεν την παραμορφώνει, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, τα οποία είναι κυρίως άρθρα εφημερίδων, καθώς δεν έχουν αποδεικτική αξία, είναι ανεπαρκή για την υποστήριξη των δυσφημιστικών ισχυρισμών που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο σχετικά με την εγκληματική συμπεριφορά που αποδίδεται στους πολιτικώς ενάγοντες. Καμία ποινική καταδίκη, που θα μπορούσε να δικαιολογεί τέτοιους ισχυρισμούς, προέκυψε από τη διαδικασία και, εν απουσία εγγράφων, το δικαστήριο κρίνει ότι ο Mathieu Lindon διέστρεψε τα πραγματικά για να προκαλέσει την οργή των αναγνωστών του εναντίον του Jean-Marie Le Pen και του κόμματός του.
Περαιτέρω, αν και οι συγγραφείς και οι κριτικοί απολαμβάνουν της ελευθερίας να χρησιμοποιούν ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο, αυτό δεν επιτρέπει τις ιδιαίτερα υπερβολικές παρατηρήσεις που εμφανίζονται σε αυτό το κείμενο.
Γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι οι κατηγορούμενοι ενέργησαν καλόπιστα και η κατηγορία της δυσφήμησης εις βάρος του Jean-Marie Le Pen και του Εθνικού Μετώπου ακολούθως παραμένει ... .”
3. Η απόφαση του Εφετείου Παρισιού της 13 Σεπτεμβρίου 2000
15. Οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες έκαναν έφεση κατά της παραπάνω απόφασης στο Εφετείου του Παρισιού. Προσέβαλαν την κρίση ότι τα προσβλητικά αποσπάσματα ήταν δυσφημιστικής φύσεως. Επιχειρηματολόγησαν ότι ήταν απλώς ένα έργο φαντασίας που παρουσίαζε φανταστικούς χαρακτήρες, όπως ο αναγνώστης θα μπορούσε να καταλάβει από την πρώτη σελίδα. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι παρατηρήσεις αποτελούσαν μόνο αξιολογικές κρίσεις για τους καταγγέλλοντες, αντανακλώντας μια δημόσια αντιπαράθεσης, το οποίο αντιμετώπισαν με απόσταση και ειρωνεία, για το πώς μπορεί καλύτερα να πολεμηθεί η άκρα Δεξιά. Εναλλακτικά, επικαλούμενοι καλή πίστη, ανέφεραν ότι οι ιδέες του κ. Le Pen και του Εθνικού Μετώπου δεν έχουν αλλοιωθεί από το βιβλίο και τους χαρακτήρες του και ότι τα προσβλητικά αποσπάσματα αποτελούσαν αποκλειστικά παρατηρήσεις που έγιναν από φανταστικούς χαρακτήρες, χωρίς να απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα, ο οποίος, κατ’ αυτόν, είχε επιχειρήσει να κριτικάρει αρνητικά την στρατηγική που ακολουθήθηκε από αντι-ρατσιστικές ενώσεις και ακροαριστερούς διανοούμενους γενικά, στον αγώνα τους εναντίον του Εθνικού Μετώπου.
Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν το άρθρο 10 της Σύμβασης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή η διάταξη απαγορεύει κάθε καταδίκη για έργο φαντασίας που απηχεί μια αντιπαράθεση για την ηθική ευθύνη που υπέχει το Εθνικό Μέτωπο και οι ιδέες του αρχηγού του στην τέλεση ρατσιστικών εγκλημάτων. Υπογράμμισαν ότι η ελευθερία της γνώμης θα παραβιαζόταν αν ο συγγραφέας αξιολογικών κρίσεων καταδικαζόταν επειδή δεν μπορεί να αποδείξει την ορθότητα της γνώμης του και αναφέρθηκαν ως προς αυτό στην απόφαση Lingens κατά Αυστρίας της 8 Ιουλίου 1986 (Συλλογή αρ. 103). Τέλος, ισχυρίστηκαν ότι εξίσου επιθετικές και δυσφημιστικές παρατηρήσεις εναντίον των πολιτικώς εναγόντων έγιναν στο παρελθόν από πολιτικούς ή δημοσιογράφους και ότι ο ίδιος ο κ. είχε καταδικαστεί για προτροπή σε ρατσιστικό μίσος.
16. Με απόφαση της 13 Σεπτεμβρίου 2000, το Εφετείο του Παρισιού (Ενδέκατο τμήμα, αποτελούμενο από τους κ.κ. Charvet, Πρόεδρο, Blanc και Deletang) επικύρωσε την απόφαση της 11 Σεπτεμβρίου 1999, όσον αφορά τη δυσφημιστική φύση τριών από τα τέσσερα αποσπάσματα που ελήφθησαν υπόψη από το Ποινικό Δικαστήριο, μαζί με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν και την αποζημίωση που επιδικάστηκε από το δικαστήριο. 17. Στην απόφασή του το Εφετείο θεώρησε, πρώτον, ότι το εν λόγω έργο ήταν ένα «μυθιστόρημα», «ένα ΄δημιούργημα της φαντασίας’ όπως ορίζεται από το λεξικό Petit Robert», η ιστορία του οποίου αναπτυσσόταν περί το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο κύριος χαρακτήρας: «Ο συγγραφέας δημιούργησε μια ιστορία και, βασίστηκε σε αυτό το πλαίσιο, ξεκινώντας από την αρχή των διαδικασιών κατά του νεαρού κατηγορούμενου, μέχρι την αυτοκτονία του στη φυλακή πριν την αγόρευση του συνηγόρου και τις εισαγγελικές προτάσεις και αποδίδοντας εκφράσεις σε πολλούς χαρακτήρες που κυρίως εμφανίζονται ως στερεότυπα που χαρακτηρίζονται από την ηθική και πολιτική τους στάση σε σχέση με τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι είναι κυριολεκτικά αληθινοί άνθρωποι.» Περαιτέρω, παρατήρησε ότι ο κ. Le Pen και το Εθνικό Μέτωπο, εμφανίζονται υπό τις πραγματικές και τρέχουσες ταυτότητές τους, ήταν διαρκώς στο προσκήνιο όχι μόνο κατά την αντιπαράθεση που αναπτύχθηκε στο ακροατήριο αλλά επίσης και σε συζητήσεις με πολλούς χαρακτήρας, «ακόμα και στην καρδιά των εσωτερικών αντιφάσεων που βιώνει ο κύριος πρωταγωνιστής.» Το δικαστήριο παρατήρησε ότι, σε έναν αριθμό περιπτώσεων, τα λόγια που τοποθετήθηκαν στο στόμα του κ. , που “εξέφραζαν θέσεις οι οποίες ήταν κοντά ή ταυτόσημες με αυτές που λαμβάνει στην πραγματικότητα, αλλά οι πολιτικώς ενάγοντες δεν έχουν προσβάλλει ως προσβάλλουσες την τιμή και την υπόληψή του ίδιου ή των μελών του κόμματος στο οποίο ηγείται». Περαιτέρω έκρινε ότι το θέμα του βιβλίου είναι η ερώτηση που τίθεται στο οπισθόφυλλο, «Πως μπορεί να πολεμηθεί αποτελεσματικά ο - ; ”, προσθέτοντας ότι “το να θέτεις αυτή την ερώτηση, ακόμα και σε ένα μυθιστόρημα, δεν είναι per se δυσφημιστική εναντίον του”.
18. Το δικαστήριο σημείωσε ότι το κεφάλαιο 29 της Πράξης της 29 Ιουλίου 1881 ορίζει ως δυσφήμιση “κάθε δήλωση ή ισχυρισμό γεγονότων που προσβάλλει την τιμή ή την υπόληψη ενός προσώπου” και ότι ο νόμος δεν διακρίνει ως προς τη φύση του επίμαχου κειμένου. Σε αυτή τη βάση, κάθε κείμενο, είτε πολιτικό, φιλοσοφικό, μυθιστορηματικό, είτε ακόμη και ποιητικό, διέπεται από τους κανόνες που εφαρμόζονται σε τέτοια θέματα, όσον αφορά τόσο τη δημόσια τάξη όσο και την προστασία των ατόμων. Εντούτοις, το δικαστήριο προσέθεσε ότι «η εφαρμογή των κανόνων της δυσφήμησης αναφορικά με ένα άρθρο εφημερίδας ή ένα κείμενο που εκφράζει ευθέως την άποψη του συγγραφέα του απαιτεί, αν το κείμενο είναι έργο φαντασίας, την εξέταση του ζητήματος αν οι πολιτικιώς ενάγοντες είναι πράγματι τα αναφερόμενα πρόσωπα των προσβλητικών παρατηρήσεων, και έπειτα του νοήματος που αποδίδεται από τον συγγραφέα στα λόγια των χαρακτήρων του, υπό το φως των ιδεών που αναπτύσσει στην πραγματικότητα στο έργο του.» Όσον αφορά το δεύτερο σημείο – καθώς το πρώτο ισχύει προδήλως- το δικαστήριο έκρινε ως ακολούθως: «… πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στα προσβλητικά αποσπάσματα των σελίδων 10, 86, 105, και , τελικά, 136, καθώς είναι τα μόνα αποσπάσματα που πρέπει τώρα να ληφθούν υπόψη: μερικά από αυτά εκφράζουν την άποψη του αφηγητή και συμπίπτουν με τις ιδέες του συγγραφέα, καθώς αναδύονται από το έργο ως σύνολο, ενώ άλλα μπορούν να αποδοθούν μόνο στον χαρακτήρα που κάνει τις σχετικές παρατηρήσεις, στο μέτρο που ο συγγραφέας διαχωρίζει ειλικρινά τον εαυτό του από αυτές τις παρατηρήσεις σε όλο το έργο είτε μέσω του αφηγητή είτε με άλλους τρόπους”.
Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, το δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως για τα τέσσερα υπό κρίση αποσπάσματα:
“1. Σελίδα 10: '.... ένας αποτελεσματικός τρόπος να πολεμήσεις τον Le Pen είναι να τον βάλεις στο σκαμνί και να αποδείξεις ότι δεν είναι ο ηγέτης ενός πολιτικού κόμματος αλλά ο αρχηγός μιας συμμορίας φονιάδων – στο κάτω-κάτω, ο λαός θα μπορούσε να έχει ψηφίσει ακόμα και τον Αl Capone ' [αυτή η άποψη αποδίδεται από τον συγγραφέα στους αντι-ρατσιστές διαδηλωτές που συγκεντρώθηκαν έξω από τα δικαστήρια].
Αυτό το τμήμα του κειμένου προηγείται ενός άλλου, που δεν έχει αναφερθεί από τους πολιτικώς ενάγοντες: 'Γι’ αυτούς δεν αρκεί να ονομάζουν τον Ronald Blistier δολοφόνο', ακολουθώντας την περιγραφή του αφηγητή για το πλήθος των 'αντιρατσιστών' που συγκεντρώνεται μπροστά στα δικαστήρια κατά τη διάρκεια της δίκης του Ronald Blistier.
Ο ισχυρισμός ότι ο κ. Jean-Marie Le Pen δεν είναι ο πρόεδρος ενός πολιτικού κόμματος αλλά ο αρχηγός μιας συμμορίας δολοφόνων και επιπρόσθετα η εξίσωσή του με τον Al Capone, είναι σαφώς δυσφημηστική, όπως έχει ορθότατα παρατηρήσει το δικαστήριο παρακάτω.
Δεν υπάρχει τίποτα στις προηγηθείσες ή ακόλουθες προτάσεις που να υποδεικνύει ότι ο αφηγητής έχει τηρήσει απόσταση - και ως εκ τούτου, κατά την λογοτεχνική ανάπτυξη του βιβλίου από τον ίδιο το συγγραφέα – από αυτή τη δήλση, η οποία αποδίδεται σε διαδηλωτές που έχουν συγκεντρωθεί έξω από τα δικαστήρια και που, επιπλέον, απηχεί την ερώτηση που παρουσιάζεται στο οπισθόφυλλο ως το θέμα του βιβλίου: 'Πως μπορεί να πολεμηθεί αποτελεσματικά ο Jean-Marie Le Pen ;'.
Ως εκ τούτου, το απόσπασμα συνιστά δυσφήμηση των πολιτικώς εναγόντων.
2. Σελίδα 86: 'Αυτός (ο Blistier [ο κατηγορούμενος]) θέλει να σε τρομάξει, Pierrot [ο δικηγόρος]. Θέλει να σε περάσει ως μέλος της παρέας του: είναι κλασική στρατηγική του Εθνικού Μετώπου να σε κάνουν να φαίνεσαι σαν προδότης αν μετά κάνεις την ηπιότερη κριτική στον Le Pen και τους ακολούθους του, και έτσι αισθάνονται το ηθικό δικαίωμα να σε χτυπήσουν – να σε πλησιάσουν, δέκα εναντίον ενός, με με σιδηρολοστούς, ρόπαλα και μπότες με σίδερα, μια νύχτα όταν φεύγεις από το σπίτι σου, και σου δίνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι αυτοί που μπαίνουν στην ομάδα κολλάνε για όλη τους τη ζωή. Κανείς δεν έφυγε από το Εθνικό Μέτωπο ατιμώρητος. Σε παρακαλώ, μην κλαις και να είσαι έξυπνος, Pierrot. Δεν θέλω να σε σκοτώσουν. '
Αυτά τα λόγια λέει ο φίλος του δικηγόρου, του κ. Mine, κύριου πρωταγωνιστή. Ο ομιλητής του δίνει την δική του εξήγηση για την συμπεριφορά του κατηγορούμενου έναντι του συνηγόρου του κατά τη διάρκεια της ακρόασης, σε απάντηση μιας ερώτησης του Mine.
Το απόσπασμα περιέχει σχόλια που ανήκουν στον φανταστικό χαρακτήρα, αν και είναι ταπεινωτικά για τους πολιτικώς ενάγοντες, όπως παρατηρεί το δικαστήριο παρακάτω.
Παρ’ όλ’ αυτά και αντίθετα με την αξιολόγηση του κατώτερου δικαστηρίου, δεν εμφανίζονται επιδεχόμενα αποδείξεως, κατά την έννοια της Πραξης της 29 Ιουλίου 1881: καθώς αποδίδονται σε φανταστικό χαρακτήρα, μία κατάσταση που είναι από μόνη της φανταστική, το κείμενο δεν υποστηρίζει ότι μπορεί απαραιτήτως να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται στις απόψεις του συγγραφέα.
Αυτό το απόσπασμα δεν κρίθηκε δυσφημιστικό.
3. Σελίδες 105-106: 'Διαβάστε τις εφημερίδες, ακούστε το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, κάθε δήλωση του Jean-Marie Le Pen διανθίζεται – ή καλύτερα σηματοδοτείται και είναι διάστικτη- από ρατσιστικές κορώνες, τηρώντας ελάχιστα τα προσχήματα, στην καλύτερη περίπτωση. Κάθε λόγος του είναι ένα προπέτασμα καπνού και πίσω από κάθε παρέμβασή του προβάλλει ο θαυμασμός των χειρότερων φρικαλεοτήτων στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Καθένας το ξέρει, καθένας το λέει. Αυτό που έκανε ο Ronald Blistier ήταν ακριβώς αυτό που υποστηρίζει ο Jean-Marie Le Pen. Ίσως όχι ρητά, προσπαθεί να αποφύγει το νόμο, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνει πάντα. Αλλά αν αναλογιστείτε τις περιστάσεις στις οποίες μιλάει, τα υπονοούμενα που αφήνει και τα πρόσωπα που υποστηρίζει, δεν υπάρχει αμφιβολία» [εδώ ο δικηγόρος απευθύνεται στο δικαστήριο].
Είναι σαφώς δυσφημιστικό να κατηγορείς τον κ. Jean-Marie Le Pen για 'εκφώνηση ομιλιών ή ισχυρισμών με ρατσιστικές κορώνες , τηρώντας ελάχιστα τα προσχήματα, στην καλύτερη περίπτωση και ότι από πίσω προβάλλει ο θαυμασμος των χειρότερων φρικαλεοτήτων στην ιστορία του ανθρώπινου είδους'.
Αυτός ο ισχυρισμός επιδέχεται αμφισβήτησης ως προς το αν περιέχει αλήθεια σε σχέση με την πραγματικές αναπτύξεις του κ. Jean-Marie Le Pen και του Εθνικού Μετώπου.
Οι κατηγορούμενοι δεν μπορούν νομίμως να ισχυρισθούν ασυλία για αυτές τις παρατηρήσεις επί τη βάσει του ότι απορρέουν από την μυθιστορηματική φαντασία και την ίδια στιγμή ότι καλύπτονται από την θεσμική ασυλία που αφορά τις δηλώσεις που γίνονται σε μια δικαστική ακρόαση.
Ο ισχυρισμός ότι ο χαρακτήρας του κ. Mine, του δικηγόρου, ότι ' αυτό που έκανε ο Ronald Blistier ήταν ακριβώς αυτό που υποστηρίζει ο Jean-Marie Le Pen ', σύμφωνα με το σχόλιο του αφηγητή – αμέσως πριν την παράγραφο που περιέχει το υπό κρίση απόσπασμα – ότι 'άλλη μια φορά, καθένας συμφωνεί ότι αυτή η δίκη θα έπρεπε να είναι η δίκη του κ. Mr Jean-Marie Le Pen και όχι αυτή του Ronald Blistier, γιατί αλλιώς δεν θα είχε τέτοιο αντίκτυπο', δείχνει ότι μέσω των παρατηρήσεων που αποδίδονται στον κύριο πρωταγωνιστή του, στην πραγματικότητα εδώ εκφράζεται ο Mathieu Lindon για τους πολιτικώς ενάγοντες.
Αυτό το απόσπασμα συνιστά δυσφήμηση των πολιτικώς εναγόντων.
4. Σελίδα 136: Μετά την αυτοκτονία του κατηγορουμένου στη φυλακή, ο δικηγόρος του κάνει την ακόλουθη δήλωση στην τηλεόραση: 'Πως μπορεί να επιτρέπεται στον Jean-Marie Le Pen να το παίζει θύμα μετά το θάνατο του Ronald Blistier; Δεν είναι ο πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου ένας βρυκόλακας που τρέφεται από την στιφάδα των ψηφοφόρων του, αλλά μερικές φορές και από το αίμα τους, όπως και από το αίμα των εχθρών του; Γιατί κατηγορεί ο Le Pen τους δημοκρατικούς για τον φερόμενο φόνο του Ronald Blistier; Επειδή δεν φοβάμαι τα ψέματα – επειδή οι κατηγορίες εις βάρος των αντιπάλων του για δυσφήμηση του είναι χρήσιμες, φυσικά, αλλά είναι κι ένα πολύ εύκολο μέσο για να αποκρούσει την υποψία. Φωνάζει πιο δυνατά, ελπίζοντας ότι οι φωνασκίες του θα καταρρίψουν τις κατηγορίες εναντίον του.’
Η περιγραφή του κ. Jean-Marie Le Pen, Προέδρου του Εθνικού Μετώπου, ως 'ενός βρυκόλακα που τρέφεται από την στιφάδα των ψηφοφόρων του, αλλά επίσης και από το αίμα τους, όπως και από το αίμα των εχθρών του», προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη και των δύο πολιτικώς εναγόντων.
Αυτό το απόσπασμα είναι μέρος μιας μακράς τηλεοπτικής εμφάνισης του βασικού πρωταγωνιστή – του μόνου που, εκτός από τον φίλο του, περιγράφεται θετικά στο μυθστόρημα, καθώς οι δύο χαρακτήρες κομίζουν, ούτως ειπείν, τις αντιφάσεις και τις αξίες του αφηγητή- ύστερα από την αυτοκτονία του κατηγορούμενου στην φυλακή.
Είναι προφανές ότι αυτός ο λόγος, ο οποίος παίζει το ρόλο μιας ετυμηγορίας και που παρουσιάζεται ως η μόνη συνέντευξη που δίνεται στα μ.μ.ε. από τον δικηγόρο, ο οποίος έχει προηγουμένως αποκλείσει άλλες προσκλησεις, συνιστά τόσο τη σύνθεση, όσο και το τελικό συμπέρασμα μέσω του οποίου ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει στον χαρακτήρα του μια ευκαιρία να εκφραστεί, με σαφή σοβαρότητα στο πλαίσιο της φανταστικής αφήγησης, τις απόψεις του δημιουργού ως ενός στρατευμένου συγγραφέως.
Περαιτέρω, στις δύο τελευταίες σελίδες του βιβλίου, που ακολουθούν την τηλεοπτική δήλωση, δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον αφηγητή και τις παρατηρήσεις που γίνονται.
Έτσι, αυτό το απόσπασμα συνιστά δυσφήμηση κατά των πολιτικώς εναγόντων.”
19. Το Εφετείο περαιτέρω απέρριψε το επιχείρημα ότι οι προσφεύγοντες ήταν καλόπιστοι, με την εξής αιτιολογία:
“Οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί φαίνεται ότι έχουν γίνει κακόπιστα, αν ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να αποδείξει ότι έχει τηρήσει όλους τους ακόλουθους όρους: πρέπει να ανταποκρίνονται στην επιδίωξη ενός νόμιμου σκοπού, δεν πρέπει να αντανακλούν προσωπική έχθρα κατά του πολιτικώς ενάγοντος. Πρέπει να έχει γίνει σοβαρή προκαταρκτική έρευνας. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι νηφάλια.
Στην παρούσα υπόθεση, η νομιμότητα του επιδιωκόμενου σκοπού από τους κατηγορούμενους με το μυθιστόρημα, δηλαδή «να πολεμηθεί ο Jean-Marie Le Pen αποτελεσματικά', με άλλες λέξεις, να πάρουν μέρος σε μια πολιτική διαμάχη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Με τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για ένα «μαχητικό» έργο, το επίμαχο μυθιστόρημα και ιδίως τα αποσπάσματα που κρίθηκαν δυσφημιστικά, συνηγορεί στο ότι περιέχει έχθρα κατά των πολιτικώς εναγόντων. Πάντως, αυτή η έχθρα συσχετίζεται ρητά με την απέχθεια που αισθάνονται οι κατηγορούμενοι σε αντίδραση στις ιδέες και τις αξίες που παρουσιάζονται σε δημόσια αντιπαράθεση από τον πολιτικώς ενάγοντα ως αρχηγό του Εθνικού Μετώπου. Αυτή η έχθρα, που δεν απευθύνεται προσωπικά κατά του πολιτικώς ενάγοντς, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατακριτέα per se.
Καθώς πρόκειται για έργο φαντασίας, το ζήτημα της σοβαρότητας της έρευνας που υποστηρίζει το έργο δεν μπορεί να αξιολογηθεί σαν να επρόκειτο για κείμενο που προτίθεται να ενημερώσει τον αναγνώστη για πραγματικά περιστατικά ή να σχολιάσει τέτοια περιστατικά. Πάντως, η αρχή που έχει υιοθετηθεί για την δημιουργία του επίμαχου έργου, όπως ρητώς προκύπτει από την ανάγνωση του κειμένου και όπως οι κατηγορούμενοι κατέθεσαν στο δικαστήριο, βασίζεται στην παράθεση εντός της φανταστικής ιστορίας, αφενός, διάφορων φανταστικών χαρακτήρων και, αφετέρου, του πρόεδρου του Εθνικού Μετώπου, ενός υπαρκτού προσώπου, το οποίο εκπροσωπεί το επίκεντρο σε σχέση με το οποίο διαμορφώνονται οι φανταστικοί χαρακτήρες και περί το οποίο αναπτύσσονται στο μυθιστόρημα.
Περαιτέρω, οι ιδέες, η ρητορική, οι πράξεις και οι χειρονομίες του κ. Jean-Marie Le Pen περιγράφονται με ακρίβεια στο μυθιστόρημα – όπως έχουν ισχυριστεί οι κατηγορούμενοι, παρέχοντας πλήρη απόδειξη ως προς αυτό- σε σχέση με την πραγματικότητα των διάφορων εκδηλώσεων της πολιτικής του δράσης. Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί εάν τα δυσφημιστικά σχόλια που επελέγησαν από τον συγγραφέα προέκυψαν από μία επαρκώς σοβαρή έρευνα για την δικαιολόγησή τους.
Σε σχέση με αυτό, ενώ η ρητορική και οι ιδέες που αποδίδονται στους πολιτικώς ενάγοντες, μαζί με την ακόλουθη αντιπαράθεση, συμφωνούν αδιαμφισβήτητα με την πραγματική παρουσίαση των ιδεών του Εθνικού Μετώπου σε ανταποκρίσεις της γαλλικής πολιτικής ζωής σήμερα, οι κατηγορούμενοι δεν έχουν προσάγει επαρκή απόδειξη για να θεμελιώσουν ότι της χρήσης των όρων που κρίθηκαν δυσφημιστικοί προηγήθηκε βασική επαλήθευση, ως προς την αλήθεια που υποτίθεται ότι περιλαμβάνεται σε αυτούς τους όρους.
Όμοια, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι ο τύπος των χρησιμοποιηθησών εκφράσεων στα τρία αποσπάσματα που κρίθηκαν δυσφημιστικά είναι ουσιωδώς νηφάλια: το να παρομοιαστεί ο Jean-Marie Le Pen με τον 'αρχηγό μιας συμμορίας φονιάδων' (σελίδα 10), το να υποστηριχθεί ότι ο φόνος που διεπράχθη από τον Blistier – έναν φανταστικό χαρακτήρα – 'υποστηρίχθηκε' από τον Jean-Marie Le Pen – ένα υπαρκτό πρόσωπο – και το να περιγραφεί ο Πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου – ένα υπαρκτό πρόσωπο – ως 'βρυκόλακας που τρέφεται με την στιφάδα των ψηφοφόρων του , αλλά μερικές φορές και με το αίμα τους ', ξεπερνά σαφώς τα επιτρεπτά όρια σε τέτοια θέματα.
Γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν με καλή πίστη.
Τέλος, το επιχείρημα που απορρέει από την εφαρμογή του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την απόφαση Lingens κατά Αυστρίας της 8ης Ιουλίου 1986, όπου 'μια αξιολογική κρίση που γίνεται για έναν πολιτικό είναι φύσει ανεπίδεκτη αποδείξεως' είναι αλυσιτελές.
Οι ισχυρισμοί που κρίθηκαν στην προκειμένη υπόθεση δυσφημιστικοί, εκτοξεύονται κατά ενός υπαρκτού πολιτικού, δεν αποτελούν αξιολογικές κρίσεις με την έννοια της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που παραπέμπεται παραπάνω, σε μια υπόθεση που ένας δημοσιογράφος είχε περιγράφει την συμπεριφορά ενός πολιτικού ως ‘στοιχειώδη οππορτουνισμό’, ΄ανήθικη΄ και ΄αναξιοπρεπή΄. Στην υπόθεση του κ. Lindon κατηγορείται ο πολιτικώς ενάγων για συγκεκριμένες πρακτικές (περιγράφοντάς τον ως «αρχηγό συμμορίας φονιάδων», «υπερασπιστή της διάπραξης φόνου» και «βρυκόλακα που τρέφεται από την πικρότητα και το αίμα των ψηφοφόρων του»).»
4. Η απόφαση του Αρείου Πάγου της 27ης Νοεμβρίου 2001
20. Με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση που ασκήθηκε από τους δύο πρώτους προσφεύγοντες. Απέρριψε ως ακολούθως τον λόγο που βασιζόταν σε ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης:
“... Κρίνοντας τους κατηγορούμενους ένοχους για δημόσια δυσφήμηση ιδιώτη, λαμβάνοντας υπόψη τρία αποσπάσματα από το έργο, οι δικαστές, προβαίνοντας σε ορθή αξιολόγηση της σημασίας και της σοβαρότητας των προσβλητικών κειμένων, αιτιολόγησαν την απόφασή τους χωρίς να προσβάλλουν τις διατάξεις της Σύμβασης που αναφέρονται στον λόγο αναίρεσης.
Ενώ το άρθρο 10 της Σύμβασης ... αναγνωρίζει στην πρώτη της παράγραφο ότι καθένας έχει δίκαιωμα στην ελευθερία της έκδρασης, η διάταξη αναφέρει , στην δεύτερη παράγραφο, ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος, συνεπαγόμενη καθήκοντα και υποχρεώσεις, μπορεί να υπόκειται σε διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή ποινές που προβλέπονται από νόμο και είναι αναγκαίες σε μία δημοκρατική κοινωνία για την προστασία της υπόληψης των άλλων. ...”
B. Η καταδίκη του κ. July (προσφυγή αρ. 36448/02)
1. Το άρθρο που δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα Libération
21. Στην έκδοσή της στις 16 Νοεμβρίου 1999, σε μία στήλη που τιτλοφορείται “Rebonds” (“αντιδράσεις”), η καθημερινή εφημερίδα Libération δημοσίευσε ένα άρθρο υπογεγραμμένο από 97 σύγχρονους συγγραφείς, σχετικά με την καταδίκη των δύο πρώτων προσφευγόντων για τις κατηγορίες της δυσφήμησης και της συνέργειας σε δυσφήμηση, από το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού, στην απόφαση της 11 October 1999 (βλέπε παράγραφο 14, ανωτέρω). Το άρθρο είχε τον τύπο “αναφοράς” και είχε ως ακολούθως:
“Αναφορά. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο 'Η δίκη του Jean-Marie Le Pen' για την οποία ο Mathieu Lindon και ο εκδότης του καταδικάστηκαν δεν είναι δυσφημιστικά. Είμαστε έτοιμοι να τα γράψουμε σε ένα μυθιστόρημα. Θα γράψουμε κατά του Le Pen.
Τα μυθιστορήματα δεν έχουν απεριόριστα δικαιώματα. Αλλά έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν και να περιέχουν τον πραγματικό κόσμο στον οποίο ζουν ο συγγραφέας και οι σύγχρονοί του. Ο Mathieu Lindon και ο εκδότης του Paul Otchakovsky-Laurens καταδικάστηκαν για δυσφήμηση εναντίον του Jean-Marie Le Pen λόγω τεσσάρων αποσπασμάτων του μυθιστορήματος 'Η δίκη του Jean-Marie Le Pen '.
Το να γράψεις σε ένα μυθιστόρημα ότι διαδηλωτές που υποστηρίζουν το θύμα ενός ρατσιστικού φόνου θεωρούν ότι: 'Γι’ αυτούς δεν αρκεί να λες τον Ronald Blistier δολοφόνο. ένας αποτελεσματικός τρόπος να πολεμήσεις τον Le Pen είναι να τον βάλεις στο σκαμνί και να αποδείξεις ότι δεν είναι ο ηγέτης ενός πολιτικού κόμματος αλλά ο αρχηγός μιας συμμορίας φονιάδων – στο κάτω-κάτω, ο λαός θα μπορούσε να έχει ψηφίσει ακόμα και τον Αl Capone' δεν είναι δυσφημιστικό κατά τη γνώμη μου και είμαι έτοιμος να το γράψω σε ένα μυθιστόρημα.
Το να γράψεις σε ένα μυθιστόρημα ότι ο φίλος ενός δικηγόρος που υπερασπίζεται έναν δολοφόνο που ανήκει στο Εθνικό Μέτωπο προειδοποιεί τον δικηγόρο: ''Αυτός θέλει να σε τρομάξει, Pierrot. Θέλει να σε περάσει ως μέλος της παρέας του: είναι κλασική στρατηγική του Εθνικού Μετώπου να σε κάνουν να φαίνεσαι σαν προδότης αν μετά κάνεις την ηπιότερη κριτική στον Le Pen και τους ακολούθους του, και έτσι αισθάνονται το ηθικό δικαίωμα να σε χτυπήσουν – να σε πλησιάσουν, δέκα εναντίον ενός, με με σιδηρολοστούς, ρόπαλα και μπότες με σίδερα, μια νύχτα όταν φεύγεις από το σπίτι σου, και σου δίνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι αυτοί που μπαίνουν στην ομάδα κολλάνε για όλη τους τη ζωή, Κανείς δεν έφυγε από το Εθνικό Μέτωπο ατιμώρητος. Σε παρακαλώ, μην κλαις και να είσαι έξυπνος, Pierrot. Δεν θέλω να σε σκοτώσουν' δεν είναι δυσφημιστικό κατά τη γνώμη μου και είμαι έτοιμος να το γράψω σε ένα μυθιστόρημα.
Το να γράψεις, σε ένα μυθιστόρημα, ότι ο δικηγόρος που υπερασπίζεται τον πελάτη του, ο οποιος κατηγορείται για ένα ρατσιστικό έγκλημα, απευθύνει το ακόλουθο επιχείρημα στο δικαστήριο: ''Διαβάστε τις εφημερίδες, ακούστε το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, κάθε δήλωση του Jean-Marie Le Pen διανθίζεται – ή καλύτερα σηματοδοτείται και είναι διάστικτη- από ρατσιστικές κορώνες, τηρώντας ελάχιστα τα προσχήματα, στην καλύτερη περίπτωση. Κάθε λόγος του είναι ένα προπέτασμα καπνού και πίσω από κάθε παρέμβασή του προβάλλει ο θαυμασμός των χειρότερων φρικαλεοτήτων στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Καθένας το ξέρει, καθένας το λέει. Αυτό που έκανε ο Ronald Blistier ήταν ακριβώς αυτό που υποστηρίζει ο Jean-Marie Le Pen. Ίσως όχι ρητά, προσπαθεί να αποφύγει το νόμο, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνει πάντα. Αλλά αν αναλογιστείτε τις περιστάσεις στις οποίες μιλάει, τα υπονοούμενα που αφήνει και τα πρόσωπα που υποστηρίζει, δεν υπάρχει αμφιβολία' δεν είναι δυσφημιστικό κατά τη γνώμη μου και είμαι έτοιμος να το γράψω σε ένα μυθιστόρημα.
Το να γράψεις, σε ένα μυθιστόρημα, ότι ένας δικηγόρος που σχεδόν δεν έχει καν υπερασπιστεί τον πελάτη του, ένα μέλος του Εθνικού Μετώπου που καταδικάζεται για ρατσιστική δολοφονία, κάνει την ακόλουθη ανάλυση: ''Πως μπορεί να επιτρέπεται στον Jean-Marie Le Pen να το παίζει θύμα μετά το θάνατο του Ronald Blistier; Δεν είναι ο πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου ένας βρυκόλακας που τρέφεται από την πικρότητα των ψηφοφόρων του, αλλά μερικές φορές και από το αίμα τους, όπως και από το αίμα των εχθρών του; Γιατί κατηγορεί ο Le Pen τους δημοκρατικούς για τον φερόμενο φόνο του Ronald Blistier? Επειδή δεν φοβάμαι τα ψέματα – επειδή οι κατηγορίες εις βάρος των αντιπάλων του για δυσφήμηση του είναι χρήσιμες, φυσικά, αλλά είναι κι ένα πολύ εύκολο μέσο για να αποκρούσει την υποψία. Φωνάζει πιο δυνατά, ελπίζοντας οι φωνασκίες του θα καταρρίψουν τις κατηγορίες εναντίον του.' δεν είναι δυσφημιστικό κατά τη γνώμη μου και είμαι έτοιμος να το γράψω σε ένα μυθιστόρημα.
Αν αυτά τα αποσπάσματα θεωρούνται δυσφημιστικά σε ένα μυθιστόρημα, είναι επίσης δυσφημιστικά στην πραγματικότητα. Θα πρέπει να μου γίνει αγωγή από τον Jean-Marie Le Pen και να καταδικαστώ από δικαστήριο, αν είναι αληθή στην δική τους λογική, για την αναπαραγωγή των αποσπασμάτων εδώ.”
2. Η απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού της 7ης Σεπτέμβρη 2000
22. Λόγω του παραπάνω άρθρου, ο κ. Le Pen και το κόμμα του μήνυσαν τον τρίτο προσφεύγοντα ενώπιον του πρωτοδικείου του Παρισιού, ένεκα της ιδιότητάς του ως διευθυντής σύνταξης της Libération, ισχυριζόμενοι ότι διέπραξαν το αδίκημα της δημόσιας δυσφήμησης κατά ιδιώτη (σύμφωνα με τα άρθρα 29(1), 32(1) και 42 της Πράξης για την Ελευθερία του Λόγου της 29 Ιουλίου 1881).
23. Με απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2000 το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον προσφευγοντα για το ποινικό αδίκημα της δυσφήμησης και τον καταδίκασε να πληρώσει πρόστιμο 15.000 φράγκα (2,286.74 ΕΥΡΩ). Επιδίκασε επίσης 25,000 φράγκα (3,811.23 ΕΥΡΩ) ως αποζημίωση.
Το δικαστήριο, αφού παρατήρησε ότι η Libération είχε αναπαράγει in extenso από το έργο που είχε χαρακτηρίσει ως δυσφημιστικά με την απόφαση της 11ης Οκτωβρη 1999, έκρινε ότι “η δυσφημιστική φύση των παρατηρήσεων που είχαν ήδη κριθεί ότι προσβάλλουν την τιμή και την υποληψη των άλλων και είχε επαναληφθεί από το προσβλητικό άρθρο, [ήταν]… αδιαμφισβήτητη». Όσον αφορά το ζήτημα της καλής πίστης, το δικαστήριο έκρινε ότι ενώ η εφημερίδα Libération είχε το δικαίωμα να σχολιάσει την δικαστική απόφαση και να διαδώσει ιδέες και πληροφορίες για το ζήτημα που αποτελούσε θέμα μιας δημόσιας αντιπαράθεσης, παρ’ όλ’αυτά είναι αλήθεια ότι υπήρχε «μια διάκριση ανάμεσα στο δικαίωμα της αναφοράς και της δημοσιότητας που δίνεται σε μια αναφορά με τη χρήση αμφισβητήσιμων όρων”. Κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, η δημοσιοποίηση δυσφημιστικών αποσπάσμάτων in abstracto, εκτός του φιλολογικού τους περιβάλλοντος, ενδυνάμωσε την προσβλητική της τιμής δύναμη των ισχυρισμών που μεταφέρθηκαν στο πεδίο της πραγματικότητας και της αληθοφάνειας, χωρίς αντιπαράθεση ιδεών, καθώς οι υπογράφοντες το άρθρο είχαν υπογραμμίσει στον επίλογο: «Αν αυτά τα αποσπάσματα θεωρούνται δυσφημιστικά σε ένα μυθιστόρημα, είναι επίσης δυσφημιστικά στην πραγματικότητα.» Το δικαστήριο προσέθεσε ότι άλλες εφημερίδες ανέφεραν την αντιπαράθεση που προέκυψε από την έκδοση του «η Δίκη του Jean-Marie Le Pen ” και την αναφορά ακολουθούμενη από την καταδίκη του συγγραφέα, αλλά δεν είχαν αναπαραγάγει τα προσβλητικά αποσπάσματα in extenso.
Κρίθηκε ότι ο τρίτος προσφεύγων “θα μπορούσε ... να έχει αναφέρει την προσβλητική αναφορά και να έχει πληροφορήσεις τους αναγνώστες για τις απόψεις πολλών συγγραφέων και δημοσιογράφων, χωρίς, όμως, να επαναλαμβάνει την προσβολή για την οποία ο κ. Lindon και ο εκδότης του είχαν καταδικαστεί με την αναπαραγωγή των εδαφίων τα οποία είχαν κριθεί δυσφημηστικά με την προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου”.
3. Η απόφαση του Εφετείου του Παρισιού στις 21 Μαρτίου 2001
24. Στις 12 Σεπτεμβρίου 2000, ο τρίτος προσφεύγων κατέθεσε έφεση κατά της απόφασης. Ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω άρθρο ήταν μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής αντιπαράθεσης σχετικά με το Εθνικό Μέτωπο και τον πρόεδρό του, και ότι η αντιπαράθεση ήταν εντατική λόγω των γεγονότων που είχαν ήδη λάβει χώρα. Ήταν αυτά τα γεγονότα τα οποία παρείχαν έμπνευση για το μυθιστόρημα στον πρώτο προσφεύγοντα, τον οποίο είχαν υποστηρίξει οι υπογράφοντες την αναφορά, αντιδρώντας με δημοκρατικό πνεύμα και πέρα από επαγρύπνηση ενόψει του ακρο-Δεξιού κινήματος. Ο τρίτος προσφεύγων εξήγησε ότι η στήλη “Rebonds” υπάρχει για τις γνώμες σχολιαστών εκτός εφημερίδας που εξέφραζαν τις απόψεις τους με την πρόθεση να πυροδοτήσουν τη δημόσια αντιπαράθεση και να προκαλέσουν αντιδράσεις στους αναγνώστες. Προσέθεσε ότι αυτή η στήλη, κατ’ αρχήν, δεν παρουσιάστηκε ως αντικειμενική ή αμερόληπτη, αλλά υπάρχει για την υποστήριξη γνωμών και ως εκ τούτου υπηρετούσε την ελευθερία αυτών των γνωμών. Ισχυρίστηκε ότι η ελεύθερη συζήτηση πολιτικών θεμάτων δεν μπορεί να εμποδίζεται από υπερβολικές προϋποθέσεις σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων ή την προστασία της τάξης.
25. Με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2001, το Ενδέκατο Τμήμα του Εφετείου του Παρισιού (αποτελούμενο από τους κ.κ. Charvet, Πρόεδρο, και τους Δικαστές Deletang και Waechter) επικύρωσε όλες τις κρίσεις της εκκαλούμενης απόφασης.
Το δικαστήριο σημείωσε ότι, με την απόφασή του της 13ης Σεπτεμβριου (βλ. παραγράφους 16-19, ανωτέρω), είχε επικυρώσει την καταδίκη των δύο πρώτων προσφευγόντων όσον αφορά τρία από τα τέσσερα προσβλητικά αποσπάσματα του μυθιστορήματος. Επανέλαβε αυτά τα αποσπάσματα και, όσον αφορά την δυσφημιστική φύση του άρθρου, αναφέρθηκε στους λόγους που περιλαμβάνονται στην απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου, της οποίας την αιτιολογία κρίνει ότι «παραμένει ισχυρή». Απέρριψε την ένσταση της καλής πίστης με την κατωτέρω αιτιολογία:
“Το αμφιλεγόμενο που περιβάλλει τον κ. Mr Le Pen και το Εθνικό Μέτωπο υφίσταται για πολλά χρόνια και αυτό το αμφιλεγόμενο έχει δώσει αφορμή για πολεμική κριτική ορισμένες φορές.
Όσον αφορά το έργο «Η δίκη του Jean-Marie Le Pen ', το δικαστήριο έκρινε στην προηγούμενη απόφασή του ότι προκύπτει πως το ίδιο το θέμα του είναι ο πόλεμος κατά των πολιτικών ιδεών των πολιτικώς εναγόντων, ο οποίος σε αυτήν την περίπτωση πήρε την μορφή ενός μυθιστορήματος.
Ένα τέτοιο μέσο δεν αποκλείει την εφαρμογή του Νόμου της 29 Ιουλίου 1881, όταν, πρώτον, οι περιγραφόμενοι χαρακτήρες ταυτοποιούνται με υπαρκτά πρόσωπα και, δευτερευόντως, οι δυσφημιστικοί ισχυρισμοί εναντίον τους ακολουθούν όχι την αφηγηματική διαδικασία, αλλά τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα.
Επί τη βάσει αυτής της ανάλυσης, το δικαστήριο θεωρεί ότι αυτή η κατάσταση αποκτά σημασία λόγω του ίδιου του μυθιστορήματος. Αυτό ισχύει πράγματι για το επίδικο άρθρο, το οποίο παρουσιάζεται σαν μετάβαση από την φανταστική αφήγηση, κατά δύο τρόπους: με τη δημοσίευσή του αφότου τα επίμαχα αποσπάσματα αποτέλεσαν βάση για καταδίκη και με την σαφή ένδειξη αυτής της …. «Αν αυτά τα αποσπάσματα θεωρούνται δυσφημιστικά σε ένα μυθιστόρημα, είναι επίσης δυσφημιστικά στην πραγματικότητα. Θα γράψουμε εναντίον του Le Pen».
Οι συγγραφείς του επίμαχου κειμένου δεν είχαν άλλο σκοπό από το να επιδείξουν την υποστήριξή τους στον Mathieu Lindon με την επανάληψη και αποδοχή, αν όχι περιφρόνηση, όλων των αποσπασμάτων που κρίθηκαν δυσφημιστικά από το δικαστήριο και χωρίς να θέτουν πράγματι σε αμφιβολία τη δυσφημηστική φύση των παρατηρήσεων.
Ο πολεμικός σκοπός του κειμένου δεν μπορεί να το απαλλάξει από την διαχείριση των εκφράσεων, ειδικά όταν, μακράν από το να βασίζεται σε μια ακαδημαϊκή αντιπαράθεση, η γραμμή των επιχειρημάτων του βασίζεται σε αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών. Υπήρχε λοιπόν υποχρέωση να γίνει μια ουσιώδης έρευνα πριν να γίνουν οι σοβαρές κατηγορίες όπως η παρακίνηση σε εκτέλεση φόνου και να αποφευχθούν εκφράσεις όπως αυτές που περιγράφουν τον κ. Le Pen ως τον «αρχηγό μιας συμμορίας φονιάδων» ή ως ένα βρυκόλακα.
Η ένσταση της καλής πίστης δεν γίνεται δεκτή ... .”
4. Η απόφαση του Αρείου Πάγου της 3ης Απριλίου 2002
26. Στις 23 Μαρτίου 2001, ο τρίτος προσφεύγων κατέθεσε αναίρεση ισχυριζόμενος ειδικά ότι έχουν παραβιαστεί τα Άρθρα 10 και 6 της Σύμβασης. Σχετικά με το άρθρο 6, εκθέτει ότι το Εφετείο είχε ήδη κρίνει την δυσφημηστική φύση του επίδικου βιβλίου και ότι είχε βασιστεί σε προηγούμενη απόφαση, έτσι η έφεση δεν δικάστηκε από ένα αμερόληπτο δικαστήριο, αλλά από ένα «δικαστήριο που θεωρούσε ανοιχτά ότι το ίδιο στοχοποιείται από το προσβλητικό άρθρο».
27. Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2002, ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση με την ακόλουθη αιτιολογία:
“.... Είναι προφανές από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ο Serge July, διευθυντής σύνταξης, εκλήθη να εμφανιστεί ενώπιον του Ενδέκατου Τμήματος του Εφετείου με την κατηγορία της δημόσιας δυσφήμησης κατά ιδιώτη, επειδή είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο. Αυτό το άρθρο ενσωμάτωνε συγκεκριμένα αποσπάσματα από ένα βιβλίο, ο συγγραφέας του οποίου είχε προηγουμένως κριθεί ένοχος σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, από ένα τμήμα του Εφετείου που αποτελείτο από τον Πρόεδρο Charvet και τους Δικαστές Blanc και Deletang.
Ο αναιρεσείων δεν έχει δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για την συμμετοχή των Δικαστών Charvet και Deletang στο τμήμα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου στο οποίο παρέστη, στο μέτρο που η συμμετοχή ενός αριθμού δικαστών του ποινικού τμήματος του Εφετείου, σε αυτήν την υπόθεση, σχετικά με τις κατηγορίες που επήχθησαν, κατά πρώτον, εναντίον του συγγραφέως ενός δυσφημιστικού κειμένου και, κατά δεύτερον, κατά του διευθυντή έκδοσης που επέτρεψε τη δημοσίευση συγκεκριμένων αποσπασμάτων αυτού του κειμένου, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις προϋποθέσεις της αμεροληψίας που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6§1 της Σύμβασης. Επιπρόσθετα, αντίθετα με τους ισχυρισμούς, τίποτε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν μαρτυρά ότι οι δικαστές θεώρησαν τους εαυτούς τους στοχοθετημένους από το προσβαλλόμενο κείμενο ή ότι είχαν εκφραστεί κατά τρόπο αντίθετο στην προϋπόθεση της αμεροληψίας.
.... Κρίνοντας τον Serge July ένοχο ... το Εφετείο θεώρησε ότι ο πολεμικός σκοπός ενός κειμένου δεν μπορεί να το απαλλάξει από την όλη διαχείριση των εκφράσεων, όταν, πόρρω από το να βασίζεται αποκλειστικώς σε μια ακαδημαϊκή αντιπαράθεση, η επιχειρηματολογία του βασίζεται σε αναφορές σε συγκεκριμένα περιστατικά. Το δικαστήριο προσέθεσε ότι, σε αυτήν την υπόθεση, οι κατηγορίες που έγιναν χωρίς προηγούμενη ουσιώδη έρευνα ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, καθώς ο πολιτικώς ενάγων είχε χαρακτηρισθεί ως «αρχηγός συμμορίας φονιάδων» και ως βρυκόλακας.
Υπό αυτές τις περιστάσεις το Εφετείο αιτιολόγησε την απόφασή του, χωρίς να παραβιάζει το άρθρο 10 της Σύμβασης ... .”
II. ΟΙΚΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
28. Τα οικεία εδάφια από τον Νόμο για την Ελευθερία του Τύπου της 29ης Ιουλίου 1881 προβλέπουν τα εξής:
Τμήμα 29
“Κάθε δήλωση ή ισχυρισμός πραγματικών περιστατικών που προσβάλλει την τιμή ή την υπόληψη ενός προσώπου ή οντότητας στο οποίο αναφέρεται το γεγονός είναι δυσφημιστικός. Η άμεση δημοσιοποίηση ή αναπαραγωγή τέτοιας δήλωσης ή ισχυρισμού αποτελεί αδίκημα, ακόμη κι αν υπάρχει απόπειρα έκφρασης ή γίνεται για ένα πρόσωπο ή οντότητα που δεν κατονομάζεται ρητώς, αλλά μπορεί να ταυτοποιηθεί από τον προσβαλλόμενο λόγο, κραυγή, απειλή, σε γραπτό ή έντυπο μέσο, σε πινακίδες ή σε αφίσες.
Άδικη είναι χρήση καταχρηστικής ή καταφρονητικής γλώσσας ή οι ύβρεις που δεν περιλαμβάνουν πραγματικό ισχυρισμό.
Τμήμα 32(1)
“Σε καθένα που με τους τρόπους οι οποίοι αναφέρονται στο κεφάλαιο στο τμήμα 23 [συμπεριλαμβανομένων των γραπτών και εντύπων, καθώς και κάθε άλλου μέσου, πωληθέντων, διανεμομένων ή προσφερθέντων για πώληση] πραγματοποιεί δυσφημιστική δήλωση για ιδιώτη επιβάλλεται φυλάκιση έως έξι μηνών και πρόστιμο 12,000 ευρώ, ή μόνο μία από αυτές τις ποινές”.
Τμήμα 42
“Τα ακόλουθα πρόσωπα, υπέχουν ευθύνη, ως δράστες, κατά την ακόλουθη σειρά, σε ποινές για αδικήματα που τελέστηκαν δια του τύπου:
1. Διευθυντές σύνταξης ή εκδότες, ανεξάρτητα από το επάγγελμα ή τον τίτλο τους...”
29. Ένα άτομο μπορεί να υποστεί δυσφήμηση μέσω της δημιουργίας ενός χαρακτήρα σε ένα μυθιστόρημα ή ένα θεατρικό έργο, χωρίς να είναι αναγκαίο το όνομα του φανταστικού προσώπου να αντιστοιχεί σε αυτό του ατόμου που ισχυρίζεται ότι υφίσταται τη δυσφήμηση, δεδομένου ότι αυτός ή αυτή έχει περιγραφεί κατά τρόπον ώστε το κοινό να μην σφάλλει (Εφετείο Παρισιού, 8 Μαρτίου 1897). Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το όνομα ενός φανταστικού προσώπου αντιστοιχεί στο όνομα ενός υπαρκτού προσώπου, δεν είναι επαρκές για την ύπαρξη δυσφήμησης του τελευταίου, ακόμη κι αν υπάρχουν συγκεκριμένες ομοιότητες στον χαρακτήρα και κοινά στοιχεία (Εφετείο του Αλγερίου, 20 Φεβρουαρίου 1897). Αυτές οι περιστάσεις οδηγούν σε διαδικασίες αστικής ευθύνης και αποζημίωσης όταν έχει υπάρξει προσβολή, δηλαδή όταν το κοινό αναπόφευκτα έχει οδηγηθεί στο να συνδέσει ζωντανά πρόσωπα με φανταστικά και όταν μπορεί να αποδοθεί εσφαλμένη κρίση στον συγγραφέα (Εφετείο Παρισιού, 24 Απριλίου 1936, Εφετείο Παρισιού 8 Νοεμβρίου 1950). (Πηγή: Juris-Classeur de droit pénal, 1996, Presse-Diffamation, fascicule 90, “86 – personnages littéraires” (λογοτεχνικοί χαρακτήρες)).
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
I. ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
30. Λόγω της συνάφειας ανάμεσα στις προσφυγές όσον αφορά τα περιστατικά και τα ουσιώδη ζητήματα που εγείρουν και οι δύο, το Δικαστήριο κρίνει προσήκουσα την ένωσή τους, σύμφωνα με τον Κανόνα 42 § 1 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
II. ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
31. Οι προσφεύγοντες διαμαρτύρονται ότι έχει παραβιασθεί το δικαίωμά τους στην ελεύθερη έκφραση, λόγω της καταδίκης τους για δυσφήμηση και συνέργεια σε δυσφήμηση. Επικαλούνται το άρθρο 10 της Σύμβασης, το οποίο έχει ως εξής:
“Παv πρόσωπov έχει δικαίωµα εις τηv ελευθερίαv εκφράσεως. Τo δικαίωµα τoύτo περιλαµβάvει τηv ελευθερίαv γvώµης ως και τηv ελευθερίαv λήψεως ή µεταδόσεως πληρoφoριώv ή ιδεώv, άvευ επεµβάσεως δηµoσίωv αρχώv και ασχέτως συvόρωv. Τo παρόv άρθρov δεv κωλύει τα Κράτη από τoυ vα υπoβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιoφωvίας, κιvηµατoγράφoυ ή τηλεoράσεως εις καvovισµoύς εκδόσεως αδειώv λειτoυργίας.
2. Η άσκησις τωv ελευθεριώv τoύτωv, συvεπαγoµέvωv καθήκovτα και ευθύvας δύvαται vα υπαχθή εις ωρισµέvας διατυπώσεις, όρoυς, περιoρισµoύς ή κυρώσεις, πρoβλεπoµέvoυς υπό τoυ vόµoυ και απoτελoύvτας αvαγκαία µέτρα εv δηµoκρατική κoιvωvία δια τηv εθvικήv ασφάλειαv, τηv εδαφικήv ακεραιότηταv ή δηµoσίαv ασφάλειαv, τηv πρoάσπισιv της τάξεως και πρόληψιv τoυ εγκλήµατoς, τηv πρoστασίαv της υπoλήψεως ή τωv δικαιωµάτωv τωv τρίτωv, τηv παρεµπόδισιv της κoιvoλoγήσεως εµπιστευτικώv πληρonoριώv ή τηv διασφάλσισιv τoυ κύρoυς και αµερoληψίας της δικαστικής εξoυσίας.»
A. Επιχειρήματα των μερών
1. Οι προσφεύγοντες
32. Οι πρώτοι δύο προσφεύγοντες διαμαρτύρονται καθώς η καταδίκη τους για δυσφήμηση και συνέργεια σε δυσφήμηση, για την η έκδοση του Le Procès de Jean-Marie Le Pen (“Η δίκη του Jean-Marie Le Pen”), αποτέλεσε «ποινή» που δεν «προβλέπεται υπό του νόμου» με την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν τον όρο από την νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά τους ισχυρισμούς τους, ανεξάρτητα από την προφανή σαφήνεια του τμήματος 29(1) του Νόμου της 29ης Ιουλίου 1881, βάσει του οποίου εκδόθηκε, και της εκτενούς νομολογίας περί δυσφήμησης, η καταδίκη τους δεν ήταν «προβλέψιμη». Ο βασικός λόγος είναι ότι το Εφετείο του Παρισιού ταύτισε τις σκέψεις του συγγραφέα με τα λόγια φανταστικών χαρακτήρων. Αυτό συνδέθηκε επιπλέον με το αν ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας παρουσιαζόταν ως «θετικός» ή μη. Εξετάζοντας τα προσβλητικά αποσπάσματα του μυθιστορήματος με τη μέθοδο που ακολούθησε το δικαστήριο, ισχυρίζονται οι προσφεύγοντες, προσέγγισε υποκειμενικά και τυχαία το θέμα που δεν επιτρέπει στους συγγραφείς να προκαθορίσουν τα όρια του επιτρεπόμενου λόγου με τα οποία υποτίθεται ότι οφείλουν να τηρούν.
Κατ’ αποτέλεσμα, και αφού αυτή η προσέγγιση δεν εφαρμόζεται με την ίδια αυστηρότητα σε όλα τα προσβαλλόμενα αποσπάσματα, η απόφαση και η αιτιολογία του Εφετείου ήταν αντιφατικά και χωρίς συνοχή σε αρκετά σημεία.
Κατά δεύτερον, οι προσφεύγοντες θεώρησαν ότι αυτή η «ποινή» δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Εκθέτουν συγκεκριμένα ότι η καταδίκη του συγγραφέα και εκδότη ενός εντελώς φανταστικού κειμένου, το οποίο παρουσιάζεται ως τέτοιο στους αναγνώστες, δεν δικαιολογείται από καμία «πιεστική κοινωνική ανάγκη». Υπογραμμίζουν την ελευθερία του λόγου των μυθιστοριογράφων, παραπέμποντας ειδικά στην Lingens κατά Αυστρίας (απόφαση της 8 Ιουλίου 1986, Συλλογή αρ. 103), καθώς το υπό κρίση βιβλίο αφορούσε έναν πολιτικό. Προσέθεσαν ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν αλλοιώσει τις επίμαχες παρατηρήσεις και ότι η «ποινή» που επέβαλαν, ούσα ποινικής φύσης, ήταν δυσανάλογη.
33. Ο τρίτος προσφεύγων καταγγέλλει περαιτέρω ότι η καταδίκη του για δυσφήμηση λόγω της δημοσίευσης στην εφημερίδα Libération μιας αναφοράς υπογραμμένης από 97 συγγραφείς, συνοδευόμενης από συγκεκριμένα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα “Η δίκη του Jean-Marie” που κηρύχθηκαν δυσφημιστικά από το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού δεν ήταν «αναγκαία» με την έννοια του άρθρου 10 της Σύμβασης. Αναφερόμενος ιδιαίτερα στην σημασία της ελευθερίας του τύπου σε μια δημοκρατική κοινωνία και εκθέτοντας ότι το προσβαλλόμενο άρθρο είχε δημοσιοποιηθεί στο πλαίσιο μιας πολιτικής αντιπαράθεσης σε ένα θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος, ανέφερε ότι η καταδίκη του ήταν εντελώς δυσανάλογη ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της προστασίας της φήμης του κ. Mr Le Pen's , καθώς ο ίδιος ο κ. Mr Le Pen είναι επιρρεπής στην πρόκληση και τη χρήση προσβλητικής γλώσσας, όταν εκφράζεται στα μέσα ενημέρωσης.
2. Η Κυβέρνηση
34. Η Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η καταδίκη των προσφευγόντων αποτελεί παρέμβαση στην ενάσκηση του δικαιώματός τους στην ελευθερία του λόγου, αλλά ισχυρίζεται ότι αυτή είναι «προβλεπόμενη υπό του νόμου», και αποσκοπεί σε έναν «νόμιμο σκοπό» και, έχοντας υπόψη τη διακριτική ευχέρεια που επιτρέπεται στα Κράτη μέλη σε τέτοια θέματα, ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία», προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 10.
35. Αρχικά, η Κυβέρνηση θεωρεί ότι η καταδίκη των προσφευγόντων βασίζεται στα τμήματα 29(1) και 32(1) του Νόμου για την Ελευθερία του Τύπου του 1881.
Η Κυβέρνηση αποκρούει το επιχείρημα των δύο πρώτων προσφευγόντων ότι η εφαρμογή αυτών των διατάξεων δεν ήταν προβλέψιμη, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι υπήρχαν προηγούμενα παραδείγματα διαδικασιών για δυσφήμηση που διαπράχθηκε με λογοτεχνικό έργο (παραπέμπουν σε απόφαση του Εφετείου του Παρισιού της 8ης Μαρτίου 1897). Περαιτέρω, κατά τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης, ο δεύτερος προσφεύγων είχε παραδεχθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο Εφετείο ότι ήταν εν γνώσει του κινδύνου ότι, εκδίδοντας το υπό κρίση βιβλίο, ο κ. Le Pen θα μπορούσε να κινήσει διαδικασίες εναντίον του. Όσον αφορά τα επικαλούμενα αντιφατικά κριτήρια στα οποία βάσισαν τα εθνικά δικαστήρια τις αποφάσεις τους, αυτό το θέμα δεν συνδέεται με την προβλεψιμότητα του δικαίου, αλλά με το αναγκαίο της παρέμβασης.
36. Κατά δεύτερον, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η παρέμβαση αποσκοπούσε στη διασφάλιση της «προστασίας της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων»- αυτών του κ. Mr Le Pen και του Εθνικού Μετώπου – καθώς αυτό είναι ένας από τους νόμιμους σκοπούς που αναφέρονται στην δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 10.
37. Όσον αφορά την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα της παρέμβασης στην υπόθεση των δύο πρώτων προσφευγόντων, η Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα δικαστήρια της ουσίας ανέλυσαν με συνέπεια την δυσφημηστική φύση των σχετικών αποσπασμάτων του βιβλίου και είχαν βασίσει τις αποφάσεις τους σε «σχετικές» και «επαρκείς» αιτιολογίες. Περαιτέρω, υπογράμμισε ότι τα δικαστήρια δεν καταδίκασαν τους δύο πρώτους προσφεύγοντες για την αντίθεση που εκφράζεται στο επίδικο έργο έναντι των ιδεών που υποστηρίζει το Εθνικό Μέτωπο, αλλά μόνο μετά από στάθμιση των διαφόρων συμφερόντων. Ενώ η Κυβέρνηση είναι εν γνώσει του ότι τα όρια της επιτρεπτής αρνητικής κριτικής ήταν ευρύτερα όταν αφορούν πολιτικούς, τα προσβλητικά σχόλια είχαν προσβάλλει με σαφήνεια την υπόληψη των πολιτικώς εναγόντων. Επιπλέον, στο μέτρο που δεν αποτελούσαν αξιολογικές κρίσεις αλλά ισχυρισμούς γεγονότων που επιδέχονται αποδείξεως, η καταδίκη των προσφευγόντων επί τη βάσει ότι δεν είχαν διεξάγει «βασική επαλήθευση» της ακρίβειας των ισχυρισμών πριν τους δημοσιοποιήσουν – καθώς όφειλαν να το πράξουν- ήταν συμβατή με το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Η Κυβέρνηση προσέθεσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν την ευκαιρία να αποδείξουν την καλή τους πίστη και ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν σε αυτούς και οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν δεν ήταν δυσανάλογες, ενώ τα δικαστήρια δεν είχαν διατάξει την κατάσχεση ή την καταστροφή του βιβλίου.
H Κυβέρνηση κατέληξε στο ίδιο δικαίωμα και στην περίπτωση του τρίτου προσφεύγοντος. Στις κρίσεις τους, τα εθνικά δικαστήρια είχαν πετύχει την ορθή στάθμιση ανάμεσα στα περισσότερα έννομα συμφέροντα που διακυβεύονταν (αναφορά στην ελεύθερη συζήτηση των πολιτικών ιδεών μέσω του τύπου, προστασία της υπόληψης των άλλων), αναφορικά με το γεγονός ότι οι προσβλητικές παρατηρήσεις ήταν σοβαρές και είχαν εκδοθεί σε μια εθνική εφημερίδα με μεγάλη κυκλοφορία. Προσέθεσαν η δημοσίευση της επίμαχης αναγοράς είχε υπερβεί το μέτρο της συμμετοχής σε μια πολιτική διαφορά σχετικά με την άκρα Δεξιά και στην ουσία συνίστατο στην απόδοση αναπόδεικτων εγκλημάτων στον κ. Le Pen και το κόμμα του. Στην πραγματικότητα, δημοσιεύοντας τα αποσπάσματα από ένα βιβλίο, για το οποίο οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες είχαν καταδικαστεί, ο τρίτος προσφεύγων είχε επιδιώξει να αμφισβητήσει την δυσφημιστική φύση των επίμαχων ισχυρισμών και ως εκ τούτου να επικυρώσει τις προσβλητικές παρατηρήσεις. Έτσι, παραβίασε την υποχρέωσή του για επιμέλεια και επιβεβλημένη επέμβαση που περιέχεται στα «καθήκοντα και τις ευθύνες» των δημοσιογράφων. Η Κυβέρνηση προσέθεσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν τιμώρησαν τον τρίτο προσφεύγοντα για την αρνητική κριτική της καταδίκης των δύο πρώτων προσφευγόντων, ή για την πληροφόρηση του κοινού ότι οι υπογράφοντες της επίμαχης αναφοράς τον υποστήριζαν, αλλά γιατί το έπραξε με τρόπο που συνιστούσε επανάληψη της προσβολής.
38. Η Κυβέρνηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτίαση των προσφευγόντων ότι υπέστησαν παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης ήταν προδήλως αβάσιμη και γι’ αυτό απαράδεκτη.
B. Η αξιολόγηση του Δικαστηρίου
1. Παραδεκτό
39. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι από αυτή την άποψη η αίτηση δεν είναι προδήλως αβάσιμη με την έννοια του άρθρου 35 § 3 της Σύμβασης. Περαιτέρω, θεωρεί ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος για την απόρριψή τους ως απαραδέκτων και γι’ αυτό τις κηρύσσει παραδεκτές.
2. Ουσία
40. Δεν αμφισβητείται από τα μέρη ότι η καταδίκη των προσφευγόντων συνιστά «παρέμβαση από δημόσια αρχή» στο δικαίωμά τους για ελευθερία της έκφρασης. Αυτή η παρέμβαση παραβιάζει την Σύμβαση εφόσον δεν τηρούνται τα κριτήρια που τίθενται από την δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 10. Το Δικαστήριο πρέπει γι’ αυτό να καθορίσει αν ήταν «προβλεπόμενη υπό του νόμου», αν αποσκοπούσε στην επιδίωξη ενός ή περισσότερων από τους νόμιμους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο και αν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» ενόψει αυτού του σκοπού ή αυτών των σκοπών.
(a) “Προβλεπόμενη υπό του νόμου”
41. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι ένας κανόνας δεν μπορεί να θεωρηθεί «νόμος» σύμφωνα με το νόημα του Άρθρου 10 § 2, εκτός αν έχει καταστρωθεί με την δέουσα σαφήνεια, ώστε να επιτρέπει στον πολίτη να καθορίσει την συμπεριφορά του. [ο πολίτης] πρέπει να είναι σε θέση – εν ανάγκη και με τις απαραίτητες συμβουλές- να προβλέψει, σε ένα βαθμό ότι είναι λογικές, ενόψει των περιστάσεων, οι συνέπειες που μπορεί να έχει μια δεδομένη ενέργεια. Αυτές οι συνέπειες δεν απαιτείται να είναι προβλέψιμες με απόλυτη σαφήνεια. Ενώ η σαφήνεια είναι επιθυμητή, μπορεί να συνεπάγεται υπερβολική ακαμψία και ο νόμος πρέπει να είναι σε θέση να κρατά το ρυθμό των εναλλασσόμενων περιστάσεων. Ακολούθως, πολλοί νόμοι είναι αναπόφευκτα διατυπωμένοι με όρους, οι οποίοι, σε μεγαλύτερη ή μικροτερη έκταση, είναι αόριστοι και τους οποίους η ερμηνεία και εφαρμογή είναι ζητήματα πρακτικής.
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει περαιτέρω ότι το εύρος της έννοιας της προβλεψιμότητας εξαρτάται σε αξιόλογο βαθμό από το περιεχόμενο του επίμαχου κειμένου, το πλαίσιο το οποίο καλείται να καλύψει και τον αριθμό και την θέση εκείνων στους οποίους απευθύνεται. Ένας νόμος μπορεί να εκπληρώνει την προϋπόθεση της προβλεψιμότητας εάν ένα πρόσωπο που αφορά, πρέπει να ζητήσει κατάλληλη νομική συμβουλή προκειμένου να εκτιμήσει, σε ένα λογικό βαθμό ενόψει των περιστάσεων, τις συνέπειες που μια δεδομένη ενέργεια μπορεί να επιφέρει. Αυτό είναι ιδιαιτέρως αληθές,σε σχέση με τα πρόσωπα που ασκούν επαγγελματικές δραστηριότητες που έχουν συνηθίσει να ενεργούν με έναν υψηλό βαθμό προσοχής, όταν ασκούν το επάγγελμά τους. Εξ αιτίας αυτού, αναμένεται ότι μπορούν να επιδείξουν ειδική επιμέλεια στην αξιολόγηση των κινδύνων που επάγονται τέτοιες δραστηριότητες (βλ., π.χ., Cantoni κατά Γαλλίας, απόφαση της 15 Νοέμβρη 1996, Reports of Judgments and Decisions 1996, § 35, και Chauvy και άλλοι κατά Γαλλίας, αρ. 64915/01, §§ 43-45, 2004).
42. Στην παρούσα υπόθεση, η νομική βάση της καταδίκης των προσφευγόντων μπορεί να κριθεί ότι έχει προσβάσιμες και σαφείς διατάξεις, δηλαδή τα άρθρα 29 και 32 του Νόμου της 29 Ιουλίου 1881. Η πρώτη από αυτές τις διατάξεις αναφέρει ειδικώς ότι «κάθε δήλωση ή ισχυρισμός πραγματικού περιστατικού που προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη του προσώπου ή του σώματος στο οποίο αποδίδεται το γεγονός είναι δυσφημιστική” και σύμφωνα με τη νομολογία αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με ένα φανταστικό έργο όταν το άτομο το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει δυσφημιστεί αναφέρεται σε αυτό με σαφή τρόπο (βλ. παραγράφους 27-29, ανωτέρω).
Ενώ η νομολογία σε αυτό το συγκεκριμένο θέμα εμφανίζεται παλαιά και μάλλον πενιχρή – η Κυβέρνηση περιορίστηκε στο να παραπέμψει σε μία απόφαση του Εφετείου του Παρισιού της 8ης Μαρτίου 1897 – το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του ότι ο πρώτος και ο δεύτερος προσφεύγων είναι, αντίστοιχα, ένας συγγραφέας και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου μιας εκδοτικής εταιρίας. Όντες επαγγελματίες στον τομέα των εκδόσεων, ήταν επιβεβλημένο γι’ αυτούς να πληροφορηθούν για τις σχετικές νομικές διατάξεις και τη νομολογία σε τέτοια θέματα, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να έχουν εξειδικευμένη νομική συμβουλή. Ακολούθως, καθώς το επίμαχο μυθιστόρημα κατονομάζει ειδικά τον κ. Le Pen και το Εθνικό Μέτωπο, δεν θα μπορούσαν να μην γνωρίζουν ότι αν το εξέδιδαν υπήρχε ένας κίνδυνος να κινηθούν διαδικασίες για δυσφήμηση εναντίον τους από τον κ. Le Pen και το κόμμα του επί τη ανωτέρω νομική βάσει.
Όσον αφορά τα κριτήρια που εφαρμόστηκαν από το Εφετείο του Παρισιού στην αξιολόγηση περί του εάν τα προσβαλλόμενα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα είναι δυσφημιστικά, αυτό το ζήτημα στην πραγματικότητα αφορά την σχέση και την επάρκεια των αιτιολογιών που δόθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια για την δικαιολόγηση της επίμαχης παρέμβασης στο δικαίωμα των δύο προσφευγόντων για ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο θα εξετάσει λοιπόν το ζήτημα, όταν θα κρίνει αν η παρέμβαση ήταν «αναγκαία».
43. Συμπερασματικά, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αιτίαση των δύο πρώτων προσφευγόντων ότι δεν ήταν δυνατόν να προβλέψουν «σε ένα λογικό βαθμό» τις δικαστικές συνέπειες που θα είχε η έκδοση του βιβλίου, είναι αβάσιμες. Γι’ αυτό κρίνει ότι η εν λόγω παρέμβαση ήταν «προβλεπόμενη υπό του νόμου» με την έννοια της δεύτερης παραγράφου του Άρθρου 10 της Σύμβασης.
(b) Νόμιμος σκοπός
44. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρέμβαση έγινε αδιαμφισβήτητα για την επιδίωξη ενός από τους νόμιμους σκοπούς που αναγράφονται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 10: την προστασία «της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων», δηλαδή του J.-M. Le Pen και του Εθνικού Μετώπου. Επιπλέον, αυτό δεν είναι αντικείμενο αμφισβήτησης μεταξύ των μερών.
(c) Αναγκαιότητα σε μια δημοκρατική κοινωνία
(i) Γενικές αρχές
45. Η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα ουσιώδη θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και έναν από τους βασικούς όρους για την πρόοδό της και για την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10, εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που θεωρούνται θετικές ή κρίνονται μη προσβλητικές ή ως αντικείμενο συμφωνίας, αλλά επίσης και για αυτές που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Οι προϋποθέσεις του πλουραλισμού είναι η ανοχή και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει η «δημοκρατική κοινωνία». Όπως αναφέρεται στο Άρθρο 10, η ελευθερία υπόκειται σε εξαιρέσεις, οι οποίες πρέπει, πάντως, να επιβάλλονται στενά και η ανάγκη για περιορισμούς πρέπει να θεμελιώνεται πειστικά.
Το επίθετο «αναγκαία», κατά την έννοια του Άρθρου 10 § 2, συνεπάγεται την ύπαρξη μιας «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης». Τα Συμβαλλόμενα Κράτη έχουν μια σαφή διακριτική ευχέρεια για την αξιολόγηση του αν υφίσταται τέτοια ανάγκη, πράγμα που συνοδεύεται από Ευρωπαϊκή εποπτεία, αφορώσα τόσο την νομοθεσία όσο και τις αποφάσεις που την εφαρμόζουν, ακόμα κι αυτές που εκδίδονται από ανεξάρητητα δικαστήρια. Το Δικαστήριο έχει λοιπόν την αρμοδιότητα να εκδώσει την τελική απόφαση περί του αν ένας «περιορισμός» συμβιβάζεται με την ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από το Άρθρο 10.
Έργο του Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση της εποπτικής του δικαιοδοσίας, δεν είναι να υποκαταστήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αλλά μάλλον να επιθεωρήση υπό το φως του Άρθρου 10 τις αποφάσεις που εκδίδουν σύμφωνα με την διαγνωστική τους ευχέρεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εποπτεία περιορίζεται στην επιβεβαίωση του αν το αντίστοιχο Κράτος άσκησε λογικά, προσεκτικά και καλόπιστα την διακριτική του ευχέρεια. αυτό που πρέπει να κάνει το Δικαστήριο είναι να κοιτάξει την ισχυριζόμενη παρέμβαση υπό το φως του συνόλου της υπόθεσης και να αποφασίσει αν οι αιτιολογίες που έδωσαν οι εθνικές αρχές για να την δικαιολογήσουν είναι «σχετικές και επαρκείς» και αν είναι «αναλογικές ενόψει του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού». Έτσι, το Δικαστήριο πρέπει είναι ικανοποιημένο όταν οι εθνικές αρχές εφαρμόζουν πρότυπα, τα οποία βρίσκονται σε αρμονία με τις αρχές που ενσωματώνονται στο Άρθρο 10 και, περαιτέρω, όταν επικαλούνται μια αποδεκτή αξιολόγηση των σχετικών γεγονότων (βλ. ανάμεσα σε πολλές άλλες κεντρικές αποφάσεις, Hertel κατά Ελβετίας, απόφαση της 25ης Αυγούστου 1998, Reports 1998, σελ. 2329-30, § 46; Pedersen και Baadsgaard κατά Δανίας [], αρ. 49017/99, §§ 68-71, 2004. Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 68416/01, § 87, 2005. και Mamère κατά Γαλλίας, αρ. 12697/03, § 19, 2006...).
46. Σύμφωνα με το Άρθρο 10§2 της Σύμβασης, είναι μικρό το εύρος των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης στο πεδίο του πολιτικού λόγου ή της αντιπαράθεσης – όπου η ελευθερία της έκφρασης έχει υπέρτατη σημασία (βλ. Brasilier κατά Γαλλίας, αρ. 71343/01, § 41, 11 Απριλίου 2006) – ή σε θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος (βλ., μεταξύ άλλων κεντρικών αποφάσεων, Sürek κατά Τουρκίας (αρ. 1) [], αρ. 26682/95, § 61, 1999, και Brasilier, ό.π.).
Περαιτέρω, τα όρια της αποδεκτής αρνητικής κριτικής είναι ευρύτερα όσον αφορά έναν πολιτικό, παρά όσον αφορά ιδιώτή. Αναντίστοιχα προς τον δεύτερο, ο πρώτος εκθέτει τον εαυτό του αναπόφευκτα και εν επιγνώσει του σε στενή παρακολούθηση και ανάλυση κάθε λόγου και πράξης του, τόσο από τους δημοσιογράφους όσο και από το ευρύ κοινό, κι ακολούθως, πρέπει γι’ αυτό να επιδεικνύει ένα μεγαλύτερο βαθμό ανεκτικότητας (βλ., για παράδειγμα Lingens, ό.π., § 42. Vides Aizsardzības Klubs κατά Λετονίας, αρ. 57829/00, § 40, 27 Μαΐου 2004. Και Brasilier, ό.π.).
(ii) Εφαρμογή των παραπάνω αρχών
(α) Οι πρώτοι δύο προσφεύγοντες
47. Όπως παρατήρησε το Εφετείο του Παρισιού στην απόφασή του της 13 Σεπτεμβρίου 2000, το βιβλίο του οποίου η έκδοση οδήγησε στην καταδίκη των προσφευγόντων για δυσφήμηση και συνέργεια σε δυσφήμηση είναι ένα «μυθιστόρημα», ένα «δημιούργημα της φαντασίας» (βλ. παράγραφο 17, ανωτέρω). Το μυθιστόρημα είναι είδος καλλιτεχνικής έκφρασης, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 10 καθώς παρέχει την ευκαιρία συμμετοχής στην δημόσια ανταλλαγή πολιτιστικών, πολιτικών και κοινωνικών πληροφοριών και ιδεών όλων των ειδών. Οι δημιουργοί και διανομείς ενός έργου, για παράδειγμα λογοτεχνικής φύσης, συμβάλλουν στην διακίνηση των ιδεών και των απόψεων, πράγμα ουσιώδες για μια δημοκρατική κοινωνία. Έτσι, προκύπτει η υποχρέωση του Κράτους να μην παρεμβαίνει όταν δεν πρέπει στην ελευθερία της έκφρασής τους (βλ., ανάμεσα σε άλλες κεντρικές αποφάσεις, Karataş κατά Τουρκίας [], αρ. 23168/94, § 49, 1999, και Alınak κατά Τουρκίας, αρ. 40287/98, §§ 41-43, 29 αρτίου 2005).
Περαιτέρω, στην εκτίμηση του κατά πόσον η παρέμβαση ήταν «αναγκαία» πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ένα μυθιστόρημα αποτελεί μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, η οποία, αν και δυνητικά διατηρεί την αναγνωσιμότητά της για μια πιο μακρά περίοδο, προσελκύει γενικά ένα σχετικά μικρό κοινό, σε σύγκριση με τα έντυπα μέσα ενημέρωσης (σχετικά με αυτό, βλ. Alınak, ό.π., § 41). Ακολούθως, ο αριθμός των ατόμων που έλαβαν γνώση των επιμαχων παρατηρήσεων στην παρούσα υπόθεση, η έκταση της εν δυνάμει βλάβης των δικαιωμάτων και της φήμης του κ. Le Pen και του κόμματός του, φαίνεται ότι είναι περιορισμένος.
48. Το υπό κρίση μυθιστόρημα για το οποίο έχουν αποτελέσει αντικείμενο έμπνευσης πραγματικά γεγονότα, αλλά περιέχει και φανταστικά στοιχεία, θυμίζει την δίκη ενός ακτιβιστή του Εθνικού Μετώπου, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της αφισσοκόλησης του κόμματός του μαζί με άλλους ακτιβιστές, διέπραξε τον εν ψυχρώ φόνο ενός νέου από την Βόρειο Αφρική και παραδέχθηκε ότι επρόκειτο για ρατσιστικό έγκλημα. Έχοντας εκδοθεί υπό τον τίτλο Le Procès de Jean-Marie Le Pen (“Η δίκη του Jean-Marie Le Pen”), θέτει ανοικτά το θέμα της ευθύνης που πρέπει να αποδοθεί στο Εθνικό Μέτωπο και τον πρόεδρό του για την εξάπλωση του ρατσισμού στην Γαλλία και την δυσκολία της καταπολέμησης αυτής της απειλής (βλ. τις ανωτέρω παραγράφους 11-12). Έτσι το έργο σχετίζεται αδιαμφισβήτητα με δημόσια αντιπαράθεση σε ένα ζήτημα γενικότερης ανησυχίας και συνιστά πολιτική και στρατευμένη έκφραση, ούτως ώστε αυτή η υπόθεση να απαιτεί υψηλού επιπέδου προστασίας του δικαιώματος σε ελεύθερη έκφραση, σύμφωνα με το Άρθρο 10. Το πεδίο εκτίμησης που ανήκει στις αρχές για την εκτίμηση της «αναγκαιότητας» της επιβληθείσας στους προσφεύγοντες ποινής, είναι λοιπόν ιδιαίτερα περιορισμένο (βλ. ανωτέρω παράγραφο 46. βλ. Επίσης Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 68416/01, §§ 88-89, 2005, και Mamère, ό.π., § 20).
49. Το Δικαστήριο σημειώνει αρχικά ότι η εξέταση της υπόθεσης των προσφευγόντων από το Εφετείο του Παρισιού διεξήχθη ορθά, υπό αυτό το πρίσμα. Στην απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2000 το Εφετείο έκρινε ότι η ερώτηση «πως μπορεί να πολεμηθεί αποτελεσματικά ο - ; ” ήταν, “ακόμη και σε ένα μυθιστόρημα, όχι per se δυσφημηστική εναντίον του” και “η νομιμότητα του επιδιωκόμενου στόχου των κατηγορουμένων με το μυθιστόρημα, δηλαδή 'να πολεμηθεί αποτελεσματικά ο Jean-Marie Le Pen ', με άλλους λόγους, η συμμετοχή τους σε μια πολιτική διαμάχη δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί σε μια δημοκρατική κοινωνία”. Το δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι “με τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για 'μαχητικό' έργο, το επίδικο μυθιστόρημα, και ιδιαίτερα τα αποσπάσματα που κρίθηκαν δυσφημηστικά, αποδεικνύουν το μίσος που περιέχει εναντίον των πολιτικώς εναγόντων ”. Παρ’ όλ’ αυτά, κρίθηκε ότι αυτό το μίσος που νιώθουν οι κατηγορούμενοι σε αντίδραση στις ιδέες και τις αξίες που εκπροσωπεί στον δημόσιο διάλογο ο πολιτικώς ενάγων ως πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου”, «δεν απευθυνόταν was εναντίον του πολιτικώς ενάγοντος προσωπικά ” και “δεν θα μπορούσε να κριθεί ως κατακριτέο per se” (βλ. παραγράφους 17-19 παραπάνω).
50. Φαίνεται λοιπόν, ότι η ποινή που επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες από το εθνικό δικαστήριο δεν αφορούσε τα επιχειρήματα που περιέχονται στο επίδικο δημοσίευμα, αλλά μόνο το περιεχόμενο συγκεκριμένων αποσπασμάτων που κρίθηκε να θίγει «την τιμή και την υπόληψη» του Εθνικού Μετώπου και του προέδρου του, με την έννοια του άρθρου 29 του Νόμου της 29ης Ιουλίου 1881. Περαιτέρω, ενώ οι αρχικές διαδικασίες εναντίον των προσφευγόντων στο ποινικό δικαστήριο αφορούσε έξι αποσπάσματα του μυθιστορήματος (βλ. παραπάνω παράγραφο 13), τελικά καταδικάστηκαν μόνο για τα ακόλουθα τρία αποσπάσματα:
[σελίδα 10: μια άποψη που αποδίδεται από τον συγγραφέα σε αντι-ρατσιστές διαδηλωτές που είναι συγκεντρωμένοι έξω από τα δικαστήρια] “....ένας αποτελεσματικός τρόπος να πολεμήσεις τον Le Pen είναι να τον βάλεις στο σκαμνί και να αποδείξεις ότι δεν είναι ο ηγέτης ενός πολιτικού κόμματος αλλά ο αρχηγός μιας συμμορίας φονιάδων – στο κάτω-κάτω, ο λαός θα μπορούσε να έχει ψηφίσει ακόμα και τον Αl Capone».”
[σελίδες 105-06: εδώ ο δικηγόρος απευθύνεται στο δικαστήριο] “'Διαβάστε τις εφημερίδες, ακούστε το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, κάθε δήλωση του Jean-Marie Le Pen διανθίζεται – ή καλύτερα σηματοδοτείται και είναι διάστικτη- από ρατσιστικές κορώνες, τηρώντας ελάχιστα τα προσχήματα, στην καλύτερη περίπτωση. Κάθε λόγος του είναι ένα προπέτασμα καπνού και πίσω από κάθε παρέμβασή του προβάλλει ο θαυμασμός των χειρότερων φρικαλεοτήτων στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Καθένας το ξέρει, καθένας το λέει. Αυτό που έκανε ο Ronald Blistier ήταν ακριβώς αυτό που υποστηρίζει ο Jean-Marie Le Pen. Ίσως όχι ρητά, προσπαθεί να αποφύγει το νόμο, ακόμα κι αν δεν το καταφέρνει πάντα. Αλλά αν αναλογιστείτε τις περιστάσεις στις οποίες μιλάει, τα υπονοούμενα που αφήνει και τα πρόσωπα που υποστηρίζει, δεν υπάρχει αμφιβολία.”
[σελίδα 136: μια δήλωση του δικηγόρου του κατηγορουμένου στην τηλεόραση, ύστερα από την αυτοκτονία του πελάτη του στην φυλακή] “'Πως μπορεί να επιτρέπεται στον Jean-Marie Le Pen να το παίζει θύμα μετά το θάνατο του Ronald Blistier; Δεν είναι ο πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου ένας βρυκόλακας που τρέφεται από την στιφάδα των ψηφοφόρων του, αλλά μερικές φορές και από το αίμα τους, όπως και από το αίμα των εχθρών του; Γιατί κατηγορεί ο Le Pen τους δημοκρατικούς για τον φερόμενο φόνο του Ronald Blistier; Επειδή δεν φοβάμαι τα ψέματα – επειδή οι κατηγορίες εις βάρος των αντιπάλων του για δυσφήμηση του είναι χρήσιμες, φυσικά, αλλά είναι κι ένα πολύ εύκολο μέσο για να αποκρούσει την υποψία. Φωνάζει πιο δυνατά, ελπίζοντας ότι οι φωνασκίες του θα καταρρίψουν τις κατηγορίες εναντίον του.’
51. Εντούτοις, οι προσφεύγοντες κατέκριναν το Εφετείο ότι, για τους σκοπούς της εξέτασης της υπόθεσής τους, προσπάθησε να διαγνώσει τις απόψεις του συγγραφέα από τις παρατηρήσεις των φανταστικών χαρακτήρων μιας φανταστικής κατάστασης και ότι εξήγαγε τα συμπεράσματα για την δυσφημηστική φύση των επίμαχων αποσπασμάτων με κριτήριο αν ο συγγραφέας είχε διαχωρίσει τον εαυτό του από αυτές τις παρατηρήσεις ή όχι. Κατά τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, αυτή η προσέγγιση οδήγησε στην φυλάκιση της λογοτεχνίας σε ένα σύνολο άκαμπτων κανόνων, ασυμβίβαστων με την ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της έκφρασης.
Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Θεωρεί, αντίθετα, ότι τα κριτήρια που εφαρμόζονται από το Εφετείο του Παρισιού στην αξιολόγηση του αν τα επίμαχα αποσπάσματα ήταν ή όχι δυσφημηστικά, τήρησε το άρθρο 10 της Σύμβασης.
Σε σχέση με αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στην απόφαση της 13 Σεπτεμβρίου 2000, το Εφετείο παρατήρησε πριν απ’ όλα ότι όλα τα κείμενα, ακόμα και τα μυθιστορήματα, είναι ικανά να «προσβάλουν την τιμή ή την υπόληψη του ατόμου» με την έννοια του άρθρου 29 του Νόμου της 29 Ιουλίου 1881 κι επομένως σε καταδίκη για δυσφήμηση. Αυτή η προσέγγιση είναι σύμφωνη με το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Αυτή η προσέγγιση είναι συμβατή με το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Πράγματι, όπως παρατηρήθηκε ανωτέρω (βλ. παράγραφο 47), καθένας που, για παράδειγμα, δημιουργεί ή διανέμει ένα λογοτεχνικό έργο συμβάλλει στις ιδέες και τις γνώμες που είναι ουσιώδεις σε μια δημοκρατική κοινωνία, έτσι ώστε το Κράτος να υποχρεούται να μην παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση όπου, όπως το επίμαχο μυθιστόρημα στην προκειμένη περίπτωση, το έργο αποτελεί πολιτική ή στρατευμένη έκφραση (βλ. ανωτέρω παράγραφο 47). Πάντως, οι μυθιστοριογράφοι – όπως και οι άλλοι δημιουργοί- και αυτοί που προωθούν το έργο τους δεν έχουν ασυλία από δυνητικούς περιορισμούς όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 10. Όποιος ασκεί την ελευθερία του στην έκφραση αναλαμβάνει, σύμφωνα με τους ακριβείς όρους αυτής της παραγράφου, «καθήκοντα και ευθύνες».
52. Το Δικαστήριο περαιτερω παρατηρεί ότι, εκτιμώντας αν τα αποσπάσματα του μυθιστορήματος που εκλήθη να εξετάσει ήταν δυσφημιστικά, το Εφετείο προσπάθησε να καθορίσει αν αυτά όντως «προσέβαλαν την τιμή και την υπόληψη» του κ. Le Pen και του Εθνικού Μετώπου. Στο μέτρο που το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να κρίνει (βλ., για παράδειγμα, Mamère, ό.π., § 22), η κρίση των εθνικών δικαστηρίων σε αυτό το θέμα δεν μπορούν να επικριυθούν ενόψει του οξύτατου περιεχομένου των προσβαλλόμενων αποσπασμάτων και του γεγονότως ότι αυτά κατονομάζουν ειδικώς το κόμμα και τον πρόεδρό του.
Τελικά, είναι προφανές από την απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2000 ότι, στην πραγματικότητα ήταν υπέρ του συγγραφέα το γεγονός ότι το Εφετείο προσπάθησε επιπρόσθετα να διαγνώσει τις σκέψεις του. Θεώρησε ότι, όταν παρατηρήσεις που «προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη ενός προσώπου» γίνονται από τον αφηγητή ή από τους χαρακτήρες ενός «έργου φαντασίας», μόνο ό,τι απηχεί τις απόψεις του συγγραφέα είναι κολάσιμο σύμφωνα με το Νόμο της 29ης Ιουλίου 1881 και όχι οι παρατηρήσεις από τις οποίες ο συγγραφέας διαχωρίζει τον εαυτό του στο έργο του. Κατ’ αποτέλεσμα, η εφαρμογή αυτού του κριτηρίου οδήγησε το δικαστήριο στην κρίση ότι ένα από τα τέσσερα αναφερόμενα αποσπάσματα δεν ήταν δυσφημηστικό.
53. Το Εφετείο περαιτέρω επιβεβαίωσε αν οι προσφεύγοντες είχαν δικαίωμα να επικαλεστούν αμυντικά την καλή πίστη, γεγονός που θα ίσχυε, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, αν οι ισχυρισμοί που θεωρήθηκαν δυσφημηστικοί σχετίζονται με την επιδίωξη νόμιμου σκοπού, αν δεν απηχούν προσωπικό μίσος, αν έχει προηγηθεί σοβαρή έρευνα και αν έχουν γίνει με τη χρήση νηφάλιας γλώσσας (βλ. παραγράφους 19 ανωτέρω).
Πάντως, το δικαστήριο δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον ισχυρισμό, καθώς έκρινε ότι αναντίστοιχα προς τους δύο πρώτους όρους, οι τελευταίοι δύο δεν είχαν εκπληρωθεί.
54. Όσο για την σοβαρότητα της έρευνας που προηγήθηκε της έκδοσης του μυθιστορήματος, το Εφετείο ανέφερε ότι “αφού πρόκειται για έργο φαντασίας, αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να κριθεί σαν να επρόκειτο για ένα κείμενο που σκοπεύει στην ενημέρωση του αναγνώστη για πραγματικά γεγονότα ή να σχολιάσει τέτοια γεγονότα». Το δικαστήριο παρ’ όλ’ αυτά θεώρησε ότι αυτό το κριτήριο σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση, καθώς το μυθιστόρημα ανεμιγνυε την πραγματικότητα με τη φαντασία – παρατηρώντας σχετικά με αυτό ότι, αν και η ιστορία ήταν φανταστική, ο πρόεδρος του Εθνικού Μετώπου, ένα υπαρκτό πρόσωπο, εκπροσωπούσε τον «πυρήνας» περί τον οποίο αναπτύσσονται οι φανταστικοί χαρακτήρες και σε σχέση με τον οποίο διαμορφώνονται – αφού οι ιδέες, η ρητορική, οι πράξεις και οι χειρονομίες του κ. Le Pen περιγράφονται με μεγάλη ακρίβεια στο μυθιστόρημα. Εφαρμόζοντας αυτή την εξέταση, το Εφετείο έκρινε ότι «ενώ η ρητορική και οι ιδέες που αποδίδονται [στον κ. Le Pen και το κόμμα του], μαζί με την ακόλουθη αντιπαράθεση, συμφωνούν αδιαμφισβήτητα με την πραγματική παρουσίαση των ιδεών του Εθνικού Μετώπου σε ανταποκρίσεις της γαλλικής πολιτικής ζωής σήμερα, οι κατηγορούμενοι δεν έχουν προσάγει επαρκή απόδειξη για να θεμελιώσουν ότι της χρήσης των όρων που κρίθηκαν δυσφημιστικοί προηγήθηκε βασική επαλήθευση, ως προς την αλήθεια που υποτίθεται ότι περιλαμβάνεται σε αυτούς τους όρους.»
55. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτή η αιτιολογία είναι συμβατή με την νομολογία του.
Υπενθυμιζει, σε σχέση με αυτό, ότι προκειμένου να κριθεί η δικαιολόγηση μιας επίμαχης δήλωσης, πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε ισχυρισμούς πραγματικών γεγονότων και σε αξιολογικές κρίσεις. Ενώ η ύπαρξη των γεγονότων μπορεί να αποδειχθεί, η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν επιδέχεται απόδειξης, Η προϋπόθεση της απόδειξης της αλήθειας μιας αξιολογικής κρίσης είναι αδύνατο να εκπληρωθεί και παραβιάζει την ίδια την ελευθερία της γνώμης, η οποία είναι θεμελιώδες στοιχείο του δικαιώματος που διασφαλιζεται με το Άρθρο 10. Η κατηγοριοποίηση μιας δήλωσης ως πραγματικός ισχυρισμός ή αξιολογική κρίση είναι ένα θέμα το οποίο κατ’ αρχήν εμπίπτει στο πεδίο αξιολόγησης των εθνικών αρχών, ιδιαίτερα των εθνικών δικαστηρίων. Πάντως, όταν μια δήλωση περιέχει αξιολογική κρίση, θα πρέπει να υπάρχει επαρκής πραγματική βάση για την υποστήριξή της, καθώς η έλλειψή της μπορεί να συνιστά υπέρβαση (βλ., για παράδειγμα, Pedersen και Baadsgaard, ό.π., § 76).
Γενικά, δεν είναι αναγκαίο να γίνει αυτή η διάκριση όταν πρόκειται για αποσπάσματα ενός μυθιστορήματος. Πάντως είναι απολύτως σχετικό όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, το επίμαχο έργο δεν είναι εντελώς φανταστικό, αλλά περιέχει υπαρκτούς χαρακτήρες ή γεγονότα.
Στην υπό κρίση υπόθεση, πρώτον, ήταν αρκούντως αποδεκτό να απαιτηθεί από τους προσφεύγοντες να αποδείξουν ότι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στα αποσπάσματα του μυθιστορήματος είχαν «επαρκή πραγματική βάση», καθώς δεν αποτελούσαν μόνο αξιολογικές κρίσεις, αλλά επίσης και ισχυρισμούς πραγματικών γεγονότων, όπως ανέφερε το Εφετείο. Δεύτερον, το Εφετείο ακολούθησε μια μετρημένη προσέγγιση, επικρίνοντας του προσφεύγοντες όχι επειδή δεν απέδειξαν την ακρίβεια των επίμαχων ισχυρισμών, αλλά επειδή απέτυχαν να προβούν σε μια «βασική επαλήθευση» σχετικά με αυτούς.
56. Αναφορικά με το περιεχόμενο των προσβλητικών χωρίων, το Δικαστήριο θεωρεί επίσης ότι οι κρίσεις του Εφετείου που έκρινε ότι δεν ήταν αρκούντως «νηφάλιοι» είναι συμβατή με την νομολογία του.
Είναι αλήθεια ότι, ενώ μια ατομική συμμετοχή σε μια δημόσια αντιπαράθεση σε ένα θέμα ευρύτερου ενδιαφέροντος – όπως των προσφευγόντων στην προκειμένη περίπτωση- δεν πρέπει να υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια, όσον αφορά – ειδικότερα- το σεβασμό της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων, επιτρέπεται ένας βαθμός υπερβολής ή ακόμη και πρόκλησης, ή με άλλες λέξεις το να κάνει κανείς κάπως άμετρες δηλώσεις (βλ. Mamère, ό.π., § 25).
Είναι επίσης αλήθεια ότι τα όρια της αποδεκτής επίκρισης είναι ευρύτερα όταν προκειται για πολιτικούς – ή πολιτικό κόμμα- όπως ο κ. Le Pen και το Εθνικό Μέτωπο – ως τέτοιων, σε σχέση με την περίπτωση ιδιωτών (βλ. παραπάνω παράγραφο 47). Αυτό ισχύει ειδικά για την περίπτωση του κ. Le Pen, ενός πολιτικού ηγέτη που είναι γνωστός για τον επιθετικότατο λόγο του και τις ακραίες απόψεις του, ένεκα των οποίων έχει καταδικαστεί ορισμένες φορές για τις κατηγορίες της υποδαύλισης ρατσιστικού μίσους, υποβάθμιση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, απενοχοποίηση φρικαλεοτήτων, δικαιόλογηση εγκλημάτων πολέμου, δημόσιες προσβολές εναντίον δημοσίων προσώπων και για προσβλητικές δηλώσεις. Κατ’ αποτέλεσμα, έχει εκθέσει τον εαυτό του σε οξεία κριτική και γι’ αυτό πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ανοχής σε αυτό το πλαίσιο (βλ., mutatis mutandis, Oberschlick κατά Αυστρίας (αρ. 2), απόφαση της 1ης Ιουλίου 1997, Reports 1997, § 31-33. Lopes Gomes da Silva κατά Πορτογαλίας, αρ. 37698/97, § 35, ECHR 2000X. και Wirtschafts-Trend Zeitschriften-Verlags GmbH κατά Αυστρίας, αρ. 58547/00, § 37, 27 Οκτωβρίου 2005).
57. Παρ’ όλ’ αυτά, το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην παρούσα υπόθεση, το Εφετείο έκανε μια λογική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, κρίνοντας ότι η εξομοίωση ενός προσώπου, παρ’ όλο που είναι πολιτικός, με τον «αρχηγό μιας συμμορίας φονιάδων», η υποστήριξη ότι ένα φόνος, ακόμη κι ένας που έγινε από έναν φανταστικό χαρακτήρα, «υποστηρίχθηκε» από αυτόν και η περιγραφή του ίδιου ως «βρικόλακα που τρέφεται με την στιφάδα των ψηφοφόρων του, αλλά μερικές φορές και με το αίμα τους», «υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια σε αυτά τα θέματα».
Το Δικαστήριο περαιτέρω θεωρεί ότι, ανεξάρτητα από την ζωντάνια των πολιτικών αντιδικιών, είναι δίκαιο να προσπαθήσει να διασφαλίσει ότι αυτές τηρούν ένα ελάχιστο βαθμό αξιοπρέπειας και ευπρέπειας, ειδικά ως προς την υπόληψη ενός πολιτικού, ακόμη κι ενός αμφιλεγόμενου, ο οποίος πρέπει να απολαμβάνει την προστασία που προβλέπεται από την Σύμβαση.
Το Δικαστήριο περαιτέρω θα λάβει υπόψη των παρατηρήσεων που έγιναν, ιδιαίτερα για την υπολανθάνουσα πρόθεση να στιγματιστεί η άλλη πλευρά, και για το γεγονός ότι το περιεχόμενο είναι τέτοιο ώστε να ξεσηκώσει βία και μίσος, δηλαδή να υπερβεί τα όρια μιας πολιτικής δημόσιας αντιπαράθεσης, ακόμα και αναφορικά με ένα πρόσωπο το οποίο έχει ακραία θέση στο πολιτικό σκηνικό (βλ., mutatis mutandis, Sürek (αρ. 1), ό.π., §§ 62-63).
58. Το Δικαστήριο ακολούθως εξάγει το συμπέρασμα ότι η «ποινή» που επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες βασίστηκε σε λόγους «σχετικούς και ουσιώδεις».
59. Όσον αφορά την «αναλογικότητα» της ποινής, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες κρίθηκαν ένοχοι για το αδίκημα και τους διέταξε να καταβάλουν ένα πρόστιμο, μέτρα τα οποία από μόνα τους ήταν ήδη πολύ σοβαρά. Πάντως, πρώτον, ενόψει του πλαισίου εκτίμησης που καταλείπεται στα Συμβαλλόμενα Κράτη με το Άρθρο 10 της Σύμβασης, ένα ποινικό μέτρο ως τιμωρία για δυσφήμηση, δεν μπορεί, ως τέτοιο, να κριθεί δυσανάλογο ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. Radio France και Άλλοι κατά Γαλλίας, αρ. 53984/00, CHR 2004, § 40). Δευτερευόντως, το ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου στους προσφεύγοντες ήταν χαμηλό: 2,286.74 ΕΥΡΩ (καθένας). οι ίδιες κρίσεις πρέπει να γίνουν αναφορικά και με τις αποζημιώσεις που διετάχθησαν να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον σε καθέναν από τους πολιτικώς ενάγοντος: 3.811,23 ΕΥΡΩ. Η φύση και η αυστηρότητα της ποινής που επιβάλλεται είναι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται η αναλογικότητα της παρέμβασης (βλ. Sürek (αρ. 1), ό.π., § 64).
Υπό αυτές τις περιστάσεις, και έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των επίδικων παρατηρήσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν εναντίον των προσφευγόντων δεν ήταν αντίθετα στην αρχή της αναλογικότητας ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού.
60. Συμπερασματικά, τα ημεδαπά δικαστήρια εύλογα έκριναν ότι η παρέμβαση στην ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης από τους προσφεύγοντες ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, με την έννοια του Άρθρου 10 της Σύμβασης, προκειμένου να προστατευθεί η τιμή και το δικαίωμα του κ. Le Pen και του Εθνικού Μετώπου.
(β) Ο τρίτος προσφεύγων
61. Ο τρίτος προσφεύγων καταδικάστηκε για δυσφήμηση υπό την ιδιότητά του ως διευθυντής έκδοσης της Libération, λόγω της δημοσίευσης στην στήλη της εφημερίδας “Rebonds” μιας αναφοράς που κατέκρινε την καταδίκη των δύο πρώτων προσφευγόντων για δυσφήμηση και συμμετοχή σε δυσφήμηση από το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού στις 11 Οκτωβρίου 1999. Η αναφορά αναπαρήγαγε περαιτέρω τα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα τα οποία κρίθηκαν δυσφημηστικά από το δικαστήριο και αμφισβητούσαν τον χαρακτηρισμό αυτόν (βλ. ανωτέρω παράγραφο 21)
62. Δημοσιεύοντας την αναφορά, η καθημερινή εφημερίδα Libération αναφέρθηκε στην καταδίκη των δύο προσφευγόντων από το Ποινικό Δικαστήριο για την δημοσίευση του «Η δίκη του Jean-Marie Le Pen», στην υποστήριξη που δόθηκε σε αυτούς από 97 συγγραφείς που υπέγραψαν την αναφορά και για την γνώμη αυτών των συγγραφέων ότι τα επίδικα χωρία δεν ήταν δυσφημηστικά. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία – καθώς η Κυβέρνηση δεν το αμφισβητεί- ότι το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο των πληροφοριών και ιδεών που αφορούσαν ένα θέμα με γενικότερο ενδιαφέρον, δηλαδή ένα αμφιλεγόμενο κόμμα της άκρας Δεξιάς και του προέδρου του – ένα αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης- και την καταδίκη ενός συγγραφέα και ενός εκδότη για την έκδοση βιβλίου που κατέκρινε το κόμμα και τον πρόεδρο. Καθώς πρόκειται για την η ελευθερία του τύπου, σε αυτήν την υπόθεση πρέπει να αναγνωριστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης του Άρθρου 10.
Σε σχέση με αυτό, το Δικαστήριο σημειώνει άλλη μια φορά τον ουσιώδη ρόλο της ελευθεροτυπίας για τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αν και ο τύπος δεν πρέπει να υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια, όσον αφορά ειδικότερα την προστασία της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων, το καθήκον του είναι πάντως να διακινεί –κατά τρόπο συμβατό με τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες του- τις πλήροφορίες και τις ιδέες σε όλα τα θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, περιλαμβάνοντας ακόμα και αυτά που σχετίζονται με την Δικαιοσύνη. Η διακίνηση των πληροφοριών και ιδεών δεν είναι μόνο καθήκον του τύπου. Το κοινό έχει επίσης δικαίωμα να τις δέχεται. Αλλιώς, ο τύπος δεν θα μπορούσε να παίξει τον ζωτικό ρόλο του «κέρβερου της δημόσιας ζωής». Η δημοσιογραφική ελευθερία καλύπτει επίσης σε έναν βαθμό ακόμη και την υπερβολή ή και την πρόκληση (βλ., για παράδειγμα, Pedersen και Baadsgaard, ό.π., § 71).
63. Με την απόφασή του, την 21 Μαρτίου 2001, στην υπόθεση του τρίτου προσφεύγοντος, το Εφετείο του Παρισιού θεώρησε ότι η απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2000 είχε επικυρώσει την καταδίκη των δύο προηγούμενων προσφευγόντων για τα τρία από τα τέσσερα προσβλητικά χωρία του μυθιστορήματος. Αναπαρήγαγε αυτά τα χωρία και , όσον αφορά την δυσφημιστική φύση του άρθρου στο οποίο ενσωματώθηκαν, παρέπεμπε στην αιτιολογία της απόφασης της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, που ανέφερε ότι «παρέμενε εφαρμόσιμη» (βλ. παράγραφος 25, παραπάνω).
Ενόψει αυτών των κρίσεων επί του θέματος (βλ. παράγραφο 50 παραπάνω), το Δικαστήριο κρίνει αυτή την αιτιολογία «σχετική και επαρκή».
64. Το Εφετείο κατόπιν απέρριψε την ένσταση της καλής πίστης. Σε σχέση με αυτό έκρινε ότι η επίμαχη αίτηση, αφού το επίμαχο μυθιστόρημα αντανακλούσα «άμεσες σκέψεις» του συγγραφέα του καθώς μεταφέρθηκαν από τη σφαίρα της φαντασίας κατά δύο τρόπου: πρώτον με την δημοσόιευση, καθόσον τα επίμαχα χωρία είχαν δώσει τη βάση για καταδίκη και, δεύτερον, με την αποστροφή «αν αυτά τα αποσπάσματα πρέπει να κριθούν δυσφημιστικά σε ένα μυθιστόρημα, είναι επίσης δυσφημηστικά και στην πραγματικότητα. Θα γράψουμε εναντίον στου Le Pen”. Το δικαστήριο έκρινε ότι έτσι οι συγγραφείς αυτού του κειμένου δεν είχαν άλλο σκοπό από το να δηλώσουν την υποστήριξή τους στον πρώτο αιτούντα «επαναλαμβάνοντας με αποδοχή, όλα τα αποσπάσματα που είχαν κριθεί δυσφημηστικά από το δικαστήριο και χωρίς πραγματικά να θέτουν καν το ερώτημα για την δυσφημιστική φύση των παρατηρήσεων». Το Εφετείο εξήγησε ότι «Ο πολεμικός σκοπός ενός κειμένου δεν το καθιστα αλώβητο από κάθε ρύθμιση της έκφρασης, ιδίως όταν, πέραν μιας ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης, η επιχειρηματολογία της στρέφεται γύρω από την αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατκά. Γι' αυτό ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν μια έρευνα πριν προβούν σε ιδιαίτερα σοβαρές κατηγορίες όπως η παρακίνηση σε τέλεση φόνου και να αποφύγουν προσβλητικές εκφράσεις όπως αυτές που περιγράφουν τον κ. Le Pen ως αρχηγό μιας ομάδας φονιάδων ή ως έναν βρικόλακα.
65. Έτσι φαίνεται ότι ο τρίτος προσφεύγων δεν τιμωρήθηκε για την αναφορά της καταδίκης των δύο πρώτων προσφευγόντων για την δημοσίευση της «Δίκης του Jean-Marie Le Pen” , για την υποστήριξη που τους δόθηκε από 97 συγγραφείς που υπέγραψαν την αναφορά ή για την γνώμη αυτών των συγγραφέων ότι τα επίμαχα χωρία δεν ήταν δυσφημηστικά. Ούτε καταδικάστηκε λόγω του ότι η Libération δεν διαχώρισε τη θέση της από το περιεχόμενο της αναφοράς (βλ. Για παράδειγμα, Radio France και άλλοι και Pedersen και Baadsgaard, αμφότερες, ό.π., , § 37 και § 77 αντίστοιχα) ή για την αναπαραγωγή και επίκριση μιας δικαστικής απόφασης – μια καταδίκη που θα ήταν δύσκολα συμβατή με το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Στην πραγματικότητα καταδικάστηκε επειδή η Libération δημοσίευσε μια αναφορά που αναπαρήγαγε αποσπάσματα από ένα μυθιστόρημα που περιλάμβανε «ιδιαίτερα σοβαρούς ισχυρισμούς» και προσβλητικές παρατηρήσεις, και του οποίου οι υπογράφοντες, επαναλαμβάνοντας αυτούς τους ισχυρισμούς και τις παρατηρήσεις με επιδοκιμασία, αρνήθηκαν ότι αυτά τα αποσπάσματα ήταν δυσφημιστικά, αντίθετα με την σχετική απόφαση κατά των δύο πρώτων προσφευγόντων.
66. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, εντός των ορίων που περιγράφονται παραπάνω, η αιτιολογία του Εφετείου είναι συνεπής με την κρίση ότι τα επίμαχα κείμενα δεν ήταν απλώς αξιολογικές κρίσεις αλλά επίσης ισχυρισμοί πραγματικών γεγονότων (βλ. Παράγραφος 54 παραπάνω) και ότι το Εφετείο είχε αξιολογήσει αποδεκτά τα πραγματικά περιστατικά καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα κείμενα δεν ήταν αρκούντως νηφάλια (βλ. Παραγράφους 57-57 παραπάνω). Σε αυτό το τελευταίο σημείο ειδικά, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των επίμαχων αποσπάσμάτων της «Δίκης του Jean-Marie Le Pen», για τον δυνητικό αντίκτυπο στο κοινό των παρατηρήσεων που κρίθηκαν δυσφημιστικές λόγω της δημοσίευσής τους σε μια εθνικής κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα με υψηλή κυκλοφορία και του γεγονότος ότι δεν ήταν αναγκαίο να αναπαραδχθούν σε ατήν προκειμένου να υπάρχει μια πλήρης είκονα για την καταδίκη των δύο πρώτων προσφευγόντων και την εξ αυτής κατάκριση, δεν φαίνεται παράλογο να θεωρηθεί ότι ο τρίτος προσφεύγων υπερέβη τα όρια της ανεκτής «πρόκλησης» αναπαράγοντας αυτά τα χωρία.
67. Περαιτέρω, αυτή η αιτιολογία είναι συνεπής με τα όρια που δεν πρέπει να υπερβαίνει ο τύπος, ιδιαίτερα όσον αφορά την προστασία της τιμής και των δικαιωμάτων των άλλων. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει σε σχέση με αυτό ότι η προστασία του δικαιώματος των δημοσιογράφων να μεταδίδουν πληροφορίες για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος προϋποθέτει ότι πρέπει να δρουν με καλή πίστη και επί τη βάσει έγκυρων πραγματικών περιστατικών και να παρέχουν «αξιόπιστες και ακριβείς» πληροφορίες σύμφωνα με την δημοσιογραφική δεοντολογία. Κατά τους όρους της παραγράφου 2 του Άρθρου 10 της Σύμβασης, η ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται «καθήκοντα και ευθύνες», οι οποίες ισχύουν επίσης για τα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και για ζητήματα σοβαρής δημόσιας ανησυχίας. Περαιτέρω, αυτά τα «καθήκοντα και ευθύνες» έχουν ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για ζήτημα επίθεσης στην υπόληψη κατονομαζόμενου ατόμου και επέμβασης στα «δικαιώματα των άλλων». Έτσι απαιτούνται ειδικοί λόγοι προκειμένου τα μ.μ.ε. να απαλλαγούν από την κανονική υποχρέωσή τους να εξακριβώσουν αν ισχυρισμοί γεγονότων είναι δυσφημιστικοί για ιδιώτες. Η ύπαρξη ειδικών λόγων εξαρτάται ειδικότερα από τη φύση και το βαθμό της εκάστοτε δυσφήμησης και την έκταση στην οποία τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να θεωρούν εύλογα αξιόπιστες τις πηγές τους αναφορικά με τους ισχυρισμούς (βλ., για παράδειγμα, Pedersen and Baadsgaard, ό.π., § 78).
68. Τελικά, αναφορικά με την εγκρατή φύση του προστίμου και της αποζημίωσης στην οποία καταδικάστηκε ο προσφεύγων να καταβάλει (πρόστιμο 2,286.74 ευρώ και αποζημίωση 3,811.23 ευρώ σε καθέναν από τους πολιτικώς ενάγοντες), την φύση των παρατηρήσεων που κρίθηκαν δυσφημιστικοί αναφορικά με την δημοσιοποίηση τους σε μια εθνικής κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα με μεγάλη κυκλοφορία, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επίδικη επέμβαση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού.
69. Ενόψει των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο θεωρεί ότι τα εσωτερικά δικαστήρια εύλογα μπορούσαν να κρίνουν ότι η επέμβαση κατά την άσκηση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων επί των δικαιωμάτων του για ελεύθερη έκφραση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, κατά την έννοια του Άρθρου 10 της Σύμβασης, προκειμένου να προστατευθούν η φήμη και τα δικαιώματα του κ. Le Pen και του Εθνικού Μετώπου.
(δ) Συμπέρασμα
70. Συμπερασμάτικά, δεν υφίσταται παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης, ούτε για τους πρώτους δύο, ούτε για τον τρίτο προσφεύγοντα.
III. ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
71. Ο τρίτος προσφεύγων ισχυρίζεται .ότι δεν ακούστηκε από ένα «αμερόληπτο» δικαστήριο, κατά τηξν έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης που ορίζει ως ακολούθως:
“Παv ðñüóùðov Ý÷åé äéêáßùµá üðùò ç õðüèåóßò ôoõ äéêáóèÞ äéêáßùò, ... õðü ávåîáñôÞôoõ êáé áµåñoëÞðôoõ äéêáóôçñßoõ, voµßµùò ëåéôoõñãoývôoò, ôo oðoßov èá áðoöáóßóç ... åðß ôoõ âáóßµoõ ðÜóçò åvávôßov ôoõ êáôçãoñßáò ðoévéêÞò öýóåùò.”
A. Επιχειρήματα των διαδίκων
72. Ο τρίτος προσφεύγων εκθέτει ότι το άρθρο της 16ης Νοεμβρίου 1999, για το οποίο καταδικάστηκε για δυσφήμηση, αναπαρήγαγε πλήρως μια αναφορά που κατέκρινε ανοικτά την καταδίκη των δύο πρώτων προσφευγόντων για δυσφήμηση και συνέργεια σε δυσφήμηση από το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού με απόφαση που επικυρώθηκε από το Εφετείο του Παρισιού στις 13 Σεπτεμβερίου 2000. Παραπονείται ότι δύο από τους τρεις δικαστές του τμήματος του Εφετείου του Παρισιού που δίκασαν την υπόθεσή του ήταν επίσης μέλη του τμήματος που είχε προηγουμένως καταδικάσει τους δύο πρώτους προσφεύγοντες. Υπογραμμίαει ότι, σύμφωνα με την απόφαση που εκδόθηκε στην δική του υπόθεση από αυτό το δικαστήριο την 21η Μαρτίου 2001, το δικαστήριο είχε απλώς αναφερθεί στην προηγούμενη απόφασή του για να δικαιολογήσει την δεύτερη απόφαση, τουλάχιστον όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των επίμαχων παρατηρήσεων ως δυσφημιστικών.
Στις αιτιάσεις του, υπό αυτές τις περιστάσεις, οι εν λόγω δύο δικαστές ήταν προκατειλημμένοι και γι’ αυτό δεν ακούστηκε από αμερόληπτο δικαστήριο. Αυτό ήταν αλήθεια καθώς η απόφαση που εκδόθηκε από το Εφετείθο του Παρισιου είχε επικριθεί από τους συγγραφείς της αναφοράς για «επανάληψη με αποδοχή όλων των αποσπασμτων τα οποία κρίθηκαν δυσφημιστικά από το δικαστήριο, και χωρίς καν να αναφερθεί η δυσφημηστική φύση των αποσπασμάτων”, καταφάσκωντας, κατά την άποψη του κατηγορουμένου, ότι οι δικαστές αισθάνθηκαν προσωπικά στοχοποιημένοι από το επίμαχο άρθρο.
73. Η Κυνέρνηση απέρριψε αυτό το επιχείρημα.
Στην δική της έκθεση, η αναφορά από το Εφετείο ότι οι συγγραφείς της αναφοράς είχαν “επαναλάβει με αποδοχή (...)” δεν σήμαινε ότι οι δικαστές είχαν αισθανθεί προσωπικά στοχοποιημένοι απο το επίμαχο άρθρο. Η απόδοση αυτού του χωρίου στους δύο εν λόγω δικαστές οδήγησε επιπλέον στην παρατήρηση: ήταν πράγματι ένα αντικειμενικό συμπέρασμα που προέκυπτε από την ανάγνωση της αναφοράς. Η Κυβέρνηση περαιτέρω επιχειρηματολογεί ότι ο προσφεύγων δεν είχε προσάγει αποδείξεις ότι αυτοί οι δικαστές ήταν προκατειλημμένοι.
Η Κυβέρνηση παρατήρησε ότι η υπόθεση του προσφεύγοντος δεν ήταν μόνο μεταφενέστερη απο αυτήν των δύο πρώτων προσφευγόντων, αλλά ήταν επίσης μια χωριστή υπόθεση. Οι διάδικοι δεν ήταν οι ίδιοι και η υπόθεση δεν ήταν η ίδια γιατί δεν αφορούσε τις ίδιες προσβλητικέςπράξεις. Κατά την έκθεσή τους, δεν υπήρχε επικάλυψη ανάμεσα στα νομικά ερωτήματα που έθετε καθεμιά από τις δύο: η μία έθετε το ζήτημα του ρόλου της φανταστικής αφήγησης στον καθορισμό του αδικήματος της δυσφήμησης, ενώ η άλλη αφορούσε το καθήκον του προσφεύγοντος για την επαλήθευση και την τροποποίηση υπό την ιδιότητά του ως επικεφαλής του εκδοτικού προσωπικού της εφημερίδας Libération.
Η Κυβέρνηση προσέθεσε ότι, στην υπόθεση του τρίτου προσφεύγοντος, οι δικαστές του Εφετείο δεν είχαν απλώς αναφερθεί στην απόφαση που ελήφθη για τους δύο πρώτους προσφεύγοντες, αλλά είχε λάβει υπόψη άλλους παράγονοτες, ιδιαίτερα το γεγονός ότι το άρθρο είχε δημοσιευθεί εκτός από το λογοτεχνικό περιβάλλον του και χωρίς καμία αντιπαράθεση ιδεών. Θεώρησαν ότι, σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου, μόνοτο γεγονός ότι ένας δικαστής είχε αποφασίσε επί μιας παρόμοιας, αλλά διαφορετικής προσβολής, δεν μπορούσε από από μόνο του να θέσει σε αμφισβήτηση την αμεροληψία του δικαστή.
B. Αξιολόγηση του Δικαστηρίου
1. Παραδεκτό
74. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι αυτή η αίτηση δεν είναι προδήλως αβάσιμη με την έννοια του άρθρο 35§3 της Σύμβασης. Περαιτέρω, κρίνει ότι δεν συντρέχει κανείς άλλος λόγος για να κηρυχθεί απαράδεκτη και γι’ αυτό την κηρύσσει παραδεκτή.
2. Ουσία
75. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι η αμεροληψία, με την έννοια του άρθρου 6§1 της Σύμβασης, κανονικά σημαίνει απουσία προκατάλειψης. Υπάρχουν δύο κριτήρια για την αξιολόγηση του εάν ένα δικαστήριο είναι αμερόληπτο: το πρώτο συνίσταται στην αναζήτηση του καθορισμού προσωπικής πεποίθησης ή συμφέροντος ενός συγκεκριμένου δικαστή σε δεδομένη υπόθεση και το δεύτερο στην εξέταση αν ο δικαστής παρείχε ουσιώδεις εγγυήσεις για να αποκλεισθεί κάθε νόμιμη αμφιβολία σχετικά με αυτό (βλ. Για παράδειγμα, Gautrin και Άλλοι κατά Γαλλίας, απόφαση της 20ης Μαϊου 1998, Συλλογή 1998, § 58, και Κυπριανού κατά Κύπρου [], αρ. 73797/01, § 118, 2005).
76. Εξετάζοντας το πρώτο κριτήριο, η προσωπική αμεροληψία του δικαστή πρέπει να τεκμαίρεται μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο (βλ., μεταξύ άλλων κεντρικών αποφάσεων, Padovani κατά Ιταλίας, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1993, Συλλογή A αρ. 257, § 26, και Κυπριανού, ό.π., § 119). ΟτρίτοςπροσφεύγωνέκρινεσεσχέσημεαυτόότιηαιτιολογίατηςαπόφασηςτουΕφετείουτουΠαρισιούτης21ηςΜαρτίου2001 ότι“οι συγγραφείς της αναφοράς δεν είχαν άλλο σκοπό από το να επιδείξουν την υποστήριξή τους στον Mathieu Lindon, επαναλαμβάνοντας με αποδοχή όλα τα αποσπάσματα που είχαν κριθεί δυσφημιστικά από το δικαστήριο και χωρίς να θέτουν σε αμφισβήτηση την δυσφημιστική φύση των αποσπασμάτων” αποδείκνυε ότι οι εν λόγω δύο δικαστές είχαν αισθανθεί δημόσια και προσωπικά στοχροποιημένη από το προσβλητικό άρθρο.
Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται αυτή την άποψη. Κατά την γνώμη του, ήταν απλώς ένας από τους παράγοντες τους οποίους το Εφετείο έλαβε υπόψη του κατά την αξιολόγηση αν ο προσφεύγων είχε δράσει με καλή πίστη, χωρίς στην πραγματικότητα να εξάγει κάποιο συμπέρασμα από αυτό. Στην πραγματικότητα, ο τρίτος προσφεύγων δεν είχε καταδικαστεί επειδή δημοσίευσε ένα κείμενο που επέκρινε την καταδίκη των δύο προσφευγόντων για δυσφήμηση, ή επειδή είχε έτσι δηλώσει την υποστήριξή του για την «ανυπακοή» των αναφερομένων, ή γιατί είχε επικρίνει τους εν λόγω δικαστές, αλλά επειδή είχε δημοσιεύσει, χωρίς κατάλληλη προηγούμενη έρευνα, ένα κείμενο που περιλάμβανε «ιδιαίτερα σοβαρούς ισχυρισμούς» και προσβλητικές παρατηρήσεις. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν μπορεί να εντοπίσει στην αιτιολογία της απόφασης της 21ης Μαρτίου 2001, την παραμικρή ένδειξη ότι αυτοί οι δικαστές μπορεί να ένιωσαν προσωπικά στοχοποιημένοι απο το προσβλητικό άρθρο.
Έτσι δεν υπάρχει απόδειξη ότι οι εν λόγω δύο δικαστές μπορεί να επηρεάστηκαν από προσωπική προκατάλειψη κατά την έκδοση της απόφασης.
77. Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, όταν εφαρμόζεται σε ένα όργανο που συνεδριάζει ως τμήμα, πρέπει να καθοριστεί αν, εκτός από την προσωπική συμπεριφορά κάθε μέρους του οργάνου, υπάρχουν επιβεβαιώσιμα γεγονότα που μπορεί να δημιουργήσουν αμφιβολία για την αμεροληψία του. Σε σχέση με αυτό, ακόμη και οι ενδείξεις μπορεί να έχουν κάποια σημασία. Ακολούθως, αν κρίνεται κατά πόσον σε μια δεδομένη υπόθεση υπάρχει νόμιμος λόγος ανησυχίας ότι το συγκεκριμένο όργανο δεν είναι αμερόληπτο, η άποψη εκείνων που ισχυρίζονται την έλλειψη αμεροληψίας είναι σημαντική, αλλά όχι αποφασιστική. Αποφασιστικό είναι αν η ανησυχία μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά δικαιολογημένη (βλ., για παράδειγμα Gautrin και Άλλοι και Κυπριανού, ό.π. αμφότερες, § 58 και § 118 αντίστοιχα).
Στην παρούσα υπόθεση, η ανησυχία έλλειψης αμεροληψίας απορρέει από του γεγονός – αποδεδειγμένο- ότι δύο από τους τρεις δικαστές του τμήματος του Εφετείου του Παρισιού που έκρινε την καταδίκη του τρίτου προσφεύγοντος για δυσφήμηση λόγω της δημοσίευσης της επίμαχης αναφοράς είχαν προηγουμένως, στην υπόθεση των δύο πρώτων προσφευγόντων αποφασίσει την δυσφημιστική φύση των τριών από τα προσβλητικά αποσπάσμνατα του μυθιστορήματος, τα οποία αναφέρονταν στην αναφορά.
Το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει εγείρει αμφιβολίες στο νου του τρίτου προσφεύγοντος για την αμεροληψία του «δικαστηρίου» το οποίο άκουσε την υπόθεσή του, αλλά θεωρεί ότι αυτές οι ανησθχίες δεν είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένες.
78. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, ακόμη κι αν συνδέονται, τα γεγονότα στις δύο περιπτώσεις διαφέρουν και ο «κατηγορούμενος» δεν ήταν ο ίδιος: στην πρώτη υπόθεση το ζήτημα ήταν αν ο εκδότης και ο συγγραφέας, δημοσιεύοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα από την «Δίκη του Jean-Marie Le Pen”, ήταν ένοχοι για το αδίκημα της δυσφήμησης και σε συνέργεια σε αυτό το αδίκημα. Στην δεύτερη, το δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει αν, σε ένα δημοσιογραφικό κειμενικό περιβάλλον, ο διευθυντής έκδοσης της Libération είχε διαπράξρεις το ίδιο αδίκημα δημοσιεύοντας το κείμενο μιας αναφοράς που αναπαρήγαγε τα ίδια αποσπάσματα και της οποιας οι υπογράφοντες, επαναλαμβάνοντας αποδεχόμενοι το περιεχόμενο, αρνούνταν ότι ήταν δυσφημιστικά , παρά τις αποφάσεις κατά του εκδότη και του συγγραφέα (βλ. , a fortiori, Craxi κατά Ιταλίας (αρ. 3), απόφαση 14ης Ιουνίου 2001, αρ. 63226/00). Περαιτέρω, είναι σαφές ότι οι αποφάσεις που εκδόθηκαν στην υπόθεση των δύο πρώτων προσφευγόντων δεν περιέχουν προκαταλείψεις για την ενοχήτου τρίτου προσφεύγοντος (ibid.).
79. Επιπρόσθετα, στην απόφαση που εκδόθηκε την 21η Μαρτίου 2001, στην υπόθεση του τρίτου προσφεύγοντος, το Εφετείο του Παρισιού αναφέρθηκε, σε σχέση με την δυσφημηστική φύση των επίμαχων αποσπασμάτων στην απόφαση που εξέδωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2000 στην υπόθεση των δύο πρώτων προσφευγόντων. Εντούτοις, κατά την άποψη το Δικαστηρίου, αυτό δεν δικαιολογεί αντικειμενικά τις ανησυχίες του τρίτου προσφεύγοντος περί ελλείψεως αμεροληψίας εκ μέρους των δικαστών. Η πρώτη απόφαση του Εφετείου του Παρισιού, της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, είχε κρίνει δυσφημηστικά συγκεκριμένα αποσπάσματα του βιβλίου που συνέγραψε ο πρώτος προσφεύγων και δημοσίευσε ο δεύτερος. Ως προς αυτό, η απόφαση είχε καταστεί res judicata. Η δεύτερη απόφαση του Εφετείου, της 21ης Μαρτίου 2001, όφειλε να ακολουθήσει αυτή τη δεσμευτική κρίση ως προς αυτή την πτυχή της διαφοράς, αν και το ζήτημα της καλής ή κακής πίστης του τρίτου προσφεύγοντος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη δημοσίευση μιας αναφοράς που ενέκρινε το βιβλίο και κατέκρινε την καταδίκη των πρώτων δύο προσφευγόντων, παρέμενε ανοικτό και δεν είχε προακριθεί από την πρώτη απόφαση. Γι’ αυτό θα ήταν υπερβολικό να θεωρηθεί ότι οι δύο πρώτοι δικαστές που περιλαμβάνονταν στοπ τμήμα που είχε επιτυχώς εκδόσει τις δύο επίμαχες αποφάσεις μπορούσαν να κηλιδώσουν την αντικειμενική αμεροληψία του δικαστηρίου. Πράγματι, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του κειμένου ως δυσφημιστικού, κάθε άλλος δικαστής θα είχε δεσμευτεί από την αρχή res judicata, που σημαίνει ότι η δική τους συμμετοχή δεν είχε επίδραση στο αντίστοιχο μέρος της δεύτερης απόφασης. Και όσον αφορά το θέμα της καλής πίστης, το οποίο είναι εντελώς διαφορετικό στις δύο υποθέσεις, μολονότι συνδέονται, δεν αποδείχθηκε ότι οι δικαστές ήταν δεσμευμένοι από τις κρίσεις τους στην πρώτη υπόθεση (βλ., mutatis mutandis, Thomann κατά Ελβετίας, απόφαση της 10 Ιουνίου 1996, Reports 1996, § 35).
80. Τέλος, η παρούσα υπόθεση δεν είναι προδήλως συγκρίσιμη με αυτήν στην San Leonard Band Club v. Malta (αρ. 77562/01, § 63, 2004), όπου οι δικάζοντες δικαστές είχαν κληθεί να αποφασίσουν αν οι ίδιοι είχαν διαπράξει σφάλμα στην νομική ερμηνεία ή εφαρμογή στη δική τους προηγούμενη απόφαση, το οποίο σημαίνει να κρίνουν τους εαυτούς τους και την δική τους ικανότητα ως προς την εφαρμογή του νόμου.
81. Ακολούθως, η αμφιβολια του τρίτου προσφεύγοντος όσον αφορά την αμεροληψία του Εφετείου κατά την εκδίκαση της δεύτερης υπόθεσης δεν μπορεί θα θεωρηθει αντικειμενικώς δικαιολογημένη.
82. Συμπερασματικά, δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Αποφασίζει ομόφωνα τη συνεκδίκαση των υποθέσεων.
2. Κηρύσσει ομόφωνα παραδεκτές τις αιτήσεις .
3. Κρίνει με δεκατρείς έναντι τεσσάρων ψήφων ότι δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 10 της Σύμβασης.
4. Κρίνει ομόφωνα ότι δεν υπάρχει παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Συντάχθηκε στα αγγλικά και τα γαλλικά και δημοσιεύθηκε σε δημόσιο ακροατήριο στο Κτίριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Στρασβούργο, στις 22 Οκτωβρίου στις 22 Οκτωβρίου 2007.
Michael O'Boyle Χρήστος ΡΟΖΑΚΗΣ
Αναπληρωτής Γραμματέας Πρόεδρος
Σύμφωνα με το άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και τον Κανόνα 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, συνάπτονται στις απόφαση οι ακόλουθες χωριστές γνώμες:
(α) αποκλίνουσα γνώμη του Δικαστή Λουκαϊδη .
(β) κοινή μειοψηφούσα γνώμη των Δικαστών Ροζάκη, Sir Nicolas Bratza, Tulkens και Šikuta.
C.L.R.
M.O'B.
ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΔΙΚΑΣΤΗ ΛΟΥΚΑΪΔΗ
Συμφωνώ με την κρίση του Δικαστηρίου σε αυτήν την υπόθεση, αλλά θα ήθελα να εκφράσω συγκεκριμένες απόψεις όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα της προστασίας της υπόληψης του προσώπου.
Κανείς δεν διαφωνεί για την σημασία της ελευθερίας του λόγου, ιδιαίτερα αυτής των μέσων ενημέρωσης, ως ενός ουσιώδους στοιχείου μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Εντούτοις, το ζήτημα είναι αν η προστασία που συνεπάγεται αυτή η ελευθερία μπορεί, υπό κάθε περίσταση, να είναι τόσο υπερβολική, ώστε να αποκλείει τα θύματα ψευδών δυσφημιστικών δηλώσεων από τα αναγκαία και αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα.
Για πολλά χρόνια, η νομολογία του Δικαστηρίου αναπτύχθηκε στο πρόταγμα ότι, ενώ η ελευθερία του λόγου είναι ένα δικαίωμα που διασφαλίζεται ρητά από τη Σύμβαση, η προστασία της υπόληψης αποτελεί απλώς ένα λόγο επιτρεπτής παρέμβασης στην έκφραση μόνο αν αυτό είναι «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία», με άλλες λέξεις αν ανταποκρίνεται σε μία «πιεστική κοινωνική ανάγκη» και είναι «αναλογική ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού» και αν «οι αιτιολογίες που παρέχονται είναι σχετικές και επαρκείς». Επιπλέον, ως περιορισμός σε δικαίωμα της Σύμβασης (όπως όλοι οι περιορισμοί σε αυτά τα δικαιώματα) πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και στενά. Το Κράτος έχει το βάρος να επικαλεστεί λόγους για την επέμβαση στην έκφραση και πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη «σχετικών και επαρκών» αιτιολογιών, όταν το πράττει.
Ως συνέπεια αυτής της προσέγγισης, η νομολογία στο θέμα της ελευθερίας του λόγου έχει περιστασιακά αποδειχθεί υπερβολικά ευαίσθητη και έχει αναγνωρίσει υπερπροστασία όσον αφορά την παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης, συγκριτικά προς την παρέμβαση στο δικαίωμα στην υπόληψη. Η ελευθερία του λόγου έχει θεωρηθεί μια αξία πρωταρχικής σημασίας, πράγμα το οποίο σε πολλές υποθέσεις θα μπορούσε να αποκλείσει σε ενάγοντες που το δικαιούνται ένα κατάλληλο ένδικο βοήθημα, για την προστασία της αξιοπρέπειάς τους.
Αυτή η προσέγγιση δεν μπορεί να είναι εναρμονισμένη με την ορθή ερμηνεία της Σύμβασης. Το δικαίωμα στην υπόληψη έχει πάντοτε θεωρηθεί ως εγγυώμενο από το Άρθρο 8 της Σύμβασης, ως μέρος και συνιστώσα του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Θα ήταν ανεξήγητο να μην παρέχεται ευθεία προστασία της τιμής και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε μια Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που συντάχθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αποσκοπούσε να ενισχύσει την προστασία του ατόμου ως προσώπου, μετά τις αποτροπιαστικές εμπειρίες του Ναζισμού. Η Σύμβαση προστατεύει ρητά δικαιώματα μικρότερης σημασίας, όπως το δικαίωμα σεβασμού των επικοινωνιών. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό ότι η βασική ανθρώπινη αξία της προσωπικής αξιοπρέπειας αποκλείεται από την άμεση προστασία της Σύμβασης και απλώς αναγνωρίζεται, υπό συγκεκριμένους όρους, ως ένας πιθανός περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης. Η αξιοπρέπεια του προσώπου απαιτεί πιο εκτενή και άμεση προστασία ενάντια σε ψευδείς δυσφημιστικές κατηγορίες που μπορούν να καταστρέψουν ανθρώπους και έχουμε πολλά παραδείγματα τέτοιων τραγικών αποτελεσμάτων. Σε σχέση με αυτό, επαναλαμβάνω την ακόλουθη δήλωση από την αποκλίνουσα γνώνη μου στην έκθεση της Επιτροπής για την υπόθεση Bladet Tromsψ A/S and Pεl Stensaas v. Norway (9 Ιουλίου1998):
“Ο τύπος είναι στις μέρες μας ένα σημαντικό και πανίσχυρο μέσο επηρεασμού της κοινής γνώμης. Οι εντυπώσεις που μπορεί να δημιουργηθούν με μια δημοσίευση στον τύπο είναι συνήθως πιο καθοριστικές από ό,τι η πραγματικότητα, επειδή μέχρι να διαπιστωθεί η πραγματικότητα, η εντύπωση παραμένει. Και η πραγματικότητα μπορεί ποτέ να μην αποκαλυφθεί ή να είναι πολύ αργά όταν αποκαλυφθεί για να αποκατασταθεί η ζημία που έγινε από τις αρχικές εντυπώσεις. Ο τύπος ασκεί αποτελεσματικά σημαντική εξουσία και γι’ αυτό θα πρέπει να υποβάλλεται σε ίδιους περιορισμούς που εφαρμόζονται σε κάθε ενάσκηση εξουσίας, δηλαδή θα πρέπει να απαγορεύεται η κατάχρησή της, θα πρέπει να λειτουργεί με έντιμο τρόπο και με σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων.”
Η αποδοχή του ότι ο σεβασμός της υπόληψης είναι ένα αυτόνομο ανθρώπινο δικαίωμα που έλκει την πηγή της από την ίδια τη Σύμβαση, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια πιο αποτελεσματική προστασία της υπόληψης των ατόμων έναντι της ελευθερίας της έκφρασης.
Τα τελευταία χρόνια, το Δικαστήριο έχει ρητά αναγνωρίσει ότι η προστασία της υπόληψης είναι ένα δικαίωμα που καλύπτεται από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, κατά το Άρθρο 8§1 της Σύμβασης (βλ. Chauvy και άλλοι κατά Γαλλίας, αρ. 64915/01, ECHR 2004-VI; Abeberry κατα Γαλλίας (dec.), αρ. 58729/00, 21 Σεπτεμβρίου 2004; και White κατά Σουηδίας, αρ. 42435/02, 19 Σεπτεμβρίου 2006), ακόμη κι αν η σχετική νομολογία δεν έχει φτάσει σε αυτήν την νεωτερική προσέγγιση, ούτε έχει αναγνωριστεί σε άλλες υποθέσεις που αφρούν την ελευθερία του λόγου και τη δυσφήμηση. Υπό το φως αυτής της νομολογίας, η προστασία της υπόληψης περιλαμβάνει μια υποχρέωση του Κράτους να καταστήσει αγώγιμο ένα αντίστοιχο δικαίωμα που εγγυάται η Σύμβαση με τον ίδιο status όπως η ελευθερία της έκφρασης. Κάθε δυσφημιστική δήλωση οδηγεί σε παρέμβαση στο δικαίωμα που εγγυάται η Σύμβαση και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις ανεκτών περιορισμών στην άσκηση αυτού του δικαιώματος, δηλ. Θα πρέπει να προβλέπεται από το νόμο, να είναι απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία, να ανταποκρίνεται σε πιεστικές κοινωνικές ανάγκες, να είναι αναλογική ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού κ.τ.λ. Γι’ αυτό θα είναι ακόμη πιο δύσκολη η υπεράσπιση μιας δυσφημιστικής δήλωσης για τους σκπούς της εκ της Συμβάσεως προστασίας όταν εξετάζεται ως επέμβαση σε ένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται από την Σύμβαση, παρά ως ένας αναγκαίος περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης.
Όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ δύο δικαιωμάτων της Σύμβασης, κανένα από αυτά δεν μπορεί να εξουδετερώσει το άλλο με την υιοθέτηση μιας απόλυτης προσέγγισης. Και τα δύο μπορούν να υλοποιηθούν και να επιβιώσουν αρμονικά με τους αναγκαίους συμβιβασμούς, ανάλογα με τα πραγματικά περιστατικά κάθε ιδιαίτερης περίπτωσης.
Η αρχή που θεμελιώνεται από την νομολογία, ότι υπάρχει μεγαλύτερη ευρύτητα της ελευθερίας της έκφρασης στην περιοχή του πολιτικού λόγου ή της αντιπαράθεσης, ή για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, ή για υποθέσεις επίκρισης κατά πολιτικών, όπως στην προκειμένη περίσταση, δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως επιτρέπουσα την δημοσιοποίηση μη επαληθευμένων δυσφημιστικών δηλώσεων. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η αρχή σημαίνει απλώς ότι στις παραπάνω περιοχές, και όσον αφορά τους πολιτικούς, θα πρέπει να είναι ανεκτή και να μην τιμωρείται ένας συγκεκριμένος βαθμός υπερβολής σε ισχυρισμούς γεγονόταν ή ακόμη και προσβλητικών ισχυρισμών. Η αρχή όμως δεν σημαίνει ότι η υπόληψη των πολιτικών ή άλλων ανθρώπων που έχουν σχέση με την πολιτική, βρίσκεται στο έλεος των μαζικών μέσων ή ότι αυτή σε αυτήν την υπόληψη δεν αναγνωρίζεται η ίδια νομική προστασία όπως για κάθε άλλο άτομο. Η υπόληψη είναι μια ιερή αξία για κάθε άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και προστατεύται ως ατομικό δικαίωμα σύμφωνα με τη Σύμβαση, προς όφελος κάθε ατόμου χωρίς εξαιρέσεις. Αυτή την προσέγγιση έχω για τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης.
Παίρνω την ευκαιρία να εκθέσω μερικές δυσμενείς συνέπειες που επάγεται η υπερ-προστασία της ελευθερίας της έκφρασης εις βάρος του δικαιώματος στην υπόληψη. Το κύριο επιχείρημα υπέρ της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης, ακομα και σε υποθέσεις ανακριβών δυσφημηστικών δηλώσεων, είναι η ενθάρρυνθη της ανεμπόδιστης αντιπαράθεσης σε δημίοσια ζητήματα. Το αντίθετο επιχείρημα, όμως, είναι εξίσου ισχυρο: η καταστολή ανακριβών δυσφημιστικών δηλώσεων, εκτός από την προστασία της υπόληψης των ατόμων αποθαρρύνει τον εσφαλμένο λόγο και βελτιώνει τη γενική ποιότητα της δημίσιας αντιπαράθεσης, έχοντας ένα δραστικό αποτέλεσμα κατά της ανεύθυνης δημοσιογραφίας. Περαιτέρω, αυτές οι αντιπαραθέσεις μπορούν να περιοριστούν αν οι δυνητικοί συμμετέχοντες γνωρίζουν ότι δεν θα έχουν ένδικο βοήθημα σε περίπτωση που ψευδείς δυσφημιστικές δηλώσεις γίνουν εναντίον τους. Η απαγόρευση του δυσφημιστικού λόγους περιορίζει επίσης την παραπληροφόρηση των μαζικών μέσων και προστατεύει αποτελεσματικά το δικαίωμα του κοινού σε έγκυρη πληροφορία. Περαιτέρω, οι ψευδείς κατηγορίες που αφορούν δημόσιους λειτουργούς, περιλαμβανομένων των υποψήφιων για δημόσιες θέσεις μπορεί να απομακρύνει ικανά πρόσωπα από τις κυβερνητικές υπηρεσίες, θίγοντας παρά ευνοώντας την πολιτική διαδικασία.
Το δικαίωμα στην υπόληψη, έχοντας την ίδια νομική θέση με την ελευθερία του λόγου, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, οδηγεί σε αποτελεσματική προστασία έτσι ώστε , υπό όλες τις περιστάσεις, κάθε ψευδής δυσφημιστική δήλωση, είτε είναι κακορπροαίρετη είτε όχι, είτε είναι αναπόφευκτη ή όχι σε μια ανεμπόδιστη αντιπαράθεση σε δημόσια θέματα ή για την ουσιαστική λειτουργία του τύπου, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να παραμένει ανεξέλεγκτη.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οτι τα μαζικά μέσα σήμερα είναι εμπορικές επιχειρήσει με ανέλεγκτη και θεωρητικά απεριόριστη δύναμη, ενδιαφερόμενες περισσότερο για εμπορικές, αστραφτερές ειδήσεις παρά για τη διάδοση ορθών πληροφοριών στο κοινό, για τον έλεγχο των κυβερνητικών καταχρήσεων ή για την εκπλήρωση άλλων ιδεαλιστικών στόχων. Και μολονότι μπορεί να επιτυγχάνουν τυχαία τέτοιους στόχους, περιστασιακά, ακόμα και ρητά, πρέπει να υπόκεινται σε συγκεκριμένους περιορισμούς για τον σεβασμό της αλήθειας και την αξιοπρέπεια των ατόμων. Αυτοί οι περιορισμοί πρέπει να περιλαμβάνουν το καθήκον να εξετάζουν τους δυσφημιστικούς ισχυρισμούς πριν βιαστούν να τους τυπώσουν καθώς και την υποχρέωση να δώσουν στα άτομα που θίγονται από τις δυσφημισιτικές τους ιστορίες την δυνατότητα να αντιδρούν και να παρέχουν τη δική τους εκδοχή. Περαιτέρω, πρέπει να παραμένουν νομικά υπεύθυνοι έναντι των προσώπων που αφορούν για ψευδείς δυσφημιστικούς ισχυρισμούς.
Όπως κάθε εξουσία, τα μαζικά μέσα δεν μπορούν να λογοδοτούν μόνο στον εαυτό τους. Μια αντίθετη θέση θα οδηγούσε στην αυθαιρεσία και την αδικία, οι οποίες υποβαθμίζουν την ίδια τη δημοκρατία.
ΚΟΙΝΗ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΡΟΖΑΚΗ, BRATZA, TULKENS AND ŠIKUTA
(Μετάφραση)
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την κρίση της πλειοψηφίας ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση. Κατά πρώτον, είναι αξιοσημείωτο κατά την άποψή μας, ότι στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών υπήρξε μια σταδιακή μείωση του αριθμού των χωρίων που θεωρήθηκαν ως δυσφημιστικά: οι μηνύσεις που υπέβαλαν οι πολιτικοί ενάγοντες υποδείκνυαν έξι χωρία . το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού, στην απόφασή του της 11ης Οκτωβρίου 1999, έκρινε τέσσερα από αυτά ως δυσφημιστικά . η απόφαση του Εφετείου του Παρισιού της 13ης Σεπτεμβρίου 2000 περιόρισε τον αριθμό σε τρεις . τέλος, το Δικαστήριο, από τη μεριά του, αναγνώρισε δύο δυσφημιστικά χωρία, αποτελούμενα από τρεις γραμμές όλες κι όλες, από ένα μυθιστόρημα 138 σελίδων.
I. Υπό τους όρους των γενικών αρχών, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ελευθερία της γνώμης είναι ένα από τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, πυλώνες της οποίας είναι ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρήτητα πνεύματος (βλ. Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 7 Δεκεμβρίου 1976, A . 24, § 49). Σε πολλές περιστάσεις το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην κεντρική σημασία της ελευθερίας της έκφρασης ως μίας από τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία της δημοκρατίας (βλ. Öü ü κατά Τουρκίας, αρ. 23144/93, § 43, 2000). Αυτή η παραδοχή της κοινωνικής λειτουργίας της ελευθερίας της έκφρασης συνιστά την βασική φιλοσοφία της νομολογίας του Δικαστηρίου για το Άρθρο 10. Συνεπάγεται ότι το δικαίωμα σε ελεύθερη έκφραση δεν διασφαλίζεται μόνο έναντι της Κρατικής παρέμβασης (ατομικό δικαίωμα), αλλά είναι επίσης γενική θεμελιακή αρχή της ζωής σε μία δημοκρατία. Επιπλέον, η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο με το οποίο εγκαθιδρύεται μια δημοκρατική κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο πρώτα θα εξετάσουμε την περίσταση των δύο πρώτων προσφευγόντων και μετά αυτή του τρίτου.
II. 1. Αναφορικά με τους δύο πρώτους προσφεύγοντες, δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στη φύση του εν λόγω έργου και, όπως εξηγείται κατωτέρω, θεωρούμε ότι το Δικαστήριο δεν το έχει λάβει επαρκώς υπόψη. Είναι αδιαμφισβήτητο –καθώς δεν αποτελεί πράγματι αντικείμενο διαφοράς- ότι το βιβλιο που περιλαμβάνει δύο χωρία τα οποία τελικά θεωρήθηκαν δυσφημηστικά δεν είναι μια αναφορά ειδήσεων, αλλά ένα μυθιστόρημα , που έγραψε ένας συγγραφέας, ο οποίος αναγνωρίζεται ως τέτοιος. Δεν λέμε ότι η καλλιτεχνική και λογοτεχνική δημιουργία έχει ασυλία έναντι της κριτικής και μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά πιστεύουμε ότι σε αυτήν την πλευρά θα έπρεπε να δοθεί η δέουσα σημασία.
Σε σχέση με αυτό δεν συμμεριζόμαστε την άποψη των ημεδαπών δικαστηρίων ότι δεν έπρεπε να γίνει διάκριση όσον αφορά τη μορφή της έκφρασης ή, τελικά, αν αυτός ήταν ή όχι ουσιώδης παράγων. Η απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1999 του Ποινικού Δικαστηρίου του Παρισιού, για παράδειγμα, αποκλείει ή εξουδετερώνει αυτή τη θεώρηση: «αν και είναι μυθιστόρημα και μολονότι οι προσβλητικές παρατηρήσεις γίνονται μόνο από φανταστικιούς χαρακτήρες...» το κείμενο έπρεπε να αξιολογηθεί «ανεξάρτητα από το λογοτεχνικό του είδος». Το Εφετείο, στην απόφασή της 13ης Σεπεμβρίου 2000, εκθέτει ότι δεν θα μπορούσε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι το έργο είναι μυθιστόρημα και γι’ αυτό ένα φανταστικό αφηγηματικό επινόημα: «.. Σε αυτή τη βάση, κάθε γραπτό, είτε πολιτικό, φιλοσοφικό, μυθιστορηματικό, είτε ακόμη και ποιητικό διέπεται από εφαρμοστέους κανόνες σε αυτά τα ζητήματα, όσον αφορά τόσο την δημόσια τάξη όσο αι την προστασία των ατόμων.». Επιπρόσθετα, αναζητώντας την επιβεβαίωση των σκέψεων του συγγραφέα στις παρατηρήσεις των φανταστικών χαρακτήρων σε μια φανταστική κατάσταση, το Εφετείο φυλάκισε την λογοτεχνία σε ένα σύνολο άκαμπτων κανόνων που βρίσκονται σε σύγκρουση με την ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης.
2. Κατά τη δική μας άποψη, μια τόσο ακραία θέση σημαίνει σαφή απομάκρυνση από τη νομολογία μας που έχει δώσει έμφαση στον ρόλο της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε μια πολιτική αντιπαράθεση.
Στην υπόθεση Müller και Άλλοι κατά Ελβετίας (απόφαση της 24ης Μαϊου 1988, Συλλογή A αρ. 133) το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να εκθέσει ότι το Άρθρο 10 καλύπτει την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης- ιδίως στο πλαίσιο της ελευθερίας της λήψης και διάδοσης των ιδεών- προσθέτοντας ότι παρείχε την δυνατότητα συμμετοχής στην ανταλλαγή πολιτισμικών, πολιτικών και κοινωνικών πληροφοριών και ιδεών (§ 27) και συμπέρανε ότι αυτό επέβαλε μια ιδιαίτερη υποχρέωση στο Κράτος να μην επεμβαίνει στην ελευθερία της έκφρασης στις δημιουργικές τέχνες (§ 33).
Στην περιοχή της λογοτεχνικής δημιουργίας – όπως στην παρούσα υπόθεση – το Δικαστήριο εφάρμοστε το άρθρο 10 της Σύμβασης στην ποίηση, στην απόφαση Karataş κατά Τουρκίας, 8 Ιουλίου 1999 ([], αρ. 23168/94, 1999): “Το υπό κρίση έργο περιλάμβανε ποιήματα, τα οποία μέσα από την συχνή χρήση βίαιων εκφράσεων και μεταφορών, καλούσε σε αυτοθυσία για το «Κουρδιστάν» και περιλάμβανε ορισμένα ιδιαίτερα επιθετικά χωρία κατά των Τουρκικών αρχών. Αν διαβάζονταν κυριολεκτικά, τα ποιήματα θα μπορούσαν να είχαν εκληφθεί ως παρακινούντα τους αναγνώστες σε μίσος, εξέγερση και χρήση βίας. Προκειμένου να κριθεί αν πράγματι το πράττουν, θα πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη ότι το μέσο που χρησιμοποιείται από τον αιτούντα ήταν η ποίηση, μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης που έλκει μόνο μια μειοψηφία αναγνωστών» (§ 49). Επιπλέον, στο πλαίσιο του Άρθρου 10, το Δικαστήριο προσέθεσε: «Αυτοί που δημιουργούν, παρουσιάζουν ή εκθέτουν έργα τέχνης συμβάλλουν στην ανταλλαγή ιδεών και απόψεων, πράγμα ουσιώδες σε μια δημοκρατική κοινωνία. Συνεπώς, υφίσταται η υποχρέωση του Κράτους να μην εμπλέκεται χωρίς να πρέπει στην ελευθερία της έκφρασής τους» (ibid.). Τελικά, διακήρυξε το εξής: « Όσον αφορά τον τόνο των ποιημάτων στην παρούσα υπόθεση – τον οποίο δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι το Δικαστήριο επιδοκιμάζει- πρέπει να υπομνησθεί ότι το Άρθρο 10 δεν προστατεύει μόνο το περιεχόμενο των ιδεών και πληροφοριών που εκφέρονται, αλλά επίσης και την μορφή στην οποία αυτές παρουσιάζονται” (ibid.).
Η υπόθεση Alınak κατά Τουρκίας (αρ. 40287/98, 29 Μαρτίου 2005) αφορούσε ένα μυθιστόρημα για τον βασανισμό των κατοίκων ενός χωριου, ο οποίος βασιζόταν σε πραγματικά γεγονότα. Το Δικαστήριο παρατήρησε ως ακολούθως: «... το δικαστήριο περιέχει χωρία στα οποία οι γραφικές λεπτομέρειες παρουσιάζονται με αφηγηματική επεξεργασία και οι φρικωδίες που διαπράττονται κατά των κατοίκων του χωριού, οι οποίες χωρίς αμφιβολία δημιουργούν στο νου του αναγνώστη ισχυρό μίσος κατά της αδικής στην οποία υποβλήθηκαν οι κάτοικοι της ιστορίας. Αν αναγνωσθούν κυριολεκτικά, συγκεκριμένα χωρία μπορεί να κατηγορηθούν ως παρακινούντες τους αναγνώστες να μισίσουν, να εξεγερθούν και να χρησιμοποιήσουν βία. Προκειμένου να κριθεί αν πράγματι το πράττουν, θα πρέπει πάντως μα ληφθεί υπόψη ότι το μέσο που χρησιμοποιήθηκε από τον προσφεύγοντα ήταν ένα μυθιστόρημα, μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης που έλκει ένα σχετικό περιορισμένο κοινό, σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τα μαζικά μέσα” (§ 41). Αφού υπενθυμιστούν, στις παραγράφους 42 και 43 αυτής της απόφασης, όλες οι γενικές αρχές που αναφέρθηκαν παραπάνω, το Δικαστήριο εκθέτει ότιο “το επίμαχο βιβλο ήταν ένα μυθιστόρημα που κατηγοριοποιείται ως φανταστική αφήση, αν και εξ αρχής βασισμένο σε πραγματικά περιστατικά”. Περαιτέρω, παρατηρεί τα εξής: “... ακόμη κι αν κάποια από τα χωρία του βιβλίο φαίνεται να έχουν έναν πολύ εχθρικό τόνο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η καλλιτεχνική του φύση και ο περιορισμένος αντίκτυπός του τα περιορίζει σε μια έκφραση βαθιάς θλίψης ενόψει τραγικών γεγονότων, παρά μια πρόσκληση σε βία” (§ 45). Στην παρούσα υπόθεση, η Κυβέρνηση δεν ανέφερε τον αριθμό των αντιτύπων του μυθιστορήματος του Mathieu Lindons που πουλήθηκαν και διανεμήθηκαν.
Αν και δεν αφορά ευθέως ένα μυθιστόρημα ή ένα έργο φαντασίας, η υπόθεση Klein κατά Σλοβακίας (αρ. 72208/01, 31 Οκτωβρίου 2006) είναι, πάντως, σημαντική. Σε αυτή την υπόθεση το Δικαστήριο έλαβε ρητά υπόψη την εξήγηση του προσφεύγοντος ότι το άρθρο που είχε δημοσιεύσει σε ένα εβδομαδιαίο περιοδικό που απευθύνεται σε αναγνώστες με πνευματικότητα στην πραγματικότητα ήταν ένα αστείο το οποίο δεν περίμενε ότι θα είχε γίνει κατανοητό και θα είχε εκτιμηθεί απο τον καθένα. Το περιοδικό επίσης είχε περιορισμένη κυκλοφορία περίπου 8.000 αντιτύπων (§ 48).
Τέλος, στην απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Vereinigung Bildender Künstler κατά Αυστρίας (αρ. 68354/01, 2007...)που αφορούσε ασφαλιστικά μέτρα κατά μιας έκθεσης εικόνων που θεωρήθηκαν άσεμνες, το Δικαστήριο θεμελίωσε την κρίση του στις ίδιες αρχές όπως αυτές που διέπουν τη νομολογία του για την καλλιτεχνική δημιουργία, παρατηρώντας ότι «οι καλλιτέχνες και όσοι προωθοπύν δεν δουλειά τους δεν έχουν ασυλία από τις δυνατότητες περιορισμών που προβλέπονται από την παράγραφο 2 του Άρθρου 10” (§ 26). Πάντως στην παράγραφο 33 αυτής της απόφασης υπάρχει η ακόλουθη αξιολόγηση: «το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτές οι απεικονίσεις σκόπευαν στην διακωμώδηση των προσώπων που αφορούν με τη χρήση σατιρικών στοιχείων. Σημειώνει ότιη σάτιρα είναι μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και κοινωνικού σχολίου και, με τα έμφυτα χαρακτηριστικά της υπερβολής και της διαστροφής της πραγματικότητας, κανονικά αποσκοπεί στο να προκαλέσει και να ξεσηκώσει. Ακολούθως, κάθε επέμβαση στο δικαίωμα ενός καλλιτέχνη σε τέτοια έκφραση πρέπει να εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή».
3. Όταν το Δικαστήριο αντιμετωπίζει, όπως στην παρούσα υπόθεση, μια κατάσταση σύγκρουσης ανάμεσα στην ελευθερία της έκφρασης (Άρθρο 10 της Σύμβασης) και στο δικαίωμα της προστασίας της υπόληψης (Άρθρο 8 της Σύμβασης) η μέθοδός του είναι να σταθμίσει τα ποικίλα συμφέροντα μεταξύ τους, προκειμένου να κρίνει αν έχει επιτευχθεί δίκαιη εξισορρόπηση ανάμεσα στα ανταγωνιστικά δικαιώματα και συμφέροντα. Αντίθετα, ούτε το Ποινικό Δικαστήριο του Παρισιού, ούτε το Εφετείο εισήλθαν σε τέτοια ανάλυση.
Περαιτέρω, επικροτώντας – ή ακόμα και παραφράζοντας- την αιτιολογία που δόθηκε απο τα εσωτερικά δικαστήρια, αποδεχόμενο την λογική που αυτά ακολούθησαν, το Δικαστήριο σε αυτήν την απόφασή του απλώς απείχε από το να διεκάγει την δική του εξέταση. Το αποτέλεσμα είναι απουσιάζει η Ευρωπαϊκή εποπτεία, ή στην καλύτερη περίπτωση, περιορίστηκε και αυτό αποτελεί σοβαρή απόκλιση απο την νομολογία μας σε θέματα επίκρισης πολιτικών.
Συμμεριζόμενο την μέθοδο ανάλυσης τόσο της απόφασης του Ποινικού Δικαστηρίου του Παριστιού στις 7 Σεπτεμβρίου 2000 όσο και της απόφασης του Εφετείου στις 21 Μαρτίου 2001, διαχωρίζοντας τεχνικά, στο επίμαχο μυθιστόρημα, τι είναι φαντασία και τι εκπροσωπεί τους σκοπούς του συγγραφέα, η πλειοψηφία δημιούργησε περιοχές αβεβαιότητας. Ιδιαίτερα, το ζήτημα αν λέξεις ή εκφράσεις που αποδίδονται σε φανταστικούς χαρακτήρες πρέπει να θεωρούνται δυσφημιστικές εξαρτάται από το αν ο συγγραφέας διαχωρίζει επαρκώς τον εαυτό του στο μυθιστόρημα από τις προφερόμενες κουβέντες. Αυτό μας φαίνεται ένα εξαιρετικά σαθρό θεμέλιο για να κριθεί ότι ένας συγγραφέας είναι ένοχος για δυσφήμηση. Για παράδειγμα, γιατί οι λέξεις που αποδίδονται στον φίλο του δικηγόρου “so they'll feel morally entitled to beat you up – to come after you, ten against one, with metal bars, truncheons and steel-capped boots ... Nobody leaves the Front National with impunity.” (p. 86) — δεν θεωρούνται δυσφημηστικές, ενός τα λόγια που αποδίδονται στους αντι-ρατσιστές διαδηλωτές μπροστά στα δικαστήρια “.... an effective way to fight Le Pen is to call for him to be put in the dock and show that he isn't the leader of a political party but the chief of a gang of killers ...” (p. 10) — κρίνονται σαφώς δυσφημιστικά;
4. Για να διασφαλιστεί η ακριβής εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους περιστάσεις, πρέπει να έχει αξιολογηθεί η σχετική σημασία των διαφόρων παραγόντων. Κατά πρώτο, το γεγονός ότι ήταν μυθιστόρημα, με άλλες λέξεις καλλιτεχνικό έργο, δικαιολογεί υψηλότερο βαθμό προστασίας. Σε σχέση με αυτό, κρίνουμε δύσκολο να βάλουμε στην ίδια θέση, όπως κάνει η πλειοψηφία (παράγραφος 45 in fine της απόφασης), καταστάσεις που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης σε λογοτεχνικά έργα και καταστάσεις στις οποίες αυτό το δικαίωμα συσχετίζεται με τις αστυνομικές έρευνες (Pedersen και Baadsgaard κατά Δανίας [], αρ. 49017/99, 2004), με τους κινδύνους της χρήσης ενός φούρνου μικροκυμάτων (Hertel κατά Ελβετίας, απόφαση της 25ης Αυγούστου 1998, Reports of Judgments and Decisions 1998) ή με τη διαφήμηση (Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου,αρ. 68416/01, 2005).
Περαιτέρω, η θέση του θιγόμενου μέρους είναι επίσης ένας παράγοντας, ο οποίος παίζει ρόλο στον καθορισμό των παραδεκτών ορίων στα δικαιώματα και τις προστατευόμενες ελευθερίες. Σε σχέσημε αυτό, τα δημόσια πρόσωπα και οι πολιτικοί, λόγω των ευθυνών που αναλαμβάνουν, εκτίθενται εύλογα σε δημόσια κριτική και γι’ αυτό πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα ενόψει πολεμικών κειμένων ή ακόμη και ευθέων επιθέσεων εναντίον τους. Η θεμελιώδης απόφαση σχετικά με την κατάκριση πολιτικών είναι σαφώς η Lingens κατά Αυστρίας της 8 Ιουλίου 1986 (§ 42) και από τότε υπάρχει ένας σοβαρός βαθμός ασυνέχειας στην νομολογία του Δικαστηρίο, όσον αφορά την εφαρμογή αυτής της θεμελιακής αρχής. Η πρόσφατη διακήρυξη της Επιτροπής των Υπουργών για την ελευθερία της πολιτικής αντιπαράθεσης στα μέσα ενημέρωσης εμμένει στην νομολογία του Δικαστηρίου και εξηγεί την raison d'κtre της : “Τα πολιτικά πρόσωπα έχουν επιλέξει να αναζητούν την εμπιστοσύνη του κοινού και έχουν αποδεχθεί να εκθέτουν τους εαυτούς τους στην δημόσιας πολιτική αντιπαράθεση και γι’ αυτό είναι θέματα προς στενή περίσκεψη του κοινού και εν δυνάμει ρωμαλαίας και έντονης δημόσιας επίκρισης από τα μέσα ενημέρωσης για τον τρόπο με τον οποίο ασκούην ή άσκησαν τα καθήκοντά τους.» .
Το Δικαστήριο εφάρμοσε αυτές τις αρχές σε υποθέσεις όπου τα πραγματικά περιστατικά ήταν όμοια με αυτά της παρούσας υπόθεσης. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Lopes Gomes da Silva κατά Πορτογαλίας (αρ. 37698/97, 2000) ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί γιατί περιέγραψε ένα πρόσωπο που αναφερόταν ότι θα κατέβαινε στις εκλογές για το δημοτικό συμβούλιο της Λισαβώνας ως «γκροτέσκο και ... μπουφονικό .... τέτοια απίστευτη μίξη ακατέργαστης αντιδραστικότητας, φασιστικής μισαλλοδοξίας και ωμού αντι-σημητισμού» (§ 10) και το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε παραβιάστεί το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Mutatis mutandis, στην υπόθεση Karman κατά Ρωτσίας (αρ. 29372/02, απόφαση της 14ης Δεκέμβρη 2006) το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη ενός δημοσιογράφου που είχε περιγράψει έναν πολιτικό ως «τοπικό νεοφασίστα» συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 10 της Σύμβασης. Στην υπόθεση Dąbrowski κατά Πολωνίας (αρ. 18235/02, απόφαση της 19 Δεκεμβρίου 2006) το Δικαστήριο έκρινε ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης αναφορικά με ένα άρθρο που είχε οδηγήσει στην καταδίκη του δημοσιογράφου για την περιγραφή ενός αντιδημάρχου ως «δήμαρχου-διαρρήκτη».
Όσον αφορά τον κ. Jean-Marie Le Pen, μπορεί λογικά να υποστηριχθεί ότι έπρεπε να επιδείξει έναν ακόμη υψηλότερο βαθμό ανεκτικότητας, καθώς είξναι ένας πολιτικός γνωστός για την οξύτητα των λόγων του και για τις ακραίες του απόψεις. Σε αυτό το σημείο αναφερόμαστε ιδιαίτερα στην υπόθεση Oberschlick κατά Αυστρίας (αρ. 2) (απόφαση της 1ης Ιουλίου 1997, Reports of Judgments and Decisions 1997) όπου το Δικαστήριο θεώρησε ότι «το να αποκαλείς έναν πολιτικό Trottel δημοσίως, μπορεί να τον θίξει», αλλά, στην συγκεκριμένη περίπτωση “η λέξη δεν φαίνεται δυσανάλογη με την αγανάκτηση που ήταν γνωστή για τον κ. Haider” (§ 34). Όμοια, στην υπόθεση Wirtschafts-Trend Zeitschriften-Verlags GmbH κατά Αυστρίας (αρ. 58547/00, απόφαση της 27ης Οκτώβρη 2005) το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κ. Haider ήταν ένας πολιτικός ηγέτης, γνωστός για χρόνια για τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του για το Εθνικοσοσιαλιστικό Καθεστώς και γι’ αυτό είχε εκθέσει τον εαυτό του σε δριμεία επίκριση τόσο στην Αυστρία, όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Γι’ αυτό έπρεπε να επιδείξει έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ανεκτικότητας σε αυτό το πλαίσιο (§ 37). Φυσικά, μια τέτοια παρατήρηση έπρεπε να γίνει και στο πλαίσιο της παρούσας υπόλθεσης και σε αυτές τις υποθέσεις που έχουν δώσει αφορμή για τις παραπάνω αποφάσεις του Δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν θεωρούμε ότι πρέπει να εφαρμόζονται γενικά. Σε άλλες περιστάσεις μπορεί να είναι δύσκολο να καθοριστεί η ακραία φύση πολιτικών ιδεών ή να διαχωριστούν από άλλες κατηγορίες ιδεών.
5. Κατά την εξέταση ενοχλητικών, προσβλητικών, συκοφαντικών ή δυσφημηστικών δηλώσεων, το Δικαστήριο έχει παρατηρήσει ότι είναι αναγκαίο να γίνει μια διάκριση ως προς αν οι προσβλητικές παρατηρήσεις αποτελούν ισχυρισμούς πραγματικών περιστατικών ή αξιολογικές κρίσεις. Πάντως, οι αξοιολογικές κρίσεις πρέπει να υποστηρίζονται από επαρκή πραγματική βάση. Ως γενικό κανόνα, το Δικαστ΄’ηριο θεωρεί ότι η αναγκαιότητα μιας σύνδεσης ανάμεσα σε αξιολογική κρίση και τα υποστηρίζοντα πραγματικά περιστατικά μπορούν να ποικίλουν από υπόθεση σε υπόθεση σύμφωνα με συγκεκριμένες περιστάσεις (βλ. De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1997, Reports of Judgments and Decisions 1997, § 47; Feldek κατά Σλοβακίας, αρ. 29032/95, § 86, 2001; Και Wirtschafts-Trend Zeitschriften-Verlags GmbH κατά Αυστρίας,ό.π., § 35). Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η προϋπόθεση επίκλησης πραγματικών γεγονότων στα οποία έχουν βασιστεί αξιολογικές κρίσεις είναι λιγότερο αυστηρή όταν είναι ήδη γνωστά στο ευρύ κοινό (βλ Feldek, ό.π., § 86). Σε αυτό το πλαίσιο, κρίνουμε ότι είναι κατάλληλο να κάνουμε δύο παρατηρήσεις.
Πρώτ’ απ’ όλα, είναι γενικά αποδεκτό – και η πλειοψηφία το αναγνωρίζει- ότι «δεν είναι αναγκαίο να γίνει αυτή η διάκριση όταν πρόκειται για αποσπάσματα από ένα μυθιστόρημα»(παράγραφος 55). Πάντως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι είναι απολύτως σχετικό, όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση «το επίμαχο έργο δεν είναι εντελώς φανταστικό αλλά περιλαμβάνει υπαρκτούς χαρακτήρες ή γεγονότα» (ibid.). Κατά τη γνώμη μας, αυτή η κρίση είναι απλώς εντελώς εσφαλμένη. Ένα μυθιστόρημα για την πραγματικότητα παραμένει γενικά ένα μυθιστόρημα, ακριβώς όπως η ντοκυ-πλασία (docufiction) παραμένει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, μυθοπλασία. Μιλώντας κυριολεκτικά, το Δικαστήριο θα μπορούσε να είχε πει απλώς ότι ο κανόνας καθίσταται εν μέρει σχετικός, όταν το μυθιστόρημα συναντά την πραγματικότητα.
Περαιτέρω, η επίκριση διαβαθμίσηκε εναντίον των προσφεγόντων απο το Εφετείο του Παρισιού επειδή δεν είχε διεξαχθεί μια στοιχειώδης επαλήθευση μας φαίνεται λάθος σε σχέση με τα γεγονότα και την πραγματιότητα. Κατά την άποψή μας ε΄ναι σαφές ότι υπαρκής πραγματική βάση μπορεί να αντληθεί από τις διάφορες καταδίκες του κ. Z.M.Le Pen καθ' όλη την πολιτική του καριέρα, ιδίως οι παρακάτω καταδίκες: “υποβάθμιση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας (Άρειο Πάγος, 14 Ιανουαρίου 1971), “αντισημιτισμός, παρακίνηση σε φυλετικό μίσος” (δικαστήριο Aubervilliers, 11 Μαρτίου 1986); “παρακίνηση σε ρατσιστική βία” (Εφετείο Παρισίου, 29 Μαρτίου 1989, και Εφετείο Λυόν, 23 Μαρτίου 1991); “προσβολές κατά δημοσίων προσώπων και προσβλητικές παρατηρήσεις ” (Εφετείο Παρισίου, 3 Ιουνίου 1993, και δικαστήριο του Στρασβούργου, 6 Ιανουαρίου 1997); “σωματική βία ” (Ανώτατο δικαστικό συμβούλιο του Παρισίού , 16 Ιανουαρίου 1969, και Άρειος Πάγος , 2 Απριλίου 1998). Όμοια, ο κ. Jean-Marie Le Pen έχει χάσει έναν αριθμό δικών, ιδίως αγωγών εναντίον των κατηγοριών για “παρακίνηση σε ρατσισμό, αντισημιτισμό και ναζισμό ” (Εφετείο Amiens , Οκτωβρίου 1985 ; Εφετείο Λυόν , 27 Μαρτίου 1986; και Ποινικό δικαστήριο Τουλόν , 20 Ιουνίου 1990, απόφαση που ανατράπηκε από το Εφετείο του Aix-en-Provence στις 25 Φεβρουαρίου 1991) και κατά της κατηγορίας ότι είχε εμπλακέι σε βασανισμό (Εφετείο Παρισιού, 22 Ιουνίου 1984).Επιπρόσθετα, ευλογα μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι ομιλίες του κ. Le Pen και οι απόψεις του περιλαμβάνουν προκλητικό λόγο μίσους και βίας, για τον οποίο έχει καταδικαστεί και θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν, όπως πράγματι φαίνεται, οπαδούς στο να τελέσουν πράξεις βίας.
6. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης ξεπερνιώται όταν υπάρχει παρακίνηση σε βία και μίσος. Αντιθέτως, στην περίπτωση Dağtekin κατά Τουρκίας (αρ. 36215/97, απόφαση της 13 Ιανουαρίου 2005) – που αφορά επίσης ένα μυθιστόρημα- το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης, παρατηρώντας ότι ενώ μερικά ιδιαίτερα καυστικά αποσπάσματα από το βιβλίο σκιαγραφούσαν μια εξαιρετικα αρνητική εικόνα για την ιστορία του Τουρκικού κράτους και ότι ο τόνος ήταν εχθρικός, πάντως δεν παρακινούσαν σε πράξεις βίας, ένοπλη αντίσταση ή στάση, ούτε συνιστούσαν λόγο που καλλιεργεί το μίσος (παρ. 26). Το Δικαστηριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα στην υπόθεση Yalçın Küçük κατά Τουρκίας (αρ. 28493/95, 5 Δεκεμβρίου 2002), που αφορούσε ένα βιβλίο συνεντεύξεων, όχι μυθιστόρημα, αλλά το Δικαστήριο έκρινε ότι το βιβλίο θα έπρεπε να τοποθετηθεί στο γενικότερο πλαίσιο και ότι είχε γραφτεί με λογοτεχνικό και μεταφορικό ύφος.
Στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι ιδίως για την πρόθεση στιγματισμού της άλλης πλευράς και ότι το περιεχόμενο μπορεί να προκαλέσει βία και μίσος, πηγαίνοντας πέραν του επιτρεπτού δημόσιου διαλόγου, ακόμη κι όσον αφορα ένα πρόσωπο που έχει μια ακραία θέση στο πολιτικό φάσμα (παρ. 57). Mutatis mutandis, το Δικαστήριο αναφέρεται στην απόφασή του της 8 Ιουλίου 1999 Sürek κατά Τουρκίας (no. 1)([GC], no. 26682/95, ECHR 1999IV). Κρίνουμε ότι είναι λάθος να παραλληλίσουμε τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης με αυτά στην υπόθεση Sürek που αφορούσε την δημοσίευση ενός ιδιαιτέρως επιθετικού κειμένου – περιγράφοντας τον τουρκικό στρατό ως φασιστικό και την Δημοκρατία ως μια ομάδα δολοφόνων, καλώντας τον Κουρδικό πληθυσμό να παλέψει εναντίον του Κράτους, προκαλώντας σε μίσος και βία, εντασσόμενο στο ειδικό και ευαίσθητο πλαίσιο του Κουρδικού Ζητήματος. Αποτελούσε ένα είδος κινήματος εναντίον το ίδιου του Κράτους, οχι κριτικής σε βάρος ενός πολιτικού που δεν αντιπροσωπεύει το κράτος.
Επιπρόσθετα και κυριότατα, πιστεύουμε ότι ότι είναι υπερβολικό και ανακριβές να ισχυριστεί κανείς ότι το εν λόγω μυθιστόρημα προκαλεί σε βία και μισος. Το έργο κριτικάρει αρνητικά έναν πολιτικό ο οποίος έχει κάνει σχόλια τέτοιας φύσης όπως αυτά που αναφέρθηκαν στις καταδίκες του. Στην παρούσα υπόθεση,οι εκφράσεις “αρχηγός μιας ομάδας φονιάδων” (σ. 10) και “βρυκόλακας που τρέφεται από την στιφάδα των ψηφοφόρων του, μερικές φορές και με το αίμα τους” (σ. 136) δεν μπορούν να εκληφθούν ως κυριολεκτικές. Πρόθεσή τους είναι να μεταδώσουν το μήνυμα ότι αυτός ο πολιτικός, με τους ισχυρισμούς του, ενθαρρύνει τους οπαδούς του να εμπλακούν σε πράξεις ακραίας βίας, ιδίως εναντίον πλειοψηφιών, όπως η ίδια η υπόθεση Bouaram απέδειξε. Κατ' αυτήν την έννοια, οι εκφράσεις αυτές ήταν αξιολογικές κρίσεις που βασίζονται σε πραγματική βάση.
7. Τέλος, η κατηγορία της συγκεκριμενης υπόθεσης δεν ήταν καθόλου συμβολική και δεν εξετάσθηκε η αναλογικότητα της ποινής (πρβλ. λ.χ. Cumpǎnǎ and Mazǎre v. Romania [GC], no. 33348/96, §§ 111 et seq., ECHR 2004XI). Επιπλέον ένα ζήτημα είναι εάν δικαιολογείται, στον εικοστό πρώτο αιώνα, να επιβάλλονται κυρώσεις από ποινικά δικαστήρια για ηθική βλάβη μέσω του τύπου, των μέσων ενημέρωσης ή άλλων μέσων επικοινωνίας. Στην Σύσταση 1589 (2003), η Κοινοβουλευτική Διάκσεωη του Συμβουλίου της Ευρώπης έκανε την ακόλουθη παρατήρηση: “Η νομοθεσία για τα μέσα ενημέρωσης σε κάποιες [δυτικοευρωπαϊκές] χώρες είναι ξεπερασμένη (λ.χ. στη Γαλλία ο νόμος περί τύπου είναι του 1881) και μολονότι οι περιοριστικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται πλέον στην πράξη, παρέχουν επαρκή δικαιολογία σε νέες δημοκρατίες που δεν θέλουν να εκδημοκρατίσουν την περί τύπου νομοθεσία τους”.
III. 1. Όσον αφορά τον τρίτο προσφεύγοντα, τον διευθυντή έκδοσητς της Libération, προφανώς δεν θα ενδείκνυτο να επιτρέψει σε 97 συγγραφείς να χρησιμοποιήσουν μια στήλη εφημερίδας για να εκφράσουν τις απόψεις τους. Πάντως, το δικαστήριο έκρινε με την απόφασή του, ότι αφού το θέμα είναι η ελευθερία του τύπου “πρόκειται για υπόθεση που απαιτεί ιδιαίτερα υψηλό είπεδο προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης κατά το Άρθρο 10”. Σίγουρα το άρθρο δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο των πληροφοριών και ιδεών σε ζητήματα δημόσιους ενδιαφέροντος.
Στην απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1994 Jersild κατά Δανίας(Series A no. 298) το Δικαστήριο – που προειδοποίησε ότι εάν εφαρμόζονταν τα καθήκοντα και οι ευθύνες με υπερβολική ευρύτητα θα υπήρχε ένας κίνδυνος να υποβιβαστεί η ελευθερία της έκφρασης – διακήρυξε ότι η αυξημένη ευθύνη των δημοσιογράφων δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει περίσκεψη για τις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην απόκτηση πληροφοριών. Στην παρούσα υπόθεση, ο διευθυντής της εφημερίδας Libération χρησιμοποίησε μία στήλη με τίτλο “Rebonds” και δεν μας πέφτει λόγος να το σχολιάσουμε. Στην απόφαση της 20 Μάη 1999 Bladet Tromsø και Stensaas κατά Νορβηγίας ([GC], no. 21980/93, ECHR 1999III) το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι ο ρόλος του, όπως και των εθνικών διαστηρίων, να υποκαταστήσει τον τύπο και να υποδείξει ποιες πρέπει να είναι οι τεχνικές του ρεπορτάζ που πρέπει να ακολουθούν οι δημοσιογράφοι.
2. Εκτός από το επιχείρημα για το οποίο τα παραπάνω αποσπάσματα κρίθηκαν δυσφημηστικά, οι δικαστικές αρχές έκριναν ότι η καταδίκη του τρίτου προσφεύγοντος επι τη βάσει ότι η πολεμική ενός κειμένου δεν πρέπει να το καθιστά άτρωτο στις ρυθμίσεις τς έκφρασης, όταν δεν απηχεί μια ακαδημαϊκή αντιπαράθεση, η επιχειρηματολογία του θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά και ότι ο προσφεύγων είχε γι' αυτό υποχρέωση να διεξάγει έρευνα πριν απευθύνει σοβαρές κατηγορίες, ιδίως ότι ο κ. Le Pen θα μπορούσε να θεωρηθεί “αρχήγος μιας ομάδας φονιάδων” ή “βρυκόλακας”. Με άλλες λέξεις, για να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων έδρασε καλόπιστα θα έπρεπε να είχε αποδείξεις που θεμελιώνουν τους προσβλητικούς ισχυρισμούς.
3. Τέτοια υποχρέωση, κατά τη γνώμη μας, ξεπερνά την νομολογία του Δικαστηρίου για τα καθήκοντα και τις ευθύνες του τύπου. Για παράδειγμα, στν απόφαση της Μαρτίου 2001 Thoma κατά Λουξεμβούργου(no. 38432/97, ECHR 2001III) το Δικαστήριο καθόρισε την ευθύνη που έχουν οι δημοσιογράφοι κατά τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που τους υποβάλλονται από τρίτους και επιβεβαίωσε την αρχή κατά την οποία “η τιμωρία του δημοσιογράφου για την διευκόλυνση δημοσιοποίησης δηλώσεων που γίνονται από άλλο πρόσωπο... θα μπορούσαν να μπορούσαν να στρεβλώσουν τη συμβολή του τύπου στη συζήτηση θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος και δεν θα πρέπει να ενθαρρύνονται αν δεν υπάρχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος” (§ 62). Ο τρίτος προσφεύγων θα μπορούσε να επικριθεί σοβαρά για την πληροφόρηση του κοινού σχετικά με την διαμαρτυρία που είχε γίνει μετά την απόφαση κατά του έργου του Mathieu Lindon, ούτε θα μπορούσε να επικριθεί ότι δεν διόρθωσε με δικά του σχόλια τους ισχυρισμούς που θεωρήθηκαν δυσφημιστικοί. Στην απόφασή του της Μαρτίου 2004 Radio France και άλλοι κατά Γαλλίας (no. 53984/00, ECHR 2004II) το Δικαστήριο θεώρησε ότι “δεν συμβιβάζεται με την ελευθερία του τύπου για παροχή πληροφοριών, σε τρέχοντα συμβάντα, γνώμες και ιδέες, μια γενική απαίτηση για τη συστηματική και τυπική υποχρέωση των δημοσιογράφων να διαχωρίζουν τη θέση τους από το περιεχόμενο ενός αποσπάσματος που θα μπορούσε να προσβάλει τους άλλους ή να θίξει την υπόληψή τους.(§ 27). Γι΄αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο προσφεύγων παραβίασε το καθήκον του να δρα καλόπιστα, απλώς αναφέροντας στη στήλη “Rebonds” την υποστήριξη 97 συγγραφέων στον Mathieu Lindon και δημοσιεύοντας την γνώμη ότι τα εν λόγω αποσπάσματα δεν ήταν δυσφημιστικά.
5 σχόλια:
Τα συλληπητήριά μου στο ΕΔΔΑ.
Όλοι όσοι, όπως ο Δημητράς, πανηγύριζαν όταν το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν παραβιάζουν την Σύμβαση οι καταδίκες τύπου Ίρβινγκ και μας έλεγαν φασίστες επειδή τασσόμασταν υπέρ της ελευθερίας του λόγου τι λένε σήμερα;
Συγχαρητήρια για την μετάφραση παρεμπιπτόντως.
Νομίζω ότι η μειοψηφία των τεσσάρων δικαστών έχει πολύ σοβαρά επιχειρήματα, τα οποία κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον αποδομούν την απόφαση σε κομβικά σημεία.
Το πιο μελανό σημείο της απόφασης είναι που αναφέρει ότι η αποζημίωση στην οποία καταδικάστηκε η Lib'eration και ο συγγραφέας είναι ούτως ή άλλως μικρά. Λες και αυτό είναι το ζητούμενο κι όχι το κατά πόσον πράγματι υπηρξε προσβολή του Le Pen.
Aπό την άλλη θεωρώ θετικό το στοιχείο ότι η περίπτωση αφορά ένα "στρατευμένο" έργο, το οποίο πάντως δεν ήταν σατιρικό. Η απόφαση αυτή επομένως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ως νομολογία κατά της σάτιρας.
Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πως θα σχολιαστεί η απόφαση, που θα εκδοθεί, στην Ελλάδα.
Μόλις είδα το θέμα. Συγχαρτηρια για τη μεταφραση.
Όσο για το σχόλιο που με αφορά, ο συντάκτης του μαλλον δεν προσέχει τι διαβάζει. Το ΕΔΔΑ δεν αποδέχθηκε την καταδίκη των Γάλλων ως συμβατή με τους περιορισμούς του 10 δηλαδή ως αναγκαιο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης σε υπόθεση συκοφάντησης, σε αντίθεση ας πούμε με την απόφαση στην υπόθεση της Αυγής για τον "εθνοπαράφρονα" Βελλόπουλο;
Δημοσίευση σχολίου