Η διαφοροποίηση ενός δικαιώματος του κοινού δικαίου, από ένα θεμελιώδες (ανθρώπινο) δικαίωμα έγκειται στο ότι ενώ το κοινό δικαίωμα μπορεί και να καταργηθεί ή να περιοριστεί από τον κοινό νομοθέτη, το θεμελιώδες δικαίωμα επιτρέπεται να περιοριστεί μόνο κατά το μέτρο που το ορίζει ο καταστατικός χάρτης. Μια άλλη διαφορά είναι ότι φορείς των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι κάθε πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν φέρει ή όχι την ιδιότητα του πολίτη.
Στην πρόσφατη απόφαση Kurić κ.α. κατά Σλοβενίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι ένα κράτος, διάδοχο μιας ομοσπονδίας που διαλύθηκε, εφόσον δεν πολιτογραφεί μόνιμους κατοίκους δεκαετιών, παραβιάζει το δικαίωμά τους για σεβασμό της ιδιωτικής ή/και οικογενειακής τους ζωής (βλ. απόφαση εδώ, δελτίο τύπου εδώ).
Είναι εντυπωσιακό πόσο το ΕΔΔΑ έχει επεκτείνει την έννοια της ιδιωτικότητας. Ενώ κάποτε το δικαίωμα αυτό αφορούσε το άσυλο της κατοικίας και της αλληλογραφίας, σταδιακά επεκτάθηκε στο χώρο της εργασίας, στη σφαίρα του βιώσιμου περιβάλλοντος γύρω από την κατοικία, στην κίνηση του ατόμου σε δημόσιους χώρους, την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο και, τελικά, στις σχέσεις του και την αλληλεπίδρασή του στην κοινωνία που βρέθηκε να κατοικεί μόνιμα. Στη συγκεκριμένη απόφαση βέβαια το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι η πολιτογράφηση δεν προβλέπεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως ένα από τα τυποποιημένα δικαιώματά της, αλλά η αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη για τους συγκεκριμένους προσφεύγοντες είχε δυσμενείς συνέπειες στην απόλαυση άλλων και επιμέρους δικαιωμάτων τους, τα οποία σχετίζονται με την ιδιωτική ή και οικογενειακή τους ζωή. Επομένως, τελικά η μη εγγραφή τους στα σχετικά μητρώα και η αντιμετώπισή τους ως αλλοδαπών κρίθηκε ότι παραβίαζε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Πρόκειται για μια από τις πιο αναλυτικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ, καθώς ανατρέχει όλη την ιστορία της Σλοβενίας, προκειμένου να αναζητήσει το υπόβαθρο της ένδικης διαφοράς και αξιοποιεί κάθε πηγή υλικού, ακόμα και κείμενα του Επιτρόπου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ωστόσο, οι Ευρωδικαστές φαίνεται να λειτούργησαν ως μηχανισμός "εκτέλεσης" αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Σλοβενίας που είχαν προηγουμένως λύσει το θέμα υπέρ των προσφευγόντων, αλλά οι τελευταίοι ακόμη δεν είχαν αποκατασταθεί στα δικαιώματά τους. Η κρίση λοιπόν ήταν λίγο - πολύ σίγουρη για το ΕΔΔΑ, πατώντας στο εθνικό δεδικασμένο.
Μεθοδολογικά όμως, εντοπίζω ένα δίπολο που επαναλαμβάνεται στην νομολογία του ΕΔΔΑ και από τις εξής δύο τάσεις:
(α) τα δικαιώματα της ΕΣΔΑ είναι συμπαγείς κανονιστικές σφαίρες που μπορούν να συνθλίψουν ακόμα και εθνικά Συντάγματα ή
(β) τα δικαιώματα αποτελούν δοχεία κανονιστικότητας που περικλείουν και ανάγουν σε διεθνές δίκαιο τις ειλημμένες αποφάσεις των εθνικών οργάνων, λίγο πολύ με όρους στατιστικής.
Στην απόφαση αυτή, το Άρθρο 8 λειτουργεί ως δοχείο που προσδίδει το κύρος διεθνούς δεδικασμένου στις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Σλοβενίας. Αντίθετα, στην γνωστή απόφαση Lautsi κατά Ιταλίας, το άρθρο 9 έγινε κανονιστική σφαίρα που συνέθλιψε την παράδοση της ύπαρξης σταυρών στα σχολεία (και περιμένουμε την έκδοση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του Δικαστηρίου, επί της έφεσης που άσκησε η Ιταλία επί του θέματος). Στην πρωτόδικη απόφαση για τους γάμους ομοφύλων, το άρθρο 12 (δικαίωμα στο γάμο) έγινε ένα δοχείο στατιστικών που "επιτρέπει" στα κράτη να αναγνωρίζουν δικαίωμα γάμου μόνο σε όποιους επιλέγουν τα ίδια. Παλαιότερα, όμως, το άρθρο 12 είχε αναγνωριστεί ως συμπαγής σφαίρα που συνέθλιψε την εθνική διάταξη περί απαγόρευσης σε γυναίκα να παντρευτεί τον πρώην πεθερό της.
Αυτό που λείπει είναι τα νομολογιακά (έστω) μεθοδικά κριτήρια, βάσει των οποίων το ΕΔΔΑ εντάσσει μια υπόθεση στην πρώτη ή στη δεύτερη δικαιοδοτική οπτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου