Ένα ιδιαίτερα θετικό μήνυμα ακούστηκε αυτές τις ημέρες στη Βουλή, από τον Πρωθυπουργό: η απόφαση για την εισαγωγή νομοθεσίας για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων. Ο θεσμός προβλέπεται από το Σύνταγμα, αλλά δεν έχει γίνει χρήση του στα 35 χρόνια από τη θέσπιση του. Από την Ελληνική συνταγματική ιστορία γνωρίζουμε ότι το δημοψήφισμα χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για ζητήματα μορφής του πολιτεύματος και αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης από δικτατορικά καθεστώτα για την "νομιμοποίησή" τους. Ωστόσο, το Σύνταγμα του 1975 προβλέπει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ένα γενικό φάσμα ζητημάτων, απαγορεύοντας πάντως την διεξαγωγή για δημοσιονομικά νομοσχέδια.
Ο θεσμός κατοχυρώνεται από το άρθρο 44, το οποίο προβλέπει δύο περιπτώσεις για τις οποίες μπορεί να γίνει δημοψήφισμα:
(α) κρίσιμο εθνικό θέμα
Διαδικασία: το Υπουργικό Συμβούλιο προτείνει την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αποφασίζει η Βουλή με απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών (151 ψήφοι) και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει το δημοψήφισμα με διάταγμά του.
(β) ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα (πλην δημοσιονομικών)
Διαδικασία: τα 2/5 των βουλευτών προτείνουν, τα 3/5 των βουλευτών αποφασίζουν και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει το δημοψήφισμα. Εδώ δηλαδή δεν εμπλέκεται θεσμικά το Υπουργικό Συμβούλιο. Για αυτή τη δεύτερη περίπτωση δημοψηφίσματος, το Σύνταγμα παραπέμπει στον κοινό νομοθέτη, εξουσιοδοτώντας τον να προσδιορίσει τη διαδικασία.
Χρονικός περιορισμός: μόνο δύο προτάσεις για δημοψηφίσματα σχετικά με νομοσχέδια εισάγονται ανά περίοδο Βουλής.
Δικαστικός έλεγχος: το κύρος του δημοψηφίσματος ελέγχεται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος.
Ένας νόμος για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος θα πρέπει λοιπόν να ρυθμίζει την διαδικασία που αναφέρει το ίδιο το Σύνταγμα και να διευκρινίζει το πιο καίριο ζήτημα: ποιος διατυπώνει το ερώτημα που θα απευθυνθεί στο εκλογικό σώμα: το όργανο που προτείνει, το όργανο που αποφασίζει ή το όργανο που προκηρύσσει το δημοψήφισμα; Ή μήπως το ερώτημα θα πρέπει να διατυπώνεται από μία επιτροπή με την συμμετοχή όλων των οργάνων;
Με ποιους όρους διαφάνειας θα επιτρέπεται η προεκλογική εκστρατεία υπέρ του "ναι" και του "όχι"; Θα επιτρέπεται και η εκστρατεία με πόρους του Δημοσίου ή αυτό θα αποτελεί λόγο ακύρωσης του αποτελέσματος;
Έπειτα, ο νόμος θα πρέπει να καθορίζει επίσης, με κάποια κριτήρια, την έννοια του "κρίσιμου εθνικού θέματος" και του "σοβαρού κοινωνικού ζητήματος", επισημαίνοντας σε κάθε περίπτωση ότι ένα δημοψήφισμα δεν είναι δυνατόν να αφορά ένα θέμα που άπτεται της εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά και των μη αναθεωρήσιμων διατάξεων του Συντάγματος (άρθρο 110 Σ). Επίσης, ένα δημοψήφισμα δεν μπορεί να αφορά, κατά τη γνώμη μου, κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων χωρών. Όμοια, πρέπει να διευκρινισθει και η έννοια του "δημοσιονομικού" νομοσχεδίου. Εμπίπτει σε αυτό, λ.χ. η κύρωση διεθνούς σύμβασης δανεισμού της Χώρας; Εμπίπτει σε αυτό λ.χ. ένα κοινωνικοασφαλιστικό νομοσχέδιο;
Όλα αυτά θα πρέπει να είναι και ελέγξιμα δικαστικά, ώστε ο έλεγχος του "κύρους" από το Α.Ε.Δ. να επεκτείνεται και στον έλεγχο του "παραδεκτού" της κήρυξης δημοψηφίσματος. Ίσως μάλιστα για λόγους αποφυγής δικαστικών ανατροπών, θα έπρεπε το ερώτημα του δημοψηφίσματος, πριν γίνει η προκήρυξή του, να αποστέλλεται για επεξεργασία και προέλεγχο στο Α.Ε.Δ., ώστε να υπάρχει μια αρχική δικαστική απόφαση για το "παραδεκτό" ή μη του ίδιου του ερωτήματος.
Και φυσικά, ο νόμος θα πρέπει να προβλέπει και το τι ακολουθεί το δημοψήφισμα, ποιες είναι οι νομικές συνέπειές του, σε ποιες προθεμίες πρέπει να ενεργήσουν τα πολιτειακά όργανα για την εφαρμογή των συνεπειών του και κατά πόσον θα επιτραπεί ή οχι να επαναληφθεί ένα δημοψήφισμα για το ίδιο ακριβώς θέμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου