Μία δικαστής τόλμησε να καταγγείλει στα μέσα ενημέρωσης το γεγονός ότι πιεζόταν από την πρόεδρο του δικαστηρίου σε μια σοβαρή υπόθεση διαφθοράς να βάλει νερό στο κρασί της. Το ίδιο το δικαστικό σύστημα την χτύπησε αλύπητα: όχι μόνο δεν της επέτρεψε να δικαστεί από άλλο δικαστήριο από αυτό που κατήγγειλε για διαφθορά, αλλά την απέλυσαν από το δικαστικό σώμα, μετά από 18 χρόνια υπηρεσίας!
Κι όλα αυτά, επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καταθέτοντας την προσωπική της εμπειρία, υποστηριζόμενη κι από τρεις μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ της για τις πιέσεις που δεχόταν.
Κι όλα αυτά, επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καταθέτοντας την προσωπική της εμπειρία, υποστηριζόμενη κι από τρεις μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ της για τις πιέσεις που δεχόταν.
Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο δικαίωσε την απολυθείσα δικαστή, αναγνωρίζοντας ότι η απόλυσή της σήμαινε παραβίαση του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης. Με την απόφαση Kudeshkina κατά Ρωσίας, που κοινοποιήθηκε ακριβώς πριν από ένα μήνα (26.2.2009), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έδωσε ένα σαφές μήνυμα: κανένα κράτος δεν μπορεί να εμποδίζει τους δημόσιους λειτουργούς από το να αποκαλύπτουν πληροφορίες για σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς και να σχολιάζουν στα μέσα ενημέρωσης περιπτώσεις παρανομιών των προϊσταμένων τους, εφόσον βέβαια υπάρχει μια πραγματική βάση στις κρίσεις τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μειοψήφησε ο Ρώσος Ευρωδικαστής, ο οποίος κρίνει ότι η δικαστής με τις δηλώσεις της "έθεσε εαυτήν εκτός δικαστικής κοινότητας πριν την απόλυσή της". Με την άποψή του συντάχθηκε η Αυστριακή Ευρωδικαστής, ενώ και ο Κύπριος Ευρωδικαστής θεωρεί στην μειοψηφούσα άποψη απαράδεκτο για μία δικαστή να διατυπώνει τέτοιες απόψεις για την Δικαιοσύνη.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης σε μετάφραση e-lawyer
(Κατεβάστε την μετάφραση στο αυθεντικό lay out του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από εδώ)
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ KUDESHKINA κατά ΡΩΣΙΑΣ
(Προσφυγή αρ. 29492/05)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
26 Φεβρουαρίου 2009
Η απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 § 2 της Σύμβασης. Μπορεί να υποβληθεί σε επιμέλεια κειμένου.
Στην υπόθεση Kudeshkina κατά Ρωσίας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Πρώτος Τομέας), συνεδριάζοντας ως Τμήμα με την εξής σύνθεση:
Χρίστος Ροζάκης, Πρόεδρος, Nina Vajić, Anatoly Kovler, Elisabeth Steiner, Dean Spielmann, Giorgio Malinverni, George Nicolaou, δικαστές,και Søren Nielsen, Γραμματέας Τμήματος,
Κατόπιν μυστικής διάσκεψης της 5ης Φεβρουαρίου 2009,
Δημοσιεύει την ακόλουθη απόφαση που έλαβε την ίδια ημέρα:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση εισήχθη με προσφυγή (αρ. 29492/05) κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας και υποβλήθηκε στο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”) από μία Ρωσίδα πολίτη, την κυρία Olga Borisovna Kudeshkina (“η προσφεύγουσα”), στις 12 Ιουλίου 2005.
2. Η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από την κ. K. Moskalenko, την κ. A. Panicheva και την κ. M. Voskobitova, δικηγόρους με έδρα στο Στρασβούργο και την Μόσχα. Η Ρωσική Κυβέρνηση (“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκαν από τον κ. P. Laptev και την κ. V. Milinchuk, πρώην Εκπροσώπους της Ρωσικής Συνομοσπονδίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
3. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η απόλυσή της από το δικαστικό σώμα, κατόπιν επικριτικών δηλώσεών της στα μέσα ενημέρωσης, παραβίασε το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
4. Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, το Δικαστήριο κήρυξε την προσφυγή παραδεκτή.
5. Η Κυβέρνηση υπέρβαλε περαιτέρω γραπτές παρατηρήσεις (Κανόνας 59 § 1). Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε περαιτέρω παρατηρήσεις.
2. Η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από την κ. K. Moskalenko, την κ. A. Panicheva και την κ. M. Voskobitova, δικηγόρους με έδρα στο Στρασβούργο και την Μόσχα. Η Ρωσική Κυβέρνηση (“η Κυβέρνηση”) εκπροσωπήθηκαν από τον κ. P. Laptev και την κ. V. Milinchuk, πρώην Εκπροσώπους της Ρωσικής Συνομοσπονδίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
3. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η απόλυσή της από το δικαστικό σώμα, κατόπιν επικριτικών δηλώσεών της στα μέσα ενημέρωσης, παραβίασε το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
4. Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, το Δικαστήριο κήρυξε την προσφυγή παραδεκτή.
5. Η Κυβέρνηση υπέρβαλε περαιτέρω γραπτές παρατηρήσεις (Κανόνας 59 § 1). Η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε περαιτέρω παρατηρήσεις.
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
I. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
6. Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1951 και ζει στην Μόσχα. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, εργαζόταν ως δικαστής ήδη για 18 έτη.
7. Από τις 6 Νοέμβρη 2000, η προσφεύγουσα είχε θέση δικαστού στο Δικαστήριο της Μόσχας.
7. Από τις 6 Νοέμβρη 2000, η προσφεύγουσα είχε θέση δικαστού στο Δικαστήριο της Μόσχας.
A. Η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην ποινική υπόθεση εναντίον του κ. Zaytsev
8. Το 2003 η προσφεύγουσα διορίστηκε δικαστής σε μία ποινική υπόθεση που αφορούσε την κατάχρηση εξουσίας ενός αστυνομικού ερευνητή, του κ. Mr Zaytsev. Κατηγορήθηκε για την διάπραξη παράνομων ερευνών κατά την εξέταση της υπόθεσης μιας εκτεταμένης υπόθεσης τελωνειακής και οικονομικής απάτης που περιελάμβανε έναν όμιλο επιχειρήσεων και φέρεται ότι αφορούσαν υψηλόβαθμους αξιωματούχους.
9. Τον Ιούνιο του 2003, το δικαστήριο που συγκροτήθηκε από την προσφεύγουσα ως δικαστή και δύο εμπειρογνώμονες, την κ. Ι και την κ. D. ξεκίνησε την εξέταση της υπόθεσης. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης στις 26 Ιουνίου 2003, το δικαστήριο κάλεσε τον δημόσιο κατήγορο να παρουσιάσει στοιχεία για την κατηγορία. Εκείνος απάντησε ότι το δικαστήριο δεν είχε λάβει υπόψη τους μάρτυρες κατηγορίας και υπέβαλε ένσταση για τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 27 Ιουνίου 2003, ο κατήγορος προσέφυγε εναντίον της προσφεύγουσας για λόγους μεροληψίας που φερόταν να είχε επιδείξει κατά την διάρκεια της υποβολής ερωτήσεων σε ένα από τα θύματα. Οι άλλοι παράγοντες της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω θύματος, υπέβαλαν ενστάσεις κατά της προσφυγής. Την ίδια ημέρα οι εμπειρογνώμονες απέρριψαν την προσφυγή και εξ αυτού του λόγου ο δημόσιος κατήγορος υπέβαλε προσφυγές εναντίον τους. Οι παράγοντες της δίκης υπέβαλαν ενστάσεις κατά της προσφυγής, η οποία απορρίφθηκε. Την ίδια ημέρα, ο κατήγορος υπέβαλε άλλη μία προσφυγή εναντίων των εμπειρογνωμόνων για λόγους μεροληψίας, οι οποίες επίσης απορρίφθηκαν από την προσφεύγουσα αυθημερόν.
10. Την Δευτέρα 30 Ιουνίου 2003, οι δύο εκτιμητές υπέβαλαν αίτημα εξαίρεσής τους από τη διαδικασία.
11. Την 1η Ιουλίου 2003, ο δημόσιος κατήγορος δήλωσε ότι τα πρακτικά της διαδικασίας είχαν τηρηθεί κατά αντικανονικό τρόπο και ζήτησε πρόσβαση στα έγγραφα. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του, για τον λόγο ότι τα πρακτικά θα ήταν προσβάσιμα εντός τριών ημερών από την ολοκλήρωσή τους.
12. Στις 3 Ιουλίου 2003 η προσφεύγουσα επέτρεψε την εξαίρεση των εμπειρογνωμόνων, κρίνοντας ως ακολούθως:
“Ύστερα από ακρόαση των εμπειρογνωμόνων I και D οι οποίες ζήτησαν την εξαίρεσή τους από τη διαδικασία για λόγους αδυναμίας συμμετοχής τους στην εξέταση της υπόθεσης λόγω της μεροληπτικής συμπεριφοράς του δημόσιου κατήγορου έναντί τους και λόγω του επιθετικού περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της ακρόασης, για το οποίο ο ίδιος ευθύνεται και τις έκανε να αρρωστήσουν.”
13. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας, κ. Yegorova, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κάλεσε την προσφεύγουσα στο γραφείο της και την ρώτησε σχετικά με λεπτομέρειες της διαδικασίας, υποβάλλοντάς της συγκεκριμένες ερωτήσεις όσον αφορά την διεξαγωγή της δίκης και τις αποφάσεις στις παραπάνω αιτήσεις.
14. Τα μέρη διαφωνούν για τις περιστάσεις της αποπομπής της προσφεύγουσας από την υπόθεση. Κατά την προσφεύγουσα, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας την απομάκρυνε από την θέση της στην δίκη στις 4 Ιουλίου 2003, μία ημέρα μετά την εξαίρεση των εμπειρογνωμόνων. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, η προσφεύγουσα παρέμεινε στην υπόθεση μέχρι τις 23 Ιουλίου 2003, όταν αποπέμφθηκε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Μόσχας για τον λόγο ότι είχε καθυστερήσει στη συγκρότηση νέας σύνθεσης δικαστηρίου και ότι υπήρχε κίνδυνος από την περαιτέρω καθυστέρηση λόγω του ότι στις 22 Ιουλίου 2003 είχε υποβάλει αίτηση για άδεια από τις 11 Αυγούστου έως τις 11 Σεπτεμβρίου 2003.
15. Στις 23 Ιουλίου 2003 η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας ανέθεσε την υπόθεση στον δικαστή Μ.
16. Η προσφεύγουσα στην συνέχεια ανέλαβε ως δικαστής διάφορες άλλες ποινικές υποθέσεις.
B. Η προεκλογική καμπάνια της προσφεύγουσας
9. Τον Ιούνιο του 2003, το δικαστήριο που συγκροτήθηκε από την προσφεύγουσα ως δικαστή και δύο εμπειρογνώμονες, την κ. Ι και την κ. D. ξεκίνησε την εξέταση της υπόθεσης. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης στις 26 Ιουνίου 2003, το δικαστήριο κάλεσε τον δημόσιο κατήγορο να παρουσιάσει στοιχεία για την κατηγορία. Εκείνος απάντησε ότι το δικαστήριο δεν είχε λάβει υπόψη τους μάρτυρες κατηγορίας και υπέβαλε ένσταση για τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή 27 Ιουνίου 2003, ο κατήγορος προσέφυγε εναντίον της προσφεύγουσας για λόγους μεροληψίας που φερόταν να είχε επιδείξει κατά την διάρκεια της υποβολής ερωτήσεων σε ένα από τα θύματα. Οι άλλοι παράγοντες της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω θύματος, υπέβαλαν ενστάσεις κατά της προσφυγής. Την ίδια ημέρα οι εμπειρογνώμονες απέρριψαν την προσφυγή και εξ αυτού του λόγου ο δημόσιος κατήγορος υπέβαλε προσφυγές εναντίον τους. Οι παράγοντες της δίκης υπέβαλαν ενστάσεις κατά της προσφυγής, η οποία απορρίφθηκε. Την ίδια ημέρα, ο κατήγορος υπέβαλε άλλη μία προσφυγή εναντίων των εμπειρογνωμόνων για λόγους μεροληψίας, οι οποίες επίσης απορρίφθηκαν από την προσφεύγουσα αυθημερόν.
10. Την Δευτέρα 30 Ιουνίου 2003, οι δύο εκτιμητές υπέβαλαν αίτημα εξαίρεσής τους από τη διαδικασία.
11. Την 1η Ιουλίου 2003, ο δημόσιος κατήγορος δήλωσε ότι τα πρακτικά της διαδικασίας είχαν τηρηθεί κατά αντικανονικό τρόπο και ζήτησε πρόσβαση στα έγγραφα. Το δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του, για τον λόγο ότι τα πρακτικά θα ήταν προσβάσιμα εντός τριών ημερών από την ολοκλήρωσή τους.
12. Στις 3 Ιουλίου 2003 η προσφεύγουσα επέτρεψε την εξαίρεση των εμπειρογνωμόνων, κρίνοντας ως ακολούθως:
“Ύστερα από ακρόαση των εμπειρογνωμόνων I και D οι οποίες ζήτησαν την εξαίρεσή τους από τη διαδικασία για λόγους αδυναμίας συμμετοχής τους στην εξέταση της υπόθεσης λόγω της μεροληπτικής συμπεριφοράς του δημόσιου κατήγορου έναντί τους και λόγω του επιθετικού περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της ακρόασης, για το οποίο ο ίδιος ευθύνεται και τις έκανε να αρρωστήσουν.”
13. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας, κ. Yegorova, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κάλεσε την προσφεύγουσα στο γραφείο της και την ρώτησε σχετικά με λεπτομέρειες της διαδικασίας, υποβάλλοντάς της συγκεκριμένες ερωτήσεις όσον αφορά την διεξαγωγή της δίκης και τις αποφάσεις στις παραπάνω αιτήσεις.
14. Τα μέρη διαφωνούν για τις περιστάσεις της αποπομπής της προσφεύγουσας από την υπόθεση. Κατά την προσφεύγουσα, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας την απομάκρυνε από την θέση της στην δίκη στις 4 Ιουλίου 2003, μία ημέρα μετά την εξαίρεση των εμπειρογνωμόνων. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, η προσφεύγουσα παρέμεινε στην υπόθεση μέχρι τις 23 Ιουλίου 2003, όταν αποπέμφθηκε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Μόσχας για τον λόγο ότι είχε καθυστερήσει στη συγκρότηση νέας σύνθεσης δικαστηρίου και ότι υπήρχε κίνδυνος από την περαιτέρω καθυστέρηση λόγω του ότι στις 22 Ιουλίου 2003 είχε υποβάλει αίτηση για άδεια από τις 11 Αυγούστου έως τις 11 Σεπτεμβρίου 2003.
15. Στις 23 Ιουλίου 2003 η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας ανέθεσε την υπόθεση στον δικαστή Μ.
16. Η προσφεύγουσα στην συνέχεια ανέλαβε ως δικαστής διάφορες άλλες ποινικές υποθέσεις.
B. Η προεκλογική καμπάνια της προσφεύγουσας
17. Τον Οκτώβριο του 2003 η προσφεύγουσα έθεσε υποψηφιότητα για τις γενικές εκλογές της Δούμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η προεκλογική της εκστρατεία περιλάμβανε ένα πρόγραμμα για την μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης.
18. Στις 29 Οκτωβρίου 2003, το Συμβούλιο Δικαιοσύνης της Μόσχας αποδέχθηκε την αίτηση της προσφεύγουσας για αναστολή των δικαστικών της καθηκόντων, κατά τη διάρκεια των εκλογών στις οποίες ήταν υποψήφια.
19. Την 1η Δεκέμβρη 2003 η προσφεύγουσα έδωσε μια συνέντευξη στον ραδιοσταθμό Ekho Moskvy, που μεταδόθηκε αυθημερόν. Έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις:
18. Στις 29 Οκτωβρίου 2003, το Συμβούλιο Δικαιοσύνης της Μόσχας αποδέχθηκε την αίτηση της προσφεύγουσας για αναστολή των δικαστικών της καθηκόντων, κατά τη διάρκεια των εκλογών στις οποίες ήταν υποψήφια.
19. Την 1η Δεκέμβρη 2003 η προσφεύγουσα έδωσε μια συνέντευξη στον ραδιοσταθμό Ekho Moskvy, που μεταδόθηκε αυθημερόν. Έκανε τις ακόλουθες δηλώσεις:
“Ekho Moskvy (EM): ... ενημερωθήκαμε ότι μία εν ενεργεία δικαστής του Δικαστηρίου της Μόσχας έχει εκφράσει επικριτικά σχόλια για το υπάρχον δικαστικό σύστημα και ανέφερε συγκεκριμένες περιπτώσεις για την πίεση που ασκείται στο δικαστήριο…
Olga Kudeshkina (OK): Πράγματι. Χρόνια απασχόλησης στο Δικαστήριο της Μόσχας με έκαναν να αμφιβάλλω για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα. Οι περιπτώσεις στις οποίες ασκείται πίεση σε ένα δικαστήριο για να λάβει συγκεκριμένη απόφαση δεν είναι σπάνιες, όχι μόνο σε υποθέσεις μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος αλλά σε υποθέσεις που θίγουν συμφέροντα συγκεκριμένων ατόμων ή συγκεκριμένων ομάδων
...
EM: Τι έγινε λοιπόν στην υπόθεση στην οποία αντιμετωπίσατε μια τέτοια ωμή και σκληρή πίεση , περί τίνος επρόκειτο;
OK: Κάποιοι από εσάς έχετε μάλλον ακούσει για μια ποινική υπόθεση που αφορά το λαθρεμπόριο επίπλων που πωλούντο στη συνέχεια στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Μόσχας ‘Tri Kita’ και ‘Grand’. Η ζημιά που προκάλεσε αυτό το έγκλημα, όπως αποκάλυψε η έρευνα, ανερχόταν σε αρκετά εκατομμύρια ρούβλια. Ανάμεσα σε αυτούς που έφτασαν τα στοιχεία της έρευνας που έγιναν από τον Zaytsev, ήταν εξαιρετικά ισχυροί και επιφανείς άνθρωποι. Η υπόθεση γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα αφού ο Γενικός Εισαγγελέας αφαίρεσε βιαστικά την υπόθεση από το τμήμα ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών και άσκησε δίωξη στον επιθεωρητή Zaytsev [για κατάχρηση εξουσίας].
EM: Έτσι ερευνήσατε την υπόθεση Zaytsev και όχι αυτή με τους εμπόρους επίπλων;
OK: Ναι, την υπόθεση κατά του Zaytsev. Αρχικά το Δικαστήριο της Μόσχας εξέτασε την υπόθεση και τον καταδίκασε. Επιπλέον, το δικαστήριο ανέφερε ρητά στην απόφαση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας κάποτε δεν τήρησε ή παραβίασε ευθέως το νόμο. Η υπόληψη του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα υποβαθμίστηκε δημοσίως.
EM: Και η απόφαση ανατράπηκε, αν θυμάμαι καλά;
OK: Ναι ανατράπηκε. Το τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου ανέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο της Μόσχας για επανεξέταση.
EM: Και εσείς αναλάβατε την υπόθεση;
OK: Ναι. Το τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου στην απόφασή του επισήμανε τα θέματα που έπρεπε να εξεταστούν στην νέα διαδικασία.
EM: Απ’ όσο ξέρω δεν μπορούσατε να κρατήσετε την υπόθεση μέχρι το τέλος. Τι συνέβη;
OK: Στο στάδιο της εξέτασης της υπόθεσης, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας, Yegorova, την πήρε από εμένα, χωρίς εξηγήσεις.
...
EM: Τι συνέβη πριν την εξαίρεσή σας;
OK: Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο εξέταζε τα στοιχεία της κατηγορίας και είχε αρχίσει να εξετάζει τα θύματα. Όμως, ο δημόσιος κατήγορος, εκπρόσωπος του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα πρέπει να θεώρησε ότι οι καταθέσεις των θυμάτων ανέτρεπαν την εκδοχή των γεγονότων που υποστήριζε η κατηγορία. Γι’ αυτό προσπάθησε να προκαλέσει ακυρότητα της διαδικασίας. Στα 20 χρόνια μου στο δικαστικό σώμα, ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισα τέτοια συμπεριφορά … προσπαθούσε να χειραγωγήσει το δικαστήριο ώστε να υποβληθούν οι ερωτήσεις στα θύματα με τον τρόπο που ήθελε αυτός… εάν το δικαστήριο ξεπερνούσε τα όρια που έθετε, άρχιζε να προκαλεί το δικαστήριο και να το βομβαρδίζει με αβάσιμες αιτήσεις.
...
EM: ... τι πρέπει να κάνουν οι δικαστές σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν ένας παράγων της διαδικασίας παραβιάζει το νόμο; Μπορείτε να ζητήσετε βοήθεια, συνδρομή ή έστω συμβουλή;
OK: Ναι, το δικαστήριο … μπορούσε να ζητήσει από τον Γενικό Εισαγγελέα να αντικαταστήσει τον δημόσιο κατήγορο λόγω κακής συμπεριφοράς κατά τη διαδικασία. Αλλά αυτή ακριβώς τη στιγμή, η πρόεδρος του δικαστηρίου με κάλεσε στο γραφείο της.
EM: Επιτρέπεται στην πρόεδρο του δικαστηρίου να παρέμβει στη διαδικασία;
OK: Όχι βέβαια. Η ποινική διαδικασία στην Ρωσία είναι κατ’ αντιμωλία. Κατά το νόμο, το δικαστήριο δεν ενεργεί υπέρ της κατηγορίας ή της υπεράσπισης…. Εδώ ρητά μου τέθηκε υπόψιν ότι τόσο η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας και ο υπάλληλος του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα είχαν την ίδια γνώμη για την υπόθεση.
…
EM: ... θεωρείτε ότι αυτή ήταν μια εξαιρετική περίπτωση ή πρόκειται για ένα εκτεταμένο φαινόμενο.
OK: Όχι, απ’ όσο γνωρίζω, αυτή δεν ήταν η μόνη περίπτωση κατά την οποία τα δικαστήρια χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Πρόκειται για μία επικίνδυνη κατάσταση, καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι ήσυχος ότι η υπόθεσή του –είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικαστεί σύμφωνα με το νόμο και όχι απλώς για να ικανοποιηθεί κάποιος … Αναγνωρίζω τι είδους δήλωση είναι αυτή που κάνω τώρα, αλλά αν όλοι οι δικαστές σωπάσουν, αυτή η χώρα σύντομα θα περιέλθει σε μια κατάσταση δικαστικής αυθαιρεσίας.”
20. Στις 4 Δεκεμβρίου 2003 δύο εφημερίδες – η Novaya Gazeta και η Izvestiya – δημοσίευσαν συνεντεύξεις με την προσφεύγουσα.
21. Η συνέντευξη με την Novaya Gazeta, στο μέτρο που ενδιαφέρει, έχει ως εξής:
“... Για πάνω από 20 χρόνια εργάζομαι στα δικαστήρια και έχω χειριστεί διάφορες υποθέσεις: αστικές, ποινικές και διοικητικές. Έχοντας εξετάσει εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες υποθέσεις, έχω δει σχεδόν τα πάντα, γνωρίζω το δικαστικό σύστημα από όλες τις πλευρές. Δεν είχα καν φανταστεί ότι θα συνέβαινε ποτέ αυτό ανάμεσα σε μένα και την Yegorova. Στην Σιβηρία, παρεμπιπτόντως, τα δικαστήρια είναι πολύ πιο αδέκαστα από ό,τι στη Μόσχα. Εκεί δεν μπορείς να φανταστείς τέτοιες βίαιες χειραγωγήσεις και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφθορά σε αυτή την έκταση.
...
Δεν υπήρξε σύγκρουση, αλλά πρωτοφανής πίεση στην δικαιοσύνη. Η Yegorova με κάλεσε πολλές φορές, όταν ο κατήγορος νόμιζε ότι η διαδικασία δεν πήγαινε καλά. Στην τελευταία φορά που με κάλεσε έξω από την αίθουσα ακροάσεων, πράγμα ανήκουστο. Ποτέ στην ζωή μου δεν με ξαναφώναξαν έτσι. Δεν θα είχα πάει αν ήξερα γιατί με ήθελε. …
Αυτή η σύγκρουση με έκανε να σκεφτώ να αλλάξω καριέρα, αν κερδίσω στις εκλογές. Υπάρχει δουλειά για εμένα στο ανώτατο νομοθετικό όργανο, για τα προβλήματα της δικαιοσύνης. Αμφιβάλλω αν στα περιφερειακά δικαστήρια συμβαίνουν τόσο ακραία σκάνδαλα όπως αυτή στο Δικαστήριο της Μόσχας, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα διαβάθμισης, ενώ τα προβλήματα είναι γενικότερα.
Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου. Ο μηχανισμός με τον οποίο επιβάλλεται η απόφαση σε έναν δικαστή δεν γίνεται με την άμεση επικοινωνία μαζί του. Αντί αυτού, ένας κατήγορος ή κάποιος ενδιαφερόμενος προσεγγίζει τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος στη συνέχεια προσπαθεί να μιλήσει στον δικαστή περί «ορθής» απόφασης, αρχικά με ευγενικό τρόπο, δίνοντας συμβουλές ή επαγγελματική γνώμη, στη συνέχεια πιέζοντάς τον πιο πολύ να λάβει την «ορθή» απόφαση, δηλαδή αυτή που εξυπηρετεί κάποιον. Ο δικαστής, από την άλλη, εξαρτάται από τον πρόεδρο σε θέματα καθημερινότητας, όπως τα επιδόματα στέγασης, τα πριμ, όπως και η διανομή των υποθέσεων ανάμεσα σε δικαστές. Ο πρόεδρος μπορεί πάντα να διευκολύνει τον ρυθμό εργασίας ενός δικαστή, αν το επιθυμεί (όπως στην απλή περίπτωση της επέκτασης των δικαστικών προθεσμιών, μια κατάσταση που είναι αναπόφευκτη, δεδομένου του φόρτου εργασίας). Για τέτοιους λόγους ο πρόεδρος μπορεί να επιδιώξει την ολοκλήρωση της θητείας ενός δικαστή, η οποία αποφασίζεται από το συμβούλιο αξιολόγησης δικαιοσύνης, το οποίο συνήθως ελέγχεται από τους γραφειοκράτες του ίδιου δικαστηρίου … στην πράξη το δικαστήριο συνήθως συντάσσεται με τον εισαγγελέα. Τα δικαστήρια έτσι γίνονται όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης.
Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικάζεται σύμφωνα με το νόμο και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες κάποιου τρίτου. Σήμερα είναι ο επιθεωρητής Zaytsev, που εξέταζε το λαθρεμπόριο επίπλων, αύριο μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από εμάς ...”
Η συνέντευξη στην Izvestiya, στο σχετικό της μέρος, έχει ως εξής:
“Izvestiya: Γιατί αποφασίσατε να θέσετε υποψηφιότητα;
OK: Αν ρίξετε μια ματιά, παντού τριγύρω υπάρχει παρανομία. Ο νόμος εφαρμόζεται αυστηρά στους απλούς ανθρώπους, αλλά όχι όταν πρόκειται για πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές θέσεις. Όμως κι αυτοί παραβιάζουν τον νόμο. Θα ήθελα να πάρω μέρος στην δημιουργία νόμων που θα παρέχουν πραγματική ανεξαρτησία στην δικαστική εξουσία….
Izvestiya: Πως είναι αυτή η πίεση στην πράξη;
OK: Είναι ένα είδος παροχής συμβουλών, νομικών υποδείξεων, συνήθως σε υποθέσεις με μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον. Μερικές φορές έχει ένα υγιές περιτύλιγμα, σαν να είναι ένας ακαδημαϊκός διάλογος. Ο δικαστής λέει την άποψή του και ο αντιπρόεδρος απαντάει. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου σπάνια δηλώνει την άποψή του ευθέως. Μέσα από αυτές τις συμβάσεις, η διοίκηση του δικαστηρίου ελέγχει κάθε δικαστή για να διαπιστώσει πόσο ευέλικτος είναι, ώστε όταν γίνεται η διανομή των υποθέσεων, γνωρίζουν ποιον μπορούν να εμπιστευθούν σε ευαίσθητες υποθέσεις και ποιον να αποφύγουν.
...
Izvestiya: Πως ασκήθηκε η πίεση σε εσας;
OK: Ο δημόσιος κατήγορος μου άσκησε πίεση. Έκανες μια ερώτηση στο θύμα και αμέσως σε προκαλούσε. Στα 20 χρόνια της πορείας μου δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ο Zaytsev κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιας εξουσίας. Διεξήγαγε μια έρευνα χωρίς εξουσιοδότηση από τον εισαγγελέα. Ο νόμος το επιτρέπει αυτό σε επείγουσες περιπτώσεις, αλλά ο επιθεωρητής θα πρέπει να το αναφέρει στον εισαγγελέα εντός 24 ωρών. Ο Zaytsev το ανέφερε στον εισαγγελέα [εμπρόθεσμα], και επρόκειτο το δικαστήριο να διαγνώσει αν υπήρξε πράγματι κατάσταση επείγοντος για την διενέργεια αυτών των ερευνών. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να εξετάσουμε την ποινική υπόθεση εναντίον των εταιριών ‘Grand’ και ‘Tri Kita’ που προμήθευαν τα έπιπλα. Με τις διαρκείς ενστάσεις του όμως ο εισαγγελέας δεν θα επέτρεπε στο δικαστήριο να ασχοληθεί με αυτό το θέμα ...”
22. Στις 7 Δεκεμβρίου 2003 έγιναν οι γενικές εκλογές. Η προσφεύγουσα δεν εξελέγη.
23. Στις 24 Δεκεμβρίου 2003 το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαιοσύνης της Μόσχας επανατοποθέτησε την προσφεύγουσα στις δικαστικές της λειτουργίες στις 8 Δεκεμβρίου 2003.
Olga Kudeshkina (OK): Πράγματι. Χρόνια απασχόλησης στο Δικαστήριο της Μόσχας με έκαναν να αμφιβάλλω για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα. Οι περιπτώσεις στις οποίες ασκείται πίεση σε ένα δικαστήριο για να λάβει συγκεκριμένη απόφαση δεν είναι σπάνιες, όχι μόνο σε υποθέσεις μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος αλλά σε υποθέσεις που θίγουν συμφέροντα συγκεκριμένων ατόμων ή συγκεκριμένων ομάδων
...
EM: Τι έγινε λοιπόν στην υπόθεση στην οποία αντιμετωπίσατε μια τέτοια ωμή και σκληρή πίεση , περί τίνος επρόκειτο;
OK: Κάποιοι από εσάς έχετε μάλλον ακούσει για μια ποινική υπόθεση που αφορά το λαθρεμπόριο επίπλων που πωλούντο στη συνέχεια στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Μόσχας ‘Tri Kita’ και ‘Grand’. Η ζημιά που προκάλεσε αυτό το έγκλημα, όπως αποκάλυψε η έρευνα, ανερχόταν σε αρκετά εκατομμύρια ρούβλια. Ανάμεσα σε αυτούς που έφτασαν τα στοιχεία της έρευνας που έγιναν από τον Zaytsev, ήταν εξαιρετικά ισχυροί και επιφανείς άνθρωποι. Η υπόθεση γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα αφού ο Γενικός Εισαγγελέας αφαίρεσε βιαστικά την υπόθεση από το τμήμα ερευνών του Υπουργείου Εσωτερικών και άσκησε δίωξη στον επιθεωρητή Zaytsev [για κατάχρηση εξουσίας].
EM: Έτσι ερευνήσατε την υπόθεση Zaytsev και όχι αυτή με τους εμπόρους επίπλων;
OK: Ναι, την υπόθεση κατά του Zaytsev. Αρχικά το Δικαστήριο της Μόσχας εξέτασε την υπόθεση και τον καταδίκασε. Επιπλέον, το δικαστήριο ανέφερε ρητά στην απόφαση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας κάποτε δεν τήρησε ή παραβίασε ευθέως το νόμο. Η υπόληψη του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα υποβαθμίστηκε δημοσίως.
EM: Και η απόφαση ανατράπηκε, αν θυμάμαι καλά;
OK: Ναι ανατράπηκε. Το τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου ανέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο της Μόσχας για επανεξέταση.
EM: Και εσείς αναλάβατε την υπόθεση;
OK: Ναι. Το τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου στην απόφασή του επισήμανε τα θέματα που έπρεπε να εξεταστούν στην νέα διαδικασία.
EM: Απ’ όσο ξέρω δεν μπορούσατε να κρατήσετε την υπόθεση μέχρι το τέλος. Τι συνέβη;
OK: Στο στάδιο της εξέτασης της υπόθεσης, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας, Yegorova, την πήρε από εμένα, χωρίς εξηγήσεις.
...
EM: Τι συνέβη πριν την εξαίρεσή σας;
OK: Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο εξέταζε τα στοιχεία της κατηγορίας και είχε αρχίσει να εξετάζει τα θύματα. Όμως, ο δημόσιος κατήγορος, εκπρόσωπος του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα πρέπει να θεώρησε ότι οι καταθέσεις των θυμάτων ανέτρεπαν την εκδοχή των γεγονότων που υποστήριζε η κατηγορία. Γι’ αυτό προσπάθησε να προκαλέσει ακυρότητα της διαδικασίας. Στα 20 χρόνια μου στο δικαστικό σώμα, ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισα τέτοια συμπεριφορά … προσπαθούσε να χειραγωγήσει το δικαστήριο ώστε να υποβληθούν οι ερωτήσεις στα θύματα με τον τρόπο που ήθελε αυτός… εάν το δικαστήριο ξεπερνούσε τα όρια που έθετε, άρχιζε να προκαλεί το δικαστήριο και να το βομβαρδίζει με αβάσιμες αιτήσεις.
...
EM: ... τι πρέπει να κάνουν οι δικαστές σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν ένας παράγων της διαδικασίας παραβιάζει το νόμο; Μπορείτε να ζητήσετε βοήθεια, συνδρομή ή έστω συμβουλή;
OK: Ναι, το δικαστήριο … μπορούσε να ζητήσει από τον Γενικό Εισαγγελέα να αντικαταστήσει τον δημόσιο κατήγορο λόγω κακής συμπεριφοράς κατά τη διαδικασία. Αλλά αυτή ακριβώς τη στιγμή, η πρόεδρος του δικαστηρίου με κάλεσε στο γραφείο της.
EM: Επιτρέπεται στην πρόεδρο του δικαστηρίου να παρέμβει στη διαδικασία;
OK: Όχι βέβαια. Η ποινική διαδικασία στην Ρωσία είναι κατ’ αντιμωλία. Κατά το νόμο, το δικαστήριο δεν ενεργεί υπέρ της κατηγορίας ή της υπεράσπισης…. Εδώ ρητά μου τέθηκε υπόψιν ότι τόσο η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας και ο υπάλληλος του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα είχαν την ίδια γνώμη για την υπόθεση.
…
EM: ... θεωρείτε ότι αυτή ήταν μια εξαιρετική περίπτωση ή πρόκειται για ένα εκτεταμένο φαινόμενο.
OK: Όχι, απ’ όσο γνωρίζω, αυτή δεν ήταν η μόνη περίπτωση κατά την οποία τα δικαστήρια χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Πρόκειται για μία επικίνδυνη κατάσταση, καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι ήσυχος ότι η υπόθεσή του –είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικαστεί σύμφωνα με το νόμο και όχι απλώς για να ικανοποιηθεί κάποιος … Αναγνωρίζω τι είδους δήλωση είναι αυτή που κάνω τώρα, αλλά αν όλοι οι δικαστές σωπάσουν, αυτή η χώρα σύντομα θα περιέλθει σε μια κατάσταση δικαστικής αυθαιρεσίας.”
20. Στις 4 Δεκεμβρίου 2003 δύο εφημερίδες – η Novaya Gazeta και η Izvestiya – δημοσίευσαν συνεντεύξεις με την προσφεύγουσα.
21. Η συνέντευξη με την Novaya Gazeta, στο μέτρο που ενδιαφέρει, έχει ως εξής:
“... Για πάνω από 20 χρόνια εργάζομαι στα δικαστήρια και έχω χειριστεί διάφορες υποθέσεις: αστικές, ποινικές και διοικητικές. Έχοντας εξετάσει εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες υποθέσεις, έχω δει σχεδόν τα πάντα, γνωρίζω το δικαστικό σύστημα από όλες τις πλευρές. Δεν είχα καν φανταστεί ότι θα συνέβαινε ποτέ αυτό ανάμεσα σε μένα και την Yegorova. Στην Σιβηρία, παρεμπιπτόντως, τα δικαστήρια είναι πολύ πιο αδέκαστα από ό,τι στη Μόσχα. Εκεί δεν μπορείς να φανταστείς τέτοιες βίαιες χειραγωγήσεις και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφθορά σε αυτή την έκταση.
...
Δεν υπήρξε σύγκρουση, αλλά πρωτοφανής πίεση στην δικαιοσύνη. Η Yegorova με κάλεσε πολλές φορές, όταν ο κατήγορος νόμιζε ότι η διαδικασία δεν πήγαινε καλά. Στην τελευταία φορά που με κάλεσε έξω από την αίθουσα ακροάσεων, πράγμα ανήκουστο. Ποτέ στην ζωή μου δεν με ξαναφώναξαν έτσι. Δεν θα είχα πάει αν ήξερα γιατί με ήθελε. …
Αυτή η σύγκρουση με έκανε να σκεφτώ να αλλάξω καριέρα, αν κερδίσω στις εκλογές. Υπάρχει δουλειά για εμένα στο ανώτατο νομοθετικό όργανο, για τα προβλήματα της δικαιοσύνης. Αμφιβάλλω αν στα περιφερειακά δικαστήρια συμβαίνουν τόσο ακραία σκάνδαλα όπως αυτή στο Δικαστήριο της Μόσχας, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα διαβάθμισης, ενώ τα προβλήματα είναι γενικότερα.
Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου. Ο μηχανισμός με τον οποίο επιβάλλεται η απόφαση σε έναν δικαστή δεν γίνεται με την άμεση επικοινωνία μαζί του. Αντί αυτού, ένας κατήγορος ή κάποιος ενδιαφερόμενος προσεγγίζει τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος στη συνέχεια προσπαθεί να μιλήσει στον δικαστή περί «ορθής» απόφασης, αρχικά με ευγενικό τρόπο, δίνοντας συμβουλές ή επαγγελματική γνώμη, στη συνέχεια πιέζοντάς τον πιο πολύ να λάβει την «ορθή» απόφαση, δηλαδή αυτή που εξυπηρετεί κάποιον. Ο δικαστής, από την άλλη, εξαρτάται από τον πρόεδρο σε θέματα καθημερινότητας, όπως τα επιδόματα στέγασης, τα πριμ, όπως και η διανομή των υποθέσεων ανάμεσα σε δικαστές. Ο πρόεδρος μπορεί πάντα να διευκολύνει τον ρυθμό εργασίας ενός δικαστή, αν το επιθυμεί (όπως στην απλή περίπτωση της επέκτασης των δικαστικών προθεσμιών, μια κατάσταση που είναι αναπόφευκτη, δεδομένου του φόρτου εργασίας). Για τέτοιους λόγους ο πρόεδρος μπορεί να επιδιώξει την ολοκλήρωση της θητείας ενός δικαστή, η οποία αποφασίζεται από το συμβούλιο αξιολόγησης δικαιοσύνης, το οποίο συνήθως ελέγχεται από τους γραφειοκράτες του ίδιου δικαστηρίου … στην πράξη το δικαστήριο συνήθως συντάσσεται με τον εισαγγελέα. Τα δικαστήρια έτσι γίνονται όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης.
Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικάζεται σύμφωνα με το νόμο και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες κάποιου τρίτου. Σήμερα είναι ο επιθεωρητής Zaytsev, που εξέταζε το λαθρεμπόριο επίπλων, αύριο μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από εμάς ...”
Η συνέντευξη στην Izvestiya, στο σχετικό της μέρος, έχει ως εξής:
“Izvestiya: Γιατί αποφασίσατε να θέσετε υποψηφιότητα;
OK: Αν ρίξετε μια ματιά, παντού τριγύρω υπάρχει παρανομία. Ο νόμος εφαρμόζεται αυστηρά στους απλούς ανθρώπους, αλλά όχι όταν πρόκειται για πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές θέσεις. Όμως κι αυτοί παραβιάζουν τον νόμο. Θα ήθελα να πάρω μέρος στην δημιουργία νόμων που θα παρέχουν πραγματική ανεξαρτησία στην δικαστική εξουσία….
Izvestiya: Πως είναι αυτή η πίεση στην πράξη;
OK: Είναι ένα είδος παροχής συμβουλών, νομικών υποδείξεων, συνήθως σε υποθέσεις με μεγάλο δημόσιο ενδιαφέρον. Μερικές φορές έχει ένα υγιές περιτύλιγμα, σαν να είναι ένας ακαδημαϊκός διάλογος. Ο δικαστής λέει την άποψή του και ο αντιπρόεδρος απαντάει. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου σπάνια δηλώνει την άποψή του ευθέως. Μέσα από αυτές τις συμβάσεις, η διοίκηση του δικαστηρίου ελέγχει κάθε δικαστή για να διαπιστώσει πόσο ευέλικτος είναι, ώστε όταν γίνεται η διανομή των υποθέσεων, γνωρίζουν ποιον μπορούν να εμπιστευθούν σε ευαίσθητες υποθέσεις και ποιον να αποφύγουν.
...
Izvestiya: Πως ασκήθηκε η πίεση σε εσας;
OK: Ο δημόσιος κατήγορος μου άσκησε πίεση. Έκανες μια ερώτηση στο θύμα και αμέσως σε προκαλούσε. Στα 20 χρόνια της πορείας μου δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ο Zaytsev κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιας εξουσίας. Διεξήγαγε μια έρευνα χωρίς εξουσιοδότηση από τον εισαγγελέα. Ο νόμος το επιτρέπει αυτό σε επείγουσες περιπτώσεις, αλλά ο επιθεωρητής θα πρέπει να το αναφέρει στον εισαγγελέα εντός 24 ωρών. Ο Zaytsev το ανέφερε στον εισαγγελέα [εμπρόθεσμα], και επρόκειτο το δικαστήριο να διαγνώσει αν υπήρξε πράγματι κατάσταση επείγοντος για την διενέργεια αυτών των ερευνών. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να εξετάσουμε την ποινική υπόθεση εναντίον των εταιριών ‘Grand’ και ‘Tri Kita’ που προμήθευαν τα έπιπλα. Με τις διαρκείς ενστάσεις του όμως ο εισαγγελέας δεν θα επέτρεπε στο δικαστήριο να ασχοληθεί με αυτό το θέμα ...”
22. Στις 7 Δεκεμβρίου 2003 έγιναν οι γενικές εκλογές. Η προσφεύγουσα δεν εξελέγη.
23. Στις 24 Δεκεμβρίου 2003 το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαιοσύνης της Μόσχας επανατοποθέτησε την προσφεύγουσα στις δικαστικές της λειτουργίες στις 8 Δεκεμβρίου 2003.
C. Η καταγγελία της προσφεύγουσας για την Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Μόσχας
24. Στις 2 Δεκεμβρίου 2003 η προσφεύγουσα υπέβαλε την ακόλουθη καταγγελία στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστών:
“Ζητώ την πειθαρχική δίωξη της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας, Olga Aleksandrovna Yegorova, για ενάσκηση παράνομης πίεσης σε εμένα τον Ιούνιο του 2003, όταν προέδρευα στις ποινικές διαδικασίες εναντίον του P.V. Zaytsev. Απαίτησε να επανεξετάσω την ουσία της υπόθεσης, ενώ αυτή η διαδικασία είχε περατωθεί και να την ενημερώσω για την για την απόφαση που επρόκειτο να λάβει το δικαστηριο. Με κάλεσε ακόμα και έξω από την αίθουσα του ακροατηρίου για αυτό το σκοπό. Επέμενε να βγάλω συγκεκριμένα έγγραφα από το φάκελο της υπόθεσης, με πίεσε να αλλοιώσω τα πρακτικά της ακρόασης και επίσης συνέστησε να ζητήσω από τις εκτιμήτριες να μην εμφανιστούν στην ακρόαση. Ύστερα από την άρνησή μου να υποκύψω σε αυτή την παράνομη πίεση με απομάκρυνε από τη συγκεκριμένη υπόθεση και την ανέθεσε σε άλλον δικαστή.
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες περιστάσεις, αυτές είχαν ως εξής.
Διορίστηκα για την εξέταση της υπόθεσης εναντίον του Zaytsev, και το δικαστήριο, ενεργώντας ως κλιμάκιο με δύο εμπειρογνώμονες, τις I και D, ξεκίνησε την έρευνα.
Μετά την έναρξη της δίκης, το δικαστήριο είχε εξετάσει έναν αριθμό θυμάτων. Ο δημόσιος κατήγορος που εκπροσωπούσε το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε σαφώς ότι οι ερωτήσεις δεν εξυπηρετούσαν την κατηγορία και γι’ αυτό έκανε κάθε τι δυνατό για να διακόψει την ακρόαση. Χωρίς λόγο προσέβαλε την τοποθέτησή μου ως δικαστή, τις εμπειρογνώμονες και την συνολική σύνθεση του δικαστηρίου. Οι αιτήσεις του για εξαίρεση έγιναν με εξευτελιστικό, προσβλητικό και απαράδεκτο τρόπο για το δικαστήριο και ήταν προφανώς αβάσιμες. Αμέσως αφού οι αιτήσεις εξαίρεσης απορρίφθηκαν από το δικαστήριο, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας Yegorova με κάλεσε στο γραφείο της.
Κατά παράβαση του άρθρου 120 του Συντάγματος και του κεφαλαίου 10 του Νόμου «για την κατάσταση του δικαστή στη Ρωσική Ομοσπονδία», η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας απαίτησε εξήγησε από εμένα για ποιο λόγο εγώ και οι εμπειρογνώμονες υπέβαλαν την μία ή την άλλη ερώτηση στα θύματα στην δίκη και γιατί η μία ή η άλλη αίτηση των παραγόντων της δίκης απορριπτόταν ή γινόταν δεκτή. Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας, ενώπιόν μου είχε μια τηλεφωνική συνομιλία με τον [πρώτο αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα] που είχε εκδώσει το κατηγορητήριο εναντίον του Zaytsev. Η Yegorova τον ενημέρωσε ότι είχε ζητήσει το λόγο από τη δικαστή για τα τεκταινόμενα στην διαδικασία.
Επιστρέφοντας στο γραφείο μου, είπα στις εμπειρογνώμονες τι είχε συμβεί. Αλλά αυτές είχαν ήδη απελπιστεί από τις διαρκείς αβάσιμες ενστάσεις και τις προσβλητικές αιτήσεις εξαιρέσεως εναντίον τους εκ μέρους του δημοσίου κατηγόρου και γι’ αυτό έκριναν ότι ήταν αδύνατο να εξακολουθήσουν να συμμετέχουν στη διαδικασία. Μία από τις εμπειρογνώμονες, η κ. Ι. χρειαζόταν ιατρική βοήθεια λόγω ενός προβλήματος υγείας. Γι’ αυτό αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την διαδικασία και να καταθέσουν με σαφήνεια στην αίτησή τους ότι ο λόγος της αποχώρησής τους ήταν η πίεση που ασκήθηκε εις βάρος τους από τον υπάλληλο του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα.
Κατά την επόμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου, οι εκτιμητές ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους για τους παραπάνω λόγους. Οι γραπτές αιτήσεις τους δόθηκαν σε μένα για να περιληφθούν στην δικογραφία και το δικαστήριο διέκοψε για διάσκεψη.
Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας με κάλεσε πάλι έξω από την αίθουσα ακροάσεων. Αυτή τη φορά απαιτούσε να εξηγήσω τι κάναμε στην αίθουσα διασκέψεων και ποια απόφαση θα παίρναμε. Η βασική της άποψη ήταν ότι δεν έπρεπε να γίνει μνεία στην γραπτή αίτηση των εμπειρογνωμόνων για αποχώρηση ότι ο λόγος ήταν η πίεση που ασκήθηκε στο δικαστήριο. Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας επίσης επέμενε στην διαγραφή από τα πρακτικά της ακρόασης κάθε αναφοράς στην συμπεριφορά του δημόσιου κατηγόρου που οι εμπειρογνώμονες είχαν θεωρήσει ως πίεση. Ουσιαστικά, η Yegorova με πίεζε να αλλοιώσω τα στοιχεία του φακέλου. Επιπλέον πρότεινε να εγγυηθώ ότι οι εμπειρογνώμονες δεν θα ξαναέρχονταν στην ακροαματική διαδικασία, κατά λέξη: «ζήτησέ τους να μην ξανάρθουν στο δικαστήριο». Ο σκοπός ήταν προφανής – αν οι εμπειρογνώμονες δεν εμφανίζονταν, η ίδια διαδικασία θα ακυρωνόταν. Φαινόταν ότι για κάποιο λόγο δεν ήθελε να συνεχιστεί η εξέταση της υπόθεσης με αυτή τη σύνθεση. Το παράνομο των ενεργειών της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας ήταν προφανές.
Δεν ακολούθησα καμία από τις εντολές της. Οι αιτήσεις των εμπειρογνωμόνων περιλήφθησαν στη δικογραφία, το δικαστήριο ενέκρινε την αποχώρησή τους και ανέφερε ότι ο λόγος ήταν η πίεση που ασκήθηκε από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Τα πρακτικά της ακρόασης αντανακλούν όλα όσα συνέβησαν στη διαδικασία.
Όταν υπέγραψα τα πρακτικά, η Yegorova μου αφαίρεσε την υπόθεση και την ανέθεσε σε άλλον δικαστή, χωρίς αιτιολόγηση.
Θεωρώ ότι αυτές οι ενέργειες εκ μέρους της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας, Olga Alexandrovna Yegorova, είναι ασύμβατες με την θέση του δικαστή και προσβάλουν την δικαστική εξουσία, καθώς είναι καταστροφικές για τη δικαιοσύνη, ενώπιον της οποίας αυτή θα πρέπει να λογοδοτήσει. Γι’ αυτό με την παρούσα ζητώ από το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστών της Ρωσικής Ομοσπονδίας.”
“Ζητώ την πειθαρχική δίωξη της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας, Olga Aleksandrovna Yegorova, για ενάσκηση παράνομης πίεσης σε εμένα τον Ιούνιο του 2003, όταν προέδρευα στις ποινικές διαδικασίες εναντίον του P.V. Zaytsev. Απαίτησε να επανεξετάσω την ουσία της υπόθεσης, ενώ αυτή η διαδικασία είχε περατωθεί και να την ενημερώσω για την για την απόφαση που επρόκειτο να λάβει το δικαστηριο. Με κάλεσε ακόμα και έξω από την αίθουσα του ακροατηρίου για αυτό το σκοπό. Επέμενε να βγάλω συγκεκριμένα έγγραφα από το φάκελο της υπόθεσης, με πίεσε να αλλοιώσω τα πρακτικά της ακρόασης και επίσης συνέστησε να ζητήσω από τις εκτιμήτριες να μην εμφανιστούν στην ακρόαση. Ύστερα από την άρνησή μου να υποκύψω σε αυτή την παράνομη πίεση με απομάκρυνε από τη συγκεκριμένη υπόθεση και την ανέθεσε σε άλλον δικαστή.
Όσον αφορά τις συγκεκριμένες περιστάσεις, αυτές είχαν ως εξής.
Διορίστηκα για την εξέταση της υπόθεσης εναντίον του Zaytsev, και το δικαστήριο, ενεργώντας ως κλιμάκιο με δύο εμπειρογνώμονες, τις I και D, ξεκίνησε την έρευνα.
Μετά την έναρξη της δίκης, το δικαστήριο είχε εξετάσει έναν αριθμό θυμάτων. Ο δημόσιος κατήγορος που εκπροσωπούσε το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε σαφώς ότι οι ερωτήσεις δεν εξυπηρετούσαν την κατηγορία και γι’ αυτό έκανε κάθε τι δυνατό για να διακόψει την ακρόαση. Χωρίς λόγο προσέβαλε την τοποθέτησή μου ως δικαστή, τις εμπειρογνώμονες και την συνολική σύνθεση του δικαστηρίου. Οι αιτήσεις του για εξαίρεση έγιναν με εξευτελιστικό, προσβλητικό και απαράδεκτο τρόπο για το δικαστήριο και ήταν προφανώς αβάσιμες. Αμέσως αφού οι αιτήσεις εξαίρεσης απορρίφθηκαν από το δικαστήριο, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας Yegorova με κάλεσε στο γραφείο της.
Κατά παράβαση του άρθρου 120 του Συντάγματος και του κεφαλαίου 10 του Νόμου «για την κατάσταση του δικαστή στη Ρωσική Ομοσπονδία», η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας απαίτησε εξήγησε από εμένα για ποιο λόγο εγώ και οι εμπειρογνώμονες υπέβαλαν την μία ή την άλλη ερώτηση στα θύματα στην δίκη και γιατί η μία ή η άλλη αίτηση των παραγόντων της δίκης απορριπτόταν ή γινόταν δεκτή. Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας, ενώπιόν μου είχε μια τηλεφωνική συνομιλία με τον [πρώτο αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα] που είχε εκδώσει το κατηγορητήριο εναντίον του Zaytsev. Η Yegorova τον ενημέρωσε ότι είχε ζητήσει το λόγο από τη δικαστή για τα τεκταινόμενα στην διαδικασία.
Επιστρέφοντας στο γραφείο μου, είπα στις εμπειρογνώμονες τι είχε συμβεί. Αλλά αυτές είχαν ήδη απελπιστεί από τις διαρκείς αβάσιμες ενστάσεις και τις προσβλητικές αιτήσεις εξαιρέσεως εναντίον τους εκ μέρους του δημοσίου κατηγόρου και γι’ αυτό έκριναν ότι ήταν αδύνατο να εξακολουθήσουν να συμμετέχουν στη διαδικασία. Μία από τις εμπειρογνώμονες, η κ. Ι. χρειαζόταν ιατρική βοήθεια λόγω ενός προβλήματος υγείας. Γι’ αυτό αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την διαδικασία και να καταθέσουν με σαφήνεια στην αίτησή τους ότι ο λόγος της αποχώρησής τους ήταν η πίεση που ασκήθηκε εις βάρος τους από τον υπάλληλο του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα.
Κατά την επόμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου, οι εκτιμητές ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους για τους παραπάνω λόγους. Οι γραπτές αιτήσεις τους δόθηκαν σε μένα για να περιληφθούν στην δικογραφία και το δικαστήριο διέκοψε για διάσκεψη.
Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας με κάλεσε πάλι έξω από την αίθουσα ακροάσεων. Αυτή τη φορά απαιτούσε να εξηγήσω τι κάναμε στην αίθουσα διασκέψεων και ποια απόφαση θα παίρναμε. Η βασική της άποψη ήταν ότι δεν έπρεπε να γίνει μνεία στην γραπτή αίτηση των εμπειρογνωμόνων για αποχώρηση ότι ο λόγος ήταν η πίεση που ασκήθηκε στο δικαστήριο. Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας επίσης επέμενε στην διαγραφή από τα πρακτικά της ακρόασης κάθε αναφοράς στην συμπεριφορά του δημόσιου κατηγόρου που οι εμπειρογνώμονες είχαν θεωρήσει ως πίεση. Ουσιαστικά, η Yegorova με πίεζε να αλλοιώσω τα στοιχεία του φακέλου. Επιπλέον πρότεινε να εγγυηθώ ότι οι εμπειρογνώμονες δεν θα ξαναέρχονταν στην ακροαματική διαδικασία, κατά λέξη: «ζήτησέ τους να μην ξανάρθουν στο δικαστήριο». Ο σκοπός ήταν προφανής – αν οι εμπειρογνώμονες δεν εμφανίζονταν, η ίδια διαδικασία θα ακυρωνόταν. Φαινόταν ότι για κάποιο λόγο δεν ήθελε να συνεχιστεί η εξέταση της υπόθεσης με αυτή τη σύνθεση. Το παράνομο των ενεργειών της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας ήταν προφανές.
Δεν ακολούθησα καμία από τις εντολές της. Οι αιτήσεις των εμπειρογνωμόνων περιλήφθησαν στη δικογραφία, το δικαστήριο ενέκρινε την αποχώρησή τους και ανέφερε ότι ο λόγος ήταν η πίεση που ασκήθηκε από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα. Τα πρακτικά της ακρόασης αντανακλούν όλα όσα συνέβησαν στη διαδικασία.
Όταν υπέγραψα τα πρακτικά, η Yegorova μου αφαίρεσε την υπόθεση και την ανέθεσε σε άλλον δικαστή, χωρίς αιτιολόγηση.
Θεωρώ ότι αυτές οι ενέργειες εκ μέρους της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας, Olga Alexandrovna Yegorova, είναι ασύμβατες με την θέση του δικαστή και προσβάλουν την δικαστική εξουσία, καθώς είναι καταστροφικές για τη δικαιοσύνη, ενώπιον της οποίας αυτή θα πρέπει να λογοδοτήσει. Γι’ αυτό με την παρούσα ζητώ από το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστών της Ρωσικής Ομοσπονδίας.”
25. Στις 15 Δεκεμβρίου 2004, η κ. D., μία από τις εμπειρογνώμονες που είχαν αποσυρθεί στις 3 Ιουλίου 2003 από την ποινική υπόθεση κατά του κ. Zaytsev, έστειλε μια επιστολή στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστών, προς υποστήριξη της προσφεύγουσας:
“Μετά την δημοσιοποίηση μιας συνέντευξης με τη δικαστή Kudeshkina ... Αποφάσισα να σας γράψω λόγω του ότι συμμετείχα ως εμπειρογνώμων στην υπόθεση Zaytsev.
Συμφωνώ απολύτως με όλα όσα είπε η δικαστής Kudeshkina σε αυτή τη συνέντευξη.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο δημόσιος κατήγορος έκανε τα πάντα για να εμποδίσει το δικαστήριο από το να εξετάσει την υπόθεση. Ήταν αγενής και επιθετικός προς το δικαστήριο, στις παρεμβάσεις του και τις αιτήσεις του παρερμήνευε σκόπιμα ό,τι συνέβαινε στη διαδικασία και ασκούσε συνέχεια ενστάσεις για την σύνθεση του δικαστηρίου. Αυτές οι αιτήσεις ήταν εξευτελιστικές και απαράδεκτες. Με τις πράξεις αυτές ασκούσε πίεση στο δικαστήριο, για να το πιέσει να εκδώσει απόφαση η οποία τον βόλευε ή, εναλλακτικά, για να ακυρώσει την ακροαματική διαδικασία.
Φοβήθηκα με όλα αυτά, αλλά προς έκπληξή μου έμαθα ότι ασκήθηκε επίσης πίεση στην δικαστή Kudeshkina από την πρόεδρο του Δικαστηρίου!
Κατά τη διάρκεια του διαλλείματος η δικαστής Kudeshkina έλαβε τηλεφώνημα από την πρόεδρο του δικαστηρίου, να πάει να την δει. Ύστερα από λίγη ώρα, η δικαστής Kudeshkina γύρισε πίσω εκνευρισμένη και στενάχωρη. Στις ερωτήσεις μας απάντησε ότι η Πρόεδρος του Δικαστηρίου Yegorova την είχε κατηγορήσει ότι το δικαστήριο ήταν επιφυλακτικό στην εξέταση της υπόθεσης. Ότι οι εμπειρογνώμονες ρωτούσαν τα θύματα τις λάθος ερωτήσεις και ότι είχε ζητήσει από την δικαστή Kudeshkina να κανονίσει να μην επανεμφανιστούν οι εμπειρογνώμονες στη διαδικασία.
... Το επόμενο πρωί ... η κ. I. κι εγώ αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε από τη διαδικασία.
Στην έναρξη της ακρόασης αυτή την ημέρα, ο κατήγορος πριν κληθεί από το δικαστήριο άσκησε αίτημα στο οποίο ουσιαστικά με υποβάθμιζε και προσέβαλε εκ νέου επαναλαμβάνοντας ένα σχόλιο που έκανε το θύμα έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου σχετικά με εμένα …. Δεν αντέδρασε στην επίπληξη της δικαστού.
Ύστερα από αυτό … δήλωσα ότι αποσύρομαι από τη διαδικασία λόγω της αναιδούς και προσβλητικής συμπεριφοράς του δημόσιου κατήγορου, η οποία δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως κάτι άλλο παρά πίεση στο δικαστήριο. Η κ. Ι τότε αποσύρθηκε επίσης.
Πριν από τη δίκη ποτέ δεν είχα συναντήσει κανέναν από τους παράγοντες της δίκης, ούτε την δικαστή, ούτε τον Zaytsev, ούτε τον δημόσιο κατήγορο ούτε τον συνήγορο της υπεράσπισης. Δεν είχα προσωπικό συμφέρον από την δίκη. Η συμπεριφορά του δημόσιου κατήγορου ήταν λοιπόν απροσδόκητη και με σόκαρε.
Περίπου στις 6 μ.μ. η δικαστής Kudeshkina εκλήθη έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων όπου το δικαστήριο λαμβάνει την απόφαση. Την κάλεσε η πρόεδρος του δικαστηρίου…
Την επόμενη ημέρα …. η δικαστής Kudeshkina μας είπε ότι η πρόεδρος της είχε φωνάξει, απαιτώντας να μην περιλάβει τις παραιτήσεις των εμπειρογνωμόνων στο φάκελο της υπόθεσης και να μην αναφερθεί στην απόφαση του δικαστηρίου ο λόγος της παραίτησης.
Η κ. Ι κι εγώ σοκαριστήκαμε από τα τεκταινόμενα. Πρώτον διότι ο δημόσιος κατήγορος άσκησε πίεση σε εμάς κατά τη διάρκεια της ακρόασης και μετά φαίνεται ότι η πρόεδρος του δικαστηρίου συντάχθηκε.
Ήταν μεγάλη η έκπληξη όταν η αναπληρώτρια πρόεδρος του δικαστηρίου ήρθε στην αίθουσα συνεδριάσεων και άρχισε να προσπαθεί πείσει εμένα και την κ. Ι. να μην σχολιάσουμε την συμπεριφορά του δημόσιου κατήγορου στην απόφαση του δικαστηρίου, αλλά να δηλώσουμε στις παραιτήσεις μας και στην απόφαση του δικαστηρίου ότι παραιτούμαστε για λόγους υγείας. Μας είπε ότι θα καλούσε την κ. Ι. κι εμένα να λάβουμε μέρος σε άλλες διαδικασίες.
Η κ. Ι κι εγώ αρνηθήκαμε να αλλάξουμε τις παραιτήσεις μας και αφού η αναπληρώτρια πρόεδρος έφυγε, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση που δεχόταν της παραιτήσεις, αναφέροντας τι είχε συμβεί.
Έχω ξαναδιοριστεί πραγματογνώμονας, έχω πάρει μέρος σε πολλές άλλες διαδικασίες, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισα τέτοια πίεση να ασκείται στο δικαστήριο.
Σας ζητώ να εξετάσετε τα παραπάνω και να στραφείτε εναντίον της προέδρου και της αναπληρώτριας προέδρου του δικαστηρίου.”
26. Στις 16 Δεκεμβρίου 2003 η άλλη πραγματογνώμονας που είχε παραιτηθεί, η κ. Ι. έστειλε μια όμοια επιστολή στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης.
27. Παρόμοιοι ισχυρισμοί υποβλήθηκαν και από την κ. Τ., την γραμματέα του δικαστηρίου, σε μια επιστολή στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ανέφερε τη συμμετοχή της στην υπόθεση Zaytsev και προσφέρθηκε να καταθέσει ότι η προσφεύγουσα πράγματι είχε κληθεί πολλές φορές από την πρόεδρο του δικαστηρίου και είχε εξαντληθεί από την παρέμβαση στην διαδικασία του δικαστηρίου. Διαμαρτυρήθηκε επίσης για την απαράδεκτη συμπεριφορά του δημόσιου κατήγορου, ο οποίος είχε πιέσει, κατά τη γνώμη της, τις εμπειρογνώμονες να παραιτηθούν.
28. Σύμφωνα με την καταγγελία της προσφεύγουσας της 2 Δεκεμβρίου 2003, το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών διόρισε τον κ. S. Έναν δικαστή του Εμποροδικείου της Μόσχας να εξετάσει τους ισχυρισμούς κατά της κ. Yegorova.
29. Η Κυβέρνηση υπέβαλε ένα αντίγραφο από την έκθεση που ετοίμασε ο κ. S. και το υπέβαλε στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης, με τα ακόλουθα συμπεράσματα:
– κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης κατά του Zaytsev η προσφεύγουσα από μόνη της συμβουλεύθηκε την κ. Yegorova ζητώντας συμβουλές για το πώς να δράσει στη διαδικασία, λόγω της συμπεριφοράς του δημόσιου κατήγορου,
περαιτέρω επικοινωνία ανάμεσα στην προσφεύγουσα και την κ. Yegorova και, σε άλλη περίσταση, με την αναπληρώτρια πρόεδρο του δικαστηρίου, έλαβε χώρα ιδιωτικά και το περιεχόμενό τους δεν μπορεί να αποδειχθεί.
– δεν υπάρχει επαρκής απόδειξη ότι η κ. Yegorova άσκησε πίεση στην προσφεύγουσα όταν τόσο η κ. Yegorova και η αναπληρώτρια πρόεδρος αρνούνται τους ισχυρισμούς,
– η κ. Yegorova ανέθεσε την ποινική δικογραφία κατά του Zaytsev σε άλλον δικαστή, επειδή η κ. Kudeshkina “δεν μπορούσε να διεξάγει την ακροαματική διαδικασία, οι διαδικαστικές της ενέργειες ήταν ασυνεπείς, συμπεριφέρθηκε κατά παράβαση της αρχής της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας και της αρχής της ισότητας των όπλων, γνωστοποίησε την νομική της άποψη σε εκκρεμή υπόθεση και προσπάθησε να αναζητήσει την συμβουλή της προέδρου του δικαστηρίου για την υπόθεση και ενόψει της ύπαρξης εμπιστευτικών αναφορών από αρμόδιες υπηρεσίες προς την πρόεδρο του δικαστηρίου της Μόσχας όσον αφορά την δικαστή Kudeshkina, σε σχέση με την εξέταση της υπόθεσης Zaytsev και σε άλλες ποινικές υποθέσεις. ”.
30. Στις 11 Μάη 2004 το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης ανακοίνωσε στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου την κρίση του όσον αφορά την καταγγελία κατά της κ. Yegorova. Αυτός αποφάσισε, χωρίς ανάλυση της αιτιολογίας, ότι δεν υπήρχαν λόγοι πειθαρχικής δίωξης κατά της κ. Yegorova.
31. Στις 17 Μάη 2004 το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης αποφάσισε να κλείσει τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά της κ. Yegorova. Δεν έχει υποβληθεί αντίγραφο αυτής της απόφασης στο Δικαστήριο. Την ίδια ημέρα η προσφεύγουσα ειδοποιήθηκε με επιστολή ότι η καταγγελία της κατά της προέδρου του δικαστηρίου είχε εξεταστεί και δεν κρίθηκε απαραίτητη περαιτέρω ενέργεια.
D. Η αποπομπή της προσφεύγουσας από την θέση της
“Μετά την δημοσιοποίηση μιας συνέντευξης με τη δικαστή Kudeshkina ... Αποφάσισα να σας γράψω λόγω του ότι συμμετείχα ως εμπειρογνώμων στην υπόθεση Zaytsev.
Συμφωνώ απολύτως με όλα όσα είπε η δικαστής Kudeshkina σε αυτή τη συνέντευξη.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο δημόσιος κατήγορος έκανε τα πάντα για να εμποδίσει το δικαστήριο από το να εξετάσει την υπόθεση. Ήταν αγενής και επιθετικός προς το δικαστήριο, στις παρεμβάσεις του και τις αιτήσεις του παρερμήνευε σκόπιμα ό,τι συνέβαινε στη διαδικασία και ασκούσε συνέχεια ενστάσεις για την σύνθεση του δικαστηρίου. Αυτές οι αιτήσεις ήταν εξευτελιστικές και απαράδεκτες. Με τις πράξεις αυτές ασκούσε πίεση στο δικαστήριο, για να το πιέσει να εκδώσει απόφαση η οποία τον βόλευε ή, εναλλακτικά, για να ακυρώσει την ακροαματική διαδικασία.
Φοβήθηκα με όλα αυτά, αλλά προς έκπληξή μου έμαθα ότι ασκήθηκε επίσης πίεση στην δικαστή Kudeshkina από την πρόεδρο του Δικαστηρίου!
Κατά τη διάρκεια του διαλλείματος η δικαστής Kudeshkina έλαβε τηλεφώνημα από την πρόεδρο του δικαστηρίου, να πάει να την δει. Ύστερα από λίγη ώρα, η δικαστής Kudeshkina γύρισε πίσω εκνευρισμένη και στενάχωρη. Στις ερωτήσεις μας απάντησε ότι η Πρόεδρος του Δικαστηρίου Yegorova την είχε κατηγορήσει ότι το δικαστήριο ήταν επιφυλακτικό στην εξέταση της υπόθεσης. Ότι οι εμπειρογνώμονες ρωτούσαν τα θύματα τις λάθος ερωτήσεις και ότι είχε ζητήσει από την δικαστή Kudeshkina να κανονίσει να μην επανεμφανιστούν οι εμπειρογνώμονες στη διαδικασία.
... Το επόμενο πρωί ... η κ. I. κι εγώ αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε από τη διαδικασία.
Στην έναρξη της ακρόασης αυτή την ημέρα, ο κατήγορος πριν κληθεί από το δικαστήριο άσκησε αίτημα στο οποίο ουσιαστικά με υποβάθμιζε και προσέβαλε εκ νέου επαναλαμβάνοντας ένα σχόλιο που έκανε το θύμα έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου σχετικά με εμένα …. Δεν αντέδρασε στην επίπληξη της δικαστού.
Ύστερα από αυτό … δήλωσα ότι αποσύρομαι από τη διαδικασία λόγω της αναιδούς και προσβλητικής συμπεριφοράς του δημόσιου κατήγορου, η οποία δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως κάτι άλλο παρά πίεση στο δικαστήριο. Η κ. Ι τότε αποσύρθηκε επίσης.
Πριν από τη δίκη ποτέ δεν είχα συναντήσει κανέναν από τους παράγοντες της δίκης, ούτε την δικαστή, ούτε τον Zaytsev, ούτε τον δημόσιο κατήγορο ούτε τον συνήγορο της υπεράσπισης. Δεν είχα προσωπικό συμφέρον από την δίκη. Η συμπεριφορά του δημόσιου κατήγορου ήταν λοιπόν απροσδόκητη και με σόκαρε.
Περίπου στις 6 μ.μ. η δικαστής Kudeshkina εκλήθη έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων όπου το δικαστήριο λαμβάνει την απόφαση. Την κάλεσε η πρόεδρος του δικαστηρίου…
Την επόμενη ημέρα …. η δικαστής Kudeshkina μας είπε ότι η πρόεδρος της είχε φωνάξει, απαιτώντας να μην περιλάβει τις παραιτήσεις των εμπειρογνωμόνων στο φάκελο της υπόθεσης και να μην αναφερθεί στην απόφαση του δικαστηρίου ο λόγος της παραίτησης.
Η κ. Ι κι εγώ σοκαριστήκαμε από τα τεκταινόμενα. Πρώτον διότι ο δημόσιος κατήγορος άσκησε πίεση σε εμάς κατά τη διάρκεια της ακρόασης και μετά φαίνεται ότι η πρόεδρος του δικαστηρίου συντάχθηκε.
Ήταν μεγάλη η έκπληξη όταν η αναπληρώτρια πρόεδρος του δικαστηρίου ήρθε στην αίθουσα συνεδριάσεων και άρχισε να προσπαθεί πείσει εμένα και την κ. Ι. να μην σχολιάσουμε την συμπεριφορά του δημόσιου κατήγορου στην απόφαση του δικαστηρίου, αλλά να δηλώσουμε στις παραιτήσεις μας και στην απόφαση του δικαστηρίου ότι παραιτούμαστε για λόγους υγείας. Μας είπε ότι θα καλούσε την κ. Ι. κι εμένα να λάβουμε μέρος σε άλλες διαδικασίες.
Η κ. Ι κι εγώ αρνηθήκαμε να αλλάξουμε τις παραιτήσεις μας και αφού η αναπληρώτρια πρόεδρος έφυγε, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση που δεχόταν της παραιτήσεις, αναφέροντας τι είχε συμβεί.
Έχω ξαναδιοριστεί πραγματογνώμονας, έχω πάρει μέρος σε πολλές άλλες διαδικασίες, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπισα τέτοια πίεση να ασκείται στο δικαστήριο.
Σας ζητώ να εξετάσετε τα παραπάνω και να στραφείτε εναντίον της προέδρου και της αναπληρώτριας προέδρου του δικαστηρίου.”
26. Στις 16 Δεκεμβρίου 2003 η άλλη πραγματογνώμονας που είχε παραιτηθεί, η κ. Ι. έστειλε μια όμοια επιστολή στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης.
27. Παρόμοιοι ισχυρισμοί υποβλήθηκαν και από την κ. Τ., την γραμματέα του δικαστηρίου, σε μια επιστολή στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ανέφερε τη συμμετοχή της στην υπόθεση Zaytsev και προσφέρθηκε να καταθέσει ότι η προσφεύγουσα πράγματι είχε κληθεί πολλές φορές από την πρόεδρο του δικαστηρίου και είχε εξαντληθεί από την παρέμβαση στην διαδικασία του δικαστηρίου. Διαμαρτυρήθηκε επίσης για την απαράδεκτη συμπεριφορά του δημόσιου κατήγορου, ο οποίος είχε πιέσει, κατά τη γνώμη της, τις εμπειρογνώμονες να παραιτηθούν.
28. Σύμφωνα με την καταγγελία της προσφεύγουσας της 2 Δεκεμβρίου 2003, το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών διόρισε τον κ. S. Έναν δικαστή του Εμποροδικείου της Μόσχας να εξετάσει τους ισχυρισμούς κατά της κ. Yegorova.
29. Η Κυβέρνηση υπέβαλε ένα αντίγραφο από την έκθεση που ετοίμασε ο κ. S. και το υπέβαλε στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης, με τα ακόλουθα συμπεράσματα:
– κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης κατά του Zaytsev η προσφεύγουσα από μόνη της συμβουλεύθηκε την κ. Yegorova ζητώντας συμβουλές για το πώς να δράσει στη διαδικασία, λόγω της συμπεριφοράς του δημόσιου κατήγορου,
περαιτέρω επικοινωνία ανάμεσα στην προσφεύγουσα και την κ. Yegorova και, σε άλλη περίσταση, με την αναπληρώτρια πρόεδρο του δικαστηρίου, έλαβε χώρα ιδιωτικά και το περιεχόμενό τους δεν μπορεί να αποδειχθεί.
– δεν υπάρχει επαρκής απόδειξη ότι η κ. Yegorova άσκησε πίεση στην προσφεύγουσα όταν τόσο η κ. Yegorova και η αναπληρώτρια πρόεδρος αρνούνται τους ισχυρισμούς,
– η κ. Yegorova ανέθεσε την ποινική δικογραφία κατά του Zaytsev σε άλλον δικαστή, επειδή η κ. Kudeshkina “δεν μπορούσε να διεξάγει την ακροαματική διαδικασία, οι διαδικαστικές της ενέργειες ήταν ασυνεπείς, συμπεριφέρθηκε κατά παράβαση της αρχής της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας και της αρχής της ισότητας των όπλων, γνωστοποίησε την νομική της άποψη σε εκκρεμή υπόθεση και προσπάθησε να αναζητήσει την συμβουλή της προέδρου του δικαστηρίου για την υπόθεση και ενόψει της ύπαρξης εμπιστευτικών αναφορών από αρμόδιες υπηρεσίες προς την πρόεδρο του δικαστηρίου της Μόσχας όσον αφορά την δικαστή Kudeshkina, σε σχέση με την εξέταση της υπόθεσης Zaytsev και σε άλλες ποινικές υποθέσεις. ”.
30. Στις 11 Μάη 2004 το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης ανακοίνωσε στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου την κρίση του όσον αφορά την καταγγελία κατά της κ. Yegorova. Αυτός αποφάσισε, χωρίς ανάλυση της αιτιολογίας, ότι δεν υπήρχαν λόγοι πειθαρχικής δίωξης κατά της κ. Yegorova.
31. Στις 17 Μάη 2004 το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης αποφάσισε να κλείσει τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά της κ. Yegorova. Δεν έχει υποβληθεί αντίγραφο αυτής της απόφασης στο Δικαστήριο. Την ίδια ημέρα η προσφεύγουσα ειδοποιήθηκε με επιστολή ότι η καταγγελία της κατά της προέδρου του δικαστηρίου είχε εξεταστεί και δεν κρίθηκε απαραίτητη περαιτέρω ενέργεια.
D. Η αποπομπή της προσφεύγουσας από την θέση της
32. Εντωμεταξύ, σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία πριν από την παραπάνω επανένταξη της προσφεύγουσας στην δικαστική της θέση, ο Πρόεδρος του Δικαστικού Συμβουλίου της Μόσχας ζήτησε τον απαλλαγή της προσφεύγουσας από τα καθήκοντά της ως δικαστή. Υπέβαλε αίτηση στο Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας, ισχυριζόμενος ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας η προσφεύγουσα είχε συμπεριφερθεί κατά τρόπο ασύμβατο προς την εξουσία και τη θέση ενός δικαστή. Ισχυρίστηκε ότι οι συνεντεύξεις της είχαν προσβάλει με πρόθεση το δικαστικό σύστημα και τους δικαστές ατομικά και ότι είχε κάνει ανακριβείς δηλώσεις οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν παραπλανήσει το κοινό και να θίξουν την δικαστική εξουσία. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις ενστάσεις της.
33. Η ακρόαση ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου της Μόσχας είχε προγραμματιστεί για τις 24 Μαρτίου 2004, αλλά στη συνέχεια αναβλήθηκε για τις 31 Μαρτίου 2004, ύστερα από αίτηση της προσφεύγουσας για λόγους υγείας. Στη συνέχεια αναβλήθηκε λόγω απουσίας της προσφεύγουσας, για τις 14 Απριλίου 2004 και στη συνέχεια για τις 28 Απριλίου 2004, για τις 12 Μαΐου 2004, και τέλος για τις 19 Μαΐου 2004.
34. Στις 19 Μαΐου 2004 το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας εξέτασε το αίτημα του Δικαστικού Συμβουλίου της Μόσχας. Η προσφεύγουσα απείχε από τη διαδικασία, χωρίς νόμιμο λόγο. Το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα και ότι έπρεπε να απαλλαγεί από τα καθήκοντά της ως δικαστής, σύμφωνα με το νόμο «Περί κατάστασης των δικαστών στην Ρωσική Ομοσπονδία». Η Απόφαση, ως προς το σχετικό της μέρος, αναφέρει τα εξής:
“Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, προκειμένου να κερδίσει την προσοχή και την δημοφιλία των ψηφοφόρων της, η δικαστής Kudeshkina διέδωσε με πρόθεση ανακριβείς, προσβλητικές και απαξιωτικές δηλώσεις για τους δικαστές και το δικαστικό σύστημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, υποβιβάζοντας την δικαστική εξουσία και προσβάλλοντας την αξία του δικαστικού επαγγέλματος, κατά παράβαση του Νόμου περί κατάστασης των δικαστών στην Ρωσική Ομοσπονδία και τον Κώδικα Τιμής του Δικαστή της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Έτσι, το Νοέμβριο του 2003, κατά τη συνάντησή της με μέλη του συνδυασμό της, η δικαστής Kudeshkina δήλωσε ότι το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα άσκησε άνευ προηγουμένου πίεση σε δικαστές κατά την διάρκεια της εξέτασης ενός αριθμού ποινικών υποθέσεων από το Δικαστήριο της Μόσχας.
Σε ζωντανά μεταδιδόμενη συνέντευξή της στο ραδιοσταθμό Ekho Moskvy την 1η Δεκέμβρη 2003, η δικαστής Kudeshkina δήλωσε ότι « χρόνια απασχόλησης στο Δικαστήριο της Μόσχας με έκαναν να αμφιβάλλω για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα», ‘Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου’, ‘τα δικαστήρια χρησιμοποιούνται ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης», «αν όλοι οι δικαστές σωπάσουν αυτή η χώρα σύντομα θα περιέλθει σε κατάσταση δικαστικής αυθαιρεσίας.»
Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Izvestiya στις 4 Δεκεμβρίου 2003, η δικαστής Kudeshkina δήλωσε : ‘Αν ρίξετε μια ματιά, παντού τριγύρω υπάρχει παρανομία. Ο νόμος εφαρμόζεται αυστηρά στους απλούς ανθρώπους, αλλά όχι όταν πρόκειται για πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές θέσεις. Όμως κι αυτοί παραβιάζουν τον νόμο – χωρίς να λογοδοτούν», « η διοίκηση του δικαστηρίου ελέγχει κάθε δικαστή για να δει πόσο ευέλικτος είναι ώστε κατά τη διανομή των υποθέσεων να μάθουν σε ποιον μπορούν να εμπιστευθούν μια ευαίσθητη υπόθεση και ποιον να αποφύγουν».
Σε μια άλλη συνέντευξη με την δικαστή Kudeshkina, που δημοσιεύθηκε στην Novaya Gazeta στις 4 Δεκεμβρίου 2003, δήλωσε επίσης ότι «Στην Σιβηρία, παρεμπιπτόντως, τα δικαστήρια είναι πολύ πιο αδέκαστα από ό,τι στη Μόσχα. Εκεί δεν μπορείς να φανταστείς τέτοιες βίαιες χειραγωγήσεις και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφθορά σε αυτή την έκταση.», «Αμφιβάλλω αν στα περιφερειακά δικαστήρια συμβαίνουν τόσο ακραία σκάνδαλα όπως αυτά στο Δικαστήριο της Μόσχας, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα διαβάθμισης, ενώ τα προβλήματα είναι γενικότερα.», «Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου. Ο μηχανισμός με τον οποίο επιβάλλεται η απόφαση σε έναν δικαστή δεν γίνεται με την άμεση επικοινωνία μαζί του. Αντί αυτού, ένας κατήγορος ή κάποιος ενδιαφερόμενος προσεγγίζει τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος στη συνέχεια προσπαθεί να μιλήσει στον δικαστή περί «ορθής» απόφασης, αρχικά με ευγενικό τρόπο, δίνοντας συμβουλές ή επαγγελματική γνώμη, στη συνέχεια πιέζοντάς τον πιο πολύ να λάβει την «ορθή» απόφαση, δηλαδή αυτή που εξυπηρετεί κάποιον.», «στην πράξη το δικαστήριο συνήθως συντάσσεται με τον εισαγγελέα. Τα δικαστήρια έτσι γίνονται όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικάζεται σύμφωνα με το νόμο και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες κάποιου τρίτου. ”
Πράττοντας έτσι, η δικαστής Kudeshkina διέδωσε εν γνώσει της και με πρόθεση στην κοινωνία των πολιτών ανακριβείς και ψευδείς παραστάσεις για την αυθαιρεσία που δήθεν κατακλύζει την δικαστική σφαίρα. Ότι, σε συγκεκριμένες υποθέσεις, οι δικαστές βρίσκονται υπό διαρκή και απροκάλυπτη πίεση που τους ασκείται από τους προέδρους των δικαστηρίων. Ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων προ-ελέγχουν σε ποια έκταση μπορεί ο ένας ή ο άλλος δικαστής να ελεγχθεί προκειμένου να προσδιοριστεί σε ποιον θα μπορούσαν να εμπιστευθούν μια εν γνώσει τους άδικη απόφαση σε μια υπόθεση. Ότι κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του εξετάζεται από ένα αμερόληπτο δικαστήριο. Ότι οι δικαστές στην πραγματικότητα προδίδουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης υιοθετώντας τις απόψεις των εισαγγελέων στις περισσότερες υποθέσεις. Ότι ένας δικαστής σε αυτή την χώρα δεν είναι ανεξάρτητος και τίμιος, αλλά ένας τυπικός δημόσιος υπάλληλος. Ότι σε αυτή την χώρα υπάρχει πλήρης παρανομία και δικαστικό χάος.
Οι παραπάνω δηλώσεις της δικαστή Kudeshkina βασίζονται πρόδηλα σε φαντασιώσεις, σε εν γνώσει της ανακριβή και διαστρεβλωμένα περιστατικά.
Πάντως, η διάδοση τέτοιων πληροφοριών από έναν δικαστή ενέχει μεγάλο δημόσιο κίνδυνο, καθώς προσβάλλει με πρόθεση την δικαστική εξουσία και υποβαθμίζει την αξία του δικαστικού επαγγέλματος ενώ προωθεί εσφαλμένες ιδέες για διεφθαρμένες, εξαρτώμενες και μεροληπτικές δικαστικές αρχές αυτής της χώρας, πράγμα που οδηγεί στην απώλεια της δημόσιας πίστης στην νομιμότητα και την αμεροληψία κατά την εκδίκαση των υποθέσεων που φέρονται ενώπιον των δικαστηρίων.
Κατ’ αποτέλεσμα, οι ανακριβείς πληροφορίες που διαδίδονται στην κοινωνία των πολιτών από την δικαστή Kudeshkina, η οποία είναι μέλος της Ρωσικής Δικαιοσύνης, κλόνισαν την δημόσια πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη στην Ρωσία είναι ανεξάρτητη και αμερόληπτη. Συνακόλουθα, πολλοί πολίτες οδηγήθηκαν στο να αποκτήσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι οι δικαστές σε αυτή την χώρα είναι χωρίς αρχές, μεροληπτική και αργυρώνητοι και ότι ασκούν τις αρμοδιότητές τους μόνο προς επιδίωξη προσωπικού οφέλους και άλλων ατομικιστικών σκοπών και συμφερόντων.
...
Προς υποστήριξη των ανυπόστατων και αβάσιμων επιθέσεων της για την προβολή του δικαστικού συστήματος στη χώρα μας, η δικαστής Kudeshkina αναφέρθηκε στις συνεντεύξεις της στην ποινική υπόθεση κατά του P.V. Zaytsev, στην οποία ήταν δικαστής πιο πριν.
Αναφέρθηκε στην ίδια υπόθεση στην καταγγελία της στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
...
Σύμφωνα με σημείωμα του Προέδρου του Υψηλού Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών (αρ. BKK-7242/03 της 17 Μαΐου 2004), το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας διενέργησε έρευνα για να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της δικαστή Kudeshkina στην καταγγελία της. Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατέληξε, βάσει των ανωτέρω, ότι δεν υπήρχε λόγος για να κάνει δεκτή την αίτησή της.
Έτσι, οι ισχυρισμοί της δικαστή Kudeshkina για παρέμβαση στη δικαστική της λειτουργία δεν έχουν επιβεβαιωθεί από τα συμπεράσματα της έρευνας.
Το Συμβούλιο Αξιολόγησης της Μόσχας σημειώνει ότι η δικαστής Kudeshkina δεν έκανε αυτές τις δηλώσεις κατά την περίοδο που εξέταζε την υπόθεση εναντίον του Zaytsev, αλλά περίπου μισό χρόνο μετά, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την προεκλογική περίοδο. Γι’ αυτό το Συμβούλιο κρίνει ότι η διάδοση ανακριβών και ψευδών πληροφοριών από την δικαστή Kudeshkina βασίζεται μόνο στις υποκειμενικές εικασίες και σε προσωπικούς υπαινιγμούς.
Εξάλλου, προβαίνοντας σε αυτές τις δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης, η δικαστής Kudeshkina διέδωσε συγκεκριμένες πληροφορίες για πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν την ποινική διαδικασία κατά του Zaytsev, προτού αποκτήσει νομική ισχύ η απόφαση σε αυτήν την υπόθεση.
...
[Ο Νόμος για την Κατάσταση των Δικαστών στην Ρωσική Ομοσπονδία και ο Κώδικας Τιμής του Δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία] της επέβαλαν να απέχει από κάθε δημόσια δήλωση από απαξιώνει την δικαστική λειτουργία και το δικαιοδοτικό σύστημα γενικά
...
Συνολικά, το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας κρίνει ότι οι ενέργειες της δικαστή Kudeshkina απάδουν προς την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός δικαστή, υποβάθμισαν την αξιοπιστία της δικαιοσύνης και προκάλεσαν ουσιώδη βλάβη στην υπόληψη του δικαστικού επαγγέλματος, συνιστώντας πειθαρχικό παράπτωμα.
Για τον επιμερισμό της πειθαρχικής κύρωσης που επιβάλλεται στην δικαστή Kudeshkina το συμβούλιο αξιολόγησης λαμβάνει υπόψη ότι κάνοντας τις δηλώσεις της, προσέβαλε τους δικαστές και το δικαστικό σύστημα της Ρωσίας. Διέδωσε ανακριβείς πληροφορίες για τους συναδέλφους της. Πρόδωσε την αξιοπρέπεια, την υπευθυνότητα και την ακεραιότητα του δικαστή για χάρη μιας πολιτικής καριέρας. Επέδειξε μεροληψία κατά την ακροαματική διαδικασία μιας υπόθεσης. Προτίμησε τα πολιτικά και άλλα συμφέροντά της σε σχέση με τις αξίες της δικαιοσύνης. Καταχράστηκε τη θέση της ως δικαστή, προπαγανδίζοντας τον νομικό νιχιλισμό και προκαλώντας ανήκεστο βλάβη στα θεμέλια της δικαστικής εξουσίας. …»
35. Η απόφαση ανέφερε ότι μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου εντός δέκα ημερών.
36. Η προσφεύγουσα προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου της Μόσχας, κατά της απόφασης του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας.
37. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου να ορίσει αρμόδιο δικαστήριο άλλο από το Δικαστήριο της Μόσχας, για λόγους έλλειψης αντικειμενικότητας.
38. Στις 7 Οκτώβρη 2004, το Δικαστήριο της Μόσχας, αποτελούμενο από έναν δικαστή άρχισε να εξετάζει την υπόθεση. Η προσφεύγουσα πρώτα ζήτησε την εξαίρεση του δικαστή επειδή ήταν μέλος του Δικαστηρίου της Μόσχας και έτσι συνδεόταν ευθέως με το άλλο μέρος της υπόθεσης. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο της Μόσχας, υπό οποιαδήποτε σύνθεση, δεν θα ήταν αμερόληπτο και ανεξάρτητο, επειδή οι επίμαχες δηλώσεις αφορούσαν ειδικά αυτό το δικαστήριο και την Πρόεδρό του. Η αίτηση δικάστηκε την ίδια ημέρα και απορρίφθηκε, λόγω του ότι δεν ήταν εφικτό να ανατεθεί η υπόθεση σε άλλον δικαστή του ίδιου δικαστηρίου και ότι μόνο ένα ανώτερο δικαστήριο είχε το δικαίωμα να ορίσει αρμόδιο ένα άλλο δικαστήριο. Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα αναβολής μέχρι την έκδοση απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου επί του αιτήματός της για καθορισμό άλλου δικαστηρίου ως αρμοδίου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε επίσης.
39. Στις 8 Οκτωβρίου 2004, το Δικαστήριο της Μόσχας επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας. Έκρινε ότι οι δηλώσεις της προσφεύγουσας στα μέσα ενημέρωσης ήταν ψευδείς, αβάσιμες και προκαλούσαν βλάβη στην υπόληψη της δικαιοσύνης και στην εξουσία όλων των δικαστηρίων. Επίσης έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε εκφράσει δημόσια την γνώμη της για υπόθεση πριν την έκδοση απόφασης σε εκκρεμή ποινική υπόθεση. Έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε καταχραστεί του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης λόγω της πολιτικής της φιλοδοξίας, ότι είχε αρνηθεί δημόσια την αρχή του κράτους δικαίου και ότι αυτή η συμπεριφορά ήταν ασύμβατη με την δικαστική λειτουργία. Το δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απόφαση ελήφθη ερήμην της, κρίνοντας ότι μετά από πολλές αναβολές, δεν είχε προσκομίσει στο δικαστήριο έγγραφα που να αιτιολογούν τους λόγους της απουσίας της. Απέρριψε επίσης την ένστασή της ότι κατά το χρόνο της προεκλογικής εκστρατείας της, τα καθήκοντά της ως δικαστού ήταν σε αναστολή και έκρινε ότι, κατά τη διάρκεια της αναστολής, εξακολουθούσε να δεσμεύεται από τους κανόνες συμπεριφοράς που εφαρμόζονται στους δικαστές. Όσον αφορά την εφαρμογή του Κώδικα Τιμής του Δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σε ισχύ και με νομική δεσμευτικότητα κατά τον κρίσιμο χρόνο και μπορούσαν να εφαρμοστούν σε αυτήν την υπόθεση.
40. Η προσφεύγουσα έκανε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
41. Στις 25 Οκτωβρίου 2004 η προσφεύγουσα έλαβε μια επιστολή του δικαστή R. του Ανώτατου Δικαστηρίου, με το οποίο την πληροφορούσε ότι το αίτημά της για καθορισμό άλλου αρμόδιου δικαστηρίου είχε απορριφθεί επειδή ήταν αντίθετο στους κανόνες της δωσιδικίας.
42. Στις 19 Ιανουαρίου 2005 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δικάζοντας σε τελικό επίπεδο, επικύρωσε την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2004, επιβεβαιώνοντας τις προηγούμενες κρίσεις του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας και του Δικαστηρίου της Μόσχας. Για το θέμα της προβαλλόμενης έλλειψης ανεξαρτησίας από το Δικαστήριο της Μόσχας, το οποίο έκρινε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει σχετική καταγγελία στις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου της Μόσχας και γι’ αυτό της απαγορευόταν να εγείρει αυτή την ένσταση στην έφεση.
33. Η ακρόαση ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου της Μόσχας είχε προγραμματιστεί για τις 24 Μαρτίου 2004, αλλά στη συνέχεια αναβλήθηκε για τις 31 Μαρτίου 2004, ύστερα από αίτηση της προσφεύγουσας για λόγους υγείας. Στη συνέχεια αναβλήθηκε λόγω απουσίας της προσφεύγουσας, για τις 14 Απριλίου 2004 και στη συνέχεια για τις 28 Απριλίου 2004, για τις 12 Μαΐου 2004, και τέλος για τις 19 Μαΐου 2004.
34. Στις 19 Μαΐου 2004 το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας εξέτασε το αίτημα του Δικαστικού Συμβουλίου της Μόσχας. Η προσφεύγουσα απείχε από τη διαδικασία, χωρίς νόμιμο λόγο. Το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα και ότι έπρεπε να απαλλαγεί από τα καθήκοντά της ως δικαστής, σύμφωνα με το νόμο «Περί κατάστασης των δικαστών στην Ρωσική Ομοσπονδία». Η Απόφαση, ως προς το σχετικό της μέρος, αναφέρει τα εξής:
“Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, προκειμένου να κερδίσει την προσοχή και την δημοφιλία των ψηφοφόρων της, η δικαστής Kudeshkina διέδωσε με πρόθεση ανακριβείς, προσβλητικές και απαξιωτικές δηλώσεις για τους δικαστές και το δικαστικό σύστημα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, υποβιβάζοντας την δικαστική εξουσία και προσβάλλοντας την αξία του δικαστικού επαγγέλματος, κατά παράβαση του Νόμου περί κατάστασης των δικαστών στην Ρωσική Ομοσπονδία και τον Κώδικα Τιμής του Δικαστή της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Έτσι, το Νοέμβριο του 2003, κατά τη συνάντησή της με μέλη του συνδυασμό της, η δικαστής Kudeshkina δήλωσε ότι το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα άσκησε άνευ προηγουμένου πίεση σε δικαστές κατά την διάρκεια της εξέτασης ενός αριθμού ποινικών υποθέσεων από το Δικαστήριο της Μόσχας.
Σε ζωντανά μεταδιδόμενη συνέντευξή της στο ραδιοσταθμό Ekho Moskvy την 1η Δεκέμβρη 2003, η δικαστής Kudeshkina δήλωσε ότι « χρόνια απασχόλησης στο Δικαστήριο της Μόσχας με έκαναν να αμφιβάλλω για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα», ‘Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου’, ‘τα δικαστήρια χρησιμοποιούνται ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης», «αν όλοι οι δικαστές σωπάσουν αυτή η χώρα σύντομα θα περιέλθει σε κατάσταση δικαστικής αυθαιρεσίας.»
Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα Izvestiya στις 4 Δεκεμβρίου 2003, η δικαστής Kudeshkina δήλωσε : ‘Αν ρίξετε μια ματιά, παντού τριγύρω υπάρχει παρανομία. Ο νόμος εφαρμόζεται αυστηρά στους απλούς ανθρώπους, αλλά όχι όταν πρόκειται για πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές θέσεις. Όμως κι αυτοί παραβιάζουν τον νόμο – χωρίς να λογοδοτούν», « η διοίκηση του δικαστηρίου ελέγχει κάθε δικαστή για να δει πόσο ευέλικτος είναι ώστε κατά τη διανομή των υποθέσεων να μάθουν σε ποιον μπορούν να εμπιστευθούν μια ευαίσθητη υπόθεση και ποιον να αποφύγουν».
Σε μια άλλη συνέντευξη με την δικαστή Kudeshkina, που δημοσιεύθηκε στην Novaya Gazeta στις 4 Δεκεμβρίου 2003, δήλωσε επίσης ότι «Στην Σιβηρία, παρεμπιπτόντως, τα δικαστήρια είναι πολύ πιο αδέκαστα από ό,τι στη Μόσχα. Εκεί δεν μπορείς να φανταστείς τέτοιες βίαιες χειραγωγήσεις και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφθορά σε αυτή την έκταση.», «Αμφιβάλλω αν στα περιφερειακά δικαστήρια συμβαίνουν τόσο ακραία σκάνδαλα όπως αυτά στο Δικαστήριο της Μόσχας, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα διαβάθμισης, ενώ τα προβλήματα είναι γενικότερα.», «Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου. Ο μηχανισμός με τον οποίο επιβάλλεται η απόφαση σε έναν δικαστή δεν γίνεται με την άμεση επικοινωνία μαζί του. Αντί αυτού, ένας κατήγορος ή κάποιος ενδιαφερόμενος προσεγγίζει τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος στη συνέχεια προσπαθεί να μιλήσει στον δικαστή περί «ορθής» απόφασης, αρχικά με ευγενικό τρόπο, δίνοντας συμβουλές ή επαγγελματική γνώμη, στη συνέχεια πιέζοντάς τον πιο πολύ να λάβει την «ορθή» απόφαση, δηλαδή αυτή που εξυπηρετεί κάποιον.», «στην πράξη το δικαστήριο συνήθως συντάσσεται με τον εισαγγελέα. Τα δικαστήρια έτσι γίνονται όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικάζεται σύμφωνα με το νόμο και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες κάποιου τρίτου. ”
Πράττοντας έτσι, η δικαστής Kudeshkina διέδωσε εν γνώσει της και με πρόθεση στην κοινωνία των πολιτών ανακριβείς και ψευδείς παραστάσεις για την αυθαιρεσία που δήθεν κατακλύζει την δικαστική σφαίρα. Ότι, σε συγκεκριμένες υποθέσεις, οι δικαστές βρίσκονται υπό διαρκή και απροκάλυπτη πίεση που τους ασκείται από τους προέδρους των δικαστηρίων. Ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων προ-ελέγχουν σε ποια έκταση μπορεί ο ένας ή ο άλλος δικαστής να ελεγχθεί προκειμένου να προσδιοριστεί σε ποιον θα μπορούσαν να εμπιστευθούν μια εν γνώσει τους άδικη απόφαση σε μια υπόθεση. Ότι κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του εξετάζεται από ένα αμερόληπτο δικαστήριο. Ότι οι δικαστές στην πραγματικότητα προδίδουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης υιοθετώντας τις απόψεις των εισαγγελέων στις περισσότερες υποθέσεις. Ότι ένας δικαστής σε αυτή την χώρα δεν είναι ανεξάρτητος και τίμιος, αλλά ένας τυπικός δημόσιος υπάλληλος. Ότι σε αυτή την χώρα υπάρχει πλήρης παρανομία και δικαστικό χάος.
Οι παραπάνω δηλώσεις της δικαστή Kudeshkina βασίζονται πρόδηλα σε φαντασιώσεις, σε εν γνώσει της ανακριβή και διαστρεβλωμένα περιστατικά.
Πάντως, η διάδοση τέτοιων πληροφοριών από έναν δικαστή ενέχει μεγάλο δημόσιο κίνδυνο, καθώς προσβάλλει με πρόθεση την δικαστική εξουσία και υποβαθμίζει την αξία του δικαστικού επαγγέλματος ενώ προωθεί εσφαλμένες ιδέες για διεφθαρμένες, εξαρτώμενες και μεροληπτικές δικαστικές αρχές αυτής της χώρας, πράγμα που οδηγεί στην απώλεια της δημόσιας πίστης στην νομιμότητα και την αμεροληψία κατά την εκδίκαση των υποθέσεων που φέρονται ενώπιον των δικαστηρίων.
Κατ’ αποτέλεσμα, οι ανακριβείς πληροφορίες που διαδίδονται στην κοινωνία των πολιτών από την δικαστή Kudeshkina, η οποία είναι μέλος της Ρωσικής Δικαιοσύνης, κλόνισαν την δημόσια πεποίθηση ότι η δικαιοσύνη στην Ρωσία είναι ανεξάρτητη και αμερόληπτη. Συνακόλουθα, πολλοί πολίτες οδηγήθηκαν στο να αποκτήσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι οι δικαστές σε αυτή την χώρα είναι χωρίς αρχές, μεροληπτική και αργυρώνητοι και ότι ασκούν τις αρμοδιότητές τους μόνο προς επιδίωξη προσωπικού οφέλους και άλλων ατομικιστικών σκοπών και συμφερόντων.
...
Προς υποστήριξη των ανυπόστατων και αβάσιμων επιθέσεων της για την προβολή του δικαστικού συστήματος στη χώρα μας, η δικαστής Kudeshkina αναφέρθηκε στις συνεντεύξεις της στην ποινική υπόθεση κατά του P.V. Zaytsev, στην οποία ήταν δικαστής πιο πριν.
Αναφέρθηκε στην ίδια υπόθεση στην καταγγελία της στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
...
Σύμφωνα με σημείωμα του Προέδρου του Υψηλού Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών (αρ. BKK-7242/03 της 17 Μαΐου 2004), το Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας διενέργησε έρευνα για να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της δικαστή Kudeshkina στην καταγγελία της. Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατέληξε, βάσει των ανωτέρω, ότι δεν υπήρχε λόγος για να κάνει δεκτή την αίτησή της.
Έτσι, οι ισχυρισμοί της δικαστή Kudeshkina για παρέμβαση στη δικαστική της λειτουργία δεν έχουν επιβεβαιωθεί από τα συμπεράσματα της έρευνας.
Το Συμβούλιο Αξιολόγησης της Μόσχας σημειώνει ότι η δικαστής Kudeshkina δεν έκανε αυτές τις δηλώσεις κατά την περίοδο που εξέταζε την υπόθεση εναντίον του Zaytsev, αλλά περίπου μισό χρόνο μετά, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την προεκλογική περίοδο. Γι’ αυτό το Συμβούλιο κρίνει ότι η διάδοση ανακριβών και ψευδών πληροφοριών από την δικαστή Kudeshkina βασίζεται μόνο στις υποκειμενικές εικασίες και σε προσωπικούς υπαινιγμούς.
Εξάλλου, προβαίνοντας σε αυτές τις δηλώσεις στα μέσα ενημέρωσης, η δικαστής Kudeshkina διέδωσε συγκεκριμένες πληροφορίες για πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν την ποινική διαδικασία κατά του Zaytsev, προτού αποκτήσει νομική ισχύ η απόφαση σε αυτήν την υπόθεση.
...
[Ο Νόμος για την Κατάσταση των Δικαστών στην Ρωσική Ομοσπονδία και ο Κώδικας Τιμής του Δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία] της επέβαλαν να απέχει από κάθε δημόσια δήλωση από απαξιώνει την δικαστική λειτουργία και το δικαιοδοτικό σύστημα γενικά
...
Συνολικά, το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας κρίνει ότι οι ενέργειες της δικαστή Kudeshkina απάδουν προς την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός δικαστή, υποβάθμισαν την αξιοπιστία της δικαιοσύνης και προκάλεσαν ουσιώδη βλάβη στην υπόληψη του δικαστικού επαγγέλματος, συνιστώντας πειθαρχικό παράπτωμα.
Για τον επιμερισμό της πειθαρχικής κύρωσης που επιβάλλεται στην δικαστή Kudeshkina το συμβούλιο αξιολόγησης λαμβάνει υπόψη ότι κάνοντας τις δηλώσεις της, προσέβαλε τους δικαστές και το δικαστικό σύστημα της Ρωσίας. Διέδωσε ανακριβείς πληροφορίες για τους συναδέλφους της. Πρόδωσε την αξιοπρέπεια, την υπευθυνότητα και την ακεραιότητα του δικαστή για χάρη μιας πολιτικής καριέρας. Επέδειξε μεροληψία κατά την ακροαματική διαδικασία μιας υπόθεσης. Προτίμησε τα πολιτικά και άλλα συμφέροντά της σε σχέση με τις αξίες της δικαιοσύνης. Καταχράστηκε τη θέση της ως δικαστή, προπαγανδίζοντας τον νομικό νιχιλισμό και προκαλώντας ανήκεστο βλάβη στα θεμέλια της δικαστικής εξουσίας. …»
35. Η απόφαση ανέφερε ότι μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου εντός δέκα ημερών.
36. Η προσφεύγουσα προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου της Μόσχας, κατά της απόφασης του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας.
37. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστηρίου να ορίσει αρμόδιο δικαστήριο άλλο από το Δικαστήριο της Μόσχας, για λόγους έλλειψης αντικειμενικότητας.
38. Στις 7 Οκτώβρη 2004, το Δικαστήριο της Μόσχας, αποτελούμενο από έναν δικαστή άρχισε να εξετάζει την υπόθεση. Η προσφεύγουσα πρώτα ζήτησε την εξαίρεση του δικαστή επειδή ήταν μέλος του Δικαστηρίου της Μόσχας και έτσι συνδεόταν ευθέως με το άλλο μέρος της υπόθεσης. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο της Μόσχας, υπό οποιαδήποτε σύνθεση, δεν θα ήταν αμερόληπτο και ανεξάρτητο, επειδή οι επίμαχες δηλώσεις αφορούσαν ειδικά αυτό το δικαστήριο και την Πρόεδρό του. Η αίτηση δικάστηκε την ίδια ημέρα και απορρίφθηκε, λόγω του ότι δεν ήταν εφικτό να ανατεθεί η υπόθεση σε άλλον δικαστή του ίδιου δικαστηρίου και ότι μόνο ένα ανώτερο δικαστήριο είχε το δικαίωμα να ορίσει αρμόδιο ένα άλλο δικαστήριο. Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα αναβολής μέχρι την έκδοση απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου επί του αιτήματός της για καθορισμό άλλου δικαστηρίου ως αρμοδίου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε επίσης.
39. Στις 8 Οκτωβρίου 2004, το Δικαστήριο της Μόσχας επικύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας. Έκρινε ότι οι δηλώσεις της προσφεύγουσας στα μέσα ενημέρωσης ήταν ψευδείς, αβάσιμες και προκαλούσαν βλάβη στην υπόληψη της δικαιοσύνης και στην εξουσία όλων των δικαστηρίων. Επίσης έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε εκφράσει δημόσια την γνώμη της για υπόθεση πριν την έκδοση απόφασης σε εκκρεμή ποινική υπόθεση. Έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε καταχραστεί του δικαιώματός της στην ελευθερία της έκφρασης λόγω της πολιτικής της φιλοδοξίας, ότι είχε αρνηθεί δημόσια την αρχή του κράτους δικαίου και ότι αυτή η συμπεριφορά ήταν ασύμβατη με την δικαστική λειτουργία. Το δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η απόφαση ελήφθη ερήμην της, κρίνοντας ότι μετά από πολλές αναβολές, δεν είχε προσκομίσει στο δικαστήριο έγγραφα που να αιτιολογούν τους λόγους της απουσίας της. Απέρριψε επίσης την ένστασή της ότι κατά το χρόνο της προεκλογικής εκστρατείας της, τα καθήκοντά της ως δικαστού ήταν σε αναστολή και έκρινε ότι, κατά τη διάρκεια της αναστολής, εξακολουθούσε να δεσμεύεται από τους κανόνες συμπεριφοράς που εφαρμόζονται στους δικαστές. Όσον αφορά την εφαρμογή του Κώδικα Τιμής του Δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σε ισχύ και με νομική δεσμευτικότητα κατά τον κρίσιμο χρόνο και μπορούσαν να εφαρμοστούν σε αυτήν την υπόθεση.
40. Η προσφεύγουσα έκανε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο.
41. Στις 25 Οκτωβρίου 2004 η προσφεύγουσα έλαβε μια επιστολή του δικαστή R. του Ανώτατου Δικαστηρίου, με το οποίο την πληροφορούσε ότι το αίτημά της για καθορισμό άλλου αρμόδιου δικαστηρίου είχε απορριφθεί επειδή ήταν αντίθετο στους κανόνες της δωσιδικίας.
42. Στις 19 Ιανουαρίου 2005 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δικάζοντας σε τελικό επίπεδο, επικύρωσε την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2004, επιβεβαιώνοντας τις προηγούμενες κρίσεις του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας και του Δικαστηρίου της Μόσχας. Για το θέμα της προβαλλόμενης έλλειψης ανεξαρτησίας από το Δικαστήριο της Μόσχας, το οποίο έκρινε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει σχετική καταγγελία στις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου της Μόσχας και γι’ αυτό της απαγορευόταν να εγείρει αυτή την ένσταση στην έφεση.
II. ΣΧΕΤΙΚΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
A. Διατάξεις για την δικαστική δεοντολογία και τα πειθαρχικά παραπτώματα
43. Ο Νόμος 3132-I της 26 Ιουνίου 1992 “Για τη θέση του Δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία” προβλέπει τα εξής:
Τμήμα 3 Απαιτήσεις που αφορούν τους δικαστές
“1. Ο/η δικαστής πρέπει να τηρεί αυστηρά το Σύνταγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τους άλλους νόμους.
2. Κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του/της κι επίσης κατά την συμπεριφορά του/της πέραν των καθηκόντων του, ένας δικαστής πρέπει να απέχει από κάθε συμπεριφορά που μπορεί να αποκλίνει από την αυθεντία της δικαστικής εξουσίας και την αξιοπρέπεια ενός δικαστή ή να θέτει αμφιβολίες για την αντικειμενικότητά του/της, την ακριβοδικία και την αμεροληψία του.”
Τμήμα 12.1 Η ευθύνη του δικαστή σχετικά με τα πειθαρχικά παραπτώματα
“Ο δικαστής που διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα (παράβαση του παρόντος Νόμου καθώς και του Κώδικα Δικαστής Δεοντολογίας που θα θεσπιστεί από το Πανρωσικό Δικαστικό Συμβούλιο) μπορεί, με εξαίρεση τους δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, να υποστεί πειθαρχική κύρωση υπό τον τύπο:
– προειδοποίησης [η]
– πρόωρης παύσης από τα δικαστικά καθήκοντα
Η απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική κύρωση πρέπει να ληφθεί από ένα συμβούλιο αξιολόγησης δικαστών που έχει την αρμοδιότητα να εξετάσει το ερώτημα της παύσης του συγκεκριμένου δικαστή κατά το χρόνο της απόφασης.
...”
44. Ο Κώδικας Τιμής του Δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία, ο οποίος θεσπίστηκε από το Δικαστικό Συμβούλιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας στις 21 Οκτωβρίου 1993 και εγκρίθηκε από το Δεύτερο Πανρωσικό Συμβούλιο τον Ιούλιο του 1993, προβλέπει:
Τμήμα 1.3. Γενικές διατάξεις που αφορούν δικαστές
“Ο/η δικαστής πρέπει να απέχει από οτιδήποτε θα μπορούσε να αποκλίνει από την αυθεντία της δικαστικής εξουσίας. Δεν επιτρέπεται να προκαλέσει βλάβη στην υπόληψη του επαγγέλματός του/της προκειμένου να επιδιώξει προσωπικούς στόχους ή για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα άλλου προσώπου.”
Τμήμα 2.5 Κανόνες για την ενάσκηση των δημόσιων αρμοδιοτήτων των δικαστών
“... Ο/η δικαστής δεν πρέπει να κάνει δημόσιες δηλώσεις, σχόλια ή δημοσιεύσεις στον τύπο όσον αφορά υποθέσεις που εκκρεμούν στο δικαστήριο πριν την θέση σε ισχύ τελικής δικαστικής απόφασης. Ο/η δικαστής δεν επιτρέπεται, πέραν του πλαισίου της επαγγελματικής του/της δράσης, να προσβάλλει δικαστικές αποφάσεις που έχουν τεθεί σε ισχύ ή πράξεις των συναδέλφων του/της
Τμήμα 3.3. Εξωτερικές πράξεις ενός δικαστή
“Ο/η δικαστής μπορεί να μετέχει στην δημόσια ζωή στο μέτρο που αυτό δεν προκαλεί βλάβη στην αυθεντία του δικαστηρίου και απάδει ευθέως προς τα επαγγελματικά του/της καθήκοντα.”
B. Παύση από τα δικαστικά καθήκοντα
45. Το κεφάλαιο 14 του Νόμου «Για την κατάσταση του δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία» προβλέπει τα ακόλουθα:
“1. Η δικαστική ιδιότητα παύει για τους ακόλουθους λόγους:
...
(7) επιδίωξη ενεργειών ασύμβατων προς τα δικαστικά καθήκοντα”
46. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας προβλέπει τα εξής:
Άρθρο 27 Αστικές υποθέσεις που εμπίπτουν στην δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας
“1. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρώσικης Ομοσπονδίας δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο υποθέσεις που αφορούν
...
(3) προσβολή απόφασης για την λήξη ή την αναστολή της δικαστικής ιδιότητας ή την θέση παραιτηθέντος δικαστή...”
47. Το Τμήμα 26 του Ομοσπονδιακού Νόμου της 14 Μάρτη 2002 «περί των Οργάνων της Δικαστικής Κοινότητας» προβλέπει ότι οι διαφορές που αφορούν την παύση της δικαστικής ιδιότητας εμπίπτουν στην δικαιοδοσία των δικαστηρίων της ουσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
48. Στις 2 Φεβρουαρίου 2006 το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του Αρ. 45‑O:
“Η αρμοδιότητα σε υποθέσεις που αφορούν την προσβολή αποφάσεων συμβουλίων δικαστικής αξιολόγησης της ουσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας περί παύσης ή αναστολής της δικαστικής ιδιότητας ή της κατάστασης ενός παραιτηθέντος δικαστή καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1(3) του Άρθρου 27 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας που προβλέπει ότι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας δικάζει, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αστικές υποθέσεις που αφορούν την προσβολή αποφάσεων περί παύσης ή αναστολής της δικαστικής ιδιότητας ή της κατάστασης ενός παραιτηθέντος δικαστή.»
Τμήμα 3 Απαιτήσεις που αφορούν τους δικαστές
“1. Ο/η δικαστής πρέπει να τηρεί αυστηρά το Σύνταγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τους άλλους νόμους.
2. Κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του/της κι επίσης κατά την συμπεριφορά του/της πέραν των καθηκόντων του, ένας δικαστής πρέπει να απέχει από κάθε συμπεριφορά που μπορεί να αποκλίνει από την αυθεντία της δικαστικής εξουσίας και την αξιοπρέπεια ενός δικαστή ή να θέτει αμφιβολίες για την αντικειμενικότητά του/της, την ακριβοδικία και την αμεροληψία του.”
Τμήμα 12.1 Η ευθύνη του δικαστή σχετικά με τα πειθαρχικά παραπτώματα
“Ο δικαστής που διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα (παράβαση του παρόντος Νόμου καθώς και του Κώδικα Δικαστής Δεοντολογίας που θα θεσπιστεί από το Πανρωσικό Δικαστικό Συμβούλιο) μπορεί, με εξαίρεση τους δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, να υποστεί πειθαρχική κύρωση υπό τον τύπο:
– προειδοποίησης [η]
– πρόωρης παύσης από τα δικαστικά καθήκοντα
Η απόφαση που επιβάλλει πειθαρχική κύρωση πρέπει να ληφθεί από ένα συμβούλιο αξιολόγησης δικαστών που έχει την αρμοδιότητα να εξετάσει το ερώτημα της παύσης του συγκεκριμένου δικαστή κατά το χρόνο της απόφασης.
...”
44. Ο Κώδικας Τιμής του Δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία, ο οποίος θεσπίστηκε από το Δικαστικό Συμβούλιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας στις 21 Οκτωβρίου 1993 και εγκρίθηκε από το Δεύτερο Πανρωσικό Συμβούλιο τον Ιούλιο του 1993, προβλέπει:
Τμήμα 1.3. Γενικές διατάξεις που αφορούν δικαστές
“Ο/η δικαστής πρέπει να απέχει από οτιδήποτε θα μπορούσε να αποκλίνει από την αυθεντία της δικαστικής εξουσίας. Δεν επιτρέπεται να προκαλέσει βλάβη στην υπόληψη του επαγγέλματός του/της προκειμένου να επιδιώξει προσωπικούς στόχους ή για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα άλλου προσώπου.”
Τμήμα 2.5 Κανόνες για την ενάσκηση των δημόσιων αρμοδιοτήτων των δικαστών
“... Ο/η δικαστής δεν πρέπει να κάνει δημόσιες δηλώσεις, σχόλια ή δημοσιεύσεις στον τύπο όσον αφορά υποθέσεις που εκκρεμούν στο δικαστήριο πριν την θέση σε ισχύ τελικής δικαστικής απόφασης. Ο/η δικαστής δεν επιτρέπεται, πέραν του πλαισίου της επαγγελματικής του/της δράσης, να προσβάλλει δικαστικές αποφάσεις που έχουν τεθεί σε ισχύ ή πράξεις των συναδέλφων του/της
Τμήμα 3.3. Εξωτερικές πράξεις ενός δικαστή
“Ο/η δικαστής μπορεί να μετέχει στην δημόσια ζωή στο μέτρο που αυτό δεν προκαλεί βλάβη στην αυθεντία του δικαστηρίου και απάδει ευθέως προς τα επαγγελματικά του/της καθήκοντα.”
B. Παύση από τα δικαστικά καθήκοντα
45. Το κεφάλαιο 14 του Νόμου «Για την κατάσταση του δικαστή στην Ρωσική Ομοσπονδία» προβλέπει τα ακόλουθα:
“1. Η δικαστική ιδιότητα παύει για τους ακόλουθους λόγους:
...
(7) επιδίωξη ενεργειών ασύμβατων προς τα δικαστικά καθήκοντα”
46. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας προβλέπει τα εξής:
Άρθρο 27 Αστικές υποθέσεις που εμπίπτουν στην δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας
“1. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρώσικης Ομοσπονδίας δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο υποθέσεις που αφορούν
...
(3) προσβολή απόφασης για την λήξη ή την αναστολή της δικαστικής ιδιότητας ή την θέση παραιτηθέντος δικαστή...”
47. Το Τμήμα 26 του Ομοσπονδιακού Νόμου της 14 Μάρτη 2002 «περί των Οργάνων της Δικαστικής Κοινότητας» προβλέπει ότι οι διαφορές που αφορούν την παύση της δικαστικής ιδιότητας εμπίπτουν στην δικαιοδοσία των δικαστηρίων της ουσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
48. Στις 2 Φεβρουαρίου 2006 το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του Αρ. 45‑O:
“Η αρμοδιότητα σε υποθέσεις που αφορούν την προσβολή αποφάσεων συμβουλίων δικαστικής αξιολόγησης της ουσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας περί παύσης ή αναστολής της δικαστικής ιδιότητας ή της κατάστασης ενός παραιτηθέντος δικαστή καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1(3) του Άρθρου 27 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας που προβλέπει ότι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας δικάζει, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αστικές υποθέσεις που αφορούν την προσβολή αποφάσεων περί παύσης ή αναστολής της δικαστικής ιδιότητας ή της κατάστασης ενός παραιτηθέντος δικαστή.»
C. Σύνθεση του δικαστηρίου και ανάθεση υποθέσεων σε δικαστές
49. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας της Ρώσικης Ομοσπονδίας προβλέπει:
Άρθρο 242 Αμετάβλητο της σύνθεσης του δικαστηρίου
“1. Η υπόθεση πρέπει να δικάζεται από τον έναν και ίδιο δικαστή ή από δικαστικό σχηματισμό με την μία και ίδια σύνθεση
2. Εάν ένας δικαστής δεν είναι πλέον σε θέση να λάβει μέρος στην ακρόαση πρέπει να αναπληρωθεί από άλλον δικαστή και η ακροαματική διαδικασία εκκινεί εξ αρχής.”
50. Νόμος αρ. 3132-I της 26 Ιουνίου 1992 «Περί της κατάστασης των δικαστών προβλέπει»:
Άρθρο 6.2Αρμοδιότητες προέδρων δικαστηρίων και αναπληρωτών προέδρων δικαστηρίων
“1. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, παράλληλα με την ενάσκηση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στο αντίστοιχο δικαστήριο και των διαδικαστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται από τους προέδρους από τους Ομοσπονδιακούς Συνταγματικούς Νόμους και Ομοσπονδιακούς Νόμους, ασκεί και τις παρακάτω αρμοδιότητες:
(1) οργανώνει την εργασία του δικαστηρίου,
...
(3) αναθέτει καθήκοντα στους αναπληρωτές προέδρους και, σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται από τον Ομοσπονδιακό νόμο, στους δικαστές,...”
51. Η οδηγία του εσωτερικού εγγράφου διαχείρισης εγγράφων που ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο προέβλεπε ότι ο πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν αρμόδιος για την διαχείριση υπαλληλικών και διαδικαστικών θεμάτων του δικαστηρίου.
52. Η διανομή των υποθέσεων που έχουν υποβληθεί σε δικαστήριο γίνεται κατά κοινή πρακτική προς τους δικαστές του δικαστηρίου από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου.
Άρθρο 242 Αμετάβλητο της σύνθεσης του δικαστηρίου
“1. Η υπόθεση πρέπει να δικάζεται από τον έναν και ίδιο δικαστή ή από δικαστικό σχηματισμό με την μία και ίδια σύνθεση
2. Εάν ένας δικαστής δεν είναι πλέον σε θέση να λάβει μέρος στην ακρόαση πρέπει να αναπληρωθεί από άλλον δικαστή και η ακροαματική διαδικασία εκκινεί εξ αρχής.”
50. Νόμος αρ. 3132-I της 26 Ιουνίου 1992 «Περί της κατάστασης των δικαστών προβλέπει»:
Άρθρο 6.2Αρμοδιότητες προέδρων δικαστηρίων και αναπληρωτών προέδρων δικαστηρίων
“1. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, παράλληλα με την ενάσκηση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στο αντίστοιχο δικαστήριο και των διαδικαστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται από τους προέδρους από τους Ομοσπονδιακούς Συνταγματικούς Νόμους και Ομοσπονδιακούς Νόμους, ασκεί και τις παρακάτω αρμοδιότητες:
(1) οργανώνει την εργασία του δικαστηρίου,
...
(3) αναθέτει καθήκοντα στους αναπληρωτές προέδρους και, σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται από τον Ομοσπονδιακό νόμο, στους δικαστές,...”
51. Η οδηγία του εσωτερικού εγγράφου διαχείρισης εγγράφων που ήταν σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο προέβλεπε ότι ο πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν αρμόδιος για την διαχείριση υπαλληλικών και διαδικαστικών θεμάτων του δικαστηρίου.
52. Η διανομή των υποθέσεων που έχουν υποβληθεί σε δικαστήριο γίνεται κατά κοινή πρακτική προς τους δικαστές του δικαστηρίου από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου.
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
I. ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
53. Η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται ότι η απόλυσή της από την θέση του δικαστή που οφειλόταν στις δηλώσεις που έκανε στα μέσα αποτέλεσε μια παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης, κατά το οποίο:
“1. Καθένας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία καθενός να έχει τις απόψεις του και να λαμβάνει και να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες χωρίς παρέμβαση από κρατική αρχή και χωρίς εμπόδια. Αυτό το Άρθρο δεν εμποδίζει τα Κράτη από το να επιβάλουν τις επιχειρήσεις εκπομπών, τηλεόρασης ή κινηματογράφου σε καθεστώς προηγούμενης άδειας.
2. Η ενάσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υπόκειται σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, για τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της δημόσιας ασφάλειας για την προστασία της, για την πρόληψη ή καταπολέμηση του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων, για την αποτροπή της διάδοσης εμπιστευτικών πληροφοριών ή για την προστασία της αυθεντίας και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης.”
“1. Καθένας έχει το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία καθενός να έχει τις απόψεις του και να λαμβάνει και να μεταδίδει πληροφορίες και ιδέες χωρίς παρέμβαση από κρατική αρχή και χωρίς εμπόδια. Αυτό το Άρθρο δεν εμποδίζει τα Κράτη από το να επιβάλουν τις επιχειρήσεις εκπομπών, τηλεόρασης ή κινηματογράφου σε καθεστώς προηγούμενης άδειας.
2. Η ενάσκηση αυτών των ελευθεριών, καθώς συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες, μπορεί να υπόκειται σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, για τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της δημόσιας ασφάλειας για την προστασία της, για την πρόληψη ή καταπολέμηση του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή των ηθών, για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων, για την αποτροπή της διάδοσης εμπιστευτικών πληροφοριών ή για την προστασία της αυθεντίας και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης.”
A. Οι ισχυρισμοί των μερών
1. Επιχειρήματα της προσφεύγουσας
54. Η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται ότι η απόφαση του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας για την απαλλαγή της από τα δικαστικά της καθήκοντα λόγω την επικριτικών δημόσιων δηλώσεων ήταν ασύμβατη με τις αρχές που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 10 της Σύμβασης. Εκθέτει ότι οι δικαστές, όπως και τα άλλα πρόσωπα, απολαμβάνουν της προστασίας του Άρθρου 10 και ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασής τους δεν ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο», δεν επιδίωκε νόμιμο στόχο και τελικά δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Οι ισχυρισμοί της υπό τις παραπάνω επικεφαλίδες συνοψίζονται ως ακολούθως.
(a) “Προβλεπόμενη από το νόμο”
54. Η προσφεύγουσα διαμαρτύρεται ότι η απόφαση του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας για την απαλλαγή της από τα δικαστικά της καθήκοντα λόγω την επικριτικών δημόσιων δηλώσεων ήταν ασύμβατη με τις αρχές που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 10 της Σύμβασης. Εκθέτει ότι οι δικαστές, όπως και τα άλλα πρόσωπα, απολαμβάνουν της προστασίας του Άρθρου 10 και ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασής τους δεν ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο», δεν επιδίωκε νόμιμο στόχο και τελικά δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Οι ισχυρισμοί της υπό τις παραπάνω επικεφαλίδες συνοψίζονται ως ακολούθως.
(a) “Προβλεπόμενη από το νόμο”
55. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε σε αυτήν ήταν παράνομη. Θεωρεί ότι οι διατάξεις του Νόμου «Περί της κατάστασης των Δικαστών» που εφαρμόστηκαν στην περίπτωσή της έχουν διατυπωθεί με όρους οι οποίοι είναι υπέρμετρα ευρείς, για να αποτελέσουν νόμιμους λόγους για τις κατηγορίες. Όσο για τον Κώδικα Τιμής ενός Δικαστή, ισχυρίζεται ότι δεν αποτελεί νομοθεσία, επειδή δεν έχει ψηφιστεί κατά νόμο από το Πανρωσικό Δικαστικό Συνέδριο όπως επιβάλλει ο νόμος «Περί της κατάστασης των Δικαστών», αλλά απλώς εγκρίθηκε από αυτό το όργανο.
56. Περαιτέρω προσβάλλει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Μόσχας που κατά τη διαδικασία προσέβαλε την απόφαση του Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας. Επικαλείται τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κατά τις οποίες ανατίθεται η αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο για διαφορές που αφορούν την προσβολή απόφασης για την παύση από τα δικαστικά καθήκοντα. Επίσης θεώρησε ανάρμοστο για το Δικαστήριο της Μόσχας να εξετάσει μια υπόθεση που αφορά επικριτικά σχόλια εναντίον της προέδρου του. Οι αιτήσεις της στο Δικαστήριο της Μόσχας και στο Ανώτατο Δικαστήριο για παραπομπή της υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο απορρίφθηκαν.
(b) Νόμιμος στόχος
57. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι παρόλο που οι αρχές δήλωσαν ότι η παύση από τα καθήκοντά της ήταν απαραίτητη για την «διασφάλιση της αυθεντίας και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης», αυτό δεν ήταν ο πραγματικός σκοπός για το μέτρο που ελήφθη. Αμφισβήτησε ότι οι αρχές έχουν αποστολή να επιβάλλουν σε όλα τα μέλη του δικαστικού σώματος ότι οι πληροφορίες που αφορούν την αντικανονική λειτουργία του δικαστικού συστήματος δεν πρέπει να ανακοινώνονται στο ευρύ κοινό, προκειμένου να προστατευθεί η κοινότητα των δικαστών από τον δημόσιο διάλογο ακόμα και σε θέματα που αφορούν την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων.
58. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι η δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία είναι θέματα μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος για την Ρωσία, όπου οι πολίτες έχουν μικρή εμπιστοσύνη στα δικαστήρια και στην δικαιοσύνη. Αποφάσισε να αποκαλύψει το περιστατικό της πίεσης που ασκήθηκε στο δικαστήριο και σε συνήθεις δικαστές, καθώς θεώρησε ότι προκαλώντας την δημόσια προσοχή στο πρόβλημα θα υπηρετούσε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και τις αρχές της ανεξαρτησίας και της μεροληψίας καλύτερα, παρά από το αν συγκάλυπτε τα απαξιωτικά γεγονότα.
59. Όσον αφορά την «προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων», η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η τιμή ή τα δικαιώματα της προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας επέβαλαν προστασία υπό τον τύπο των πειθαρχικών διώξεων. Εάν η κ. Yegorova, ή οποιοσδήποτε άλλος, θεωρούσε ότι θίγεται η υπόληψή του και επιθυμούσε αποκατάσταση, μπορούσαν να κινήσουν αστικές διαδικασίες για δυσφήμηση ή ακόμα και ποινικές διαδικασίες για συκοφαντική δυσφήμηση. Όμως, δεν έχει ασκηθεί καμία τέτοια αξίωση και οι αρχές δεν θα έπρεπε να υποκαθιστούν οι ίδιες τα πρόσωπα που φέρονται ότι εθίγησαν από τις δηλώσεις της προσφεύγουσας.
58. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι η δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία είναι θέματα μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος για την Ρωσία, όπου οι πολίτες έχουν μικρή εμπιστοσύνη στα δικαστήρια και στην δικαιοσύνη. Αποφάσισε να αποκαλύψει το περιστατικό της πίεσης που ασκήθηκε στο δικαστήριο και σε συνήθεις δικαστές, καθώς θεώρησε ότι προκαλώντας την δημόσια προσοχή στο πρόβλημα θα υπηρετούσε τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και τις αρχές της ανεξαρτησίας και της μεροληψίας καλύτερα, παρά από το αν συγκάλυπτε τα απαξιωτικά γεγονότα.
59. Όσον αφορά την «προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων», η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η τιμή ή τα δικαιώματα της προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας επέβαλαν προστασία υπό τον τύπο των πειθαρχικών διώξεων. Εάν η κ. Yegorova, ή οποιοσδήποτε άλλος, θεωρούσε ότι θίγεται η υπόληψή του και επιθυμούσε αποκατάσταση, μπορούσαν να κινήσουν αστικές διαδικασίες για δυσφήμηση ή ακόμα και ποινικές διαδικασίες για συκοφαντική δυσφήμηση. Όμως, δεν έχει ασκηθεί καμία τέτοια αξίωση και οι αρχές δεν θα έπρεπε να υποκαθιστούν οι ίδιες τα πρόσωπα που φέρονται ότι εθίγησαν από τις δηλώσεις της προσφεύγουσας.
(c) “Αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία”
60. Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το επιβληθέν μέτρο αποτελεί δυσανάλογη παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασής της και γι’ αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία».
61. Ισχυρίζεται ότι δεν θα έπρεπε να είχε αποτραπεί από τον επικριτικό σχολιασμό του εσωτερικού συστήματος δικαιοσύνης μόνο και μόνο επειδή ήταν δικαστής. Αν και ήταν δημόσιος υπάλληλος, απολάμβανε των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από την Σύμβαση, περιλαμβανομένων όσων εγγυάται το Άρθρο 10, όπως όλοι οι υπόλοιποι πολίτες.
62. Η προσφεύγουσα επιμένει ότι οι δηλώσεις για τις οποίες της επιβλήθηκε πειθαρχική κύρωση αποτελούσαν έκφραση της γνώμης της, δηλαδή αξιολογική κρίση και όχι δήλωση πραγματικών περιστατικών. Ωστόσο, επιμένει ότι τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η γνώμη της ήταν αληθινά και θεμελιώνονται σε αποδείξεις.
63. Όσον αφορά τις δηλώσεις που η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ήταν «αναληθή γεγονότα», εκθέτει ότι δεν υπάρχει απόδειξη για αυτά τα περιστατικά. Οι ισχυρισμοί της περί απαράδεκτης πίεσης που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια ποινικών διαδικασιών εναντίον του Zaytsev δεν είχαν εξεταστεί ουσιωδώς και δεν είχαν καταρριφθεί στο πλαίσιο μιας κατ’ αντιμωλία διαδικασίας. Η έρευνα που έγινε ύστερα από την καταγγελία της στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών δεν είχε δημοσιοποιηθεί και είχε διεξαχθεί άτυπα. Οι κρίσεις του δεν μπορούν λοιπόν να θεωρηθούν ως επίσημα θεμελιωμένα περιστατικά. Σε αυτή την κατάσταση, το βάρος της απόδειξης για τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Δικαστικής Αξιολόγησης της Μόσχας έπρεπε να έχει εναποτεθεί στο μέρος που ζητά την πειθαρχική δίωξη. Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο έπρεπε να αποδείξει ότι οι δηλώσεις της προσφεύγουσας ήταν αναληθείς. Οι αρχές δεν απέδωσαν το βάρος της απόδειξης στο Συμβούλιο ή κατά τις υπόλοιπες δικαστικές διαδικασίες.
64. Ως απόδειξη των ισχυρισμών της για την πίεση εκ μέρους της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας, επικαλείται τις δηλώσεις των πραγματογνωμόνων για την αυθαίρετη και παράνομη αφαίρεση της ποινικής δικογραφίας από αυτή και την ανάθεσή της σε άλλον δικαστή. Ισχυρίστηκε ότι οι δικαστικές αρχές παρέβλεψαν τις αποδείξεις, ιδίως με την μη εξέταση των πραγματογνωμόνων ή άλλων μαρτύρων, παρά την αίτηση της προσφεύγουσας.
61. Ισχυρίζεται ότι δεν θα έπρεπε να είχε αποτραπεί από τον επικριτικό σχολιασμό του εσωτερικού συστήματος δικαιοσύνης μόνο και μόνο επειδή ήταν δικαστής. Αν και ήταν δημόσιος υπάλληλος, απολάμβανε των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από την Σύμβαση, περιλαμβανομένων όσων εγγυάται το Άρθρο 10, όπως όλοι οι υπόλοιποι πολίτες.
62. Η προσφεύγουσα επιμένει ότι οι δηλώσεις για τις οποίες της επιβλήθηκε πειθαρχική κύρωση αποτελούσαν έκφραση της γνώμης της, δηλαδή αξιολογική κρίση και όχι δήλωση πραγματικών περιστατικών. Ωστόσο, επιμένει ότι τα γεγονότα στα οποία βασίστηκε η γνώμη της ήταν αληθινά και θεμελιώνονται σε αποδείξεις.
63. Όσον αφορά τις δηλώσεις που η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ήταν «αναληθή γεγονότα», εκθέτει ότι δεν υπάρχει απόδειξη για αυτά τα περιστατικά. Οι ισχυρισμοί της περί απαράδεκτης πίεσης που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια ποινικών διαδικασιών εναντίον του Zaytsev δεν είχαν εξεταστεί ουσιωδώς και δεν είχαν καταρριφθεί στο πλαίσιο μιας κατ’ αντιμωλία διαδικασίας. Η έρευνα που έγινε ύστερα από την καταγγελία της στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών δεν είχε δημοσιοποιηθεί και είχε διεξαχθεί άτυπα. Οι κρίσεις του δεν μπορούν λοιπόν να θεωρηθούν ως επίσημα θεμελιωμένα περιστατικά. Σε αυτή την κατάσταση, το βάρος της απόδειξης για τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Δικαστικής Αξιολόγησης της Μόσχας έπρεπε να έχει εναποτεθεί στο μέρος που ζητά την πειθαρχική δίωξη. Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο έπρεπε να αποδείξει ότι οι δηλώσεις της προσφεύγουσας ήταν αναληθείς. Οι αρχές δεν απέδωσαν το βάρος της απόδειξης στο Συμβούλιο ή κατά τις υπόλοιπες δικαστικές διαδικασίες.
64. Ως απόδειξη των ισχυρισμών της για την πίεση εκ μέρους της Προέδρου του Δικαστηρίου της Μόσχας, επικαλείται τις δηλώσεις των πραγματογνωμόνων για την αυθαίρετη και παράνομη αφαίρεση της ποινικής δικογραφίας από αυτή και την ανάθεσή της σε άλλον δικαστή. Ισχυρίστηκε ότι οι δικαστικές αρχές παρέβλεψαν τις αποδείξεις, ιδίως με την μη εξέταση των πραγματογνωμόνων ή άλλων μαρτύρων, παρά την αίτηση της προσφεύγουσας.
2. Επιχειρήματα της Κυβέρνησης
65. Η Κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την εφαρμογή του Άρθρου 10 της Σύμβασης στην παρούσα υπόθεση. Δέχθηκαν επίσης ότι η απόφαση παύσης της προσφεύγουσας συνιστά παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασής της, όπως προβλέπεται από αυτό το Άρθρο.
66. Πάντως, εμμένουν ότι η παρέμβαση ήταν δικαιολογημένη ενόψει της παραγράφου 2 του Άρθρου 10 της Σύμβασης, στο μέτρο που ήταν προβλεπόμενη από το νόμο, αποσκοπούσε σε νόμιμο στόχο και ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Οι ισχυρισμοί τους υπό αυτούς τους τίτλους συνοψίζονται στα ακόλουθα:
66. Πάντως, εμμένουν ότι η παρέμβαση ήταν δικαιολογημένη ενόψει της παραγράφου 2 του Άρθρου 10 της Σύμβασης, στο μέτρο που ήταν προβλεπόμενη από το νόμο, αποσκοπούσε σε νόμιμο στόχο και ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Οι ισχυρισμοί τους υπό αυτούς τους τίτλους συνοψίζονται στα ακόλουθα:
(a) “Προβλεπόμενη από το νόμο”
67. Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι η κατάσταση του προσφεύγοντος ως δικαστή έχει τερματιστεί σε συμφωνία με το ουσιαστικό και διαδικαστικό δίκαιο. Αμφισβητούν το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο Νόμος «Περί κατάστασης δικαστών» είναι υπέρμετρα ευρύς για να εφαρμοστεί σε πειθαρχικές διώξεις. Επίσης εμμένουν ότι ο Κώδικας Τιμής του Δικαστή έχει νομική δεσμευτική ισχύ από τη θέσπισή του στις 21 Οκτωβρίου 1993 από το Δικαστικό Συμβούλιο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Έληξε να ισχύει στις 2 Δεκεμβρίου 2004, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Κώδικα Δικαστικής Δεοντολογίας που θεσπίστηκε από τον Πανρωσικό Δικαστικό Συνέδριο.
68. Όσον αφορά την φερόμενη έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της Μόσχας, η Κυβέρνηση διαφωνεί με την προσφεύγουσα. Ισχυρίζονται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η δικαιοδοσία καθοριζόταν από τον Ομοσπονδιακό νόμο «Περί οργάνων Δικαστικής Κοινότητας», που πρόβλεπε ότι τα δικαστήρια της ουσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι αρμόδια να εξετάσουν αυτές τις υποθέσεις. Αυτό άλλαξε στις 2 Φεβρουαρίου 2006, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε μια ερμηνεία υπέρ των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η Κυβέρνηση εκθέτει ότι η ίδια η προσφεύγουσα υπέβαλε την προσφυγή της στο Δικαστήριο της Μόσχας κι έτσι απεδέχθη την δικαιοδοσία του. Περαιτέρω, κατά την αίτησή της για παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο δεν επικαλέστηκε την έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της Μόσχας, αλλά απλώς αμφισβήτησε την αμεροληψία του.
(b) Νόμιμος στόχος
68. Όσον αφορά την φερόμενη έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της Μόσχας, η Κυβέρνηση διαφωνεί με την προσφεύγουσα. Ισχυρίζονται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο η δικαιοδοσία καθοριζόταν από τον Ομοσπονδιακό νόμο «Περί οργάνων Δικαστικής Κοινότητας», που πρόβλεπε ότι τα δικαστήρια της ουσίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι αρμόδια να εξετάσουν αυτές τις υποθέσεις. Αυτό άλλαξε στις 2 Φεβρουαρίου 2006, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε μια ερμηνεία υπέρ των διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η Κυβέρνηση εκθέτει ότι η ίδια η προσφεύγουσα υπέβαλε την προσφυγή της στο Δικαστήριο της Μόσχας κι έτσι απεδέχθη την δικαιοδοσία του. Περαιτέρω, κατά την αίτησή της για παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο δεν επικαλέστηκε την έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου της Μόσχας, αλλά απλώς αμφισβήτησε την αμεροληψία του.
(b) Νόμιμος στόχος
69. Η Κυβέρνηση εμμένει ότι το επιβληθέν μέτρο ήταν απαραίτητο για την «διατήρηση της αυθεντίας και της αμεροληψίας της δικαιοσύνης» και για την «προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των άλλων». Οι δηλώσεις της προσφεύγουσας θίγουν το σύστημα της δικαιοσύνης γενικά και προωθούν τον «νομικό νιχιλισμό» στο κοινό. Επιπλέον, διέδωσε δυσφημιστικά σχόλια εναντίον λειτουργών του Δικαστηρίου της Μόσχας και δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά. Τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και των εν λόγω προσώπων που έχουν δικαστικές θέσεις απαιτούν την κρατική παρέμβαση και την επιβολή κυρώσεων στην προσφεύγουσα.
(c) “Αναγκαίο σε μια δημοκρατικό κοινωνία”
70. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η παύση της προσφεύγουσας από τα δικαστικά της καθήκοντα ήταν αναλογική ως προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου καθώς ανταποκρίνεται σε μία «πιεστική κοινωνική ανάγκη». Αναφέρονται στην νομολογία του Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρεται ότι «όταν τίθεται ζήτημα ελευθερίας της έκφρασης των δημοσίων υπαλλήλων, τα «καθήκοντα και οι ευθύνες» που αναφέρονται στο Άρθρο 10 παρ. 2 επιβάλλουν ιδιαίτερη προσοχή, η οποία δικαιολογεί το να καταλείπεται στις εθνικές αρχές ένα πεδίο διακριτικής ευχέρειας για την εκτίμηση του αν η επιβληθείσα παρέμβαση είναι αναλογική ενόψει του επιδιωκόμενου στόχου» (η Κυβέρνηση παραπέμπει στην απόφαση Vogt κατά Γερμανίας, 26 Σεπτέμβρη 1995, § 53, Συλλογή A αρ. 323). Αμφισβητούν ότι οι περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης των δικαστών είναι μεγαλύτερης σημασίας από αυτή των άλλων δημόσιων υπαλλήλων. Ακολούθως, στο Κράτος πρέπει αναγνωριστεί ακόμη μεγαλύτερο πεδίο διακριτικής ευχέρειας στην επιβολή κι εφαρμογή των ορίων στην ελευθερία του λόγου των δικαστών.
71. Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελέστηκαν από την προσφεύγουσα έχουν δύο χωριστές πλευρές, κάθε μια από τις οποίες είναι τόσο σοβαρή ώστε δικαιολογείται η πειθαρχική κύρωση εις βάρος της.
72. Η πρώτη πλευρά αφορά τις δηλώσεις που έκανε για τους δικαστές και το δικαστικό σύστημα, επικαλούμενη παράνομη συμπεριφορά από την κ. Yegorova και άλλους λειτουργούς. Ωστόσο, στην καταγγελία της για αυτά τα πρόσωπα στο Υψηλό Συμβούλιο δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις για αυτά τα περιστατικά. Ακολούθως, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ένα δίκαιο σχόλιο ή δικαιολογημένη επίκριση.
73. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν αυτές οι δηλώσεις μπορούσαν να θεωρηθούν αξιολογικές κρίσεις, και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει μια επαρκής πραγματική βάση και, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να είχαν μείνει εντός των ορίων που είναι συμβατά με τα υψηλά ηθικά πρότυπα που απαιτείται να ισχύουν για τους δικαστές. Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια για έναν δημόσιο υπάλληλο, ιδίως για έναν δικαστή. Αν και η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται για καθέναν, οι κανόνες της δικαστικής δεοντολογίας επέβαλαν συγκεκριμένους περιορισμούς στους δικαστές. Αυτά τα πρόσωπα, λειτουργούν ως εγγυητές του κράτους δικαίου και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχουν αυστηρά όρια στην επιτρεπόμενη συμπεριφορά τους προκειμένου να διασφαλίσουν την εξουσία και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οι γνώμες που εκφράζει ένας δικαστής ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο παραπλάνησης του κοινού, επειδή έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα ενόψει αυτών που εκφράζονται από τους κοινούς ανθρώπους. Το κοινό τείνει να πιστεύει τα πρόσωπα με επαγγελματική εμπειρία του δικαστικού συστήματος και οι απόψεις τους συνήθως γίνονται σεβαστές ως κυριαρχικές και ισορροπημένες.
74. Η δεύτερη πτυχή του πειθαρχικού παραπτώματος της προσφεύγουσας αποτελείται από τις δηλώσεις που αφορούν την ποινική υπόθεση εναντίον του Zaytsev, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο εκκρεμούσε στο επίπεδο της έφεσης. Ήταν απαράδεκτο για έναν δικαστή να σχολιάσει υπόθεση που εκκρεμεί σε δικαστήριο, διότι αυτό επηρεάζει την δικαιοδοσία, την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του αρμόδιου δικαστηρίου.
75. Σε απάντηση στο επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούσαν να ασκήσουν διαδικασίες για δυσφήμηση, η Κυβέρνηση εκθέτει ότι αυτά τα άτομα δεν είχαν προσωπικό μίσος εναντίον της προσφεύγουσας και γι’αυτό δεν επιδίωξαν προσωπικά οφέλη με την διενέργεια τέτοιων νομικών ενεργειών.
76. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η προσφεύγουσα είχε καταχραστεί τη θέση της ως δικαστή προκειμένου να επιδιώξει προσωπικούς στόχους της, ιδίως να κερδίσει ψήφους από το εκλογικό σώμα εις βάρος της υπόληψης των συναδέλφων της και των δικαστικών θεσμών. Γι’ αυτό δημοσιοποίησε τους ισχυρισμούς της αρκετούς μήνες μετά τα περιστατικά, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
77. Τέλος, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η επιλογή της πειθαρχικής κύρωσης ήταν δικαιολογημένη ενόψει των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης. Η προσφεύγουσα είχε αποδείξει την αδυναμία της να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του δικαστικού λειτουργού και γι’ αυτό ένα μέτρο που θα της επέτρεπε να εργαστεί ως δικαστής, όπως η προειδοποίηση, δεν θα επαρκούσε. Επιπλέον, δεν απαιτούνται περισσότερα μέτρα εναντίον της προσφεύγουσας. Ιδίως δεν είχε είχαν ασκηθεί ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της για τη συνέχιση του δημόσιου διαλόγου σχετικά με το θέμα.
78. Ενόψει των ανωτέρω, η Κυβέρνηση θεώρησε ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
71. Η Κυβέρνηση θεωρεί ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελέστηκαν από την προσφεύγουσα έχουν δύο χωριστές πλευρές, κάθε μια από τις οποίες είναι τόσο σοβαρή ώστε δικαιολογείται η πειθαρχική κύρωση εις βάρος της.
72. Η πρώτη πλευρά αφορά τις δηλώσεις που έκανε για τους δικαστές και το δικαστικό σύστημα, επικαλούμενη παράνομη συμπεριφορά από την κ. Yegorova και άλλους λειτουργούς. Ωστόσο, στην καταγγελία της για αυτά τα πρόσωπα στο Υψηλό Συμβούλιο δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις για αυτά τα περιστατικά. Ακολούθως, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ένα δίκαιο σχόλιο ή δικαιολογημένη επίκριση.
73. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ακόμα κι αν αυτές οι δηλώσεις μπορούσαν να θεωρηθούν αξιολογικές κρίσεις, και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει μια επαρκής πραγματική βάση και, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να είχαν μείνει εντός των ορίων που είναι συμβατά με τα υψηλά ηθικά πρότυπα που απαιτείται να ισχύουν για τους δικαστές. Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια για έναν δημόσιο υπάλληλο, ιδίως για έναν δικαστή. Αν και η ελευθερία της έκφρασης κατοχυρώνεται για καθέναν, οι κανόνες της δικαστικής δεοντολογίας επέβαλαν συγκεκριμένους περιορισμούς στους δικαστές. Αυτά τα πρόσωπα, λειτουργούν ως εγγυητές του κράτους δικαίου και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχουν αυστηρά όρια στην επιτρεπόμενη συμπεριφορά τους προκειμένου να διασφαλίσουν την εξουσία και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οι γνώμες που εκφράζει ένας δικαστής ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο παραπλάνησης του κοινού, επειδή έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα ενόψει αυτών που εκφράζονται από τους κοινούς ανθρώπους. Το κοινό τείνει να πιστεύει τα πρόσωπα με επαγγελματική εμπειρία του δικαστικού συστήματος και οι απόψεις τους συνήθως γίνονται σεβαστές ως κυριαρχικές και ισορροπημένες.
74. Η δεύτερη πτυχή του πειθαρχικού παραπτώματος της προσφεύγουσας αποτελείται από τις δηλώσεις που αφορούν την ποινική υπόθεση εναντίον του Zaytsev, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο εκκρεμούσε στο επίπεδο της έφεσης. Ήταν απαράδεκτο για έναν δικαστή να σχολιάσει υπόθεση που εκκρεμεί σε δικαστήριο, διότι αυτό επηρεάζει την δικαιοδοσία, την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του αρμόδιου δικαστηρίου.
75. Σε απάντηση στο επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούσαν να ασκήσουν διαδικασίες για δυσφήμηση, η Κυβέρνηση εκθέτει ότι αυτά τα άτομα δεν είχαν προσωπικό μίσος εναντίον της προσφεύγουσας και γι’αυτό δεν επιδίωξαν προσωπικά οφέλη με την διενέργεια τέτοιων νομικών ενεργειών.
76. Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η προσφεύγουσα είχε καταχραστεί τη θέση της ως δικαστή προκειμένου να επιδιώξει προσωπικούς στόχους της, ιδίως να κερδίσει ψήφους από το εκλογικό σώμα εις βάρος της υπόληψης των συναδέλφων της και των δικαστικών θεσμών. Γι’ αυτό δημοσιοποίησε τους ισχυρισμούς της αρκετούς μήνες μετά τα περιστατικά, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
77. Τέλος, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η επιλογή της πειθαρχικής κύρωσης ήταν δικαιολογημένη ενόψει των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης. Η προσφεύγουσα είχε αποδείξει την αδυναμία της να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του δικαστικού λειτουργού και γι’ αυτό ένα μέτρο που θα της επέτρεπε να εργαστεί ως δικαστής, όπως η προειδοποίηση, δεν θα επαρκούσε. Επιπλέον, δεν απαιτούνται περισσότερα μέτρα εναντίον της προσφεύγουσας. Ιδίως δεν είχε είχαν ασκηθεί ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της για τη συνέχιση του δημόσιου διαλόγου σχετικά με το θέμα.
78. Ενόψει των ανωτέρω, η Κυβέρνηση θεώρησε ότι η παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».
B. Η κρίση του Δικαστηρίου
79. Όσον αφορά το θέμα αυτής της υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, καθώς είναι κοινός τόπος και ανάμεσα στα μέρη, η απόφαση για την απαλλαγή της προσφεύγουσας από τα δικαστικά της καθήκοντα οφείλεται στις δηλώσεις της στα μέσα ενημέρωσης. Ούτε η ικανότητα της προσφεύγουσας για παροχή δημόσιας υπηρεσίας ούτε η επαγγελματική της ικανότητα να ασκεί δικαστικές λειτουργίες ήταν μέρος των επιχειρημάτων ενώπιον των εθνικών αρχών. Συνεπώς, το προσβαλλόμενο μέτρο ανάγεται ουσιωδώς στην ελευθερία της έκφρασης και όχι στην κατοχή δημόσιας θέσης στη διοίκηση της δικαιοσύνης, δικαίωμα που δεν διασφαλίζεται από την Σύμβαση (βλ. Harabin κατά Σλοβακίας (απ.), αρ. 62584/00, 29 Ιουνίου 2004). Συνεπάγεται λοιπόν ότι στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζεται το άρθρο 10.
80. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα συνιστά παρέμβαση στην ενάσκηση του δικαιώματος που προστατεύεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Περαιτέρω, η ύπαρξη της παρέμβασης δεν αμφισβητείται από τα μέρη. Γι’ αυτό το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν ήταν δικαιολογημένη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10 της Σύμβασης.
80. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα συνιστά παρέμβαση στην ενάσκηση του δικαιώματος που προστατεύεται από το Άρθρο 10 της Σύμβασης. Περαιτέρω, η ύπαρξη της παρέμβασης δεν αμφισβητείται από τα μέρη. Γι’ αυτό το Δικαστήριο θα εξετάσει εάν ήταν δικαιολογημένη σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10 της Σύμβασης.
1. “Προβλεπόμενη από το νόμο” και νόμιμος στόχος
81. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η πειθαρχική κύρωση ήταν «προβλεπόμενη από το νόμο» και αξίωνε έναν νόμιμο στόχο. Όμως, στο μέτρο που κρίνεται ότι προσβάλλει την ποιότητα του εφαρμοζόμενου νόμου, το Δικαστήριο δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα για να κρίνει ότι οι νομοθετικές πράξεις που εφάρμοσαν οι ημεδαπές αρχές δεν ήταν δημοσιευμένες ή ότι οι έννομες συνέπειές τους δεν ήταν προβλέψιμες. Όσον αφορά τα επιχειρήματα της που αφορούν το αθέμιτο των πειθαρχικών διαδικασιών και την έλλειψη αμεροληψίας του Δικαστηρίου της Μόσχας, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτά αφορούν κυρίως την αναλογικότητα του προσβαλλόμενου μέτρου και θα ήταν πιο σωστό να εξεταστούν υπό εκείνο τον τίτλο. Το ίδιο ισχύει για τα επιχειρήματα που σχετίζονται με την αμφισβήτηση του νόμιμου στόχου που επικαλείται η Κυβέρνηση. Το Δικαστήριο μπορεί επομένως να θεωρήσει ότι το μέτρο είναι σύμφωνο με τους δύο πρώτους όρους και θα προχωρήσει στην εξέταση του αν είναι «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία».
2. “Αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία”
82. Κατά την αξιολόγηση του εάν η απόφαση της απαλλαγής της προσφεύγουσας από τα δικαστικά της καθήκοντα που ελήφθη λόγω των δημόσιων δηλώσεών της ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία», το Δικαστήριο θα εξετάσει τις περιστάσεις της υπόθεσης ως σύνολο και θα τις προσεγγίσει υπό το φως των αρχών που έχουν καθιερωθεί στη νομολογία, όπως συνοψίζονται παρακάτω (βλ. μεταξύ άλλων θεμελιωδών αποφάσεων, Jersild κατά Δανίας, της 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 31, Συλλογή A αρ. 298; Hertel κατά Ελβετίας, 25 Αυγούστου 1998, § 46, Reports of Judgments and Decisions, 1998-VI; και Steel και Morris κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 68416/01, § 87, ΕΔΔΑ 2005‑II):
“(i) Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και έναν από τους βασικούς όρους για την πρόοδό της και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10, εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που είναι ευρέως διαδεδομένες ή θεωρούνται ως μη προσβλητικές ή είναι κοινός τόπος, αλλά επίσης και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Αυτό είναι επιβεβλημένο από τον πλουραλισμό, την ανεκτικότητα και την ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει μια «δημοκρατική κοινωνία». Όπως προβλέπεται από το Άρθρο 10, αυτή η ελευθερία επιδέχεται εξαιρέσεις, οι οποίες … πρέπει όμως να εφαρμόζονται στενά και η ανάγκη κάθε περιορισμού πρέπει να θεμελιώνεται πειστικά.
(ii) Το επίθετο «αναγκαίοι» κατά την έννοια του Άρθρου 10 παρ. 2, συνεπάγεται την ύπαρξη μιας «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης». Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν ένα συγκεκριμένο πεδίο διακριτικής ευχέρειας για να αξιολογούν αν υφίσταται μια τέτοια ανάγκη, αλλά αυτό υπόκειται στον Ευρωπαϊκό [δικαστικό] έλεγχο, ο οποίος αφορά τόσο την νομοθεσία όσο και την απόφαση που την εφαρμόζει, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί από ένα ανεξάρτητο δικαστήριο. Το Δικαστήριο έχει λοιπόν την εξουσία να εκδώσει την τελική απόφαση για το εάν ένας τέτοιος «περιορισμός» συμβιβάζεται με την ελευθερία της έκφρασης, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 10.
(iii) Η αποστολή του Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση του δικαστικού ελέγχου, δεν είναι να υποκαταστήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αλλά περισσότερο να εξετάσει σύμφωνα με το Άρθρο 10 τις αποφάσεις που εξέδωσαν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος περιορίζεται στο εάν το ελεγχόμενο Κράτος άσκησε ορθά, προσεκτικά και καλόπιστα την διακριτική του ευχέρεια. Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει την καταγγελλόμενη παρέμβαση υπό το φως της συνολικής υπόθεσης και να καθορίσει εάν ήταν «αναλογική ενόψει του επιδιωκόμενου νόμιμου στόχου» και εάν οι λόγοι που οδήγησαν τις εθνικές αρχές στην αιτιολόγησή της ήταν «σχετικοί και επαρκείς»… Ενεργώντας έτσι, το Δικαστήριο πρέπει να ελέγξει εάν τα πρότυπα που εφάρμοσαν οι εθνικές αρχές είναι σε συμβατότητα με τις αρχές που περιέχονται στο Άρθρο 10 και, επιπλέον, εάν βασίζονται σε παραδεκτή εκτίμηση των σχετικών γεγονότων…»
83. Eπιπλέον, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το θεμιτό των διαδικασιών, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται (βλ., mutatis mutandis, Steel και Morris, ό.π., § 95) και η φύση και η αυστηρότητα των ποινών που επιβάλλονται (βλ. Ceylan κατά Τουρκίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 23556/94, § 37, ΕΔΔΑ 1999-IV; Tammer κατά Εσθονίας, αρ. 41205/98, § 69, ΕΔΔΑ 2001-I; Skałka κατά Πολωνίας, αρ. 43425/98, §§ 41-42, 27 Μάη 2003; και Lešník κατά Σλοβακίς, αρ. 35640/97, §§ 63-64, ΕΔΔΑ 2003-IV) είναι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας μιας παρέμβασης στην ελευθερία της έκφρασης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10.
84. Κατά την εκτίμηση του εάν υφίσταται μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» που μπορεί να δικαιολογήσει την παρέμβαση κατά την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, θα πρέπει να γίνει μια προσεκτική διάκριση ανάμεσα σε γεγονότα και σε αξιολογικές κρίσεις. Η ύπαρξη γεγονότων μπορεί να αποδειχθεί, ενώ η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν αποτελεί αντικείμενο απόδειξης (βλ. De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, 24 Φεβρουαρίου 1997, § 42, Εκθέσεις 1997‑I, και Harlanova κατά Λετονίας (διάτ.), αρ. 57313/00, 3 Απριλίου 2003). Πάντως, ακόμη κι όταν μία δήλωση περιέχει αξιολογικές κρίσεις, η αναλογικότητα της παρέμβασης μπορεί να εξαρτάται από το εάν υφίσταται επαρκής πραγματική βάση της δήλωσης, καθώς μια αξιολογική κρίση χωρίς πραγματική βάση που να την υποστηρίζει μπορεί να ξεπερνά το μέτρο (βλ. De Haes και Gijsels, ό.π., § 47, και Jerusalem κατά Αυστρίας, αρ. 26958/95, § 43, ΕΔΔΑ 2001‑II).
85. Το Δικαστήριο περαιτέρω επαναλαμβάνει ότι το Άρθρο 10 εφαρμόζεται επίσης στον χώρο της εργασίας και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως η προσφεύγουσα, απολαμβάνουν επίσης το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης (βλ. Vogt, ό.π., § 53; Wille κατά Λιχτενστάιν [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28396/95, § 41, ΕΔΔΑ 1999-VII; Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2 Σεπτεμβρίου 1998, § 56, Εκθέσεις 1998-VI; Fuentes Bobo κατά Ισπανίας, αρ. 39293/98, § 38, 29 Φεβρουαρίου 2000; και Guja κατά Μολδαβίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 14277/04, § 52, 12 Φεβρουαρίου 2008). Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει επίγνωση του ότι οι εργαζόμενοι υπέχουν καθήκον πίστης, εγκράτειας και διάκρισης στον εργοδότη τους Αυτό ισχύει και για τους δημόσιου υπαλλήλους, καθώς η ίδια η φύση της δημόσιας υπηρεσίας επιβάλει τη δέσμευση του δημοσίου υπαλλήλου με το καθήκον της πίστης και της διάκρισης (βλ. Vogt, ό.π., § 53; Ahmed και άλλοι, ό.π., § 55; και De Diego Nafría κατά Ισπανίας, αρ. 46833/99, § 37, 14 Μαρτίου 2002). Η εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων διάδοση πληροφοριών που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της εργασίας τους, ακόμη και για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως του καθήκοντός τους και της πίστης και διάκρισης (βλ. Guja, ό.π., §§ 72-78).
86. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι τα θέματα που αφορούν την λειτουργία του δικαστικού συστήματος αποτελούν ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, ο διάλογος επί των οποίων εμπίπτει στην προστασία του Άρθρου 10. Ωστόσο, το Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις έχει υπογραμμίσει τον ειδικό ρόλο του δικαστικού σώματος στην κοινωνία, καθώς, ως εγγυητής της δικαιοσύνης που είναι μια θεμελιώδης αξία σε ένα δικαιοκρατούμενο κράτος, πρέπει να απολαμβάνει δημόσιας πίστης προκειμένου να ασκεί με επιτυχία τα καθήκοντά του. Γι’ αυτό μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο να προστατευθεί αυτή η πίστη έναντι των αποδομητικών επιθέσεων που είναι εντελώς αθεμελίωτες, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι οι δικαστές που έχουν υποστεί επικρίσεις έχουν καθήκον διάκρισης το οποίο τους αποκλείει από το να απαντήσουν (βλ. Prager και Oberschlick κατά Αυστρίας, 26 Απριλίου 1995, § 34, Συλλογή A αρ. 313).
Η φράση «αυθεντία της δικαιοσύνης» περιλαμβάνει, ιδίως, την έννοια ότι τα δικαστήρια είναι –και αναμένεται από το ευρύ κοινό να είναι- το κατάλληλο πεδίο για την επίλυση των νομικών διαφορών και για τον καθορισμό της ενοχής ή αθωότητας ενός προσώπου επί μίας ποινικής κατηγορίας (βλ. Worm κατά Αυστρίας, 29 Αυγούστου 1997, § 40, Εκθέσεις 1997-V). Αυτό που κρίνεται όσον αφορά την προστασία της αυθεντίας της δικαιοσύνης είναι η εμπιστοσύνη τη οποία πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία, στους κατηγορούμενους εφόσον πρόκειται για ποινικές υποθέσεις, αλλά επίσης και στο ευρύ κοινό (βλ, mutatis mutandis, μεταξύ πολλών άλλων κεντρικών αποφάσεων, Fey κατά Αυστρίας, 24 Φεβρουαρίου 1993, Συλλογή A αρ. 255-A). Γι’ αυτό το λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν στην δικαιοσύνη θα πρέπει να δείχνουν επιφύλαξη στην ενάσκηση της ελευθερίας του λόγου τους σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αυθεντία και η αμεροληψία της δικαιοσύνης φαίνεται ότι αποτελεί το ζητούμενο (βλ. Wille, ό.π., § 64).
87. Στο πλαίσιο των εκλογικών διαξιφισμών, από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ιδιαίτερη σημασία της ανεμπόδιστης ενάσκησης της ελευθερίας του λόγου από τους υποψήφιους. Έχει κρίνει ότι το δικαίωμα υποψηφιότητας σε εκλογές, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1, είναι αναπόσπαστο της έννοιας ενός πραγματικού δημοκρατικού καθεστώτος (βλ. Melnychenko κατά Ουκρανίας, αρ. 17707/02, § 59, ΕΔΔΑ 2004-X). Απηχεί μια θεμελιώδη αρχή για την αποτελεσματική πολιτική δημοκρατία, είναι πρωταρχικής σημασίας στο σύστημα της Σύμβασης και είναι κρίσιμη για την καθιέρωση και διατήρηση των θεμελίων μιας αποτελεσματικής και ουσιαστικής δημοκρατίας που διέπεται από ένα κράτος δικαίου (βλ. Malisiewicz-Gąsior κατά Πολωνίας, αρ. 43797/98, § 67, 6 Απριλίου 2006; Mathieu-Mohin και Clerfayt κατά Βελγίου, 2 Μαρτίου 1987, § 47, Συλλογή A αρ. 113; και Hirst κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. 2) [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 74025/01, § 58, ΕΔΔΑ 2005-IX).
88. Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών Μόσχας επέβαλε στους προσφεύγοντες πειθαρχική δίωξη όσον αφορά έναν ορισμένες δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο των τριών συνεντεύξεών της στα μέσα ενημέρωσης. Στην απόφαση τους της 19 Μαΐου 2004 (βλ. Ανωτέρω, Παράγραφο 34) παραπέμπουν στις ακόλουθες δηλώσεις.
- “Χρόνια απασχόλησης στο Δικαστήριο της Μόσχας με οδήγησαν στο να αμφιβάλλω για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα.”
- “Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου”,
- “τα δικαστήρια χρησιμοποιούνται ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης”,
- «αν όλοι οι δικαστές σωπάσουν αυτή η χώρα σύντομα θα περιέλθει σε κατάσταση δικαστικής αυθαιρεσίας.»
- «Αν ρίξετε μια ματιά, παντού τριγύρω υπάρχει παρανομία. Ο νόμος εφαρμόζεται αυστηρά στους απλούς ανθρώπους, αλλά όχι όταν πρόκειται για πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές θέσεις. Όμως κι αυτοί παραβιάζουν τον νόμο – χωρίς να λογοδοτούν»,
- «η διοίκηση του δικαστηρίου ελέγχει κάθε δικαστή για να δει πόσο ευέλικτος είναι ώστε κατά τη διανομή των υποθέσεων να μάθουν σε ποιον μπορούν να εμπιστευθούν μια ευαίσθητη υπόθεση και ποιον να αποφύγουν».
- «Στην Σιβηρία, παρεμπιπτόντως, τα δικαστήρια είναι πολύ πιο αδέκαστα από ό,τι στη Μόσχα. Εκεί δεν μπορείς να φανταστείς τέτοιες βίαιες χειραγωγήσεις και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφθορά σε αυτή την έκταση.»
- «Αμφιβάλλω αν στα περιφερειακά δικαστήρια συμβαίνουν τόσο ακραία σκάνδαλα όπως αυτά στο Δικαστήριο της Μόσχας, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα διαβάθμισης, ενώ τα προβλήματα είναι γενικότερα.»
- «Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου. Ο μηχανισμός με τον οποίο επιβάλλεται η απόφαση σε έναν δικαστή δεν γίνεται με την άμεση επικοινωνία μαζί του. Αντί αυτού, ένας κατήγορος ή κάποιος ενδιαφερόμενος προσεγγίζει τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος στη συνέχεια προσπαθεί να μιλήσει στον δικαστή περί «ορθής» απόφασης, αρχικά με ευγενικό τρόπο, δίνοντας συμβουλές ή επαγγελματική γνώμη, στη συνέχεια πιέζοντάς τον πιο πολύ να λάβει την «ορθή» απόφαση, δηλαδή αυτή που εξυπηρετεί κάποιον.»
- «στην πράξη το δικαστήριο συνήθως συντάσσεται με τον εισαγγελέα. Τα δικαστήρια έτσι γίνονται όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικάζεται σύμφωνα με το νόμο και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες κάποιου τρίτου. ”
89. Το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας περαιτέρω παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα προβαίνοντας σε αυτές τις δηλώσεις «διέδωσε στην κοινωνία των πολιτών ανακριβείς και ψευδείς » και ότι οι δηλώσεις της ήταν «πρόδηλα βασιζόμενες σε φαντασιώσεις, σε εν γνώσει της ανακριβή και διαστρεβλωμένα περιστατικά».
90. Πέρα από τις παραπάνω δηλώσεις, το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας κατηγόρησε την προσφεύγουσα για «διάδοση συγκεκριμένων πληροφοριών για πραγματικά περιστατικά που αφορούν την ποινική διαδικασία κατά του Zaytsev πριν τεθεί σε ισχύ η απόφαση στην εν λόγω υπόθεση”.
91. Όσον αφορά τα σχόλια της προσφεύγουσας για την εκκρεμή ποινική διαδικασία, οι εθνικές αρχές δεν επικαλούνται συγκεκριμένες δηλώσεις. Το Δικαστήριο, όσον αφορά αυτό το θέμα, δεν βλέπει στις τρεις επίμαχες συνεντεύξεις κάτι που να δικαιολογεί τους ισχυρισμούς περί «διάδοσης». Πράγματι, προς υποστήριξη των επικριτικών της σχολίων για το ρόλο των προέδρων των δικαστηρίων, η προσφεύγουσα περιέγραψε την εμπειρία της ως δικαστής στην ποινική υπόθεση κατά του Zaytsev, ισχυριζόμενη ότι ασκήθηκαν πιέσεις στο δικαστήριο από διάφορους λειτουργούς, ιδίως από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Μόσχας. Αυτό όμως διαφέρει από την κοινοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών που κάποιος μπορεί να αποκτήσει στο πλαίσιο της εργασίας του (βλ. Guja, ό.π.). Οι καταθέσεις εμπειριών της προσφεύγουσας ως προς την παραπάνω δίκη μπορούν, επομένως, να θεωρηθούν ως δηλώσεις για πραγματικά περιστατικά, τα οποία, δεδομένου του context, ήταν αναπόσπαστο μέρος των απόψεων που εξέφρασε στις ίδιες συνεντεύξεις, τα αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται ανωτέρω. Το Δικαστήριο θα εκτιμήσει επομένως την βασιμότητα των δηλώσεων της προσφεύγουσας επί πραγματικών περιστατικών, πριν αποφασίσει για το κατά πόσον οι αξιολογικές κρίσεις που εκφράστηκαν στις συνεντεύξεις ήταν εύλογες.
92. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας στο επεισόδιο κατά το οποίο εκλήθη κι ερωτήθηκε από την κ. Yegorova κατά την διάρκεια της δίκης, αμφισβητούνται από την κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση επικαλείται την έρευνα του Υψηλού Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών που έγινε κατόπιν της καταγγελίας της προσφεύγουσας εναντίον της κ. Yegorova. To Συμβούλιο δεν έκρινε επαρκείς τις αποδείξεις για το ότι η κ. Yegorova είχε επιχειρήσει να επηρεάσει την προσφεύγουσα ή να βεβαιώσει την έλλειψη τέτοιων προθέσεων (βλ. την εσωτερική έκθεση του δικαστή S. ό.π. παρ. 29). Ενώ το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί τις δυσκολίες στην απόδειξη του περιεχομένου της προσωπικής επικοινωνίας ανάμεσα στην προσφεύγουσα και την κ. Yegorova, σημειώνει ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας υποστηρίζονται από τις δηλώσεις των εμπειρογνωμόνων και της γραμματέως του δικαστηρίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να μην σημειώσει το γεγονός ότι το Συμβούλιο παρέβλεψε τις παρατυπίες στην μεταφορά της υπόθεσης από την προσφεύγουσα σε έναν άλλο δικαστή. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι κατά το Άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η υπόθεση πρέπει να εξετάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν ένας από τους δικαστές δεν είναι πλέον σε θέση να πάρει μέρος στην ακροαματική διαδικασία. Πάντως, από την έκθεση του δικαστή S. προκύπτει ότι η κ. Yegorova αποφάσισε να αφαιρέσει την υπόθεση από την προσφεύγουσα, λόγω της αποδοκιμασίας της για την συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά την ακροαματική διαδικασία και λόγω «της ύπαρξης εμπιστευτικών εκθέσεων από σχετικές υπηρεσίες» για την εξέταση της υπόθεσης Zaytsev από την προσφεύγουσα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ίδια η κρίση ότι τέτοιου είδους εκτιμήσεις μπορεί να οδήγησαν στην αφαίρεση μιας υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου και η ανάθεσή της σε έναν άλλο δικαστή, θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί υποστηρικτική των ισχυρισμών της προσφεύγουσας. Παραβλέποντας αυτό το στοιχείο, το Συμβούλιο Αξιολόγησης δεν θεμελίωσε πειστικά την κρίση του και αυτή η έλλειψη δεν έχει αντικρουσθεί από τις συνολικές περιστάσεις της υπόθεσης. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας περί πίεσης δεν έχουν απορριφθεί με πειστικό τρόπο από τις εθνικές αρχές.
93. Το Δικαστήριο, συμπεραίνοντας ότι υπάρχει υπόβαθρο πραγματικών περιστατικών στις επικρίσεις της προσφεύγουσας, επαναλαμβάνει ότι το καθήκον πίστης και διάκρισης που οφείλουν οι δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιαίτερα οι δικαστικοί, επιβάλλει οι πληροφορίες που διαδίδουν να είναι εγκυρότερες και αυτό να γίνεται με προσοχή και σύνεση (βλ. Guja, ό.π., και Wille, ό.π., §§ 64 και 67). Γι’ αυτό ακολουθεί η εξέταση του κατά πόσον οι απόψεις που εκφράστηκαν από την προσφεύγουσα, βάσει αυτών των πληροφοριών, ήταν τυχόν υπερβολικές ενόψει και της δικαστικής της ιδιότητας.
94. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα προέβη σε δημόσιες επικρίσεις όσον αφορά ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, δηλαδή τη συμπεριφορά διάφορων λειτουργών που χειρίζονταν μία σοβαρή υπόθεση διαφθοράς στην οποία η ίδια ήταν δικαστής. Πράγματι, οι συνεντεύξεις της αναφέρονται σε μια ανησυχητική κατάσταση και περιέχουν ισχυρισμούς ότι η πίεση που ασκείται σε δικαστές αποτελεί κοινό τόπο και ότι αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά προκειμένου να διατηρήσει το δικαστικό σύστημα την ανεξαρτησία του και να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με αυτές τις πράξεις η προσφεύγουσα εγείρει ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, το οποίο θα πρέπει να είναι ανοικτό για δημόσιο διάλογο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η απόφασή της να δημοσιοποιήσει αυτές της πληροφορίες βασίστηκε στην προσωπική της εμπειρία και ελήφθη μόνο αφού αποκλείστηκε από την συμμετοχή της στην δίκη υπό την επίσημη ιδιότητά της.
95. Στο μέτρο που το κίνητρο της προσφεύγουσας για να προβεί στις επίμαχες δηλώσεις μπορεί να είναι σχετικό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εάν μία πράξη κινείται από ένα προσωπικό παράπονο ή την προσωπική αντιπαλότητα ή την προσδοκία προσωπικού οφέλους, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού οφέλους, δεν θα δικαιολογούσε ένα ιδιαίτερα δυνατό επίπεδο προστασίας (βλ. Guja, ό.π., § 77). Ο πολιτικός λόγος, αντίθετα, απολαμβάνει ειδικής προστασίας κατά το Άρθρο 10 (βλ. την νομολογία που αναφέρεται παραπάνω στην παράγραφο 87). Το Δικαστήριο έχει νομολογήσει ότι ακόμη κι άν ένα θέμα διαλόγου έχει πολιτικές προεκτάσεις, αυτό δεν αρκεί για να εμποδιστεί ένας δικαστής να κάνει κάθε δήλωση για αυτό το θέμα (βλ., Wille, ό.π. , § 67). Το Δικαστήριο παρατηρεί, και δεν αμφισβητείται από τα μέρη στην παρούσα υπόθεση, ότι οι συνεντεύξεις δημοσιεύονται στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας της προσφεύγουσας. Πάντως, ακόμη κι αν η προσφεύγουσα επέτρεψε στον εαυτό της ένα βαθμό υπερβολής και γενίκευσης, χαρακτηριστικά κάθε προεκλογικής εκστρατείας, οι δηλώσεις της δεν ήταν εντελώς στερούμενες πραγματικής βάσης (βλ. παράγραφος 92 παραπάνω), και γι' αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ανέξοδη προσωπική επίθεση, αλλά ως ένα θεμιτό σχόλιο για ένα θέμα υψηλού δημόσιου ενδιαφέντος.
96. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι τα δικαστήρια που υπέστησαν τα επικριτικά της σχόλια δεν θα έπρεπε να είχαν δικάσει την υπόθεση. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το ζήτημα της παύσης από την δικαστική ιδιότητα εμπίπτει στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του σχετικού συμβουλίου αξιολόγησης δικαστικών, η απόφαση του οποίου υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από το Δικαστήριο της Μόσχας και το Ανώτατο Δικαστήριο. Παρατηρεί επίσης ότι πριν την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης η προσφεύγουσα ζήτησε από το Δικαστήριο της Μόσχας και το Ανώτατο Δικαστήριο να παραπεμφθεί η υπόθεση σε άλλο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επειδή το Δικαστήριο της Μόσχας είχε αναφερθεί στις συνεντεύξεις που προκάλεσαν αυτή την κατάσταση και επειδή τα μέλη αυτού του δικαστηρίου δεν θα ήταν αντιειμενικά και αμερόληπτα στο πλαίσιο της πειθαρχικής δίωξης. Πάντως το Δικαστήριο της Μόσχας έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να διατάξει την παραπομπή, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας και στην συνέχεια, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας εκδίκασης, έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν πρόβαλε το αίτημα όταν έπρεπε.
97. Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι φόβοι της προσφεύγουσας όσον αφορά την αμεροληψία του Δικαστηρίου της Μόσχας δικαιολογούνται ενόψει των ισχυρισμών της εναντίον της Προέδρου του Δικαστηρίου. Όμως, τα επιχειρήματα αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη και η εν λόγω παράβλεψη συνιστά βαριά διαδικαστική έλλειψη. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η πειθαρχική κύρωση έγινε κατά παράβαση σοβαρών διαδικαστικών εγγυήσεων.
98. Τέλος, το Δικαστήριο αξιολογεί την ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα. Σημειώνει ότι η πειθαρχική δίωξη κατέληξε στην παύση της από την θέση δικαστικού λειτουργού του Δικαστηρίου της Μόσχας και στην εξάλειψη κάθε δυνατότητας να ασκήσει το επάγγελμα του δικαστή. Αυτή ήταν μια αναμφίβολα βαριά ποινή και θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά επαχθές για την προσφεύγουσα να χάσει την δυνατότητα να ασκεί το επάγγελμα που άσκησε για 18 χρόνια. Επρόκειτο για την πιο αυστηρή ποινή που μπορεί να επιβληθεί πειθαρχικά και, υπό το φως των παραπάνω κρίσεων του Δικαστηρίου, δεν ανταποκρίνεται στην βαρύτητα της προσβολής. Επιπλέον, θα μπορούσε αναμφίβολα να αποθαρρύνει άλλους δικαστές στο μέλλον από το να κάνουν επικριτικές δηλώσεις για την πολιτική δημόσιων θεσμών ή πολιτικών, από το φόβο μήπως χάσουν την δικαστική τους ιδιότητα.
99. Το Δικαστήριο μνημονεύει το «αποτέλεσμα τρόμου» που επιφέρει ο φόβος των κυρώσεων στην ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης (βλ., mutatis mutandis, Wille, ό.π., § 50; Nikula κατά Φινλανδίας, αρ. 31611/96, § 54, ΕΔΔΑ 2002‑II; Cumpǎnǎ και Mazǎre κατά Ρουμανίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 33348/96, § 114, ΕΔΔΑ 2004‑XI; και Elci και άλλοι κατά Τουρκίας, αρ. 23145/93 και 25091/94, § 714, 13 Νοεμβρίου 2003). Το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο ζημιώνει συνολικά την κοινωνία, αποτελεί παράγοντα ο οποίος αφορά την αναλογικότητα και την νομιμοποίηση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα, η οποία, όπως το Δικαστήριο έκρινε παραπάνω, είχε αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να αναφέρει ενώπιον της κοινής γνώμης το επίμαχο ζήτημα.
100. Ακολούθως, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω κύρωση ήταν δυσανάλογης βαρύτητας για την προσφεύγουσα και ότι, επιπλέον, μπορούσε να έχει ένα «αποτέλεσμα τρόμου» σε δικαστές που θέλουν να συμμετέχουν σε έναν δημόσιο διάλογο για την αποτελεσματικότητα των δικαστικών θεσμών.
101. Υπό το φως των προαναφερόμενων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι εθνικές αρχές δεν κατάφεραν να εξισορροπήσουν ορθά ανάμεσα στην ανάγκη για προστασία της δικαστικής αυθεντίας και στην προστασία της τιμής ή δικαιωμάτων των άλλων από τη μία πλευρά, και στην ανάγκη για προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας από την άλλη πλευρά
.
102. Συνεπώς, παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
“(i) Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και έναν από τους βασικούς όρους για την πρόοδό της και την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 10, εφαρμόζεται όχι μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που είναι ευρέως διαδεδομένες ή θεωρούνται ως μη προσβλητικές ή είναι κοινός τόπος, αλλά επίσης και εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Αυτό είναι επιβεβλημένο από τον πλουραλισμό, την ανεκτικότητα και την ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει μια «δημοκρατική κοινωνία». Όπως προβλέπεται από το Άρθρο 10, αυτή η ελευθερία επιδέχεται εξαιρέσεις, οι οποίες … πρέπει όμως να εφαρμόζονται στενά και η ανάγκη κάθε περιορισμού πρέπει να θεμελιώνεται πειστικά.
(ii) Το επίθετο «αναγκαίοι» κατά την έννοια του Άρθρου 10 παρ. 2, συνεπάγεται την ύπαρξη μιας «πιεστικής κοινωνικής ανάγκης». Τα Συμβαλλόμενα Κράτη διαθέτουν ένα συγκεκριμένο πεδίο διακριτικής ευχέρειας για να αξιολογούν αν υφίσταται μια τέτοια ανάγκη, αλλά αυτό υπόκειται στον Ευρωπαϊκό [δικαστικό] έλεγχο, ο οποίος αφορά τόσο την νομοθεσία όσο και την απόφαση που την εφαρμόζει, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί από ένα ανεξάρτητο δικαστήριο. Το Δικαστήριο έχει λοιπόν την εξουσία να εκδώσει την τελική απόφαση για το εάν ένας τέτοιος «περιορισμός» συμβιβάζεται με την ελευθερία της έκφρασης, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 10.
(iii) Η αποστολή του Δικαστηρίου, κατά την ενάσκηση του δικαστικού ελέγχου, δεν είναι να υποκαταστήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές, αλλά περισσότερο να εξετάσει σύμφωνα με το Άρθρο 10 τις αποφάσεις που εξέδωσαν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος περιορίζεται στο εάν το ελεγχόμενο Κράτος άσκησε ορθά, προσεκτικά και καλόπιστα την διακριτική του ευχέρεια. Το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει την καταγγελλόμενη παρέμβαση υπό το φως της συνολικής υπόθεσης και να καθορίσει εάν ήταν «αναλογική ενόψει του επιδιωκόμενου νόμιμου στόχου» και εάν οι λόγοι που οδήγησαν τις εθνικές αρχές στην αιτιολόγησή της ήταν «σχετικοί και επαρκείς»… Ενεργώντας έτσι, το Δικαστήριο πρέπει να ελέγξει εάν τα πρότυπα που εφάρμοσαν οι εθνικές αρχές είναι σε συμβατότητα με τις αρχές που περιέχονται στο Άρθρο 10 και, επιπλέον, εάν βασίζονται σε παραδεκτή εκτίμηση των σχετικών γεγονότων…»
83. Eπιπλέον, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το θεμιτό των διαδικασιών, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται (βλ., mutatis mutandis, Steel και Morris, ό.π., § 95) και η φύση και η αυστηρότητα των ποινών που επιβάλλονται (βλ. Ceylan κατά Τουρκίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 23556/94, § 37, ΕΔΔΑ 1999-IV; Tammer κατά Εσθονίας, αρ. 41205/98, § 69, ΕΔΔΑ 2001-I; Skałka κατά Πολωνίας, αρ. 43425/98, §§ 41-42, 27 Μάη 2003; και Lešník κατά Σλοβακίς, αρ. 35640/97, §§ 63-64, ΕΔΔΑ 2003-IV) είναι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας μιας παρέμβασης στην ελευθερία της έκφρασης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10.
84. Κατά την εκτίμηση του εάν υφίσταται μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» που μπορεί να δικαιολογήσει την παρέμβαση κατά την ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, θα πρέπει να γίνει μια προσεκτική διάκριση ανάμεσα σε γεγονότα και σε αξιολογικές κρίσεις. Η ύπαρξη γεγονότων μπορεί να αποδειχθεί, ενώ η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν αποτελεί αντικείμενο απόδειξης (βλ. De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, 24 Φεβρουαρίου 1997, § 42, Εκθέσεις 1997‑I, και Harlanova κατά Λετονίας (διάτ.), αρ. 57313/00, 3 Απριλίου 2003). Πάντως, ακόμη κι όταν μία δήλωση περιέχει αξιολογικές κρίσεις, η αναλογικότητα της παρέμβασης μπορεί να εξαρτάται από το εάν υφίσταται επαρκής πραγματική βάση της δήλωσης, καθώς μια αξιολογική κρίση χωρίς πραγματική βάση που να την υποστηρίζει μπορεί να ξεπερνά το μέτρο (βλ. De Haes και Gijsels, ό.π., § 47, και Jerusalem κατά Αυστρίας, αρ. 26958/95, § 43, ΕΔΔΑ 2001‑II).
85. Το Δικαστήριο περαιτέρω επαναλαμβάνει ότι το Άρθρο 10 εφαρμόζεται επίσης στον χώρο της εργασίας και ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως η προσφεύγουσα, απολαμβάνουν επίσης το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης (βλ. Vogt, ό.π., § 53; Wille κατά Λιχτενστάιν [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28396/95, § 41, ΕΔΔΑ 1999-VII; Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2 Σεπτεμβρίου 1998, § 56, Εκθέσεις 1998-VI; Fuentes Bobo κατά Ισπανίας, αρ. 39293/98, § 38, 29 Φεβρουαρίου 2000; και Guja κατά Μολδαβίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 14277/04, § 52, 12 Φεβρουαρίου 2008). Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει επίγνωση του ότι οι εργαζόμενοι υπέχουν καθήκον πίστης, εγκράτειας και διάκρισης στον εργοδότη τους Αυτό ισχύει και για τους δημόσιου υπαλλήλους, καθώς η ίδια η φύση της δημόσιας υπηρεσίας επιβάλει τη δέσμευση του δημοσίου υπαλλήλου με το καθήκον της πίστης και της διάκρισης (βλ. Vogt, ό.π., § 53; Ahmed και άλλοι, ό.π., § 55; και De Diego Nafría κατά Ισπανίας, αρ. 46833/99, § 37, 14 Μαρτίου 2002). Η εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων διάδοση πληροφοριών που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της εργασίας τους, ακόμη και για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως του καθήκοντός τους και της πίστης και διάκρισης (βλ. Guja, ό.π., §§ 72-78).
86. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι τα θέματα που αφορούν την λειτουργία του δικαστικού συστήματος αποτελούν ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος, ο διάλογος επί των οποίων εμπίπτει στην προστασία του Άρθρου 10. Ωστόσο, το Δικαστήριο σε πολλές περιπτώσεις έχει υπογραμμίσει τον ειδικό ρόλο του δικαστικού σώματος στην κοινωνία, καθώς, ως εγγυητής της δικαιοσύνης που είναι μια θεμελιώδης αξία σε ένα δικαιοκρατούμενο κράτος, πρέπει να απολαμβάνει δημόσιας πίστης προκειμένου να ασκεί με επιτυχία τα καθήκοντά του. Γι’ αυτό μπορεί να αποδειχθεί αναγκαίο να προστατευθεί αυτή η πίστη έναντι των αποδομητικών επιθέσεων που είναι εντελώς αθεμελίωτες, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι οι δικαστές που έχουν υποστεί επικρίσεις έχουν καθήκον διάκρισης το οποίο τους αποκλείει από το να απαντήσουν (βλ. Prager και Oberschlick κατά Αυστρίας, 26 Απριλίου 1995, § 34, Συλλογή A αρ. 313).
Η φράση «αυθεντία της δικαιοσύνης» περιλαμβάνει, ιδίως, την έννοια ότι τα δικαστήρια είναι –και αναμένεται από το ευρύ κοινό να είναι- το κατάλληλο πεδίο για την επίλυση των νομικών διαφορών και για τον καθορισμό της ενοχής ή αθωότητας ενός προσώπου επί μίας ποινικής κατηγορίας (βλ. Worm κατά Αυστρίας, 29 Αυγούστου 1997, § 40, Εκθέσεις 1997-V). Αυτό που κρίνεται όσον αφορά την προστασία της αυθεντίας της δικαιοσύνης είναι η εμπιστοσύνη τη οποία πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία, στους κατηγορούμενους εφόσον πρόκειται για ποινικές υποθέσεις, αλλά επίσης και στο ευρύ κοινό (βλ, mutatis mutandis, μεταξύ πολλών άλλων κεντρικών αποφάσεων, Fey κατά Αυστρίας, 24 Φεβρουαρίου 1993, Συλλογή A αρ. 255-A). Γι’ αυτό το λόγο, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν στην δικαιοσύνη θα πρέπει να δείχνουν επιφύλαξη στην ενάσκηση της ελευθερίας του λόγου τους σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αυθεντία και η αμεροληψία της δικαιοσύνης φαίνεται ότι αποτελεί το ζητούμενο (βλ. Wille, ό.π., § 64).
87. Στο πλαίσιο των εκλογικών διαξιφισμών, από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την ιδιαίτερη σημασία της ανεμπόδιστης ενάσκησης της ελευθερίας του λόγου από τους υποψήφιους. Έχει κρίνει ότι το δικαίωμα υποψηφιότητας σε εκλογές, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1, είναι αναπόσπαστο της έννοιας ενός πραγματικού δημοκρατικού καθεστώτος (βλ. Melnychenko κατά Ουκρανίας, αρ. 17707/02, § 59, ΕΔΔΑ 2004-X). Απηχεί μια θεμελιώδη αρχή για την αποτελεσματική πολιτική δημοκρατία, είναι πρωταρχικής σημασίας στο σύστημα της Σύμβασης και είναι κρίσιμη για την καθιέρωση και διατήρηση των θεμελίων μιας αποτελεσματικής και ουσιαστικής δημοκρατίας που διέπεται από ένα κράτος δικαίου (βλ. Malisiewicz-Gąsior κατά Πολωνίας, αρ. 43797/98, § 67, 6 Απριλίου 2006; Mathieu-Mohin και Clerfayt κατά Βελγίου, 2 Μαρτίου 1987, § 47, Συλλογή A αρ. 113; και Hirst κατά Ηνωμένου Βασιλείου (αρ. 2) [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 74025/01, § 58, ΕΔΔΑ 2005-IX).
88. Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών Μόσχας επέβαλε στους προσφεύγοντες πειθαρχική δίωξη όσον αφορά έναν ορισμένες δηλώσεις που έγιναν στο πλαίσιο των τριών συνεντεύξεών της στα μέσα ενημέρωσης. Στην απόφαση τους της 19 Μαΐου 2004 (βλ. Ανωτέρω, Παράγραφο 34) παραπέμπουν στις ακόλουθες δηλώσεις.
- “Χρόνια απασχόλησης στο Δικαστήριο της Μόσχας με οδήγησαν στο να αμφιβάλλω για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα.”
- “Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου”,
- “τα δικαστήρια χρησιμοποιούνται ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης”,
- «αν όλοι οι δικαστές σωπάσουν αυτή η χώρα σύντομα θα περιέλθει σε κατάσταση δικαστικής αυθαιρεσίας.»
- «Αν ρίξετε μια ματιά, παντού τριγύρω υπάρχει παρανομία. Ο νόμος εφαρμόζεται αυστηρά στους απλούς ανθρώπους, αλλά όχι όταν πρόκειται για πρόσωπα που κατέχουν σημαντικές θέσεις. Όμως κι αυτοί παραβιάζουν τον νόμο – χωρίς να λογοδοτούν»,
- «η διοίκηση του δικαστηρίου ελέγχει κάθε δικαστή για να δει πόσο ευέλικτος είναι ώστε κατά τη διανομή των υποθέσεων να μάθουν σε ποιον μπορούν να εμπιστευθούν μια ευαίσθητη υπόθεση και ποιον να αποφύγουν».
- «Στην Σιβηρία, παρεμπιπτόντως, τα δικαστήρια είναι πολύ πιο αδέκαστα από ό,τι στη Μόσχα. Εκεί δεν μπορείς να φανταστείς τέτοιες βίαιες χειραγωγήσεις και δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφθορά σε αυτή την έκταση.»
- «Αμφιβάλλω αν στα περιφερειακά δικαστήρια συμβαίνουν τόσο ακραία σκάνδαλα όπως αυτά στο Δικαστήριο της Μόσχας, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα διαβάθμισης, ενώ τα προβλήματα είναι γενικότερα.»
- «Ένας δικαστής, αν και από το νόμο ορίζεται ως η ενσάρκωση της δικαστικής λειτουργίας και της ανεξαρτησίας, στην πράξη συχνά βρίσκει τον εαυτό του στη θέση ενός κοινού υπαλλήλου, ενός υποτακτικού του προέδρου του δικαστηρίου. Ο μηχανισμός με τον οποίο επιβάλλεται η απόφαση σε έναν δικαστή δεν γίνεται με την άμεση επικοινωνία μαζί του. Αντί αυτού, ένας κατήγορος ή κάποιος ενδιαφερόμενος προσεγγίζει τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος στη συνέχεια προσπαθεί να μιλήσει στον δικαστή περί «ορθής» απόφασης, αρχικά με ευγενικό τρόπο, δίνοντας συμβουλές ή επαγγελματική γνώμη, στη συνέχεια πιέζοντάς τον πιο πολύ να λάβει την «ορθή» απόφαση, δηλαδή αυτή που εξυπηρετεί κάποιον.»
- «στην πράξη το δικαστήριο συνήθως συντάσσεται με τον εισαγγελέα. Τα δικαστήρια έτσι γίνονται όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – είτε αστική είτε ποινική είτε διοικητική- θα δικάζεται σύμφωνα με το νόμο και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες κάποιου τρίτου. ”
89. Το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας περαιτέρω παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα προβαίνοντας σε αυτές τις δηλώσεις «διέδωσε στην κοινωνία των πολιτών ανακριβείς και ψευδείς » και ότι οι δηλώσεις της ήταν «πρόδηλα βασιζόμενες σε φαντασιώσεις, σε εν γνώσει της ανακριβή και διαστρεβλωμένα περιστατικά».
90. Πέρα από τις παραπάνω δηλώσεις, το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας κατηγόρησε την προσφεύγουσα για «διάδοση συγκεκριμένων πληροφοριών για πραγματικά περιστατικά που αφορούν την ποινική διαδικασία κατά του Zaytsev πριν τεθεί σε ισχύ η απόφαση στην εν λόγω υπόθεση”.
91. Όσον αφορά τα σχόλια της προσφεύγουσας για την εκκρεμή ποινική διαδικασία, οι εθνικές αρχές δεν επικαλούνται συγκεκριμένες δηλώσεις. Το Δικαστήριο, όσον αφορά αυτό το θέμα, δεν βλέπει στις τρεις επίμαχες συνεντεύξεις κάτι που να δικαιολογεί τους ισχυρισμούς περί «διάδοσης». Πράγματι, προς υποστήριξη των επικριτικών της σχολίων για το ρόλο των προέδρων των δικαστηρίων, η προσφεύγουσα περιέγραψε την εμπειρία της ως δικαστής στην ποινική υπόθεση κατά του Zaytsev, ισχυριζόμενη ότι ασκήθηκαν πιέσεις στο δικαστήριο από διάφορους λειτουργούς, ιδίως από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Μόσχας. Αυτό όμως διαφέρει από την κοινοποίηση διαβαθμισμένων πληροφοριών που κάποιος μπορεί να αποκτήσει στο πλαίσιο της εργασίας του (βλ. Guja, ό.π.). Οι καταθέσεις εμπειριών της προσφεύγουσας ως προς την παραπάνω δίκη μπορούν, επομένως, να θεωρηθούν ως δηλώσεις για πραγματικά περιστατικά, τα οποία, δεδομένου του context, ήταν αναπόσπαστο μέρος των απόψεων που εξέφρασε στις ίδιες συνεντεύξεις, τα αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται ανωτέρω. Το Δικαστήριο θα εκτιμήσει επομένως την βασιμότητα των δηλώσεων της προσφεύγουσας επί πραγματικών περιστατικών, πριν αποφασίσει για το κατά πόσον οι αξιολογικές κρίσεις που εκφράστηκαν στις συνεντεύξεις ήταν εύλογες.
92. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας στο επεισόδιο κατά το οποίο εκλήθη κι ερωτήθηκε από την κ. Yegorova κατά την διάρκεια της δίκης, αμφισβητούνται από την κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση επικαλείται την έρευνα του Υψηλού Συμβουλίου Αξιολόγησης Δικαστικών που έγινε κατόπιν της καταγγελίας της προσφεύγουσας εναντίον της κ. Yegorova. To Συμβούλιο δεν έκρινε επαρκείς τις αποδείξεις για το ότι η κ. Yegorova είχε επιχειρήσει να επηρεάσει την προσφεύγουσα ή να βεβαιώσει την έλλειψη τέτοιων προθέσεων (βλ. την εσωτερική έκθεση του δικαστή S. ό.π. παρ. 29). Ενώ το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί τις δυσκολίες στην απόδειξη του περιεχομένου της προσωπικής επικοινωνίας ανάμεσα στην προσφεύγουσα και την κ. Yegorova, σημειώνει ότι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας υποστηρίζονται από τις δηλώσεις των εμπειρογνωμόνων και της γραμματέως του δικαστηρίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να μην σημειώσει το γεγονός ότι το Συμβούλιο παρέβλεψε τις παρατυπίες στην μεταφορά της υπόθεσης από την προσφεύγουσα σε έναν άλλο δικαστή. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι κατά το Άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η υπόθεση πρέπει να εξετάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν ένας από τους δικαστές δεν είναι πλέον σε θέση να πάρει μέρος στην ακροαματική διαδικασία. Πάντως, από την έκθεση του δικαστή S. προκύπτει ότι η κ. Yegorova αποφάσισε να αφαιρέσει την υπόθεση από την προσφεύγουσα, λόγω της αποδοκιμασίας της για την συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά την ακροαματική διαδικασία και λόγω «της ύπαρξης εμπιστευτικών εκθέσεων από σχετικές υπηρεσίες» για την εξέταση της υπόθεσης Zaytsev από την προσφεύγουσα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ίδια η κρίση ότι τέτοιου είδους εκτιμήσεις μπορεί να οδήγησαν στην αφαίρεση μιας υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου και η ανάθεσή της σε έναν άλλο δικαστή, θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί υποστηρικτική των ισχυρισμών της προσφεύγουσας. Παραβλέποντας αυτό το στοιχείο, το Συμβούλιο Αξιολόγησης δεν θεμελίωσε πειστικά την κρίση του και αυτή η έλλειψη δεν έχει αντικρουσθεί από τις συνολικές περιστάσεις της υπόθεσης. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας περί πίεσης δεν έχουν απορριφθεί με πειστικό τρόπο από τις εθνικές αρχές.
93. Το Δικαστήριο, συμπεραίνοντας ότι υπάρχει υπόβαθρο πραγματικών περιστατικών στις επικρίσεις της προσφεύγουσας, επαναλαμβάνει ότι το καθήκον πίστης και διάκρισης που οφείλουν οι δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιαίτερα οι δικαστικοί, επιβάλλει οι πληροφορίες που διαδίδουν να είναι εγκυρότερες και αυτό να γίνεται με προσοχή και σύνεση (βλ. Guja, ό.π., και Wille, ό.π., §§ 64 και 67). Γι’ αυτό ακολουθεί η εξέταση του κατά πόσον οι απόψεις που εκφράστηκαν από την προσφεύγουσα, βάσει αυτών των πληροφοριών, ήταν τυχόν υπερβολικές ενόψει και της δικαστικής της ιδιότητας.
94. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προσφεύγουσα προέβη σε δημόσιες επικρίσεις όσον αφορά ένα εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, δηλαδή τη συμπεριφορά διάφορων λειτουργών που χειρίζονταν μία σοβαρή υπόθεση διαφθοράς στην οποία η ίδια ήταν δικαστής. Πράγματι, οι συνεντεύξεις της αναφέρονται σε μια ανησυχητική κατάσταση και περιέχουν ισχυρισμούς ότι η πίεση που ασκείται σε δικαστές αποτελεί κοινό τόπο και ότι αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά προκειμένου να διατηρήσει το δικαστικό σύστημα την ανεξαρτησία του και να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με αυτές τις πράξεις η προσφεύγουσα εγείρει ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, το οποίο θα πρέπει να είναι ανοικτό για δημόσιο διάλογο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η απόφασή της να δημοσιοποιήσει αυτές της πληροφορίες βασίστηκε στην προσωπική της εμπειρία και ελήφθη μόνο αφού αποκλείστηκε από την συμμετοχή της στην δίκη υπό την επίσημη ιδιότητά της.
95. Στο μέτρο που το κίνητρο της προσφεύγουσας για να προβεί στις επίμαχες δηλώσεις μπορεί να είναι σχετικό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι εάν μία πράξη κινείται από ένα προσωπικό παράπονο ή την προσωπική αντιπαλότητα ή την προσδοκία προσωπικού οφέλους, συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού οφέλους, δεν θα δικαιολογούσε ένα ιδιαίτερα δυνατό επίπεδο προστασίας (βλ. Guja, ό.π., § 77). Ο πολιτικός λόγος, αντίθετα, απολαμβάνει ειδικής προστασίας κατά το Άρθρο 10 (βλ. την νομολογία που αναφέρεται παραπάνω στην παράγραφο 87). Το Δικαστήριο έχει νομολογήσει ότι ακόμη κι άν ένα θέμα διαλόγου έχει πολιτικές προεκτάσεις, αυτό δεν αρκεί για να εμποδιστεί ένας δικαστής να κάνει κάθε δήλωση για αυτό το θέμα (βλ., Wille, ό.π. , § 67). Το Δικαστήριο παρατηρεί, και δεν αμφισβητείται από τα μέρη στην παρούσα υπόθεση, ότι οι συνεντεύξεις δημοσιεύονται στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας της προσφεύγουσας. Πάντως, ακόμη κι αν η προσφεύγουσα επέτρεψε στον εαυτό της ένα βαθμό υπερβολής και γενίκευσης, χαρακτηριστικά κάθε προεκλογικής εκστρατείας, οι δηλώσεις της δεν ήταν εντελώς στερούμενες πραγματικής βάσης (βλ. παράγραφος 92 παραπάνω), και γι' αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ανέξοδη προσωπική επίθεση, αλλά ως ένα θεμιτό σχόλιο για ένα θέμα υψηλού δημόσιου ενδιαφέντος.
96. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι τα δικαστήρια που υπέστησαν τα επικριτικά της σχόλια δεν θα έπρεπε να είχαν δικάσει την υπόθεση. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το ζήτημα της παύσης από την δικαστική ιδιότητα εμπίπτει στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του σχετικού συμβουλίου αξιολόγησης δικαστικών, η απόφαση του οποίου υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο από το Δικαστήριο της Μόσχας και το Ανώτατο Δικαστήριο. Παρατηρεί επίσης ότι πριν την έναρξη της πρωτοβάθμιας δίκης η προσφεύγουσα ζήτησε από το Δικαστήριο της Μόσχας και το Ανώτατο Δικαστήριο να παραπεμφθεί η υπόθεση σε άλλο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επειδή το Δικαστήριο της Μόσχας είχε αναφερθεί στις συνεντεύξεις που προκάλεσαν αυτή την κατάσταση και επειδή τα μέλη αυτού του δικαστηρίου δεν θα ήταν αντιειμενικά και αμερόληπτα στο πλαίσιο της πειθαρχικής δίωξης. Πάντως το Δικαστήριο της Μόσχας έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να διατάξει την παραπομπή, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας και στην συνέχεια, στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας εκδίκασης, έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν πρόβαλε το αίτημα όταν έπρεπε.
97. Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι φόβοι της προσφεύγουσας όσον αφορά την αμεροληψία του Δικαστηρίου της Μόσχας δικαιολογούνται ενόψει των ισχυρισμών της εναντίον της Προέδρου του Δικαστηρίου. Όμως, τα επιχειρήματα αυτά δεν ελήφθησαν υπόψη και η εν λόγω παράβλεψη συνιστά βαριά διαδικαστική έλλειψη. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η πειθαρχική κύρωση έγινε κατά παράβαση σοβαρών διαδικαστικών εγγυήσεων.
98. Τέλος, το Δικαστήριο αξιολογεί την ποινή που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα. Σημειώνει ότι η πειθαρχική δίωξη κατέληξε στην παύση της από την θέση δικαστικού λειτουργού του Δικαστηρίου της Μόσχας και στην εξάλειψη κάθε δυνατότητας να ασκήσει το επάγγελμα του δικαστή. Αυτή ήταν μια αναμφίβολα βαριά ποινή και θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά επαχθές για την προσφεύγουσα να χάσει την δυνατότητα να ασκεί το επάγγελμα που άσκησε για 18 χρόνια. Επρόκειτο για την πιο αυστηρή ποινή που μπορεί να επιβληθεί πειθαρχικά και, υπό το φως των παραπάνω κρίσεων του Δικαστηρίου, δεν ανταποκρίνεται στην βαρύτητα της προσβολής. Επιπλέον, θα μπορούσε αναμφίβολα να αποθαρρύνει άλλους δικαστές στο μέλλον από το να κάνουν επικριτικές δηλώσεις για την πολιτική δημόσιων θεσμών ή πολιτικών, από το φόβο μήπως χάσουν την δικαστική τους ιδιότητα.
99. Το Δικαστήριο μνημονεύει το «αποτέλεσμα τρόμου» που επιφέρει ο φόβος των κυρώσεων στην ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης (βλ., mutatis mutandis, Wille, ό.π., § 50; Nikula κατά Φινλανδίας, αρ. 31611/96, § 54, ΕΔΔΑ 2002‑II; Cumpǎnǎ και Mazǎre κατά Ρουμανίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 33348/96, § 114, ΕΔΔΑ 2004‑XI; και Elci και άλλοι κατά Τουρκίας, αρ. 23145/93 και 25091/94, § 714, 13 Νοεμβρίου 2003). Το αποτέλεσμα αυτό, το οποίο ζημιώνει συνολικά την κοινωνία, αποτελεί παράγοντα ο οποίος αφορά την αναλογικότητα και την νομιμοποίηση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα, η οποία, όπως το Δικαστήριο έκρινε παραπάνω, είχε αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να αναφέρει ενώπιον της κοινής γνώμης το επίμαχο ζήτημα.
100. Ακολούθως, η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω κύρωση ήταν δυσανάλογης βαρύτητας για την προσφεύγουσα και ότι, επιπλέον, μπορούσε να έχει ένα «αποτέλεσμα τρόμου» σε δικαστές που θέλουν να συμμετέχουν σε έναν δημόσιο διάλογο για την αποτελεσματικότητα των δικαστικών θεσμών.
101. Υπό το φως των προαναφερόμενων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι εθνικές αρχές δεν κατάφεραν να εξισορροπήσουν ορθά ανάμεσα στην ανάγκη για προστασία της δικαστικής αυθεντίας και στην προστασία της τιμής ή δικαιωμάτων των άλλων από τη μία πλευρά, και στην ανάγκη για προστασία του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης της προσφεύγουσας από την άλλη πλευρά
.
102. Συνεπώς, παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης.
II. ΕΦΑΡΜΟΓΉ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ
103. Το άρθρο 41 της Συνθήκης προβλέπει:
“Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι παραβιάστηκε η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της και το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους επιτρέπει μόνο εν μέρει αποζημίωση, το Δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, επιδικάζει εύλογη ικανοποίηση στο θιγόμενο μέρος.”
“Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι παραβιάστηκε η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της και το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους επιτρέπει μόνο εν μέρει αποζημίωση, το Δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, επιδικάζει εύλογη ικανοποίηση στο θιγόμενο μέρος.”
A. Βλάβη
104. Η προσφεύγουσα ζητά 25.000 ευρώ για την μη περιουσιακή της βλάβη.
105. Η Κυβέρνηση θεωρεί αυτό το ποσό αθεμελίωτο και υπερβολικό. Ισχυρίζονται ότι αν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει παραβίαση,η διάγνωση αυτή θα αποτελούσε επαρκή εύλογη ικανοποίηση.
106. Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσφεύγουσα πρέπει να έχει υποστεί στεναχώρια από τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης. Κρίνοντας σε μια λογική βάση, επιδικάζει στην προσφεύγουσα 10.000 ευρώ για την μη περιουσιακή της ζημία, πλέον τόκων που μπορούν να προστεθούν σε αυτό το ποσό.
105. Η Κυβέρνηση θεωρεί αυτό το ποσό αθεμελίωτο και υπερβολικό. Ισχυρίζονται ότι αν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει παραβίαση,η διάγνωση αυτή θα αποτελούσε επαρκή εύλογη ικανοποίηση.
106. Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προσφεύγουσα πρέπει να έχει υποστεί στεναχώρια από τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης. Κρίνοντας σε μια λογική βάση, επιδικάζει στην προσφεύγουσα 10.000 ευρώ για την μη περιουσιακή της ζημία, πλέον τόκων που μπορούν να προστεθούν σε αυτό το ποσό.
B. Δαπάνες κι έξοδα
107. Η προσφεύγουσα ζήτησε από το Δικαστήριο να επιδικάσει τα έξοδα και τις δαπάνες υπέρ των δικηγόρων της οι οποίοι εργάστηκαν δωρεάν για αυτή την υπόθεση, με ποσό το οποίο θα καθορίσει το Δικαστήριο.
108. Η Κυβέρνηση υπέβαλε ένσταση σε αυτόν τον ισχυρισμό.
109. Κατά την νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τα έξοδα και τις δαπάνες του μόνο εφόσον αποδεικνύει ότι αυτά έχουν γίνει πράγματι και ήταν αναγκαία και εύλογα. Στην παρούσα υπόθεση, λόγω έλλειψης υπολογίσιμης αξίωσης, το Δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα περί δαπανών κι εξόδων.
108. Η Κυβέρνηση υπέβαλε ένσταση σε αυτόν τον ισχυρισμό.
109. Κατά την νομολογία του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τα έξοδα και τις δαπάνες του μόνο εφόσον αποδεικνύει ότι αυτά έχουν γίνει πράγματι και ήταν αναγκαία και εύλογα. Στην παρούσα υπόθεση, λόγω έλλειψης υπολογίσιμης αξίωσης, το Δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα περί δαπανών κι εξόδων.
C. Τρέχον επιτόκιο
110. Το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο ο τόκος να προσδιοριστεί στο κυμαινόμενο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο θα πρέπει να προστεθούν τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 10 της Σύμβασης,
2. Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι το εγκαλούμενο Κράτος πρέπει να καταβάλλει στην προσφεύγουσα εντός τριών μηνών από την ημέρα κατά την οποία η παρούσα απόφαση καταστεί τελεσίδικη, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 της Σύμβασης, 10.000 ευρώ για μη περιουσιακή ζημιά, μετατρεπόμενα σε ρούβλια Ρωσίας στην ισοτιμία που ισχύει κατά την ημέρα του διακανονισμού, πλέον κάθε φόρου που μπορεί να χρεώνεται,
(b) ότι από την εκπνοή των παραπάνω μνημονευόμενων τριών μηνών έως τον διακανονισμό, θα πληρωθεί απλός τόκος κατά το παραπάνω ποσό με επιτόκιο ίσο με το κυμαινόμενο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά την τρέχουσα περίοδο, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
3. Απορρίπτει ομόφωνα την υπόλοιπη απαίτηση της προσφεύγουσας για εύλογη ικανοποίηση.
Συντάθηκε στην Αγγλική γλώσσα και κοινοποιήθηκε γραπτώς στις 26 Φεβρουαρίου 2009, σύμφωνα με τον Κανόνα 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Søren Nielsen Χρίστος Ροζάκης Γραμματέας Πρόεδρος
Σύμφωνα με το Άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και τον Κανόνα 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, παρατίθενται οι παρακάτω μειοψηφούσες απόψεις στην απόφαση:
(a) η μειοψηφούσα άποψη του δικαστή Kovler και του δικαστή Steiner;
(b) η μειοψηφούσα άποψη του δικαστή Νικολάου.
C.L.R.S.N.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ KOVLER ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΗ STEINER
2. Κρίνει με τέσσερις ψήφους έναντι τριών ότι το εγκαλούμενο Κράτος πρέπει να καταβάλλει στην προσφεύγουσα εντός τριών μηνών από την ημέρα κατά την οποία η παρούσα απόφαση καταστεί τελεσίδικη, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 της Σύμβασης, 10.000 ευρώ για μη περιουσιακή ζημιά, μετατρεπόμενα σε ρούβλια Ρωσίας στην ισοτιμία που ισχύει κατά την ημέρα του διακανονισμού, πλέον κάθε φόρου που μπορεί να χρεώνεται,
(b) ότι από την εκπνοή των παραπάνω μνημονευόμενων τριών μηνών έως τον διακανονισμό, θα πληρωθεί απλός τόκος κατά το παραπάνω ποσό με επιτόκιο ίσο με το κυμαινόμενο επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατά την τρέχουσα περίοδο, προσαυξημένο κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
3. Απορρίπτει ομόφωνα την υπόλοιπη απαίτηση της προσφεύγουσας για εύλογη ικανοποίηση.
Συντάθηκε στην Αγγλική γλώσσα και κοινοποιήθηκε γραπτώς στις 26 Φεβρουαρίου 2009, σύμφωνα με τον Κανόνα 77 §§ 2 και 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.
Søren Nielsen Χρίστος Ροζάκης Γραμματέας Πρόεδρος
Σύμφωνα με το Άρθρο 45 § 2 της Σύμβασης και τον Κανόνα 74 § 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, παρατίθενται οι παρακάτω μειοψηφούσες απόψεις στην απόφαση:
(a) η μειοψηφούσα άποψη του δικαστή Kovler και του δικαστή Steiner;
(b) η μειοψηφούσα άποψη του δικαστή Νικολάου.
C.L.R.S.N.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ KOVLER ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΑΣΤΗ STEINER
(Από μετάφραση)
Λυπάμαι που δεν μπορώ να αποτελέσω μέρος της ισχνής πλειοψηφίας αυτής της απόφασης.
Η υπόθεση αφορά όχι μόνο την προσωπική κατάσταση της προσφεύγουσας, αλλά επίσης σοβαρά θέματα δικαστικής δεοντολογίας. Αντίθετα με μερικούς υποστηρικτές της «καθαρής θεωρίας του δικαίου» εγώ δεν είμαι πεπεισμένος ότι μερικά νομικά ζητήματα μπορούν να διαχωριστούν από τα δεοντολογικά και ηθικά προβλήματα και ότι η Σύμβαση και το εθνικό δίκαιο μπορούν να αναλυθούν μόνο γραμματικά.
Το Ψήφισμα για την Δικαστική Δεοντολογία που θεσπίστηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου μας στις 23 Ιουνίου 2008 αναφέρει στο σημείο VI, περί «Ελευθερίας της έκφρασης» “ Οι δικαστές ασκούν την ελευθερία της έκφρασης κατά τρόπον συμβατό με την αξιοπρέπεια του επαγγέλματός τους. Απέχουν από δημόσιες δηλώσεις ή παρατηρήσεις οι οποίες μπορεί να προσβάλλουν την αυθεντία του Δικαστηρίου ή να προκαλέσουν σοβαρή αμφιβολία για την αμεροληψία τους.” Αφού εφαρμόζουμε αυτή την αρχή σε εμάς, θα πρέπει να την εφαρμόζουμε και για τους συναδέλφους μας σε άλλα δικαστήρια, που δεσμεύονται επίσης από όμοιες υποχρεώσεις, δηλαδή τους νόμους για την θέση των δικαστών και τους Κώδικες δικαστικής δεοντολογίας που θεσπίζονται από τις δικαστικές κοινότητες (βλ. παραγράφους 43-44 της απόφασης). Έτσι, οι νόμοι και η επαγγελματική δεοντολογία αποτελούν κοινή βάση για την κρίση της δικαστικής συμπεριφοράς.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου για το παραδεκτό στην υπόθεση Pitkevich κατά Ρωσίας (αρ. 47936/99, 8 Φεβρουαρίου 2001) – όσον αφορά την απόλυση μιας δικαστή που καταχράστηκε τη θέση της για να ασκήσει θρησκευτικές δραστηριότητες, μετά την ανάλυση της απόλυσής της, κρίθηκε ότι η δικαιοσύνη, αν και δεν αποτελεί μέρος της συνήθους δημόσιας υπηρεσίας, αποτελεί σε κάθε περίπτωση μέρος της τυπικής δημόσιας υπηρεσίας. Ένας δικαστής έχει ειδικές ευθύνες στο πλαίσιο της διοίκησης της δικαιοσύνης, μία σφαίρα στην οποία τα Κράτη ασκούν τις κυριαρχικές τους εξουσίες. Συνακόλουθα, ένας δικαστής μετέχει άμεσα στην ενάσκηση εξουσιών που αναγνωρίζονται από το δημόσιο δίκαιο και ασκεί καθήκοντα που αποσκοπούν στην διασφάλιση γενικών συμφερόντων του Κράτους. Στην υπόθεση Pitketich το Δικαστήριο έκρινε, όπως και στην απόφαση Pellegrin (Pellegrin κατά Γαλλίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28541/95, ΕΔΔΑ 1999‑VIII), ότι η διαφορά σχετικά με την απόλυση δικαστή δεν αφορά «πολιτικό» δικαίωμα ή υποχρέωση με την έννοια του Άρθρου 6 της Σύμβασης και ότι η απόλυση της αποσκοπούσε σε νόμιμους στόχους με την έννοια του Άρθρου 10 παρ. 2 της Σύμβασης, ενόψει της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων και της προστασίας της αυθεντίας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης.
Ακόμη κι αν παραδεχθούμε ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει ουσιωδώς από την προαναφερόμενη, εγείρεται ένα όμοιο πρόβλημα που αφορά τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης των δικαστών.
Είναι γνωστό από την νομολογία του Δικαστηρίου ότι η θέση ενός δημόσιου υπαλλήλου δεν αποκλείει ένα άτομο από την προστασία του Άρθρου 10. Στην πρόσφατη αποφασή του στην υπόθεση Guja κατά Μολδαβίας, το Τμημα Ευρείας Συνθέσεως επανέλαβε ότι «η προστασία του Άρθρου 10 εκτείνεται στο χώρο της εργασίας γενικότερα και στους δημόσιους υπαλλήλους ειδικότερα» (βλ. Guja κατά Μολδαβίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 14277/04, § 52, ΕΔΔΑ 2008‑... βλ. επίσης Vogt κατά Γερμανίας, 26 Σεπτεμβρίου 1995, § 53, Συλλογή A αρ. 323. Wille κατά Λιχτενστάιν [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28396/95, § 41, ΕΔΔΑ 1999-VII; Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2 Σεπτεμβρίου 1998, § 56, Συλλογή Αποφάσεων και Διατάξεων 1998-VI. Fuentes Bobo κατά Ισπανίας, αρ. 39293/98, § 38, 29 Φεβρουαρίου 2000). Όμως το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης ως τέτοιο δεν στερείται ορίων και το Δικαστήριο στην απόφαση Guja προειδοποιεί κατά μιας ολικά «ανεκτικής» ανάγνωσης του Άρθρου 10: «Κατά τον ίδιο χρόνο, το Δικαστήριο γνωρίζει πολύ καλά ότι οι εργαζόμενοι έχουν υποχρέωση πίστης, σύνεσης και διάκρισης έναντι του εργοδότη τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων αφού η ίδια η φύση της δημόσιας υπηρεσίας συνεπάγεται ότι ένας δημόσιος υπάλληλος δεσμεύεται από το καθήκον πίστης και διάκρισης” (βλ. Guja, ό.π., § 70; Vogt, ό.π., § 53; Ahmed και άλλοι, ό.π., § 55; De Diego Natria κατά Ισπανίας, αρ. 46833/99, § 37, 14 Μαρτίου 2002). Το Δικαστήριο στην παρούσα απόφαση αναπαράγει αυτή την αιτιολόγηση (βλ. παράγραφος 85) αλλά αγνοεί τις αναπτύξεις της Guja, κι έτσι είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω το ακόλουθο συμπέρασμα από την παράγραφο 71 της απόφασης Guja (αφού κατά περίπτωση μια έλλειψη μπορεί να είναι σημαντική):
“Καθώς η αποστολή των δημοσίων υπαλλήλων σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι να βοηθούν την κυβέρνηση να επιτελεί τη λειτουργία της και καθώς το κοινό έχει δικαίωμα να περιμένει ότι θα βοηθήσουν και δεν θα εμποδίσουν την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, το καθήκον της πίστης και σύνεσης προσλαβάνει ειδική σημασία για αυτούς (βλ. mutatis mutandis, Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π., § 53). Επιπρόσθετα, ενόψει της ειδικής φύσης της θέσης τους,οι δημόσιοι υπάλληλοι συχνά έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες,τις οποίες η κυβέρνηση, για διάφορους νόμιμους λόγους μπορεί να έχει συμφέρον να τηρεί ως εμπιστευτικές ή απόρρητες. Γι’αυτό, το καθήκον διάκρισης που οφείλεται από τους δημόσιους υπαλλήλους είναι γενικά ιδιαίτερα ισχυρό.”
Επιστρέφοντας στην παρούσα υπόθεση θα έλεγα ότι το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας κατηγόρησε την προσφεύγουσα ότι «διέδωσε ιδιαίτερες πληροφορίες για περιστατικά που αφορούσαν την ποινική δίκη του Zaytsev πριν η απόφαση της υπόθεσης αποκτήσει νομική ισχύ.» (παράγραφος 34). Ας θυμηθούμε ότι η ποινική δίκη αφορούσε τις ενέργειες του κ. Zaytsev ως ερευνητή σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη υπόθεση μεγάλης κλίμακας διαφθοράς και ότι αυτή η υπόθεση εκκρεμεί ακόμη. Είναι πολύ περίεργο που το Δικαστήριο συμπεραίνει: «Το Δικαστήριο, όσον αφορά αυτό το θέμα, δεν βλέπει στις τρεις επίμαχες συνεντεύξεις κάτι που να δικαιολογεί τους ισχυρισμούς περί «διάδοσης».» (παράγραφος 91). Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι οι δηλώσεις που αναφέρονται σε λεπτομέρειες για υπόθεση που εκκρεμεί στην οποία η προσφεύγουσα ήταν δικαστής δεν συνεπάγονται διάδοση εμπιστευτικών πληροφοριών, είναι κάπως δύσκολο να τις θεωρήσουμε αξιολογικές κρίσεις. Το Δικαστήριο φαίνεται να δικαιολογεί αυτή την συμπεριφορά:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία [sic! – AK] ότι με αυτές τις πράξεις η προσφεύγουσα εγείρει ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, το οποίο θα πρέπει να είναι ανοικτό για δημόσιο διάλογο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η απόφασή της να δημοσιοποιήσει αυτές της πληροφορίες βασίστηκε στην προσωπική της εμπειρία και ελήφθη μόνο αφού αποκλείστηκε από την συμμετοχή της στην δίκη υπό την επίσημη ιδιότητά της.”
(παράγραφος 94).
Είναι αναγκαίο να ειπωθεί ότι «αφού [αυτή] είχε εμποδιστεί από το να συμμετέχει σε [μία] δίκη», η προσφεύγουσα στη συνέχεια δίκασε διάφορες άλλες ποινικές υποθέσεις (παράγραφος 16) και η θητεία της δεν τερματίστηκε σε αυτό το στάδιο, αλλά απλώς ανεστάλη προσωρινώς για δύο μήνες, κατά τη διάρκεια των εκλογών, ύστερα από αίτησή της. Τίποτε δεν δείχνει ότι είχε απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με την δικαστική δεοντολογία και την υποχρέωσή της για επαγγελματική διακριτικότητα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα καταχράστηκε την ασυλία της ως υποψήφιας, ανακοινώνοντας ειδικές πληροφορίες για περιστατικά που αφορούν ποινική δίκη ευαίσθητης υπόθεσης πριν η απόφαση καταστεί νομικά δεσμευτική.
Για το Δικαστήριο, αυτή η –ας πούμε «ανοίκεια» (για εν ενεργεία δικαστή) συμπεριφορά δικαιολογείται από το γεγονός ότι, κατά το χρόνο των δηλώσεών της, η προσφεύγουσα είχε εμπλακεί σε μια προεκλογική καμπάνια: «ο πολιτικός λόγος … απολαμβάνει ειδικής προστασίας κατά το Άρθρο 10» (παράγραφος 95). Έτσι, αν κάποιος θέλει να ξεκαθαρίσει έναν προσωπικό λογαριασμό έναντι κάποιου, είναι πιο ασφαλής αν το κάνει στο πλαίσιο μιας προεκλογικής περιόδου, καθώς σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και η διάδοση επαγγελματικών και εμπιστευτικών πληροφοριών «γι' αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ανέξοδη προσωπική επίθεση, αλλά ως ένα θεμιτό σχόλιο για ένα θέμα υψηλού δημόσιου ενδιαφέροντος» (παράγραφος 95).
Αυτό το συμπέρασμα, που είναι πέραν του «ανεκτικού» περιέρχεται σε αντιφάσεις με το άλλο: «…το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν στην δικαιοσύνη θα πρέπει να δείχνουν επιφύλαξη στην ενάσκηση της ελευθερίας του λόγου τους σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αυθεντία και η αμεροληψία της δικαιοσύνης φαίνεται ότι αποτελεί το ζητούμενο …» (παράγραφος 86). Η ανακοίνωση πληροφοριών που λαμβάνουν στο πλαίσιο της εργασίας τους οι δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμη και για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως του καθήκοντός τους σε πίστη και διάκριση. Γι΄ άλλη μια φορά, θα αναφερθώ στην απόφαση Guja (ό.π., §§ 72-78) όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να αποφασιστεί αν η προκλητική ή παράνομη συμπεριφορά ή τα παραπτώματα στον χώρο της εργασίας απολαμβάνουν της προστασίας του Άρθρου 10,θα πρέπει να δοθεί σημασία στον εάν ήταν διαθέσιμα στον εν λόγω δημόσιο υπάλληλο τα κατάλληλα μέσα για την επανόρθωση του παραπτώματος το οποίο θέλει να αποκαλύψει, όπως η κοινοποίηση στον προϊστάμενο ή σε κάποια άλλη αρμόδια αρχή ή όργανο … Η προσφεύγουσα επέλεξε να το πράξει δημόσια μερικούς μήνες μετά, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας (βλ. Παράγραφο 19) και μόνο μετά από αυτήν υπέβαλε την καταγγελία στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών (βλ. Παράγραφο 24): αυτό έγινε ξεκάθαρα για την επίτευξη προσωπικών στόχων, όπως έχει ισχυριστεί η Κυβέρνηση.
Είναι σημαντικό ότι όλοι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, όσον αφορά διαδικαστικές παρατυπίες κατά την διάρκεια της συμμετοχής της στην ποινική δίκη εναντίον του κ. Zaytsev εξετάστηκαν από έναν ανεξάρτητο δικαστή από τα εμπορικά δικαστήρια και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, επειδή η προσφεύγουσα δεν απέδειξε τα ισχυριζόμενα γεγονότα. Οι δηλώσεις της προσφεύγουσας στα μέσα ενημέρωσης όπως «τα δικαστήρια χρησιμοποιούνται ως όργανα εμπορικής, πολιτικής και προσωπικής χειραγώγησης» θα μπορούσαν να είναι ανεκτοί αν γίνονταν από δημοσιογράφους ή από πολιτικούς, αλλά δεν είναι συμβατοί με τη θέση μιας δικαστή του ίδιου δικαστικού συστήματος, στο οποίο έχει ασκήσει το επάγγελμά της επί 18 έτη. Το κεντρικό ηθικό ζήτημα σε αυτή την ιστορία είναι ότι με την συμπεριφορά της η πρώην δικαστής Kudeshkina έθεσε εαυτήν εκτός δικαστικής κοινότητας πριν την επιβολή της πειθαρχικής κύρωσης. Έτσι, υπάρχει εύλογη σχέση αναλογίας ανάμεσα στα μέτρα που εφαρμόστηκαν εις βάρος της προσφεύγουσας και στον νόμιμο στόχο της προστασίας της αυθεντίας της δικαιοσύνης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 παρ. 2 της Σύμβασης (βλ. Vogt, ό.π., § 53). Αυτά τα μέτρα ήταν «περιγραφόμενα από νόμο» (βλ. παραγράφους 45-47 της απόφασης), αποσκοπούσαν σε νόμιμο στόχο όπως προβλέπεται από την τελευταία πρόταση του Άρθρου 10 παρ. 2 (“για την αποτροπή πληροφοριών που έχουν ληφθεί εμπιστευτικά ή για την προστασία της αυθεντίας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης”) και ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία», καταλείποντας στις εθνικές αρχές ένα συγκεκριμένο πεδίο εκτίμησης για τον καθορισμό του εάν η επιβαλλόμενη παρέμβαση ήταν αναλογική ενόψει του παραπάνω στόχου (βλ. μεταξύ άλλων κεντρικών αποφάσεων, Vogt, ό.π., § 53).
Το Δικαστήριο επισημαίνει το «αποτέλεσμα τρόμου που έχει ο φόβος της κύρωσης στην ενάσκηση της ελευθερίας του λόγου». Φοβάμαι ότι το «αποτέλεσμα τρόμου» αυτής της απόφασης μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η ανάγκη για προστασία της αυθεντίας της δικαιοσύνης είναι πολύ λιγότερο σημαντική από την ανάγκη για την προστασία του δικαιώματος των δημόσιων υπαλλήλων στην ελευθερία της έκφρασης, ακόμη κι αν οι καλόπιστες προθέσεις των δημόσιων υπαλλήλων δεν έχουν αποδειχθεί. Είμαι πρόδηλα ενοχλημένος από τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Ελπίζω ότι οι σεβαστοί μου συνάδελφοι θα μου συγχωρήσουν αυτή την ελευθερία της έκφρασης.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Η υπόθεση αφορά όχι μόνο την προσωπική κατάσταση της προσφεύγουσας, αλλά επίσης σοβαρά θέματα δικαστικής δεοντολογίας. Αντίθετα με μερικούς υποστηρικτές της «καθαρής θεωρίας του δικαίου» εγώ δεν είμαι πεπεισμένος ότι μερικά νομικά ζητήματα μπορούν να διαχωριστούν από τα δεοντολογικά και ηθικά προβλήματα και ότι η Σύμβαση και το εθνικό δίκαιο μπορούν να αναλυθούν μόνο γραμματικά.
Το Ψήφισμα για την Δικαστική Δεοντολογία που θεσπίστηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου μας στις 23 Ιουνίου 2008 αναφέρει στο σημείο VI, περί «Ελευθερίας της έκφρασης» “ Οι δικαστές ασκούν την ελευθερία της έκφρασης κατά τρόπον συμβατό με την αξιοπρέπεια του επαγγέλματός τους. Απέχουν από δημόσιες δηλώσεις ή παρατηρήσεις οι οποίες μπορεί να προσβάλλουν την αυθεντία του Δικαστηρίου ή να προκαλέσουν σοβαρή αμφιβολία για την αμεροληψία τους.” Αφού εφαρμόζουμε αυτή την αρχή σε εμάς, θα πρέπει να την εφαρμόζουμε και για τους συναδέλφους μας σε άλλα δικαστήρια, που δεσμεύονται επίσης από όμοιες υποχρεώσεις, δηλαδή τους νόμους για την θέση των δικαστών και τους Κώδικες δικαστικής δεοντολογίας που θεσπίζονται από τις δικαστικές κοινότητες (βλ. παραγράφους 43-44 της απόφασης). Έτσι, οι νόμοι και η επαγγελματική δεοντολογία αποτελούν κοινή βάση για την κρίση της δικαστικής συμπεριφοράς.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου για το παραδεκτό στην υπόθεση Pitkevich κατά Ρωσίας (αρ. 47936/99, 8 Φεβρουαρίου 2001) – όσον αφορά την απόλυση μιας δικαστή που καταχράστηκε τη θέση της για να ασκήσει θρησκευτικές δραστηριότητες, μετά την ανάλυση της απόλυσής της, κρίθηκε ότι η δικαιοσύνη, αν και δεν αποτελεί μέρος της συνήθους δημόσιας υπηρεσίας, αποτελεί σε κάθε περίπτωση μέρος της τυπικής δημόσιας υπηρεσίας. Ένας δικαστής έχει ειδικές ευθύνες στο πλαίσιο της διοίκησης της δικαιοσύνης, μία σφαίρα στην οποία τα Κράτη ασκούν τις κυριαρχικές τους εξουσίες. Συνακόλουθα, ένας δικαστής μετέχει άμεσα στην ενάσκηση εξουσιών που αναγνωρίζονται από το δημόσιο δίκαιο και ασκεί καθήκοντα που αποσκοπούν στην διασφάλιση γενικών συμφερόντων του Κράτους. Στην υπόθεση Pitketich το Δικαστήριο έκρινε, όπως και στην απόφαση Pellegrin (Pellegrin κατά Γαλλίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28541/95, ΕΔΔΑ 1999‑VIII), ότι η διαφορά σχετικά με την απόλυση δικαστή δεν αφορά «πολιτικό» δικαίωμα ή υποχρέωση με την έννοια του Άρθρου 6 της Σύμβασης και ότι η απόλυση της αποσκοπούσε σε νόμιμους στόχους με την έννοια του Άρθρου 10 παρ. 2 της Σύμβασης, ενόψει της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων και της προστασίας της αυθεντίας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης.
Ακόμη κι αν παραδεχθούμε ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει ουσιωδώς από την προαναφερόμενη, εγείρεται ένα όμοιο πρόβλημα που αφορά τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης των δικαστών.
Είναι γνωστό από την νομολογία του Δικαστηρίου ότι η θέση ενός δημόσιου υπαλλήλου δεν αποκλείει ένα άτομο από την προστασία του Άρθρου 10. Στην πρόσφατη αποφασή του στην υπόθεση Guja κατά Μολδαβίας, το Τμημα Ευρείας Συνθέσεως επανέλαβε ότι «η προστασία του Άρθρου 10 εκτείνεται στο χώρο της εργασίας γενικότερα και στους δημόσιους υπαλλήλους ειδικότερα» (βλ. Guja κατά Μολδαβίας [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 14277/04, § 52, ΕΔΔΑ 2008‑... βλ. επίσης Vogt κατά Γερμανίας, 26 Σεπτεμβρίου 1995, § 53, Συλλογή A αρ. 323. Wille κατά Λιχτενστάιν [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 28396/95, § 41, ΕΔΔΑ 1999-VII; Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 2 Σεπτεμβρίου 1998, § 56, Συλλογή Αποφάσεων και Διατάξεων 1998-VI. Fuentes Bobo κατά Ισπανίας, αρ. 39293/98, § 38, 29 Φεβρουαρίου 2000). Όμως το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης ως τέτοιο δεν στερείται ορίων και το Δικαστήριο στην απόφαση Guja προειδοποιεί κατά μιας ολικά «ανεκτικής» ανάγνωσης του Άρθρου 10: «Κατά τον ίδιο χρόνο, το Δικαστήριο γνωρίζει πολύ καλά ότι οι εργαζόμενοι έχουν υποχρέωση πίστης, σύνεσης και διάκρισης έναντι του εργοδότη τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων αφού η ίδια η φύση της δημόσιας υπηρεσίας συνεπάγεται ότι ένας δημόσιος υπάλληλος δεσμεύεται από το καθήκον πίστης και διάκρισης” (βλ. Guja, ό.π., § 70; Vogt, ό.π., § 53; Ahmed και άλλοι, ό.π., § 55; De Diego Natria κατά Ισπανίας, αρ. 46833/99, § 37, 14 Μαρτίου 2002). Το Δικαστήριο στην παρούσα απόφαση αναπαράγει αυτή την αιτιολόγηση (βλ. παράγραφος 85) αλλά αγνοεί τις αναπτύξεις της Guja, κι έτσι είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω το ακόλουθο συμπέρασμα από την παράγραφο 71 της απόφασης Guja (αφού κατά περίπτωση μια έλλειψη μπορεί να είναι σημαντική):
“Καθώς η αποστολή των δημοσίων υπαλλήλων σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι να βοηθούν την κυβέρνηση να επιτελεί τη λειτουργία της και καθώς το κοινό έχει δικαίωμα να περιμένει ότι θα βοηθήσουν και δεν θα εμποδίσουν την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, το καθήκον της πίστης και σύνεσης προσλαβάνει ειδική σημασία για αυτούς (βλ. mutatis mutandis, Ahmed και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου, ό.π., § 53). Επιπρόσθετα, ενόψει της ειδικής φύσης της θέσης τους,οι δημόσιοι υπάλληλοι συχνά έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες,τις οποίες η κυβέρνηση, για διάφορους νόμιμους λόγους μπορεί να έχει συμφέρον να τηρεί ως εμπιστευτικές ή απόρρητες. Γι’αυτό, το καθήκον διάκρισης που οφείλεται από τους δημόσιους υπαλλήλους είναι γενικά ιδιαίτερα ισχυρό.”
Επιστρέφοντας στην παρούσα υπόθεση θα έλεγα ότι το Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών της Μόσχας κατηγόρησε την προσφεύγουσα ότι «διέδωσε ιδιαίτερες πληροφορίες για περιστατικά που αφορούσαν την ποινική δίκη του Zaytsev πριν η απόφαση της υπόθεσης αποκτήσει νομική ισχύ.» (παράγραφος 34). Ας θυμηθούμε ότι η ποινική δίκη αφορούσε τις ενέργειες του κ. Zaytsev ως ερευνητή σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη υπόθεση μεγάλης κλίμακας διαφθοράς και ότι αυτή η υπόθεση εκκρεμεί ακόμη. Είναι πολύ περίεργο που το Δικαστήριο συμπεραίνει: «Το Δικαστήριο, όσον αφορά αυτό το θέμα, δεν βλέπει στις τρεις επίμαχες συνεντεύξεις κάτι που να δικαιολογεί τους ισχυρισμούς περί «διάδοσης».» (παράγραφος 91). Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι οι δηλώσεις που αναφέρονται σε λεπτομέρειες για υπόθεση που εκκρεμεί στην οποία η προσφεύγουσα ήταν δικαστής δεν συνεπάγονται διάδοση εμπιστευτικών πληροφοριών, είναι κάπως δύσκολο να τις θεωρήσουμε αξιολογικές κρίσεις. Το Δικαστήριο φαίνεται να δικαιολογεί αυτή την συμπεριφορά:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία [sic! – AK] ότι με αυτές τις πράξεις η προσφεύγουσα εγείρει ένα εξαιρετικά σοβαρό θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος, το οποίο θα πρέπει να είναι ανοικτό για δημόσιο διάλογο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η απόφασή της να δημοσιοποιήσει αυτές της πληροφορίες βασίστηκε στην προσωπική της εμπειρία και ελήφθη μόνο αφού αποκλείστηκε από την συμμετοχή της στην δίκη υπό την επίσημη ιδιότητά της.”
(παράγραφος 94).
Είναι αναγκαίο να ειπωθεί ότι «αφού [αυτή] είχε εμποδιστεί από το να συμμετέχει σε [μία] δίκη», η προσφεύγουσα στη συνέχεια δίκασε διάφορες άλλες ποινικές υποθέσεις (παράγραφος 16) και η θητεία της δεν τερματίστηκε σε αυτό το στάδιο, αλλά απλώς ανεστάλη προσωρινώς για δύο μήνες, κατά τη διάρκεια των εκλογών, ύστερα από αίτησή της. Τίποτε δεν δείχνει ότι είχε απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με την δικαστική δεοντολογία και την υποχρέωσή της για επαγγελματική διακριτικότητα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα καταχράστηκε την ασυλία της ως υποψήφιας, ανακοινώνοντας ειδικές πληροφορίες για περιστατικά που αφορούν ποινική δίκη ευαίσθητης υπόθεσης πριν η απόφαση καταστεί νομικά δεσμευτική.
Για το Δικαστήριο, αυτή η –ας πούμε «ανοίκεια» (για εν ενεργεία δικαστή) συμπεριφορά δικαιολογείται από το γεγονός ότι, κατά το χρόνο των δηλώσεών της, η προσφεύγουσα είχε εμπλακεί σε μια προεκλογική καμπάνια: «ο πολιτικός λόγος … απολαμβάνει ειδικής προστασίας κατά το Άρθρο 10» (παράγραφος 95). Έτσι, αν κάποιος θέλει να ξεκαθαρίσει έναν προσωπικό λογαριασμό έναντι κάποιου, είναι πιο ασφαλής αν το κάνει στο πλαίσιο μιας προεκλογικής περιόδου, καθώς σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και η διάδοση επαγγελματικών και εμπιστευτικών πληροφοριών «γι' αυτό δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία ανέξοδη προσωπική επίθεση, αλλά ως ένα θεμιτό σχόλιο για ένα θέμα υψηλού δημόσιου ενδιαφέροντος» (παράγραφος 95).
Αυτό το συμπέρασμα, που είναι πέραν του «ανεκτικού» περιέρχεται σε αντιφάσεις με το άλλο: «…το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δημόσιοι λειτουργοί που υπηρετούν στην δικαιοσύνη θα πρέπει να δείχνουν επιφύλαξη στην ενάσκηση της ελευθερίας του λόγου τους σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η αυθεντία και η αμεροληψία της δικαιοσύνης φαίνεται ότι αποτελεί το ζητούμενο …» (παράγραφος 86). Η ανακοίνωση πληροφοριών που λαμβάνουν στο πλαίσιο της εργασίας τους οι δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμη και για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, θα πρέπει να εξετάζεται υπό το φως του καθήκοντός τους σε πίστη και διάκριση. Γι΄ άλλη μια φορά, θα αναφερθώ στην απόφαση Guja (ό.π., §§ 72-78) όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να αποφασιστεί αν η προκλητική ή παράνομη συμπεριφορά ή τα παραπτώματα στον χώρο της εργασίας απολαμβάνουν της προστασίας του Άρθρου 10,θα πρέπει να δοθεί σημασία στον εάν ήταν διαθέσιμα στον εν λόγω δημόσιο υπάλληλο τα κατάλληλα μέσα για την επανόρθωση του παραπτώματος το οποίο θέλει να αποκαλύψει, όπως η κοινοποίηση στον προϊστάμενο ή σε κάποια άλλη αρμόδια αρχή ή όργανο … Η προσφεύγουσα επέλεξε να το πράξει δημόσια μερικούς μήνες μετά, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας (βλ. Παράγραφο 19) και μόνο μετά από αυτήν υπέβαλε την καταγγελία στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστικών (βλ. Παράγραφο 24): αυτό έγινε ξεκάθαρα για την επίτευξη προσωπικών στόχων, όπως έχει ισχυριστεί η Κυβέρνηση.
Είναι σημαντικό ότι όλοι οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, όσον αφορά διαδικαστικές παρατυπίες κατά την διάρκεια της συμμετοχής της στην ποινική δίκη εναντίον του κ. Zaytsev εξετάστηκαν από έναν ανεξάρτητο δικαστή από τα εμπορικά δικαστήρια και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι, επειδή η προσφεύγουσα δεν απέδειξε τα ισχυριζόμενα γεγονότα. Οι δηλώσεις της προσφεύγουσας στα μέσα ενημέρωσης όπως «τα δικαστήρια χρησιμοποιούνται ως όργανα εμπορικής, πολιτικής και προσωπικής χειραγώγησης» θα μπορούσαν να είναι ανεκτοί αν γίνονταν από δημοσιογράφους ή από πολιτικούς, αλλά δεν είναι συμβατοί με τη θέση μιας δικαστή του ίδιου δικαστικού συστήματος, στο οποίο έχει ασκήσει το επάγγελμά της επί 18 έτη. Το κεντρικό ηθικό ζήτημα σε αυτή την ιστορία είναι ότι με την συμπεριφορά της η πρώην δικαστής Kudeshkina έθεσε εαυτήν εκτός δικαστικής κοινότητας πριν την επιβολή της πειθαρχικής κύρωσης. Έτσι, υπάρχει εύλογη σχέση αναλογίας ανάμεσα στα μέτρα που εφαρμόστηκαν εις βάρος της προσφεύγουσας και στον νόμιμο στόχο της προστασίας της αυθεντίας της δικαιοσύνης που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 10 παρ. 2 της Σύμβασης (βλ. Vogt, ό.π., § 53). Αυτά τα μέτρα ήταν «περιγραφόμενα από νόμο» (βλ. παραγράφους 45-47 της απόφασης), αποσκοπούσαν σε νόμιμο στόχο όπως προβλέπεται από την τελευταία πρόταση του Άρθρου 10 παρ. 2 (“για την αποτροπή πληροφοριών που έχουν ληφθεί εμπιστευτικά ή για την προστασία της αυθεντίας και αμεροληψίας της δικαιοσύνης”) και ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία», καταλείποντας στις εθνικές αρχές ένα συγκεκριμένο πεδίο εκτίμησης για τον καθορισμό του εάν η επιβαλλόμενη παρέμβαση ήταν αναλογική ενόψει του παραπάνω στόχου (βλ. μεταξύ άλλων κεντρικών αποφάσεων, Vogt, ό.π., § 53).
Το Δικαστήριο επισημαίνει το «αποτέλεσμα τρόμου που έχει ο φόβος της κύρωσης στην ενάσκηση της ελευθερίας του λόγου». Φοβάμαι ότι το «αποτέλεσμα τρόμου» αυτής της απόφασης μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η ανάγκη για προστασία της αυθεντίας της δικαιοσύνης είναι πολύ λιγότερο σημαντική από την ανάγκη για την προστασία του δικαιώματος των δημόσιων υπαλλήλων στην ελευθερία της έκφρασης, ακόμη κι αν οι καλόπιστες προθέσεις των δημόσιων υπαλλήλων δεν έχουν αποδειχθεί. Είμαι πρόδηλα ενοχλημένος από τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Ελπίζω ότι οι σεβαστοί μου συνάδελφοι θα μου συγχωρήσουν αυτή την ελευθερία της έκφρασης.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Οι περιστάσεις υπό τις οποίες η υπόθεση Zaytzev ανατέθηκε σε άλλον δικαστή, ενώ δίκαζε η προσφεύγουσα, αποτελούν πράγματι λόγο ανησυχίας. Αυτή η ανησυχίας δεν προκύπτει ευθέως από τις δηλώσεις της προσφεύγουσας στα μαζικά μέσα περί του τι συνέβη, καθώς η εκδοχή της αμφισβητήθηκε και γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να προτιμηθεί στο παρόν πλαίσιο. Πρόκειται για μια ανησυχία που προκύπτει από αυτό που αναφέρεται στην έκθεση ενός επιθεωρητή δικαστή, κατόπιν της υποβολής καταγγελίας της προσφεύγουσας σε σχέση με αυτές τις περιστάσεις.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά τις 23 Ιουλίου 2003, όταν η υπόθεση ανατέθηκε σε άλλον δικαστή, η προσφεύγουσα δίκασε διάφορες ποινές υποθέσεις μέχρι τον Οκτώβρη του 2003, όταν, ύστερα από αίτησή της, της δόθηκε άδεια από τα δικαστικά της καθήκοντα επειδή ήταν υποψήφια στις γενικές εκλογές της 7 Δεκεμβρίου 2003 για την Δούμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Για πάνω από 4 μήνες μετά την ανάθεση της υπόθεσης Zaytzev σε άλλον δικαστή και στο πλαίσιο της προεκλογικής της εκστρατείας έδωσε η προσφεύγουσα τις εν λόγω συνεντεύξεις που περιείχαν τις επίμαχες δηλώσεις με τις οποίες επιτέθηκε στο εθνικό δικαστικό σύστημα. Την ημέρα των δύο τελευταίων συνεντεύξεων, στις 4 Δεκεμβρίου υπέβαλε την καταγγελία στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστών για την πίεση που της άσκησε παράνομα η πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας για να την αποσπάσει από την κανονική ενάσκηση των δικαστικών της καθηκόντων. Υπήρχε λοιπόν μια σοβαρή καθυστέρηση, αλλά είμαι έτοιμος να δεχθώ ότι αυτό δεν σημαίνει πολλά.
Έπειτα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το Άρθρο 6.2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι πρόεδροι των δικαστηρίων έχουν διοικητικά καθήκοντα πλέον των δικαστικών τους λειτουργιών. Γι’ αυτό είναι υπεύθυνοι για την διοργάνωση του έργου του Δικαστηρίου και για την διανομή των υποθέσεων στους δικαστές. Αυτό σύμφωνα με το άρθρο 242 του ίδιου Κώδικα,το οποίο αναφέρει ρητά τι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δεδομένο, δηλαδή ότι μια υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται με τον ένα και ίδιο δικαστή εκτός εάν δεν είναι πλέον σε θέση να λάβει μέρος στην ακροαματική διαδικασία. Κατ’ ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Άρθρο 6.2 η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας αφαίρεσε την υπόθεση από την προσφεύγουσα. Αρχικά, αυτό δικαιολογήθηκε επειδή αν η υπόθεση είχε παραμείνει στην προσφεύγουσα θα είχε ακολουθήσει μια απαράδεκτη καθυστέρηση. Αλλά στη συνέχεια αυτό άλλαξε. Με την έκθεση που ετοιμάστηκε από τον επιθεωρητή δικαστή, αναφερόταν ότι οι λόγοι στους οποίους βασίστηκε η πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ότι η προσφεύγουσα: «δεν μπορούσε να διεξάγει την ακροαματική διαδικασία, οι διαδικαστικές της ενέργειες ήταν ασυνεπείς, συμπεριφέρθηκε κατά παράβαση της αρχής της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας και της αρχής της ισότητας των όπλων, γνωστοποίησε την νομική της άποψη σε εκκρεμή υπόθεση και προσπάθησε να αναζητήσει την συμβουλή της προέδρου του δικαστηρίου για την υπόθεση και ενόψει της ύπαρξης εμπιστευτικών αναφορών από αρμόδιες υπηρεσίες προς την πρόεδρο του δικαστηρίου της Μόσχας όσον αφορά την δικαστή Kudeshkina, σε σχέση με την εξέταση της υπόθεσης Zaytsev και σε άλλες ποινικές υποθέσεις. ”.
Δεν έχει αποδειχθεί ότι, κατ’ ερμηνεία του Άρθρου 6.2, τα ημεδαπά δικαστήρια αναγνώρισαν ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων έχουν τόσο ευρείες εξουσίες να χειρίζονται διοικητικά ορισμένα προφανώς διαδικαστικά ζητήματα με δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Και θα ήταν μάλλον εκπληκτικό αν είχαν. Αυτό όμως που είναι το πιο ανησυχητικό είναι η αναφορά σε «…εμπιστευτικές εκθέσεις από σχετικές υπηρεσίες προς την Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Μόσχας όσον αφορά την δικαστή Kudeshkina ...” ως λόγος για την απομάκρυνση του δικαστή από την υπόθεση. Ο επιθεωρητής δικαστής δεν φαίνεται να έχει σκεφτεί ότι αυτοί οι λόγοι εγείρουν κάποιο θέμα και δεν τους συσχέτισε καθόλου με την εκδοχή των γεγονότων όπως εκτίθενται από την προσφεύγουσα, η οποία, σε κάποιο βαθμό υποστηρίζεται από τις γραπτές δηλώσεις των εμπειρογνωμόνων και την γραμματέα της έδρας, τουλάχιστον κατά τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα εκτυλίχθησαν. Τα συμπεράσματά του ότι οι αποδείξεις ήταν ανεπαρκείς για τη θεμελίωση των συμπερασμάτων της προσφεύγουσας, μόνο αι μόνο επειδή τα αρνήθηκε το πρόσωπο εναντίον του οποίου έγιναν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητικό. Τελικά, δεν φαίνεται να ασχολήθηκαν οι κατάλληλες αρχές με αυτά τα θέματα στην απόφασή τους με την οποία αποφάσισαν να μην προχωρήσουν περαιτέρω στην εν λόγω καταγγελία.
Παρά αυτό το υπόβαθρο και υπό το φως της έκθεσης του επιθεωρητή δικαστή που άφηνε πεδίο για ορισμένα σενάρια, το δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης απέκτησε ιδιαίτερη σημασίας. Αυτό θα μπορούσα να το δεχθώ. Και μολονότι κατά τη γνώμη μου ένας δικαστής, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, δεν θα πρέπει να μιλάει δημόσια για θέμα που εκκρεμοδικεί – όπως στην παρούσα υπόθεση- ή πριν υποβάλλει μια καταγγελία στην αρμόδια αρχή και δώσει χρόνο για απάντηση- πράγμα που δεν έκανε η προσφεύγουσα- ακόμη αναλογίζομαι την δυνατότητα αντίστασης στην εικόνα ενός δικαστή που μιλάει αμέσως δημόσια, λόγω ιδιαίτερα εξαιρετικών περιστάσεων, παρά την άποψη της πλειοψηφίας.
Η πιο σημαντική πλευρά της υπόθεσης πάντως είναι ότι οι δηλώσεις της προσφεύγουσας δεν περιορίστηκαν στην δίκη του Zaytzev. Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε ευθέως και χωρίς περιστροφές σε ένα ιδιαιτέρως ευρύτερο πρόβλημα του εθνικού δικαστικού συστήματος. Επικαλούμενη τα πολλά χρόνια εμπειρίας στο Δικαστήριο της Μόσχας, εκθέτει κατηγορηματικά ότι αμφιβάλλει για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα. Επιβεβαίωσε χωρίς προσεκτική γλώσσα και χωρίς προσδιορισμό άλλων περιπτώσεων, ότι τα δικαστήρια της Μόσχας είναι, τόσο στην ποινική όσο και στην αστική δικαιοσύνη, συστηματικά χρησιμοποιούμενα ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Μίλησε για βίαιη χειραγώγηση δικαστών, για φοβερά σκάνδαλα και για εκτεταμένη διαφθορά στα δικαστήρια της Μόσχας. Και συμπέρανε ότι αν όλοι οι δικαστές παρέμεναν σιωπηλοί, τότε σύντομα η χώρα θα βρισκόταν σε κατάσταση «δικαστικής αυθαιρεσίας». Διαβάζοντάς τις, οι δηλώσεις της υπονοούν ότι γνωρίζει ειδικές περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται αυτό που περιγράφει ως έκταση του προβλήματος. Αλλά δεν εξειδίκευσε το πραγματικό υπόστρωμα πριν εκφράσει αξολογικές κρίσεις για την έκταση και την βαρύτητα της κατάστασης, την οποία συνοψίζει λέγοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – αστική ή ποινική ή διοικητική- θα δικαστεί σύμφωνα με το νόμο και όχι για να ικανοποιηθεί κάποιος». Αυτές είναι πολύ βαριές λέξεις όταν προέρχονται από έναν δικαστή και δεν θα πρέπει να λέγονται, εκτός αν ο δικαστής είναι έτοιμος να τις υποστηρίξει, τουλάχιστον σε εύλογο βαθμό.
Η απόφαση της πλειοψηφίας εστιάζει στην υπόθεση Zaytzev χωρίς, κατά τη γνώμη μου να ασχολείται επαρκώς με τις δηλώσεις της προσφεύγουσας για το γενικότερο πρόβλημα, το οποίο , όπως ισχυρίζεται, δημιουργήθηκε από πολλές άλλες περιπτώσεις όμοιες για τις οποίες η υπόθεση Zaytzev ήταν ένα απλό παράδειγμα. Η επιμονή της ότι αυτές οι συμπεριφορές ήταν διαδεδομένες και συστηματικές δημιουργούσαν την βάση για τα συμπεράσματά της ότι ήταν αδύνατο για τους απλούς πολίτες να βρουν δικαιοσύνη στα δικαστήρια της Μόσχας. Περαιτέρω, στο μέτρο που η απόφαση της πλειοψηφίας αναφέρεται γενικά στις δηλώσεις της προσφεύγουσας αδυνατώ να συμφωνήσει ότι οι δηλώσεις αποτελούν αξιολογικές κρίσεις που δεν απαιτούν θεμελίωση, αν και αναγνωρίζω την ευελιξία της νομολογίας του Δικαστηρίου σε αυτό το θέμα.
Αν πράγματι, η προσφεύγουσα γνώριζε κι άλλες περιπτώσεις δικαστικής διαφθοράς πέραν της υπόθεσης Zaytzev να συμβαίνουν καθημερινά και δικαστές τόσο εύκολα επιρρεπείς σε παρασκηνιακές συμφωνίες, η προσφεύγουσα όφειλε να είχε γίνει πιο σαφής στις κατηγορίες της. Έτσι όπως το έκανε, καταδίκασε κάθε δικαστή που εργάζεται στα δικαστήρια της Μόσχας ως πρόθυμο συνεργό ή ανυπεράσπιστο θύμα ενός διεφθαρμένου δικαστικού συστήματος και δεν αναφέρεται καθόλου σε δικαστές που, όπως αυτ,ή μπορεί επίσης να είχαν αντισταθεί. Εν ολίγοις, καταδίκασε αδιάστικτα όλους τους δικαστές, αφορίζοντας με αυτό τον τρόπο όλο το δικαστικό σύστημα. Τα περιστατικά στην υπόθεση Zaytsev από μόνα τους δεν στοιχειοθετούν τόσο γενικόλογες δηλώσεις.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ό,τι λέει ένας δικαστής δημόσια, μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο, καθώς οι άνθρωποι κανονικά κρίνουν τις απόψεις ενός δικαστή ως ισορροπημένες και έγκυρες. Ενώ, για παράδειγμα, είναι γενικά αντιληπτό ότι ένας δημοσιογράφος, που θεωρείται ως θεματοφύλακας της δημόσιας ζωής, μπορεί μερικές φορές να είναι προκλητικός ή να υποπίπτει σε υπερβολές, γι’ αυτό επιτρέπονται μεγαλύτερες αποστάσεις. Κατά το χρόνο που έγιναν οι επίμαχες δηλώσεις, τα δικαστικά καθήκοντα της προσφεύγουσας είχαν ήδη ανασταλεί προκείμενου να μπορέσει να διεξάγει την πολιτικής της καμπάνια. Μπορούσε λοιπόν να εκφραστεί πιο ελεύθερα. Αλλά παρέμενε μία δικαστής. Εξακολουθούσε να δεσμεύεται από τον Νόμο για την κατάσταση των Δικαστών και έπρεπε να τηρεί τον Κώδικα Τιμής του Δικαστή, είτε αυτός είχε νομική ισχύ είτε όχι. Έτσι ο λόγος της έπρεπε να διέπεται από διακριτικότητα. Αντίθετα, αυτή προχώρησε σε απαράδεκτες ακρότητες. Γι’ αυτό κατά την γνώμη μου, οι εθνικές αρχές είχαν το δικαίωμα να κρίνουν ότι «οι ενέργειες της δικαστή Kudeshkina απάδουν προς την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός δικαστή, υποβάθμισαν την αξιοπιστία της δικαιοσύνης και προκάλεσαν ουσιώδη βλάβη στην υπόληψη του δικαστικού επαγγέλματος, συνιστώντας πειθαρχικό παράπτωμα.» Περαιτέρω, σε αυτές τις περιστάσεις, η πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν ήταν κατά τη γνώμη μου αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας.
Κι ένα τελευταίο. Η προσφεύγουσα καταγγέλλει διαδικαστική παρατυπία στην εξέταση της αίτησής της για δικαστικό έλεγχο. Το αίτημα, κατά τη γνώμη μου δεν οδηγεί κάπου. Αν και με κάποια καθυστέρηση, εξηγήθηκε σε αυτήν από δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι οι κανόνες της δωσιδικίας απαγορεύουν την παραπομπή από το Δικαστήριο της Μόσχας σε άλλο δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η ενασχόληση του Δικαστηρίου της Μόσχας δεν είχε καθοριστική επίπτωση στα αποτελέσματα της δίκης δεδομένου ότι η ουσιώδης κρίση και η τελική εξέταση της κύρωσης έγινε από όργανα η αμεροληψία των οποίων δεν αμφισβητείται.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά τις 23 Ιουλίου 2003, όταν η υπόθεση ανατέθηκε σε άλλον δικαστή, η προσφεύγουσα δίκασε διάφορες ποινές υποθέσεις μέχρι τον Οκτώβρη του 2003, όταν, ύστερα από αίτησή της, της δόθηκε άδεια από τα δικαστικά της καθήκοντα επειδή ήταν υποψήφια στις γενικές εκλογές της 7 Δεκεμβρίου 2003 για την Δούμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Για πάνω από 4 μήνες μετά την ανάθεση της υπόθεσης Zaytzev σε άλλον δικαστή και στο πλαίσιο της προεκλογικής της εκστρατείας έδωσε η προσφεύγουσα τις εν λόγω συνεντεύξεις που περιείχαν τις επίμαχες δηλώσεις με τις οποίες επιτέθηκε στο εθνικό δικαστικό σύστημα. Την ημέρα των δύο τελευταίων συνεντεύξεων, στις 4 Δεκεμβρίου υπέβαλε την καταγγελία στο Υψηλό Συμβούλιο Αξιολόγησης Δικαστών για την πίεση που της άσκησε παράνομα η πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας για να την αποσπάσει από την κανονική ενάσκηση των δικαστικών της καθηκόντων. Υπήρχε λοιπόν μια σοβαρή καθυστέρηση, αλλά είμαι έτοιμος να δεχθώ ότι αυτό δεν σημαίνει πολλά.
Έπειτα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το Άρθρο 6.2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι πρόεδροι των δικαστηρίων έχουν διοικητικά καθήκοντα πλέον των δικαστικών τους λειτουργιών. Γι’ αυτό είναι υπεύθυνοι για την διοργάνωση του έργου του Δικαστηρίου και για την διανομή των υποθέσεων στους δικαστές. Αυτό σύμφωνα με το άρθρο 242 του ίδιου Κώδικα,το οποίο αναφέρει ρητά τι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δεδομένο, δηλαδή ότι μια υπόθεση θα πρέπει να εξετάζεται με τον ένα και ίδιο δικαστή εκτός εάν δεν είναι πλέον σε θέση να λάβει μέρος στην ακροαματική διαδικασία. Κατ’ ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπονται από το Άρθρο 6.2 η Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Μόσχας αφαίρεσε την υπόθεση από την προσφεύγουσα. Αρχικά, αυτό δικαιολογήθηκε επειδή αν η υπόθεση είχε παραμείνει στην προσφεύγουσα θα είχε ακολουθήσει μια απαράδεκτη καθυστέρηση. Αλλά στη συνέχεια αυτό άλλαξε. Με την έκθεση που ετοιμάστηκε από τον επιθεωρητή δικαστή, αναφερόταν ότι οι λόγοι στους οποίους βασίστηκε η πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ότι η προσφεύγουσα: «δεν μπορούσε να διεξάγει την ακροαματική διαδικασία, οι διαδικαστικές της ενέργειες ήταν ασυνεπείς, συμπεριφέρθηκε κατά παράβαση της αρχής της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας και της αρχής της ισότητας των όπλων, γνωστοποίησε την νομική της άποψη σε εκκρεμή υπόθεση και προσπάθησε να αναζητήσει την συμβουλή της προέδρου του δικαστηρίου για την υπόθεση και ενόψει της ύπαρξης εμπιστευτικών αναφορών από αρμόδιες υπηρεσίες προς την πρόεδρο του δικαστηρίου της Μόσχας όσον αφορά την δικαστή Kudeshkina, σε σχέση με την εξέταση της υπόθεσης Zaytsev και σε άλλες ποινικές υποθέσεις. ”.
Δεν έχει αποδειχθεί ότι, κατ’ ερμηνεία του Άρθρου 6.2, τα ημεδαπά δικαστήρια αναγνώρισαν ότι οι πρόεδροι των δικαστηρίων έχουν τόσο ευρείες εξουσίες να χειρίζονται διοικητικά ορισμένα προφανώς διαδικαστικά ζητήματα με δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Και θα ήταν μάλλον εκπληκτικό αν είχαν. Αυτό όμως που είναι το πιο ανησυχητικό είναι η αναφορά σε «…εμπιστευτικές εκθέσεις από σχετικές υπηρεσίες προς την Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Μόσχας όσον αφορά την δικαστή Kudeshkina ...” ως λόγος για την απομάκρυνση του δικαστή από την υπόθεση. Ο επιθεωρητής δικαστής δεν φαίνεται να έχει σκεφτεί ότι αυτοί οι λόγοι εγείρουν κάποιο θέμα και δεν τους συσχέτισε καθόλου με την εκδοχή των γεγονότων όπως εκτίθενται από την προσφεύγουσα, η οποία, σε κάποιο βαθμό υποστηρίζεται από τις γραπτές δηλώσεις των εμπειρογνωμόνων και την γραμματέα της έδρας, τουλάχιστον κατά τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα εκτυλίχθησαν. Τα συμπεράσματά του ότι οι αποδείξεις ήταν ανεπαρκείς για τη θεμελίωση των συμπερασμάτων της προσφεύγουσας, μόνο αι μόνο επειδή τα αρνήθηκε το πρόσωπο εναντίον του οποίου έγιναν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητικό. Τελικά, δεν φαίνεται να ασχολήθηκαν οι κατάλληλες αρχές με αυτά τα θέματα στην απόφασή τους με την οποία αποφάσισαν να μην προχωρήσουν περαιτέρω στην εν λόγω καταγγελία.
Παρά αυτό το υπόβαθρο και υπό το φως της έκθεσης του επιθεωρητή δικαστή που άφηνε πεδίο για ορισμένα σενάρια, το δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ελευθερία της έκφρασης απέκτησε ιδιαίτερη σημασίας. Αυτό θα μπορούσα να το δεχθώ. Και μολονότι κατά τη γνώμη μου ένας δικαστής, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, δεν θα πρέπει να μιλάει δημόσια για θέμα που εκκρεμοδικεί – όπως στην παρούσα υπόθεση- ή πριν υποβάλλει μια καταγγελία στην αρμόδια αρχή και δώσει χρόνο για απάντηση- πράγμα που δεν έκανε η προσφεύγουσα- ακόμη αναλογίζομαι την δυνατότητα αντίστασης στην εικόνα ενός δικαστή που μιλάει αμέσως δημόσια, λόγω ιδιαίτερα εξαιρετικών περιστάσεων, παρά την άποψη της πλειοψηφίας.
Η πιο σημαντική πλευρά της υπόθεσης πάντως είναι ότι οι δηλώσεις της προσφεύγουσας δεν περιορίστηκαν στην δίκη του Zaytzev. Η προσφεύγουσα αναφέρθηκε ευθέως και χωρίς περιστροφές σε ένα ιδιαιτέρως ευρύτερο πρόβλημα του εθνικού δικαστικού συστήματος. Επικαλούμενη τα πολλά χρόνια εμπειρίας στο Δικαστήριο της Μόσχας, εκθέτει κατηγορηματικά ότι αμφιβάλλει για την ύπαρξη ανεξάρτητων δικαστηρίων στην Μόσχα. Επιβεβαίωσε χωρίς προσεκτική γλώσσα και χωρίς προσδιορισμό άλλων περιπτώσεων, ότι τα δικαστήρια της Μόσχας είναι, τόσο στην ποινική όσο και στην αστική δικαιοσύνη, συστηματικά χρησιμοποιούμενα ως όργανα εμπορικής, πολιτικής ή προσωπικής χειραγώγησης. Μίλησε για βίαιη χειραγώγηση δικαστών, για φοβερά σκάνδαλα και για εκτεταμένη διαφθορά στα δικαστήρια της Μόσχας. Και συμπέρανε ότι αν όλοι οι δικαστές παρέμεναν σιωπηλοί, τότε σύντομα η χώρα θα βρισκόταν σε κατάσταση «δικαστικής αυθαιρεσίας». Διαβάζοντάς τις, οι δηλώσεις της υπονοούν ότι γνωρίζει ειδικές περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται αυτό που περιγράφει ως έκταση του προβλήματος. Αλλά δεν εξειδίκευσε το πραγματικό υπόστρωμα πριν εκφράσει αξολογικές κρίσεις για την έκταση και την βαρύτητα της κατάστασης, την οποία συνοψίζει λέγοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του – αστική ή ποινική ή διοικητική- θα δικαστεί σύμφωνα με το νόμο και όχι για να ικανοποιηθεί κάποιος». Αυτές είναι πολύ βαριές λέξεις όταν προέρχονται από έναν δικαστή και δεν θα πρέπει να λέγονται, εκτός αν ο δικαστής είναι έτοιμος να τις υποστηρίξει, τουλάχιστον σε εύλογο βαθμό.
Η απόφαση της πλειοψηφίας εστιάζει στην υπόθεση Zaytzev χωρίς, κατά τη γνώμη μου να ασχολείται επαρκώς με τις δηλώσεις της προσφεύγουσας για το γενικότερο πρόβλημα, το οποίο , όπως ισχυρίζεται, δημιουργήθηκε από πολλές άλλες περιπτώσεις όμοιες για τις οποίες η υπόθεση Zaytzev ήταν ένα απλό παράδειγμα. Η επιμονή της ότι αυτές οι συμπεριφορές ήταν διαδεδομένες και συστηματικές δημιουργούσαν την βάση για τα συμπεράσματά της ότι ήταν αδύνατο για τους απλούς πολίτες να βρουν δικαιοσύνη στα δικαστήρια της Μόσχας. Περαιτέρω, στο μέτρο που η απόφαση της πλειοψηφίας αναφέρεται γενικά στις δηλώσεις της προσφεύγουσας αδυνατώ να συμφωνήσει ότι οι δηλώσεις αποτελούν αξιολογικές κρίσεις που δεν απαιτούν θεμελίωση, αν και αναγνωρίζω την ευελιξία της νομολογίας του Δικαστηρίου σε αυτό το θέμα.
Αν πράγματι, η προσφεύγουσα γνώριζε κι άλλες περιπτώσεις δικαστικής διαφθοράς πέραν της υπόθεσης Zaytzev να συμβαίνουν καθημερινά και δικαστές τόσο εύκολα επιρρεπείς σε παρασκηνιακές συμφωνίες, η προσφεύγουσα όφειλε να είχε γίνει πιο σαφής στις κατηγορίες της. Έτσι όπως το έκανε, καταδίκασε κάθε δικαστή που εργάζεται στα δικαστήρια της Μόσχας ως πρόθυμο συνεργό ή ανυπεράσπιστο θύμα ενός διεφθαρμένου δικαστικού συστήματος και δεν αναφέρεται καθόλου σε δικαστές που, όπως αυτ,ή μπορεί επίσης να είχαν αντισταθεί. Εν ολίγοις, καταδίκασε αδιάστικτα όλους τους δικαστές, αφορίζοντας με αυτό τον τρόπο όλο το δικαστικό σύστημα. Τα περιστατικά στην υπόθεση Zaytsev από μόνα τους δεν στοιχειοθετούν τόσο γενικόλογες δηλώσεις.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ό,τι λέει ένας δικαστής δημόσια, μπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο, καθώς οι άνθρωποι κανονικά κρίνουν τις απόψεις ενός δικαστή ως ισορροπημένες και έγκυρες. Ενώ, για παράδειγμα, είναι γενικά αντιληπτό ότι ένας δημοσιογράφος, που θεωρείται ως θεματοφύλακας της δημόσιας ζωής, μπορεί μερικές φορές να είναι προκλητικός ή να υποπίπτει σε υπερβολές, γι’ αυτό επιτρέπονται μεγαλύτερες αποστάσεις. Κατά το χρόνο που έγιναν οι επίμαχες δηλώσεις, τα δικαστικά καθήκοντα της προσφεύγουσας είχαν ήδη ανασταλεί προκείμενου να μπορέσει να διεξάγει την πολιτικής της καμπάνια. Μπορούσε λοιπόν να εκφραστεί πιο ελεύθερα. Αλλά παρέμενε μία δικαστής. Εξακολουθούσε να δεσμεύεται από τον Νόμο για την κατάσταση των Δικαστών και έπρεπε να τηρεί τον Κώδικα Τιμής του Δικαστή, είτε αυτός είχε νομική ισχύ είτε όχι. Έτσι ο λόγος της έπρεπε να διέπεται από διακριτικότητα. Αντίθετα, αυτή προχώρησε σε απαράδεκτες ακρότητες. Γι’ αυτό κατά την γνώμη μου, οι εθνικές αρχές είχαν το δικαίωμα να κρίνουν ότι «οι ενέργειες της δικαστή Kudeshkina απάδουν προς την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός δικαστή, υποβάθμισαν την αξιοπιστία της δικαιοσύνης και προκάλεσαν ουσιώδη βλάβη στην υπόληψη του δικαστικού επαγγέλματος, συνιστώντας πειθαρχικό παράπτωμα.» Περαιτέρω, σε αυτές τις περιστάσεις, η πειθαρχική κύρωση που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα δεν ήταν κατά τη γνώμη μου αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας.
Κι ένα τελευταίο. Η προσφεύγουσα καταγγέλλει διαδικαστική παρατυπία στην εξέταση της αίτησής της για δικαστικό έλεγχο. Το αίτημα, κατά τη γνώμη μου δεν οδηγεί κάπου. Αν και με κάποια καθυστέρηση, εξηγήθηκε σε αυτήν από δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι οι κανόνες της δωσιδικίας απαγορεύουν την παραπομπή από το Δικαστήριο της Μόσχας σε άλλο δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η ενασχόληση του Δικαστηρίου της Μόσχας δεν είχε καθοριστική επίπτωση στα αποτελέσματα της δίκης δεδομένου ότι η ουσιώδης κρίση και η τελική εξέταση της κύρωσης έγινε από όργανα η αμεροληψία των οποίων δεν αμφισβητείται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου